2. Ξύπνησα αργά το πρωί. Ήταν Σάββατο βλέπεις! Δε σηκώθηκα
αμέσως. Έμεινα να κοιτάζω μια την οροφή, μια τους τοίχους, μια την
εστία και την ιματιοθήκη. Κάποια στιγμή σκέφτηκα: τέρμα πια η
νωθρότητα. Ας σηκωθώ να κάνω και κάτι. Πηγαίνω, λοιπόν, στο
λουτρό, για να πλυθώ, μα κι εκεί την πεισματώδη επανάληψή μου:
παίρνω επιτηδευμένη στάση μπροστά στον καθρέπτη και λέω: «τι
σπουδαία που είμαι τελικά· έχω το εκμαγείο του πατέρα μου, την
καλλιεργημένη αισθητική της μητέρας μου και τη δολιότητα του
παππού μου».
Ξαφνικά πείνασα. Πηγαίνω στην κουζίνα, φτιάχνω ένα μικρό
αμφίψωμο με λεπτό πιάτο (;) και το προσφέρω με αραβόσιτο και
αλλαντικό.
3. Αφού χόρτασα, τρέχω να ντυθώ. Να σκεφτώ τι ενδύματα θα
φορέσω: ψηλά ως το γόνατο υποδήματα με χοντρά καλύμματα
ποδιών σίγουρα. Μετά; Περισκελίδα στενή στους μηρούς –μην είμαι
και σα θήκη- πανωφόρι κοντό και φουσκωτό.
Μην ξεχάσω προτού φύγω να πάρω τον κατάλογο με τα ψώνια. Για
να δω: ψωμί από το αρτοποιείο και από το παντοπωλείο εδώ δίπλα,
υδροπέπονα, μία φιάλη γάλα, γεώμηλα, κάρυα σε κύπελλο, ιβίσκους
τους εδώδιμους, κοκκινογούλια … Να θυμηθώ και λίγους σπόρους για
τα πτηνά της γειτονιάς με το μικρό παχουλό σώμα και το στρογγυλό
κεφάλι, από το μικρό χρηματικό ποσό μου φυσικά! Α! και άφτρες και
θυμίαμα για την επιτραπέζια λυχνία της γιαγιάς.
Κουράστηκα και που τα σκέφτηκα! Ας ξαναβάλω τον μανδύα μου,
ας καθίσω στον οίκο μου, να βρω την ησυχία μου. Άσε που θα
αδειάσει και ο ταμιευτήρας μου!