Ένα κείμενο που αναφέρεται τόσο στη ευρύτερη σύσταση του πληθυσμού της Σμύρνης από τον 17ο ως τον 19ο αιώνα, όσο και -πιο συγκεκριμένα- στην ελληνική συνοικία της πόλης κατά την περίοδο αυτή.
Η ΑΔΙΚΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΣΕΠ 2008 ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ
Ο Πληθυσμός της Σμύρνης και η Ελληνική Κοινότητα (17ος - 19ος αιώνας)
1. Ο πληθυσμός της Σμύρνης και η Ελληνική κοινότητα (17ος -
19ος αιώνας)
Η Σμύρνη ήταν ένα από τα
μεγαλύτερα αστικά κέντρα της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είχε
το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι στα
μικρασιατικά παράλια και
αποτέλεσε έναν από τους
κυριότερους συνδετικούς κρίκους
μεταξύ της Ευρώπης και της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά
τον 19ο
αιώνα ισχυροποιείται το μη
μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης.
Σύμφωνα με τον Μόρντμαν, τον
Γερμανό πρόξενο, ο πληθυσμός της
Σμύρνης στις αρχές του 20ου
αιώνα
φτάνει τους 300.000 κατοίκους, από
τους οποίους οι 110.000 είναι
Έλληνες χριστιανοί Οθωμανοί
υπήκοοι και ακόμη 30.000 Έλληνες υπήκοοι. Δηλαδή, ο αριθμός των Ελλήνων
χριστιανών της Σμύρνης εκείνη την περίοδο αποτελεί περίπου το 50% του συνολικού
πληθυσμού της πόλης1
. Αυτό ίσως εξηγεί και τον χαρακτηρισμό της πόλης ως
«Άπιστη Σμύρνη» από τους μουσουλμάνους.
Από τον 17ο
αιώνα φαίνεται ότι ο πληθυσμός της Σμύρνης ήταν χωρισμένος
γεωγραφικά. Ξένοι περιηγητές αναφέρουν ότι οι μουσουλμάνοι δε ζούσαν στην ίδια
περιοχή με τους Ευρωπαίους, που βρίσκονται στην πόλη. Οι χάρτες που αναφέρονται
στη Σμύρνη του 19ου
αιώνα την χωρίζουν σε συνοικίες. Κατά το πρώτο μισό του 19ου
αιώνα οι συνοικίες αποτελούνται από άτομα της ίδιας εθνικής και θρησκευτικής
κοινότητας. Αντίθετα, κατά το δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα η διάκριση του
πληθυσμού σε συνοικίες γίνεται βάσει κοινωνικών και οικονομικών κριτηρίων2
. Έτσι
βλέπουμε και εύπορους μουσουλμάνους να εγκαθίστανται στην Ευρωπαϊκή συνοικία.
1
Georgelin Herve, Σμύρνη. Από τον κοσμοπολιτισμό έως τους εθνικισμούς, Αθήνα, 2007, σελ. 49 – 75.
2
Ό.π., Georgelin Herve, σελ. 49 – 75.
Εικόνα 1: Οι συνοικίες της Σμύρνης.
2. Εν κατακλείδι, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της Σμύρνης του 19ου
αιώνα που
δε μπορεί να παραληφθεί είναι ο κοσμοπολιτισμός. Οι διαφορετικές κοινότητες ζουν
πλέον η μια δίπλα στην άλλη και υπάρχουν κοινά συμφέροντα στις σχέσεις που
δημιουργούνται μεταξύ τους. Κάθε κοινότητα – συνοικία είναι σχεδόν αυτόνομη
τόσο διοικητικά όσο και πολιτιστικά. Ωστόσο, αρκετοί ήταν αυτοί που αν και
θεωρήθηκαν κοσμοπολίτες, εξαιτίας των κοινωνικών σχέσεων που είχαν
δημιουργήσει, στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε φανατικούς εθνικιστές3
.
Η Ελληνική Σμύρνη
Το ελληνικό στοιχείο της Σμύρνης ήταν πολύ μεγάλο και συνεχώς αυξανόταν.
Ήδη από τα τέλη του 17ου
αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Σμύρνη ελληνορθόδοξοι από
την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Η αύξηση του ελληνικού πληθυσμού
συνεχίστηκε και τον 18ο
αιώνα υπό τις ευνοϊκές διατάξεις της Συνθήκης Κιουτσούκ –
Καϊναρτζή. Κατά τον 19ο
αιώνα και συγκεκριμένα από τη δεκαετία του 1830 οι
χριστιανοί επωφελούνται από τις παραχωρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς αυτή την περίοδο ξεκινούν οι Μεταρρυθμίσεις
(Tanzimat). Τη δεκαετία του 1890, ο γεωγράφος Cuinet, κατέγραψε ότι στη Σμύρνη,
που εκείνη την περίοδο είχε περίπου 200.000 κατοίκους, οι 52.000 ήταν
ελληνορθόδοξοι Οθωμανοί υπήκοοι και ακόμη 25.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι4
.
Τα επαγγέλματα στα οποία απασχολούνταν ο ελληνικός πληθυσμός κυμαίνονταν
σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Οι λιγότερο πλούσιοι εργάζονταν ως καφετζήδες,
μαγαζάτορες ή βαρκάρηδες. Από την άλλη πλευρά, οι εύποροι ασχολούνταν με την
ιατρική και τη νομική. Πολλοί ήταν αυτοί που εργάζονταν είτε ως ανεξάρτητοι
έμποροι, είτε ως πράκτορες – διαμεσολαβητές ξένων επιχειρήσεων. Από τα τέλη του
18ου
αιώνα, παρατηρείται ένας διαχωρισμός μεταξύ όσων απασχολούνταν με το
διεθνές εμπόριο και όσων περιορίζονταν στην τοπική οικονομία της πόλης. Έτσι,
ξεκινούν οι συγκρούσεις μεταξύ του «παλαιού κόσμου» και των εύπορων εμπόρων5
.
Το 19ο
αιώνα οι ομάδες αυτές διεκδικούν τη συμμετοχή τους στη διοίκηση της
κοινότητας. Παράλληλα, η εμφάνιση προτεσταντών ιεραποστόλων, οι οποίοι
αμφισβητούσαν τις παραδοσιακές θρησκευτικές και εκπαιδευτικές μεθόδους,
3
Ό.π., Georgelin Herve, σελ. 49 – 75.
4
Κεχριώτης Βαγγέλης, «Η ελληνική Σμύρνη: το πάνθεον της Ιστορίας» στο Σμυρνέλη Μαρία-
Κάρμεν (επιμ.), Σμύρνη, η λησμονημένη πόλη: 1830 – 1930 Μνήμες ενός μεγάλου μεσογειακού
λιμανιού, Αθήνα, 2008, σελ. 75 – 91.
5
Ό.π., Κεχριώτης Βαγγέλης, σελ. 75 – 91.
3. συνέβαλαν στο διαχωρισμό της ελληνικής κοινότητας. Εντός της συνοικίας υπήρχαν
από τη μια πλευρά έμποροι και εκπρόσωποι της παιδείας και από την άλλη η
πλειονότητα του πληθυσμού και οι συντεχνίες. Η πρωτοκαθεδρία των δημογερόντων
αμφισβητείται από τη μεσοαστική τάξη που αναδεικνύεται κατά τον 19ο
αιώνα. Έτσι
το 1878 δημιουργείται μια Κεντρική Επιτροπή, η οποία περιορίζει την εξουσία των
δημογερόντων. Στις αρμοδιότητες των τελευταίων ανήκε ο καταμερισμός του φόρου
εξαίρεσης από τη στρατιωτική θητεία (bedel), κρατούσαν το κοινοτικό μητρώο και
μπορούσαν να συγκαλέσουν εκκλησιαστικό συμβούλιο. Από την άλλη πλευρά, οι
αρμοδιότητες που ανέλαβε η Κεντρική Επιτροπή ήταν η διοίκηση των
φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και ο έλεγχος των εσόδων, που προέρχονταν από
θρησκευτικές τελετές. Την περίοδο μεταξύ 1902 και 1907 παρατηρείται μια ακόμη
σύγκρουση μεταξύ οπαδών της Κεντρικής Επιτροπής και οπαδών των
δημογερόντων6
.
Εικόνα 2: Η προκυμαία της Σμύρνης στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του 19ου
αιώνα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ο
εξελληνισμός. Κυρίως μέσω της εκπαίδευσης οι ορθόδοξοι πληθυσμοί, που ήταν
εγκατεστημένοι στη Μακεδονία και στη Μικρά Ασία εξελληνίστηκαν. Ταυτόχρονα,
δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν τοπικά δίκτυα τόσο στον τομέα του εμπορίου
όσο και σε αυτόν της εκπαίδευσης. Τον 18 αιώνα, και συγκεκριμένα το 1733,
ιδρύθηκε η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Ο Πανταλέων Σεβαστόπουλος τη θέτει
υπό την αγγλική προστασία, αφού και ο ίδιος είχε βρετανική υπηκοότητα. Το 1809
ιδρύεται το Φιλολογικό Γυμνάσιο για να δώσει πρακτική και σύγχρονη εκπαίδευση.
Ωστόσο, το γυμνάσιο αυτό σταματά να λειτουργεί 10 χρόνια αργότερα. Μάλιστα, ο
μητροπολίτης Γρηγόριος Ε’ εξέδωσε διάταγμα με το οποίο τασσόταν κατά «της
σύγχρονης φιλοσοφίας και αυτών που τη διαδίδουν». Την ίδια περίοδο έχουμε την
ίδρυση κι άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων όπως το Ελληνορθόδοξο Νοσοκομείο,
6
Ό.π., Κεχριώτης Βαγγέλης, σελ. 75 – 91.
4. που ιδρύεται το 1748, το Ελληνικό Ορφανοτροφείο, που δημιουργείται προς το τέλος
του 19ου
αιώνα, το 1870 και το Δημόσιο Βρεφοκομείο, το οποίο ιδρύεται στις αρχές
του 20ου
αιώνα7
.
Όσον αφορά τον τύπο, στον τομέα αυτό έχουμε την εφημερίδα «Ο Φίλος των
Νέων», η οποία ήταν η πρώτη εφημερίδα που κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1831. Όμως ως σπουδαιότερη εφημερίδα των
ελληνορθόδοξων αναδείχθηκε η «Αμάλθεια», η οποία δημιουργήθηκε το 1838. Τα
πολιτιστικά στοιχεία μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης έπαιξαν
σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της κοινής εθνικής συνείδησης, που είχε γίνει
εντονότερη την περίοδο αυτή. Η κοινή εθνική συνείδηση ήταν αυτή που κατάφερε να
διατηρήσει τους κοινωνικούς δεσμούς μεταξύ των μελών της κοινότητας. Βέβαια,
πρέπει να πούμε ξανά ότι στη Σμύρνη ζούσαν ελληνορθόδοξοι με Οθωμανική
υπηκοότητα και Έλληνες υπήκοοι. Οι πρώτοι διεκδικούν τα δικαιώματα που τους
προσφέρει η οθωμανική τους υπηκοότητα, ενώ οι τελευταίοι προστατεύονται από τις
Συνθήκες που έχουν υπογραφεί μεταξύ του Ελληνικού κράτους και της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας8
.
Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Σμύρνης γίνεται ο πυρήνας της πόλης εξαιτίας
της γρήγορης οικονομικής ανάπτυξής του και της σημαντικής προόδου στον τομέα
της φιλανθρωπίας και της παιδείας. Από τον 19ο
αιώνα παρατηρούνται και μικτοί
γάμοι μεταξύ μελών της ανώτερης κοινωνικής τάξης των ελληνορθόδοξων και
ευρωπαϊκών οικογενειών. Αυτό γίνεται με στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής τους
θέσης. Αξίζει επίσης να πούμε ότι στην τουρκική ιστοριογραφία οι χριστιανικοί
εμπορικοί κύκλοι αναφέρονται ως «κομπραδόρικη αστική τάξη», στόχος της οποίας
ήταν το προσωπικό κέρδος ή η εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων, αφού
λειτουργούσαν ως διαμεσολαβητές μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά, στην ελληνική ιστοριογραφία, η
Σμύρνη παρουσιάζεται ως ο «χαμένος παράδεισος» και η πόλη παίρνει συμβολική
και μυθική αξία9
.
7
Ό.π., Κεχριώτης Βαγγέλης, σελ. 75 – 91.
8
Ό.π., Κεχριώτης Βαγγέλης, σελ. 75 – 91.
9
Ό.π., Κεχριώτης Βαγγέλης, σελ. 75 – 91.