2. Tο Διδυμότειχο είναι χτισμένο στη συμβολή των ποταμών Έβρου και Ερυθροπόταμου, 950 χλμ
ΒΑ της Αθήνας, 85 περίπου ΒΑ της Αλεξανδρούπολης και 40 από τα βουλγαρικά σύνορα. Ο
Έβρος, φυσικό σύνορο της χώρας με την Τουρκία, ορίζει την πόλη ανατολικά και σε απόσταση
όχι μεγαλύτερη από 1 χλμ., ενώ ο Ερυθροπόταμος σχηματίζει τα δυτικά και νότια όριά της. Η
σύγχρονη οικιστική εικόνα είναι αποτέλεσμα διαδοχικών επεκτάσεων του αρχικού ιστορικού
πυρήνα της ακρόπολης που στεγάζει και σήμερα τη λεγόμενη παλιά πόλη στην κορυφή του
ασβεστολιθικού λόφου που ονομάζουμε «Καλέ» ή «Κάστρο». Ο λόφος αυτός μαζί με το
μικρότερο της Αγίας Πέτρας αποτελούν το δυτικό και νοτιοανατολικό αντίστοιχα όριο οικοδομικής
δραστηριότητας του Διδυμοτείχου.
3. Το Διδυμότειχο είναι έδρα Μητροπόλεως,[10] δημοτικών σχολείων και άλλων δημόσιων
υπηρεσιών. Σύμφωνα με τη Θρησκευτική Μειονότητα των Μουσουλμάνων, μετά τη
Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 στη Θράκη, οι εθνότητες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή,
παρά το διαφορετικό τους θρήσκευμα, διατήρησαν την ίδια εθνική ταυτότητα. Για αυτόν τον
λόγο, η Συνθήκη τους καθορίζει ως μία μουσουλμανική μειονότηταελληνικής εθνότητας, και όχι
ως τρεις μουσουλμανικές μειονότητες (μια πομακική, μια τουρκική και μια τσιγγάνικη).[11] Στο
Διδυμότειχο οι περισσότεροι Διδυμοτειχίτες Τούρκοι μετανάστευσαν ως πρόσφυγες στην
Τουρκία κατά τους πολέμους της δεκαετίας 1910 ή στο μεσοπόλεμο και κυρίως την δεκαετία του
1940 (γερμανική κατοχή και εμφύλιο).[12] Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της μουσουλμανικής
(θρησκευτικής) μειονότητας στο Διδυμότειχο, είναι ρομά.[12][13] Οι ρομά βρίσκονται στην πόλη
από το 16ο αιώνα και στην πλειοψηφία τους ήταν μουσουλμάνοι (ανάμεσά τους υπήρχαν και
λίγες οικογένειες χριστιανικές).[12] Στην πόλη σήμερα έχει έδρα η Μουφτεία Διδυμότειχου όπου
τοποτηρητής είναι ο μουφτής Μεχμέτ Σερίφ Δαμάδογλου
4.
5.
6. Στο Διδυμότειχο βρίσκονται δύο φυσικά
σπήλαια, το Σπήλαιο Καγιάλι και το
σπήλαιο Βούβα που εντοπίστηκαν και
εξερευνήθηκαν σε ένα μεγάλο τμήμα τους στις
αρχές της δεκαετίας του 1960 από την Ελληνική
Σπηλαιολογική Εταιρεία. Το Σπήλαιο της
Ακρόποληςή «Καγιάλι», έχει είσοδο στη δυτική
πλευρά του λόφου της ακρόπολης, απέναντι
σχεδόν από το «Πεντάζωνο», βυζαντινό πύργο
στην ανατολική όχθη του Ερυθροπόταμου.[15]
[16] Το σπήλαιο Βούβα βρίσκεται ανάμεσα στο
Διδυμότειχο και στο Κουφόβουνο[17] με
σταλακτίτες και σταλαγμίτες μεγάλων
διαστάσεων.
πρώτη συστηματική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα
1963 από μέλη της Ελληνικής Σπηλαιολογικής
Εταιρείας με επικεφαλής τον Ι. Ιωάννου. Το μήκος της
σπηλιάς σε νοητή ευθεία ξεπερνά τα 150 μέτρα και το
ύψος της κατά περιοχές τα 30. Η επιφάνεια στο
εσωτερικό της βαθαίνει σε αρκετά σημεία φτάνοντας
σε ορισμένα τα 3 μέτρα από το επίπεδο της εισόδου.
Αμέσως μετά το στόμιο συναντά κανείς μια ορθογώνια
αίθουσα μικρών διαστάσεων που καταλήγει σε δύο
διαδρόμους. Ο νοτιότερος είναι φαρδύτερος και
αδιέξοδος. Ο δεύτερος όμως, ιδιαίτερα στενός, οδηγεί
μετά από πορεία 100 περίπου μέτρων σε δύο
συνεχόμενες αίθουσες ακανόνιστου σχήματος και
αρκετά μεγάλων διαστάσεων.
7. Στο Διδυμότειχο βρίσκονται δύο φυσικά
σπήλαια, το Σπήλαιο Καγιάλι και το
σπήλαιο Βούβα που εντοπίστηκαν και
εξερευνήθηκαν σε ένα μεγάλο τμήμα τους στις
αρχές της δεκαετίας του 1960 από την Ελληνική
Σπηλαιολογική Εταιρεία. Το Σπήλαιο της
Ακρόποληςή «Καγιάλι», έχει είσοδο στη δυτική
πλευρά του λόφου της ακρόπολης, απέναντι
σχεδόν από το «Πεντάζωνο», βυζαντινό πύργο
στην ανατολική όχθη του Ερυθροπόταμου.[15]
[16] Το σπήλαιο Βούβα βρίσκεται ανάμεσα στο
Διδυμότειχο και στο Κουφόβουνο[17] με
σταλακτίτες και σταλαγμίτες μεγάλων
διαστάσεων.
πρώτη συστηματική έρευνα πραγματοποιήθηκε στα
1963 από μέλη της Ελληνικής Σπηλαιολογικής
Εταιρείας με επικεφαλής τον Ι. Ιωάννου. Το μήκος της
σπηλιάς σε νοητή ευθεία ξεπερνά τα 150 μέτρα και το
ύψος της κατά περιοχές τα 30. Η επιφάνεια στο
εσωτερικό της βαθαίνει σε αρκετά σημεία φτάνοντας
σε ορισμένα τα 3 μέτρα από το επίπεδο της εισόδου.
Αμέσως μετά το στόμιο συναντά κανείς μια ορθογώνια
αίθουσα μικρών διαστάσεων που καταλήγει σε δύο
διαδρόμους. Ο νοτιότερος είναι φαρδύτερος και
αδιέξοδος. Ο δεύτερος όμως, ιδιαίτερα στενός, οδηγεί
μετά από πορεία 100 περίπου μέτρων σε δύο
συνεχόμενες αίθουσες ακανόνιστου σχήματος και
αρκετά μεγάλων διαστάσεων.