SlideShare ist ein Scribd-Unternehmen logo
1 von 24
Κικὴ Δημουλᾶ - Ποιήματα
         Κικὴ Δημουλᾶ (1931-): ποιήτρια ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀκαδημαϊκός.

                  Πὼς ἤσουνα ἐχθρός μου, δὲν τὸ ἤξερες
                  οἱ λέξεις σου τὸ εἶπαν.
                  Σ᾿ ἐκεῖνες πούλησε ὁ ἔρωτας τὸ σεισμό του
                  κι ἦρθε στὴ ἐπιφάνεια ὅτι δὲ μ᾿ ἀγαποῦσες...

Ποιήματα ἀπὸ τὶς συλλογές, σὲ ἀλφαβητικὴ σειρά
   •   ΑΓΓΕΛΙΕΣ
   •   ΑΝΑΕΡΕΙΠΩΣΗ
   •   ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ
   •   ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
   •   ΓΑΣ ΟΜΦΑΛΟΣ
   •   ΓΕΓΟΝΟΤΑ
   •   ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ
   •   ΓΡΑΜΜΑ
   •   ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ
   •   ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΝΑ
   •   ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
   •   EΡΕΒΟΣ
   •   ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ
   •   Η ΓΛYKΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
   •   Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ
   •   ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
   •   ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ
   •   ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ
   •   Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
   •   ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ
   •   ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ
   •   ΠΕΡΑΣΑ
   •   ΣΑΣ ΑΦΗΣΑ ΜΗΝΥΜΑ
   •   ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ
   •   ΣΥΝΔΡΟΜΟ
   •   ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
   •   ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ
   •   ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948



ΑΓΓΕΛΙΕΣ
Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.

Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.




ΑΝΑΕΡΕΙΠΩΣΗ
                                        ΙΙ

       Καὶ
       φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
       τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες
       μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει
       τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.
       ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ

Πότε μὲ εἶχες φέρει ἐδῶ
νὰ μὲ ξεναγήσεις στοὺς χρησμούς;
Νὰ ρωτήσω τὴ μάντιδα Μνήμη.
Ἢ ἄλλη, ἡ διπλανὴ ἱέρεια Λήθη,
ἔχει πολὺ κόσμο πνίγεται στὴ δουλειὰ
ἀμάσητα καταπίνει τὰ καπνώδη φύλλα
τῶν λησμονητέων.

Βρέχει ἀπὸ χτές.
Ὅ,τι βλέπω ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τοῦ ἑστιατορίου
θέλει νὰ χαθεῖ. Μὲ τὸ ζόρι συγκρατῶ ἀντίκρυ
τοὺς κίονες μὴν πέσουν τῆς Ἀθηνᾶς Προναίας
-νὰ προσέξω ὅταν θὰ καθαρογράφω αὐτὴ τὴ θέα
μὴ μὲ παρασύρει ὁ δαίμων τῆς συνήχησης
καὶ γράψω Προνέας. Θὰ ποῦν πὼς ξεναγῶ
στὰ ἐρείπια καθρέφτη.

Βρέχει. Καταφεύγουν στὸ ἑστιατόριο
μεγάλες παρέες θορύβων.
Συντοπῖτες, ἐραστὲς τῆς ἱστορίας, ζευγάρια
Ἐρωτευμένα –σπουδαστὲς τοῦ μέλλοντός τους
περιηγητικοὶ συνταξιοῦχοι,
ἀναπαλαιωτὲς τῆς ἀνίας οἰκογένειες
σωματεῖα πρόεδροι ὁμιλήτριες ἀνθοδέσμες.

Ρέουν ξένες γλῶσσες σὲ ποτηράκια τῆς δικῆς μας
ξιφομαχεῖ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα ἡ βροχὴ
καταβροχθίζοντας μερίδες συζητήσεων, μπουκάλια
κρασιοῦ ξελαιμιάζονται νὰ διηγοῦνται
ἀνέκδοτα ἀστεῖα σπᾶνε γέλια.
Οἱ σερβιτόρες ἐντυπώσεις πηδοῦν ἐκστασιασμένες
ἀπὸ τραπέζι σὲ τραπέζι
κραυγαλέα ἐπιδόρπια παραγγέλνει ἡ συντροφικότης.

Ἐνῷ ἐγὼ σέβομαι – συντρώγω χαμηλόφωνα
μὲ τὸ ἕνα ἀπολλώνειο κουβέρ μου.




ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ
Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
ἀτέλειωτα μένουν.

Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,
φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.

Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι
κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη
μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου
ν᾿ ἀποτελειώνω.




ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξη
γιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴ
ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.
Ἐκτὸς ἐὰν ἡ νοσταλγία
ἀπὸ πολὺ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τὰ πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλὰ μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτὸ τὸ φόντο,
νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπὸ μιὰν ἄλλην ἱστορία,
δική μου ἢ ξένη.
Τὰ κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.
Ἀπὸ φιλοκαλία κι ἔπαρση.

Ὅμως θὰ πρέπει νά ῾ταν ἄνοιξη
γιατὶ καὶ μέλισσες βλέπω
νὰ πετοῦν γύρω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μνήμη,
μὲ περιπάθεια καὶ πίστη
νὰ συνωστίζονται στὸν καλύκά της.
Ἐκτὸς ἂν εἶναι ὁ ὀργασμὸς
νόμος τοῦ παρελθόντος,
μηχανισμὸς τοῦ ἀνεπανάληπτου.
Ἂν μένει πάντα κάποια γῦρις
στὰ τελειωμένα πράγματα
γιὰ τὴν ἐπικονίαση
τῆς ἐμπειρίας, τῆς λύπης
καὶ τῆς ποίησης.




ΓΑΣ ΟΜΦΑΛΟΣ
                                      ΙΙΙ

Ἀναστηλώνεται Νοέμβρης τῶν Δελφῶν.
Ἀπόβροχο στὶς μετῶπες τῆς ἀπορρόφησής του.
Σύννεφα ποὺ δὲν θὰ φύγουν μοιράζονται θρόνους.
Ζωφόροι φύλλων κίτρινων κοσμοῦν
Ἀντισεισμικὰ ἀνάκτορα ἀνέμων.

Πομπὴ σκαλοπατιῶν.
Προπορεύονται οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου, σαρκοφάγοι.
Ἀκολουθοῦν βασιλεῖς, προσκυνητὲς τῆς προφητείας
ἀρχηγοὶ πολέμων μὲ δῶρα ποὺ στέλνει ἡ φιλοδοξία
στοὺς μάντεις της, αἰῶνες κοιλαράδες βραδυκίνητοι
μὲ τὶς ἐπαναλήψεις παλλακίδες τους.
Φρουρὰ τῆς ροῆς σωματοφύλακες ἑκατέρωθεν,
σαρκοφάγοι πάλι μὲ τὶς περικνημίδες τους
-τσουκνίδες καὶ ξερόχορτα.

Καθ᾿ ὁδόν, στέψη σκέψης
ποὺ ἔκανα γιὰ σένα, ἐπ᾿ ἀνδραγαθία:
μὲ τὴν ἀπουσία σου μεγάλωσες
ἐξάπλωσες τῶν ἀφανῶν τὶς κτήσεις.
Ταξιθέτριες πέτρες στὸ θέατρο.
Στὴ σειρὰ τῶν ἐπισήμων κάθονται θυμάρια.
Τζαμπατζῆδες θεατρόφιλοι βράχοι τριγύρω
κρέμονται σκαρφαλωμένοι στὸν ἀπόηχο.
Στὸν κορυφαῖο ρόλο της ἡ τραγῳδὸς αὐλαία.
Ἐνθουσιώδους παρακμῆς χειροκροτήματα,
μπιζάρουν μέλισσες κι ἄλλα βομβώδη
μελιστάλακτα κεντριά, αἰώρησης κάνιστρα
μὲ φρεσκοκομμένες πεταλοῦδες
ραίνουν τὴν πρωταγωνίστρια ἑρμηνεία μας.

Ψηλά, ἀπὸ τὸ στάδιο, ἐξακοντίζονται ἰαχὲς
κύκλοι δρομεῖς ἐπευφημοῦνται
νικητὴς ἀνακηρύσσεται
ἕνας ἕνας ποὺ κλείνει.

Ἐπακολουθῶ. Στέρνες βωμοὶ ἄδυτα θυσιῶν
ὑδραγωγεῖα κινήτρων, ἡ ἀρχαιότερη Πυθία:
ἡ σαρκοφάγος πάλι. Ἀλλὰ ἡ ζωὴ
τὸν ἀποφεύγει τὸν χρησμό της.

Στάση σκέψης ποὺ κάνω γιὰ ὅλες
τὶς σπασμένες ἀρτιότητες: «στὸ κάτω μέρος
μαρμάρινης τρεχούσης γυναικός»,
βῆμα ἀβοήθητο ποδιοῦ πρὸς χαμένο σῶμα,
μόνο ἡ κουλουριασμένη κίνηση
ἀνώνυμου νεκροῦ πολεμιστῆ
δίπλα σὲ ἀπόστρατη ἀσπίδα
καὶ «δούλης νεαρᾶς τὸ σπασμένο κάτοπτρο»
-τώρα πῶς θὰ καλλωπίζεται ἡ ὑποδούλωση.
Σφὶγξ καθρεφτίζει τὸ ἀναπάντητο.

Καντίνες. Κάτι γιὰ τὸ δρόμο. Σάντουιτς,
ἀναψυκτικά, ἐμφιαλωμένο λάλον ὕδωρ.

Μάρμαρα πάλι, ἀφιερώματα σὲ πέτρες
χαραγμένες. Δύσκολα διαβάζω.
Τὸ σκληρὸ ἔμαθα πὼς χαράζει
ἀλλὰ ὄχι πῶς χαράζεται.
Ἀργὰ συλλαβίζοντας ἀναστηλώνω
μόνον τὴ λέξη ΕΠΤΟΗΘΗ. Μόνο; Ὄχι καὶ μόνο.
Ἀκουστὸ ἀνὰ τὸν κόσμο τὸ Ἐπτοήθη.
Μαντεῖο.
Γᾶς ὀμφαλός.

Δελφοί




ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...

Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.

Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...

Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.




ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ
Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.

Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἐαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἠσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.

Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.
Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.

Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.

Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.




ΓΡΑΜΜΑ
Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.




ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ
Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.

Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.

Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.

Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.




ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ
Σοῦ εἶπα:
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.




ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Ἐκκλησάκι ἔρημο ἐγκαταλειμμένο πιστευτό.
Θαρρεῖς ὅτι τὸ ἔχτισε ἐρείπωση.
Τὰ κεραμίδια στὸν τροῦλο
τρύπιο σάλι ριγμένο
στὴ γηραιὰ καμπούρα τῆς ἀνάτασης.

Τὰ μικρὰ παράθυρα κρέμονται
κάπως στραβὰ στὸν τοῖχο
σὰν εἰκονίτσες ποὺ σεισμὸς τὶς μετακίνησε
ἀπὸ τῆς πίστης τὸ ἴσιο.
Βιτρὸ στὰ τζάμια συνθεμένα
μὲ πολυκαιρινῆς βροχῆς σταγόνες ραγισμένες.

Ἄραγε νὰ ζεῖ μέσα ἡ ἁγιότης
τρεφόμενη μὲ σβηστὰ κεράκια μόνο;

Κλειδωμένη ἡ ἀμφίβια πόρτα
- καὶ στὸ μέσα σκότος βυθισμένη ζεῖ
καὶ στὸ φῶς ἔξω κολυμπάει.
Ἐπάνω της τὴν πλάτη του ἀκουμπώντας
ἕνα σκαλοπατάκι
ζητιανεύει λίγην ἐπισκευή. Ἔχει σπάσει.

Καὶ ἡ φύση ποὺ ὅλα τὰ καλοπιάνει
καὶ τὴν ἀκμὴ λατρεύει
καὶ στὴ φθορὰ χατίρι δὲ χαλάει

ἐπισκευάζει τὴ ρωγμὴ στὸ σκαλοπάτι
πολύχρωμα γεμίζοντάς την μὲ τσουκνίδες,
γαϊδουράγκαθα, μολόχες, δαφνόφυλλα
καὶ πικροπαπαροῦνες.

Καὶ γίνεται αἴφνης ἀνοιξιάτικος εὐδιάθετος
γραφικὸς αἰσιόδοξος ὁ τρόμος
γιὰ τὴν ἐρείπωση τῆς ἐγκατάλειψής μας.




EΡΕΒΟΣ
Σκύβοντας πάνω
ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση
στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.

Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,
θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος
τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους
θὰ κλαίει.




ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Ἀσυγχώρητη ἀπροσεξία
νὰ μοῦ στείλεις ἐπὶ χάρτου ἐφημερίδας
ὁλοσέλιδή τη φωτογραφία σου
μὲ ἀναμμένο τὸ τσιγάρο της.

Ἂν ἔπιανε φωτιὰ ἡ παραλαβή;
Ποιὰ πυροσβεστικὴ
ψυχραιμία εἰς μάτην θὰ καλοῦσα
σὲ ποιὸ διανυκτερεῦον ἔγκαυμα
θὰ ἔτρεχα ἀνήμπορο ἐγὼ χαρτὶ καμένο
σὲ ποιὰν ἐξαντλημένη θεραπεία

σὲ ποιὰν ἀποζημίωση μετά.
Ἀσφάλεια ἀναθρώσκοντος καπνοῦ
δὲν ἔχω κάνει.




Η ΓΛYKΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
Τρισάγια κάθε τόσο
γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ὑπηκοότητα νεκροῦ
στὸν κεκοιμημένον δοῦλον σου.

Ὕψιστε, τί ἐννοεῖς
ἄλλο νεκρὸς καὶ ἄλλο δοῦλος.
Κι ἀπὸ πότε ἐπιτρέπεται
νὰ κοιμοῦνται ἔτσι βαθιὰ
ἀτιμώρητοι οἱ δοῦλοι.

Τὸν κεκοιμημένον δοῦλον σου.
Θέ μου, ἂν ἀπελευθερώνει ὁ θάνατος
ὅπως μᾶς τὸ ὑπόσχεται παρήγορη
ἡ γλυκύτατη ἀβεβαιότης, ἐσὺ
γιατί τὸν θὲς ντὲ καὶ καλὰ δουλέμπορο;
Τὸν κεκοιμημένον.
Περὶ ὕπνου πρόκειται, Κύριε;
Μὰ τοῦ κολλάει ὕπνος τοῦ νεκροῦ
ἔτσι εὔκολα νυστάζει ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς;
Ἐδῶ ἐμεῖς, δοῦλοι τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀκόμα
κι ὅμως ποιὸς κλείνει μάτι
ἂν δὲν τὸν νανουρίσει ὅπως ξέρει
μόνο ἡ γιαγιά του ἡ ἀβεβαιότης
μὲ τὴ γλυκεῖα της ρόδινη ἀφύπνιση.

Κύριε, μήπως ὅταν ἐνέκρινες
αὐτοὺς τοὺς ἀνελέητους ἀνταγωνιστικοὺς ψαλμοὺς
ἤσουν ἀκόμη ἄνθρωπος;




Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ
Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.
Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.




ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.

Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.

(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)




ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ
Βρέχει...
Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ
μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος
κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ
σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.
Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,
βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ
τὸν βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,
σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της,
ἕνα ἀνυπέρβλητο,
νά ῾χει σταθεῖ
μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.
Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα
παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς
―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―
ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.
Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα
τὰ δίνει στὴ βροχὴ
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη
γιὰ πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Καί, ξαφνικά,
σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,
κάνει νὰ πάει μέσα.
Ποῦ μέσα ―
μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ
καὶ μόνη
πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.

(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)




ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.

Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.




Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.

Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.

Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)




ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ
Αὐτὴ τὴ μέρα
ἄφησε νὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ τὴν ἱστορία μου:
Μελαγχολικός της ζωῆς ἄνεμος εἶμαι
ποὺ νυχτώθηκα καὶ ἀπόμεινα σ᾿ ἕνα χθὲς ἀνάλγητο.

Ἔλα λοιπόν, καὶ μὲ τὰ μάτια σου,
ποῦ ῾ναι καταχνιὰ κι ἐνάστρωση,
τὸ σύθαμπο καὶ τὸ πρωὶ
σὲ μιὰν ἀλλόκοτη σύγκλιση,
ἀνάστειλε τὴ νύχτα μου.

Ἔλα
Κι ἂς εἶναι μοιραῖο πὼς ἀργότερα,
ὅταν ἀνάμεσά μας θ᾿ ἀναδεύεται,
σὲ ἀνυπόφορη μεγέθυνση,
τὸ μυστικό μας τ᾿ ἀδυσώπητο,
-πὼς σημερινοὶ εἴμαστε καὶ ξένοι-
μὲ τὸν ὑποβολέα τῆς πίκρας μου
παμπάλαιο κατευόδιο θ᾿ ἀπαγγείλω πάλι
στὶς ὧρες τὶς ἀγέρωχες,
ποὺ ἀνεβασμένες στὶς σχεδίες τοῦ ἀνέκκλητου
πρὸς ἕνα ἀδηφάγο αὔριο θὰ λάμνουν.




ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ
Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.

Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.

Καὶ διαψεύδομαι.




ΠΕΡΑΣΑ
Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.

Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.

Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.

Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.




ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ
Περιμένω. Σὲ φουαγιὲ θεάτρου.
Ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει ἡ παράσταση
βλέπω τί παίζεται πλαγίως
ἐντὸς ἐνυδρείου ποὺ διασκεδάζει
τὴν ἀναμονή.

Τετράγωνο περίπου σὰν κουτὶ
παπουτσιῶν στὸ νούμερο τῆς ὑπερβολῆς.
Σὲ γωνία σφηνωμένο γιὰ νὰ γεύονται
διπλὴ ἀσφυξία οἱ τοῖχοι.
Μικρὰ ψαράκια ὅσο τὸ χρυσαφὶ τοῦ ἥλιου
ἐπάνω σὲ χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τὰ κυνηγᾷ.
Νᾶνος βυθός. Τὸν γαργαλάει εὔκολα
μὲ τὰ κοντά της δαχτυλάκια ἡ ἐπιφάνεια.

Συνθλίβεται ἡ πλεύση συχνὰ
στὶς συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εὕρημα στεριανό.
Κάθε τόσο ἀγωγὸς κρυμμένος στέλνει
βίαιο ἀέρα φουρτουνιάζει κάπως ἡ ἀνία
φύκια ξεμαλλιάζονται μὲ πλαστικὸν
ὀλοφυρμό. Γιὰ λίγο
καταποντίζεται ἡ ὁρατότης. Ὥσπου
μισοπνιγμένη τὴν τραβᾶνε κατὰ πάνω
κάτι φυσαλίδες ὀξυγόνου μικρὲς
σὰν καρφίτσας κεφαλάκι ποὺ βγαίνουν
ἀπὸ τῶν ματιῶν μου τὴ λιγοστὴ φιάλη.

Τί λυπᾶσαι, χρυσόψαρα εἶναι
οὔτε ποὺ γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου.




ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
Σκορπίζουν
τῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.

Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ
πότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲς
χαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο.
Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχα
ὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις.
Ἂς παραδοθεῖ.

Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου.
Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνεια
ἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη.
Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματα
ὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸ
μὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου.
Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξε
ὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶ
ἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησα
ἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγα
ἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνιση
κι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα.

Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦν
ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.

Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴ
Μαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπη
ἂς παραδοθεῖ.
Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε
εἶναι ἡ ἀπουσία μας.




ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ
Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.

Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανο
κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948
Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε κῆπος κάποτε.

Στὸ ἄλλο χέρι
κρατῶ πέτρα.
Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση.
Ὑπόνοια καμιὰ
ὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις,
προγεύομαι ἄμυνες.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε ἄγνοια κάποτε.

Χαμογελῶ.
Ἡ καμπύλη του χαμόγελου,
τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως,
μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο,
ἕτοιμο.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Καὶ προδιάθεση νίκης.

Τὸ βλέμμα βυθισμένο
στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα:
τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ
τῆς προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.

Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο.
Φοράει στολὴ δισταγμοῦ.
Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι
σύντροφός μου ἢ καταδότης.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
πέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε.

Σὺ δὲν φαίνεσαι.
Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο,
γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του
κρατώντας λουλούδι
καὶ χαμογελώντας,
θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι.
Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου
ζωὴ πέρασες κάποτε.

Weitere ähnliche Inhalte

Was ist angesagt?

νικηφόρος ταΰγετος
νικηφόρος  ταΰγετος νικηφόρος  ταΰγετος
νικηφόρος ταΰγετος Ελένη Ξ
 
τα ναυάγια-καρκαβίτσας
τα ναυάγια-καρκαβίτσαςτα ναυάγια-καρκαβίτσας
τα ναυάγια-καρκαβίτσαςpanosfilologos
 
Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
Γεώργιος Χορτάτσης, ΕρωφίληΓεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίληgina zaza
 
Μόνο γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί μ' αγάπησεςΜόνο γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί μ' αγάπησεςsyrkamidou
 
Του γιοφυριού της Άρτας - δημιουργική γραφή
Του γιοφυριού της Άρτας - δημιουργική γραφήΤου γιοφυριού της Άρτας - δημιουργική γραφή
Του γιοφυριού της Άρτας - δημιουργική γραφήvserdaki
 
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το άγαλμα και ο τεχνίτης
Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το άγαλμα και ο τεχνίτηςΓ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το άγαλμα και ο τεχνίτης
Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το άγαλμα και ο τεχνίτηςGeorgios Dimakopoulos
 
ο καβάφης μέσα από τα μάτια ενός 13 χρονου Μαθητικό συνέδριο για τον Καβάφη
ο καβάφης μέσα από τα μάτια ενός 13 χρονου   Μαθητικό συνέδριο για τον Καβάφηο καβάφης μέσα από τα μάτια ενός 13 χρονου   Μαθητικό συνέδριο για τον Καβάφη
ο καβάφης μέσα από τα μάτια ενός 13 χρονου Μαθητικό συνέδριο για τον ΚαβάφηIoanna Nikitopoulou
 

Was ist angesagt? (20)

νικηφόρος ταΰγετος
νικηφόρος  ταΰγετος νικηφόρος  ταΰγετος
νικηφόρος ταΰγετος
 
Poetry
PoetryPoetry
Poetry
 
τα ναυάγια-καρκαβίτσας
τα ναυάγια-καρκαβίτσαςτα ναυάγια-καρκαβίτσας
τα ναυάγια-καρκαβίτσας
 
Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
Γεώργιος Χορτάτσης, ΕρωφίληΓεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
 
Μόνο γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί μ' αγάπησεςΜόνο γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί μ' αγάπησες
 
Απάνθισμα © 2015
Απάνθισμα © 2015Απάνθισμα © 2015
Απάνθισμα © 2015
 
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
 
Του γιοφυριού της Άρτας - δημιουργική γραφή
Του γιοφυριού της Άρτας - δημιουργική γραφήΤου γιοφυριού της Άρτας - δημιουργική γραφή
Του γιοφυριού της Άρτας - δημιουργική γραφή
 
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί II - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
O αλχημιστής
O αλχημιστήςO αλχημιστής
O αλχημιστής
 
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες ΑργίαςΔιονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
 
Απάνθισμα 2017
Απάνθισμα 2017Απάνθισμα 2017
Απάνθισμα 2017
 
μυριβηλης μαχαιριά
μυριβηλης μαχαιριάμυριβηλης μαχαιριά
μυριβηλης μαχαιριά
 
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΦυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
μέσα στον έρημο σταθμό
μέσα στον έρημο σταθμόμέσα στον έρημο σταθμό
μέσα στον έρημο σταθμό
 
Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το άγαλμα και ο τεχνίτης
Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το άγαλμα και ο τεχνίτηςΓ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το άγαλμα και ο τεχνίτης
Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το άγαλμα και ο τεχνίτης
 
Του γιοφυριού της Άρτας
Του γιοφυριού της ΆρταςΤου γιοφυριού της Άρτας
Του γιοφυριού της Άρτας
 
Καρυωτάκης, Πρέβεζα
Καρυωτάκης, ΠρέβεζαΚαρυωτάκης, Πρέβεζα
Καρυωτάκης, Πρέβεζα
 
ο καβάφης μέσα από τα μάτια ενός 13 χρονου Μαθητικό συνέδριο για τον Καβάφη
ο καβάφης μέσα από τα μάτια ενός 13 χρονου   Μαθητικό συνέδριο για τον Καβάφηο καβάφης μέσα από τα μάτια ενός 13 χρονου   Μαθητικό συνέδριο για τον Καβάφη
ο καβάφης μέσα από τα μάτια ενός 13 χρονου Μαθητικό συνέδριο για τον Καβάφη
 

Andere mochten auch

Victor molev metamorphosis
Victor molev metamorphosisVictor molev metamorphosis
Victor molev metamorphosisGIA VER
 
Mooimavro 090623141429-phpapp02
Mooimavro 090623141429-phpapp02Mooimavro 090623141429-phpapp02
Mooimavro 090623141429-phpapp02GIA VER
 
τοπία
τοπίατοπία
τοπίαGIA VER
 
γλυπτική με χιόνι και πάγο (με μουσική)
γλυπτική με χιόνι και πάγο (με μουσική)γλυπτική με χιόνι και πάγο (με μουσική)
γλυπτική με χιόνι και πάγο (με μουσική)GIA VER
 
κίνα
κίνακίνα
κίναGIA VER
 
φωτο
φωτοφωτο
φωτοGIA VER
 

Andere mochten auch (9)

Victor molev metamorphosis
Victor molev metamorphosisVictor molev metamorphosis
Victor molev metamorphosis
 
Mooimavro 090623141429-phpapp02
Mooimavro 090623141429-phpapp02Mooimavro 090623141429-phpapp02
Mooimavro 090623141429-phpapp02
 
τοπία
τοπίατοπία
τοπία
 
1
11
1
 
1
11
1
 
γλυπτική με χιόνι και πάγο (με μουσική)
γλυπτική με χιόνι και πάγο (με μουσική)γλυπτική με χιόνι και πάγο (με μουσική)
γλυπτική με χιόνι και πάγο (με μουσική)
 
κίνα
κίνακίνα
κίνα
 
Binder1
Binder1Binder1
Binder1
 
φωτο
φωτοφωτο
φωτο
 

Ähnlich wie δημουλά

Εκδήλωση για το Γιάννη Ρίτσο
Εκδήλωση για το Γιάννη ΡίτσοΕκδήλωση για το Γιάννη Ρίτσο
Εκδήλωση για το Γιάννη ΡίτσοAnna Bargouli
 
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)Eleni Kots
 
Οδύσσεια
ΟδύσσειαΟδύσσεια
Οδύσσεια2gymevosm
 
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσpemptoussia
 
και η ποίησις είναι
και η ποίησις είναικαι η ποίησις είναι
και η ποίησις είναιLouiza Koustoubardi
 
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθωνΓ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθωνELENI EFSTATHIADOU
 
2013 14 σεναριο παραδοση - μοντερνισμοσ
2013 14  σεναριο παραδοση - μοντερνισμοσ2013 14  σεναριο παραδοση - μοντερνισμοσ
2013 14 σεναριο παραδοση - μοντερνισμοσ1lykspartis
 
δημοτικό τραγούδι
δημοτικό τραγούδιδημοτικό τραγούδι
δημοτικό τραγούδιgina zaza
 
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Litsa Pappa
 
παράδοση και μοντερνισμός : χαρακτηριστικά
παράδοση και μοντερνισμός :  χαρακτηριστικάπαράδοση και μοντερνισμός :  χαρακτηριστικά
παράδοση και μοντερνισμός : χαρακτηριστικάgina zaza
 
ο πονος του πολεμιστη
ο πονος του πολεμιστηο πονος του πολεμιστη
ο πονος του πολεμιστηgymagias
 
ας θυμηθουμε........
ας θυμηθουμε........ας θυμηθουμε........
ας θυμηθουμε........nikonikolo
 
Στάσεις ζωής σε ποιητικά κείμενα - Γ΄ Γυμνασίου Kωστής παλαμάς (Υπεύθυνη καθη...
Στάσεις ζωής σε ποιητικά κείμενα - Γ΄ Γυμνασίου Kωστής παλαμάς (Υπεύθυνη καθη...Στάσεις ζωής σε ποιητικά κείμενα - Γ΄ Γυμνασίου Kωστής παλαμάς (Υπεύθυνη καθη...
Στάσεις ζωής σε ποιητικά κείμενα - Γ΄ Γυμνασίου Kωστής παλαμάς (Υπεύθυνη καθη...Εύα Ζαρκογιάννη
 
Solomos
SolomosSolomos
Solomossyrkyr
 
Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"
Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"
Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"MLykartsi
 

Ähnlich wie δημουλά (20)

Εκδήλωση για το Γιάννη Ρίτσο
Εκδήλωση για το Γιάννη ΡίτσοΕκδήλωση για το Γιάννη Ρίτσο
Εκδήλωση για το Γιάννη Ρίτσο
 
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
 
υπερρεαλισμός
υπερρεαλισμόςυπερρεαλισμός
υπερρεαλισμός
 
Οδύσσεια
ΟδύσσειαΟδύσσεια
Οδύσσεια
 
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012σ
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012σγελ μ. εργασια β ομαδα 2012σ
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012σ
 
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
 
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012γελ μ. εργασια β ομαδα 2012
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012
 
και η ποίησις είναι
και η ποίησις είναικαι η ποίησις είναι
και η ποίησις είναι
 
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθωνΓ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
Γ.Σεφέρης Επι ασπαλαθων
 
2013 14 σεναριο παραδοση - μοντερνισμοσ
2013 14  σεναριο παραδοση - μοντερνισμοσ2013 14  σεναριο παραδοση - μοντερνισμοσ
2013 14 σεναριο παραδοση - μοντερνισμοσ
 
δημοτικό τραγούδι
δημοτικό τραγούδιδημοτικό τραγούδι
δημοτικό τραγούδι
 
Poihmata17-11--- 2021
Poihmata17-11--- 2021Poihmata17-11--- 2021
Poihmata17-11--- 2021
 
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
 
παράδοση και μοντερνισμός : χαρακτηριστικά
παράδοση και μοντερνισμός :  χαρακτηριστικάπαράδοση και μοντερνισμός :  χαρακτηριστικά
παράδοση και μοντερνισμός : χαρακτηριστικά
 
ο πονος του πολεμιστη
ο πονος του πολεμιστηο πονος του πολεμιστη
ο πονος του πολεμιστη
 
μεσολογγι
μεσολογγιμεσολογγι
μεσολογγι
 
ας θυμηθουμε........
ας θυμηθουμε........ας θυμηθουμε........
ας θυμηθουμε........
 
Στάσεις ζωής σε ποιητικά κείμενα - Γ΄ Γυμνασίου Kωστής παλαμάς (Υπεύθυνη καθη...
Στάσεις ζωής σε ποιητικά κείμενα - Γ΄ Γυμνασίου Kωστής παλαμάς (Υπεύθυνη καθη...Στάσεις ζωής σε ποιητικά κείμενα - Γ΄ Γυμνασίου Kωστής παλαμάς (Υπεύθυνη καθη...
Στάσεις ζωής σε ποιητικά κείμενα - Γ΄ Γυμνασίου Kωστής παλαμάς (Υπεύθυνη καθη...
 
Solomos
SolomosSolomos
Solomos
 
Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"
Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"
Μαρία Λυκάρτση,Ποιήματα καβάφη για φύλλα εργασίας στη "Σατραπεία"
 

Mehr von GIA VER

Vadik Suljakov 02
Vadik Suljakov 02Vadik Suljakov 02
Vadik Suljakov 02GIA VER
 
Peinture baroque
Peinture baroque Peinture baroque
Peinture baroque GIA VER
 
22154214 χριστούγεννα
22154214 χριστούγεννα22154214 χριστούγεννα
22154214 χριστούγενναGIA VER
 
στις πόλεις του κόσμου
στις πόλεις του κόσμουστις πόλεις του κόσμου
στις πόλεις του κόσμουGIA VER
 
32606736 museum-of-modern-art-photo
32606736 museum-of-modern-art-photo32606736 museum-of-modern-art-photo
32606736 museum-of-modern-art-photoGIA VER
 
μύθοι και αλήθειες για συχνά προβλήματα του πεπτικού
μύθοι και αλήθειες για συχνά προβλήματα του πεπτικούμύθοι και αλήθειες για συχνά προβλήματα του πεπτικού
μύθοι και αλήθειες για συχνά προβλήματα του πεπτικούGIA VER
 
χειμώνας
χειμώναςχειμώνας
χειμώναςGIA VER
 
Eugene fromentin (1820 1876) 0
Eugene fromentin (1820 1876) 0Eugene fromentin (1820 1876) 0
Eugene fromentin (1820 1876) 0GIA VER
 
Rare+photos+of+celebrities jl
Rare+photos+of+celebrities jlRare+photos+of+celebrities jl
Rare+photos+of+celebrities jlGIA VER
 
μικροσκοπικός κόσμος
μικροσκοπικός κόσμοςμικροσκοπικός κόσμος
μικροσκοπικός κόσμοςGIA VER
 
Presentacion the syria_that_you_dont_know
Presentacion the syria_that_you_dont_knowPresentacion the syria_that_you_dont_know
Presentacion the syria_that_you_dont_knowGIA VER
 
32763253 βλέμματα
32763253 βλέμματα32763253 βλέμματα
32763253 βλέμματαGIA VER
 
31250500 φυλακές
31250500 φυλακές31250500 φυλακές
31250500 φυλακέςGIA VER
 
Rubens 3
Rubens 3Rubens 3
Rubens 3GIA VER
 
1187 what-happens-when-you-take-a-photo-at-the-right-angle-a-slideshow
1187 what-happens-when-you-take-a-photo-at-the-right-angle-a-slideshow1187 what-happens-when-you-take-a-photo-at-the-right-angle-a-slideshow
1187 what-happens-when-you-take-a-photo-at-the-right-angle-a-slideshowGIA VER
 
στρατιώτες στα ρωμαϊκά χρόνια 01
στρατιώτες στα ρωμαϊκά χρόνια 01στρατιώτες στα ρωμαϊκά χρόνια 01
στρατιώτες στα ρωμαϊκά χρόνια 01GIA VER
 
βυζαντινοί στρατιώτες 02
βυζαντινοί στρατιώτες 02βυζαντινοί στρατιώτες 02
βυζαντινοί στρατιώτες 02GIA VER
 

Mehr von GIA VER (20)

Vadik Suljakov 02
Vadik Suljakov 02Vadik Suljakov 02
Vadik Suljakov 02
 
Peinture baroque
Peinture baroque Peinture baroque
Peinture baroque
 
Pdf
PdfPdf
Pdf
 
22154214 χριστούγεννα
22154214 χριστούγεννα22154214 χριστούγεννα
22154214 χριστούγεννα
 
77
7777
77
 
στις πόλεις του κόσμου
στις πόλεις του κόσμουστις πόλεις του κόσμου
στις πόλεις του κόσμου
 
32606736 museum-of-modern-art-photo
32606736 museum-of-modern-art-photo32606736 museum-of-modern-art-photo
32606736 museum-of-modern-art-photo
 
μύθοι και αλήθειες για συχνά προβλήματα του πεπτικού
μύθοι και αλήθειες για συχνά προβλήματα του πεπτικούμύθοι και αλήθειες για συχνά προβλήματα του πεπτικού
μύθοι και αλήθειες για συχνά προβλήματα του πεπτικού
 
χειμώνας
χειμώναςχειμώνας
χειμώνας
 
Eugene fromentin (1820 1876) 0
Eugene fromentin (1820 1876) 0Eugene fromentin (1820 1876) 0
Eugene fromentin (1820 1876) 0
 
Rare+photos+of+celebrities jl
Rare+photos+of+celebrities jlRare+photos+of+celebrities jl
Rare+photos+of+celebrities jl
 
μικροσκοπικός κόσμος
μικροσκοπικός κόσμοςμικροσκοπικός κόσμος
μικροσκοπικός κόσμος
 
Pdf
PdfPdf
Pdf
 
Presentacion the syria_that_you_dont_know
Presentacion the syria_that_you_dont_knowPresentacion the syria_that_you_dont_know
Presentacion the syria_that_you_dont_know
 
32763253 βλέμματα
32763253 βλέμματα32763253 βλέμματα
32763253 βλέμματα
 
31250500 φυλακές
31250500 φυλακές31250500 φυλακές
31250500 φυλακές
 
Rubens 3
Rubens 3Rubens 3
Rubens 3
 
1187 what-happens-when-you-take-a-photo-at-the-right-angle-a-slideshow
1187 what-happens-when-you-take-a-photo-at-the-right-angle-a-slideshow1187 what-happens-when-you-take-a-photo-at-the-right-angle-a-slideshow
1187 what-happens-when-you-take-a-photo-at-the-right-angle-a-slideshow
 
στρατιώτες στα ρωμαϊκά χρόνια 01
στρατιώτες στα ρωμαϊκά χρόνια 01στρατιώτες στα ρωμαϊκά χρόνια 01
στρατιώτες στα ρωμαϊκά χρόνια 01
 
βυζαντινοί στρατιώτες 02
βυζαντινοί στρατιώτες 02βυζαντινοί στρατιώτες 02
βυζαντινοί στρατιώτες 02
 

δημουλά

  • 1. Κικὴ Δημουλᾶ - Ποιήματα Κικὴ Δημουλᾶ (1931-): ποιήτρια ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἀκαδημαϊκός. Πὼς ἤσουνα ἐχθρός μου, δὲν τὸ ἤξερες οἱ λέξεις σου τὸ εἶπαν. Σ᾿ ἐκεῖνες πούλησε ὁ ἔρωτας τὸ σεισμό του κι ἦρθε στὴ ἐπιφάνεια ὅτι δὲ μ᾿ ἀγαποῦσες... Ποιήματα ἀπὸ τὶς συλλογές, σὲ ἀλφαβητικὴ σειρά • ΑΓΓΕΛΙΕΣ • ΑΝΑΕΡΕΙΠΩΣΗ • ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ • ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ • ΓΑΣ ΟΜΦΑΛΟΣ • ΓΕΓΟΝΟΤΑ • ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ • ΓΡΑΜΜΑ • ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ • ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΝΑ • ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ • EΡΕΒΟΣ • ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ • Η ΓΛYKΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ • Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ • ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ • ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ • ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ • Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ • ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ • ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ • ΠΕΡΑΣΑ • ΣΑΣ ΑΦΗΣΑ ΜΗΝΥΜΑ • ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ • ΣΥΝΔΡΟΜΟ • ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ • ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ • ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948 ΑΓΓΕΛΙΕΣ Διατίθεται ἀπόγνωσις εἰς ἀρίστην κατάστασιν, καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
  • 2. Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας. Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον ἔδαφος πωλεῖται ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως. Καὶ χρόνος ἀμεταχείριστος ἐντελῶς. Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον Ὥρα: Πᾶσα. ΑΝΑΕΡΕΙΠΩΣΗ ΙΙ Καὶ φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση. ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ Πότε μὲ εἶχες φέρει ἐδῶ νὰ μὲ ξεναγήσεις στοὺς χρησμούς; Νὰ ρωτήσω τὴ μάντιδα Μνήμη. Ἢ ἄλλη, ἡ διπλανὴ ἱέρεια Λήθη, ἔχει πολὺ κόσμο πνίγεται στὴ δουλειὰ ἀμάσητα καταπίνει τὰ καπνώδη φύλλα τῶν λησμονητέων. Βρέχει ἀπὸ χτές. Ὅ,τι βλέπω ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τοῦ ἑστιατορίου θέλει νὰ χαθεῖ. Μὲ τὸ ζόρι συγκρατῶ ἀντίκρυ τοὺς κίονες μὴν πέσουν τῆς Ἀθηνᾶς Προναίας -νὰ προσέξω ὅταν θὰ καθαρογράφω αὐτὴ τὴ θέα μὴ μὲ παρασύρει ὁ δαίμων τῆς συνήχησης καὶ γράψω Προνέας. Θὰ ποῦν πὼς ξεναγῶ στὰ ἐρείπια καθρέφτη. Βρέχει. Καταφεύγουν στὸ ἑστιατόριο μεγάλες παρέες θορύβων.
  • 3. Συντοπῖτες, ἐραστὲς τῆς ἱστορίας, ζευγάρια Ἐρωτευμένα –σπουδαστὲς τοῦ μέλλοντός τους περιηγητικοὶ συνταξιοῦχοι, ἀναπαλαιωτὲς τῆς ἀνίας οἰκογένειες σωματεῖα πρόεδροι ὁμιλήτριες ἀνθοδέσμες. Ρέουν ξένες γλῶσσες σὲ ποτηράκια τῆς δικῆς μας ξιφομαχεῖ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα ἡ βροχὴ καταβροχθίζοντας μερίδες συζητήσεων, μπουκάλια κρασιοῦ ξελαιμιάζονται νὰ διηγοῦνται ἀνέκδοτα ἀστεῖα σπᾶνε γέλια. Οἱ σερβιτόρες ἐντυπώσεις πηδοῦν ἐκστασιασμένες ἀπὸ τραπέζι σὲ τραπέζι κραυγαλέα ἐπιδόρπια παραγγέλνει ἡ συντροφικότης. Ἐνῷ ἐγὼ σέβομαι – συντρώγω χαμηλόφωνα μὲ τὸ ἕνα ἀπολλώνειο κουβέρ μου. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη ἀτέλειωτα μένουν. Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη, φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου ν᾿ ἀποτελειώνω. ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξη γιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴ ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται. Ἐκτὸς ἐὰν ἡ νοσταλγία ἀπὸ πολὺ βιασύνη,
  • 4. παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο. Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα ὅταν τὰ πάρει ὁ χαμός. Ἀλλὰ μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτὸ τὸ φόντο, νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες ἀπὸ μιὰν ἄλλην ἱστορία, δική μου ἢ ξένη. Τὰ κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση. Ἀπὸ φιλοκαλία κι ἔπαρση. Ὅμως θὰ πρέπει νά ῾ταν ἄνοιξη γιατὶ καὶ μέλισσες βλέπω νὰ πετοῦν γύρω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μνήμη, μὲ περιπάθεια καὶ πίστη νὰ συνωστίζονται στὸν καλύκά της. Ἐκτὸς ἂν εἶναι ὁ ὀργασμὸς νόμος τοῦ παρελθόντος, μηχανισμὸς τοῦ ἀνεπανάληπτου. Ἂν μένει πάντα κάποια γῦρις στὰ τελειωμένα πράγματα γιὰ τὴν ἐπικονίαση τῆς ἐμπειρίας, τῆς λύπης καὶ τῆς ποίησης. ΓΑΣ ΟΜΦΑΛΟΣ ΙΙΙ Ἀναστηλώνεται Νοέμβρης τῶν Δελφῶν. Ἀπόβροχο στὶς μετῶπες τῆς ἀπορρόφησής του. Σύννεφα ποὺ δὲν θὰ φύγουν μοιράζονται θρόνους. Ζωφόροι φύλλων κίτρινων κοσμοῦν Ἀντισεισμικὰ ἀνάκτορα ἀνέμων. Πομπὴ σκαλοπατιῶν. Προπορεύονται οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου, σαρκοφάγοι. Ἀκολουθοῦν βασιλεῖς, προσκυνητὲς τῆς προφητείας ἀρχηγοὶ πολέμων μὲ δῶρα ποὺ στέλνει ἡ φιλοδοξία στοὺς μάντεις της, αἰῶνες κοιλαράδες βραδυκίνητοι μὲ τὶς ἐπαναλήψεις παλλακίδες τους. Φρουρὰ τῆς ροῆς σωματοφύλακες ἑκατέρωθεν, σαρκοφάγοι πάλι μὲ τὶς περικνημίδες τους
  • 5. -τσουκνίδες καὶ ξερόχορτα. Καθ᾿ ὁδόν, στέψη σκέψης ποὺ ἔκανα γιὰ σένα, ἐπ᾿ ἀνδραγαθία: μὲ τὴν ἀπουσία σου μεγάλωσες ἐξάπλωσες τῶν ἀφανῶν τὶς κτήσεις. Ταξιθέτριες πέτρες στὸ θέατρο. Στὴ σειρὰ τῶν ἐπισήμων κάθονται θυμάρια. Τζαμπατζῆδες θεατρόφιλοι βράχοι τριγύρω κρέμονται σκαρφαλωμένοι στὸν ἀπόηχο. Στὸν κορυφαῖο ρόλο της ἡ τραγῳδὸς αὐλαία. Ἐνθουσιώδους παρακμῆς χειροκροτήματα, μπιζάρουν μέλισσες κι ἄλλα βομβώδη μελιστάλακτα κεντριά, αἰώρησης κάνιστρα μὲ φρεσκοκομμένες πεταλοῦδες ραίνουν τὴν πρωταγωνίστρια ἑρμηνεία μας. Ψηλά, ἀπὸ τὸ στάδιο, ἐξακοντίζονται ἰαχὲς κύκλοι δρομεῖς ἐπευφημοῦνται νικητὴς ἀνακηρύσσεται ἕνας ἕνας ποὺ κλείνει. Ἐπακολουθῶ. Στέρνες βωμοὶ ἄδυτα θυσιῶν ὑδραγωγεῖα κινήτρων, ἡ ἀρχαιότερη Πυθία: ἡ σαρκοφάγος πάλι. Ἀλλὰ ἡ ζωὴ τὸν ἀποφεύγει τὸν χρησμό της. Στάση σκέψης ποὺ κάνω γιὰ ὅλες τὶς σπασμένες ἀρτιότητες: «στὸ κάτω μέρος μαρμάρινης τρεχούσης γυναικός», βῆμα ἀβοήθητο ποδιοῦ πρὸς χαμένο σῶμα, μόνο ἡ κουλουριασμένη κίνηση ἀνώνυμου νεκροῦ πολεμιστῆ δίπλα σὲ ἀπόστρατη ἀσπίδα καὶ «δούλης νεαρᾶς τὸ σπασμένο κάτοπτρο» -τώρα πῶς θὰ καλλωπίζεται ἡ ὑποδούλωση. Σφὶγξ καθρεφτίζει τὸ ἀναπάντητο. Καντίνες. Κάτι γιὰ τὸ δρόμο. Σάντουιτς, ἀναψυκτικά, ἐμφιαλωμένο λάλον ὕδωρ. Μάρμαρα πάλι, ἀφιερώματα σὲ πέτρες χαραγμένες. Δύσκολα διαβάζω. Τὸ σκληρὸ ἔμαθα πὼς χαράζει ἀλλὰ ὄχι πῶς χαράζεται. Ἀργὰ συλλαβίζοντας ἀναστηλώνω
  • 6. μόνον τὴ λέξη ΕΠΤΟΗΘΗ. Μόνο; Ὄχι καὶ μόνο. Ἀκουστὸ ἀνὰ τὸν κόσμο τὸ Ἐπτοήθη. Μαντεῖο. Γᾶς ὀμφαλός. Δελφοί ΓΕΓΟΝΟΤΑ Μόνη, ἐντελῶς μόνη, περπατῶ στὸ δρόμο καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα: Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό... Σὲ λίγο ἡ νύχτα, κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου, τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο, ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι, ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε καὶ τὴν τύφλωσε. Τοῦ ἀτυχήματος τούτου ἐπωφελήθηκε κάποιος παράξενος κατάσκοπος -τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται- τὸ σύμπαν πυροβόλησε καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο... Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα, τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη παρελείφθη. ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα. Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
  • 7. ἔτσι σὲ βρίσκει: πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία. Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες σπάνια συμπίπτουν. Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς, ἡ ὥρα τοῦ ἐαυτοῦ σου ἔχει πέσει. Χορεύουν φύκια κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ. Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους. Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους οἱ ἁγνὲς ἠσυχίες τριγύρω μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες. Ξαπλώνουν δίπλα σου. Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της. Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους γιὰ νὰ σὲ καταλάβω; Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα. Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση. Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν, ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα. Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι. Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε. Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα, ἡ κίνηση τοῦ πλάτους, φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός, ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα. Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.
  • 8. Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου. Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο, μιὰ ἄλλη ἅπλα, ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση. Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα, κατέβηκε ἀπὸ γλάρος, βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται. Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή. Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους, ψιθυριστή, ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη. Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης. Αὐτὸ τὸ δισκίο, τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι, ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι, ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι. Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι τὸ ψυχοτρόπο. ΓΡΑΜΜΑ Ὁ ταχυδρόμος, σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο μὲ τὴ σιωπή σου. Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη. Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος. Ὅμως ὁ ταχυδρόμος τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου, κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου, διαβάζοντας τὰ χέρια μου ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση. Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
  • 9. καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου τ᾿ ἄγραφά σου. Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου. Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια, στὸ στῆθος σκαμμένο τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς. Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου- τὴ σιωπή σου. ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια. Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν. Μόνο καμιὰ φορὰ σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει ἡ περιέργεια - ὄφις προγενέστερος καὶ πιὸ φανατικὸς ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας. Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις καὶ τὴν πείθει νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας. Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη ἀπὸ τὴ στέρησή της. ΔΙΑΛΟΓΟΣ
  • 10. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ Σοῦ εἶπα: - Λύγισα. Καὶ εἶπες: - Μὴ θλίβεσαι. Ἀπογοητεύσου ἥσυχα. Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς σταματημένο τὸ ρολόι. Λογικὰ ἀπελπίσου πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο, ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος. Κι ἂν αἴφνης τύχει νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης, μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς. Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος. Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες. Κατέβα σοβαρή, νηφάλια αὐτοεκθρονίσου ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα.. Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες. Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις. Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς, γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια, τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων, τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν, τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα, ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν, τὸ εἶπες. ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ Ἐκκλησάκι ἔρημο ἐγκαταλειμμένο πιστευτό. Θαρρεῖς ὅτι τὸ ἔχτισε ἐρείπωση. Τὰ κεραμίδια στὸν τροῦλο τρύπιο σάλι ριγμένο στὴ γηραιὰ καμπούρα τῆς ἀνάτασης. Τὰ μικρὰ παράθυρα κρέμονται κάπως στραβὰ στὸν τοῖχο σὰν εἰκονίτσες ποὺ σεισμὸς τὶς μετακίνησε
  • 11. ἀπὸ τῆς πίστης τὸ ἴσιο. Βιτρὸ στὰ τζάμια συνθεμένα μὲ πολυκαιρινῆς βροχῆς σταγόνες ραγισμένες. Ἄραγε νὰ ζεῖ μέσα ἡ ἁγιότης τρεφόμενη μὲ σβηστὰ κεράκια μόνο; Κλειδωμένη ἡ ἀμφίβια πόρτα - καὶ στὸ μέσα σκότος βυθισμένη ζεῖ καὶ στὸ φῶς ἔξω κολυμπάει. Ἐπάνω της τὴν πλάτη του ἀκουμπώντας ἕνα σκαλοπατάκι ζητιανεύει λίγην ἐπισκευή. Ἔχει σπάσει. Καὶ ἡ φύση ποὺ ὅλα τὰ καλοπιάνει καὶ τὴν ἀκμὴ λατρεύει καὶ στὴ φθορὰ χατίρι δὲ χαλάει ἐπισκευάζει τὴ ρωγμὴ στὸ σκαλοπάτι πολύχρωμα γεμίζοντάς την μὲ τσουκνίδες, γαϊδουράγκαθα, μολόχες, δαφνόφυλλα καὶ πικροπαπαροῦνες. Καὶ γίνεται αἴφνης ἀνοιξιάτικος εὐδιάθετος γραφικὸς αἰσιόδοξος ὁ τρόμος γιὰ τὴν ἐρείπωση τῆς ἐγκατάλειψής μας. EΡΕΒΟΣ Σκύβοντας πάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότιση στίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξω ἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία ποῦ πλήγωσε θανάσιμα κάποιο δειλό μου λυκαυγές. Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί, θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε. Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος τίποτε δὲν θὰ λέει. Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενους
  • 12. θὰ κλαίει. ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ Ἀσυγχώρητη ἀπροσεξία νὰ μοῦ στείλεις ἐπὶ χάρτου ἐφημερίδας ὁλοσέλιδή τη φωτογραφία σου μὲ ἀναμμένο τὸ τσιγάρο της. Ἂν ἔπιανε φωτιὰ ἡ παραλαβή; Ποιὰ πυροσβεστικὴ ψυχραιμία εἰς μάτην θὰ καλοῦσα σὲ ποιὸ διανυκτερεῦον ἔγκαυμα θὰ ἔτρεχα ἀνήμπορο ἐγὼ χαρτὶ καμένο σὲ ποιὰν ἐξαντλημένη θεραπεία σὲ ποιὰν ἀποζημίωση μετά. Ἀσφάλεια ἀναθρώσκοντος καπνοῦ δὲν ἔχω κάνει. Η ΓΛYKΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ Τρισάγια κάθε τόσο γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ὑπηκοότητα νεκροῦ στὸν κεκοιμημένον δοῦλον σου. Ὕψιστε, τί ἐννοεῖς ἄλλο νεκρὸς καὶ ἄλλο δοῦλος. Κι ἀπὸ πότε ἐπιτρέπεται νὰ κοιμοῦνται ἔτσι βαθιὰ ἀτιμώρητοι οἱ δοῦλοι. Τὸν κεκοιμημένον δοῦλον σου. Θέ μου, ἂν ἀπελευθερώνει ὁ θάνατος ὅπως μᾶς τὸ ὑπόσχεται παρήγορη ἡ γλυκύτατη ἀβεβαιότης, ἐσὺ γιατί τὸν θὲς ντὲ καὶ καλὰ δουλέμπορο;
  • 13. Τὸν κεκοιμημένον. Περὶ ὕπνου πρόκειται, Κύριε; Μὰ τοῦ κολλάει ὕπνος τοῦ νεκροῦ ἔτσι εὔκολα νυστάζει ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς; Ἐδῶ ἐμεῖς, δοῦλοι τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀκόμα κι ὅμως ποιὸς κλείνει μάτι ἂν δὲν τὸν νανουρίσει ὅπως ξέρει μόνο ἡ γιαγιά του ἡ ἀβεβαιότης μὲ τὴ γλυκεῖα της ρόδινη ἀφύπνιση. Κύριε, μήπως ὅταν ἐνέκρινες αὐτοὺς τοὺς ἀνελέητους ἀνταγωνιστικοὺς ψαλμοὺς ἤσουν ἀκόμη ἄνθρωπος; Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ Μίλα. Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε. Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία. Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη, ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ μὲ τὴν ἀοριστία. Πές: «ἄδικα», «δέντρο», «γυμνό». Πές: «θὰ δοῦμε», «ἀστάθμητο», «βάρος». Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου. Μίλα. Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας. Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς ἀρχίζει ἡ θάλασσα. Πὲς κάτι. Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται. Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.
  • 14. Πὲς «στιγμή», ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται, μὴν τὴ σῴζεις, πὲς «δὲν ἄκουσα». Μίλα. Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους, ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς: ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει, σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη. Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα στὴν τύχη. Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη. Μὴ λὲς «ὁλόκληρη», πὲς «ἐλάχιστη», ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις. Ἐλάχιστη αἴσθηση, λύπη ὁλόκληρη δική μου. Ὁλόκληρη νύχτα. Μίλα. Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει. Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη. Πὲς «πέτρα», ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη. Ἔτσι, ἴσα ἴσα, νὰ βάλω ἕναν τίτλο σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια. ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων. Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει -ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός. Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ τοῦ ἀνώφελου. Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
  • 15. σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει. Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς Φωτογραφίας ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της: νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας. Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος; Θὰ πεῖς καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα. (ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998) ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ Βρέχει... Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴ μόνη πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι. Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτος κι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴ σὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή. Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή, βαριὲς πατημασιὲς καημοῦ τὸν βρόχινό του δρόμο γεμίζοντας. Κοιτάζει... Κι ὅλο ἀλλάζει στάση, σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της, ἕνα ἀνυπέρβλητο, νά ῾χει σταθεῖ μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει. Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμα παίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς ―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει― ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα. Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη. Κοιτάζει... Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τὰ δίνει στὴ βροχὴ πιάνει σταγόνες φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκη γιὰ πράγματα χειροπιαστά.
  • 16. Κοιτάζει... Καί, ξαφνικά, σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι», κάνει νὰ πάει μέσα. Ποῦ μέσα ― μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴ καὶ μόνη πάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι. (ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998) ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ Ἄρχισε ψύχρα. Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση. Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή. Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν. Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς, λόγια, πουλιά, πλαστογραφία ζωῆς. Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια, πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα. Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα κι ὅλα νὰ φεύγουν. Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς. Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη μὲ λύπη αὐτοδίδακτη. Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου. Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν. Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια, ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη, ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου. Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
  • 17. Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα. Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι: «ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;». Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο». Ἄρχισε ψύχρα. Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας. Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ὁ ἔρωτας, ὄνομα οὐσιαστικόν, πολὺ οὐσιαστικόν, ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ, γένους ἀνυπεράσπιστου. Πληθυντικὸς ἀριθμὸς οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες. Ὁ φόβος, ὄνομα οὐσιαστικὸν στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς καὶ μετὰ πληθυντικὸς οἱ φόβοι. Οἱ φόβοι γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Ἡ μνήμη, κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων, ἑνικοῦ ἀριθμοῦ μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ καὶ ἄκλιτη. Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη. Ἡ νύχτα, Ὄνομα οὐσιαστικόν, Γένους θηλυκοῦ, Ἑνικὸς ἀριθμός. Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Οἱ νύχτες. Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
  • 18. (ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998) ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ Αὐτὴ τὴ μέρα ἄφησε νὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ τὴν ἱστορία μου: Μελαγχολικός της ζωῆς ἄνεμος εἶμαι ποὺ νυχτώθηκα καὶ ἀπόμεινα σ᾿ ἕνα χθὲς ἀνάλγητο. Ἔλα λοιπόν, καὶ μὲ τὰ μάτια σου, ποῦ ῾ναι καταχνιὰ κι ἐνάστρωση, τὸ σύθαμπο καὶ τὸ πρωὶ σὲ μιὰν ἀλλόκοτη σύγκλιση, ἀνάστειλε τὴ νύχτα μου. Ἔλα Κι ἂς εἶναι μοιραῖο πὼς ἀργότερα, ὅταν ἀνάμεσά μας θ᾿ ἀναδεύεται, σὲ ἀνυπόφορη μεγέθυνση, τὸ μυστικό μας τ᾿ ἀδυσώπητο, -πὼς σημερινοὶ εἴμαστε καὶ ξένοι- μὲ τὸν ὑποβολέα τῆς πίκρας μου παμπάλαιο κατευόδιο θ᾿ ἀπαγγείλω πάλι στὶς ὧρες τὶς ἀγέρωχες, ποὺ ἀνεβασμένες στὶς σχεδίες τοῦ ἀνέκκλητου πρὸς ἕνα ἀδηφάγο αὔριο θὰ λάμνουν. ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω παράνομα σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου, ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα, ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
  • 19. σ᾿ ἕναν ἥλιο χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς, ἀμετακίνητο, προσωπικό μου. Ἐκεῖ συμβαίνω. Κάποτε, ὅμως, παύει αὐτό. Καὶ συστέλλομαι, κι ἐπανέρχομαι βίαια (πρὸς καθησυχασμόν) στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ περιοχὴ στὴν ἐγκόσμια πίκρα. Καὶ διαψεύδομαι. ΠΕΡΑΣΑ Περπατῶ καὶ νυχτώνει. Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή. Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα. Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται, πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε. Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς. Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη. Πέρασα μέρες μὲ βροχή, ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα, ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
  • 20. σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς. Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες. Τὰ τεντωμένα τόξα τους βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα. Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα, τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων, κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος. Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα. Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα. Ἔλαβα κάρτες σύντομες: ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ κάτι χαιρετίσματα ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα. Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους, στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες. Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες. Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια καὶ νὰ χάνω χέρια. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. Ταξίδεψα μάλιστα. Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ... Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος. Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ. Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου. Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα. Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα. Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους. Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης, ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης. Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
  • 21. Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα. Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα. Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια, σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει, κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ στὰ ξεροπόταμα καὶ παρασύρθηκα. Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη. Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει. ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ Περιμένω. Σὲ φουαγιὲ θεάτρου. Ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει ἡ παράσταση βλέπω τί παίζεται πλαγίως ἐντὸς ἐνυδρείου ποὺ διασκεδάζει τὴν ἀναμονή. Τετράγωνο περίπου σὰν κουτὶ παπουτσιῶν στὸ νούμερο τῆς ὑπερβολῆς. Σὲ γωνία σφηνωμένο γιὰ νὰ γεύονται διπλὴ ἀσφυξία οἱ τοῖχοι. Μικρὰ ψαράκια ὅσο τὸ χρυσαφὶ τοῦ ἥλιου ἐπάνω σὲ χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τὰ κυνηγᾷ. Νᾶνος βυθός. Τὸν γαργαλάει εὔκολα μὲ τὰ κοντά της δαχτυλάκια ἡ ἐπιφάνεια. Συνθλίβεται ἡ πλεύση συχνὰ στὶς συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι εὕρημα στεριανό. Κάθε τόσο ἀγωγὸς κρυμμένος στέλνει βίαιο ἀέρα φουρτουνιάζει κάπως ἡ ἀνία φύκια ξεμαλλιάζονται μὲ πλαστικὸν ὀλοφυρμό. Γιὰ λίγο καταποντίζεται ἡ ὁρατότης. Ὥσπου μισοπνιγμένη τὴν τραβᾶνε κατὰ πάνω
  • 22. κάτι φυσαλίδες ὀξυγόνου μικρὲς σὰν καρφίτσας κεφαλάκι ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τῶν ματιῶν μου τὴ λιγοστὴ φιάλη. Τί λυπᾶσαι, χρυσόψαρα εἶναι οὔτε ποὺ γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους. Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε; Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου. ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ Σκορπίζουν τῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις. Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὴ διαύγειά τους. Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ πότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲς χαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο. Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχα ὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις. Ἂς παραδοθεῖ. Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου. Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνεια ἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη. Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματα ὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸ μὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου. Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξε ὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶ ἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησα ἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγα ἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνιση κι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα. Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὴ διαύγειά τους. Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴ Μαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπη
  • 23. ἂς παραδοθεῖ. Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε εἶναι ἡ ἀπουσία μας. ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω. Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ στὸν ἐναέριο χῶρο του καὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανο κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948 Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον. Παράξενο. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασε κῆπος κάποτε. Στὸ ἄλλο χέρι κρατῶ πέτρα. Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση. Ὑπόνοια καμιὰ ὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις, προγεύομαι ἄμυνες. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασε ἄγνοια κάποτε. Χαμογελῶ. Ἡ καμπύλη του χαμόγελου, τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως, μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο, ἕτοιμο.
  • 24. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασε στόχος κάποτε. Καὶ προδιάθεση νίκης. Τὸ βλέμμα βυθισμένο στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα: τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ τῆς προσδοκίας γεύεται. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασε πίστη κάποτε. Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο. Φοράει στολὴ δισταγμοῦ. Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι σύντροφός μου ἢ καταδότης. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε. Σὺ δὲν φαίνεσαι. Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο, γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του κρατώντας λουλούδι καὶ χαμογελώντας, θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου ζωὴ πέρασες κάποτε.