3. ΞΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
• δοκός ο [δokós] : 1. επίμηκες οριζόντιο στήριγμα από
ξύλο, με ορθογώνια συνήθ. διατομή, ή από μέταλλο ή
από οπλισμένο σκυρόδεμα, με ποικίλη διατομή, που
χρησιμοποιείται στην οικοδομική· δοκάρι1.
• εξτρέμ το [ekstrém] : ονομασία των δύο ακραίων
επιθετικών παικτών: Aριστερό / δεξιό.
• κατενάτσιο το [katenátsio]: αμυντικό σύστημα
• κόρνερ το [kórner] σφάλμα του παίχτη που στέλνει την
μπάλα πίσω από τη γραμμή του τέρματος της ομάδας
του: ο διαιτητής σφύριξε.
4. …. ΞΕΝΕΣ ….
• λίμπερο το [líbero]… Ο παίκτης, χωρίς συγκεκριμένη
θέση στη διάταξη της ομάδας, που αναλαμβάνει να
καλύπτει διάφορες θέσεις κατά την κρίση του και
σύμφωνα με τις ανάγκες του αγώνα.
• οφσάιντ το [ofsáid] αντικανονική θέση ενός παίχτη, ο
οποίος δέχεται την μπάλα, ενώ κανένας αντίπαλος
παίχτης εκτός από τον τερματοφύλακα δεν υπάρχει
ανάμεσα σ΄ αυτόν και στην εστία της αντίπαλης ομάδα
• το πλονζόν εκτίναξη του τερματοφύλακα για απόκρουση
της μπάλας.
5. ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
• δοκάρι : επίμηκες οριζόντιο στήριγμα από ξύλο, μέταλλο ή οπλισμένο
σκυρόδεμα, με ορθογώνια συνήθ. διατομή, που χρησιμοποιείται στην
οικοδομική δοκός
• έξοδος : μετακίνηση κάποιου έξω από ορισμένο κλειστό χώρο
• εστία : ο τόπος μόνιμης κατοικίας ή γενικά η πατρίδα κάποιου
• κάρτα : κάρτα που δείχνει ο διαιτητής σε παίχτη ο οποίος έκανε μια
σοβαρή παράβαση των κανονισμών
• κατεβασιά : κάθοδος προς το αντίπαλο τέρμα. [ελνστ. καταβασία (στη σημ.
2γ) κατά το θ. κατεβασ- του κατεβάζω και με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.