1. Παρουσίαση θεατρικής παράστασης στο πλαίσιο του
προγράμματος
"Το παιδί, η πόλη και τα μνημεία"
Τίτλος έργου:
"Μια μέρα, όπως παλιά …
Σκηνές από την καθημερινή ζωή της δεκαετίας του ‘50"
56ο Γυμνάσιο Αθηνών
Σχολικό έτος: 2022-2023
2. “Μια μέρα, όπως παλιά…..
Σκηνές από την καθημερινή ζωή της δεκαετίας του 50.”
Κείμενο – Επιμέλεια- Διδασκαλία: Κατερίνα Μπετζέλου
Σκηνικό:
Κάπου στους Αμπελοκήπους.
Πότε; 1958.
Σε ένα σπίτι, όπου πολλές οικογένειες μοιράζονται την ίδια αυλή, τις ίδιες ανησυχίες αλλά
και τις ελπίδες ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Την δεκαετία του 50 πολλοί κάτοικοι
της επαρχίας ήρθαν στην Αθήνα για να βρουν καλύτερη δουλειά, εγκαταλείποντας την
ιδιαίτερη πατρίδα τους. Η προσφορά εργασίας μικρή, οι μισθοί αρκετά χαμηλοί και τα
ενοίκια ακριβά. Αναγκάζονταν, λοιπόν να μοιραστούν την ίδια αυλή με άλλους ενοικιαστές.
Όλα τα μέλη της οικογένειας κατοικούσαν στο ίδιο δωμάτιο, ενώ συχνά φιλοξενούσαν
στενούς συγγενείς για πολύ καιρό.
Μία τέτοια ιστορία, από την καθημερινότητα, θα προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε
σήμερα. Ήρωες μας τα μέλη της οικογένειας: Η Ελένη(μητέρα), ο Ανδρέας (πατέρας), τα
τρία παιδιά : ο Γιάννης (12 ετών), ο Νίκος (10 ετών) και ο μικρός Γιώργος (7 ετών), όλοι
μαθητές δημοτικού, ο Θοδωρής (αδερφός του Ανδρέα, μακροχρόνια άνεργος) και 2
γειτόνισσες, που ζουν σε γειτονικά δωμάτια, αλλά πάντα έχουν να γνώμη για όλα αυτά που
συμβαίνουν στην μικρή αυλή.
Γειτόνισσα Α΄:- Ξύπνησες καλή μου; 7 πήγε η ώρα.
Γειτόνισσα Β΄:- Πώς να μην ξυπνήσω πρωινιάτικα; Με ρωτάς αν κοιμήθηκα.
Γειτόνισσα Α΄:- Γιατί; Τι έγινε;
Γειτόνισσα Β΄:- Με ρωτάει τι έγινε. Πάλι φασαρίες είχαμε στην οικογένεια του κυρ Ανδρέα.
Πάλι μουρμούρες και γκρίνιες. Εγώ την καημένη την Ελένη σκέφτομαι. Πως η γυναίκα αυτή
τα προλαβαίνει όλα είναι απίστευτο. Φαγητό, καθαριότητα, μαγείρεμα, 3 παιδιά, τον άντρα
της και αυτόν τον ανεπρόκοπο κουνιάδο της, τον Θοδωρή, που 30 χρονών, 2 μέτρα
παλικάρι και δουλειά δεν μπορεί να σταυρώσει. Μένει μαζί τους, τρώει, πίνει και όλην την
ημέρα με μια εφημερίδα στο χέρι είναι.
Γειτόνισσα Α΄: Για σε παρακαλώ... Λίγα λόγια για το Θοδωρή. Τι έκανε ο καημένος; Θέλει να
βρει μια δουλειά που να ταιριάζει στην ομορφιά και στην εξυπνάδα του. Λίγη τύχη και θα
πετύχει ό,τι του αξίζει.
(Ακούγονται ξαφνικά φωνές)
Ελένη: -Γιάννη, Νίκο, Γιωργάκη…Ξυπνήστε.7 πήγε η ώρα. Ώρα για σχολείο. Πάλι θα
αργήσετε.
Γιάννης: Α ρε μάνα, άσε με λίγο να κοιμηθώ ακόμα.
3. Νίκος: Τώρα μάνα σηκώνομαι.
Γιώργος: Εγώ δε θέλω να πάω σχολείο. Δεν βρίσκω τα βιβλία μου.
Ανδρέας: Γυναίκα που είναι το καθαρό μου πουκάμισο;
Ελένη: Σιγά σιγά να μιλάτε ένας ένας. Ανδρέα το πουκάμισό σου είναι στην κρεμάστρα.
Παιδιά δεν θα το ξαναπώ. Η ώρα περνάει. Γιωργάκη σου είπα χτες να μαζέψεις τα βιβλία
σου πριν κοιμηθείς.
Θοδωρής: Μη φωνάζετε, με ξυπνήσατε. Ησυχία δεν μπορεί να βρει κανείς σε αυτό το σπίτι.
Ανδρέας: Δεν είναι αρχοντικό το σπίτι μας ένα δωμάτιο όλο κι όλο. Παιδιά, η γυναίκα μου
εγώ, εσύ, όλοι στο ίδιο χώρο να κοιμόμαστε, να τρώμε, να ξεκουραζόμαστε. Αν δε σου
αρέσει αδερφέ βρες μια δουλειά και άντε στο δικό σου σπίτι.
Θοδωρής: Καλαααά. Δεν είπαμε και τίποτα……..
Ελένη: Άντε αγάπες μου, παιδάκια μου, ντυθείτε, πλυθείτε. Είναι ώρα για το σχολείο.
(Τα παιδιά αργούν, ο ένας δε βρίσκει τα βιβλία του, ο Γιώργος πειράζει το Γιάννη και κανείς
δεν είναι στην ώρα του).
Ανδρέας: Έλα, βρε, γυναίκα ο καφές μου έτοιμος; Το κολατσιό μου για τη δουλειά; Αργείς,
πολύ αργείς.
Γειτόνισσα Α΄: Άκου, άκου τι γίνεται. Πώς τα καταφέρνει και τα βολεύει η Ελένη, εγώ
απορώ. Άξια κοπέλα. Μακάρι να τα καταφέρουν στη ζωή τους και να βρουν ένα καλύτερο
μέλλον. Να πάνε σε ένα διαμέρισμα, να έχουν το δικό τους μπάνιο, το δικό τους χώρο και
κυρίως να μην ξέρουν οι γείτονες τι συμβαίνει στο σπιτικό τους.
Γειτόνισσα Β΄: Καλά τα λες. Όμως ποιος τα κατάφερε; Έλα και μένα να μου το πεις.
Ανδρέας: Γυναίκα ακόμη ο καφές μου
Ελένη: Κάνω ότι μπορώ. Τι να προλάβω η έρημη;
Ανδρέας: Όλο γκρινιάζεις. Άσε με να πάω στη δουλειά μου ήσυχος.
Ελένη: Κάνε γρήγορα, αγάπη μου, να ο καφές σου, Στον φέρνω.
Θοδωρής: Και σε μένα έναν τώρα Ελένη.
Γιώργος: Μαμά ο Νίκος μου πήρε την τσάντα μου.
Νίκος: Ψέματα λέει. Τίποτα δεν του έκανα.
(Ο Γιάννης σιγά σιγά ετοιμάζεται).
Ανδρέας: Θα αργήσω πάλι. Κι αυτό το ΘΩΝ-ΘΗΣΕΙΟ, το λεωφορείο ελπίζω να μη χαλάσει
πάλι.
4. Ελένη: Όλο έτσι λες και πάντα καθυστερείς. Ώρα είναι να μείνεις χωρίς δουλειά. Πως θα τα
καταφέρουμε; Τα παιδιά έχουν έξοδα: φαγητό, ρούχα, βιβλία, ενοίκιο.
Ανδρέας: Ωχ όλο τα ίδια και τα ίδια. Άντε τώρα γεια.
Ελένη: Στο καλό, στο καλό να πας.
Όλα τα παιδιά μαζί: Τα καταφέραμε, Φεύγουμε πάμε στο σχολείο μας το 18ο
Δημοτικό στην
οδό Αχαϊας.
Γειτόνισσα Α΄: Άντε ησύχασε για λίγο η Ελένη. Θα σκουπίσει, θα μαζέψει τα κρεβάτια, θα
μαγειρέψει. Έχει κι αυτόν τον ανεπρόκοπο το Θοδωρή.
Γειτόνισσα Β΄: Α για σε παρακαλώ λίγα τα λόγια σου για το Θοδωρή. Τι να κάνει το
παληκάρι. Θέλει να βρει δουλειά και δεν μπορεί. Να γίνει ας πούμε ένας διευθυντής σε ένα
υπουργείο να πούμε, ένας γραμματέας, κάτι που να του αξίζει.Τα παμε δεν τα παμε;
(Στο μεταξύ ο Θοδωρής αλλάζει θέση, χτενίζεται, κοιτάζεται στον καθρέφτη, παίρνει μια
παλιά εφημερίδα, την κοιτάζει, την ξανακοιτάζει και σημειώνει ενώ διαβάζει δυνατά)
Θοδωρής: Μικρές αγγελίες, Τα νέα. Ζητείται ευπαρουσίαστος νέος, απόφοιτος Γυμνασίου,
ομιλών Αγγλικά για θέση ρεσεψιονίστ στο ξενοδοχείον Ακροπόλ, οδού Πατησίων. Σιγά μη
γίνω ρεσεψιονίστ. Να δουλεύω μέρα και νύχτα για ένα κομμάτι ψωμί. Δεν πάω.
Ζητείται υπάλληλος γραφείου για το εμπορικόν κατάστημα «ΑΚΡΟΝ ΙΛΙΟΝ ΚΡΥΣΤΑΛ» εις
την οδόν Σταδίου, Αθήναι, ευπαρουσίαστος, ευγενικός. Μισθός αναλόγως προσόντων.
Σιγά, ε όχι και υπάλληλος. Να ζητούσαν διευθυντή μάλιστα.Αυτή η θέση είναι για μένα.
Ελένη: Τι έγινε Θοδωρή; Ούτε και σήμερα βρήκες τίποτα; Που θα πάει η κατάσταση αυτή;
Τα έξοδα τρέχουν και συ τίποτε δεν προσφέρεις εδώ που κάθεσαι όλη μέρα.
Θοδωρής: Θα έρθει και η καλή και τότε όλοι θα τρίβετε τα μάτια σας.
Γειτόνισσα Α΄: Άκου, άκου κατάσταση.Ολόκληρος άντρας και να είναι κάθε μέρα μέσα στο
δωμάτιο. Αντί να βρει κάποια δουλειά…
Γειτόνισσα Β΄: Σε παρακαλώ, πρόσεχε τι λες.
Γειτόνισσα Α΄: Τι λέω; Τι λέω; Να πας να κάνεις καμιά δουλειά λέω. Να βοηθήσεις και συ τη
μάνα σου.
Γειτόνισσα Β΄: (Χτενίζεται όσο μιλάει, βάζει κραγιόν και κοιτάζεται στο καθρεφτάκι της) Εγώ
δεν είμαι για τέτοια. Θέλω τις βόλτες μου, τα λούσα μου, τη διασκέδασή μου.
Γειτόνισσα Α΄: Και το κουτσομπολιό βέβαια.
(Η Ελένη σκουπίζει, καθαρίζει τακτοποιεί όσο μπορεί το μικρό δωμάτιο και συγχρόνως
μαγειρεύει. Ο Θοδωρής ακόμη, ψάχνει στην εφημερίδα του, ακόμη πίνει τον καφέ του,
ακόμη περιμένει την τύχη του)
5. Οι γειτόνισσες αργά αργά έφυγαν από τη γνωστή τους θέση και προσπαθούν να κάνουν
κάποιες από τις καθημερινές δουλειές τους.
Γειτόνισσα Α΄: 3 η ώρα. Σχόλασαν τα παιδιά. Από το 18ο
Δημοτικό Σχολείο τελείωσαν.Και
τώρα θα αρχίσουν πάλι. Φαγητό, παιχνίδι και από διάβασμα τίποτα. Πάλι θα φωνάζει η
Ελένη.
(Τα παιδιά γυρίζουν χαρούμενα από το σχολείο.Σταματούν, κλωτσούν μία μικρή μπάλλα,
χαζεύουν)
Γιάννης: Ελάτε σπόροι. Πεινάω, τι να χει μαγειρέψει η μαμά;
Νίκος: Ωχ και συ κάτσε να παίξουμε λίγο. Θα πάμε να κλειστούμε από τώρα στο μικρό
σπιτάκι μας. Εκεί που μας ακούνε οι γειτόνοι και όλο κουτσομπολεύουν;
Γιάννης: Έτσι είναι η γειτονιά μας. Έτσι είναι το σπίτι μας. Κοίτα η λεωφόρος Αλεξάνδρας
‘ερημη είναι. Πάμε να περάσουμε το δρόμο.
Γιώργος: Θέλω να πάω σπίτι
Γειτόνισσα Α΄: Καλώς τα, καλώς τα.
Γειτόνισσα Β΄: Αχ τα χρυσά μου, πάλι θα την πρήξουν τη μάνα τους.
Γειτόνισσα Α΄: Καμιά καλή κουβέντα δεν έχεις για κανένα τελικά.
Γειτόνισσα Β΄: Για το Θοδωρή όμως….
Όλα τα παιδιά μαζί: Μάνα ήρθαμε…..
Ελένη: Καλώς τα μου. Καλώς τα μου. Πως πήγε το σχολείο;
Γιώργος: Καλά….,
Νίκος: Καλά…..
Γιάννης: Εγώ θα προτιμούσα να έμενα σπίτι μου.
Ελένη: Ελάτε να φάτε.
Γιάννης: Τι φαγητό έχουμε;
Ελένη: Φακές. Είναι πολύ νόστιμες.
Νίκος: Πάλι. Λίγα μπιφτέκια τα προτιμούσα τώρα.
Ελένη: Μα τα χρήματα δε φτάνουν. Θα φάμε μπιφτέκια την Κυριακή.
Γιώργος: Εγώ θα φάω φακές. Να μεγαλώσω και να γίνω δυνατός.
(Με πολύ γκρίνια τα παιδιά αναγκάζονται να φάνε).
Ελένη: Και τώρα τα μαθήματά σας.
6. Γιάννης: Καλά εντάξει.
Νίκος: Εγώ θα τα κάνω τώρα
Γιώργος: Εγώ θα πάω πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού στην αλάνα να παίξω.
Ελένη: Όλο το παιχνίδι έχετε στο μυαλό σας.
Γειτόνισσα Α΄: Κοίτα, κοίτα έρχεται και ο Ανδρέας. Καλώς τον, καλώς τον.
Γειτόνισσα Β΄: Θα του αρέσουν οι φακές; Εμένα πάντως δεν μ΄αρέσουν.
Γειτόνισσα Α΄: Ποιος σε ρώτησε εσένα;
Γειτόνισσα Β΄: Κανείς.
(Ο Ανδρέας μπαίνει στο σπίτι, βγάζει το σακάκι του, κάθεται στην καρέκλα και λέει)
Ανδρέας: Γυναίκα φαγητό
Ελένη: Καλώς τον, ούτε ένα γεια δεν είπες.
Ανδρέας: Είμαι πολύ κουρασμένος.
Ελένη: Να σου βάλω φαγητό; Φακές έχουμε.
Ανδρέας: Φακές; Ε; Ωραία τι να κάνουμε; Θα το πιούμε κι αυτό το ποτήρι.
(Η Ελένη σερβίρει, ο Ανδρέας τρώει γρήγορα και μετά λέει στα παιδιά)
Ανδρέας: Διαβάσατε; Πάμε να παίξουμε στην αλάνα στα Κουντουριώτικα. Να
διασκεδάσουμε λιγάκι. Θοδωρή έλα και συ μαζί μας.
Γειτόνισσα Α΄: Και κάπως έτσι είναι τα πράγματα στην μικρή μας αυλή στα Κουντουριώτικα.
Δεκαετία του 50. Με τους καημούς και τα όνειρα, την καθημερινότητά μας.
Γειτόνισσα Β΄: Λίγες ανέσεις, δυσκολίες, όμως τα καταφέρνουμε και με τη σειρά μας
δίνουμε τη θέση μας σε σας.