1. Μια φορά κι έναν καιρό η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας είχε αρρωστήσει. Η μαμά
της τής είπε να πάρει το καλάθι που είχε ετοιμάσει με λιχουδιές και να της το πάει . Η
Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήθελε να το πάει, γιατί έλεγε και καλά πως είναι βαρύ. H
μαμά της όμως κατάφερε να την πείσει να πάει.
Καθώς περπατούσε, συνάντησε έναν καλόκαρδο λύκο. Εκείνη δεν τον φοβήθηκε
και συνέχισε να περπατάει. Ο λύκος φοβήθηκε το μικρό κορίτσι επειδή ήταν και
λίγο άγρια. Φοβισμένος καθώς ήταν την ρώτησε πώς την λένε:
-Κοκκινοσκουφίτσα, με λένε! Εσένα πώς σε λένε;
-Λύκο με λένε. Πού το πας αυτό το καλαθάκι;
-Στη γιαγιά μου το πάω.
-Πού μένει;
-Το βλέπεις αυτό το σπίτι; Εκεί μένει.
-Θα μαζέψεις λουλούδια.
-Ναι, θα μαζέψω.
Ο λύκος επειδή κρύωνε πήγε στο σπίτι της γιαγιάς πήρε κάποια ρούχα της και
έφυγε. Η γιαγιά δεν κατάλαβε πως μπήκε ο λύκος μέσα στο σπίτι της. Όταν έφτασε η
Κοκκινοσκουφίτσα τρόμαξε γιατί είδε το σπίτι άνω-κάτω. Τα είχε ανακατέψει ο
λύκος. Η μικρή άρχιζε να τακτοποιεί τα πράγματα της γιαγιάς της. Όταν την είδε,
ήταν πολύ χαρούμενη. Της άφησε το καλαθάκι και ήταν έτοιμη να φύγει. Η γιαγιά
της είπε να μείνει λίγο ακόμα να την δει. Η Κοκκινοσκουφίτσα έκατσε πολύ ώρα.
Είχε ήδη νυχτώσει, η μικρή ήθελε να κοιμηθεί. Η μαμά της ανησύχησε. Πήρε
τηλέφωνο τη γιαγιά. Ρώτησε αν είναι εκεί η κόρη της. Η γιαγιά της απάντησε πως
είναι εκεί. Το επόμενο πρωί το κορίτσι ήπιε το γάλα του και ύστερα γύρισε στο σπίτι.
Συνάντησε πάλι το λύκο να κοιμάται φορώντας τα ρούχα της γιαγιάς. Κατάλαβε πως
κρύωνε και τον λυπήθηκε . Συνέχισε να περπατάει. Έφτασε στο σπίτι και διηγήθηκε
την δασοϊστορία της με τον λύκο στους γονείς της.