1. H TIMH KAI TO ΧΡΗΜΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
Να διαβάσετε τα Κεφάλαια Α΄, Β΄, Γ΄ της νουβέλας από το blog της τάξης σας για το μάθημα
όπου είναι αναρτημένη.
Εναλλακτικά:
Μεταβείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση ( http ://digitalschool.minedu.gov.gr/ ) του Ψηφιακού
Σχολείου και από το σχολικό βιβλίο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου αναζητήστε το
έργο του Κ. Θεοτόκη «Η ΤΙΜΉ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΉΜΑ». Να διαβάσετε το Εισαγωγικό Σημείωμα και
τα ακόλουθα αποσπάσματα:
«Οι λαθρέμποροι» (Κεφάλαιο Α΄)
«Στην ταβέρνα του Τραγούδη»(Κεφάλαιο Γ΄) ( http://www.youtube.com/watch?v=cOnC7asBClg )
1 ο ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΟΜΑΔΑ Β΄ (Επιστήμη Τρινκούλαινα)
ΟΝΟΜΑ: Επιστήμη Τρινκούλαινα
ΗΛΙΚΙΑ:
ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ-ΔΙΑΜΟΝΗΣ: Κέρκυρα, αρχές 20ου αι.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ:
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ:
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΞΗ:
ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ:
1. Ποια είναι η σχέση της με τον άντρα της; Ποιος έχει την ευθύνη του σπιτιού και της
οικογένειας;
2. Ποια φαίνεται να είναι η σχέση της με την κόρη της; (λάβετε υπ’ όψιν και το κείμενο
Η προίκα του Λασκαράτου και το τελευταίο απόσπασμα στο φυλλάδιο)
3. Ποια είναι τα κριτήρια της σιόρας- Επιστήμης για το γάμο της κόρης της; (βλ. το
τελευταίο απόσπασμα στο φυλλάδιο)
4. Ποια προβλήματα την απασχολούν και πώς τα αντιμετωπίζει;
2. 5. Ποιες είναι οι πρώτες σας εντυπώσεις για το χαρακτήρα της, τη στάση ζωής και τις
αντιλήψεις της;
Η κυρά Επιστήμη επήγαινε κάθε αυγή στο εργοστάσιο να ράψει σφυρίδες, και κάθε βράδι
εξαναρχότουν στο σπίτι, φέρνοντας μερικά κολώβια βούρλα για να τα πλέκει η θυγατέρα της, που
έπρεπε κιόλας να επιμελιέται το σπίτι και να στέρνει τ' άλλα μικρότερα αδέρφια της στο σκολείο· ο
άντρας της λίγο ή πολύ εμεθούσε κάθε νύχτα.
Ο Αντρέας έρχεται να ζητήσει τα σακιά με τη ζάχαρη:
«Τα πράματα ησυχάσανε· απόψε θά 'ρθουμε να την πάρουμε· εξόν α θα τήνε βαστάξεις η αφεντιά
σου.» «Μπα, μπα, παιδί μου! Μια δυο λίτρες μοναχά να μου δώσετε γιατί σας εγλύτωσα. Η αρχή
δεν παίζει. Μπα, μπα, μπα... Και πάλε, αν εσύφερνε... ειδέ σας τη βγάζω στην πόρτα και τήνε
παίρνετε. Πόσο την πουλάτε;» «Μισό φράνκο;» «Μπα, μπα! Πάρτε τήνε! Μισό φράνκο πουλιέται
ελεύτερα σ' όλα τα μαγαζιά τσ' εξοχής, κ' έρχονται κάθε στιγμή φορτωμένα τ' αμάξια απ' όξω· τρεις
δεκάρες είναι πλερωμένη.» «Ούτε ο ναύλος του καϊκιού! Γι' αγάπη σου ας είναι σαράντα πέντε.»
«Δε μου πρέπει να βγάλω κ' εγώ δύο τάλαρα; θα την πάρω στη χώρα, θα την πουλήσω λίγη λίγη·
στ' αρχοντικά, εκεί που γνωρίζω· θα κιντυνέψω, θα κοπιάσω, μπορεί και να πάθω. Ωχ! Καλά που
κάθομαι και πέλαγα γυρεύω. Όχι, δεν την παίρνω.» «Ας είναι στα σαράντα· βγάζουμε τα έξοδα.»
«Πόση είναι;» «Πενήντα πέντε οκάδες, πάει να πει λίτρες εκατόν πενήντα πέντε· το όλο εξήντα δύο
φράνκα.» «Έτσι την έζιασα και γω.» Και λέγοντας αυτά εσηκώθηκε, άνοιξε στην άκρη της
κάμαρας ένα συρτάρι του κομού της και τού 'φερε το χρήμα. «Με διάφορο» της είπε παίρνοντας τα
χαρτονομίσματα.
Στη συνέχεια ο Αντρέας της ζητά να του δανείσει λεφτά με τόκο. Μετά από σκέψη δέχεται:
Κ' εκείνην τη στιγμή η κυρά Επιστήμη τού 'λεγε: «Με συβόλαιο όμως, νοδάρικο1, ειδεμή τίποτα.»
«Λοιπόν τα δέκα δώδεκα» ξακολουθούσε η κυρά Επιστήμη. «Τό 'παμε» της αποκρίθηκε
χαμογελώντας.
Η σιόρα Επιστήμη από την οπτική του Τρίνκουλου (απόσπασμα από το κεφάλαιο Στην
ταβέρνα του Τραγούδη)
«Καλησπέρα, παιδιά» είπε ο γέροντας σιμώνοντας. «Αχ, η σιόρα Επιστήμη, αν αργήσω, θα με
φωνάζει όλην τη νύχτα. Έχει καρδιά να μην κλείσει μάτι. Και τώρα που αξιώσανε και τα παιδιά,
τση δίνουνε ξωπίσω και κείνα.»
«Ως κ' η Ρήνη;» ερώτησε ο Αντρέας.
«Α! Η Ρήνη μου δε λέει λόγο. Μα η σιόρα Επιστήμη όλο τη Ρήνη και τη Ρήνη φέρνει μπροστά,
γιατί, λέει, αυτή είναι τώρα, λέει, το μεγαλύτερο θεριό! λέει. Είναι σε ώρα γάμου, και θέλει έξοδα
και προικιά και βάσανα. Κ' εγώ, λέει, δε φέρνω τίποτα στο σπίτι. Με αδικοβάνει όμως, γιατί το λίγο
που κερδίζω αυτή το φυλάει με τ' άλλα μέσα στον κομό. Κι ο κομός δεν έχει παρά ένα κλειδί και τό
1
3. 'χει η ίδια το κλειδί. Κ' είναι ωστόσο, μωρέ παιδιά, όλο γκρίνια και παράπονα, πως δεν έχει, πως
είναι φτωχειά· κι αντίς, εγώ το ξέρω, τση κάθονται τάλαρα... καμπόσα. […]
Και σα να εθυμότουν κάτι που να τό 'χε λησμονήσει, είπε έπειτα από μία στιγμή χαμηλώνοντας τη
φωνή: «Μα είναι τόσο άξια νοικοκυρά! Ευλογία στο σπίτι· τίποτα, δόξα νά 'χει ο Θεός, δε μας
λείπει. Με το διάφορο2 που της έδωκες αποτέλειωσε τα προικιά τση Ρήνης και τση τά 'χει τώρα όλα
χαζίρι, ίσιαμε το βελόνι. Τι άλλο να σου κάμει η γυναίκα; Και τσή 'χει και τα τάλαρα που θα
πάρει.»
«Σαν πόσα» ξαναρώτησε με περιέργεια ο Αντρέας. «Μωρέ είσαι φόρτωμα, μωρέ Αντρέα» του είπε
ο πλιο γέρος από τους συντρόφους του· «έτσι, μωρέ, ρωτάνε για τ' αλλουνού το θηλυκό; Τι σε
γνοιάζει, μωρέ, ήθελα νά 'ξερα.» «Άφησέ τονε να ρωτάει, μωρέ Σπύρο» είπε ο γέρος· «οι κοπέλες
είναι για παντρειά· και είναι καλό πράμα, λέω, ν' ακούεται που η μία έχει κάτι, γιατί δεν έχουνε κι
όλες τάλαρα. Σπάνιες μοναχά. Μα έλα που η σιόρα Επιστήμη δε μου λέει σαν πόσα θα τση δώκει.
Α, καλονυχτήστε... Όποιος θα πάρει, λέει, τη θυγατέρα μας, πρέπει να διαλέξει άθρωπο, κι όχι να
προτιμήσει τα όβολα. Καλή σας νύχτα, παιδιά... Μα λογιάζω τση δίνει τρεις εκατοστές... Καλή
νύχτα.»
Επίσημο, σε συμβολαιογράφο
2 τόκο
2