1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Μεταβολή στη θρησκεία
Η πατροπαράδοτη ανεκτικότητα της Ρώμης προς τις ξένες θρησκείες στους τόπους, που
κατακτούσαν, είχε μια εξαίρεση: τις θρησκείες του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού.
(Οι διωγμοί κατά των χριστιανών κράτησαν περίπου 250 χρόνια).
Η ανύψωση, όμως, του αυτοκρατορικού θεσμού πάνω από τη ρωμαϊκή κοινωνία
συνεπαγόταν μια αυτοκρατορική προσπάθεια προσεταιρισμού των χριστιανών, που
αποτελούσαν κλειστούς κύκλους φανατισμένων και ζητούσαν αλλαγή του κόσμου.
Έτσι το 313 οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Λικίνιος συναντήθηκαν στο
Μεδιόλανο (Μιλάνο) και έκριναν ότι έπρεπε να χορηγήσουν στους χριστιανούς καθώς
και σε όλους τους άλλους την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία
επιθυμούσε ο καθένας, "ώστε οποιαδήποτε κι αν είναι η θεότητα και η ουράνια δύναμη
να διάκειται ευμενώς απέναντι ημών".
Ο χριστιανισμός κήρυσσε ένα εντελώς νέο σύστημα αξιών, που τηρούσε όσο καιρό
βρισκόταν στην παρανομία: μακάριοι οι πτωχοί, αφού θα κερδίσουν τη βασιλεία των
ουρανών (Κατά Λουκά, 6,20 και 24). Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δόσ' τα στους
φτωχούς (Κατά Ματθ.,19, 21). Να μην ασχολούνται οι άνθρωποι με τις υλικές φροντίδες
του αύριο κατά το υπόδειγμα των "πετεινών του ουρανού" (Κατά Ματθ.,6, 28).
Οι ανάγκες της εκκλησίας μεγάλωναν και ό,τι αποκτούσε η εκκλησία ήταν σαν να
δινόταν στοθεό. Οι δωρεές των πιστών όλο και πλήθαιναν, και η συνήθεια αυτή θα
γινόταν τοκατεξοχήν μεσαιωνικό χαρακτηριστικό που συνέβαλλε στην αύξηση της
εκκλησιαστικής περιουσίας, κυρίως σε γη, διαμέσου των μοναστηριών, που άρχισαν
να ιδρύονται στην ύπαιθρο, μακριά από τις πόλεις.
Βγαίνοντας από τις κατακόμβες στο φως, σαν επίσημη θρησκεία πια, ο
χριστιανισμός χάνει την αρχική του δημοκρατικότητα. Αυτό φαίνεται από την Α’
Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325), όπου ο Κωνσταντίνος, πριν καλά- καλά γίνει
Ο Χριστιανισμός για την τοκογλυφία
Υ πάρχουν βέβαια σαφείς χριστιανικές εντολές που απαγορεύουν
την τοκογλυφία π.χ (Κατά Λουκά,6,35), αλλά, καθώς εκείνοι που
δανείζονται είναι κυρίως φτωχοί, πώς να τους απαγορεύσει η
εκκλησία την ίδια τους την επιβίωση;Αρχίζουν οι παραχωρήσεις στη
χριστιανική ηθική, που ερχόταν κάποτε μετην απαίτηση ν' αλλάξει
τον κόσμο. Αφού επιδιώκεται να απολαύσει ο κόσμος τη βασιλεία
των ουρανών, τίποτα δεν εμποδίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα
να πολλαπλασιάζει τα πλούτη, αρκεί να υπάρχει μέριμνα για τους
φτωχούς (φιλανθρωπία)
Τηλ. Λουγγή, Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας Αθήνα σ. 44
2. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
χριστιανός, προσπαθεί να δώσει λύση στο χριστολογικό πρόβλημα που εμφανίζεται
με τον πρεσβύτερο της Αλεξάνδρειας, Άρειο.
Για τον Άρειο, που τον γνωρίζουμε μόνο από τις αφηγήσεις των εχθρών του, ο θεός
είναι αιώνια και προαιώνια μονάδα (πλατωνική αρχή) και κατά συνέπεια ο υιός του
θεού, Χριστός, δεν μπορεί να είναι θεός με την ίδια έννοια. Η άποψη αυτή κέρδισε
μεγάλο λαϊκό έρεισμα και, το σημαντικότερο, ο αρειανισμός έγινε η επίσημη
θρησκεία των βαρβαρικών γερμανικών λαών προς τα τέλη του 4ου αιώνα.
Όπως φαίνεται ούτε όλοι οι χριστιανοί, ούτε ολόκληρος ο κλήρος ήταν σύμφωνοι
μεταξύ τους για τοπώς ο χριστιανισμός θα ενσωματωνόταν στη ρωμαϊκή κοινωνία,
και αυτή τη διάσταση απόψεων απηχούσαν οι αιρέσεις.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια δείχνει καθαρά ότι το κράτος επεδίωκε να
λύσει προς το δικό του συμφέρον ένα ζήτημα που αναμφίβολα είχε κοινωνική
πλευρά.
Τώρα πια οι θεολογικές συζητήσεις υποκαθιστούν μέσα στη χριστιανική οικουμένη
τις πολιτικές διαφωνίες, κάτι που ήταν γνώρισμα της αρχαιότητας.
Τον 4ο αιώνα γίνεται άλλη μια σύνοδος, η Β΄ Οικουμενική του 381, στην οποία
προστίθενται νέα άρθρα στο Σύμβολο της Πίστεως. Το 392 όλες οι αρχαίες λατρείες
κηρύσσονται εκτός νόμου. Ένα κύμα φανατισμού ξεσπάει πάνω στα μνημεία της
αρχαιότητας. Οι αρχαίοι ναοί γκρεμίζονται ή μεταβάλλονται σε εκκλησίες, κάτι που
συμβαίνει ακόμα και στον Παρθενώνα της Αθήνας (παραθμ. Βιβλ. σ. 14).
Ορθόδοξοι- αιρετικοί, κακόδοξοι
Η Σύνοδος αποφάσισε πως ο υιός είναι ομοούσιος τω πατρί,
αρχίζοντας τη διατύπωση του Συμβόλου της πίστης (η γνωστή
προσευχή «Πιστεύω»), αλλά αυτό ήταν δόγμα που ερχόταν να
επιβληθεί με κατασταλτικά μέτρα στον κόσμο. Στο εξής, όσοι δε
δέχονταν το δόγμα των Συνόδων, αποκαλούνταν αιρετικοί ή
σχισματικοί και άρχιζαν να αποκλείονται από τη χριστιανική
κοινότητα μεκρατική απόφαση. Έτσι οι διωγμοί εξαπολύονταν προς
δυο κατευθύνσεις τώρα: ενάντια στους αλλόθρησκους,
ειδωλολάτρες, ιουδαίους κ.λπ. από τη μια πλευρά, και ενάντια στους
«κακόδοξους» αιρετικούς από την άλλη. Σ’ όλο το Μεσαίωνα ο
χαρακτηρισμός «κακόδοξος είναι το αντίθετο του «ορθόδοξος» και
εκτοξεύεται με μεγάλη ευκολία από τις εκκλησιαστικές αρχές.
Τηλ. Λουγγή, Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας Αθήνα σ. 44
3. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η καταδίκη του Αρειανισμού με τις δυο πρώτες οικουμενικές συνόδους του 4ου
αιώνα και η καταδίκη του Νεστοριανισμού, που τόνιζε την υπεροχή της
ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού, από τη Γ΄Οικουμενική Σύνοδο της
Εφέσου, το 431, επισημοποιούσε την άνοδο της δύναμης της εκκλησίας.
Ο Θεοδοσιανός Κώδικας1, αυτή η περίφημη συλλογή νόμων, που δημοσιεύτηκε
το 438 στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη ταυτόχρονα, περιείχε 61 νόμους
ενάντια στους αιρετικούς (λαός) και μόνο 13 ενάντια στους ειδωλολάτρες
(αριστοκρατία), κάτι που δείχνει ποιους θέλει να συνετίσει το κράτος. (παραθμ. Βιβλ.
σ. 13, 14)
Η μεταφορά της πρωτεύουσας
Στις 8 Σεπτέμβρη του 324, ο Κωνσταντίνος θεμελίωνε τη νέα του πρωτεύουσα,
ακριβώς πάνω στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων, Βυζάντιο, και τα εγκαίνια της νέας
αυτής πόλης, της Κωνσταντινούπολης, έγιναν στις 11 Μάη του 330. Η νέα
πρωτεύουσα είχε μεγάλη σταδιοδρομία μπροστά της. Απέκτησε δική της σύγκλητο και
οι αυτοκράτορες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τον καλλωπισμό της (παραθ. Βιβλ., σ, 7)
Η Κωνσταντινούπολη χτίζεται σαν πρωτεύουσα του ανατολικού τμήματος της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και όχι ολόκληρης, παρόλο που τη χτίζει ο Κωνσταντίνος,
όταν είναι μονοκράτορας.
Η θέση της Κ/Π δεν της επιτρέπει να ελέγχει τη ρωμαϊκή Δύση, που εκτείνεται ως τις
Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ).
Η Ρώμη ήταν τοποθετημένη σχεδόν στο κέντρο της αυτοκρατορίας, σε ίση περίπου
απόσταση απ’ όλα τα σύνορά της. Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται τοποθετημένη σε ίση
περίπου απόσταση από τα σύνορα του Δούναβη στην Ευρώπη και του Ευφράτη στην
Ασία. Εξυπηρετεί, δηλαδή, τις ανάγκες της βυζαντινής αυτοκρατορίας στις διαστάσεις
που πήρε πολύ μεταγενέστερα.
1 Τα σωζόμενα βιβλία της συλλογής αποτελούν σήμερα πολύτιμη πηγή για τη μελέτη των κοινωνικών συνθηκών της
εποχής.
4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Αντίθετα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η θέση της Κωνσταντινούπολης σαν
σταυροδρόμι εμπορικών δρομολογίων.
Από την αρχή, η Κ/Π είχε σχεδιαστεί σαν πρωτεύουσα, όχι σαν μια νέα πόλη. Ο
Ιππόδρομος που χτίστηκε εκεί είχε χωρητικότητα ως 50.000 θέσεων, όπως το
Κολοσσαίο της Ρώμης. Για τον ανεφοδιασμό της Κ/Π με σιτηρά, προορίζεται
ολόκληρη η παραγωγή της Αιγύπτου. Ο αυτοκράτορας Ουάλης θα χτίσει ένα
τεράστιο υδραγωγείο, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανεβάζει τον πληθυσμό της
σε 100.000 κατοίκους, χωρίς να μετρήσει τους ειδωλολάτρες και τους Εβραίους.
Για το φτωχό πληθυσμό θα ισχύσει ο θεσμός των πολιτικών άρτων δωρεάν ως τον
έβδομο αιώνα. Αρχίζουν κιόλας να δημιουργούνται στεγαστικά προβλήματα.
(παραθμ. βιβλ. σ., 7)
Η Κωνσταντινούπολη είναι η μόνη πόλη της αυτοκρατορίας που βρίσκεται σε
συνεχή άνοδο. Η παρακμή και πτώση των μικρών επαρχιακών πόλεων τον 4ο αιώνα
διοχετεύει τον πληθυσμό τους στις μεγάλες πόλεις και, από κει, στην πρωτεύουσα.
Σύντομα οι λαϊκές μάζες θα αποδειχτούν υπολογίσιμος κοινωνικός παράγοντας.
Η στρατηγική θέση της Κωνσταντινούπολης
Η Κωνσταντινούπολη έχει αντικειμενικά ένα μεγάλο στρατηγικό
πλεονέκτημα από τη θέση της στο Βόσπορο: αν της επιτεθούν από την
Ευρώπη, οι αμυνόμενοι μπορούν να ενισχυθούν από την Ασία, ή ακόμα
να υποχωρήσουν εκεί. Αν της επιτεθούν από την Ασία, οι υπερασπιστές
της μπορούν να ενισχυθούν από την Ευρώπη, γι’ αυτό και πολλοί
ιστορικοί είπαν ότι όσο καιρό η Κωνσταντινούπολη έμενε όρθια,
μπορούσε να ανασυστήσει την αυτοκρατορία. Οι διαπιστώσεις αυτές θα
δείξουν την αξία τους σε περισσότερες από είκοσι εννιά πολιορκίες, και,
ιδιαίτερα, το 1204. Για να υποκύψει η Κωνσταντινούπολη, θα πρέπει να
αποκλειστεί εντελώς από την Ευρώπη και την Ασία, όπως θα γίνει το
1453.
Τηλ. Λουγγή, Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας Αθήνα σ. 50