3. Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών·
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στην μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Η ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
4. Η Ελένη του Ελύτη!
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός;
Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα
σύννεφα;
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
κι είμαστε - σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη ......
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούργια οδύνη.
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας.
.........................................
....................
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
ένα θολό συναίσθημα
η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας
που όσο παν κι απομακρύνονται.
..........................................................
..................................
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
που δε βλέπει τίποτε
γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα του μεγάλου
ρολογιού στον τοίχο
γιατί έγινε κιόλας
ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα και λόγια.
Λόγια όχι σαν τ' άλλα μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν : Εσένα!
5. ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Ακέρια μες στα στήθη μας μαζώχτηκε η πατρίδα·
κι έργο της, λόγος, όνειρο βαθειά τους αντηχεί,
σαν από δόρυ ορμητικό, βογκώντας μιαν ασπίδα
που πίσωθέ της άγρυπνη παραφυλάει ψυχή!
Άγγελου Σικελιανού, Λυρικός Βίος, τόμος Γ΄, εκδ. Οι φίλοι του βιβλίου, Αθήνα 1947, σελ. 58
6. «Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και
κάστρα ...»
Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσεια, γ΄έκδοση, εκδ. Δωρικός, ραψωδία Ω, στίχοι 966-973.
7. Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·*
είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,
κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.
Κωστή Παλαμά Άπαντα
8. Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους
-Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί,
νομίζω,έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας,
Πειρίθους,Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον
ήχοιχωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα
τζάμι,σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως
τότεμιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η
μάχηείχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις
τροχαλίεςκρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού
σταματημένονμέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον
κόμπο να σπιθίζει,να τρέμειχωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά
όλο το τοπίο με τα καράβια,τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε
μέσα στο φως και στην ανωνυμία.
Γιάννη Ρίτσου Ελένη
9. Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω στην πύλη αυτού του παλατιού.
Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα τόσων
παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.
Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ και δούλοι
βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.
Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα
μάτια.
Σήμερα το πρωί δε βάσταξα και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρια
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι το θείο
δώρο της μορφής της. Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο
με κλειστά τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα.
Άσπρα μαλλιά, στόμα ξεδοντιασμένο, σακουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερουλιασμένη. Έξω δε βγαίνει και κανένα πια δε θέλε
να δει. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο και τη φροντίζω.
Ξένε, δε συλλογίστηκες σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»
Γ. Mανουσάκης Σπασμένα αγάλματα και πικροβόταν
10. Η ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
Ο Ηρόδοτος, πατέρας της ιστορίας κατά τον Κικέρωνα, επιθυμούσε να
εκθέσει την ιστορική του έρευνα για να μείνουν ανεξίτηλα τα έργα των ανθρώπων
και να γίνει αναφορά στα αίτια που οδήγησαν στον πόλεμο. Στο επίκεντρο της
ιστορικής του αφήγησης βρίσκεται η αντιπαράθεση Ελλήνων – Βαρβάρων.
Σύμφωνα με την εκδοχή Περσών λογίων αίτιοι της έχθρας ήταν οι
Φοίνικες που άρπαξαν την Ιώ, κόρη του βασιλιά Ινάχου. Αργότερα Κρήτες άρπαξαν
την Ευρώπη από τη Φοινίκη ενώ κάποιοι άλλοι Έλληνες τη Μήδεια. Στη συνέχεια ο
Αλέξανδρος ή Πάρης άρπαξε την ωραία Ελένη. Η απάντηση στους Έλληνες ήταν
ότι δεν θα έπρεπε να τη διεκδικούν αφού ούτε αυτή είχαν επιστρέψει τη Μήδεια.
Στο δεύτερο βιβλίο του καταγράφει την εκδοχή των Αιγύπτιων ιερέων κατά
την οποία ο Αλέξανδρος άρπαξε την Ελένη από τη Σπάρτη, διαπράττοντας ύβρη
αφού ασέβησε προς το φιλόξενο οικοδεσπότη Μενέλαο, αλλά δυνατοί άνεμοι τον
οδηγούν στο Νείλο. Ο Πρωτέας, βασιλιάς της Αιγύπτου, έδιωξε τον Αλέξανδρο και
τους δούλους του αλλά κράτησε την Ελένη μέχρι τον ερχομό του Μενέλαου. Οι
Έλληνες ωστόσο που πήγαν στην Τροία αναζητώντας την Ελένη δεν πίστεψαν
αυτή την ιστορία και όταν πια πίστεψαν τους Τρώες ο Μενέλαος παρέλαβε από την
Αίγυπτο την Ελένη. Για να μπορέσει όμως να φύγει από την Αίγυπτο θυσίασε δύο
παιδιά των Αιγυπτίων , οι οποίοι και τον κατεδίωξαν χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο Ηρόδοτος σχολιάζει την παραπάνω εκδοχή!
12. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αν η Ελένη ήταν στην Τροία,
οι Τρώες θα έδιναν πίσω αυτήν στους Έλληνες,
με τη θέληση βέβαια ή χωρίς τη θέληση του Αλέξανδρου.
Γιατί βέβαια δεν ήταν τόσο παράφρων ο Πρίαμος
ούτε οι άλλοι Τρώες,
ώστε να ήθελαν να θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τη δική τους και
των παιδιών τους και την πόλης τους,
για να ζει ο Αλέξανδρος μαζί με την Ελένη.
Κι αν ακόμη βέβαια και στα πρώτα χρόνια είχαν αυτή τη γνώμη
(του πολέμου),
επειδή πολλοί από τους άλλους Τρώες,
αλλά κυρίως οι γιοι του, σκοτώνονταν,
κάθε φορά που συγκρούονταν με τους Έλληνες,
ο Πρίαμος, ακόμη κι αν ο ίδιος ζούσε μαζί με την Ελένη,
θα την έδινε πίσω στο Μενέλαο,
για να απαλλαγούν ο ίδιος και οι υπήκοοί του από τα παρόντα
δεινά.
14. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αλλά επειδή δεν είχαν την Ελένη ώστε να την επιστρέψουν,
ούτε τους πίστευαν οι Έλληνες, παρόλο που αυτοί έλεγαν
την αλήθεια,
κατά τη γνώμη μου,
επειδή ο θεός μηχανευόταν
με την ολοκληρωτική τους καταστροφή
για να κάνουν (πώς να κάνουν δηλαδή οι θεοί) ολοφάνερο
στους ανθρώπους αυτό
ότι δηλαδή για τα μεγάλα αδικήματα,
μεγάλες είναι και οι τιμωρίες (που επιβάλλονται) από τους
θεούς.