2. Θζμα του κειμζνου : ο παραλογιςμόσ του πολζμου.
Θεματικά κζντρα
Πόλεμοσ και απάνκρωπθ βία
Θφτεσ και κφματα, νικθτζσ και θττθμζνοι
Ειρινθ και ανκρωπιςμόσ εναντίον πολζμου και κθριωδίασ
Ερμθνευτικά
Σο κείμενο αποτελεί μια αντιπολεμικι κραυγι του ςυγγραφζα ςτον
παραλογιςμό του πολζμου και ςυγχρόνωσ ζκκλθςθ ςε όλουσ τουσ
ανκρϊπουσ για ειρινθ. Αν μελετιςουμε το κείμενο προςεκτικά, κα δοφμε
τθν ζλλειψθ προςδιοριςμϊν τόπου, χρόνου. Δεν υπάρχουν καν ονόματα. Ο
ςυγγραφζασ δεν επιλζγει ζναν ςυγκεκριμζνο πόλεμο. Δεν ζχει ςθμαςία
ποιοσ αντιμάχεται ποιον. Δεν ζχει ςθμαςία θ ζκβαςθ του πολζμου. Δεν ζχει
ςθμαςία ο τόποσ και ο χρόνοσ. Οι εμπόλεμοι γίνονται κφτεσ και κφματα. Ο
πόλεμοσ προκαλεί μόνο απϊλειεσ.
Ο πρϊτοσ ςτρατιϊτθσ μασ δθμιουργεί αιςκιματα ςυμπάκειασ ςτθν
αρχι και ςτθ ςυνζχεια γίνεται κφτθσ. Ενϊ κυμάται εικόνεσ από τθν
προθγοφμενθ ηωι του ςε καιρό ειρινθσ – το ςπίτι, τθ μθτζρα του, τα
αδζρφια του – ξεχνά τα πάντα αντικρίηοντασ τον αντίπαλο και
μετατρζπεται ςε ψυχρόσ εκτελεςτισ. Ο ςυγγραφζασ όμωσ τον παρουςιάηει
ςτθ ςυνζχεια ζνα τραγικό πρόςωπο *, μετανιϊνει για τθν πράξθ του και
ηθτά ςυγχϊρεςθ από το κφμα του.
Οι δφο ςτρατιϊτεσ ζχουν τισ ίδιεσ ελπίδεσ, τουσ ίδιουσ καθμοφσ, τισ
ίδιεσ ανάγκεσ ∙ ωςτόςο, ο πόλεμοσ τουσ κάνει απάνκρωπουσ. Η φράςθ που
επαναλαμβάνεται «αδερφζ μου», κακϊσ και θ εικόνα του ςτρατιϊτθ που
κρατά αγκαλιά το κφμα του, δίνουν το μινυμα τθσ αλλθλεγγφθσ, τθσ
αδελφοςφνθσ.
2
3. *ΤΑΓΛΚΟΣ ΘΩΑΣ
Ο ιρωασ που πάςχει, υποφζρει. Θ τραγικότθτα δθμιουργείται κατά κανόνα:
α. όταν ο ιρωασ πάςχει εξαιτίασ μιασ αναπόφευκτθσ μοίρασ, (π.χ. θ Ελζνθ ςτθν
ομϊνυμθ τραγωδία υποφζρει ςτθν Αίγυπτο, γιατί ζτςι όριςαν οι κεοί, που για τουσ
δικοφσ τουσ ςκοποφσ τθν απομάκρυναν από τθ Σπάρτθ)·
β. όταν υποπίπτει ςε ςφάλμα από λάκοσ υπολογιςμοφσ (ἁμαρτία) ι από
υπερβολικι αυτοπεποίκθςθ και αλαηονεία(ὕβρισ)·
γ. όταν ζρχεται αντιμζτωποσ με δυνάμεισ υπζρτερεσ (π.χ. θ Ελζνθ ςτθν ομϊνυμθ
τραγωδία, όταν πιζηεται να παντρευτεί παρά τθ κζλθςι τθσ το Κεοκλφμενο)·
δ. όταν βρίςκεται ςτθν ανάγκθ να επιλζξει ανάμεςα ςε δυο λφςεισ, που και οι δυο
κα τον πλθγϊςουν·
ε. όταν ο ιρωασ μεταπίπτει από τθν ευτυχία ςτθ δυςτυχία (π.χ. ςτθν Ελζνθ ο
Μενζλαοσ, ο νικθτισ τθσ Τροίασ, παρουςιάηεται ωσ επαίτθσ ναυαγόσ).
http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYMC112/347/2318,8865/index_11_lexiko_orwn.html
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
. Μυριβιλθσ - Η μυςτικι παπαροφνα
(απόςπαςμα από τθ «Ηωι εν τάφω»)
Το πόδι απόψε το νιϊκω πολφ καλφτερα.
Μου 'ρχεται να ςθκωκϊ ςιγά ςιγά, να προχωρζςω μζςα ςτο ςιωπθλό
χαράκωμα. Είναι πολφ παράξενο το χαράκωμα με τόςο φωσ. Φζγγει ςαν μζρα
και όμωσ δεν ζχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, ςα δεν αντιλαμπίηει
ςε γυαλιςτερό μζταλλο, δεν ξεςκεπάηει τίποτε. Μπορϊ το λοιπόν να περπατϊ
λεφτερα κάτω από τον αχνό πζπλο του που προςτατεφει ςαν αςθμί ςκοτάδι.
Για μια ςτιγμι πάλι μου περνά θ ιδζα πωσ ετοφτθ θ μοναξιά είναι αλθκινι.
Ρωσ τάχα ςθκϊκθκαν όλοι και φφγανε και μ' αφιςαν μονάχον, ολομόναχον
εδϊ πάνω. Τότεσ μια κρυάδα περνά, λεπίδι, τθν καρδιά μου. Κα προτιμοφςα
να ξζρω πωσ ηοφνε γφρω μου κρυμμζνοι άνκρωποι, κι ασ ιτανε μόνο οχτροί.
Ρροχϊρεςα ωσ τθν άκρθ του χαρακϊματοσ του λόχου μασ. Ωσ τθν ζβγαςθ
των ςυρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυςτικι πόρτα που ςφαλνά μ' ζνα
αδράχτι οπλιςμζνο με αγκακωτά τζλια. Επειδι το μζροσ είναι ζνα νταμάρι
όλο πζτρα και δε ςκάβεται, ςικωςαν ζνα προκάλυμμα με γεϊςακουσ. Ζτςι
λζνε κάτι ςακιά μεγάλα με χϊμα που μ' αυτά οχυρϊνουν τα πετρϊδικα
χαρακϊματα. Τα τςουβάλια αυτά κείτουντ' εδϊ χρόνον-καιρό ζτςι. Κα φάγαν
υγραςίεσ, βροχάδεσ, χιόνια και ιλιουσ. Ιρκαν και ςάπιςαν από τα νερά, ο
ιλιοσ τα τςουροφφλιςε και τα 'καψε. Τραβϊ το δάχτυλό μου πάνω τουσ.
Λιϊνει θ λινάτςα. Σαν τα ξεκαμμζνα ροφχα των πεκαμζνων που ξεφτάνε,
3
4. ςταχτωμζνα, με το πρϊτο άγγιγμα. Είναι τςουβαλάκια φουςκωμζνα-κάργα,
όπωσ τα πρωτογζμιςαν. Άλλα πάλι κρεμάηουν ςαχλά, μιςοαδειανά. Κάτου
από το δυνατό φεγγάρι μοιάηουν με ψοφίμια ςκυλιϊν, άλλα πρθςμζνα κι
άλλα ξαντεριαςμζνα, ςωριαςμζνα τόνα πάνου ςτ' άλλο.
Από δω το κζαμα κα 'ναι πιο όμορφο. Τϊρα το κρυμμζνο ποτάμι
ακοφγεται καλφτερα όπωσ φωνάηει μακριά, μεσ από τθ βακιά κοίτθ του.
Κζλω να βγάλω το κεφάλι ψθλά από το προπζταςμα, να ιδϊ πζρα. Αν
μποροφςα μάλιςτα κα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπϊ το μπαςτοφνι ςτο
τοίχωμα, ςθκϊνουμαι ςτθ μφτθ τθσ αρβφλασ του γεροφ μου ποδιοφ και
γαντηϊνω τα δάχτυλα ςτουσ γεϊςακουσ που 'ναι πάνω πάνω. Ζνασ απ'
αυτοφσ λιϊνει με μιασ κι αδειάηει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότεσ ζγινε
μιαν αποκάλυψθ! Μόλισ ξεφοφςκωςε αυτό το ςακί, χαμιλωςε θ καμποφρα
του και ξεςκζπαςε ςτα μάτια μου μια μικριν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόςο
καλό ςτθν ψυχι, λίγο ακόμα και κα πατοφςα μια τςιριξιά χαράσ.
Ιταν ζνα λουλοφδι εκεί! Συλλογίςου. Ζνα λουλοφδι είχε φυτρϊςει εκεί
μζςα ςτουσ ςαπρακιαςμζνουσ γεϊςακουσ. Και μου φανερϊκθκε ζτςι
ξαφνικά τοφτθ τθ νφχτα που 'ναι γιομάτθ κάματα. Απόμεινα να το βλζπω
ςχεδόν τρομαγμζνοσ. Τ' άγγιςα με χτυποκάρδι, όπωσ αγγίηεισ ζνα βρζφοσ ςτο
μάγουλο. Είναι μια παπαροφνα. Μια τόςθ δα μεγάλθ, καλοκρεμμζνθ
παπαροφνα, ανοιγμζνθ ςαν μικρι βελουδζνια φοφχτα.
Αν μποροφςε να τθ χαρεί κανζνασ μζςα ςτο φωσ του ιλιου, κα 'βλεπε πωσ
ιταν άλικθ, μ' ζνα μαφρο ςταυρό ςτθν καρδιά, με μια τοφφα μαβιζσ
βλεφαρίδεσ ςτθ μζςθ. Είναι καλοκρεμμζνο λουλοφδι, γεμάτο χαρά, χρϊματα
και γεροςφνθ. Το τςουνί του είναι ντοφρο και χνουδάτο. Ζχει κι ζναν κόμπο
που δεν άνοιξε ακόμα. Κάκεται κλειςμζνοσ ςφιχτά μζςα ςτθν πράςινθ
φαςκιά του και περιμζνει τθν ϊρα του. Μα δεν κ' αργιςει ν' ανοίξει κι αυτόσ.
Και κα 'ναι δυο λουλοφδια τότεσ! Δυο λουλοφδια μζςα ςτο περιβόλι του
Κανάτου. Αιςτάνουμαι ςυγκινθμζνοσ ξαφνικά ωσ τα κατάβακα τθσ ψυχισ.
Ακουμπϊ πάνω ςτο προπζταςμα ςαν να κουράςτθκα ξαφνικά πολφ.
Από μζςα μου αναβρφηουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στζκουμαι ζτςι πολλιν
ϊρα, με το κεφάλι όλο χϊματα, ακουμπιςμζνο ςτα ςαπιςμζνα ςακιά. Με δυο
δάχτυλα λαφριά, προςεχτικά, αγγίηω τθν παπαροφνα. Ξαφνικά με γεμίηει μια
ζγνοια, μια ηωθρι ανθςυχία πωσ κάτι μπορεί να πάκει τοφτο το λουλοφδι,
που μ' αυτό μου αποκαλφφκθκε απόψε ο Κεόσ. Ραίρνω τότεσ ςτθ ράχθ ζνα
γερό τςουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από τθν ξαφνικι ςουβλιά του ποδιοφ), και
τ' ακουμπϊ με προφφλαξθ μπροςτά ςτο λουλοφδι. Ζτςι λζω κα 'ναι πάλι
κρυμμζνο για όλουσ τουσ άλλουσ. Χαμογελϊ πονθρά. Κατόπι ςθκϊνουμαι
4
5. ξανά ςτα νφχια κι απλϊνω το μπράτςο ζξω. Ναι. Το άγγιςα λοιπόν πάλι!
Τρεμουλιάηω από ευτυχία. Νιϊκω τα τρυφερά πζταλα ςτισ ρϊγεσ των
δαχτφλων. Είναι μια ανεπάντεχθ χαρά τθσ αφισ. Μζςα ςτο χζρι μου
μυρμιδίηει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ωσ τθ ράχθ. Είναι ςαν να
πεταλουδίηουν πάνω ςτθν επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιασ αγαπθμζνθσ
γυναίκασ. Φίλθςα τισ ρϊγεσ των δαχτφλων μου. Είπα ςιγά ςιγά:
— Καλθνφχτα... καλθνφχτα και να 'ςαι βλογθμζνθ.
Γφριςα γριγορα ςτ' αμπρί. Ασ μποροφςα να κάμω μια μεγάλθ φωταψία...
Να κρεμάςω παντοφ ςθμαίεσ και ςτεφάνια! Άναψα ςτο λυχνάρι τζςςερα
φιτίλια και τϊρα παςχίηω να τθ χωρζςω εδϊ μζςα, μζςα ςε μια τόςο μικρι
γοφβα, μια τόςο μεγάλθ χαρά. Θ ψυχι μου χορεφει ςαν μεγάλθ πεταλοφδα.
Χαμογελϊ ξαπλωμζνοσ ανάςκελα. Κάτι τραγουδάει μζςα μου. Τ'
αφουκράηουμαι. Είναι ζνα παιδιάςτικο τραγοφδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό...
αμπρί: (λ. γαλλικι), καταφφγιο, όρυγμα ςτο εςωτερικό τοίχωμα του
χαρακϊματοσ.
τςουνί: μίςχοσ, κοτςάνι.
Γιάννθ Ρίτςου, «Γράμματα απ' το μζτωπο» (απόςπαςμα)
Μάνα, τον ιλιο εδϊ ςκεπάηουν ίςκιοι
κι αναπαμό ποτζ θ καρδιά δε βρίςκει·
ζνα: οι αυγζσ κ' οι νφχτεσ μασ γυρνοφν·
φριχτζσ πεντάλφεσ γράφουν ςτο ςκοτάδι
ςιματα, που τον κίνδυνο μθνοφν,
πφρινα φίδια από τα βάκθ του Άδθ.
Ηοφμε ςτ' αμπριά καμμζνοι, διπλωμζνοι
κ' ζξω απ' τθν τρφπα ο κάνατοσ περμζνει.
Μασ ζπνιξαν το φωσ και τθ χαρά,
ςτεγνϊςαν τθν ψυχι μασ και το ςϊμα,
μα κάτι μζςα μασ κυλά βουερά
και ξζςπαςμα δε βρικε κάπου ακόμα.
Φουςκϊνουν τθσ ηωισ μασ τα πελάθ·
ς' όλεσ τισ φλζβεσ μου, αίμα μου, κυλάει
τθσ Μαριγϊσ το φλογερό φιλί…
5
6. (κζλω να πω, μθτζρα μου, για κείνο
το φιλί τθσ που μου 'δωςε δειλι
προτοφ από τθν πατρίδα μασ μακρφνω).
Θ κάκε μου ίνα τθ χαρά φωνάηει,
μα ο πόλεμοσ τθ νιότθ μου ςκεπάηει
και με ατςάλι αναμμζνο με κεντά·
όμωσ μζςα θ καρδιά μου δε λυγίηει.
Μθτζρα, εδϊ, ςτο κάνατο κοντά,
πρωτόμακα το πόςο θ ηωι αξίηει.
Από τθ ςυλλογι Πυραμίδες (1935)
*πθγι: Γιάννθσ ίτςοσ, Ποιήματα. 1930-1942, τ. Αϋ, Κζδροσ, Ακινα 1979,
ς. 150+
Αντϊνθσ αμαράκθσ
«Σο ποτάμι»
(διιγθμα)
από τθ ςυλλογι διθγθμάτων «Ηθτείται ελπίσ»
Θ διαταγι ιτανε ξεκάκαρθ: Απαγορεφεται το μπάνιο ςτο ποτάμι, ακόμα και
να πλθςιάηει κανζνασ ςε απόςταςθ λιγότερο από διακόςια μζτρα. Δε χϊραγε
λοιπόν καμιά παρανόθςθ. Πποιοσ τθν παρζβαινε τθ διαταγι, κα πζρναγε
ςτρατοδικείο.
Τουσ τθ διάβαςε τισ προάλλεσ ο ίδιοσ ο ταγματάρχθσ. Διζταξε γενικι
ςυγκζντρωςθ, όλο το τάγμα, και τουσ διάβαςε. Διαταγι τθσ Μεραρχίασ! Δεν
ιτανε παίξε γζλαςε.
Είχανε κάπου τρεισ βδομάδεσ που είχαν αράξει δϊκε από το ποτάμι.
Κείκε από το ποτάμι ιταν ο εχκρόσ, οι Άλλοι όπωσ τουσ λζγανε πολλοί.
Τρεισ βδομάδεσ απραξία. Σίγουρα δε κα βάςταγε πολφ τοφτθ θ
κατάςταςθ, για τθν ϊρα όμωσ επικρατοφςε θςυχία.
Και ςτισ δυο όχκεσ του ποταμοφ, ςε μεγάλο βάκοσ, ιτανε δάςοσ. Ρυκνό
δάςοσ. Μεσ ςτο δάςοσ είχανε ςτρατοπεδεφςει και οι μεν και οι δε.
Οι πλθροφορίεσ τουσ ιτανε πωσ οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί.
Ωςτόςο, δεν επιχειροφςαν επίκεςθ, ποιοσ ξζρει τι λογαριάηανε να κάνουν.
Στο μεταξφ, τα φυλάκια, και από τισ δυο μεριζσ, ιταν εδϊ κι εκεί κρυμμζνα
ςτο δάςοσ, ζτοιμα για παν ενδεχόμενο.
6
7. Τρεισ βδομάδεσ! Ρϊσ είχανε περάςει τρεισ βδομάδεσ! Δε κυμόντουςαν ς'
αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίςει εδϊ και δυόμιςι χρόνια περίπου, άλλο
τζτοιο διάλειμμα ςαν και τοφτο.
Πταν φτάςανε ςτο ποτάμι, ζκανε ακόμα κρφο. Εδϊ και μερικζσ μζρεσ, ο
καιρόσ είχε ςτρϊςει. Άνοιξθ πια!
Ο πρϊτοσ που γλίςτρθςε κατά το ποτάμι ιτανε λοχίασ. Γλίςτρθςε ζνα
πρωινό και βοφτθξε. Λίγο αργότερα, ςφρκθκε ωσ τουσ δικοφσ του, με δυο
ςφαίρεσ ςτο πλευρό. Δεν ζηθςε πολλζσ ϊρεσ.
Τθν άλλθ μζρα, δυο φαντάροι τραβιξανε για κει. Δεν τουσ ξαναείδε πια
κανζνασ. Ακοφςανε μονάχα πολυβολιςμοφσ, και φςτερα ςιωπι.
Τότε βγικε θ διαταγι τθσ Μεραρχίασ.
Ιτανε ωςτόςο μεγάλοσ πειραςμόσ το ποτάμι. Τ' ακοφγανε που κυλοφςε
τα νερά του και το λαχταροφςανε. Αυτά τα δυόμιςι χρόνια, τουσ είχε φάει θ
βρϊμα. Είχανε ξεςυνθκίςει ζνα ςωρό χαρζσ. Και να, τϊρα, που είχε βρεκεί
ςτο δρόμο τουσ αυτό το ποτάμι. Αλλά θ διαταγι τθσ Μεραρχίασ...
— Στο διάολο θ διαταγι τθσ Μεραρχίασ! είπε μζς' από τα δόντια του
κείνθ τθ νφχτα.
Γφριηε και ξαναγφριηε και θςυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πζρα
και δεν τον άφθνε να θςυχάςει.
Κα πιγαινε τθν άλλθ μζρα, κα πιγαινε οπωςδιποτε. Στο διάολο θ
διαταγι τθσ Μεραρχίασ!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουςαν. Τζλοσ τον πιρε κι αυτόν ο φπνοσ. Είδε
ζνα όνειρο, ζναν εφιάλτθ. Στθν αρχι, το είδε όπωσ ιτανε: ποτάμι. Ιτανε
μπροςτά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτόσ, γυμνόσ ςτθν όχκθ,
δεν ζπεφτε μζςα. Σα να τον βάςταγε ζνα αόρατο χζρι (...)
Ξφπνθςε βαλαντωμζνοσ· δεν είχε ακόμα φζξει...
Φτάνοντασ ςτθν όχκθ, ςτάκθκε και το κοίταηε. Το ποτάμι! Ώςτε υπιρχε
λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρεσ ϊρεσ, ςυλλογιηότανε μιπωσ δεν υπιρχε ςτ'
αλικεια. Μιπωσ ιτανε μια φανταςία τουσ, μια ομαδικι ψευδαίςκθςθ.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβθξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ιτανε
καφμα! Αν ιτανε τυχερόσ και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε
μονάχα να βουτιξει ςτο ποτάμι, να μπει ςτα νερά του, τα παρακάτω δεν τον
νοιάηανε.
Σ' ζνα δζντρο, ςτθν όχκθ, άφθςε τα ροφχα του, και όρκιο πάνω ςτον
κορμό, το τουφζκι του. Ζριξε δυο τελευταίεσ ματιζσ, μια πίςω του, μθν ιτανε
7
8. κανζνασ από τουσ δικοφσ του, και μια ςτθν αντίπερα όχκθ, μθν ιτανε κανζνασ
από τουσ Άλλουσ. Και μπικε ςτο νερό.
Από τθ ςτιγμι που το ςϊμα του, ολόγυμνο, μπικε ςτο νερό, τοφτο το
ςϊμα που δυόμιςι χρόνια βαςανιηότανε, που δυο τραφματα το είχανε ωσ
τϊρα ςθμαδζψει, από τθ ςτιγμι αυτι ζνιωςε άλλοσ άνκρωποσ. Σα να πζραςε
ζνα χζρι μ' ζνα ςφουγγάρι μζςα του και να τα 'ςβθςε αυτά τα δυόμιςι χρόνια.
Κολυμποφςε πότε μπροφμυτα, πότε ανάςκελα. Αφθνότανε να τον
πθγαίνει το ρεφμα. Ζκανε και μακροβοφτια...
Ιταν ζνα παιδί τϊρα αυτόσ ο φαντάροσ, που δεν ιταν παρά εικοςιτριϊ
χρονϊ κι όμωσ τα δυόμιςι τελευταία χρόνια είχαν αφιςει βακιά ίχνθ μζςα
του.
Δεξιά κι αριςτερά, και ςτισ δυο όχκεσ, φτερουγίηανε πουλιά, τον
χαιρετοφςανε περνϊντασ πότε πότε από πάνω του.
Μπροςτά του, πιγαινε τϊρα ζνα κλαδί που το ζςερνε το ρεφμα. Βάλκθκε
να το φτάςει μ' ζνα μονάχα μακροβοφτι. Και το κατάφερε. Βγικε από το νερό
ακριβϊσ δίπλα ςτο κλαδί. Ζνιωςε μια χαρά! Αλλά τθν ίδια ςτιγμι είδε ζνα
κεφάλι μπροςτά του, κάπου τριάντα μζτρα μακριά.
Σταμάτθςε και προςπάκθςε να δει καλφτερα.
Και κείνοσ που κολυμποφςε εκεί τον είχε δει, είχε ςταματιςει κι αυτόσ.
Κοιτάηονταν.
Ξανάγινε αμζςωσ αυτόσ που ιτανε και πρωτφτερα: ζνασ φαντάροσ που
είχε κιόλασ δυόμιςι χρόνια πόλεμο, που είχε ζναν πολεμικό ςταυρό, που είχε
αφιςει το τουφζκι του ςτο δζντρο.
Δεν μποροφςε να καταλάβει αν αυτόσ αντίκρυ του ιτανε από τουσ δικοφσ
του ι από τουσ Άλλουσ. Ρϊσ να το καταλάβει; Ζνα κεφάλι ζβλεπε μονάχα.
Μποροφςε να 'ναι ζνασ από τουσ δικοφσ του. Μποροφςε να 'ναι ζνασ από
τουσ Άλλουσ.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τουσ ςτζκονταν ακίνθτοι ςτα νερά. Τθ ςιωπι
διζκοψε ζνα φτάρνιςμα. Ιταν αυτόσ που φταρνίςτθκε, και κατά τθ ςυνικειά
του βλαςτιμθςε δυνατά. Τότε εκείνοσ αντίκρυ του άρχιςε να κολυμπάει
γριγορα προσ τθν αντίπερα όχκθ. Κι αυτόσ όμωσ δεν ζχαςε καιρό.
Κολφμπθςε προσ τθν όχκθ του μ' όλθ του τθ δφναμθ. Βγικε πρϊτοσ. Ζτρεξε
ςτο δζντρο που είχε αφιςει το τουφζκι του, το άρπαξε. Ο Άλλοσ, ό,τι ζβγαινε
από το νερό. Ζτρεχε τϊρα κι εκείνοσ να πάρει το τουφζκι του.
Σικωςε το τουφζκι του αυτόσ, ςθμάδεψε. Του ιτανε πάρα πολφ εφκολο
να του φυτζψει μια ςφαίρα ςτο κεφάλι. Ο Άλλοσ ιτανε ςπουδαίοσ ςτόχοσ
ζτςι κακϊσ ζτρεχε ολόγυμνοσ, κάπου είκοςι μζτρα μονάχα μακριά.
8
9. Πχι, δεν τράβθξε τθ ςκανδάλθ. Ο Άλλοσ ιταν εκεί, γυμνόσ όπωσ είχε
ζρκει ςτον κόςμο. Κι αυτόσ ιταν εδϊ, γυμνόσ όπωσ είχε ζρκει ςτον κόςμο.
Δεν μποροφςε να τραβιξει. Ιτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνκρωποι
γυμνοί. Γυμνοί από ροφχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εκνικότθτα.
Γυμνοί από τον χακί εαυτό τουσ.
Δεν μποροφςε να τραβιξει. Το ποτάμι δεν τουσ χϊριηε τϊρα, αντίκετα
τουσ ζνωνε.
Δεν μποροφςε να τραβιξει. Ο Άλλοσ είχε γίνει ζνασ άλλοσ άνκρωποσ
τϊρα, χωρίσ άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περιςςότερο.
Χαμιλωςε το τουφζκι του. Χαμιλωςε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα
ωσ το τζλοσ, πρόφταςε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίςανε
τρομαγμζνα ςαν ζπεςε από τθν αντικρινι όχκθ θ τουφεκιά, κι αυτόσ,
γονάτιςε πρϊτα, φςτερα ζπεςε με το πρόςωπο ςτο χϊμα.
Ζριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδζν νεώτερον από το δυτικό μζτωπο (απόςπαςμα)
Είμαι νζοσ, μόλισ ζκλειςα τα 20· από τθ ηωι δεν ξζρω παρά μόνο τθν
απελπιςία, το κάνατο, το φόβο και μια αλυςίδα από ανόθτεσ
επιπολαιότθτεσ, πάνω από μια άβυςςο πόνων και κλίψεων. Βλζπω τουσ
λαοφσ να ορμοφν ςε άλλουσ λαοφσ, να ςκοτϊνουν και να ςκοτϊνονται,
χωρίσ οφτε κι εκείνοι να ξζρουν το γιατί, υπακοφοντασ ςϋαυτοφσ που
τουσ ςτζλνουν, χωρίσ ςυναίςκθςθ του κινδφνου ι τθσ ευκφνθσ τουσ.
Βλζπω πωσ οι δυναμικότεροι εγκζφαλοι του κόςμου εφευρίςκουν όπλα
για να γίνονται όλ' αυτά μ' ζναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναριςμζνο και να
διαρκοφν όςο γίνεται περιςςότερο. Κι όλοι οι ςυνομιλικοί μου εδϊ, ςτθν
αντικρυνι παράταξθ, ς' ολόκλθρο τον κόςμο το βλζπουν όπωσ εγϊ. Αυτι
είναι θ ηωι τθσ γενιάσ μου και θ δικι μασ. Τι κα κάνουν άραγε οι
πατεράδεσ μασ αν μια μζρα ςθκωκοφμε και παρουςιαςτοφν μπροςτά
τουσ για να τουσ ηθτιςουμε λογαριαςμό; Τι περιμζνουν από μασ όταν
μια μζρα τελειϊςει ο πόλεμοσ; Τι περιμζνουν από μασ όταν μια μζρα
τελειϊςει ο πόλεμοσ; Χρόνια ολόκλθρα ςκοτϊναμε μόνο. Αυτό ιταν το
πρϊτο μασ επάγγελμα ςτθ ηωι. Για μασ θ επιςτιμθ τθσ ηωισ περιορίηεται
ςτο κάνατο. Τι κα ςυμβεί φςτερα; Και τι κ' απογίνουμε εμείσ; *...+
Ζχουμε χάςει κάκε αίςκθμα ανκρωπιςμοφ και αλλθλεγγφθσ. Μόλισ
κατορκϊνουμε να αναγνωρίςει ο ζνασ τον άλλο, όταν θ εικόνα του ενόσ
πζςει μπροςτά ςτα μάτια μασ, που είναι μάτια κυνθγθμζνου ηϊου.
Είμαςτε αναίςκθτοι νεκροί, οι οποίοι με ζνα ςτρατιγθμα ι κάποια
επικίνδυνθ μαγεία γινικαμε και πάλι ικανοί να τρζχουμε και να
ςκοτϊνουμε
*…+
9
10. Ζχουμε γίνει επικίνδυνα ηϊα, δεν πολεμοφμε αμυνόμαςτε εναντίον τθσ
καταςτροφισ. Δε ρίχνουμε τισ χειροβομβίδεσ μασ πάνω ςε ανκρϊπινα
πλάςματα, γιατί τθ ςτιγμι εκείνθ δε νιϊκουμε παρά ζνα πράγμα: ότι ο
κάνατοσ βρίςκεται εκεί ς' αυτοφσ να μασ αρπάξει κάτω από αυτά τα
χζρια και κάτω απ' αυτά τα κράνθ. Είναι θ πρϊτθ φορά ζπειτα από τρεισ
μζρεσ που μποροφμε ν' αμυνκοφμε εναντίον του. Θ αγριότθτασ και το
πάκοσ που μασ εμψυχϊνει μοιάηουν με τρζλα. Μποροφμε να
καταςτρζψουμε και να ςκοτϊςουμε για να ςωκοφμε… για να ςωκοφμε
και να εκδικθκοφμε
*πθγι: Ζριχ Μαρία εμάρκ, Ουδζν νεώτερον από το δυτικό μζτωπο,
μετάφραςθ
ΕΡΓΑΙΕ
1. Να εντοπίςετε ομοιότθτεσ και διαφορζσ των παράλλθλων κειμζνων
με το διιγθμα του Μαγκλι.
2. Να αναπαραςτιςετε ηωγραφικά το διιγθμα.
3. Να δθμιουργιςετε μια παρουςίαςθ ςτο powerpoint με κζμα τον
πόλεμο και τθν ειρινθ.
4. Να δραματοποιιςετε το διιγθμα.
5. Να δθμιουργιςετε ζνα ανκολόγιο ποιθμάτων με κζμα τθν ειρινθ και
τον πόλεμο.
Δικτυογραφία
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1692,5420/
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1692,5420/ex
tras/activities/indexJ_2_meselida/indexj_2_metaselida.html
http://www.biblionet.gr/author/4342/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE
%BD%CE%B7_%CE%9C%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%AE
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=257
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/magklhs_anqrwpos.htm
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%
B7%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CF%82
10