2. Τ ην επόμενη μέρα πήγαν οι φίλοι του
Δημήτρη και χτύπησαν το κουδούνι. Ο Δημήτρης
φόρεσε τα γάντια και το σκουφάκι του και πήγε
για παιχνίδι. Ο Δημήτρης μαζί με τους φίλους του
έπαιξε χιονοπόλεμο και άλλα παιχνίδια.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα όμορφο χωριουδάκι ο μικρός
Δημήτρης μαζί με την οικογένειά του. Ήτανε πολύ χαρούμενος, γιατί την
επόμενη μέρα θα στόλιζε μαζί με τη μαμά του και τη μικρή του αδερφή το
χριστουγεννιάτικο δέντρο.
3. Μόλις τελείωσε με το τηλέφωνο, βοήθησε τη μαμά του και
στόλισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το φωτεινό αστέρι που
ήταν στην κορυφή έλαμπε σε όλο το σπίτι.
Όταν γύρισε στο
σπίτι του, η μαμά του τον
φώναξε να στολίσουν το
χριστουγεννιάτικο
δέντρο. Του είπε λοιπόν:
- Δημητράκη, θέλεις να
στολίσεις τη Φάτνη με τη
γέννηση του Χριστού;
- Ναι Μαμά, έρχομαι σε
λίγο, γιατί μιλάω στο
τηλέφωνο με τον
παππού.
4. Η μαμά του
συνέχισε, αφού
τελείωσαν με το
δέντρο άρχισε να
ετοιμάζει το
χριστουγεννιάτικο
τραπέζι..
- «Μαμά, θα έρθει ο
Θείος και η Θεία με
τον Μάνθο και τη
Δάφνη;», ρώτησε ο
Δημητράκης τη
μαμά του.
- «Ναι θα έρθουνε και μόλις θα φάμε θα πάτε να κάνετε πατινάζ με τα καινούρια
παγοπέδιλα που σας αγόρασα», απάντησε η μαμά.
- «Μαμά, η Γιαγιά θα έρθει να μου φέρει το δώρο μου;», ξαναρώτησε με αγωνία.
- «Ναι μικρό μου ζουζουνάκι, και μόλις γυρίσετε θα σας έχω έτοιμη ζεστή σοκολάτα».
5. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς περίμεναν πως και πως να έρθει ο καινούργιος
χρόνος. Ο θείος και η θεία έφυγαν μετά την αλλαγή του χρόνου, άφησαν όμως την
Δάφνη και τον Μάνθο να κοιμηθούν με τον μικρό Δημητράκη.
6. Τα μεσάνυχτα ήρθε ο Αϊ-Βασίλής με το έλκηθρο και τα ελάφια του.
Σταμάτησε στη σκεπή και ετοιμαζόταν να μπει από την καμινάδα, αλλά
κατάλαβε ότι … δεν χωράει!!
«Πω, πω», φώναξε, «πώς θα παραδώσω τα δώρα μου τώρα;»
«Καλέ Αϊ-Βασίλη πόσα μελομακάρονα έφαγες πριν έρθουμε», τον ρώτησε ο
βοηθός.
«Δέκα και τρία,..και άλλα τέσσερα.. και ….Εεεμμ, δεν ξέρω…, πάντως έφαγα πάρα
πολλά», απάντησε και κοκκίνισε. «Σπρώξε λίγο ακόμα…. Λίγο ακόμα σου λέω….
Νομίζω ότι κοντεύω… Ουφ, επιτέλους χώρεσα», αναστέναξε και μπήκε στο σπίτι.
«Άντε τώρα να βρούμε το δέντρο, μικρέ μου βοηθέ», φώναξε ο Αϊ-Βασίλης.
7. Άρχισαν να τρώνε χωρίς να σταματάνε, ενώ ο καημένος ο Αϊ-Βασίλης, όταν τους άκουγε
να μασουλάνε τα λαχταριστά μελομακάρονα του έπεφταν τα σάλια. Ξαφνικά ο αρχηγός από
του καλικάντζαρους τους φώναξε,
«Καλέ, τι κάνουμε ; Πρέπει πρώτα να ψάξουμε τα δώρα των παιδιών».
Ο Αϊ-Βασίλης άφησε τα δώρα κάτω από το δέντρο και ενώ
ετοιμαζόταν να φύγει άκουσε κάτι φωνές. Κρύφτηκε γρήγορα
κάτω από το τραπέζι με τα μελομακάρονα. Μια μαγική πύλη
άνοιξε και βγήκαν τρεις καλικάντζαροι από τη φωλιά τους, και
πήγαν κατευθείαν στα μελομακάρονα και στους κουραμπιέδες.
8. Αφού έφαγε τα γλυκά
του, ο μπαμπάς επέστρεψε για
ύπνο. Πρώτοι βγήκαν οι
καλικάντζαροι, πήραν και τα
τελευταία μελομακάρονα και
γύρισαν στη φωλιά τους. Στη
συνέχεια βγήκε ο Αϊ-Βασίλης,
δεν υπήρχε όμως ούτε ένα
μελομακάρονο για αυτόν.
Με το τελευταίο μελομακάρονο στο στόμα, πήγαν προς το δέντρο. Όμως ακούστηκε μια
φωνή που ήταν ο μπαμπάς των παιδιών. Έτρεξαν και κρύφτηκαν πάνω στο
Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
«Έχω πεινάσει… ας φάω κανένα μελομακάρονο», είπε ο μπαμπάς.
9. «Ναι, πάμε πρώτα στον Αϊ-Βασίλη και μετά στα δώρα, επειδή μπορεί να φύγει», είπε ο
Δημήτρης
Έτσι ακολούθησαν τις συμβουλές του Δημήτρη. Πήγαν προς τον Αϊ-Βασίλης και τον είδανε να
φεύγει με το έλκηθρό του.
Και ενώ ετοιμάζονταν να φύγει, εμφανίστηκαν από την πόρτα Ο Δημήτρης, η Δάφνη
και ο Μάνος. «Δημήτρη κοίτα είναι ο Αϊ-Βασίλης !!!», είπε ο Μάνος
10. Έτσι η πρωτοχρονιά του Δημήτρη
κύλησε ευτυχισμένα με την
οικογένεια πλάι του.
Ο ουρανός ήταν υπέροχος.
Το φεγγάρι έλαμπε σε όλο το
χωριό. Οι χιονοστιβάδες
περνούσαν μπροστά από το φως
του φεγγαριού σαν μικρά
διαμάντια.