2.
Η Κική Δημουλά γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου του 1931.
Είναι ελληνίδα ποιήτρια και τακτικό μέλος της ακαδημίας των Αθηνών στην
έδρα της ποίησης.
Το πατρικό της όνομα είναι Βασιλική Ράδου. Το 1952 παντρεύτηκε τον
ποιητή και πολιτικό μηχανικό, Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο
παιδιά.
Εργάστηκε ως υπάλληλος στη εθνική τράπεζα Ελλάδος από το 1949 ως το
1973.
Το 1952 τύπωσε την πρώτη της συλλογή Ποιήματα, κι ακολούθησαν τα
ποιητικά βιβλία: Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο
του κόσμου (1971), Το τελευταίο σώμα μου (1981).
Ποιήματά της μεταφράστηκαν Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά και Βουλγαρικά,
ενώ για τη συλλογή της Το λίγο του κόσμου τιμήθηκε με το Β' Κρατικό
Βραβείο Ποιήσεως.
3.
Το «Λίγο του Κόσμου» είναι από τους ελάχιστους τίτλους που
συνδέονται άμεσα με το περιεχόμενο μιας συλλογής. Αυτό το λίγο του
κόσμου είναι ό,τι απόμεινε σε μια βασανισμένη αίσθηση και συνείδηση,
από την εποπτεία και προπαντός από την καθημερινή ζήση του
κόσμου...
Το «λίγο του κόσμου», στην ποίηση της Δημουλά, δεν καταργεί τη
ζοφερή αινιγματικότητα που μας ζώνει: Αίνιγμα δανείστηκα — άνοιγμα
επέστρεψα. Έρωτας, φύση, τοπία, μνήμες, το σήμερα, το αύριο, το
σπίτι, οι εποχές, — όλα, ακατανόητες και ξεθωριασμένες φωτογραφίες.
Αυθόρμητη και παρορμητική η Δημουλά, γράφει «εκτός εργαστηρίου»,
αλλά με τρόπο που να εξοικονομεί, κατά το δυνατό, το λόγο, ώστε τα
ποιήματά της να μην περισσεύουν πολλά δευτερεύοντα στοιχεία ή
παραγεμίσματα...
4.
Το λίγο του κόσμου γράφτηκε το 1971.Εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα έχουμε δικτατορία
(χούντα).
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-1974
Το 1967 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ένας αξιωματικός του ελληνικού στρατού ‘’ βάζει την
Ελλάδα στο γύψο’’ ξεκινώντας μια επταετία κατά την οποία η στρατιωτική δικτατορία θα
καταργήσει όλες τις ελευθερίες του λαού και οι φυλακίσεις, οι εξορίες και τα βασανιστήρια θα
γίνουν καθημερινό φαινόμενο του κάθε έλληνα. Αποκορύφωμα της αντίστασης ενάντια στη
Χούντα θεωρείτε το πολυτεχνείο το οποίο συντέλεσε στην πτώση της δικτατορίας και στην
ανέγερση της Δημοκρατίας.
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΠΙΛΕΞΑΜΕ
Επιλέξαμε αυτό το έργο γιατί, όλο του το θέμα έχει σχέση με την καθημερινή ζήση
δηλαδή την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, με εμάς τους ίδιους. Υπάρχει ο έρωτας,
η φύση, το τοπίο, οι μνήμες, το σήμερα , το αύριο, το σπίτι, οι εποχές. Η Κική
Δημουλά σε αυτό της το έργο εμφανίζεται ορμητική και αυθόρμητη, πράγμα το οποίο
ελκύει πολύ τους αναγνώστες της.
5. Παλιά επιτραπέζια λάμπα,
δουλεμένη από τεχνίτη Ανατολίτη
με φαντασία και πρόβλεψη.
Tην έφερ' ένας θειος μου δικαστής από τη Σμύρνη
και στο φως της
δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων.
H πείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά,
στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη.
Τόσα χτυπήματα στο στήθος από ζηλοτυπία,
βεντέτες για μια μεσοτοιχία,
για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι.
Γνώρισε πάμπολλους προτέρους έντιμους βίους
κι ερωτεύτηκε ενόχους.
Kαημένε θείε,
πώς τα πας μ' αυτόν το νέο νομοθέτη
και τους νόμους του –
ύλη αδίδακτη ο θάνατος.
Της ύπαρξής σου δεν πήγες συνήγορος.
Aλλ' είναι η ζωή
απ' τις χαμένες υποθέσεις,
ακόμα και για τους δυνατούς νομομαθείς,
όπως ήσουν.
6.
Κληρονομιά μου τώρα η λάμπα.
Δουλεμένη με φαντασία
και προπαντός με πρόβλεψη.
Tο φως της, για νά 'ρθει να σταθεί
σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης
του ίδιου μ' εμένανε βιβλίου
ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί,
που νικητής πάλι βγαίνει απόψε
και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω,
πηδάει μέσ' από πλούσια φύλλα φοινικιάς.
Kι αυτό υποκινεί βλάστηση.
Kάτω απ' τη φοινικιά
στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας.
Eίχε και φλέβα πείρας ο τεχνίτης:
μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς,
φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται.
H μοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο δίπλα σου.
7.
Kαλά λοιπόν που είναι εδώ αυτός ο γέροντας.
Aνατολίτη τον δείχνει η κελεμπία, το σαρίκι
και το μαυριδερό άσαρκο πρόσωπο.
Tο χέρι του, απλωμένο σε σένα,
δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις,
αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει.
Όλ' αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει
στην ίδια κίνηση,
όπως κι η ζωή τα χωράει όλα στο ένα της πέρασμα.
Mπορεί να είναι μουεζίνης
κι ετούτη τη στιγμή να εξηγεί στο θεό του
τι λείπει από τον έναν κόσμο.
Mπορεί να είναι επαίτης.
Ή νυχτοφύλακας
της προεκτεινόμενης πέρ' απ' τη λάμπα τροπικότητας.
Ίσως ρήτορας ξεπεσμένος σε είδη διακοσμητικά,
ασκητής,
οδοιπόρος που πέτυχε ίσκιο αναπάντεχο
στην προεκτεινόμενη πέρ' απ' τη λάμπα έρημο.
Ποιος ξέρει; Kανένας περιηγητής,
που έχασε το δρόμο
αλλά και το νόημα της περιηγήσεώς του.
Kαι τώρα, υψώνοντας το χέρι, με ρωτάει
ποιος είν' ο δρόμος και ποιο το νόημά του.
Eμένα ρωτάει
ποιος είν' ο δρόμος και ποιο το νόημά του;
8.
Νυχτοφύλακας ή επαίτης,
περιηγητής, ρήτορας,
μωαμεθανός ή άπατρις,
εμένα δεν με νοιάζει.
Εγώ,
έτσι που πέρασαν τα χρόνια,
έτσι που ήρθανε τα πράγματα,
Προφήτη τον ορίζω.
Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι,
έτσι που χάθηκαν τα χρόνια,
έτσι που στέκουνε τα πράγματα.
9. Στο έργο αυτό η ποιήτρια αναφέρεται στην
κληρονόμηση μιας επιτραπέζιας λάμπας από
έναν θείο, μετά το θάνατό του.
Μιας λάμπας όχι προϊόν ενός απρόσωπου
εργοστασίου, αλλά “δουλεμένης από τεχνίτη
ανατολίτη με φαντασία και πρόβλεψη.”
Ο θείος νομικός, δικαστής. Τα ατέλειωτα
βράδια, βουτηγμένος στους νόμους και τις
δικαστικές υποθέσεις του, έχει μακροχρόνια
πιστή συντροφιά, τη λάμπα του, για να φωτίζει
τα βιβλία και το χώρο του και να γίνεται μάρτυρας
και κοινωνός πολλαπλών γεγονότων, επεισοδίων,
θυμάτων και θυτών.
10. Είναι μια λάμπα δουλεμένη με πρόβλεψη, με
σκοπό. Είναι μια λάμπα φτιαγμένη για μια
νίκη. Τη νίκη έναντι στη μοναξιά και το
φόβο που αυτή γεννά.
Μα πως νικιέται η μοναξιά;
Ένας είναι ο τρόπος. Η σχέση με τον άλλον.
“ Η μοναξιά φοβάται μόνο τον άνθρωπο
δίπλα σου”.
Έτσι η περίτεχνη με φαντασία λάμπα είναι
στολισμένη με σχέδια. Φύλλα φοινικιάς
κοσμούν το εξωτερικό της. Μα όχι μόνο.
11. Αυτά είναι όμορφα, όπως όμορφο είναι και το φως
της. Όμως αυτά δεν φτάνουν για να νικήσουν.
“Μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς, φόβων και
καιρών αντίπαλoι δεν γίνονται.
Χρειάζεται ένα πρόσωπο, ένας άνθρωπος για να
πραγματοποιηθεί η σχέση, η έξοδος από τη μοναξιά.
Χρειάζεται ένας άνθρωπος που όποιος κι αν είναι ο
εξωτερικός του ρόλος,
“ νυχτοφύλακας ή επαίτης, περιηγητής, ή ρήτορας”
δεν έχει σημασία. Είναι εκείνος “o άλλος”, που μας
ελευθερώνει από τα δεσμά του εγώ και μας κάνει
ικανούς και ευαίσθητους να δεχτούμε λόγο
προφητικό, λόγο προφήτη.
“Προφήτη τον ορίζω.
Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι”
12.
Και βέβαια η κληρονομούμενη λάμπα δεν μπορεί
παρά να παραπέμψει και στον κληροδότη νομικό
και μαζί μ’ αυτόν στο μεγάλο στο μεγαλύτερο
γεγονός του θανάτου και στη στάση που ο κόσμος
και η εποχή μας, κρατά απέναντί του. Και βέβαια
όχι μόνο απέναντί του, αλλά στάση απέναντι στη
ζωή. “Ύλη αδίδακτη ο θάνατος”… “ Αλλ’ είναι η
ζωή απ΄τις χαμένες υποθέσεις”
13. “Ύλη αδίδακτη ο θάνατος”, είναι η διαπίστωση
της ποιήτριας για το θάνατο.
Με άλλα λόγια η εξορία του θανάτου από τον
κόσμο και τον πολιτισμό μας. Ο Άρθουρ
Αντάμωφ στον πρόλογο του «στο βιβλίο της
φτώχειας και του θανάτου του A.M.Rilke,
σημειώνει: “ Το μεγάλο κακό του πολιτισμού μας
είναι περισσότερο έγκλημα ενάντια στο θάνατο
παρά ενάντια στη ζωή”. Και βέβαια ο
σημαντικότερος και πλέον διαδεδομένος τρόπος
πραγματοποίησης αυτού του κακού είναι ο
απόλυτος καταχωνιασμός του θανάτου στα
βάθη του αζήτητου. Ο φόβος που προκαλεί ο
θάνατος οδηγεί τελικά στη λήθη του θανάτου.
14. Ο Irvin Yalom υποστηρίζει ότι ο φόβος του θανάτου
είναι συναίσθημα που ακολουθεί όσους ζουν αβίωτη
ζωή¨. «Με άλλα λόγια»
σημειώνει «όσο λιγότερο έχεις ζήσει τη ζωή σου
τόσο μεγαλύτερο είναι το άγχος του θανάτου. Όσο
αποτυγχάνεις να βιώσεις ολοκληρωμένα τη ζωή σου
τόσο περισσότερο θα φοβάσαι τον θάνατο»
Κατά τον π. Φιλόθεο Φάρο στο έργο του «Το πένθος»:
Στις αγγλοσαξονικές δυτικές κοινωνίες έχει γίνει μια
μετατόπιση όσον αφορά την κοινωνική σεμνοτυφία
και ενώ η σεξουαλική συνουσία αναφέρεται πιο
ελεύθερα, ο θάνατος γίνεται όλο και περισσότερο
ένα απρεπές θέμα. Η βωμολοχία του θανάτου
αποφεύγεται επιμελημένα από τις συζητήσεις των
καθωσπρέπει ανθρώπων και επικρατεί παντού η
δεισιδαιμονία ότι όταν δεν αναφέρεται ο θάνατος, θα
εξαφανισθεί και τελικά θα ….πεθάνει.
15.
Πρόκειται γι’ αυτό που μερικοί κοινωνιολόγοι αποκαλούν, θάνατο του
θανάτου. (αποτέλεσμα αυτού είναι η έκφραση ‘χτύπα ξύλο’ στο άκουσμα του
θανάτου, η απομάκρυνση των κεκοιμημένων από τον οικείο χώρο, το
μακιγιάζ των νεκρών κ.α.).
Κι όμως η παράδοση του τόπου μας, ήταν τόσο διαφορετική. Μια ξεχασμένη
εικόνα γνωστή σε παλαιότερους σώζεται σε κείμενο που αναφέρεται στο
βράδυ της ανάστασης στην Καλαμάτα σε παλιότερα χρόνια: « Το Πάσχα
γινόταν η ανάσταση σε μόνιμη εξέδρα στο κέντρου του κοιμητηρίου. Πέρα
από τους συγγενείς των κεκοιμημένων που παράστεκαν στους τάφους
κρατώντας την πασχαλινή του λαμπάδα, εκατοντάδες πιστοί περιστοίχιζαν
τον π. Ευσέβιο που έψελνε πανηγυρικά το ‘Χριστός Ανέστη’. Η ταπεινή και
σταθερή του φωνή αντηχούσε απ’ άκρη σ’ άκρη. Άστραφτε όλος ο χώρος.
Κανένας δεν φοβόταν εκείνη την ώρα τον θάνατο. Μέσα στο πάνδημο
αναστάσιμο ψάλσιμο δε μπορούσε κανένας να ξεχωρίσει αν άκουγε μόνο τις
φωνές των ζώντων να ψέλνουν ‘Χριστός Ανέστη’ ή διέκρινε και το
ισοκράτημα των νεκρών».
16.
Αποτέλεσμα τούτης της αδυναμίας του σύγχρονου ανθρώπου να αποδεχτεί
το θάνατο αποτελεί δίχως άλλο και η αδυναμία του να αποδεχτεί τη ζωή. Οι
φυγάδες της ζωής γίνονται και φυγάδες του θανάτου. Πράγμα που σημαίνει
ότι ο άνθρωπος εν τέλει δραπετεύει από τη συνολική του ύπαρξη. Κι έρχεται
ο ποιητικός λόγος της Κικής Δημουλά για να επιβεβαιώσει του λόγου το
αληθές : Ύλη αδίδακτη ο θάνατος … Αλλ’ είναι η ζωή απ’ τις χαμένες
υποθέσεις.
Και πάλι ο Αντάμωφ: «Ο θάνατος θα έχανε την τετριμμένη αποκρουστικότητά
του αν ο άνθρωπος τον είχε συλλογιστεί έστω και μια φορά στη ζωή του: Έτσι
δεν θα έπεφτε πάνω του σαν λιθάρι, ανόητα. Ο άνθρωπος πρέπει να
αποδέχεται από τα πριν τον θάνατό του, να τον βιώνει μέσα του μ’ αγάπη.» Αυτή
είναι η ‘ διδαχή της ύλης του θανάτου’ κατά την ποιήτρια που σύμφωνα με λόγια
της: “ Αν αναφέρω το θάνατο δεν είναι γιατί έχω μελαγχολία εξαιτίας του, αλλά
βρίσκω έναν τρόπο έστω αρνητικό, να πω τι πάθος έχω για τη ζωή και πόσο την
αγαπώ” “ Στο αίνιγμα του θανάτου πάω ψυχωμένη” («Άφησα να μην ξέρω» από
το λίγο του κόσμου)
17. Η ‘Ωδή σε μια επιτραπέζια λάμπα’ αποτελεί
για την Κ. Δημουλά έκφραση:
της στάσης απέναντι στο θάνατο, ως στάση
ζωής.
Της στάσης απέναντι στη μοναξιά και της
εξόδου απ’ αυτήν, ως στάση ζωής.
18. Χαρακτηριστικές φράσεις της.
Υπάρχουν κάποιοι στίχοι που μόνο στην Κική Δημουλά
μπορούν να ανήκουν, τους καταλαβαίνεις αμέσως. Για
παράδειγμα, η διαπίστωση «τι αισχροκερδές φάντασμα η
απόλαυση» ή η περιγραφή «είχε πανσέληνο η αμφιβολία» ή
ο προσδιορισμός «λίγος ιδρώτας λάθους» ή η παρομοίωση
«Ο έρωτας μοιάζει με το χνούδι που φύεται στο επάνω
χείλος του ονείρου κι ύστερα με του φιλιού την πρόοδο
αγκυλώνει» ή η αποστροφή «Δεν είναι λέξη ο καιρός. Είναι
ο κακοήθης όγκος της στιγμής» ή η ερώτηση «Από πότε έχω
να γεννηθώ» ή η διαμαρτυρία «Έχω κι εγώ ένα σωρό
απωθημένους ουρανούς / μα δε σκοτώνω άστρα»
19.
Όταν διαβάζεις ποιήματα της Κικής Δημουλά, παραξενεύεσαι, διότι
ως «ερασιτέχνης άνθρωπος» όπως λέει, χρησιμοποιεί την ίδια
αυτοειρωνεία και τις ίδιες δυνατές εικόνες που πλημμυρίζουν την ίδια
της την ζωή. Αυτή η ‘’ήπια’’ παρουσία με την καλοπροαίρετη
έκφραση και τη νεανική και άτακτη λάμψη στα μάτια, είναι η ίδια που
προσωποποιεί τις λέξεις και τα αντικείμενα. Η ίδια που εμπνέεται
ποιήματα τόσο από ένα σημείο στίξεως όπως το ερωτηματικό όσο
και από τη μετακομιδή των οστών του άνδρα της, όπως έχει
αναφέρει σε μια συνέντευξή της
20.
Η ίδια που δεν γράφει για «αγαπημένους» αλλά για
«επιλαχόντες» και αντί για το «δημιουργός» προτιμά το
χαρακτηρισμό «οικοδόμος». Η Δημουλά είναι που
χρησιμοποιεί μεταφορικά πολλές φορές τη γλώσσα,
παντρεύοντας ασύμβατες φαινομενικά λέξεις γι αυτό και
πολύ την ονομάζουν εγκεφαλική ποιήτρια. Δικός της είναι
αυτός ο έμμεσος λόγος, ο υπαινικτικός, ο
αυτοσαρκαστικός και ειρωνικός και ταυτόχρονα τόσο
καίριος για την ψυχοφθόρο καθημερινότητά μας, για το
γελοίο που μας απειλεί, για τη ματαιότητα. Έτσι εκφράζει
την αγάπη της για τη ζωή και αυτή είναι η εξέγερσή της.
21.
Η Κική Δημουλά, ξεκινώντας από κάποιο συγκεκριμένο
ερέθισμα που, συνήθως, επαναλαμβανόμενο
σηματοδοτεί το ποίημα, απλώνεται βαθμιαία σε
συνθέσεις με αυξανόμενη ένταση, όπως μας
αποκαλύπτουν τα ποιήματά της. Τα πράγματα που την
περιβάλλουν μετατρέπονται, από λυρικές μνήμες ή
άμεσες αισθήσεις σε εικόνες, και τα ευρήματά της, έχουν
την ομορφιά του τυχαίου. Η μικτή, καθημερινή γλώσσα
της, χωρίς πολύ συναισθηματισμό, επιβάλλεται με την
αμεσότητα, τη λιτότητα και την ουσιαστικότητά της.
22.
Μ' ένα ανυποχώρητο πάθος ζωής, η ποιήτρια επιμένει να
βρίσκεται συνεχώς και ακάλυπτη στη ‘’γραμμή του
πυρός’’ και να ‘’ερεθίζει’’ πρόσκαιρα επουλωμένες
πληγές. Από αυτό, άλλωστε, το πάθος της έντονης
βίωσης και της μεταγραφής της καθημερινότητας σε
ποιητικά σήματα πηγάζουν και πολλά στοιχεία της
προσωπικής γραφής της Κικής Δημουλά, όπως ο
γοργός, αιχμηρός στίχος, ο ειρωνικός τόνος με τη χρήση
λέξεων της καθαρεύουσας, της τεχνολογίας, της αργκό ,
η φιλοπαίγμων διάθεση με την παράθεση αντίθετων ή
ομόηχων λέξεων, η εκούσια αμέλεια στη σύνταξη και οι
επαναλήψεις.