SlideShare ist ein Scribd-Unternehmen logo
1 von 36
qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq
σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn
mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι
qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj
klzxcvλοπbnαmqwertyuiopasdfghjklz
xcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ
ωυdfghjργklαzxcvbnβφδγωmζqwert
λκοθξyuiύασφdfghjklzxcvbnmqwerty
uiopaβsdfghjklzxcεrυtγyεuνiιoαpasdf
ghjklzxcηvbnασφδmqwertασδyuiopa
sdfασδφγθμκxcvυξσφbnmσφγqwθeξ
τσδφrtyuφγςοιopaασδφsdfghjklzxcv
ασδφbnγμ,mqwertyuiopasdfgασργκο
ϊτbnmqwertyσδφγuiopasσδφγdfghjk
lzxσδδγσφγcvbnmqwertyuioβκσλπp
asdfghjklzxcvbnmqwertyuiopasdγαε
ορlzxcvbnmqwertyuiopasdfghjkαεργ
Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Εργασία β’ τριμήνου στο μάθημα της λογοτεχνίας στο πλαίσιο
της θεματικής ενότητας χιούμορ και σάτιρα με θέμα:
«Ανθολόγιο χιουμοριστικών διηγημάτων και ποιημάτων»
2014-2015
Αποστολίδου Ναυσικά
Καραθανάση Μαρία
Καραογλανίδου Ειρήνη
Μπαξεβάνου Μαρία
Μπραστιανού Μαρία
2
Περιεχόμενα
 Δημήτρης Ψαθάς
«Η τσάντα και το τσαντάκι » 4
«Οι πιτσιρίκοι» 8
«Κακοανατεθραμμένα» 10
 ΆντονΤσέχωφ
«Ο Βάνκας» 13
«Ο παχύς και ο αδύνατος» 16
 Χόρχε Μπουκάι
«Η συνειδητοποίηση» 19
 Γκοσινί Ρενέ /Goscinny Rene
«Οι έλεγχοι» 23
 Γρηγόριος Ξενόπουλος
«Η γάτα του παπά» 26
«O τύποςκαι η ουσία» 30
 Γεώργιος Σουρής
«ΠαράποναΦαντάρου» 35
 Πηγές/ Βιβλιογραφία 36
3
Δημήτρης Ψαθάς
O δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε το 1907 στην
Τραπεζούντα του Πόντου. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του.
Από το 1925 εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορες αθηναϊκές
εφημερίδες και περιοδικά (Ελεύθερο Βήμα, Αθηναϊκά Νέα, Ελευθεροτυπία,
Ταχυδρόμος), και χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους του
χρονογραφήματος.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1937, με την έκδοση της συλλογής ευθυμογραφημάτων
«Η Θέμις έχει κέφια». Ακολούθησαν πολλά ανάλογα έργα, όλα στο χώρο της σατιρικής
ευθυμογραφίας, με κορυφαία τη «Μαντάμ Σουσού» του 1940.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1940 με την κωμωδία «Το στραβόξυλο». Ακολούθησαν
έργα όπως: «Φον Δημητράκης», «Μικροί φαρισαίοι», «Ένας βλάκας και μισός», «Η
Χαρτοπαίχτρα», «Ξύπνα Βασίλη», που γνώρισαν επιτυχία στη σκηνή και πολλά μεταφέρθηκαν
στον κινηματογράφο με ανάλογη επιτυχία.
Τη δραματική περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, ο Δημήτρης Ψαθάς περιέγραψε με το
δικό του τρόπο στα βιβλία του «Χειμώνας του '41» (1945), «Αντίσταση» (1945) και «Χιούμορ
μιας εποχής» (1946). Ταξίδεψε σε Γαλλία, Αγγλία, Αμερική, Τουρκία, Αίγυπτο και περιέλαβε τις
εντυπώσεις του στα βιβλία «Κάτω από τους Ουρανοξύστες» (1950), «Στη χώρα των μυλόρδων»
(1951) και «Παρίσι, Σταμπούλ κι άλλα εύθυμα ταξίδια» (1951), που συνδυάζουν
δημοσιογραφικά και ευθυμογραφικά στοιχεία με κοινωνικά και πολιτικά σχόλια.
Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του 1979.
4
Η τσάντα και το τσαντάκι
Σπίθες πετούν τα μάτια της. Και καθώς στρέφει και κοιτά τον «κύριο», αναταράζεται ολόκληρη. Κρατά μια
τσάντα που την κουνά με τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι.
- Τι συνέβη;
Πεισματώνει:
- Ούτε και γνωρίζω!
- Σου'δωσεο κύριος χαστούκι;
Φρενιάζει.
- Εντελώς ξαφνικά
- Γιατί;
Τρέμει ολόκληρη:
- Ούτε και γνωρίζω.
- Είχατε προηγούμενα;
Παίρνει φόρα:
- Προηγούμενα; Εγώ μ' αυτόν; Αστείο πράγμα. Ούτε τον ξέρω, ούτε με ξέρει. Ούτε του μίλησα, ούτε μου
μίλησε. Ούτε τον κοίταξα, ούτε με κοίταξε. Αντιλαμβάνεσθε πως συνέβησαν τα πράγματα.
Επήγαινα στην κουνιάδα μου στου Βεΐκου, κ. Πρόεδρε. Εγώ κατοικώ Κολιάτσου. Καθόμουν, λοιπόν, στο
τραμ, κι απέναντι μου φάτσα με φάτσα καθόταν αυτός ο παλαβός.
Τρίζει τα δόντιατου «αυτός»:
- Εγώπαλαβός! Με λέει παλαβό!
- Σιωπήεσύ.
- Βρίζει, κ. Δικαστά, ακούτε;
- Είπασιωπή!
Τρέμει ολόκληρος:
- Με συγχωρείτε. Είμαι λιγάκι νευρικός.
Γυρίζει ο πταισματοδίκης στην κυρία:
- Ορίστε λέγε εσύ.
Φυσά και ξεφυσά:
- Λοιπόν ήλθε ο εισπράκτωρ, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, έβγαλα τα λεπτά, του τα έδωκα.
Έκοψε απ' το μπλόκ το εισιτήριο, μου το έδωκε. Αντιλαμβάνεσθε, κ. Πρόεδρε. Ύστερα ήλθε ο
επιθεωρητής, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, του το έδωκα. Το κοίταξε, το έκοψε λιγουλάκι, μου το έδωκε.
- Λοιπόν;
- Ο κύριος με αγριοκοίταξε
- Γιατί;
- Ούτε και γνωρίζω
Λυσσά ο «κύριος»:
- Να σας πωεγώ, κ. Πταισματοδίκα.
- Εσύνα πάψεις!
- Λέει, δε γνωρίζει γιατί την αγριοκοίταζα. Και μ' εκνευρίζει.
- Πάψε, σου είπα!
- Με συγχωρείτε, κ. Δικαστά. Είμαι λιγάκι νευρικός...
Ανάβει και κορώνει, ο πταισματοδίκης:
- Αν είσαι λιγάκι νευρικός, σε στέλνω μέσα και σουπερνούντα νεύρα σου.Σουτο λέω για τελευταία
φορά,να μην παρεμβαίνεις. Ακούς;
5
- Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.
- Θέλεις να πας μέσα;
- Όχι, κ. Πρόεδρε.
Αγαθός φαίνεται. Στρογγυλοπρόσωπος. Και υποφέρει. Στέκεται εκεί, λίγο παραπέρα, δαγκώνει τα χείλη,
τρώει τα μουστάκια, βγάζει μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα, στρίβει το μαντίλι, το ανοίγει, το τραβά, το
ξαναστρίβει. Μάλλον κοντός. Μεσόκοπος. «Λιγάκι» νευρικός. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια
του, παίζουν οι ώμοι του, παίζουν τα πόδια του. Μόλις σηκώνει την κουδούνα ο πταισματοδίκης,
μαζεύεται. Ύστερα γυρίζει, βλέπει την κυρία, καρφώνει τα μάτια στο τσαντάκι της και φρίτει. Κάτι
συμβαίνει εκεί! Εκεί, στο τσαντάκι, προφανώς, είναι η αιτία του κακού.
- Εξακολούθει,εσύ
Αναστενάζει η κυρία:
- Και ξαφνικά που λέτε, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμιά, καμιά, καμιά αιτία, μου αστράφτει ο κύριος ένα
χαστούκι. Αντιλαμβάνεσθε! Χαστούκι εμένα, που ο ίδιος ο σύζυγος μου, κ. Πρόεδρε, δεν τόλμησε ποτέ να
μου απλώσει χέρι. Χέρι; Τι λέω! Μια φορά που τόλμησε να μου πει μισή κουβέντα, έτρεξα στους
δικηγόρους να ζητήσω διαζύγιο. Κι ο Γιάννης έπεσε στα πόδια μου. « Φανίτσα και Φανίτσα!»
Αντιλαμβάνεσθε. Χαστούκι εμένα! Που μ' έχει ο σύζυγος μου μη στάξει και μη βρέξει.
Ρωτείστε, παρακαλώ, πλατεία Κολιάτσου, Φανή Γελαδινού, του μηχανικού. Απαιτώ να κρεμαστεί εις την
Πλατείαν του Συντάγματος! Ούτε πολύ ούτε ολίγον!
- Καλά, καλά.
- Να μάθει τρόπους!
- Πήγαινε!
- Χαστούκι στη Φανή Γελαδινού!
- Στάσουπαραπέρα.
- Παρακαλώ, μες στην Πλατεία τουΣυντάγματος!
Χάνει την υπομονήτουο πταισματοδίκης και χτυπά με μανία την ανάποδητου μολυβιού στην έδρα του.
Σωπαίνει, επιτέλους, η κυρία και καλείται ο κύριος, που δαγκώνει τα μουστάκια και στρίβει το μαντίλι,
για να κρατήσει την ψυχραιμία και τα νεύρα του.
- Έδωσες, πράγματι, χαστούκι;
- Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.
- Τηνξέρεις;
- Όχι κ. Πρόεδρε.
- Ώστε ομολογείς;
- Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.
- Τηνέχεις δει άλλη φορά;
- Όχι, κ. Πρόεδρε.
- Τότελοιπόν;
- Είμαι λιγάκι νευρικός!...
-Ωραία δικαιολογία!Σπουδαίαδικαιολογία! Επειδή είναι νευρικός ο κύριος, χαστουκίζει τουςανθρώπους
μες στο τραμ! Και μάλιστα κυρίες! Ομολογώ πως είμαι κατάπληκτος!
- Κι εγώ, κ. Πρόεδρε.
- Σιωπή!
- Είμαι συντετριμμένος, κ. Πρόεδρε. Το ομολογώ. Ήταν μια στιγμή παραφοράς. Να σας εξηγήσω, κ.
Πρόεδρε. Επιτρέπετε να σας εξηγήσω;
- Λέγε.
Αναπνέει βαθιά:
6
- Ήμαστε μες στο τραμ. Εδώ εγώ, αυτή εκεί. Καθόταν απέναντι μου, καθόμουν απέναντί της.
Ακούστε τώρα! Έρχεται ο εισπράκτωρ, της ζητά το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το
μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, τα λεφτά, κλείνει το μικρό
τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, δίνει τα
λεφτά της στον εισπράκτορα.
- Λοιπόν;
- Της δίνει ο εισπράκτωρ το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την
μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει
την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.
- Λοιπόν,λοιπόν;
Αναπνέει βαθιά:
- Της δίνει ο εισπράκτορας τα ρέστα. Τα παίρνει. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι,
κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, βάζει μέσα τα ρέστα, κλείνει το μικρό τσαντάκι,
ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.
Στριφογυρίζει στην καρέκλα του ο πρόεδρος.
- Ουφ!
- Είσθε νευρικός, κ. Πρόεδρε;
- Προχώρει.
- Όχι παρακαλώ,είσθε;
- Χωρίς ερωτήσεις.
- Θερμώς παρακαλώ, κ. Πρόεδρε...
- Όχι! Κι αν ήμουν, δεθα έφθανα ποτέστο σημείο να χαστουκίσω μια κυρία μες στο τραμ.
Λέει με συντριβή:
- Τότεκαταδικάστε με κ. Πρόεδρε.Δεθα με καταλάβετε ποτέ.
- Αυτό είναι δική μουδουλειά. Λέγε τελείωσες;
Σκουπίζει τον ιδρώτα, στραγγίζει το μαντίλι. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, αναστενάζει:
- Όχι, δεν ετελείωσα. Ησύχασα που λέτε για μια στιγμή και έλεγα ότι τελείωσε αυτό το βάσανο.
Μαύρη ησυχία. Έξαφνα η κυρία ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την
μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βγάζει ένα καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει
την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Κοιτάζεται λίγο στο
καθρεφτάκι. Κι ύστερα ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη
τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την
μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα.
Θολώνει το μάτι του πταισματοδίκου. Ιδρώτας τρέχει απ' το μέτωπο του. Αρπάζει την κουδούνα, την
αφήνει, στροφογυρίζει, βουτάει τα χαρτιά, θα σκάσει:
- Ούφ!
- Να σταματήσω, κ. Πρόεδρε;
- Φτάσε στο χαστούκι.
- Είναι παρακάτω.
- Λέγε. Μ' έσκασες!
- Έτσι μ' έσκασε κι εμένα.
- Τελείωνε.
Παίρνει βαθιάν ανάσα:
- Ησύχασε πάλι για δυο δευτερόλεπτα. Ησυχάζω κι εγώ. Αλλά πάλι, μαύρη ησυχία. Έρχεται ο
επιθεωρητής, της ζητά το εισιτήριο, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την
7
μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, δίνει το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την
μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Της επιστρέφει ο
επιθεωρητής το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη
τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι...
- Αναπηδάο πρόεδρος:
- Φτάνει!
- Βάζει μέσα το εισιτήριο...
- Σώνει!
- Κλείνει το μικρό τσαντάκι...
- Αρκετά!
- Ανοίγει την μεγάλη τσάντα...
Γουρλώνειτα μάτια του:
- Πάψε, σου είπα!
- Βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι...
Έξαλλος τινάζεται επάνω:
-Αθώος! Αθώος! Καλά της έκανες !
8
Αλέξανδρος Αλεξανδράκης,H Πείνα του '41
Οι πιτσιρίκοι
«Οι πιτσιρίκοι» είναι αυτοτελές τμήμα από το μεγάλο ομότιτλο σπονδυλωτό αφήγημα του Δημήτρη Ψαθά,
το οποίο αναφέρεται στην Εθνική αντίσταση, και ιδιαίτερα στη συμμετοχή των παιδιών σ’ αυτή. Στο
απόσπασμα μια παρέα παιδιών κάνει σαμποτάζ σε γερμανικό φορτηγό.
Γενάρης του ’42. Σκελετωμένοι οι άνθρωποι γυρίζουνε
στους δρόμους. Νομίζεις πως το κρύο, η πείνα και ο φόβος
αγωνίζονται ποιο απ’ τα τρία αυτά κακά θα καταφέρει να
γονατίσει μια ώρ’ αρχύτερα τον αναιδέστατον αυτό λαό,
που σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να
υπάρχει. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά και ν’ αστειεύεται.
O πιτσιρίκοςπροπάντων έχεικέφι. Γελά. Φλυαρεί. Πειράζει.
Κλείνει το μάτι και χαιρετά φασιστικά τους Ιταλούς,
ξεροβήχειόταν περνάνεΓερμανοί,κορδώνεταικαι κάνει την
περπατησιά τους. O φόβος τού είναι πράγμα άγνωστο, το
αστείο η ζωή του.
…Βραδάκι. Στο Ζάππειο. Ένα τεράστιο γερμανικό φορτηγό
είναι σταματημένο κι έχει τα φώτα του αναμμένα. O γερμανός σκοπός έχει οργανώσει την άμυνά του για την
περίπτωση επιδρομής των σαλταδόρων. Έχει τα μάτια δεκατέσσερα. Γιατί εκείνοι χυμούν σαν αετοί ακριβώς
τη στιγμή που δεν τους περιμένεις και οι ρεζέρβες κάνουν φτερά. Μια αδιάκοπη απειλή είναι το τραγούδι
τους:
Να σαλτάρω, να σαλτάρω,τη ρεζέρβα να του πάρω!
Τα ξέρει αυτά ο κάθε Γερμανός που του εμπιστεύθηκαν αυτοκίνητο, γιατί πολλά είδαν και πάθαν όλοι τους
από τους σαλταδόρους.Αλλάκι ο κίνδυνοςτων πιτσιρίκων δεν είναι μικρός.Ένας ακήρυκτοςπόλεμοςυπάρχει
ανάμεσα στα θηρία και τα πεινασμένααλητάκια της Αθήνας.Η πονηριάείναι το όπλο τους. Όταν δε βάζουνσ’
ενέργεια αυτή και κάνουν τον πόλεμο ανοιχτά, πάνε χαμένα. Oι Γερμανοί δε χωρατεύουν. Στις αρχές που
πρωτομπήκαν, παιδιά πετροβόλησαν ένα αυτοκίνητο. Λυσσασμένος φρενάρισε και κατέβηκε ο Γερμανός.
Έπιασε ένα. Άδραξε το χέρι του παιδιού, το ’φερε στο γόνατό του και το ’σπασε, όπως σπάζεις ένα ξύλο.
Oύρλιαξε το παιδί κι έπεσε λιπόθυμο. Κι ο Γερμανός το παράτησε εκεί, ξανανέβηκε στο αυτοκίνητό του κι
έφυγε. Η ανθρωπιά είναι πολυτέλεια περιττή, είπε ο χιτλερισμός, και πήραν σκληρή πείρα ως και τα μωρά.
Να το βάλουν κάτω;
Όχι δα! Είδαν ότι άνισος πόλεμος δίχως πονηριά δε γίνεται. Κι από τότε το μυαλουδάκι της μαρίδας δεν
ασχολείται μονάχα πώς θα εξοικονομήσει ένα ξεροκόμματο, αλλά και πώς θα στραβώσει αυτόν το φοβερό
Κύκλωπα, που τρέμει όλος ο κόσμος.
Παίρνει τα μέτρατου ο Πολύφημος.Κοιτάγύρω.Κι ακριβώς για ν’ αποφύγει κανένα αναπάντεχο, έχει ανάψει
και τα φώτα τουαυτοκινήτου.Κι ακόμα, για να ’ναι σίγουρος εκατό τα εκατό, δε στέκεται σ’ ένα μέρος, παρά
φέρνει βόλτες γύρω γύρω το φορτηγό. Αν κοιτάς, Oδυσσέα, έλα! Κι έρχεται ο Oδυσσέας. Πατρίδα του είναι
το χώμα που πατά ο Κύκλωπας, κι αν ζωντάνεψε αυτός σε τούτα τα χώματα, δεν πέθανε όμως ποτέ το
πολυμήχανο πνεύμα του πολύμητιι. Μόνο που ο ομηρικός ήρωας τούτη τη φορά είναι ένα παιδάκι δέκα
χρόνων. Πεινασμένο. Κουρελίδικο. Εύθυμο ωστόσο και παμπόνηρο. Κρατά ένα τσιγάρο και πλησιάζει στο
παλιό φανάρι τουαυτοκινήτου.Σταματάο Γερμανός και το κοιτά. Τι θέλει να κάνει; Σκύβει ο μικρός ν' ανάψει
το τσιγάρο του απ' το ηλεκτρικό. Κι ο Κύκλωπας απορεί.
— Τι κάνει;
— Καμαράτ,ανάψει σιγαρέτ.
9
— Ηλεκτρικός;
— Για!
Ξεκαρδίζεται ο Κύκλωπας. Τι κουτοί που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Αν είναι δυνατόν ν' ανάψει το
τσιγάρο του απ' το ηλεκτρικό φανάρι! Και τον κάνει χάζι.
— Ανάψει.
— Ανάψει, καμαράτ.
— Νιχτς ανάψει.
— Για, για. Εγώ σου λέω ανάψει σιγαρέτ. Βάζουμε στοίχημα;
— Στοίκημα;
Δε νιώθει.
— Νιχτς καταλαβαίνει.
— Το λοιπόν,άκουνα δεις,μάγκα. Αν εγώνιξ ανάψειτο τσιγάρο απ' το φανάρι, εσύ εμένα καρπαζά. Κλαπ! Αν
εγώ ανάψει το τσιγάρο απ' το φανάρι, εγώ εσένα καρπαζά. Κλαπ!
Με παραστατικές χειρονομίες εξηγεί ο πιτσιρίκος την πρότασή του στον Κύκλωπα. Κι εκείνος τον κοιτά και
διασκεδάζει.
— Ντεν καταλαβαίνει.
— Νιξ;
— Νιξ.
— Είσαι μάπας.
O Γερμανός βγάζει τον αναπτήρα. Τον ανάβει και δίνει φωτιά στον πιτσιρίκο. Αλλά ο πιτσιρίκος του κάνει
χωρατά. Φου και σβήνει τον αναπτήρα. Γελά ο Κύκλωπας. Τι παιχνιδιάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην
Ελλάδα! Ξανανάβει τον αναπτήρα. Τον απλώνει. Πλησιάζει το μούτρο του ο πιτσιρίκος, φέρνει κοντά το
τσιγάρο του,κάνειτάχα πως ανάβει,ύστερα απότομαπάλι φουκαι ξανασβήνειτον αναπτήρα.Ξεκαρδίζεται ο
Γερμανός:
— Χο-χο-χο!
Κουτοίκαι πεισματάρηδεςπου είναιοι πιτσιρίκοιστην Ελλάδα! Ένας πελώριοςΓερμανόςνιώθει την απέραντη
υπεροχή του απέναντι σ’ αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα και καθώς το βλέπει να τραβάει πάλι στο φανάρι
για ν’ ανάψει, βρίσκει πως έχει δίκιο ο Χίτλερ να βραχνιάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος και περιούσιος
λαός, που προορίστηκε από τη Θεία Πρόνοια να καβαλήσει όλους τους λαούς που είναι κουτοί. Αλλά το
αστείο παρακρατά κι ο μικρός ανάβει επιτέλους απ’ τον αναπτήρα:
— Τάκενσεν!
— Εν-τά-ξει!
— Μπράβο, ρε Χιτλερία. Τα ’μαθες το ρωμέικα. Αφίτερζεν.
— Αφίτερζεν.
Κι ο Κύκλωπας με το χαμόγελο στο κρύο του πρόσωπο κοιτά τον πιτσιρίκο που χάνεται μες στο σκοτάδι.
Ύστερα ετοιμάζεται πάλι να ξαναρχίσει τις βόλτες του γύρω απ’ το αυτοκίνητο.
Αλλά όταν φτάνει στο πίσω μέρος, γουρλώνει τα μάτια. Κομμάτια ξεβιδωμένα, λάστιχα κατατρυπημένα,
κομμάτια που λείπουν, σωστή καταστροφή. Και τότε μόνο καταλαβαίνει:
— Αχ ζοοοοο!...
Λυσσά. Γαβγίζει. Τραβά το πιστόλι. Αλλά οι πιτσιρίκοι –γιατί ήταν ολόκληρη παρέα που μοίρασε τη δουλειά
του σαμποτάζ– έγιναν άφαντοι.
10
Κακοανατεθραμμένα
Ο κύριοςπου όρμησεστο τραμήταναπ’τους πιο επιβλητικούςκυρίουςπου είχα δει ποτέ.Φορτωμένος ως τα
μπούνια με δώρα και ψώνια πρωτοχρονιάτικα δεν είχε χάσει τίποτ’ απ’ την ευλυγισία και τη μαχητικότητά
του.Στ’ ορμητικόπέρασμά τουαπ’το διάδρομο του τραμ ανέτρεψε μια χοντρή κυρία, δυο λιγνούς κυρίους,
εποδοπάτησε ένα κοριτσάκι και πρόφτασε να στρογγυλοκάτσει θριαμβευτικά στη θέση. Ενώ από πίσω οι
άλλοιεπιβάτεςέκαναντοσταυρότους,κοιτώνταςτον μεκατάπληξη,εκείνοςταχτοποιούσετον εαυτότουγια
να νιώσει όσομπορούσεαναπαυτικότερα.Έβαλετα πακέτα στα γόνατά του, άπλωσε τα πόδια του στο ξύλο
του μπροστινού καθίσματος, διόρθωσε τη γραβάτα και το καπέλο του. Συγχρόνως στραβοκοιτούσε τους
άλλους επιβάτες και μουρμούριζε ζητώντας τα ρέστα:
- Τα γαϊδούρια!
Κι ύστερα:
- Τα γουρούνια!
Κι ύστερα:
- Αλλά Έλληνεςδεείμαστε;Βούρδουλα θέλουμε.Ε,βρε,πού είσαστεΓερμανοί!Ναι,τουςΓερμανούςθέλουμε
για να μπούμε σε τάξη!
Κι ενώ τα ’λεγεαυτά,εκφράζονταςποιοςξέρειποιεςβαθιέςνοσταλγίεςτηςψυχήςτου – κρατούσετα πλούσια
πακέτα τουαγκαλιά σαννα έτρεμεμητυχόνκαιτου τα έπαιρνεκανένας.Ηπλαϊνήθέση τουέμενεκενή, γιατί
κάποιος χριστιανός – από εκείνους που ο ορμητικός κύριος ονόμασε με ολόκληρη την ονοματολογία της
ζωολογίας – εφώναξε μια γυναικούλα του λαού που κρατούσε ένα αγοράκι, να κάτσει εκείνη. Στρώθηκε η
γυναικούλα, ευχαρίστησε κι έβαλε το παιδί στα γόνατά της.
- Σας ενοχλώ, κύριε;
- Και βέβαια μ’ ενοχλείτε.
- Με το μπαρδόν.
Τα μάτια του αξιοσέβαστου κυρίου είχαν πέσει σαν αστραπές επάνω στο παιδί που καθώς κοιτούσε τα
πακέτα μετα παιχνιδάκια –ρόδες,κούκλες,καραμούζες,αυτοκινητάκια–ετρόμαζεμήπως τυχόν και ο μικρός
του αρπάξεικανένα.Έσκυψε,λοιπόν,επάνωστα πολύχρωμα πακέτα του,εσούφρωσετα φρύδια,εγούρλωσε
τα μάτια και αγκάλιασε σφιχτότερα τα πολύτιμα υπάρχοντά του. Εκεί έγινε μια απ’ τις πιο νόστιμες σκηνές
που είδα ποτέ στο τραμ. Βλέποντας ο μικρός το άγριο ύφος του αξιοσέβαστου κυρίου έβαλε τις φωνές:
- Φοβάμαι, μαμά, φοβάμαι!
- Τι φοβάσαι, παιδί μου;
- Τον κύλιο. Τλώει παιδιά;
Ξέσπασαν στα γέλια όλοι οι επιβάτες και η μητέρα του παιδιού, προσπαθώντας να καθησυχάσει το μικρό,
έκανε με την αφέλειά της πιο κωμική τη θέση του αξιοσέβαστου κυρίου:
- Όχι, παιδάκιμου!Ο κύριοςδεν τρώειπαιδιά.Είναιέναςκαλόςκύριος.Ο κύριοςδεν είναιΓερμανός.Μόνο οι
Γερμανοί τρώνε παιδιά.
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
- Όχι, πουλάκιμου,Κοίταξέτον.Είναιέναςπολύ καλόςκύριος που τ’ αγαπάει τα παιδιά. Δεν είναι Γερμανός.
Ο μικρός όμως άρχισε να τσιρίζει «είναι Γελμανός, Γελμανός» κι η θέση του κυρίου έγινε κωμικοτραγική. Η
διάθεσήτουήταν,βέβαια, να πνίξει το διαολάκο που η κακή του τύχη έφερε κοντά του, αλλά κάνοντας την
ανάγκη φιλοτιμία, σφίχτηκε και χαμογέλασε, έβγαλε ένα πορτοκάλι από την τσέπη του παλτού του και τ’
άπλωσε στο μικρό:
- Έλα, πάρε, κατεργάρη.
- Δεν τλως παιδιά;
11
- Όχι, χαζέ. Ανόητε!
Έπρεπε να δείτε τη φάτσα του ανθρώπου εκείνου που προσπαθούσε με το βιασμένο χαμόγελο να
καμουφλάρει το βράσιμο της ψυχής του. Όμως ξεθάρρεψε ο μικρός, πήρε το πορτοκάλι και άφησε τη χαρά
του να ξεσπάσει, χοροπηδώντας στα γόνατα της μάνας του μ’ ένα αναπάντεχο τραγούδι:
- Λαοκατία και όχι βασιλιά!
Ε, φίλοι μου!Αυτό ήτανη σταγόνα πουχρειαζόταν να ξεχειλίσει το ποτήρι. Ο αξιοσέβαστος κύριος φαίνεται
πως ήταν από τους πιο αδιάλλαχτα φανατικούς. Άνοιξαν τα μάτια του, άνοιξε το στόμα του, κοκκίνισε η
φάτσα του, πετάχτηκαν οι ματάρες του με φλογισμένα βλέμματα όξω από τις κόγχες:
- Α, το άτιμο! Είναι και κουκουέδικο! Φέρε μου το πορτοκάλι! Δώσ’ μου πίσω το πορτοκάλι, παλιόπαιδο!
Κακοανατεθραμμένο! Γρήγορα μη σου τα τσακίσω τα χέρια!
Τρομαγμένο το παιδί πέταξε το πορτοκάλι, χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του κατακίτρινο, τσιρίζοντας:
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
Νέοκύμα γέλιουξέσπασεμέσα στο τραμ. Όπου ο αξιοσέβαστος κύριος δεν μπόρεσε πια ν’ ανθέξει, μάζεψε
τα πακέτα του,έβρισεπάλι«γαϊδούρια,γουρούνια»,«κουκουέδες»,ανέφερεμερικούςστο πέρασμά του και
κατέβηκεστηνπρώτηστάση πολλά μουρμουρίζοντας κατά φρένα και θυμόν. Εκεί στον εξώστη ήταν κι ένας
αλητάκος που τον προέπεμψε με τη φωνή:
- Χρόνια πολλά στο Χίτλερ, μπάρμπα!
Κι ο αξιοσέβαστος άνθρωπος απομακρύνθηκε γρυλίζοντας με τα πακέτα του, με την ψυχή του, με τον
εθνικισμότουκαι βράζονταςολόκληροςεναντίον των «κακοανατεθραμμένων» παιδιών, σίγουρος ότι ο ίδιος
είχε την καλύτερη ανατροφή του κόσμου.
12
Άντον Τσέχωφ
Κορυφαίος Pώσος συγγραφέας, γεννήθηκε το 1860 στη νότια Ρωσία και πέθανε το 1904 στη Γερμανία.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια με μεγάλες στερήσεις και σπούδασε γιατρός στη
Μόσχα. Στη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε χιουμοριστικά κείμενα σε
περιοδικά για λόγους βιοπορισμού, τα οποία υπέγραφε με ψευδώνυμα. Αν και
προσβλήθηκε από φυματίωση και υπέφερε όλη του τη ζωή, δε δίστασε να
εγκατασταθεί σε ένα χωριό της Oυκρανίας για να βοηθήσει τους κατοίκους που είχαν
πληγεί από την ξηρασία, προσφέροντας ως γιατρός κοινωνικό έργο. Παράλληλα, δε
σταμάτησε να ασχολείται με το γράψιμο. Έγραψε περίφημα διηγήματα (Στην εξορία,
O θάλαμος 6), νουβέλες (O μαύρος μοναχός, Το βασίλειο των γυναικών) και θεατρικά
έργα (O γλάρος, O θείος Βάνιας, Oι τρεις αδερφές, O βυσσινόκηπος)
13
O Βάνκας
Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και
ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες
της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει
μακριά τουτη σκληρότητα των ανθρώπων.Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα
μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.
O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του
Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με
τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του
αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο
παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε
πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές,
λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και
αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε
μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:
Πολυαγαπημένεμου παππούΚωσταντήΜακάριτς.
Σουγράφω γράμμα. Σουεύχομαι καλά Χριστούγεννα και
ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε
πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μουαπόμεινες.
O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως
του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του
κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου
εξηνταπέντε χρονών.Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια τουμπιρμπίλιζαν. Τηνημέρα κοιμόταν
στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά
προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.
Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και
το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί.
Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα
βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει
κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδιτου διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την
κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον
κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως
πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!
Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα
μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα
ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται
στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει
πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.
— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.
Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και
ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται,
στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε
φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…
14
Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως
ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες,
τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με
αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον
σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…
O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:
Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην
αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα
πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε
τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με
στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και
κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το
μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα
περιδρομιάζουν τα αφεντικά.
Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί
πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη:
πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη
μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…
O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του
γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.
Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα
χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή
να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το
ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν
θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα
παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.
Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα
μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.
Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και,
ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι
ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό
δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο
αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε
τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.
Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά,
ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα
Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».
Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς
πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του.
Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα
άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την
πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια
κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά,
ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις
φωνές:
15
— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!
O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και
πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η
Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα
γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το
εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία,
έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν,
τον τσαγκάρη.
Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω!
Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια
που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια
στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι
ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και
στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ,
αγαπημένε μου παππού, έλα.
O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την
προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και
έγραψε τη διεύθυνση:
Για τον παππού. Στο χωριό.
Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:
Κωσταντή Μακάριτς.
Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του
την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.
Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα
γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν
βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.
Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη
χαραμάδα.
Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του.
Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το
γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...
16
O Παχύς και ο Αδύνατος
Πρωτοδημοσιευμένο το 1883, το σύντομο διήγημα του Tσέχωφ παρουσιάζει με ανθρωπιά,
χιούμορ και λεπτή παρατήρηση τις ανθρώπινες σχέσεις (και την αλλοτρίωσή τους) στο
περιβάλλον των γραφειοκρατών της τσαρικής Pωσίας.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό του τσάρου Νικολάου συναντήθηκαν δυο φίλοι. Ένας παχύς κι ένας
αδύνατος. O Παχύς μόλις είχε γευματίσει στο σταθμό, και τα χείλια του, γεμάτα λίπος, γυάλιζαν
σαν γινωμένα βύσσινα. Μύριζε κρασίλα κι άρωμα. O Αδύνατος μόλις κατέβηκε από το βαγόνι,
φορτωμένος με βαλίτσες, μπόγους και κιβώτια. Αναδινόταν από πάνω του μια μυρουδιά από
χοιρομέρι και κατακάθια καφέ. Πίσω από τη ράχη του ξεμύτιζαν μια αδύνατη γυναίκα με
μακρουλό πιγούνι, η γυναίκα του, κι ένα ψηλό γυμνασιόπαιδο με μισοκλεισμένα τα μάτια, ο γιος
του.
«Πορφύρη!», αναφώνησε ο Παχύς βλέποντας τον Αδύνατο. «Εσύ; Αγαπητέ μου, αγαπητέ μου!
Χρόνια και ζαμάνια!»
«Έλα Χριστέ και Παναγιά!», είπε έκπληκτος ο Αδύνατος. «Μίσια! Παιδικέ μου φίλε! Από πού
έρχεσαι;»
Oι δυο φίλοι αλληλοασπάστηκαν τρεις φορές έχοντας καρφωμένα ο ένας στον άλλον τα
δακρυσμένα μάτια τους. Έμειναν κι οι δυο ευχάριστα κατάπληκτοι.
«Καλέ μου φίλε!», άρχισε να λέει ο Αδύνατος μετά τον ασπασμό. «Πού να το περιμένω! Να, αυτή
είναι μια έκπληξη! Κοίταξέ με λοιπόν καλά! Τι όμορφος που ήμουνα! Τι γοητευτικός και δανδής!
Αχ, κι εσύ, Θεέ μου! Πώς είσαι λοιπόν; πλούσιος; παντρεμένος; Εγώ, όπως βλέπεις, παντρεύτηκα…
Να, αυτή εδώ είναι η γυναίκα μου, η Λουίζα, το γένος Βάντσενμπαχ… Λουθηρανή… Κι αυτός είναι ο
γιος μου, ο Ναθαναήλ, μαθητής στην τρίτη τάξη. Αποδώ, Ναθάνια, είναι ο παιδικός μου φίλος!
Φοιτούσαμε μαζί στο Γυμνάσιο!»
O Ναθαναήλ σκέφτηκε λιγάκι κι έβγαλε το καπέλο.
«Στο Γυμνάσιο φοιτούσαμε μαζί!», συνέχισε ο Αδύνατος. «Θυμάσαι το παρατσούκλι που μας είχαν
βγάλει; Εσένα σε φώναζαν Ηρόστρατο, επειδή έκαψες με το τσιγάρο ένα δημόσιο βιβλίο· κι εμένα
Εφιάλτη, γιατί μου άρεσε να είμαι μαρτυριάρης. Χο, χο… Τι παιδιά που ήμασταν! Μη φοβάσαι,
Ναθάνια! Πήγαινε κοντά του… Κι αποδώ η γυναίκα μου, το γένος Βάντσενμπαχ… Λουθηρανή».
O Ναθαναήλ σκέφτηκε λίγο και κρύφτηκε πίσω από τον πατέρα του.
«Λοιπόν, πώς περνάς φίλε;», ρώτησε ο Παχύς κοιτάζοντας με ενθουσιασμό τον φίλο του.
«Υπηρετείς ακόμα; Πού;»
«Υπηρετώ, αγαπητέ μου! Έχω τον όγδοο βαθμό, κοντεύει δυο χρόνια τώρα. Πήρα και το παράσημο
Στανισλάβα*. O μισθός είναι μικρός… Ε, δόξα να 'χει ο Θεός! Η γυναίκα μου παραδίνει μαθήματα
μουσικής, κι εγώ, συμπληρωματικά, φτιάχνω ξύλινες ταμπακιέρες. Πολύ καλές ταμπακιέρες! Τις
πουλάω ένα ρούβλι τη μία. Αν κάποιος πάρει πάνω από δέκα, τότε, καταλαβαίνεις, του κάνω και
σκόντο*. Κάπως τα καταφέρνουμε. Υπηρετούσα, ξέρεις, σ' ένα τμήμα, αλλά τώρα πήρα μετάθεση
για εδώ, ως τμηματάρχης, στον ίδιο Oργανισμό… Λοιπόν, εσύ πώς τα πας; Σίγουρα θα είσαι πια
σύμβουλος; Ε;»
«Όχι, αγαπητέ μου, ανέβα πιο ψηλά», είπε ο Παχύς. «Έχω ήδη φτάσει μυστικός σύμβουλος… Έχω
δυο παράσημα».
17
O Αδύνατος ξαφνικά χλώμιασε, έμεινε σύξυλος κι αμέσως ύστερα το πρόσωπό του
παραμορφώθηκε σ' ένα πλατύ χαμόγελο. Έδειχνε σαν να έβγαζε σπίθες από τα μάτια και το
πρόσωπό του. Το σώμα του μαζεύτηκε, καμπούριασε, στένεψε… Oι βαλίτσες του, οι μπόγοι και τα
κιβώτια κουβαριάστηκαν, ζάρωσαν… Το μακρύ πιγούνι της γυναίκας του έγινε ακόμα πιο
μακρουλό. O Ναθαναήλ στάθηκε τεντωμένος σε στάση προσοχής και κούμπωσε όλα τα κουμπιά
της στολής του…
«Εγώ, εξοχότατε… Χαίρω πολύ! Φίλος, ας πούμε, παιδικός και να που, ξαφνικά, μεταμορφώνεστε
σ' έναν τέτοιον άρχοντα! Χι, χι».
«Φτάνει λοιπόν, πάψε!», είπε μορφάζοντας ο Παχύς. «Γιατί αυτό το ύφος; Εγώ κι εσύ είμαστε φίλοι
από παιδιά κι αυτή εδώ η δουλοπρέπεια δεν έχει κανένα νόημα!».
«Προς Θεού… Τι, εσείς…», κρυφογέλασε ο Αδύνατος, ζαρώνοντας πιο πολύ ακόμα. «Η ευμένεια της
εξοχότητάς σας… είναι σαν ζωογόνα δροσιά… Να, εξοχότατε, αποδώ ο γιος μου ο Ναθαναήλ… η
γυναίκα μου η Λουίζα, Λουθηρανή, ας πούμε…»
O Παχύς ήθελε να αντιδράσει κάπως, αλλά στο πρόσωπο του Αδύνατου ήταν ζωγραφισμένος
τόσος σεβασμός, τόση γλυκάδα και τόση ευλαβική ξινάδα, που στον Μυστικό Σύμβουλο έφερναν
αναγούλα. Έδωσε το χέρι του στον Αδύνατο να τον αποχαιρετήσει κι έστρεψε τα νώτα του.
O Αδύνατος, πιάνοντας το χέρι, έσφιξε τα τρία δάχτυλα, υποκλίθηκε από το κεφάλι ως τα πόδια
και γέλασε χαιρέκακα, σαν Κινέζος: «Χι, χι, χι». Η γυναίκα του χαμογέλασε. O Ναθαναήλ έσυρε το
πόδι του σε στάση προσοχής και το πηλήκιο από το κεφάλι του έπεσε κάτω. Όταν και οι τρεις
ευχάριστα κατάπληκτοι.
18
Χόρχε Μπουκάι
Ο Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay) γεννήθηκε το 1949 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Γιατρός και
ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ, ειδικεύτηκε στη θεραπεία των
νοητικών ασθενειών εργαζόμενος αρχικά σε νοσοκομεία και κλινικές και,
εν συνεχεία, δίνοντας διαλέξεις σε ιδρύματα, κολέγια, θέατρα, καθώς και
σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Μονίμως και παντού
προσκεκλημένος, προσπαθεί να παρίσταται σε μαθήματα, σεμινάρια και
συνέδρια στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Χιλή, το Μεξικό, τις Η.Π.Α,
την Ιταλία, την Ισπανία... Όταν αποφάσισε να ασχοληθεί και με τη
συγγραφή, είδε περισσότερα από δώδεκα βιβλία του να μεταφράζονται σε -τουλάχιστον- είκοσι μία
γλώσσες και να τοποθετούνται πρώτα στις λίστες των ευπώλητων κάθε χώρας. Εργάζεται ως
ψυχοθεραπευτής ενηλίκων, ζευγαριών και κοινωνικών ομάδων. Ζει στα προάστια του Μπουένος Άιρες με
τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά.
19
Συνειδητοποίηση
Αυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη από ένα ποίημα ενός μοναχού από το Θιβέτ, του Ριμποτσέ, που
εγώ το ξαναέγραψα σύμφωνα με το δικό μου τρόπο αφήγησης, για να τονίσω κάποια παραπανίσια
χαρακτηριστικά που έχουμε εμείς οι άνθρωποι. (Χόρχε Μπουκάι, βιβλίο Ιστορίες να σκεφτείς, σελίδα
41)
Σηκώνομαιτοπρωί.
Βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου.
Υπάρχειμια τρύπα στοπεζοδρόμιο.
Δεν τη βλέπω
καιπέφτω μέσα.
Την επόμενημέρα
βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου,
ξεχνάωότι υπάρχειμια τρύπα στοπεζοδρόμιο
καιξαναπέφτωμέσα.
Την τρίτημέρα
βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου προσπαθώνταςνα θυμηθώ
ότι υπάρχειμια τρύπα στοπεζοδρόμιο.
Ωστόσο,
δεντο θυμάμαι
καιπέφτω μέσα.
Την τέταρτημέρα
βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου προσπαθώνταςνα θυμηθώ
την τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Τη θυμάμαικαι,
παρόλα αυτά,
δεντη βλέπω καιπέφτω μέσα.
Την πέμπτη μέρα
βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου.
Θυμάμαιότι πρέπεινα έχω στονου μου
τηντρύπα στο πεζοδρόμιο
καιπερπατάωκοιτάζονταςκάτω.
20
Την βλέπω και,
παρόλοπου τηβλέπω,
πέφτω μέσα.
Την έκτημέρα
βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου.
Θυμάμαιτηντρύπα στο πεζοδρόμιο.
Πηγαίνωψάχνοντάςτηνμετα μάτια μου.
Την βλέπω,
προσπαθώνα πηδήξω απόπάνω,
αλλά πέφτωμέσα.
Την έβδομημέρα
βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου.
Βλέπω την τρύπα.
Παίρνωφόρα,
πηδάω,
φτάνωμε τηνάκρητων ποδιώνμου
ως τηνάλλημεριά,
αλλά όχι αρκετά μακριά καιπέφτωμέσα.
Την όγδοημέρα,
βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου,
βλέπω τηντρύπα,
παίρνωφόρα,
πηδάω,
φτάνωστηνάλληάκρη!
Αισθάνομαιτόσουπερήφανοςπουτα κατάφερα
που χοροπηδάωαπότη χαρά μου…
Και,έτσιόπως χοροπηδάω,
ξαναπέφτωμέσα.
Την ένατημέρα,
βγαίνωαπ’ τοσπίτι μου,
βλέπω τηντρύπα,
21
παίρνωφόρα,
πηδάω
καισυνεχίζω το δρόμομου.
Τη δέκατημέρα,
σήμερα μόλις,
συνειδητοποιώ
ότι είναιπιο βολικό
να περπατάω…
στο απέναντιπεζοδρόμιο.
22
Γκοσινί Ρενέ /Goscinny Rene
«Γεννήθηκα στις 14 Αυγούστου του 1926, στο Παρίσι, και αμέσως μετά άρχισα να μεγαλώνω. Την
επομένη, ήταν 15 Αυγούστου και δεν πήγαμε πουθενά». Η οικογένειά
του μεταναστεύει στην Αργεντινή, όπου αρχίζει και ολοκληρώνει τα
σχολικά του χρόνια στο Γαλλικό Κολέγιο του Μπουένος Άιρες.
«Ήμουνα ο καπετάνφασαρίαςτης τάξης. Αλλά, επειδή ήμουνα αρκετά
καλός μαθητής, δε με έδιωχναν». Αργότερα, ξεκινά την καριέρα του
στη Νέα Υόρκη. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, αρχές της δεκαετίας του
΄50, δίνει ζωή σε πολλούς θρυλικούς ήρωες. Ο Γκοσινί, μαζί με το Ζαν
Ζακ Σενπέ, σκαρφίζεται τις περιπέτειες του μικρού Νικόλα,
επινοώντας ένα παιδικό γλωσσικό ιδίωμα που θα εξασφαλίσει την
επιτυχία του διάσημου μικρού μαθητή. Έπειτα ο Γκοσινί δημιουργεί
τον Αστερίξμαζί με τον Αλμπέρ Ουντερζό.Οθρίαμβος του μικρόσωμου
Γαλάτη ξεπερνά κάθε φαντασία. Οι περιπέτειες του Αστερίξ μεταφράζονται σε 107 γλώσσες και
διαλέκτους και ανήκουν στα πιο πολυδιαβασμένα έργα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανεξάντλητος
δημιουργός, δίνει ταυτόχρονα ζωή στο Λούκι Λουκ μαζί με το Μορίς, στον Ιζνογκούντ μαζί με τον
Ταμπαρί, γράφει τα Dingodossiers, σε συνεργασία με τον Γκοτλίμπ, όπως και πολλά άλλα. Επικεφαλής
του περιοδικούPilote,φέρνειτην επανάστασηστα κόμικς, ανυψώνοντάς τα στο επίπεδο μίας «αληθινής
τέχνης». Κινηματογραφιστής επίσης, ο Γκοσινί ιδρύει τα Στούντιο Ιντεφίξ μαζί με τον Ουντερζό και τον
Νταργκό. Σκηνοθετεί μερικά από τα αριστουργήματα των κινουμένων σχεδίων: «Αστερίξ και
Κλεοπάτρα», «Οι δώδεκα άθλοι του Αστερίξ» «Ντέιζι Τάουν» και «Η Μπαλάντα των Ντάλτον». Μετά
θάνατον θα του προσφέρουν το βραβείο Σεζάρ για το σύνολο του κινηματογραφικού έργου του. Στις 5
Νοεμβρίου του 1977, ο Γκοσινί πεθαίνει σε ηλικία 51 χρόνων. Ο Ερζέ δηλώνει: «Ο Τεντέν υποκλίνεται
μπροστά στον Αστερίξ». Οι ήρωές του επιζούν μετά από το θάνατό του και πάμπολλες εκφράσεις του
ανήκουν πια στην καθημερινότητά μας, όπως οι εξής: «πυροβολεί πιο γρήγορα κι από τη σκιά του»,
«θέλω να γίνω χαλίφης στη θέση του χαλίφη», «έπεσε στο καζάνι όταν ήταν μικρός», «να βρω το μαγικό
βότανο» και «είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι». Ιδιοφυής σεναριογράφος, ο Γκοσινί αποκαλύπτει το
μέγεθοςτου συγγραφικού ταλέντου του μέσα από τις περιπέτειες του μικρού Νικόλα, ενός παμπόνηρου
μικρού κατεργάρη, που οι τρέλες και η αφέλειά του μας συγκινούν βαθιά. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο
δημιουργός του έλεγε: «Νιώθω μία ξεχωριστή τρυφερότητα για αυτόν τον ήρωα».
23
Οι έλεγχοι
Σήμερα τ' απόγευμα δεν ήταν καθόλου αστεία τα πράγματα στο σχολείο, γιατί ήρθε ο διευθυντής στην
τάξη να μας μοιράσει τους ελέγχους μας. Δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένος όταν μπήκε στην τάξη με
τους ελέγχουςκάτω απ' τη μασχάλη του. «Βρίσκομαι σ' αυτό το επάγγελμα εδώ και πολλά χρόνια», είπε
ο διευθυντής, «και δενείδα ποτέ άλλη τάξητόσοάτακτη.Οι παρατηρήσειςπουσημείωσε η δασκάλα σας
πάνω στουςελέγχουςαποδείχνουνακριβώς αυτότο πράγμα. Αρχίζω να σας τους μοιράζω». Κι ο Κλοταίρ
άρχισε να κλαίει. Ο Κλοταίρ είναι ο τελευταίος στην τάξη κι όλους τους μήνες η δασκάλα γράφει ένα
σωρό πράγματα μέσα στον έλεγχο του κι ο μπαμπάς κι η μαμά του Κλοταίρ δεν είναι καθόλου
ευχαριστημένοι και δεν του επιτρέπουν να φάει γλυκό και να δει τηλεόραση. Έχουν τόσο πολύ
συνηθίσει, μου λέει ο Κλοταίρ, που κάθε φορά που πρόκειται να πάει τον έλεγχο του, η μαμά δεν έχει
κάνει γλυκό κι ο μπαμπάς έχει πάει να δει τηλεόραση στους γείτονες.
Στον έλεγχο μου έγραφε: «Μαθητής που κάνει όλη την ώρα φασαρία, συχνά αφηρημένος. Θα μπορούσε
να γίνει καλύτερος». Στον έλεγχο του Εντ έγραφε: «Μαθητής πάρα πολύ άτακτος. Δέρνεται συνέχεια με
τους συμμαθητέςτου. Θα μπορούσε να γίνει καλύτερος».Του Ρούφουςέγραφε:«Επιμένει να παίζει στην
τάξη με μια σφυρίχτρα.Θα μπορούσε να γίνεικαλύτερος». Ομόνος πουδεν μπορούσε να γίνει καλύτερος
ήταν ο Ανιάν. Ο Ανιάν είναιο πρώτος μαθητής στην τάξη κι ο χαϊδεμένοςτης δασκάλας.Οδιευθυντής μάς
διάβασε τον έλεγχο του Ανιάν. «Μαθητής προσαρμοσμένος, έξυπνος, τακτικός». Ο διευθυντής μάς είπε
πως έπρεπε ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Ανιάν και πως ήμασταν άτακτοι και τεμπέληδες και
πως θα καταλήγαμε στοκάτεργοκαιπωςαυτόθα προκαλούσε πολύπόνοσίγουρα στουςμπαμπάδεςκαι
στις μαμάδες μας, που είχαν άλλα όνειρα για μας. Κι έφυγε.
Εμείς ήμασταν όλοι καταστενοχωρημένοι, γιατί τους ελέγχους πρέπει να τους υπογράψουν οι
μπαμπάδεςμας,κι αυτό δενείναι πάντα ευχάριστο. Λοιπόν, όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα,
αντί να τρέξουμε όλοι στην πόρτα, να στριμωχτούμε, να σπρωχτούμε και να πετάμε ο ένας τη σάκα του
στο κεφάλι του άλλου, όπως συνήθως, βγήκαμε ήσυχα ήσυχα, χωρίς να βγάλουμε τσιμουδιά. Ακόμη κι η
δασκάλα μαςφαινότανλυπημένη.Αλλά δεν τα 'χουμε με τη δασκάλα μας. Πρέπει να πούμε πως αυτό τον
καιρό κάναμε πολύ φασαρία κι ύστερα ο Ζοφρουά δεν έπρεπε ν' αναποδογυρίσει το μελανοδοχείο του
πάνω στοΓιοακίμ,που 'χε πέσειστοπάτωμα κάνοντας ένα σωρό γκριμάτσες, γιατί ο Εντ του έδωσε μια
γροθιά στη μύτη, ενώ ήταν ο Ρούφους που είχε τραβήξει τα μαλλιά του Εντ.
Στο δρόμο περπατούσαμε αργά, σέρναμε σχεδόν τα πόδια μας. Μπροστά στο ζαχαροπλαστείο
περιμέναμε τον Αλσέστ που είχε μπει ν' αγοράσει έξι γκοφρέτες με σοκολάτα, που άρχισε να τις τρώει
αμέσως. «Πρέπει να κάνω προμήθειες», μας είπε ο Αλσέστ, «γιατί απόψε δεν έχει γλυκό...», κι έπειτα
έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, πάντα μασώντας. Πρέπει να πούμε πως ο έλεγχος του Αλσέστ έγραφε:
«Αν αυτός ο μαθητής είχε την ίδια όρεξη για τα μαθήματά του όση και για το φαγητό, θα 'ταν ο πρώτος
μαθητής στην τάξη, γιατί θα μπορούσε να τα καταφέρνει καλύτερα».
Εκείνος που φαινόταν λιγότερο στενοχωρημένος ήταν ο Εντ. «Εγώ», είπε, «δε φοβάμαι. Ο μπαμπάς μου
δε θα μου πει τίποτα, τον κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια, κι έπειτα αυτός τον υπογράφει, κι ύστερα
τέλος, αυτό είναι όλο κι όλο». Όταν φτάσαμε στη γωνιά, χωρίσαμε. Ο Κλοταίρ έφυγε κλαίγοντας, ο
Αλσέστ μασουλώντας κι ο Ρούφους σφυρίζοντας σιγά με τη σφυρίχτρα του με το στραγάλι.
Έμεινα μόνος με τον Εντ. «Αν φοβάσαι να γυρίσεις σπίτι σου, είναι εύκολο», μου είπε ο Εντ. «Θα 'ρθεις
μαζί μου καιθα μείνεις να κοιμηθείς στοσπίτι μου». Είναι αληθινός φίλος ο Εντ. Φύγαμε παρέα και ο Εντ
μού εξήγησε πώς κοίταζε τον μπαμπά του στα μάτια. Αλλά όσο περισσότερο πλησιάζαμε στο σπίτι του,
τόσο λιγότερο μιλούσε ο Εντ. Όταν φτάσαμε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, ο Εντ δεν έβγαζε πια
λέξη. Μείναμε λίγο ακίνητοι κι ύστερα είπα στον Εντ: «Λοιπόν, θα μπούμε;». Ο Εντ έξυσε το κεφάλι του
και μου είπε: «Περίμενέ με ένα λεπτό. Θα γυρίσω να σε φωνάξω». Και μπήκε. Είχε αφήσει την πόρτα
24
μισάνοιχτη, άκουσα λοιπόν ένα χαστούκι, μια χοντρή φωνή που είπε: «Στο κρεβάτι χωρίς γλυκό και
φρούτο, άχρηστο πλάσμα!» και τον Εντ που 'κλαίγε. Νομίζω πως γι' αυτά που έλεγε για τα μάτια του
μπαμπά του ο Εντ δε θα τα κατάφερε και τόσο καλά.
Το χειρότεροαπ' όλα είναι πως πρέπειτώρα να γυρίσωστο σπίτι. Άρχισα να περπατάω προσέχοντας να
μην πατάωστα χωρίσματα ανάμεσα στιςπλάκεςτου πεζοδρομίου·ήτανπολύ εύκολο,γιατί περπατούσα
πολύ αργά. Ο μπαμπάς ήξερα τι θα μου 'λεγε. Θα μου 'λεγε πως ήταν ο πρώτος στην τάξη του κι ο
μπαμπάς του ήταν πολύ περήφανος για τον μπαμπά μου και πως έφερνε στο σπίτι ένα σωρό επαίνους
απ' το σχολείοκαι πως θα 'θελε να μου τους δείξει,αλλά τους έχασε στη μετακόμιση, όταν παντρεύτηκε.
Ύστερα ομπαμπάςθα μου 'λεγε πωςδε θα κατάφερνα τίποτα ποτέ στηζωή μου. Θα έμενα πάμπτωχος κι
οι άνθρωποι θα λέγανε,να αυτός είναι ο Νικόλας, αυτός που είχε κακούς ελέγχους στο σχολείο και θα με
δείχναν με το δάχτυλο και θα γελούσαν μαζί μου. Μετά, ο μπαμπάς θα μου 'λεγε πως σκοτώνεται στη
δουλειά για να μου προσφέρειμια προσεγμένηανατροφήκιανέσεις,για να είμαι καλά προετοιμασμένος
για ν' αντιμετωπίσω τη ζωή και πως ήμουν αχάριστος και πως επιπλέον δεν υπέφερα καθόλου για τον
πόνο που προκαλούσα στους φτωχούς μου γονείς και δεν έχει για μένα ούτε γλυκό ούτε φρούτο και για
σινεμά καλύτερα να το ξεχάσω μέχρι να του πάω έναν καλύτερο έλεγχο.
Θα μου τα πει όλ' αυτά ο μπαμπάς,όπως την περασμένηκαιτην προπερασμένηφορά,αλλά έχω βαρεθεί.
Θα του πω πως είμαιπολύ δυστυχισμένος,κι αφούείναιέτσι, πολύ καλά,τότε κι εγώ θα τους αφήσω και
θα φύγω πολύ μακριά και θα με ψάχνουν και δε θα ξαναγυρίσω, παρά μόνο μετά από πολλά χρόνια και
θα 'χω πολλά λεφτά καιο μπαμπάςμου θα ντρέπεταιπου μου είπε πως δε θα καταφέρω τίποτα στη ζωή
μου κι οι άνθρωποι δε θα τολμούν να με δείχνουν με το δάχτυλο κι ούτε θα γελάνε μαζί μου και με τα
λεφτά μου θα πάω τον μπαμπά και τη μαμά στο σινεμά, κι όλος ο κόσμος θα λέει: «Κοιτάξτε, είναι ο
Νικόλας, που έχει λεφτά με το τσουβάλι κι αυτός πληρώνει για να πάει στο σινεμά τον μπαμπά και τη
μαμά του κι ας μην ήταν και τόσοκαλοίμαζί του», και θα πήγαινα στο σινεμά και τη δασκάλα μου και το
διευθυντή του σχολείου, και βρέθηκα μπροστά στο σπίτι μου.
Ενώ σκεφτόμουνόλα αυτά και διηγιόμουν στον εαυτό μου ωραίες ιστορίες, είχα ξεχάσει τον έλεγχο μου
κι είχα περπατήσει πολύ γρήγορα. Είχα έναν κόμπο στο λαιμό μου κι είπα στον εαυτό μου πως θ' άξιζε
ίσως καλύτερα να έφευγα την ίδια ώρα και να ξαναγύριζα μετά από πολλά χρόνια, αλλά είχε αρχίσει να
βραδιάζει και δεν αρέσει καθόλου στη μαμά να βρίσκομαι έξω απ' το σπίτι όταν είναι αργά. Λοιπόν
μπήκα.
Μέσα στοσαλόνιο μπαμπάςμιλούσε με τη μαμά. Υπήρχαν ένα σωρό χαρτιά πάνω στο τραπέζι μπροστά
του και δενέδειχνε καθόλουευχαριστημένος.«Είναιαπίστευτο»,έλεγε ομπαμπάς,«τι ξοδεύουμε μέσα σ'
αυτότο σπίτι- θα πίστευε κανείςπως είμαικανείς εκατομμυριούχος! Κοιτάξτε αυτές τις αποδείξεις! Αυτή
την απόδειξη του χασάπη, την άλλη του μπακάλη! Φυσικά, εγώ έχω την υποχρέωση να βρω τα λεφτά!».
Αλλά ούτε η μαμά δε φαινόταν να είναι ευχαριστημένη κι έλεγε στον μπαμπά πως δεν είχε ιδέα πόση
ακρίβεια υπήρχε και μια μέρα έπρεπε να πάνε να κάνουν μαζί τα ψώνια και πως θα γυρνούσε στη μαμά
της και πως δεν έπρεπε να τα συζητάνε αυτά μπροστά στο παιδί. Εγώ, λοιπόν, έδωσα τον έλεγχο στον
μπαμπά, τον κοίταξε, τον υπόγραψε και μου τον έδωσε λέγοντας: «Το παιδί δεν έχει να κάνει τίποτα μ'
όλα αυτά. Αυτό που ζητάω να μου εξηγήσουν είναι γιατί ξοδεύουμε τόσα πολλά!» «Πήγαινε να παίξεις
στο δωμάτιο σου Νικόλα», μου είπε η μαμά. «Καλά σού λέει η μαμά, πήγαινε», είπε κι ο μπαμπάς.
Πήγα στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα πάνω στο κρεβάτι κι άρχισα να κλαίω.
Πέστε ό,τι θέλετε,αλλ' αν ο μπαμπάςκι η μαμά μ' αγαπούσαν,τότε θα 'χανε ασχοληθείκαιλίγομαζί μου!
25
Γρηγόριος Ξενόπουλος
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867 -1951) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η καταγωγή της
οικογένειάς του ήταν ζακυνθινή. Μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του
μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά
ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνία και αναδείχθηκε μια από τις
σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες στο πρώτο μισό του αιώνα μας.
Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας και άσκησε το συγγραφικό επάγγελμα
βιοποριστικά. `Εγραψε ένα πλήθος μυθιστορήματα και διηγήματα, καθώς και
κριτικές μελέτες και θεατρικά έργα. Αυτή η πληθωρική παραγωγή έβλαψε
οπωσδήποτε την ποιότητα του έργου του, όπου συχνά φαίνονται τα σημάδια της
προχειρότητας. Συγχρόνως, όμως, η κριτική τού αναγνώρισε την αφηγηματική
ευχέρεια, την οξύτητα της παρατήρησης και την άψογη τεχνική. Δεν είναι εξάλλου χωρίς σημασία το
πόσο ο Ξενόπουλος διαβάστηκε από ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, ευρύνοντας έτσι το γενικότερο
ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία.
Ο Ξενόπουλος υπήρξε ο πρώτος διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού “Νέα Εστία”, καθώς και
αρχισυντάκτης του νεανικού περιοδικού “Διάπλασις των Παίδων”, όπου έγραψε θαυμάσια άρθρα με το
ψευδώνυμο “Φαίδων”. Το 1931 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1951.
Τα “`Απαντα” του συγγραφέα καλύπτουν 11 τόμους. Τα γνωστότερα από τα έργα του είναι: “Στέλλα
Βιολάντη”, “Ο Κόκκινος Βράχος”, “Πλούσιοι και φτωχοί”, “Τερέζα Βάρμα - Δακόστα”, “Οι Φοιτητές”,
“Τίμιοι και άτιμοι”, “Τυχεροί και άτυχοι”, “Αναδυομένη”, “Ο κατήφορος”, “Το μυστικό της κοντέσας
Βαλέραινας”, κ.ά.
26
Η γάτα του παπά
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο ετήσιο Εθνικόν Ημερολόγιον του Σκόκου, το 1913. Η ιστορία
εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο και έχει ως πρωταγωνίστρια τη γάτα του παπα-Ζήσιμου Κλοντηρά. Η γάτα αυτή
έχει διαπράξει μια βέβηλη πράξη, ωστόσο ο παπάς την έχει συγχωρήσει επειδή την υπεραγαπά, όχι όμως
και η σύζυγός του που απειλεί ότι θα την εξοντώσει αν την επαναλάβει. Στο απόσπασμα που ακολουθεί,
παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας.
Πέρασε ήσυχα η εβδομάδα. Η ψιψίνα σαν να κατάλαβε τη φοβέρα και τη συμβουλή, φυλάχθηκε να μην
ξανακάνει «τα ίδια». Την Κυριακήν όμως την αυγή, μόλις σηκώθηκε ο παπα-Ζήσιμος κι έκανε την
τουαλέτα του και την πρώτη του προσευχή στην καμαρούλα του, κάποιος του χτύπησε την πόρτα με
χέρι βιαστικό και φοβισμένο. Τίποτα καλό δεν προμηνούσε αυτό το κτύπημα! O παπάς το φοβήθηκε
αμέσως.
«Ποιος είναι;», ρώτησε.
«Εγώ, ο Χρήστος!», αποκρίθηκε η φωνή του κλαμπανάρου.
«Έμπα μέσα… Τι είναι, παιδί μου;»
O Χρήστος ο κλαμπανάρος μπήκε στην καμαρούλα χλωμός:
«Πάλε τα ίδια, παπά μου!»
«Ε;»
«Η γάτα, πανάθεμά τη!…»
«Ω, συμφορά μου!… Στο ίδιο μέρος;»
«Όχι, στην Αγία Πρόθεση…»
«Ω, μεγάλη συμφορά!… Ω, μεγάλη αμαρτία!… Ω, κατάρα!… ω, Θε μου και συχώρεσέ με!… ω!…»
Απελπισμένος,ο παπάςκτυπούσε τα χέρια και σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι, ζητώντας τον ουρανό. O
Χρήστοςο κλαμπανάροςσώπασε μια στιγμή, για να συμμερισθεί με τα ίδια κινήματα την απελπισία του
«αφεντός», κι έπειτα είπε:
«Να πω τση κυρά-παπαδίας να μου δώσει ό,τι χρειάζεται για να παστρέψω, κι έλα γλήγορα και του
λόγου σου να συγυρίσεις και να διαβάσεις την ευχή για το…».
«Όχι, ευλογημένε, όχι!», τον αντίσκοψε ο παπάς με τρόμο. «Εσύ να μην αγγίξεις τίποτα· και να μην πεις
λέξη τση παπαδίας! ούτε τση Σουζάνας, ούτε κανενός!… Τώρα, τώρα, έρχουμ’ εγώ… Θα τα βολέψω… Ωχ,
παλιόγατα, τι μου κάνεις!»
Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο το βόλεμα, χωρίς να πάρει είδηση το σπιτικό. Κρύβουνται τέτοιες
«συφορές»;…Νερά, σαπούνια, πανιά, ξίδια, κουβαλήθηκαν κρυφά στο Ιερό και το καθάρισμα έγινε από
τον παπά και τον κλαμπανάρο, χωρίς υποψία από μέρους της παπαδιάς, που ούτε την ενόχλησαν
καθόλου.Αλλά χρειάζοντανκαικαινούρια στρωσίδια για την Πρόθεση και τα κλειδιά της «μπιανκαρίας»
τα είχε πάντα η παπαδιά. O παπάς —τι να κάνει;— της έστειλε το Χρήστο.
«Να μου δώσεις», της είπε, «δύο παστρικά σκεπάσματα της Αγίας Πρόθεσης· έν’ απλό γι’ από κάτου, κι
ένα χυλισμένο για από πάνου».
«Μα δεν τ’ αλλάξαμε την περασμένη Κυριακή;», ρώτησε μ’ απορία η παπαδιά.
«Ναι, μα… δενεβάλαμε τα καλά», αποκρίθηκε ο Χρήστος. «O Αιδεσιμότατος θέλει εκείνο με τα μέρλα και
με τσι κόκκινους φιόγκους, που το έκαμε η σόρα-Σουζάνα».
27
«O ίδιος σ’ το είπε;»
«O ίδιος, ναίσκε».
«Έλα, Χριστέ και Παναγία! Πάει, ο γέρος μου ξεκουτιάστηκε και δεν ξέρει άλλο τι να κάνει! Μα τ’ είναι
σήμερα; Χριστού Λαμπρή ή τ’ Αϊ-Γιαννιού; Κυριακή είναι! Απλή Κυριακή!»
«Ναι, μα ξέρεις, κυρα-παπαδία… Προχτές μου χύθηκε το μποτσολάκι με το κρασί… λίγο πάντα… μα ο
Αιδεσιμότατος δε θέλει να βλέπει μάκες».
Πρέπει να μπέρδευε λιγάκι τα λόγια του ο Χρήστος, γιατί μ’ αυτό η παπαδιά υποψιάστηκε αμέσως.
«Μωρέ, Χρήστο», του είπε· «με γελάς!… Εδώ κάτι τρέχει! Γιατί τι παναπεί;»
Και διαμιάς σώπασε, κτύπησε το μέτωπό της, κι όπως ήταν ασυγύριστη, με την πρωινή της σκαμπαβία,
ροβόλησε τη σκαλίτσα, βγήκε στο περβόλι, έτρεξε στα χαλίκια με τις παντούφλες της και μπήκε στην
Εκκλησιά από τη γυάλινη πόρτα του περβολιού.
«Καλέ, τι μου λέει ετούτος εδώ;», άρχισε αμέσως να φωνάζει του παπά. «Θέλεις, αλήθεια, ν’ αλλάξεις τα
σκεπάσματα τση Πρόθεσης;… Μα γιατί;»
«Ωχ, αδερφή!», αποκρίθηκε από το Ιερό ο παπα-Ζήσιμος, σταματώντας την ευχή που μουρμούριζε·
«ζήτημα θα το κάμεις και τούτο; Έτσι θέλω! έτσι μ’ αρέσει!»
Η παπαδιά στάθηκε στα σκαλοπάτια τουΙερούκαιπιάστηκε απότοκλειστό μισοθυρόφυλλοτης ακρινής
θύρας. Σαν γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να μπει παραμέσα.
«Άσ’ τα εφτούνα και λέγε μου! Μην εμαγάρισε πάλι η γάτα; Μην την έκαμε πάλι την κουτσουκέλα, η
καταραμένη; ε;…»
«Μη με σκοτίζεις»,αποκρίθηκε ο παπάς,«μόνο δώσε του Χρήστουό,τισου είπε,και γλήγορα!Έλα!για τα
λιγότερα, γιατί σήμερα δε μου περισσεύει όρεξη».
Η παπαδιά κοίταξε μέσα στο Ιερό, για να καταλάβει από τα σημάδια. Η Πρόθεση ήταν γυμνή και σαν
βρεμένη. Χωρίς άλλο, κάπου είχαν ξεπλύνει το βαμμένο ξύλο, μέσα στην κόχη του τοίχου, που είχε
ζωγραφισμένημια Αποκαθήλωση. Δίπλα, σ’ ένα σκαμνί, ήταν τοποθετημένα ανάκατα τα ιερά σκεύη, μα
τα λευκά σκεπάσματα, που είχαν σηκώσει, δε φαίνονταν πουθενά. Αν δεν ήταν συναχωμένη η παπαδιά,
θα αισθανότανκαι μια δυνατή μυρωδιά από ξίδι δριμύ. Μα της χρειαζόταν κι αυτό για να καταλάβει; Τα
σημάδια ήταν ολοφάνερα.
«Παπά, τι μου το κρύβεις;», ξαναφώναξε· «την έκαμε πάλι η παλιόγατα!»
«Ε, λοιπόν, ναίσκε!»,αποκρίθηκε από μέσα ο παπάς· «θα σε φοβηθώ; την έκανε πάλι η παλιόγατα! Είναι
άλλο;»
«Άι!…», ούρλιασε η παπαδιά καιδάγκασε με λύσσα τοδάκτυλότης. «Πού είναι;Τώρα, τώρα θα την εύρω!
Κι αν δεν τη σκοτώσω από το ξύλο, να μη με ματαπείς Μαρία!»
Γύρισε,έσπρωξε τοΧρήστο,που την είχε ακολουθήσεικαιστεκόταν από πίσω της, και βγήκε έξω, για να
βρει την ποίξια, τη δείξια, την παλιόγατα. O παπάς την πήρε αμέσως το κατόπι, σπρώχνοντας κι αυτός
τον κακόμοιρο το Χρήστο, που βρέθηκε κει να του φράζει το δρόμο.
«Να μου φέρεις πρώτα τα σκεπάσματα να συγυρίσω την Άγια Πρόθεση», της φώναξε στο περβόλι, «κι
έπειτα να πας να βρεις τη γάτα καιμακάρινα τη σουβλίσεις.Εμένα μοναχά να μη μου πεις λόγο. Τ’ ακούς;
Κοίταξε, μη με κολάσεις αμπονόρα, γιατί σήμερα θα λειτουργήσω!…».
«Σαν να μην έφτανε,βλέπεις,το κόλασμα πουσου κάνειη γάτα!»,αποκρίθηκε ηπαπαδιά καθώςέμπαινε
στο σπιτάκι. «Βλέπε τα τώρα που δε μ’ άφησες να την πετάξω με το πρώτο».
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων
Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων

Weitere ähnliche Inhalte

Was ist angesagt?

περιγραφη τοπου
περιγραφη τοπουπεριγραφη τοπου
περιγραφη τοπου
alexadra71
 
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣΟ ΘΗΣΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Maria Froudaraki
 
ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Maria Froudaraki
 
Σχηματοποιήματα
ΣχηματοποιήματαΣχηματοποιήματα
Σχηματοποιήματα
hrisgiou
 
Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣΗ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Maria Froudaraki
 
12 θεατρικα για την 25η μαρτιου
12 θεατρικα για την 25η μαρτιου12 θεατρικα για την 25η μαρτιου
12 θεατρικα για την 25η μαρτιου
1odimsxoleio
 
γράμμα σε ένα φίλο, βασικά στοιχεία γράμματος
γράμμα σε ένα φίλο, βασικά στοιχεία γράμματοςγράμμα σε ένα φίλο, βασικά στοιχεία γράμματος
γράμμα σε ένα φίλο, βασικά στοιχεία γράμματος
Ioanna Chats
 
μανιτάρια στην πόλη τεστ
μανιτάρια στην πόλη τεστμανιτάρια στην πόλη τεστ
μανιτάρια στην πόλη τεστ
Stella Karioti
 
ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΛΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΛΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣΚΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΛΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΛΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Maria Froudaraki
 
Χαϊκού και ποιήματα για τις εποχές
Χαϊκού και ποιήματα για τις εποχές Χαϊκού και ποιήματα για τις εποχές
Χαϊκού και ποιήματα για τις εποχές
hrisgiou
 

Was ist angesagt? (20)

περιγραφη τοπου
περιγραφη τοπουπεριγραφη τοπου
περιγραφη τοπου
 
1. Τιτανομαχία, Θεοί - Θεές, Προμηθέας (https://blogs.sch.gr/perivoli3/) (htt...
1. Τιτανομαχία, Θεοί - Θεές, Προμηθέας (https://blogs.sch.gr/perivoli3/) (htt...1. Τιτανομαχία, Θεοί - Θεές, Προμηθέας (https://blogs.sch.gr/perivoli3/) (htt...
1. Τιτανομαχία, Θεοί - Θεές, Προμηθέας (https://blogs.sch.gr/perivoli3/) (htt...
 
Περιγραφή χώρου
Περιγραφή χώρουΠεριγραφή χώρου
Περιγραφή χώρου
 
H κυρά-γραμματική-για-την-γ-τάξη-
H κυρά-γραμματική-για-την-γ-τάξη-H κυρά-γραμματική-για-την-γ-τάξη-
H κυρά-γραμματική-για-την-γ-τάξη-
 
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣΟ ΘΗΣΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
 
ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
 
ΑΠΟΚΡΙΕΣ-ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ-ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΑΠΟΚΡΙΕΣ-ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ-ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑΑΠΟΚΡΙΕΣ-ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ-ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΑΠΟΚΡΙΕΣ-ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ-ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
 
Σχηματοποιήματα
ΣχηματοποιήματαΣχηματοποιήματα
Σχηματοποιήματα
 
γλώσσα γ΄δημοτικού β΄τεύχος
γλώσσα γ΄δημοτικού β΄τεύχοςγλώσσα γ΄δημοτικού β΄τεύχος
γλώσσα γ΄δημοτικού β΄τεύχος
 
Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣΗ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
Η ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
 
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ
ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ
 
12 θεατρικα για την 25η μαρτιου
12 θεατρικα για την 25η μαρτιου12 θεατρικα για την 25η μαρτιου
12 θεατρικα για την 25η μαρτιου
 
γράμμα σε ένα φίλο, βασικά στοιχεία γράμματος
γράμμα σε ένα φίλο, βασικά στοιχεία γράμματοςγράμμα σε ένα φίλο, βασικά στοιχεία γράμματος
γράμμα σε ένα φίλο, βασικά στοιχεία γράμματος
 
Η χελωνίτσα Καρέττα -Καρέττα και το παλιό Φολκσβάγκεν
Η χελωνίτσα Καρέττα -Καρέττα και το παλιό ΦολκσβάγκενΗ χελωνίτσα Καρέττα -Καρέττα και το παλιό Φολκσβάγκεν
Η χελωνίτσα Καρέττα -Καρέττα και το παλιό Φολκσβάγκεν
 
μανιτάρια στην πόλη τεστ
μανιτάρια στην πόλη τεστμανιτάρια στην πόλη τεστ
μανιτάρια στην πόλη τεστ
 
ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΛΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΛΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣΚΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΛΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΑΘΛΟΙ-ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ
 
Ε4-ΠΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΙΑΣΟΝΑΣ - ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Ε4-ΠΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΙΑΣΟΝΑΣ - ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗΕ4-ΠΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΙΑΣΟΝΑΣ - ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Ε4-ΠΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΙΑΣΟΝΑΣ - ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ
 
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
 
Χαϊκού και ποιήματα για τις εποχές
Χαϊκού και ποιήματα για τις εποχές Χαϊκού και ποιήματα για τις εποχές
Χαϊκού και ποιήματα για τις εποχές
 
Τσικολάτας Α. (2014) Παιδαγωγική Έκθεση Μαθητή. Αθήνα
Τσικολάτας Α. (2014) Παιδαγωγική Έκθεση Μαθητή. ΑθήναΤσικολάτας Α. (2014) Παιδαγωγική Έκθεση Μαθητή. Αθήνα
Τσικολάτας Α. (2014) Παιδαγωγική Έκθεση Μαθητή. Αθήνα
 

Andere mochten auch

Διακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό
Διακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικόΔιακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό
Διακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό
Εύα Ζαρκογιάννη
 
Διαθεματική εργασία στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών - Μνημεία: Η Καμάρα
Διαθεματική εργασία στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών - Μνημεία: Η ΚαμάραΔιαθεματική εργασία στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών - Μνημεία: Η Καμάρα
Διαθεματική εργασία στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών - Μνημεία: Η Καμάρα
Εύα Ζαρκογιάννη
 
"H καλύβα του μπαρμπα θωμά" Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
"H καλύβα του μπαρμπα θωμά" Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου"H καλύβα του μπαρμπα θωμά" Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
"H καλύβα του μπαρμπα θωμά" Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
Εύα Ζαρκογιάννη
 
Διεθνής έκθεση Θεσσαλονίκης - Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου (Πρότυπο Πειραματικό...
Διεθνής έκθεση Θεσσαλονίκης - Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου (Πρότυπο Πειραματικό...Διεθνής έκθεση Θεσσαλονίκης - Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου (Πρότυπο Πειραματικό...
Διεθνής έκθεση Θεσσαλονίκης - Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου (Πρότυπο Πειραματικό...
Εύα Ζαρκογιάννη
 
H εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας
H εκμετάλλευση της παιδικής εργασίαςH εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας
H εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας
Εύα Ζαρκογιάννη
 
Η θέση της γυναικάς στην κοινώνια
Η θέση της γυναικάς στην κοινώνιαΗ θέση της γυναικάς στην κοινώνια
Η θέση της γυναικάς στην κοινώνια
Εύα Ζαρκογιάννη
 
H ενδυμασία στα αρχαία χρόνια
H ενδυμασία στα αρχαία χρόνια H ενδυμασία στα αρχαία χρόνια
H ενδυμασία στα αρχαία χρόνια
Εύα Ζαρκογιάννη
 

Andere mochten auch (20)

Σάτιρα – Ψηφιακή γελοιογραφία
Σάτιρα – Ψηφιακή γελοιογραφίαΣάτιρα – Ψηφιακή γελοιογραφία
Σάτιρα – Ψηφιακή γελοιογραφία
 
"Το θαύμα"- Θεματική ενότητα:Εφηβεία
"Το θαύμα"-  Θεματική ενότητα:Εφηβεία"Το θαύμα"-  Θεματική ενότητα:Εφηβεία
"Το θαύμα"- Θεματική ενότητα:Εφηβεία
 
Λογοτεχνία Β΄Γυμνασίου : Ο κόκκινος θυμός
Λογοτεχνία Β΄Γυμνασίου : Ο κόκκινος θυμός Λογοτεχνία Β΄Γυμνασίου : Ο κόκκινος θυμός
Λογοτεχνία Β΄Γυμνασίου : Ο κόκκινος θυμός
 
Το ημερολόγιο ενός δειλού Λογοτεχνία Β΄Γυμνασίου-Θεματική ενότητα: Εφηβεία
Το ημερολόγιο ενός δειλού Λογοτεχνία Β΄Γυμνασίου-Θεματική ενότητα: ΕφηβείαΤο ημερολόγιο ενός δειλού Λογοτεχνία Β΄Γυμνασίου-Θεματική ενότητα: Εφηβεία
Το ημερολόγιο ενός δειλού Λογοτεχνία Β΄Γυμνασίου-Θεματική ενότητα: Εφηβεία
 
Πρόσφυγες στη θεσσαλονίκη : Εργασία στο μάθημα της Τοπικής Ιστορίας
Πρόσφυγες στη θεσσαλονίκη : Εργασία στο μάθημα της Τοπικής ΙστορίαςΠρόσφυγες στη θεσσαλονίκη : Εργασία στο μάθημα της Τοπικής Ιστορίας
Πρόσφυγες στη θεσσαλονίκη : Εργασία στο μάθημα της Τοπικής Ιστορίας
 
Ζωρζ Σαρή -Θεματική Ενότητα:Εφηβεία
Ζωρζ Σαρή -Θεματική Ενότητα:ΕφηβείαΖωρζ Σαρή -Θεματική Ενότητα:Εφηβεία
Ζωρζ Σαρή -Θεματική Ενότητα:Εφηβεία
 
Rωμαϊκά ανάκτορα
Rωμαϊκά ανάκτορα Rωμαϊκά ανάκτορα
Rωμαϊκά ανάκτορα
 
Διακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό
Διακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικόΔιακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό
Διακεκριμένοι έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στο εξωτερικό
 
Διαθεματική εργασία στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών - Μνημεία: Η Καμάρα
Διαθεματική εργασία στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών - Μνημεία: Η ΚαμάραΔιαθεματική εργασία στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών - Μνημεία: Η Καμάρα
Διαθεματική εργασία στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών - Μνημεία: Η Καμάρα
 
El Greco
El GrecoEl Greco
El Greco
 
Ερωτόκριτος
ΕρωτόκριτοςΕρωτόκριτος
Ερωτόκριτος
 
Όλιβερ Τουίστ
Όλιβερ ΤουίστΌλιβερ Τουίστ
Όλιβερ Τουίστ
 
Αλέξανδρος Κρητικός
Αλέξανδρος ΚρητικόςΑλέξανδρος Κρητικός
Αλέξανδρος Κρητικός
 
"H καλύβα του μπαρμπα θωμά" Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
"H καλύβα του μπαρμπα θωμά" Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου"H καλύβα του μπαρμπα θωμά" Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
"H καλύβα του μπαρμπα θωμά" Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
 
Διεθνής έκθεση Θεσσαλονίκης - Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου (Πρότυπο Πειραματικό...
Διεθνής έκθεση Θεσσαλονίκης - Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου (Πρότυπο Πειραματικό...Διεθνής έκθεση Θεσσαλονίκης - Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου (Πρότυπο Πειραματικό...
Διεθνής έκθεση Θεσσαλονίκης - Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου (Πρότυπο Πειραματικό...
 
H εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας
H εκμετάλλευση της παιδικής εργασίαςH εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας
H εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας
 
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
 
Η θέση της γυναικάς στην κοινώνια
Η θέση της γυναικάς στην κοινώνιαΗ θέση της γυναικάς στην κοινώνια
Η θέση της γυναικάς στην κοινώνια
 
H ενδυμασία στα αρχαία χρόνια
H ενδυμασία στα αρχαία χρόνια H ενδυμασία στα αρχαία χρόνια
H ενδυμασία στα αρχαία χρόνια
 
Eρωτόκριτος
EρωτόκριτοςEρωτόκριτος
Eρωτόκριτος
 

Ähnlich wie Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων

παράπονο σκύλου
παράπονο σκύλουπαράπονο σκύλου
παράπονο σκύλου
toxotis
 
β1 word project
β1 word  projectβ1 word  project
β1 word project
angitan
 
υλικό για Blog τερζητανου
υλικό για Blog τερζητανουυλικό για Blog τερζητανου
υλικό για Blog τερζητανου
serreschools
 
Στρατηγικές Μάθησης - Σιαπάτη Σταυρούλα
Στρατηγικές Μάθησης - Σιαπάτη ΣταυρούλαΣτρατηγικές Μάθησης - Σιαπάτη Σταυρούλα
Στρατηγικές Μάθησης - Σιαπάτη Σταυρούλα
Antonis Vrentzos
 

Ähnlich wie Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων (20)

φαρσαρησ ο φοβοσ
φαρσαρησ ο φοβοσφαρσαρησ ο φοβοσ
φαρσαρησ ο φοβοσ
 
Φόβος κανένας
Φόβος κανέναςΦόβος κανένας
Φόβος κανένας
 
Wittgenstein
WittgensteinWittgenstein
Wittgenstein
 
Ένας μικρός δικτακτορίσκος
Ένας  μικρός  δικτακτορίσκοςΈνας  μικρός  δικτακτορίσκος
Ένας μικρός δικτακτορίσκος
 
παράπονο σκύλου
παράπονο σκύλουπαράπονο σκύλου
παράπονο σκύλου
 
Δραστηριότητες Φιλαναγνωσίας: Μικρός Πρίγκιπας, Τριγωνοψαρούλης
Δραστηριότητες Φιλαναγνωσίας: Μικρός Πρίγκιπας, ΤριγωνοψαρούληςΔραστηριότητες Φιλαναγνωσίας: Μικρός Πρίγκιπας, Τριγωνοψαρούλης
Δραστηριότητες Φιλαναγνωσίας: Μικρός Πρίγκιπας, Τριγωνοψαρούλης
 
Ο ταξιδιώτης του χρόνου
Ο ταξιδιώτης του χρόνουΟ ταξιδιώτης του χρόνου
Ο ταξιδιώτης του χρόνου
 
β1 word project
β1 word  projectβ1 word  project
β1 word project
 
Επανάληψη Γλώσσα 10η και 11η ενότητα στ δημοτικού
Επανάληψη Γλώσσα 10η και 11η ενότητα στ δημοτικού Επανάληψη Γλώσσα 10η και 11η ενότητα στ δημοτικού
Επανάληψη Γλώσσα 10η και 11η ενότητα στ δημοτικού
 
Αυταρχική – Αντιαυταρχική αγωγή και Αντισυμβατικά σχολεία (παρουσίαση project)
Αυταρχική – Αντιαυταρχική αγωγή και Αντισυμβατικά σχολεία (παρουσίαση project)Αυταρχική – Αντιαυταρχική αγωγή και Αντισυμβατικά σχολεία (παρουσίαση project)
Αυταρχική – Αντιαυταρχική αγωγή και Αντισυμβατικά σχολεία (παρουσίαση project)
 
Αντωνυμίες Ασκήσεις Γλώσσα στ δημοτικού 10η ενότητα
Αντωνυμίες Ασκήσεις Γλώσσα στ δημοτικού 10η ενότηταΑντωνυμίες Ασκήσεις Γλώσσα στ δημοτικού 10η ενότητα
Αντωνυμίες Ασκήσεις Γλώσσα στ δημοτικού 10η ενότητα
 
υλικό για Blog τερζητανου
υλικό για Blog τερζητανουυλικό για Blog τερζητανου
υλικό για Blog τερζητανου
 
ειμαι το αλλο σου μισο
ειμαι το αλλο σου μισοειμαι το αλλο σου μισο
ειμαι το αλλο σου μισο
 
Paramuthi xwris synora
Paramuthi xwris synoraParamuthi xwris synora
Paramuthi xwris synora
 
ypomnimatismos kabbadia
ypomnimatismos kabbadiaypomnimatismos kabbadia
ypomnimatismos kabbadia
 
'' ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΠΟΡΑΚΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΜΑΣ''ΚΑΙΝΟΤΟΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑ...
'' ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΠΟΡΑΚΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΜΑΣ''ΚΑΙΝΟΤΟΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑ...'' ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΠΟΡΑΚΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΜΑΣ''ΚΑΙΝΟΤΟΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑ...
'' ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΣΠΟΡΑΚΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΜΑΣ''ΚΑΙΝΟΤΟΜΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑ...
 
Πολυτεχνείο 2014
Πολυτεχνείο 2014Πολυτεχνείο 2014
Πολυτεχνείο 2014
 
H σχολικη αυλη
H σχολικη αυληH σχολικη αυλη
H σχολικη αυλη
 
Σσστ!!! Επιλογές 2011- 1ο έτος -6ο τεύχος
Σσστ!!! Επιλογές 2011- 1ο έτος -6ο τεύχοςΣσστ!!! Επιλογές 2011- 1ο έτος -6ο τεύχος
Σσστ!!! Επιλογές 2011- 1ο έτος -6ο τεύχος
 
Στρατηγικές Μάθησης - Σιαπάτη Σταυρούλα
Στρατηγικές Μάθησης - Σιαπάτη ΣταυρούλαΣτρατηγικές Μάθησης - Σιαπάτη Σταυρούλα
Στρατηγικές Μάθησης - Σιαπάτη Σταυρούλα
 

Mehr von Εύα Ζαρκογιάννη

Mehr von Εύα Ζαρκογιάννη (20)

EΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
EΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟEΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
EΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
 
H ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
H ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑH ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
H ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
 
H ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
H ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟH ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
H ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
 
O καλλωπισμός στο Βυζάντιο
O καλλωπισμός στο ΒυζάντιοO καλλωπισμός στο Βυζάντιο
O καλλωπισμός στο Βυζάντιο
 
O γάμος στο Βυζάντιο
O γάμος στο Βυζάντιο O γάμος στο Βυζάντιο
O γάμος στο Βυζάντιο
 
Η γυναίκα στο Ισλάμ
Η γυναίκα στο ΙσλάμΗ γυναίκα στο Ισλάμ
Η γυναίκα στο Ισλάμ
 
ΖΑΡΚΟΓΙΑΝΝΗ ΕΥΑ - ΙΣΤΟΡΙΑ Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΖΑΡΚΟΓΙΑΝΝΗ ΕΥΑ - ΙΣΤΟΡΙΑ Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΖΑΡΚΟΓΙΑΝΝΗ ΕΥΑ - ΙΣΤΟΡΙΑ Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΖΑΡΚΟΓΙΑΝΝΗ ΕΥΑ - ΙΣΤΟΡΙΑ Β΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
 
Ζαρκογιάννη Εύα - Εξάσκηση των μαθητών της Γ΄Γυμνασίου (ενίσχυση γλωσσικών δε...
Ζαρκογιάννη Εύα - Εξάσκηση των μαθητών της Γ΄Γυμνασίου (ενίσχυση γλωσσικών δε...Ζαρκογιάννη Εύα - Εξάσκηση των μαθητών της Γ΄Γυμνασίου (ενίσχυση γλωσσικών δε...
Ζαρκογιάννη Εύα - Εξάσκηση των μαθητών της Γ΄Γυμνασίου (ενίσχυση γλωσσικών δε...
 
Χόρχε Μπουκάι
Χόρχε ΜπουκάιΧόρχε Μπουκάι
Χόρχε Μπουκάι
 
Γ΄Γυμνασίου - Θεματική ενότητα στη λογοτεχνία: Σάτιρα :¨"H θεία απ το Σικάγο"
Γ΄Γυμνασίου - Θεματική ενότητα στη λογοτεχνία: Σάτιρα :¨"H θεία απ το Σικάγο"Γ΄Γυμνασίου - Θεματική ενότητα στη λογοτεχνία: Σάτιρα :¨"H θεία απ το Σικάγο"
Γ΄Γυμνασίου - Θεματική ενότητα στη λογοτεχνία: Σάτιρα :¨"H θεία απ το Σικάγο"
 
Τα δάση της Θεσσαλονίκης- Τοπική Ιστορία Γ΄ Γυμνασίου
Τα δάση της Θεσσαλονίκης- Τοπική Ιστορία Γ΄ ΓυμνασίουΤα δάση της Θεσσαλονίκης- Τοπική Ιστορία Γ΄ Γυμνασίου
Τα δάση της Θεσσαλονίκης- Τοπική Ιστορία Γ΄ Γυμνασίου
 
Στρατόπεδα Θεσσαλονίκης - Τοπική ιστορία Γ΄ Γυμνασίου
Στρατόπεδα Θεσσαλονίκης - Τοπική ιστορία Γ΄ ΓυμνασίουΣτρατόπεδα Θεσσαλονίκης - Τοπική ιστορία Γ΄ Γυμνασίου
Στρατόπεδα Θεσσαλονίκης - Τοπική ιστορία Γ΄ Γυμνασίου
 
Νοσοκομεία Θεσσαλονίκης- Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου
Νοσοκομεία Θεσσαλονίκης- Τοπική Ιστορία Γ΄ΓυμνασίουΝοσοκομεία Θεσσαλονίκης- Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου
Νοσοκομεία Θεσσαλονίκης- Τοπική Ιστορία Γ΄Γυμνασίου
 
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ'ένα γλάρο να πετάει
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ'ένα γλάρο να πετάειΗ ιστορία του γάτου που έμαθε σ'ένα γλάρο να πετάει
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ'ένα γλάρο να πετάει
 
O αλχημιστής
O αλχημιστήςO αλχημιστής
O αλχημιστής
 
Ξένη λογοτεχνία και ποίηση
Ξένη λογοτεχνία και ποίησηΞένη λογοτεχνία και ποίηση
Ξένη λογοτεχνία και ποίηση
 
Tα απομνημονεύματα του Kολοκοτρώνη
Tα απομνημονεύματα του KολοκοτρώνηTα απομνημονεύματα του Kολοκοτρώνη
Tα απομνημονεύματα του Kολοκοτρώνη
 
Χάρτινες πόλεις- John Green
Χάρτινες πόλεις- John GreenΧάρτινες πόλεις- John Green
Χάρτινες πόλεις- John Green
 
Ο μύθος της θεάς Τύχης - Χόρχε Μπουκάι
Ο μύθος της θεάς Τύχης - Χόρχε ΜπουκάιΟ μύθος της θεάς Τύχης - Χόρχε Μπουκάι
Ο μύθος της θεάς Τύχης - Χόρχε Μπουκάι
 
Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον
Ο γλάρος Ιωνάθαν  ΛίβινγκστονΟ γλάρος Ιωνάθαν  Λίβινγκστον
Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον
 

Kürzlich hochgeladen

5ο Κεφάλαιο - Το Λογισμικό του Υπολογιστή.pptx
5ο Κεφάλαιο - Το Λογισμικό του Υπολογιστή.pptx5ο Κεφάλαιο - Το Λογισμικό του Υπολογιστή.pptx
5ο Κεφάλαιο - Το Λογισμικό του Υπολογιστή.pptx
Athina Tziaki
 

Kürzlich hochgeladen (10)

Η ΑΔΙΚΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΣΕΠ 2008 ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ
Η ΑΔΙΚΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΣΕΠ 2008 ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣΗ ΑΔΙΚΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΣΕΠ 2008 ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ
Η ΑΔΙΚΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΑΣΕΠ 2008 ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ
 
Σουρεαλιστικά ταξίδια μέσα από την τέχνη
Σουρεαλιστικά ταξίδια μέσα από την τέχνηΣουρεαλιστικά ταξίδια μέσα από την τέχνη
Σουρεαλιστικά ταξίδια μέσα από την τέχνη
 
ΙΣΤΟΡΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 2ο
ΙΣΤΟΡΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 2οΙΣΤΟΡΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 2ο
ΙΣΤΟΡΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 2ο
 
5ο Κεφάλαιο - Το Λογισμικό του Υπολογιστή.pptx
5ο Κεφάλαιο - Το Λογισμικό του Υπολογιστή.pptx5ο Κεφάλαιο - Το Λογισμικό του Υπολογιστή.pptx
5ο Κεφάλαιο - Το Λογισμικό του Υπολογιστή.pptx
 
ΙΣΤΟΡΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 1ο
ΙΣΤΟΡΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ  ΜΕΡΟΣ 1ο ΙΣΤΟΡΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ  ΜΕΡΟΣ 1ο
ΙΣΤΟΡΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 1ο
 
Μαθητικές καταλήψεις
Μαθητικές                                  καταλήψειςΜαθητικές                                  καταλήψεις
Μαθητικές καταλήψεις
 
ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2024
ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ  : ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2024ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ  : ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2024
ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ : ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2024
 
Μαθητικά συμβούλια .
Μαθητικά συμβούλια                                  .Μαθητικά συμβούλια                                  .
Μαθητικά συμβούλια .
 
Σεβασμός .
Σεβασμός                                   .Σεβασμός                                   .
Σεβασμός .
 
-Διψήφιοι αριθμοί-δεκαδες μονάδες-θέση ψηφίου Α- Β τάξη
-Διψήφιοι  αριθμοί-δεκαδες μονάδες-θέση ψηφίου Α- Β τάξη-Διψήφιοι  αριθμοί-δεκαδες μονάδες-θέση ψηφίου Α- Β τάξη
-Διψήφιοι αριθμοί-δεκαδες μονάδες-θέση ψηφίου Α- Β τάξη
 

Aνθολόγιο σατιρικών κειμένων

  • 1. qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj klzxcvλοπbnαmqwertyuiopasdfghjklz xcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ ωυdfghjργklαzxcvbnβφδγωmζqwert λκοθξyuiύασφdfghjklzxcvbnmqwerty uiopaβsdfghjklzxcεrυtγyεuνiιoαpasdf ghjklzxcηvbnασφδmqwertασδyuiopa sdfασδφγθμκxcvυξσφbnmσφγqwθeξ τσδφrtyuφγςοιopaασδφsdfghjklzxcv ασδφbnγμ,mqwertyuiopasdfgασργκο ϊτbnmqwertyσδφγuiopasσδφγdfghjk lzxσδδγσφγcvbnmqwertyuioβκσλπp asdfghjklzxcvbnmqwertyuiopasdγαε ορlzxcvbnmqwertyuiopasdfghjkαεργ Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Μακεδονίας Εργασία β’ τριμήνου στο μάθημα της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της θεματικής ενότητας χιούμορ και σάτιρα με θέμα: «Ανθολόγιο χιουμοριστικών διηγημάτων και ποιημάτων» 2014-2015 Αποστολίδου Ναυσικά Καραθανάση Μαρία Καραογλανίδου Ειρήνη Μπαξεβάνου Μαρία Μπραστιανού Μαρία
  • 2. 2 Περιεχόμενα  Δημήτρης Ψαθάς «Η τσάντα και το τσαντάκι » 4 «Οι πιτσιρίκοι» 8 «Κακοανατεθραμμένα» 10  ΆντονΤσέχωφ «Ο Βάνκας» 13 «Ο παχύς και ο αδύνατος» 16  Χόρχε Μπουκάι «Η συνειδητοποίηση» 19  Γκοσινί Ρενέ /Goscinny Rene «Οι έλεγχοι» 23  Γρηγόριος Ξενόπουλος «Η γάτα του παπά» 26 «O τύποςκαι η ουσία» 30  Γεώργιος Σουρής «ΠαράποναΦαντάρου» 35  Πηγές/ Βιβλιογραφία 36
  • 3. 3 Δημήτρης Ψαθάς O δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε το 1907 στην Τραπεζούντα του Πόντου. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Από το 1925 εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά (Ελεύθερο Βήμα, Αθηναϊκά Νέα, Ελευθεροτυπία, Ταχυδρόμος), και χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους του χρονογραφήματος. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1937, με την έκδοση της συλλογής ευθυμογραφημάτων «Η Θέμις έχει κέφια». Ακολούθησαν πολλά ανάλογα έργα, όλα στο χώρο της σατιρικής ευθυμογραφίας, με κορυφαία τη «Μαντάμ Σουσού» του 1940. Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1940 με την κωμωδία «Το στραβόξυλο». Ακολούθησαν έργα όπως: «Φον Δημητράκης», «Μικροί φαρισαίοι», «Ένας βλάκας και μισός», «Η Χαρτοπαίχτρα», «Ξύπνα Βασίλη», που γνώρισαν επιτυχία στη σκηνή και πολλά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο με ανάλογη επιτυχία. Τη δραματική περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, ο Δημήτρης Ψαθάς περιέγραψε με το δικό του τρόπο στα βιβλία του «Χειμώνας του '41» (1945), «Αντίσταση» (1945) και «Χιούμορ μιας εποχής» (1946). Ταξίδεψε σε Γαλλία, Αγγλία, Αμερική, Τουρκία, Αίγυπτο και περιέλαβε τις εντυπώσεις του στα βιβλία «Κάτω από τους Ουρανοξύστες» (1950), «Στη χώρα των μυλόρδων» (1951) και «Παρίσι, Σταμπούλ κι άλλα εύθυμα ταξίδια» (1951), που συνδυάζουν δημοσιογραφικά και ευθυμογραφικά στοιχεία με κοινωνικά και πολιτικά σχόλια. Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του 1979.
  • 4. 4 Η τσάντα και το τσαντάκι Σπίθες πετούν τα μάτια της. Και καθώς στρέφει και κοιτά τον «κύριο», αναταράζεται ολόκληρη. Κρατά μια τσάντα που την κουνά με τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι. - Τι συνέβη; Πεισματώνει: - Ούτε και γνωρίζω! - Σου'δωσεο κύριος χαστούκι; Φρενιάζει. - Εντελώς ξαφνικά - Γιατί; Τρέμει ολόκληρη: - Ούτε και γνωρίζω. - Είχατε προηγούμενα; Παίρνει φόρα: - Προηγούμενα; Εγώ μ' αυτόν; Αστείο πράγμα. Ούτε τον ξέρω, ούτε με ξέρει. Ούτε του μίλησα, ούτε μου μίλησε. Ούτε τον κοίταξα, ούτε με κοίταξε. Αντιλαμβάνεσθε πως συνέβησαν τα πράγματα. Επήγαινα στην κουνιάδα μου στου Βεΐκου, κ. Πρόεδρε. Εγώ κατοικώ Κολιάτσου. Καθόμουν, λοιπόν, στο τραμ, κι απέναντι μου φάτσα με φάτσα καθόταν αυτός ο παλαβός. Τρίζει τα δόντιατου «αυτός»: - Εγώπαλαβός! Με λέει παλαβό! - Σιωπήεσύ. - Βρίζει, κ. Δικαστά, ακούτε; - Είπασιωπή! Τρέμει ολόκληρος: - Με συγχωρείτε. Είμαι λιγάκι νευρικός. Γυρίζει ο πταισματοδίκης στην κυρία: - Ορίστε λέγε εσύ. Φυσά και ξεφυσά: - Λοιπόν ήλθε ο εισπράκτωρ, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, έβγαλα τα λεπτά, του τα έδωκα. Έκοψε απ' το μπλόκ το εισιτήριο, μου το έδωκε. Αντιλαμβάνεσθε, κ. Πρόεδρε. Ύστερα ήλθε ο επιθεωρητής, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, του το έδωκα. Το κοίταξε, το έκοψε λιγουλάκι, μου το έδωκε. - Λοιπόν; - Ο κύριος με αγριοκοίταξε - Γιατί; - Ούτε και γνωρίζω Λυσσά ο «κύριος»: - Να σας πωεγώ, κ. Πταισματοδίκα. - Εσύνα πάψεις! - Λέει, δε γνωρίζει γιατί την αγριοκοίταζα. Και μ' εκνευρίζει. - Πάψε, σου είπα! - Με συγχωρείτε, κ. Δικαστά. Είμαι λιγάκι νευρικός... Ανάβει και κορώνει, ο πταισματοδίκης: - Αν είσαι λιγάκι νευρικός, σε στέλνω μέσα και σουπερνούντα νεύρα σου.Σουτο λέω για τελευταία φορά,να μην παρεμβαίνεις. Ακούς;
  • 5. 5 - Μάλιστα, κ. Πρόεδρε. - Θέλεις να πας μέσα; - Όχι, κ. Πρόεδρε. Αγαθός φαίνεται. Στρογγυλοπρόσωπος. Και υποφέρει. Στέκεται εκεί, λίγο παραπέρα, δαγκώνει τα χείλη, τρώει τα μουστάκια, βγάζει μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα, στρίβει το μαντίλι, το ανοίγει, το τραβά, το ξαναστρίβει. Μάλλον κοντός. Μεσόκοπος. «Λιγάκι» νευρικός. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, παίζουν οι ώμοι του, παίζουν τα πόδια του. Μόλις σηκώνει την κουδούνα ο πταισματοδίκης, μαζεύεται. Ύστερα γυρίζει, βλέπει την κυρία, καρφώνει τα μάτια στο τσαντάκι της και φρίτει. Κάτι συμβαίνει εκεί! Εκεί, στο τσαντάκι, προφανώς, είναι η αιτία του κακού. - Εξακολούθει,εσύ Αναστενάζει η κυρία: - Και ξαφνικά που λέτε, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμιά, καμιά, καμιά αιτία, μου αστράφτει ο κύριος ένα χαστούκι. Αντιλαμβάνεσθε! Χαστούκι εμένα, που ο ίδιος ο σύζυγος μου, κ. Πρόεδρε, δεν τόλμησε ποτέ να μου απλώσει χέρι. Χέρι; Τι λέω! Μια φορά που τόλμησε να μου πει μισή κουβέντα, έτρεξα στους δικηγόρους να ζητήσω διαζύγιο. Κι ο Γιάννης έπεσε στα πόδια μου. « Φανίτσα και Φανίτσα!» Αντιλαμβάνεσθε. Χαστούκι εμένα! Που μ' έχει ο σύζυγος μου μη στάξει και μη βρέξει. Ρωτείστε, παρακαλώ, πλατεία Κολιάτσου, Φανή Γελαδινού, του μηχανικού. Απαιτώ να κρεμαστεί εις την Πλατείαν του Συντάγματος! Ούτε πολύ ούτε ολίγον! - Καλά, καλά. - Να μάθει τρόπους! - Πήγαινε! - Χαστούκι στη Φανή Γελαδινού! - Στάσουπαραπέρα. - Παρακαλώ, μες στην Πλατεία τουΣυντάγματος! Χάνει την υπομονήτουο πταισματοδίκης και χτυπά με μανία την ανάποδητου μολυβιού στην έδρα του. Σωπαίνει, επιτέλους, η κυρία και καλείται ο κύριος, που δαγκώνει τα μουστάκια και στρίβει το μαντίλι, για να κρατήσει την ψυχραιμία και τα νεύρα του. - Έδωσες, πράγματι, χαστούκι; - Μάλιστα, κ. Πρόεδρε. - Τηνξέρεις; - Όχι κ. Πρόεδρε. - Ώστε ομολογείς; - Μάλιστα, κ. Πρόεδρε. - Τηνέχεις δει άλλη φορά; - Όχι, κ. Πρόεδρε. - Τότελοιπόν; - Είμαι λιγάκι νευρικός!... -Ωραία δικαιολογία!Σπουδαίαδικαιολογία! Επειδή είναι νευρικός ο κύριος, χαστουκίζει τουςανθρώπους μες στο τραμ! Και μάλιστα κυρίες! Ομολογώ πως είμαι κατάπληκτος! - Κι εγώ, κ. Πρόεδρε. - Σιωπή! - Είμαι συντετριμμένος, κ. Πρόεδρε. Το ομολογώ. Ήταν μια στιγμή παραφοράς. Να σας εξηγήσω, κ. Πρόεδρε. Επιτρέπετε να σας εξηγήσω; - Λέγε. Αναπνέει βαθιά:
  • 6. 6 - Ήμαστε μες στο τραμ. Εδώ εγώ, αυτή εκεί. Καθόταν απέναντι μου, καθόμουν απέναντί της. Ακούστε τώρα! Έρχεται ο εισπράκτωρ, της ζητά το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, τα λεφτά, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, δίνει τα λεφτά της στον εισπράκτορα. - Λοιπόν; - Της δίνει ο εισπράκτωρ το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. - Λοιπόν,λοιπόν; Αναπνέει βαθιά: - Της δίνει ο εισπράκτορας τα ρέστα. Τα παίρνει. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, βάζει μέσα τα ρέστα, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Στριφογυρίζει στην καρέκλα του ο πρόεδρος. - Ουφ! - Είσθε νευρικός, κ. Πρόεδρε; - Προχώρει. - Όχι παρακαλώ,είσθε; - Χωρίς ερωτήσεις. - Θερμώς παρακαλώ, κ. Πρόεδρε... - Όχι! Κι αν ήμουν, δεθα έφθανα ποτέστο σημείο να χαστουκίσω μια κυρία μες στο τραμ. Λέει με συντριβή: - Τότεκαταδικάστε με κ. Πρόεδρε.Δεθα με καταλάβετε ποτέ. - Αυτό είναι δική μουδουλειά. Λέγε τελείωσες; Σκουπίζει τον ιδρώτα, στραγγίζει το μαντίλι. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, αναστενάζει: - Όχι, δεν ετελείωσα. Ησύχασα που λέτε για μια στιγμή και έλεγα ότι τελείωσε αυτό το βάσανο. Μαύρη ησυχία. Έξαφνα η κυρία ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βγάζει ένα καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Κοιτάζεται λίγο στο καθρεφτάκι. Κι ύστερα ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Θολώνει το μάτι του πταισματοδίκου. Ιδρώτας τρέχει απ' το μέτωπο του. Αρπάζει την κουδούνα, την αφήνει, στροφογυρίζει, βουτάει τα χαρτιά, θα σκάσει: - Ούφ! - Να σταματήσω, κ. Πρόεδρε; - Φτάσε στο χαστούκι. - Είναι παρακάτω. - Λέγε. Μ' έσκασες! - Έτσι μ' έσκασε κι εμένα. - Τελείωνε. Παίρνει βαθιάν ανάσα: - Ησύχασε πάλι για δυο δευτερόλεπτα. Ησυχάζω κι εγώ. Αλλά πάλι, μαύρη ησυχία. Έρχεται ο επιθεωρητής, της ζητά το εισιτήριο, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την
  • 7. 7 μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, δίνει το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Της επιστρέφει ο επιθεωρητής το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι... - Αναπηδάο πρόεδρος: - Φτάνει! - Βάζει μέσα το εισιτήριο... - Σώνει! - Κλείνει το μικρό τσαντάκι... - Αρκετά! - Ανοίγει την μεγάλη τσάντα... Γουρλώνειτα μάτια του: - Πάψε, σου είπα! - Βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι... Έξαλλος τινάζεται επάνω: -Αθώος! Αθώος! Καλά της έκανες !
  • 8. 8 Αλέξανδρος Αλεξανδράκης,H Πείνα του '41 Οι πιτσιρίκοι «Οι πιτσιρίκοι» είναι αυτοτελές τμήμα από το μεγάλο ομότιτλο σπονδυλωτό αφήγημα του Δημήτρη Ψαθά, το οποίο αναφέρεται στην Εθνική αντίσταση, και ιδιαίτερα στη συμμετοχή των παιδιών σ’ αυτή. Στο απόσπασμα μια παρέα παιδιών κάνει σαμποτάζ σε γερμανικό φορτηγό. Γενάρης του ’42. Σκελετωμένοι οι άνθρωποι γυρίζουνε στους δρόμους. Νομίζεις πως το κρύο, η πείνα και ο φόβος αγωνίζονται ποιο απ’ τα τρία αυτά κακά θα καταφέρει να γονατίσει μια ώρ’ αρχύτερα τον αναιδέστατον αυτό λαό, που σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά και ν’ αστειεύεται. O πιτσιρίκοςπροπάντων έχεικέφι. Γελά. Φλυαρεί. Πειράζει. Κλείνει το μάτι και χαιρετά φασιστικά τους Ιταλούς, ξεροβήχειόταν περνάνεΓερμανοί,κορδώνεταικαι κάνει την περπατησιά τους. O φόβος τού είναι πράγμα άγνωστο, το αστείο η ζωή του. …Βραδάκι. Στο Ζάππειο. Ένα τεράστιο γερμανικό φορτηγό είναι σταματημένο κι έχει τα φώτα του αναμμένα. O γερμανός σκοπός έχει οργανώσει την άμυνά του για την περίπτωση επιδρομής των σαλταδόρων. Έχει τα μάτια δεκατέσσερα. Γιατί εκείνοι χυμούν σαν αετοί ακριβώς τη στιγμή που δεν τους περιμένεις και οι ρεζέρβες κάνουν φτερά. Μια αδιάκοπη απειλή είναι το τραγούδι τους: Να σαλτάρω, να σαλτάρω,τη ρεζέρβα να του πάρω! Τα ξέρει αυτά ο κάθε Γερμανός που του εμπιστεύθηκαν αυτοκίνητο, γιατί πολλά είδαν και πάθαν όλοι τους από τους σαλταδόρους.Αλλάκι ο κίνδυνοςτων πιτσιρίκων δεν είναι μικρός.Ένας ακήρυκτοςπόλεμοςυπάρχει ανάμεσα στα θηρία και τα πεινασμένααλητάκια της Αθήνας.Η πονηριάείναι το όπλο τους. Όταν δε βάζουνσ’ ενέργεια αυτή και κάνουν τον πόλεμο ανοιχτά, πάνε χαμένα. Oι Γερμανοί δε χωρατεύουν. Στις αρχές που πρωτομπήκαν, παιδιά πετροβόλησαν ένα αυτοκίνητο. Λυσσασμένος φρενάρισε και κατέβηκε ο Γερμανός. Έπιασε ένα. Άδραξε το χέρι του παιδιού, το ’φερε στο γόνατό του και το ’σπασε, όπως σπάζεις ένα ξύλο. Oύρλιαξε το παιδί κι έπεσε λιπόθυμο. Κι ο Γερμανός το παράτησε εκεί, ξανανέβηκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε. Η ανθρωπιά είναι πολυτέλεια περιττή, είπε ο χιτλερισμός, και πήραν σκληρή πείρα ως και τα μωρά. Να το βάλουν κάτω; Όχι δα! Είδαν ότι άνισος πόλεμος δίχως πονηριά δε γίνεται. Κι από τότε το μυαλουδάκι της μαρίδας δεν ασχολείται μονάχα πώς θα εξοικονομήσει ένα ξεροκόμματο, αλλά και πώς θα στραβώσει αυτόν το φοβερό Κύκλωπα, που τρέμει όλος ο κόσμος. Παίρνει τα μέτρατου ο Πολύφημος.Κοιτάγύρω.Κι ακριβώς για ν’ αποφύγει κανένα αναπάντεχο, έχει ανάψει και τα φώτα τουαυτοκινήτου.Κι ακόμα, για να ’ναι σίγουρος εκατό τα εκατό, δε στέκεται σ’ ένα μέρος, παρά φέρνει βόλτες γύρω γύρω το φορτηγό. Αν κοιτάς, Oδυσσέα, έλα! Κι έρχεται ο Oδυσσέας. Πατρίδα του είναι το χώμα που πατά ο Κύκλωπας, κι αν ζωντάνεψε αυτός σε τούτα τα χώματα, δεν πέθανε όμως ποτέ το πολυμήχανο πνεύμα του πολύμητιι. Μόνο που ο ομηρικός ήρωας τούτη τη φορά είναι ένα παιδάκι δέκα χρόνων. Πεινασμένο. Κουρελίδικο. Εύθυμο ωστόσο και παμπόνηρο. Κρατά ένα τσιγάρο και πλησιάζει στο παλιό φανάρι τουαυτοκινήτου.Σταματάο Γερμανός και το κοιτά. Τι θέλει να κάνει; Σκύβει ο μικρός ν' ανάψει το τσιγάρο του απ' το ηλεκτρικό. Κι ο Κύκλωπας απορεί. — Τι κάνει; — Καμαράτ,ανάψει σιγαρέτ.
  • 9. 9 — Ηλεκτρικός; — Για! Ξεκαρδίζεται ο Κύκλωπας. Τι κουτοί που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Αν είναι δυνατόν ν' ανάψει το τσιγάρο του απ' το ηλεκτρικό φανάρι! Και τον κάνει χάζι. — Ανάψει. — Ανάψει, καμαράτ. — Νιχτς ανάψει. — Για, για. Εγώ σου λέω ανάψει σιγαρέτ. Βάζουμε στοίχημα; — Στοίκημα; Δε νιώθει. — Νιχτς καταλαβαίνει. — Το λοιπόν,άκουνα δεις,μάγκα. Αν εγώνιξ ανάψειτο τσιγάρο απ' το φανάρι, εσύ εμένα καρπαζά. Κλαπ! Αν εγώ ανάψει το τσιγάρο απ' το φανάρι, εγώ εσένα καρπαζά. Κλαπ! Με παραστατικές χειρονομίες εξηγεί ο πιτσιρίκος την πρότασή του στον Κύκλωπα. Κι εκείνος τον κοιτά και διασκεδάζει. — Ντεν καταλαβαίνει. — Νιξ; — Νιξ. — Είσαι μάπας. O Γερμανός βγάζει τον αναπτήρα. Τον ανάβει και δίνει φωτιά στον πιτσιρίκο. Αλλά ο πιτσιρίκος του κάνει χωρατά. Φου και σβήνει τον αναπτήρα. Γελά ο Κύκλωπας. Τι παιχνιδιάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Ξανανάβει τον αναπτήρα. Τον απλώνει. Πλησιάζει το μούτρο του ο πιτσιρίκος, φέρνει κοντά το τσιγάρο του,κάνειτάχα πως ανάβει,ύστερα απότομαπάλι φουκαι ξανασβήνειτον αναπτήρα.Ξεκαρδίζεται ο Γερμανός: — Χο-χο-χο! Κουτοίκαι πεισματάρηδεςπου είναιοι πιτσιρίκοιστην Ελλάδα! Ένας πελώριοςΓερμανόςνιώθει την απέραντη υπεροχή του απέναντι σ’ αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα και καθώς το βλέπει να τραβάει πάλι στο φανάρι για ν’ ανάψει, βρίσκει πως έχει δίκιο ο Χίτλερ να βραχνιάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος και περιούσιος λαός, που προορίστηκε από τη Θεία Πρόνοια να καβαλήσει όλους τους λαούς που είναι κουτοί. Αλλά το αστείο παρακρατά κι ο μικρός ανάβει επιτέλους απ’ τον αναπτήρα: — Τάκενσεν! — Εν-τά-ξει! — Μπράβο, ρε Χιτλερία. Τα ’μαθες το ρωμέικα. Αφίτερζεν. — Αφίτερζεν. Κι ο Κύκλωπας με το χαμόγελο στο κρύο του πρόσωπο κοιτά τον πιτσιρίκο που χάνεται μες στο σκοτάδι. Ύστερα ετοιμάζεται πάλι να ξαναρχίσει τις βόλτες του γύρω απ’ το αυτοκίνητο. Αλλά όταν φτάνει στο πίσω μέρος, γουρλώνει τα μάτια. Κομμάτια ξεβιδωμένα, λάστιχα κατατρυπημένα, κομμάτια που λείπουν, σωστή καταστροφή. Και τότε μόνο καταλαβαίνει: — Αχ ζοοοοο!... Λυσσά. Γαβγίζει. Τραβά το πιστόλι. Αλλά οι πιτσιρίκοι –γιατί ήταν ολόκληρη παρέα που μοίρασε τη δουλειά του σαμποτάζ– έγιναν άφαντοι.
  • 10. 10 Κακοανατεθραμμένα Ο κύριοςπου όρμησεστο τραμήταναπ’τους πιο επιβλητικούςκυρίουςπου είχα δει ποτέ.Φορτωμένος ως τα μπούνια με δώρα και ψώνια πρωτοχρονιάτικα δεν είχε χάσει τίποτ’ απ’ την ευλυγισία και τη μαχητικότητά του.Στ’ ορμητικόπέρασμά τουαπ’το διάδρομο του τραμ ανέτρεψε μια χοντρή κυρία, δυο λιγνούς κυρίους, εποδοπάτησε ένα κοριτσάκι και πρόφτασε να στρογγυλοκάτσει θριαμβευτικά στη θέση. Ενώ από πίσω οι άλλοιεπιβάτεςέκαναντοσταυρότους,κοιτώνταςτον μεκατάπληξη,εκείνοςταχτοποιούσετον εαυτότουγια να νιώσει όσομπορούσεαναπαυτικότερα.Έβαλετα πακέτα στα γόνατά του, άπλωσε τα πόδια του στο ξύλο του μπροστινού καθίσματος, διόρθωσε τη γραβάτα και το καπέλο του. Συγχρόνως στραβοκοιτούσε τους άλλους επιβάτες και μουρμούριζε ζητώντας τα ρέστα: - Τα γαϊδούρια! Κι ύστερα: - Τα γουρούνια! Κι ύστερα: - Αλλά Έλληνεςδεείμαστε;Βούρδουλα θέλουμε.Ε,βρε,πού είσαστεΓερμανοί!Ναι,τουςΓερμανούςθέλουμε για να μπούμε σε τάξη! Κι ενώ τα ’λεγεαυτά,εκφράζονταςποιοςξέρειποιεςβαθιέςνοσταλγίεςτηςψυχήςτου – κρατούσετα πλούσια πακέτα τουαγκαλιά σαννα έτρεμεμητυχόνκαιτου τα έπαιρνεκανένας.Ηπλαϊνήθέση τουέμενεκενή, γιατί κάποιος χριστιανός – από εκείνους που ο ορμητικός κύριος ονόμασε με ολόκληρη την ονοματολογία της ζωολογίας – εφώναξε μια γυναικούλα του λαού που κρατούσε ένα αγοράκι, να κάτσει εκείνη. Στρώθηκε η γυναικούλα, ευχαρίστησε κι έβαλε το παιδί στα γόνατά της. - Σας ενοχλώ, κύριε; - Και βέβαια μ’ ενοχλείτε. - Με το μπαρδόν. Τα μάτια του αξιοσέβαστου κυρίου είχαν πέσει σαν αστραπές επάνω στο παιδί που καθώς κοιτούσε τα πακέτα μετα παιχνιδάκια –ρόδες,κούκλες,καραμούζες,αυτοκινητάκια–ετρόμαζεμήπως τυχόν και ο μικρός του αρπάξεικανένα.Έσκυψε,λοιπόν,επάνωστα πολύχρωμα πακέτα του,εσούφρωσετα φρύδια,εγούρλωσε τα μάτια και αγκάλιασε σφιχτότερα τα πολύτιμα υπάρχοντά του. Εκεί έγινε μια απ’ τις πιο νόστιμες σκηνές που είδα ποτέ στο τραμ. Βλέποντας ο μικρός το άγριο ύφος του αξιοσέβαστου κυρίου έβαλε τις φωνές: - Φοβάμαι, μαμά, φοβάμαι! - Τι φοβάσαι, παιδί μου; - Τον κύλιο. Τλώει παιδιά; Ξέσπασαν στα γέλια όλοι οι επιβάτες και η μητέρα του παιδιού, προσπαθώντας να καθησυχάσει το μικρό, έκανε με την αφέλειά της πιο κωμική τη θέση του αξιοσέβαστου κυρίου: - Όχι, παιδάκιμου!Ο κύριοςδεν τρώειπαιδιά.Είναιέναςκαλόςκύριος.Ο κύριοςδεν είναιΓερμανός.Μόνο οι Γερμανοί τρώνε παιδιά. - Είναι Γελμανός! Γελμανός! - Όχι, πουλάκιμου,Κοίταξέτον.Είναιέναςπολύ καλόςκύριος που τ’ αγαπάει τα παιδιά. Δεν είναι Γερμανός. Ο μικρός όμως άρχισε να τσιρίζει «είναι Γελμανός, Γελμανός» κι η θέση του κυρίου έγινε κωμικοτραγική. Η διάθεσήτουήταν,βέβαια, να πνίξει το διαολάκο που η κακή του τύχη έφερε κοντά του, αλλά κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, σφίχτηκε και χαμογέλασε, έβγαλε ένα πορτοκάλι από την τσέπη του παλτού του και τ’ άπλωσε στο μικρό: - Έλα, πάρε, κατεργάρη. - Δεν τλως παιδιά;
  • 11. 11 - Όχι, χαζέ. Ανόητε! Έπρεπε να δείτε τη φάτσα του ανθρώπου εκείνου που προσπαθούσε με το βιασμένο χαμόγελο να καμουφλάρει το βράσιμο της ψυχής του. Όμως ξεθάρρεψε ο μικρός, πήρε το πορτοκάλι και άφησε τη χαρά του να ξεσπάσει, χοροπηδώντας στα γόνατα της μάνας του μ’ ένα αναπάντεχο τραγούδι: - Λαοκατία και όχι βασιλιά! Ε, φίλοι μου!Αυτό ήτανη σταγόνα πουχρειαζόταν να ξεχειλίσει το ποτήρι. Ο αξιοσέβαστος κύριος φαίνεται πως ήταν από τους πιο αδιάλλαχτα φανατικούς. Άνοιξαν τα μάτια του, άνοιξε το στόμα του, κοκκίνισε η φάτσα του, πετάχτηκαν οι ματάρες του με φλογισμένα βλέμματα όξω από τις κόγχες: - Α, το άτιμο! Είναι και κουκουέδικο! Φέρε μου το πορτοκάλι! Δώσ’ μου πίσω το πορτοκάλι, παλιόπαιδο! Κακοανατεθραμμένο! Γρήγορα μη σου τα τσακίσω τα χέρια! Τρομαγμένο το παιδί πέταξε το πορτοκάλι, χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του κατακίτρινο, τσιρίζοντας: - Είναι Γελμανός! Γελμανός! Νέοκύμα γέλιουξέσπασεμέσα στο τραμ. Όπου ο αξιοσέβαστος κύριος δεν μπόρεσε πια ν’ ανθέξει, μάζεψε τα πακέτα του,έβρισεπάλι«γαϊδούρια,γουρούνια»,«κουκουέδες»,ανέφερεμερικούςστο πέρασμά του και κατέβηκεστηνπρώτηστάση πολλά μουρμουρίζοντας κατά φρένα και θυμόν. Εκεί στον εξώστη ήταν κι ένας αλητάκος που τον προέπεμψε με τη φωνή: - Χρόνια πολλά στο Χίτλερ, μπάρμπα! Κι ο αξιοσέβαστος άνθρωπος απομακρύνθηκε γρυλίζοντας με τα πακέτα του, με την ψυχή του, με τον εθνικισμότουκαι βράζονταςολόκληροςεναντίον των «κακοανατεθραμμένων» παιδιών, σίγουρος ότι ο ίδιος είχε την καλύτερη ανατροφή του κόσμου.
  • 12. 12 Άντον Τσέχωφ Κορυφαίος Pώσος συγγραφέας, γεννήθηκε το 1860 στη νότια Ρωσία και πέθανε το 1904 στη Γερμανία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια με μεγάλες στερήσεις και σπούδασε γιατρός στη Μόσχα. Στη διάρκεια των σπουδών του δημοσίευσε χιουμοριστικά κείμενα σε περιοδικά για λόγους βιοπορισμού, τα οποία υπέγραφε με ψευδώνυμα. Αν και προσβλήθηκε από φυματίωση και υπέφερε όλη του τη ζωή, δε δίστασε να εγκατασταθεί σε ένα χωριό της Oυκρανίας για να βοηθήσει τους κατοίκους που είχαν πληγεί από την ξηρασία, προσφέροντας ως γιατρός κοινωνικό έργο. Παράλληλα, δε σταμάτησε να ασχολείται με το γράψιμο. Έγραψε περίφημα διηγήματα (Στην εξορία, O θάλαμος 6), νουβέλες (O μαύρος μοναχός, Το βασίλειο των γυναικών) και θεατρικά έργα (O γλάρος, O θείος Βάνιας, Oι τρεις αδερφές, O βυσσινόκηπος)
  • 13. 13 O Βάνκας Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά τουτη σκληρότητα των ανθρώπων.Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα. O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει: Πολυαγαπημένεμου παππούΚωσταντήΜακάριτς. Σουγράφω γράμμα. Σουεύχομαι καλά Χριστούγεννα και ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μουαπόμεινες. O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών.Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια τουμπιρμπίλιζαν. Τηνημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του. Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδιτου διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος! Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα. — Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του. Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…
  • 14. 14 Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές… O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του: Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά. Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω… O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του. Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία. Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν. Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα. Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα». Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:
  • 15. 15 — Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη! O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη. Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα. O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση: Για τον παππού. Στο χωριό. Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο: Κωσταντή Μακάριτς. Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα. Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες. Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα. Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...
  • 16. 16 O Παχύς και ο Αδύνατος Πρωτοδημοσιευμένο το 1883, το σύντομο διήγημα του Tσέχωφ παρουσιάζει με ανθρωπιά, χιούμορ και λεπτή παρατήρηση τις ανθρώπινες σχέσεις (και την αλλοτρίωσή τους) στο περιβάλλον των γραφειοκρατών της τσαρικής Pωσίας. Στο σιδηροδρομικό σταθμό του τσάρου Νικολάου συναντήθηκαν δυο φίλοι. Ένας παχύς κι ένας αδύνατος. O Παχύς μόλις είχε γευματίσει στο σταθμό, και τα χείλια του, γεμάτα λίπος, γυάλιζαν σαν γινωμένα βύσσινα. Μύριζε κρασίλα κι άρωμα. O Αδύνατος μόλις κατέβηκε από το βαγόνι, φορτωμένος με βαλίτσες, μπόγους και κιβώτια. Αναδινόταν από πάνω του μια μυρουδιά από χοιρομέρι και κατακάθια καφέ. Πίσω από τη ράχη του ξεμύτιζαν μια αδύνατη γυναίκα με μακρουλό πιγούνι, η γυναίκα του, κι ένα ψηλό γυμνασιόπαιδο με μισοκλεισμένα τα μάτια, ο γιος του. «Πορφύρη!», αναφώνησε ο Παχύς βλέποντας τον Αδύνατο. «Εσύ; Αγαπητέ μου, αγαπητέ μου! Χρόνια και ζαμάνια!» «Έλα Χριστέ και Παναγιά!», είπε έκπληκτος ο Αδύνατος. «Μίσια! Παιδικέ μου φίλε! Από πού έρχεσαι;» Oι δυο φίλοι αλληλοασπάστηκαν τρεις φορές έχοντας καρφωμένα ο ένας στον άλλον τα δακρυσμένα μάτια τους. Έμειναν κι οι δυο ευχάριστα κατάπληκτοι. «Καλέ μου φίλε!», άρχισε να λέει ο Αδύνατος μετά τον ασπασμό. «Πού να το περιμένω! Να, αυτή είναι μια έκπληξη! Κοίταξέ με λοιπόν καλά! Τι όμορφος που ήμουνα! Τι γοητευτικός και δανδής! Αχ, κι εσύ, Θεέ μου! Πώς είσαι λοιπόν; πλούσιος; παντρεμένος; Εγώ, όπως βλέπεις, παντρεύτηκα… Να, αυτή εδώ είναι η γυναίκα μου, η Λουίζα, το γένος Βάντσενμπαχ… Λουθηρανή… Κι αυτός είναι ο γιος μου, ο Ναθαναήλ, μαθητής στην τρίτη τάξη. Αποδώ, Ναθάνια, είναι ο παιδικός μου φίλος! Φοιτούσαμε μαζί στο Γυμνάσιο!» O Ναθαναήλ σκέφτηκε λιγάκι κι έβγαλε το καπέλο. «Στο Γυμνάσιο φοιτούσαμε μαζί!», συνέχισε ο Αδύνατος. «Θυμάσαι το παρατσούκλι που μας είχαν βγάλει; Εσένα σε φώναζαν Ηρόστρατο, επειδή έκαψες με το τσιγάρο ένα δημόσιο βιβλίο· κι εμένα Εφιάλτη, γιατί μου άρεσε να είμαι μαρτυριάρης. Χο, χο… Τι παιδιά που ήμασταν! Μη φοβάσαι, Ναθάνια! Πήγαινε κοντά του… Κι αποδώ η γυναίκα μου, το γένος Βάντσενμπαχ… Λουθηρανή». O Ναθαναήλ σκέφτηκε λίγο και κρύφτηκε πίσω από τον πατέρα του. «Λοιπόν, πώς περνάς φίλε;», ρώτησε ο Παχύς κοιτάζοντας με ενθουσιασμό τον φίλο του. «Υπηρετείς ακόμα; Πού;» «Υπηρετώ, αγαπητέ μου! Έχω τον όγδοο βαθμό, κοντεύει δυο χρόνια τώρα. Πήρα και το παράσημο Στανισλάβα*. O μισθός είναι μικρός… Ε, δόξα να 'χει ο Θεός! Η γυναίκα μου παραδίνει μαθήματα μουσικής, κι εγώ, συμπληρωματικά, φτιάχνω ξύλινες ταμπακιέρες. Πολύ καλές ταμπακιέρες! Τις πουλάω ένα ρούβλι τη μία. Αν κάποιος πάρει πάνω από δέκα, τότε, καταλαβαίνεις, του κάνω και σκόντο*. Κάπως τα καταφέρνουμε. Υπηρετούσα, ξέρεις, σ' ένα τμήμα, αλλά τώρα πήρα μετάθεση για εδώ, ως τμηματάρχης, στον ίδιο Oργανισμό… Λοιπόν, εσύ πώς τα πας; Σίγουρα θα είσαι πια σύμβουλος; Ε;» «Όχι, αγαπητέ μου, ανέβα πιο ψηλά», είπε ο Παχύς. «Έχω ήδη φτάσει μυστικός σύμβουλος… Έχω δυο παράσημα».
  • 17. 17 O Αδύνατος ξαφνικά χλώμιασε, έμεινε σύξυλος κι αμέσως ύστερα το πρόσωπό του παραμορφώθηκε σ' ένα πλατύ χαμόγελο. Έδειχνε σαν να έβγαζε σπίθες από τα μάτια και το πρόσωπό του. Το σώμα του μαζεύτηκε, καμπούριασε, στένεψε… Oι βαλίτσες του, οι μπόγοι και τα κιβώτια κουβαριάστηκαν, ζάρωσαν… Το μακρύ πιγούνι της γυναίκας του έγινε ακόμα πιο μακρουλό. O Ναθαναήλ στάθηκε τεντωμένος σε στάση προσοχής και κούμπωσε όλα τα κουμπιά της στολής του… «Εγώ, εξοχότατε… Χαίρω πολύ! Φίλος, ας πούμε, παιδικός και να που, ξαφνικά, μεταμορφώνεστε σ' έναν τέτοιον άρχοντα! Χι, χι». «Φτάνει λοιπόν, πάψε!», είπε μορφάζοντας ο Παχύς. «Γιατί αυτό το ύφος; Εγώ κι εσύ είμαστε φίλοι από παιδιά κι αυτή εδώ η δουλοπρέπεια δεν έχει κανένα νόημα!». «Προς Θεού… Τι, εσείς…», κρυφογέλασε ο Αδύνατος, ζαρώνοντας πιο πολύ ακόμα. «Η ευμένεια της εξοχότητάς σας… είναι σαν ζωογόνα δροσιά… Να, εξοχότατε, αποδώ ο γιος μου ο Ναθαναήλ… η γυναίκα μου η Λουίζα, Λουθηρανή, ας πούμε…» O Παχύς ήθελε να αντιδράσει κάπως, αλλά στο πρόσωπο του Αδύνατου ήταν ζωγραφισμένος τόσος σεβασμός, τόση γλυκάδα και τόση ευλαβική ξινάδα, που στον Μυστικό Σύμβουλο έφερναν αναγούλα. Έδωσε το χέρι του στον Αδύνατο να τον αποχαιρετήσει κι έστρεψε τα νώτα του. O Αδύνατος, πιάνοντας το χέρι, έσφιξε τα τρία δάχτυλα, υποκλίθηκε από το κεφάλι ως τα πόδια και γέλασε χαιρέκακα, σαν Κινέζος: «Χι, χι, χι». Η γυναίκα του χαμογέλασε. O Ναθαναήλ έσυρε το πόδι του σε στάση προσοχής και το πηλήκιο από το κεφάλι του έπεσε κάτω. Όταν και οι τρεις ευχάριστα κατάπληκτοι.
  • 18. 18 Χόρχε Μπουκάι Ο Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay) γεννήθηκε το 1949 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Γιατρός και ψυχοθεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ, ειδικεύτηκε στη θεραπεία των νοητικών ασθενειών εργαζόμενος αρχικά σε νοσοκομεία και κλινικές και, εν συνεχεία, δίνοντας διαλέξεις σε ιδρύματα, κολέγια, θέατρα, καθώς και σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Μονίμως και παντού προσκεκλημένος, προσπαθεί να παρίσταται σε μαθήματα, σεμινάρια και συνέδρια στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Χιλή, το Μεξικό, τις Η.Π.Α, την Ιταλία, την Ισπανία... Όταν αποφάσισε να ασχοληθεί και με τη συγγραφή, είδε περισσότερα από δώδεκα βιβλία του να μεταφράζονται σε -τουλάχιστον- είκοσι μία γλώσσες και να τοποθετούνται πρώτα στις λίστες των ευπώλητων κάθε χώρας. Εργάζεται ως ψυχοθεραπευτής ενηλίκων, ζευγαριών και κοινωνικών ομάδων. Ζει στα προάστια του Μπουένος Άιρες με τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά.
  • 19. 19 Συνειδητοποίηση Αυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη από ένα ποίημα ενός μοναχού από το Θιβέτ, του Ριμποτσέ, που εγώ το ξαναέγραψα σύμφωνα με το δικό μου τρόπο αφήγησης, για να τονίσω κάποια παραπανίσια χαρακτηριστικά που έχουμε εμείς οι άνθρωποι. (Χόρχε Μπουκάι, βιβλίο Ιστορίες να σκεφτείς, σελίδα 41) Σηκώνομαιτοπρωί. Βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου. Υπάρχειμια τρύπα στοπεζοδρόμιο. Δεν τη βλέπω καιπέφτω μέσα. Την επόμενημέρα βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου, ξεχνάωότι υπάρχειμια τρύπα στοπεζοδρόμιο καιξαναπέφτωμέσα. Την τρίτημέρα βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου προσπαθώνταςνα θυμηθώ ότι υπάρχειμια τρύπα στοπεζοδρόμιο. Ωστόσο, δεντο θυμάμαι καιπέφτω μέσα. Την τέταρτημέρα βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου προσπαθώνταςνα θυμηθώ την τρύπα στο πεζοδρόμιο. Τη θυμάμαικαι, παρόλα αυτά, δεντη βλέπω καιπέφτω μέσα. Την πέμπτη μέρα βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου. Θυμάμαιότι πρέπεινα έχω στονου μου τηντρύπα στο πεζοδρόμιο καιπερπατάωκοιτάζονταςκάτω.
  • 20. 20 Την βλέπω και, παρόλοπου τηβλέπω, πέφτω μέσα. Την έκτημέρα βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου. Θυμάμαιτηντρύπα στο πεζοδρόμιο. Πηγαίνωψάχνοντάςτηνμετα μάτια μου. Την βλέπω, προσπαθώνα πηδήξω απόπάνω, αλλά πέφτωμέσα. Την έβδομημέρα βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου. Βλέπω την τρύπα. Παίρνωφόρα, πηδάω, φτάνωμε τηνάκρητων ποδιώνμου ως τηνάλλημεριά, αλλά όχι αρκετά μακριά καιπέφτωμέσα. Την όγδοημέρα, βγαίνωαπ ΄ τοσπίτι μου, βλέπω τηντρύπα, παίρνωφόρα, πηδάω, φτάνωστηνάλληάκρη! Αισθάνομαιτόσουπερήφανοςπουτα κατάφερα που χοροπηδάωαπότη χαρά μου… Και,έτσιόπως χοροπηδάω, ξαναπέφτωμέσα. Την ένατημέρα, βγαίνωαπ’ τοσπίτι μου, βλέπω τηντρύπα,
  • 21. 21 παίρνωφόρα, πηδάω καισυνεχίζω το δρόμομου. Τη δέκατημέρα, σήμερα μόλις, συνειδητοποιώ ότι είναιπιο βολικό να περπατάω… στο απέναντιπεζοδρόμιο.
  • 22. 22 Γκοσινί Ρενέ /Goscinny Rene «Γεννήθηκα στις 14 Αυγούστου του 1926, στο Παρίσι, και αμέσως μετά άρχισα να μεγαλώνω. Την επομένη, ήταν 15 Αυγούστου και δεν πήγαμε πουθενά». Η οικογένειά του μεταναστεύει στην Αργεντινή, όπου αρχίζει και ολοκληρώνει τα σχολικά του χρόνια στο Γαλλικό Κολέγιο του Μπουένος Άιρες. «Ήμουνα ο καπετάνφασαρίαςτης τάξης. Αλλά, επειδή ήμουνα αρκετά καλός μαθητής, δε με έδιωχναν». Αργότερα, ξεκινά την καριέρα του στη Νέα Υόρκη. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, αρχές της δεκαετίας του ΄50, δίνει ζωή σε πολλούς θρυλικούς ήρωες. Ο Γκοσινί, μαζί με το Ζαν Ζακ Σενπέ, σκαρφίζεται τις περιπέτειες του μικρού Νικόλα, επινοώντας ένα παιδικό γλωσσικό ιδίωμα που θα εξασφαλίσει την επιτυχία του διάσημου μικρού μαθητή. Έπειτα ο Γκοσινί δημιουργεί τον Αστερίξμαζί με τον Αλμπέρ Ουντερζό.Οθρίαμβος του μικρόσωμου Γαλάτη ξεπερνά κάθε φαντασία. Οι περιπέτειες του Αστερίξ μεταφράζονται σε 107 γλώσσες και διαλέκτους και ανήκουν στα πιο πολυδιαβασμένα έργα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ανεξάντλητος δημιουργός, δίνει ταυτόχρονα ζωή στο Λούκι Λουκ μαζί με το Μορίς, στον Ιζνογκούντ μαζί με τον Ταμπαρί, γράφει τα Dingodossiers, σε συνεργασία με τον Γκοτλίμπ, όπως και πολλά άλλα. Επικεφαλής του περιοδικούPilote,φέρνειτην επανάστασηστα κόμικς, ανυψώνοντάς τα στο επίπεδο μίας «αληθινής τέχνης». Κινηματογραφιστής επίσης, ο Γκοσινί ιδρύει τα Στούντιο Ιντεφίξ μαζί με τον Ουντερζό και τον Νταργκό. Σκηνοθετεί μερικά από τα αριστουργήματα των κινουμένων σχεδίων: «Αστερίξ και Κλεοπάτρα», «Οι δώδεκα άθλοι του Αστερίξ» «Ντέιζι Τάουν» και «Η Μπαλάντα των Ντάλτον». Μετά θάνατον θα του προσφέρουν το βραβείο Σεζάρ για το σύνολο του κινηματογραφικού έργου του. Στις 5 Νοεμβρίου του 1977, ο Γκοσινί πεθαίνει σε ηλικία 51 χρόνων. Ο Ερζέ δηλώνει: «Ο Τεντέν υποκλίνεται μπροστά στον Αστερίξ». Οι ήρωές του επιζούν μετά από το θάνατό του και πάμπολλες εκφράσεις του ανήκουν πια στην καθημερινότητά μας, όπως οι εξής: «πυροβολεί πιο γρήγορα κι από τη σκιά του», «θέλω να γίνω χαλίφης στη θέση του χαλίφη», «έπεσε στο καζάνι όταν ήταν μικρός», «να βρω το μαγικό βότανο» και «είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι». Ιδιοφυής σεναριογράφος, ο Γκοσινί αποκαλύπτει το μέγεθοςτου συγγραφικού ταλέντου του μέσα από τις περιπέτειες του μικρού Νικόλα, ενός παμπόνηρου μικρού κατεργάρη, που οι τρέλες και η αφέλειά του μας συγκινούν βαθιά. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο δημιουργός του έλεγε: «Νιώθω μία ξεχωριστή τρυφερότητα για αυτόν τον ήρωα».
  • 23. 23 Οι έλεγχοι Σήμερα τ' απόγευμα δεν ήταν καθόλου αστεία τα πράγματα στο σχολείο, γιατί ήρθε ο διευθυντής στην τάξη να μας μοιράσει τους ελέγχους μας. Δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένος όταν μπήκε στην τάξη με τους ελέγχουςκάτω απ' τη μασχάλη του. «Βρίσκομαι σ' αυτό το επάγγελμα εδώ και πολλά χρόνια», είπε ο διευθυντής, «και δενείδα ποτέ άλλη τάξητόσοάτακτη.Οι παρατηρήσειςπουσημείωσε η δασκάλα σας πάνω στουςελέγχουςαποδείχνουνακριβώς αυτότο πράγμα. Αρχίζω να σας τους μοιράζω». Κι ο Κλοταίρ άρχισε να κλαίει. Ο Κλοταίρ είναι ο τελευταίος στην τάξη κι όλους τους μήνες η δασκάλα γράφει ένα σωρό πράγματα μέσα στον έλεγχο του κι ο μπαμπάς κι η μαμά του Κλοταίρ δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι και δεν του επιτρέπουν να φάει γλυκό και να δει τηλεόραση. Έχουν τόσο πολύ συνηθίσει, μου λέει ο Κλοταίρ, που κάθε φορά που πρόκειται να πάει τον έλεγχο του, η μαμά δεν έχει κάνει γλυκό κι ο μπαμπάς έχει πάει να δει τηλεόραση στους γείτονες. Στον έλεγχο μου έγραφε: «Μαθητής που κάνει όλη την ώρα φασαρία, συχνά αφηρημένος. Θα μπορούσε να γίνει καλύτερος». Στον έλεγχο του Εντ έγραφε: «Μαθητής πάρα πολύ άτακτος. Δέρνεται συνέχεια με τους συμμαθητέςτου. Θα μπορούσε να γίνει καλύτερος».Του Ρούφουςέγραφε:«Επιμένει να παίζει στην τάξη με μια σφυρίχτρα.Θα μπορούσε να γίνεικαλύτερος». Ομόνος πουδεν μπορούσε να γίνει καλύτερος ήταν ο Ανιάν. Ο Ανιάν είναιο πρώτος μαθητής στην τάξη κι ο χαϊδεμένοςτης δασκάλας.Οδιευθυντής μάς διάβασε τον έλεγχο του Ανιάν. «Μαθητής προσαρμοσμένος, έξυπνος, τακτικός». Ο διευθυντής μάς είπε πως έπρεπε ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Ανιάν και πως ήμασταν άτακτοι και τεμπέληδες και πως θα καταλήγαμε στοκάτεργοκαιπωςαυτόθα προκαλούσε πολύπόνοσίγουρα στουςμπαμπάδεςκαι στις μαμάδες μας, που είχαν άλλα όνειρα για μας. Κι έφυγε. Εμείς ήμασταν όλοι καταστενοχωρημένοι, γιατί τους ελέγχους πρέπει να τους υπογράψουν οι μπαμπάδεςμας,κι αυτό δενείναι πάντα ευχάριστο. Λοιπόν, όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα, αντί να τρέξουμε όλοι στην πόρτα, να στριμωχτούμε, να σπρωχτούμε και να πετάμε ο ένας τη σάκα του στο κεφάλι του άλλου, όπως συνήθως, βγήκαμε ήσυχα ήσυχα, χωρίς να βγάλουμε τσιμουδιά. Ακόμη κι η δασκάλα μαςφαινότανλυπημένη.Αλλά δεν τα 'χουμε με τη δασκάλα μας. Πρέπει να πούμε πως αυτό τον καιρό κάναμε πολύ φασαρία κι ύστερα ο Ζοφρουά δεν έπρεπε ν' αναποδογυρίσει το μελανοδοχείο του πάνω στοΓιοακίμ,που 'χε πέσειστοπάτωμα κάνοντας ένα σωρό γκριμάτσες, γιατί ο Εντ του έδωσε μια γροθιά στη μύτη, ενώ ήταν ο Ρούφους που είχε τραβήξει τα μαλλιά του Εντ. Στο δρόμο περπατούσαμε αργά, σέρναμε σχεδόν τα πόδια μας. Μπροστά στο ζαχαροπλαστείο περιμέναμε τον Αλσέστ που είχε μπει ν' αγοράσει έξι γκοφρέτες με σοκολάτα, που άρχισε να τις τρώει αμέσως. «Πρέπει να κάνω προμήθειες», μας είπε ο Αλσέστ, «γιατί απόψε δεν έχει γλυκό...», κι έπειτα έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, πάντα μασώντας. Πρέπει να πούμε πως ο έλεγχος του Αλσέστ έγραφε: «Αν αυτός ο μαθητής είχε την ίδια όρεξη για τα μαθήματά του όση και για το φαγητό, θα 'ταν ο πρώτος μαθητής στην τάξη, γιατί θα μπορούσε να τα καταφέρνει καλύτερα». Εκείνος που φαινόταν λιγότερο στενοχωρημένος ήταν ο Εντ. «Εγώ», είπε, «δε φοβάμαι. Ο μπαμπάς μου δε θα μου πει τίποτα, τον κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια, κι έπειτα αυτός τον υπογράφει, κι ύστερα τέλος, αυτό είναι όλο κι όλο». Όταν φτάσαμε στη γωνιά, χωρίσαμε. Ο Κλοταίρ έφυγε κλαίγοντας, ο Αλσέστ μασουλώντας κι ο Ρούφους σφυρίζοντας σιγά με τη σφυρίχτρα του με το στραγάλι. Έμεινα μόνος με τον Εντ. «Αν φοβάσαι να γυρίσεις σπίτι σου, είναι εύκολο», μου είπε ο Εντ. «Θα 'ρθεις μαζί μου καιθα μείνεις να κοιμηθείς στοσπίτι μου». Είναι αληθινός φίλος ο Εντ. Φύγαμε παρέα και ο Εντ μού εξήγησε πώς κοίταζε τον μπαμπά του στα μάτια. Αλλά όσο περισσότερο πλησιάζαμε στο σπίτι του, τόσο λιγότερο μιλούσε ο Εντ. Όταν φτάσαμε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού, ο Εντ δεν έβγαζε πια λέξη. Μείναμε λίγο ακίνητοι κι ύστερα είπα στον Εντ: «Λοιπόν, θα μπούμε;». Ο Εντ έξυσε το κεφάλι του και μου είπε: «Περίμενέ με ένα λεπτό. Θα γυρίσω να σε φωνάξω». Και μπήκε. Είχε αφήσει την πόρτα
  • 24. 24 μισάνοιχτη, άκουσα λοιπόν ένα χαστούκι, μια χοντρή φωνή που είπε: «Στο κρεβάτι χωρίς γλυκό και φρούτο, άχρηστο πλάσμα!» και τον Εντ που 'κλαίγε. Νομίζω πως γι' αυτά που έλεγε για τα μάτια του μπαμπά του ο Εντ δε θα τα κατάφερε και τόσο καλά. Το χειρότεροαπ' όλα είναι πως πρέπειτώρα να γυρίσωστο σπίτι. Άρχισα να περπατάω προσέχοντας να μην πατάωστα χωρίσματα ανάμεσα στιςπλάκεςτου πεζοδρομίου·ήτανπολύ εύκολο,γιατί περπατούσα πολύ αργά. Ο μπαμπάς ήξερα τι θα μου 'λεγε. Θα μου 'λεγε πως ήταν ο πρώτος στην τάξη του κι ο μπαμπάς του ήταν πολύ περήφανος για τον μπαμπά μου και πως έφερνε στο σπίτι ένα σωρό επαίνους απ' το σχολείοκαι πως θα 'θελε να μου τους δείξει,αλλά τους έχασε στη μετακόμιση, όταν παντρεύτηκε. Ύστερα ομπαμπάςθα μου 'λεγε πωςδε θα κατάφερνα τίποτα ποτέ στηζωή μου. Θα έμενα πάμπτωχος κι οι άνθρωποι θα λέγανε,να αυτός είναι ο Νικόλας, αυτός που είχε κακούς ελέγχους στο σχολείο και θα με δείχναν με το δάχτυλο και θα γελούσαν μαζί μου. Μετά, ο μπαμπάς θα μου 'λεγε πως σκοτώνεται στη δουλειά για να μου προσφέρειμια προσεγμένηανατροφήκιανέσεις,για να είμαι καλά προετοιμασμένος για ν' αντιμετωπίσω τη ζωή και πως ήμουν αχάριστος και πως επιπλέον δεν υπέφερα καθόλου για τον πόνο που προκαλούσα στους φτωχούς μου γονείς και δεν έχει για μένα ούτε γλυκό ούτε φρούτο και για σινεμά καλύτερα να το ξεχάσω μέχρι να του πάω έναν καλύτερο έλεγχο. Θα μου τα πει όλ' αυτά ο μπαμπάς,όπως την περασμένηκαιτην προπερασμένηφορά,αλλά έχω βαρεθεί. Θα του πω πως είμαιπολύ δυστυχισμένος,κι αφούείναιέτσι, πολύ καλά,τότε κι εγώ θα τους αφήσω και θα φύγω πολύ μακριά και θα με ψάχνουν και δε θα ξαναγυρίσω, παρά μόνο μετά από πολλά χρόνια και θα 'χω πολλά λεφτά καιο μπαμπάςμου θα ντρέπεταιπου μου είπε πως δε θα καταφέρω τίποτα στη ζωή μου κι οι άνθρωποι δε θα τολμούν να με δείχνουν με το δάχτυλο κι ούτε θα γελάνε μαζί μου και με τα λεφτά μου θα πάω τον μπαμπά και τη μαμά στο σινεμά, κι όλος ο κόσμος θα λέει: «Κοιτάξτε, είναι ο Νικόλας, που έχει λεφτά με το τσουβάλι κι αυτός πληρώνει για να πάει στο σινεμά τον μπαμπά και τη μαμά του κι ας μην ήταν και τόσοκαλοίμαζί του», και θα πήγαινα στο σινεμά και τη δασκάλα μου και το διευθυντή του σχολείου, και βρέθηκα μπροστά στο σπίτι μου. Ενώ σκεφτόμουνόλα αυτά και διηγιόμουν στον εαυτό μου ωραίες ιστορίες, είχα ξεχάσει τον έλεγχο μου κι είχα περπατήσει πολύ γρήγορα. Είχα έναν κόμπο στο λαιμό μου κι είπα στον εαυτό μου πως θ' άξιζε ίσως καλύτερα να έφευγα την ίδια ώρα και να ξαναγύριζα μετά από πολλά χρόνια, αλλά είχε αρχίσει να βραδιάζει και δεν αρέσει καθόλου στη μαμά να βρίσκομαι έξω απ' το σπίτι όταν είναι αργά. Λοιπόν μπήκα. Μέσα στοσαλόνιο μπαμπάςμιλούσε με τη μαμά. Υπήρχαν ένα σωρό χαρτιά πάνω στο τραπέζι μπροστά του και δενέδειχνε καθόλουευχαριστημένος.«Είναιαπίστευτο»,έλεγε ομπαμπάς,«τι ξοδεύουμε μέσα σ' αυτότο σπίτι- θα πίστευε κανείςπως είμαικανείς εκατομμυριούχος! Κοιτάξτε αυτές τις αποδείξεις! Αυτή την απόδειξη του χασάπη, την άλλη του μπακάλη! Φυσικά, εγώ έχω την υποχρέωση να βρω τα λεφτά!». Αλλά ούτε η μαμά δε φαινόταν να είναι ευχαριστημένη κι έλεγε στον μπαμπά πως δεν είχε ιδέα πόση ακρίβεια υπήρχε και μια μέρα έπρεπε να πάνε να κάνουν μαζί τα ψώνια και πως θα γυρνούσε στη μαμά της και πως δεν έπρεπε να τα συζητάνε αυτά μπροστά στο παιδί. Εγώ, λοιπόν, έδωσα τον έλεγχο στον μπαμπά, τον κοίταξε, τον υπόγραψε και μου τον έδωσε λέγοντας: «Το παιδί δεν έχει να κάνει τίποτα μ' όλα αυτά. Αυτό που ζητάω να μου εξηγήσουν είναι γιατί ξοδεύουμε τόσα πολλά!» «Πήγαινε να παίξεις στο δωμάτιο σου Νικόλα», μου είπε η μαμά. «Καλά σού λέει η μαμά, πήγαινε», είπε κι ο μπαμπάς. Πήγα στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα πάνω στο κρεβάτι κι άρχισα να κλαίω. Πέστε ό,τι θέλετε,αλλ' αν ο μπαμπάςκι η μαμά μ' αγαπούσαν,τότε θα 'χανε ασχοληθείκαιλίγομαζί μου!
  • 25. 25 Γρηγόριος Ξενόπουλος Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867 -1951) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν ζακυνθινή. Μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε μαθηματικά, αλλά ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνία και αναδείχθηκε μια από τις σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας και άσκησε το συγγραφικό επάγγελμα βιοποριστικά. `Εγραψε ένα πλήθος μυθιστορήματα και διηγήματα, καθώς και κριτικές μελέτες και θεατρικά έργα. Αυτή η πληθωρική παραγωγή έβλαψε οπωσδήποτε την ποιότητα του έργου του, όπου συχνά φαίνονται τα σημάδια της προχειρότητας. Συγχρόνως, όμως, η κριτική τού αναγνώρισε την αφηγηματική ευχέρεια, την οξύτητα της παρατήρησης και την άψογη τεχνική. Δεν είναι εξάλλου χωρίς σημασία το πόσο ο Ξενόπουλος διαβάστηκε από ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, ευρύνοντας έτσι το γενικότερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Ο Ξενόπουλος υπήρξε ο πρώτος διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού “Νέα Εστία”, καθώς και αρχισυντάκτης του νεανικού περιοδικού “Διάπλασις των Παίδων”, όπου έγραψε θαυμάσια άρθρα με το ψευδώνυμο “Φαίδων”. Το 1931 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1951. Τα “`Απαντα” του συγγραφέα καλύπτουν 11 τόμους. Τα γνωστότερα από τα έργα του είναι: “Στέλλα Βιολάντη”, “Ο Κόκκινος Βράχος”, “Πλούσιοι και φτωχοί”, “Τερέζα Βάρμα - Δακόστα”, “Οι Φοιτητές”, “Τίμιοι και άτιμοι”, “Τυχεροί και άτυχοι”, “Αναδυομένη”, “Ο κατήφορος”, “Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας”, κ.ά.
  • 26. 26 Η γάτα του παπά Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο ετήσιο Εθνικόν Ημερολόγιον του Σκόκου, το 1913. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο και έχει ως πρωταγωνίστρια τη γάτα του παπα-Ζήσιμου Κλοντηρά. Η γάτα αυτή έχει διαπράξει μια βέβηλη πράξη, ωστόσο ο παπάς την έχει συγχωρήσει επειδή την υπεραγαπά, όχι όμως και η σύζυγός του που απειλεί ότι θα την εξοντώσει αν την επαναλάβει. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας. Πέρασε ήσυχα η εβδομάδα. Η ψιψίνα σαν να κατάλαβε τη φοβέρα και τη συμβουλή, φυλάχθηκε να μην ξανακάνει «τα ίδια». Την Κυριακήν όμως την αυγή, μόλις σηκώθηκε ο παπα-Ζήσιμος κι έκανε την τουαλέτα του και την πρώτη του προσευχή στην καμαρούλα του, κάποιος του χτύπησε την πόρτα με χέρι βιαστικό και φοβισμένο. Τίποτα καλό δεν προμηνούσε αυτό το κτύπημα! O παπάς το φοβήθηκε αμέσως. «Ποιος είναι;», ρώτησε. «Εγώ, ο Χρήστος!», αποκρίθηκε η φωνή του κλαμπανάρου. «Έμπα μέσα… Τι είναι, παιδί μου;» O Χρήστος ο κλαμπανάρος μπήκε στην καμαρούλα χλωμός: «Πάλε τα ίδια, παπά μου!» «Ε;» «Η γάτα, πανάθεμά τη!…» «Ω, συμφορά μου!… Στο ίδιο μέρος;» «Όχι, στην Αγία Πρόθεση…» «Ω, μεγάλη συμφορά!… Ω, μεγάλη αμαρτία!… Ω, κατάρα!… ω, Θε μου και συχώρεσέ με!… ω!…» Απελπισμένος,ο παπάςκτυπούσε τα χέρια και σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι, ζητώντας τον ουρανό. O Χρήστοςο κλαμπανάροςσώπασε μια στιγμή, για να συμμερισθεί με τα ίδια κινήματα την απελπισία του «αφεντός», κι έπειτα είπε: «Να πω τση κυρά-παπαδίας να μου δώσει ό,τι χρειάζεται για να παστρέψω, κι έλα γλήγορα και του λόγου σου να συγυρίσεις και να διαβάσεις την ευχή για το…». «Όχι, ευλογημένε, όχι!», τον αντίσκοψε ο παπάς με τρόμο. «Εσύ να μην αγγίξεις τίποτα· και να μην πεις λέξη τση παπαδίας! ούτε τση Σουζάνας, ούτε κανενός!… Τώρα, τώρα, έρχουμ’ εγώ… Θα τα βολέψω… Ωχ, παλιόγατα, τι μου κάνεις!» Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο το βόλεμα, χωρίς να πάρει είδηση το σπιτικό. Κρύβουνται τέτοιες «συφορές»;…Νερά, σαπούνια, πανιά, ξίδια, κουβαλήθηκαν κρυφά στο Ιερό και το καθάρισμα έγινε από τον παπά και τον κλαμπανάρο, χωρίς υποψία από μέρους της παπαδιάς, που ούτε την ενόχλησαν καθόλου.Αλλά χρειάζοντανκαικαινούρια στρωσίδια για την Πρόθεση και τα κλειδιά της «μπιανκαρίας» τα είχε πάντα η παπαδιά. O παπάς —τι να κάνει;— της έστειλε το Χρήστο. «Να μου δώσεις», της είπε, «δύο παστρικά σκεπάσματα της Αγίας Πρόθεσης· έν’ απλό γι’ από κάτου, κι ένα χυλισμένο για από πάνου». «Μα δεν τ’ αλλάξαμε την περασμένη Κυριακή;», ρώτησε μ’ απορία η παπαδιά. «Ναι, μα… δενεβάλαμε τα καλά», αποκρίθηκε ο Χρήστος. «O Αιδεσιμότατος θέλει εκείνο με τα μέρλα και με τσι κόκκινους φιόγκους, που το έκαμε η σόρα-Σουζάνα».
  • 27. 27 «O ίδιος σ’ το είπε;» «O ίδιος, ναίσκε». «Έλα, Χριστέ και Παναγία! Πάει, ο γέρος μου ξεκουτιάστηκε και δεν ξέρει άλλο τι να κάνει! Μα τ’ είναι σήμερα; Χριστού Λαμπρή ή τ’ Αϊ-Γιαννιού; Κυριακή είναι! Απλή Κυριακή!» «Ναι, μα ξέρεις, κυρα-παπαδία… Προχτές μου χύθηκε το μποτσολάκι με το κρασί… λίγο πάντα… μα ο Αιδεσιμότατος δε θέλει να βλέπει μάκες». Πρέπει να μπέρδευε λιγάκι τα λόγια του ο Χρήστος, γιατί μ’ αυτό η παπαδιά υποψιάστηκε αμέσως. «Μωρέ, Χρήστο», του είπε· «με γελάς!… Εδώ κάτι τρέχει! Γιατί τι παναπεί;» Και διαμιάς σώπασε, κτύπησε το μέτωπό της, κι όπως ήταν ασυγύριστη, με την πρωινή της σκαμπαβία, ροβόλησε τη σκαλίτσα, βγήκε στο περβόλι, έτρεξε στα χαλίκια με τις παντούφλες της και μπήκε στην Εκκλησιά από τη γυάλινη πόρτα του περβολιού. «Καλέ, τι μου λέει ετούτος εδώ;», άρχισε αμέσως να φωνάζει του παπά. «Θέλεις, αλήθεια, ν’ αλλάξεις τα σκεπάσματα τση Πρόθεσης;… Μα γιατί;» «Ωχ, αδερφή!», αποκρίθηκε από το Ιερό ο παπα-Ζήσιμος, σταματώντας την ευχή που μουρμούριζε· «ζήτημα θα το κάμεις και τούτο; Έτσι θέλω! έτσι μ’ αρέσει!» Η παπαδιά στάθηκε στα σκαλοπάτια τουΙερούκαιπιάστηκε απότοκλειστό μισοθυρόφυλλοτης ακρινής θύρας. Σαν γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να μπει παραμέσα. «Άσ’ τα εφτούνα και λέγε μου! Μην εμαγάρισε πάλι η γάτα; Μην την έκαμε πάλι την κουτσουκέλα, η καταραμένη; ε;…» «Μη με σκοτίζεις»,αποκρίθηκε ο παπάς,«μόνο δώσε του Χρήστουό,τισου είπε,και γλήγορα!Έλα!για τα λιγότερα, γιατί σήμερα δε μου περισσεύει όρεξη». Η παπαδιά κοίταξε μέσα στο Ιερό, για να καταλάβει από τα σημάδια. Η Πρόθεση ήταν γυμνή και σαν βρεμένη. Χωρίς άλλο, κάπου είχαν ξεπλύνει το βαμμένο ξύλο, μέσα στην κόχη του τοίχου, που είχε ζωγραφισμένημια Αποκαθήλωση. Δίπλα, σ’ ένα σκαμνί, ήταν τοποθετημένα ανάκατα τα ιερά σκεύη, μα τα λευκά σκεπάσματα, που είχαν σηκώσει, δε φαίνονταν πουθενά. Αν δεν ήταν συναχωμένη η παπαδιά, θα αισθανότανκαι μια δυνατή μυρωδιά από ξίδι δριμύ. Μα της χρειαζόταν κι αυτό για να καταλάβει; Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα. «Παπά, τι μου το κρύβεις;», ξαναφώναξε· «την έκαμε πάλι η παλιόγατα!» «Ε, λοιπόν, ναίσκε!»,αποκρίθηκε από μέσα ο παπάς· «θα σε φοβηθώ; την έκανε πάλι η παλιόγατα! Είναι άλλο;» «Άι!…», ούρλιασε η παπαδιά καιδάγκασε με λύσσα τοδάκτυλότης. «Πού είναι;Τώρα, τώρα θα την εύρω! Κι αν δεν τη σκοτώσω από το ξύλο, να μη με ματαπείς Μαρία!» Γύρισε,έσπρωξε τοΧρήστο,που την είχε ακολουθήσεικαιστεκόταν από πίσω της, και βγήκε έξω, για να βρει την ποίξια, τη δείξια, την παλιόγατα. O παπάς την πήρε αμέσως το κατόπι, σπρώχνοντας κι αυτός τον κακόμοιρο το Χρήστο, που βρέθηκε κει να του φράζει το δρόμο. «Να μου φέρεις πρώτα τα σκεπάσματα να συγυρίσω την Άγια Πρόθεση», της φώναξε στο περβόλι, «κι έπειτα να πας να βρεις τη γάτα καιμακάρινα τη σουβλίσεις.Εμένα μοναχά να μη μου πεις λόγο. Τ’ ακούς; Κοίταξε, μη με κολάσεις αμπονόρα, γιατί σήμερα θα λειτουργήσω!…». «Σαν να μην έφτανε,βλέπεις,το κόλασμα πουσου κάνειη γάτα!»,αποκρίθηκε ηπαπαδιά καθώςέμπαινε στο σπιτάκι. «Βλέπε τα τώρα που δε μ’ άφησες να την πετάξω με το πρώτο».