1. 1Μόνο τικ. Μονό1.
(Σα μυσταγωγία)
Κατέβασε το στόρι στο μαγαζί μισή ώρα πιο νωρίς –τόσα χρόνια, από τότε που
άρχισαν στην Εγνατία τα έργα για το μετρό, δεν πάτησε ψυχή στο κλειδαράδικο,
ποιος θα ερχόταν τώρα που είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά, είχε βγάλει και
ψοφόκρυο; Ζόρικος ο φετινός χειμώνας, σκέφτηκε καθώς έκλεινε το λουκέτο,
οριακός... Ύστερα στριμώχτηκε όσο καλύτερα μπορούσε μέσα στον ανασηκωμένο
γιακά του παλτού του, έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι άρχισε ν’ ανεβαίνει βιαστικά
τη Βενιζέλου.
Πέρασε μπροστά από το παλιό Δημαρχείο –είχαν παντρευτεί εκεί πριν από
εικοσιπέντε χρόνια με την Κούλα, τότε που εκείνη έλεγε ακόμα πως τον αγαπούσε
τρελά, όταν τη συναντούσε κρυφά κοντά στου πατέρα της το καφεκοπτείο στην
Ερμού, πρώτα στο Δημαρχείο κι ύστερα στην εκκλησία, στον Άγιο Μηνά στην
κεντρική αγορά. Προσπέρασε ασθμαίνοντας τ’ αρχαία και το Υπουργείο,
αναρριχήθηκε σχεδόν στη Στεφάνου Δραγούμη, χώθηκε λαχανιασμένος στην πολύ
στενή στενή κατάληξη του δρόμου και βγήκε βαριανασαίνοντας στην πάνω μεριά
της πόλης, στο Τσινάρι.
Στα ριζά της Κλειούς κοντοστάθηκε να πάρει μιαν ανάσα –είχε κουραστεί
κάπως από τη συνεχή ανηφόρα, βάραιναν και τα πενήντα οκτώ χρόνια στους
ώμους του, οι υποχρεώσεις, οι λογαριασμοί, οι απογοητεύσεις, οι απώλειες… Δε
σταμάτησε όμως για πολύ, συνέχισε ν’ ανεβαίνει με πείσμα το καλντερίμι. Έπρεπε
να φτάσει εγκαίρως, να είναι από την αρχή στο μάθημα –πρώτη φορά θα πήγαινε,
δεν ήθελε να χάσει ούτε λεπτό, ούτε βήμα. Έστριψε στην Αλεξάνδρας
Παπαδοπούλου αριστερά κι αμέσως ίσια πάνω δεξιά, στην Ακρίτα, ώσπου βγήκε
έξω. Έξω από τα τείχη.
Εκεί, στο πάρκο που είχε φτιαχτεί πάνω στο υπόγειο δημοτικό πάρκιγκ των
Συκεών, μαζεύονταν κάθε Πέμπτη βράδυ στις εννιά. Στην αρχή ήταν καμιά
εικοσαριά, μέλη –οι περισσότεροι– του ποντιακού συλλόγου της περιοχής. Φορά με
τη φορά όμως πήγαιναν όλο και πιο πολλοί απ’ όλη την πόλη, κι απ’ την Αγίου
Δημητρίου κι απ’ την Ιασωνίδου κι απ’ την Ευζώνων, είχε ακούσει, μέχρι κι απ΄ την
1 Λογοπαίγνιο και αναφορά στον ομώνυμο ποντιακό χορό. Οι μουσικές αναφορές του κειμένου
μπορούν να συμβάλλουν σε μια πιο «μουσική ανάγνωσή» του.
2. 2Παπάφη –κυρίως μεσήλικες και συνταξιούχοι, αλλά υπήρχαν ανάμεσά τους και
κάποιοι νέοι.
Είκοσι άνθρωποι, τριάντα, σαράντα, πενήντα, εξήντα –τόσο πολλοί; Τόσο.
Κάποια στιγμή ερχόταν και ο δάσκαλος με το κασετόφωνο και μια μπαλαντέζα που
έπαιρνε ρεύμα απ΄ το γωνιακό ταβερνάκι. «Πάμε!», τους έλεγε, κι εκείνοι
πιάνονταν από τους ώμους, νέοι και γέροι μαζί, πιάνονταν και χόρευαν. Τις
τελευταίες φορές δεν έφτανε η πλατεία για έναν κύκλο, κάναν και δεύτερο
ομόκεντρο –μέσα οι προχωρημένοι, έξω οι αρχάριοι, στη μέση το περιφραγμένο
χορτάρι. Χόρευαν μια ολόκληρη ώρα κάτω από τον ουρανό σχεδόν με όλους τους
καιρούς, ακόμα και με ψιλή βροχή, ακόμα και με κρύο που περόνιαζε το κόκκαλο,
σαν κι απόψε, ένα βράδυ μάλιστα πριν από τα Χριστούγεννα, όπως είχε μάθει, και
με χιονιά: τριπάτ, σαμσούν, τρυγόνα, τσαραχότ, κότσαρι. Ξεδίπλωναν το κορμί οι
χορευτές –όσο μπορούσαν–, χέρι με χέρι ξόρκιζαν τον καημό –όσο γινόταν –,
ξέδιναν με τον τρομαχτό. Μερικοί μάλιστα που ήξεραν και κάποια λόγια
σιγοτραγουδούσαν…
Αναστορώ σε τα παλιά2
Θα τον περίμενε οπωσδήποτε, του είπε ο παλιός του συμμαθητής που τον
είχε συναντήσει τυχαία στον δρόμο τις προάλλες και του είπε όλα τα σχετικά. Αυτός
πήγαινε από τον Οκτώβρη, του εκμυστηρεύτηκε μ’ ενθουσιασμό, κάθε βδομάδα
ανελλιπώς. Φεύγοντας τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Τεμέτερον;» Όχι, εγώ…
δεν…, πήγε ν’ απαντήσει ο Βασίλης, όμως ο άλλος τον πρόλαβε: «Τεμέτερον, σου
λέω. Με τον χορό όλοι δικοί γινόμαστε, γινόμαστ’ ένα». Και που δεν ξέρω να
χορεύω ποντιακά; ψέλλισε ο Βασίλης. «Μη νοιάζεσαι, αδελφέ! Κανείς δεν είναι
τέλειος», αστειεύτηκε ο άλλος. «Αρκεί να σου μιλάει η μουσική μας, να σε
ξεσηκώνει. Θα σου δείξει τα βήματα ο δάσκαλος στην αρχή, θα σε βοηθάει κι ο
μπροστινός… Μετά, κάποια στιγμή, θ’ ανάψει η φλόγα μέσα σου, θα σε κυριέψει!».
Θα δυσκολευόταν, το ήξερε –από το γάμο του είχε να χορέψει. Λίγο που
ντρεπόταν να εκτίθεται, περισσότερο που με το πέρασμα του χρόνου έβαλε και ένα
δυο κιλά παραπανίσια, το πιο πολύ που τον τελευταίο καιρό ένιωθε να του ’χει
φύγει η χαρά της ζωής και να του ΄μεινε μόνο η πίκρα –ακούς εκεί, ύστερα από
τόσους κόπους να μη μπορεί να ξεπληρώσει το δάνειο, να ’χει και το πατρικό του
υποθήκη; Να χρωστά; Να είναι στον αέρα; Να έχει και την Κούλα, τη γυναίκα του,
από πάνω που, αντί να του συμπαραστέκεται, ξοφλημένο τον ανεβάζει, χαραμιτζή
τον κατεβάζει, αχαΐρευτο τον λούζει, ανίκανο και ακαμάτη τον στολίζει. Πού πήγε,
αλήθεια, η αγάπη που του ’ταζε πως θα του είχε με όλους τους καιρούς; Πού πήγε
εκείνο το βλέμμα της το δοτικό;
2 Αναφορά στο ποντιακό τραγούδι.
3. 3Θα δυσκολευόταν, το ήξερε. Όμως του άρεζε η ποντιακή μουσική. Μόνο
αυτή από τα παραδοσιακά. Του άρεζε πολύ. Τους ζήλευε τους Πόντιους από παιδί –
το πώς τραντάζονταν καθώς χόρευαν, σαν κάτι να ξυπνούσε, βρε παιδί μου, μέσα
τους και να τους συνέπαιρνε, το πώς τινάζονταν… Μ’ έναν χορό πυρακτώνονται
αυτοί οι άνθρωποι, τεντώνονται και με μια δρασκελιά βρίσκονται από τη γη στον
ουρανό, έτσι του φαινόταν. Και να που τώρα του δινόταν η ευκαιρία να μάθει κι
αυτός να τα χορεύει τα ποντιακά, κάπως… όπως… Και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί
να πληρώσει –η εκμάθηση των χορών ήταν δωρεάν, ο σύλλογος έβγαζε τα
χρειαζούμενα από άλλες εκδηλώσεις, τον είχε πληροφορήσει ο συμμαθητής του.
Ευτυχώς, γιατί διαφορετικά αυτός, ο Βασίλης Τσιρικεμές, δε θα ’μπαινε στον κόπο
να το συζητήσει. Άδεια η τσέπη του πια, ούτε στο παιδί δεν είχε να δώσει δέκα
ευρώ χαρτζιλίκι να βγάλει την κοπέλα του για ένα σινεμαδάκι το Σάββατο το βράδυ
και μετά μια βόλτα στο λιμάνι. Του τα γύρισε η ζωή αυτουνού, του τα ’φερε τούμπα
–ήταν ζήτημα ημερών πια η χρεωκοπία.
Στην αρχή, όταν το κατάλαβε, ζαλίστηκε. Έκλαψε κιόλας προκαταβολικά –
δυο μέρες έκλαιγε συνεχώς, σπαστικό κλάμα, ανεξέλεγκτο. Την τρίτη όμως
κατάλαβε. Δε βγαίνει τίποτα με το δάκρυ, είπε στον εαυτό του, ξεκούνα, Βασιλάκη,
βρες να κάνεις κάτι επειγόντως, ν’ ασχοληθείς, γιατί δε τη βγάζεις καθαρή. Σανίδα
σωτηρίας ένιωσε πως ήταν γι΄ αυτόν ο ποντιακός σύλλογος, βιάστηκε να πιαστεί,
δρόμος γι΄ αλλού–
Να ’τος τώρα που φτάνει λάχα λάχα στην πλατεία, αναψοκοκκινισμένος απ’
τον δρόμο. Του το ’χαν πει, βέβαια, πως το 28, που περνούσε από την Εγνατία,
έκανε στάση ακριβώς εκεί μπροστά, στο πάρκο, αυτός όμως προτίμησε ν΄ ανέβει με
τα πόδια μέχρι πάνω, στις Συκιές. Για ζέσταμα. Του κορμιού και της ψυχής.
Μια παρέα συνομηλίκων του τον καλωσόρισε και ένας τους, ο πιο
κοινωνικός, μάλλον ο Πρόεδρος, τον ανέλαβε προσωπικά –ο παλιός συμμαθητής
του, ο Πάνος, είχε κάτι τρεχάματα, έμαθε, είχε δυο Πέμπτες να φανεί, τρεις με τη
σημερινή. Δεν πειράζει. Ο Πρόεδρος τον έγραψε στον σύλλογο, τον σύστησε και
στον δάσκαλο. «Καλώς μας ήλθες, Βασίλη», του είπε εκείνος κι ύστερα, σοβαρός,
άρχισε να δείχνει στους καινούριους τα βήματα του τικ. «Τέσσερα, πέντε, έξι, ένα,
δύο, τρία. Τέσσερα, πέντε, έξι, ένα, δύο, τρία. Τέσσερα, πέντε, έξι, ένα, δύο, τρία.
Πάμε;»
Η μαγνητοφωνημένη λύρα έσκισε τον αέρα μέσ’ απ’ τα ηχεία. Ο χορός
ξεκίνησε δυο μέτρα μετά, τότε που μπήκε το νταούλι.
Τικ μονό
Στην αρχή πατούσε διστακτικά στο πλακόστρωτο. Κοιτούσε χαμηλά,
μετρούσε τα βήματα, προσπαθούσε να τα ταιριάξει με το ρυθμό, ν’ ακολουθήσει
4. 4τους άλλους, να μη χαλάσει το σύνολο. Έπειτα, όταν σιγουρεύτηκε κάπως, σήκωσε
τα μάτια και κοίταξε γύρω. Δε γνώριζε κανέναν. Θαύμασε όμως τον πρώτο χορευτή
μα και τους διπλανούς του, όλοι τους νέα παιδιά στην αρχή του κύκλου –δυο μέτρα
παλικάρια, πλατύστερνα, ξεσηκωμένα θεριά που τρέμαν σύγκορμα, μα και νέα
κορίτσια ανάμεσά τους, λεβέντισσες κι αυτές, άγρια Ελληνίδες, έτοιμες πάλι για τα
βουνά και τους γκρεμούς της νέας εποχής.
«Τέσσερα, πέντε, έξι, ένα, δύο, τρία. Τέσσερα, πέντε, έξι, ένα, δύο, τρία». Ο
δάσκαλος ξαναμέτρησε κι ύστερα είπε: «Πάμε άλλη μια;».
«Πάμε».
Τρέχαν τώρα τα πόδια του Βασίλη, σχεδόν πετούσαν. Συντονίστηκε το βήμα
με την καρδιά, τραντάχτηκε η ψυχή, έφυγε το βλέμμα πέρα, μακριά… Πίσω απ’ τα
τείχη είδε τις σκιές των παππούδων του, των παλικαριών της Μικρασίας και του
Πόντου, που ξεριζώθηκαν, που πέσαν στη θάλασσα με τρία παιδιά παραμάσχαλα
και την εικόνα της Παναγιάς στο στήθος για να σωθούν κι έφτασαν εδώ, ν’ αρχίσουν
σε νέο χώμα με τον ιδρώτα τους μια νέα ζωή. Και τα κατάφεραν παρά τη δυσκολία.
Ο Βασίλης έψαξε και βρήκε τα μάτια των μεγαλύτερων. Μαύρες οι κόρες
τους, νευρικές, κοφτερές και σκοτεινές. Πώς να μην είναι; Αυτός ο λαός δε
σταύρωσε χαρά. Από βάσανο σε βάσανο, από εμπαιγμό σε προδοσία, να πληρώνει
με το αίμα του κάθε φορά τη συμπαιγνία και πάλι να χρωστά σε λωποδύτες
δανειστές, σε πουλημένους ρουφιάνους τοκογλύφους. Θα τα καταφέρει, άραγε, και
τώρα να σηκωθεί, έτσι που τον έχουν γονατίσει;
Κάποιοι μπορεί, ίσως οι πιο νέοι –μακάρι! Οι νέοι θα παλέψουν, δε θα
χαθούν! Θα φύγουν για να γυρίσουν πάλι. Αυτός όμως ξέρει πως τελείωσε, το
γνωρίζει –στην τσέπη απ’ το πουκάμισό του έχει το έγγραφο για την εντός του μήνα
κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων από την τράπεζα λόγω οφειλών. Ένα
παλιόχαρτο που του καίει το στήθος το περήφανο μεν, πλην όμως σε λιγότερο από
λίγο πτωχευμένο.
«Πυρ!», φωνάζει ο δάσκαλος.
«Πυρ;»
Ένας πόνος απλώθηκε ξαφνικά στο στέρνο και του το ’σφιξε σα σιδερένιο
χέρι, σα μέγγενη...
Πυρ…
«Κύριε Βασίλη, είστε καλά;»
Τικ-τακ, τικ-τακ, τικ–
5. 5Τέλος -πέρασε ο Βασίλης, έφυγε στα παρχάρ των ονείρων του.
Σο παρχάρ3
Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2013-Μάρτιος 2015
Αλεξάνδρα Μυλωνά
3 Αναφορά στο ποντιακό τραγούδι Σο παρχάρ (στα καλοκαιρινά λιβάδια), κατά προτίμηση σε
διασκευή του Σούλη Λιάκου.