Weitere ähnliche Inhalte
Ähnlich wie ¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013) (20)
Mehr von ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Ε.ΡΩ. (19)
Kürzlich hochgeladen (10)
¨ΕΡΩ¨ - 14ο ΤΕΥΧΟΣ - (ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013)
- 1. 1
ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΟΣ 2013 / ΠΕΡΙΟ∆ΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ / ΤΕΥΧΟΣ 14
ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΑΥΤΟ ΓΡΑΦΟΥΝ:
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΑΡΟΥΤΟΓΛΟΥ / ΑΡΧΙΜ. ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
/ ΑΡΧΙΜ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΛΟΣ / π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ / ΦΩΤΗΣ
∆ΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ / ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΗΣ / ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ∆ΑΠΕΡΓΟΛΑΣ
/ ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΜΑΛΚΙ∆ΗΣ / ΜΑΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΣΑΓΚΑ / ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΧΟΛΕΒΑΣ / ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΚΟΥΡΗ / ΑΝ∆ΡΕΑΣ ΜΑΤΖΑΚΟΣ / ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ /
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΥ / ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΑΚΑΣ / ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΑΡΡΗΣ / ΓΟΓΡΓΟΛΙΤΣΑ
ΓΕΩΡΓΙΑ / ΑΒΡΑΑΜ ΚΩΣΤΙ∆ΗΣ / ΓΥΠΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ / ΣΑΛΑΜΑΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Ἀφιέρωµα
ΝΕΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
- 2. 1
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
«ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ»
ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ
-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ KATA TON ΝΟΜΟ
Θεόφιλος Παπαδόπουλος, Πρόεδρος
Τηλ.: 6985 085 012
ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Γεώργιος Βιλλιώτης
Δῆμος Θανάσουλας
Χαράλαμπος Στεργιούλης
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ
Γεώργιος Βιλλιώτης
Δήμητρα Τζίκα
Χαράλαμπος Στεργιούλης
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ-ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Γεώργιος Ἀνανιάδης, gmjv2012@gmail.com
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΣΥΝΔΡΟΜΩΝ
Μαρία Ἰωαννίδου, Τηλ.: 2310 552 207
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ἐλευθερία Ντάνη, Τηλ. 2310 552713
Τηλεομοιότυπο: 2310 552209
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΗΝΑΣ
Ἀγγελική Καπετάνιου,
Τηλ. 210 5227967 & 210 6930355
Τηλεομοιότυπο 210 6930355
EΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ
Ἐσωτερικοῦ: 20 Εὐρώ, Ἐξωτερικοῦ: 40 Εὐρώ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ
EUROBANK, BIC: EFGBGRAA
IBAN: GR4002603220000140200352972
ΠΕΙΡΑΙΩΣ: SWIFT-BIC: PIRBGRAA
5253-059675-650
IBAN: GR67 0172 2530 0052 5305 9675 650
«ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ»
Γραφεῖα Θεσσαλονίκης:
Μοναστηρίου 225, Μενεμένη, 54628
Τηλ: 2310 552207, Τηλεομοιότυπο: 2310 552209
Γραφεῖα Ἀθηνῶν:
Πανεπιστημίου 34 & Ἱπποκράτους γωνία, Στοὰ
Παλλάδος, 10679, 2ος ὄροφος, Τηλ.210 5227967
& Πανεπιστημίου 39, Στοὰ Πεσματζόγλου
10679, 5ος ὄροφος, Τηλ.210 6930355
Ἱστοσελίδα: www.enromiosini.gr
Ἠλεκτρ.ταχυδρομεῖο:contact@enromiosini.gr
ISSN: 1792-2828
Οἱ συγγραφεῖς τῶν ἄρθρων φέρουν
τὴν εὐθύνη γιὰ τὶς ἀπόψεις τους.
ΤΕΥΧΟΣ ΑΡ. 14/ ΑΠΡΙΛΙΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2013
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ TOY ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ
ΜΕΛΕΤΗΣ-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ἂς σκύψουμε, ἐπάνω στὴν ἱστορία τοῦ «Βυζαν
τίου» ἀπροκατάληπτα καὶ μὲ εἰλικρίνεια, γιὰ νὰ
βροῦμε τοὺς ἀνυπολόγιστης πολιτικῆς, ἱστορικῆς
καὶ ἀνθρωπιστικῆς ἀξίας θησαυρούς του, οἱ ὁποῖοι
ἦταν οἱ καρποὶ ἀγωνίας τῶν προγόνων μας γιὰ τὴν
ἐν Χριστῷ μεταστοιχείωση τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν
καὶ τὴν ἑδραίωση τῆς πολυπόθητης -κατὰ δύναμιν-
κοινωνικῆς εὐνομίας, πάντοτε ὅσο τὸ ἐπιτρέπει ἡ
ἀνθρώπινη προαίρεση καὶ ἡ «τριπλή νόσος» τῆς φι
λαυτίας, τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς φιληδονίας, ἡ ὁποία,
ὅμως, οὐδέποτε νομιμοποιήθηκε καὶ δοξάσθηκε ἀπὸ
τὴν Ρωμανία.
Τὸ ξεχασμένο ἀπ᾿ ὅλους μας θεοκεντρικὸ «Βυζαν
τινὸ Μοντέλο», ὡς κοσμοαντίληψη καὶ στάση ζωῆς,
ἀποτελεῖ, σήμερα, ἀντικείμενο ἱστορικῆς ἀναψηλά
φισης καὶ μελέτης παγκοσμίως. Ἡ δὲ ψυχὴ αὐτοῦ,
ἡ «παρείσακτη» Ὀρθοδοξία τῶν ἐλλαμφθέντων καὶ
τῶν θεουμένων, ἐπανέρχεται δυναμικὰ ὡς ἡ πίστη
καὶ τὸ ὑπόδειγμα βίου καὶ πολιτείας τῶν «διψασμέ
νων ἐλάφων» ποὺ ἐγκατέλειψαν τὴν πνευματικὴ ξη
ρασία τῶν ματαίων ὑλιστικῶν, λογικοκρατικῶν καὶ
μαγικῶν θρησκειῶν, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀνακάλυψαν
ὅτι μέσα ἀπ᾿ αὐτὲς δὲν ἔχουν πρόσβαση στὶς ἄκτιστες
θεουργικὲς ἐνέργειες τῆς Τριαδικῆς Μονάδας.
Ἡ ἐμπνεύστρια καὶ συνεκτικὴ οὐσία τοῦ «Βυζαν
τινοῦ Θαύματος», ἡ Ἁγία Ἀνατολική τοῦ Χριστοῦ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ προάγει τὴν κοινοκτημο
σύνη καὶ τὴν φιλαλληλία, ἑδραιώνεται ὡς ἡ Πίστη
ἀδόλων ψυχῶν ποὺ ἀποζητοῦν τὴν κάθαρσή τους
ἀπὸ «τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου», ζῶντας πλέον μὲ τὴν
προσδοκία τῆς «καρδιακῆς ἀνάστασης» στὸν Δυτικὸ
Κόσμο καὶ ὄχι μόνον.
Εἶναι πλέον ἀδιαμφισβήτητο τὸ γεγονός, πὼς ὁ ἀν
τικαταναλωτικὸς ἀρχαῖος χριστιανισμὸς τῆς εὐλογη
μένης πενίας, τῆς συναλληλίας καὶ τοῦ ἐξαγιασμοῦ,
ἐμπνέει, πλέον, πάμπολλες φιλόθεες «οἰκουμενικὲς
ψυχές», οἱ ὁποῖες ἐγκαθίστανται παρὰ τὰς πηγὰς τῶν
ἀείρροων «ζωοποιῶν ὑδάτων» γιὰ νὰ «ξεδιψάσουν»
ἐκεῖ τὶς ψυχές τους, προκειμένου νὰ ἀποκαταστή
σουν τὴν τύφλωση τοῦ «νοεροῦ ὀφθαλμοῦ» καὶ νὰ
βιώσουν αὐτὴν τὴν πολυύμνητη «ΗΣΥΧΙΑ» ποὺ μό
νον ἡ ἄκτιστη θεία Χάρις μπορεῖ νὰ ἐπιδαψιλεύσῃ,
διεκδικῶντας καὶ αὐτοί τὴν ΤΕΛΙΚΗ ἐν δόξῃ ἐγγρα
φή τους στὸ «Βιβλίο τῆς Ὄντως Ζωῆς».
Μία ἑλληνοπρεπέστατη Ρωμανία, διασώστρια καὶ
συνεχίστρια τῶν Πανελλήνων τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ
Ἡσιόδου, ἡ ὁποία ἀγκάλιασε καὶ προσέφερε τὴ δυ
νατότητα τοῦ ἐξαγιασμοῦ σὲ ὅλες τὶς φυλὲς τοῦ τότε
γνωστοῦ κόσμου, ἐκπληρώνοντας τὸ ὅραμα τοῦ Ἰσο
κράτη, τοῦ Μεγάλου Ἀλέξανδρου καὶ τοῦ Ἀποστό-
λου Παύλου.
Ἕνα ὑπερχιλιετὲς καὶ εὐλογημένο ὑπερκράτος, τὸ
ὁποῖο συνέλαβε ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ὕπαρξής
του πὼς ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμὸς τῆς γήινης ζωῆς
ἐπεκτείνεται καὶ δοξάζεται στὴν αἰωνιότητα μὲ τὸν
ἁγιασμὸ καὶ τὴ θέωση.
- 3. 2ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α Π Ρ Ι Λ Ι Ο Υ - Ι Ο Υ Ν Ι Ο Υ 2 0 1 3
ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΤΡΙΜΗΝΟΥ
σ. 4
σ. 10
σ. 18
ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ
νεα ρωμη-κωνσταντινουπολη
«ΡΩΜΑΝΙΑ-ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
π. Γεωργίου Δ.
Μεταλληνοῦ
Ο ΜΕΓΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ
ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ἀναστασίου Παρούτογλου
ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ
ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Φώτη Κόντογλου
ΡΩΜΑΝΙΑ,
Η ΓΗ ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ
Νεκτάριου Δαπέργολα
ΟΡΓΑΝΩΣΗ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΡΩΜΑΝΙΑ-ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ
ΡΩΜΗΣ
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
Πρωτοπρεσβυτέρου
Ἀναστασίου Παρούτογλου
ΑΓΙΟΙ, ΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
Μητροπολίτου Διοκλείας
Καλλίστου Ware
Ο ΑΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ
ΕΠΟΠΟΙΪΑΣ
Χαράλαμπου Στεργιούλη
Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Ἀρχιμ. Χρίστου Κυριαζόπουλου
Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Ἀνδρέα Ματζάκου
ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ
ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΗΓΕΜΟΝΑ
Στυλιανῆς Κουρῆ
σ. 48
σ. 58
σ. 62
σ. 68
σ. 22
σ. 26
σ. 38
σ. 42
σ. 46
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Βασιλείου Ἀ. Σαρρῆ
ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Φώτη Κόντογλου
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ
ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ.
MΝΗΜΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Θεοφάνη Μαλκίδη
ΡΩΜΑΝΙΑ, Η ΓΗ ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ
Νεκτάριου Δαπέργολα
ΒΥΖΑΝΤΙΟ: ΚΡΑΤΟΣ ΡΩΜΑΙΩΝ
ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Κωνσταντίνου Χολέβα
- 4. 3
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
σ. 70
σ. 75
σ. 81
σ. 90
σ. 98
σ. 104
σ. 106
σ. 109
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Τo ΒυζάντιομετaτhnAλωση.
ΗΕκκλησία ωςεπιβίωση
τουΒυζαντίου
ἸωάννηΘ.Μπάκα
ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΚΑΙΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΛΟΓΙΟΣΥΝΗ
Φώτη Δημητρακόπουλου
ΤΟΒΥΖΑΝΤΙΟΩΣΜΕΓΕΘΟΣ
ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΚωνσταντίνουΠ.Χρήστου
΄΄ΤΟΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΔΕΝΕΓΙΝΕ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΑΠΟΜΟΝΟΤΟΥ΄΄
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΑΥΤΑΤΑΚΑΣΤΡΑ
ΘΑΞΥΠΝΗΣΟΥΝΤΟΡΩΜΑΙΪΚΟ
ΓιώργουΓυπάκη
ΗΑΠΟΝΟΜΗΤΗΣΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΣΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΑΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑΠΛΑΙΣΙΑ
ΓιώταςΜαδουρᾶ
ΟΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ,ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
ΣτέλιουἈ.Μουζάκη,
ΗΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΖΩΗΣΤΗΝΥΠΑΙΘΡΟ
ΣΤΑΧΡΟΝΙΑΤΩΝΙΣΑΥΡΩΝ
ΚΑΙΤΩΝΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
Η Ρωμηοσυνη ως βιωμα
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ἀρχιμ. Κύριλλου Κεφαλόπουλου
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ 12ο ΑΙΩΝΑ
Γεωργίας Γοργολίτσας
Η ΕΥΑΛΩΤΗ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μαρίας Παπαευσταθίου - Τσάγκα
Τo Βυζάντιο
μετa τhn Aλωση.
Η Εκκλησία
ως επιβίωση
του Βυζαντίου
Ἰωάννη Θ. Μπάκα
ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ
Φώτη Δημητρακόπουλου
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΩΣ
ΜΕΓΕΘΟΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Κ. Π. Χρήστου
΄΄ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΔΕΝ
ΕΓΙΝΕ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ
ΑΠΟ ΜΟΝΟ ΤΟΥ΄΄
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΡωμΑΙϊκη τεχνη και μουσικη
σ. 118
σ. 123
σ. 128
σ.137
σ.139
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑΕΓΚΑΤΑ
ΤΗΣΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣΚΩΝ/ΠΟΛΗΣ
ἈβραὰμΚωστίδη
ΗΜΟΥΣΙΚΗ ΤΗΣΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
ἈθανασίουΣαλαμάνη
- 5. 4
περι ρωμηοσυνησ
ΡΩΜΑΝΙΑ-ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
Ὁμοτίμου καθηγητοῦ
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Χ
ῶρος τῆς ἱστορικῆς πραγμάτωσης
τῆς νέας ἑλληνικῆς ταυτότητας
ὑπῆρξε ἡ Ρωμανία σ’ ὅλη τὴν ἱστο-
ρικὴ ἔκτασή της (περίοδος βυζαντινὴ καὶ
μεταβυζαντινή). Ἡ Ρωμανία καθιερώθη-
κε ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῶν Φράγκων νὰ
ὀνομάζεται Βυζάντιο. Ἐντούτοις «κράτος
γνωστὸν ἐπισήμως ὡς «βυζαντινόν» δὲν
ὑπῆρξε ποτέ […]. Οἱ ὅροι «βυζαντινόν»
καὶ «βυζαντινὴ ἱστορία» […]. εἶναι ἀνύ-
παρκτοι […]. Τοὺς ἑαυτούς των ὠνόμα-
ζον (οἱ «βυζαντινοί») μόνο Ρωμαίους,
ἡ αὐτοκρατορία των ἦτο ρωμαϊκὴ καὶ
πρωτεύουσά των ἡ Νέα Ρώμη» (Ἰω. Κα-
ραγιαννόπουλος). Ὁ ὅρος Ρωμανία, γιὰ
τὸν προσδιορισμὸ τοῦ χριστιανικοῦ κρά-
τους εἶναι γνωστὸς ἤδη τὸν 4ο αἰῶνα καὶ
χρησιμοποιεῖται ἀπὸ Ἕλληνα συγγραφέα,
τὸν Μέγα Ἀθανάσιο: «…ὅτι μητρόπολις ἡ
Ρώμη τῆς Ρωμανίας, (Ἱστορία Ἀρειανῶν
πρὸς Μοναχούς, Ε, 35).
Μὲ τὴ γενίκευση τοῦ ὀνόματος «Ρω-
μαῖος», ἀπὸ τὸν 3ο μ.Χ. αἰῶνα, ὁ Ἕλλη-
νας ἔγινε πολίτης τῆς ἐξελληνισμένης
- 6. 5
πολιτιστικὰ ρωμαϊκῆς οἰκουμένης. Τὸ
330 δέ, μὲ τὴ θεμελίωση τῆς Νέας Ρώ-
μης-Κωνσταντινούπολης, ἔγινε πολί-
της τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης, τῆς
Ρωμανίας. Ἀπὸ τότε θὰ ὀνομάζεται, μαζὶ
μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους λαοὺς τῆς Αὐτο-
κρατορίας, Ρωμαῖος (καὶ Ρωμηός), ποὺ
θὰ σημαίνει ὀρθόδο-
ξος-πολίτης τῆς χρι-
στιανικῆς οἰκουμέ-
νης. Τὸ στοιχεῖο τῆς
πίστεως θὰ ταυτισθεῖ
μὲ τὴν ἐθνικότητα
καὶ αὐτὸ θὰ κρατή-
σει μέχρι τὸν 19ο
αἰῶνα. Δὲν θὰ εἶναι
ὅμως πιὰ πολίτης τῆς
Παλαιᾶς, ἀλλὰ τῆς
Νέας Ρώμης. Ρωμα-
νία (καὶ Ρωμηός),
εἶναι οἱ ἐθνικὲς ὀνο-
μασίες τοῦ μεσαιωνι-
κοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ
ἐκφράζουν τὴν ὀργα-
νικὴ συνέχειά του.
Ἡ Νέα Ρώμη-
Κωνσταντινούπολη,
ἢ ἁπλῶς Πόλη, εἶναι
ἡ συνέχεια τῆς Πα-
λαιᾶς Ρώμης, ποὺ
κυριολεκτικὰ μετα-
φέρθηκε στὴν Ἀνα-
τολὴ (translatio καὶ
renovatio urbis). Ἡ
Νέα Ρώμη ἀναδεί-
χθηκε σὲ χριστιανικὴ
καὶ ἑλληνικὴ πρω-
τεύουσα. Μέσα στὸ
πολιτειακὸ σκεῦος
τῆς Ρωμανίας – τοῦ
κράτους τῆς Νέας
Ρώμης – ἡ ἑλληνικὴ
συνείδηση πραγμά-
τωσε τὴν οἰκουμενικό-
τητά της, στὰ ὅρια τῆς συναδέλφωσης
ὅλων τῶν «Ρωμαίων», δηλαδὴ χρι-
στιανῶν, σὲ μίαν ὑπερφυλετικὴ ἑνό-
τητα, τὸ «ἔθνος ἅγιον» (Α΄ Πέτρ. 2, 9),
τὸ «Γένος τῶν Ρωμαίων». Ἡ ἕνωση καὶ
συναδέλφωση αὐτὴ πραγματωνόταν
ἀδιάκοπα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ Βυ-
ζάντιο ὁλόκληρο, ἄλλωστε, λογιζόταν
ὡς Μεγάλη Ἐκκλησία. Ἡ παλαιὰ ἀντί-
θεση «Ἕλληνες-βάρβαροι» θὰ μετα-
βληθεῖ, μέσα στὸ φῶς τῆς νέας πίστης,
σὲ γόνιμη σύνθεση: «οὐκ ἔνι (ὑπάρχει)
Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος… βάρβαρος, Σκύ-
θης…» (Κολ. 3, 11).
Οἱ Ἕλληνες ἀναπροσανατολίσθη-
καν, ἔτσι, ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα καὶ τὰ ἄλλα
ἑλληνικὰ κέντρα πρὸς τὴν Κωνσταντι-
Ὁ Χριστός, ψηφιδωτό, Ἁγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη, 13ος αἰ.
- 7. 6
νούπολη, χωρὶς ὅμως ἄρνηση τῆς ἑλλη-
νικότητάς τους. Ὁ πόλεμος ἐνάντια
στὴν εἰδωλολατρία δὲν ἦταν ἀπόρριψη
τοῦ ἑλληνισμοῦ καθαυτόν, ἀλλὰ ἀντί-
θεση στὴν «εἰδωλικὴ μανία» τῆς ἀρχαί-
ας θρησκείας. Ἀπὸ τὸν 7ο-8ο αἰ. ἡ Χρι-
στιανικὴ Αὐτοκρατορία ἔγινε καθαρὰ
ἑλληνική. Γιατί ἡ ἑλληνικότητα ὡς
φιλαλήθεια σώθηκε μέσα στὴν πατε-
ρικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
λατρεία σὲ μίαν ἀδιατάρακτη συνέχεια.
Σ’ αὐτὰ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ συ-
νεχὴς σπουδὴ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφί-
ας καὶ γλώσσας στὴν παιδεία, ἀλλὰ καὶ
ἡ συνεχὴς χρήση τῆς ἑλληνικῆς γλώσ-
σας στὴν καθημερινὴ ζωή, ὥστε νὰ
εἶναι δυνατὴ ἡ ἀδιάκοπη ἄντληση ἀπὸ
τὸν δυναμικὸ αὐτὸ φορέα τοῦ ἑλληνι-
κοῦ πνεύματος.
Μολονότι ὅμως τὸ ἑλληνικὸ στοι-
χεῖο ἦταν ὁ καταλύτης τοῦ πολυεθνι-
κοῦ ἀμαλγάματος τῆς Χριστιανικῆς
Αὐτοκρατορίας, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ
καλλιεργηθεῖ ἐθνικιστικὴ συνείδηση,
τάση δηλαδὴ γιὰ ἐπιβολὴ τῆς ἑλλη-
νικῆς ἐθνότητας πάνω στὶς ἄλλες. Ἡ
Ρωμανία ἔμεινε ὑπερφυλετικὴ καὶ
ὑπερεθνική, γιατί ὁλόκληρη ἦταν τὸ
ἕνα χριστιανικὸ ἔθνος. Ἡ συγγένεια
ἦταν πνευματικὴ καὶ ὄχι φυλετική·
τὸ ὁμόπιστο καὶ ὁμόδοξο. Ἀλλὰ καὶ ἡ
ἐκκλησιαστικὴ λατρεία δημιουργοῦσε
κλίμα ψυχικῆς καὶ ἐθνικῆς συνταύτι-
σης. Ὁ ναὸς ἀναδείχθηκε σὲ μεταστοι-
χειωμένη «ἐκκλησία τοῦ δήμου» καὶ
τὸ κέντρο συνόλης της ζωῆς. Κάτω ἀπὸ
τὸν τροῦλλο τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ καὶ
τὸν κοινὸ Πατέρα, τὸν Παντοκράτορα,
γινόταν συνειδητὴ ἡ ἑνότητα μέσα στὸ
ἕνα Σῶμα. Ἡ πατερικὴ πνευματικότη-
τα, στὸ ποσοστὸ ποὺ γινόταν τρόπος
ζωῆς, ὁδηγοῦσε τοὺς πιστοὺς στὴ συ-
ναδέλφωση, μὲ τὴ συνεχῆ μεταβολὴ τῆς
ἰδιοτέλειας σὲ ἀνιδιοτέλεια, μὲ τὴ βοή-
θεια τῆς ἄσκησης καὶ τοῦ πνευματικοῦ
ἀγῶνα.
Τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν
ἐπέτρεπε τὴ δημιουργία φυλετισμοῦ
(ρατσισμοῦ), πίστεως δηλαδὴ στὴ φυ-
σικὴ διάκριση τῶν ἀνθρώπων, καὶ γι’
αὐτὸ οὔτε δουλοπαροικίας ἢ ἀποικιο-
κρατίας, ὅπως συνέβη στὴ Δύση μὲ τὴ
φραγκικὴ κατάκτηση. Ἡ λεγόμενη φε-
ουδαρχία τοῦ Βυζαντίου ἦταν γαιοκτη-
τικοῦ χαρακτῆρα καὶ οἱ ὑπάρχουσες
στὴ βυζαντινὴ κοινωνία διαφορὲς ἦταν
οἰκονομικῆς μορφῆς καὶ ὄχι φυσικὴ διά-
κριση κυρίων καὶ δούλων. Σ’ ἀντίθεση
μὲ τὴ δυτικὴ (φράγκικη) φεουδαρχία,
στὴ Ρωμανία-Βυζάντιο διατηρήθηκε
ἡ ἑλληνιστικὴ καὶ ρωμαϊκὴ παράδοση
τῆς διάκρισης ἰδιωτικοῦ καὶ δημοσίου
δικαίου καὶ τὸ συγκεντρωτικὸ κράτος,
ποὺ ἐπέβαλλε καθολικὰ τὴν ἰδεολογία
του, ὡς ἐθνικὴ ἰδεολογία.
Τὸ ἴδιο δὲν ὑπῆρξε στὸ Βυζάντιο· ἡ
ἔννοια τῆς κληρονομικῆς μεταβιβάσε-
ως ἀξιωμάτων, οὔτε ἀκόμη σ’ αὐτὸ τὸν
αὐτοκρατορικὸ βαθμό. Τὰ μυστήρια
τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος
ἐξίσωναν ὅλους τους πολῖτες καὶ τοὺς
ἔδιναν δικαίωμα –καὶ ὄχι μόνο θεωρη-
τικὰ- νὰ διεκδικήσουν ὄχι μόνο τὸν
πατριαρχικό, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν αὐτο-
κρατορικὸ θρόνο. «Ποιός μποροῦσε νὰ
ἐξιχνιάσει τὰ μυστήρια τῆς θείας Πρό-
νοιας καὶ ν’ ἀποκλείσει ὅτι ὁ χθεσινὸς
χωρικὸς θἆταν ἴσως ὁ αὐριανὸς αὐτο-
κράτορας καὶ ἡ περιφρονημένη ἑταί-
ρα ἡ αὐριανὴ δέσποινα καὶ αὐγοῦστα
Ρωμαίων;» -παρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς Ἰ.
Καραγιαννόπουλος. «Μὲ λίγη τύχη κα-
θένας, ποὺ διέθετε προσόντα, μποροῦσε
νὰ φθάσει σὲ ὑψηλὴ θέση, ὁποιαδήποτε
κι ἂν ἦταν ἡ καταγωγή του» (Στ. Ράν-
σιμαν).
Τὸ ἰδανικὸ τοῦ Ρωμηοῦ θὰ εἶναι ἡ
θέωση. Ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ μέσα στὸ
σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἦταν ὁ στό-
χος ὅλης τῆς ζωῆς καὶ αὐτὸ νοοῦμε,
ὅταν λέμε ὅτι στὸ Βυζάντιο ὅλοι θεο-
λογοῦσαν. Τὸν στόχο δὲ αὐτὸ ἔπρεπε
νὰ ὑπηρετοῦν, μὲ ὅλη τὴ δομὴ καὶ λει-
τουργία τους, ὄχι μόνο ἡ Ἐκκλησία,
ἀλλὰ –ὅσο κι ἂν φαίνεται σήμερα παρά-
δοξο- καὶ ἡ Πολιτεία. Ὅπως θὰ σημει-
ώσει ὁ Μέγας Βασίλειος: Τόσο ἡ ἐκκλη-
σιαστική, ὅσο καὶ ἡ πολιτικὴ διακονία
- 8. 7
«εἰς ἕν ὁρῶσιν(=ἀποβλέπουν) τέλος,
τὴν τῶν ὑπηκόων σωτηρίαν».
Γι’ αὐτὸ οἱ αἱρέσεις ἀντιμετωπίζο-
νταν μὲ τόσο πάθος καὶ ἀγωνία. Γιατί
ἔκλειναν τὸν δρόμο στὴ θέωση, κάνο-
ντας ἀδύνατη τὴ σωτηρία. Στὴ συνεί-
δηση τοῦ Γένους ἡ αἵρεση εἶναι ἕνα
φάρμακο νοθευμένο, ποὺ δὲν μπορεῖ
νὰ προσφέρει τὴ θεραπεία τῆς ἀνθρώ-
πινης ὕπαρξης (ἁγιοπνευματικὸ φωτι-
σμό), ἀλλ’ ἀντίθετα θανατώνει πνευ-
ματικὰ καὶ αἰώνια. Γι’ αὐτὸ ἡ μὲν
Ἐκκλησία ἀντιμετώπιζε τὴν αἵρεση
ὡς νοθεία στὸν τρόπο σωτηρίας, ἐνῷ ἡ
Πολιτεία ὡς νοθευμένο φάρμακο, καὶ
συνεπῶς ἐπικίνδυνο γιὰ τὴ δημόσια
ὑγεία. Ἔτσι, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα
στὴ περίπτωση αὐτή, ἔπρεπε νὰ ἀπο-
συρθεῖ ἀπὸ τὴν κυκλοφορία. Γι’ αὐτὸ
καίγονται τὰ αἱρετικὰ συγγράμματα
στὸ Βυζάντιο, ἀλλ’ ὄχι καὶ οἱ αἱρετικοί.
Δὲν γνώρισε ποτὲ «Ἱερὰ Ἐξέταση» ἡ
Ρωμηοσύνη. Ἔξω ἀπὸ αὐτὲς τὶς προϋ-
ποθέσεις πολλὰ πράγματα
παραμένουν ἀκατανόητα
ἤ, θεωρούμενα μὲ τὰ ση-
μερινὰ κριτήρια, ὁδηγοῦν
ἀναπότρεπτα σὲ παρερμη-
νεῖες. Αὐτὴ δὲ ἡ νοοτρο-
πία θὰ ἐπικρατεῖ μέχρι τὸ
19ο αἰῶνα, ἔστω καὶ ἂν
μεταγενέστερα οἱ πρακτι-
κές, ὄχι σπάνια, θὰ ἔχουν
ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὶς ἡσυ-
χαστικὲς προϋποθέσεις.
Ἀνθρωπολογικὸ πρό-
τυπό του Γένους δὲν
ἦταν ὁ σοφὸς ἢ ὁ «καλὸς
κἀγαθὸς» τῆς ἀρχαιότη-
τας, ἀλλὰ ὁ ἅγιος. Οἱ Ἅγιοι
(ἄνδρες καὶ γυναῖκες)
εἶναι γιὰ τὴ Ρωμηοσύνη
ἡ βεβαίωση τοῦ γεγονό-
τος τῆς θεώσεως, ποὺ δη-
λώνεται μὲ τὴν ἀφθαρσία
τῶν λειψάνων τους καὶ
μὲ τὰ θαύματά τους. τὰ
μοναστήρια, ὅπου ἀνα-
δεικνύονται οἱ Ἅγιοι,
λειτουργοῦσαν –παρὰ τὶς
ὁποιεσδήποτε ἐλλείψεις-
ὡς πνευματικὰ θεραπευ-
τήρια, ποὺ δίδασκαν τὴ
μέθοδο, μὲ τὴν ὁποία μπο-
ρεῖ ὁ πιστὸς νὰ ἀγωνισθεῖ
γιὰ τὸν ἁγιοπνευματικὸ φωτισμὸ καὶ
τὴ θέωσή του. Γι’ αὐτὸ κατέφευγαν
σ’ αὐτὰ ὄχι μόνο ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ
λαοῦ, ἀλλὰ καὶ σοφοὶ κατὰ κόσμον, καὶ
ἄρχοντες, καὶ μέλη τῆς βασιλικῆς οἰκο-
γένειας ἢ καὶ αὐτοκράτορες ἀκόμη. Τὸ
ἰδανικὸ τῆς θέωσης ἦταν καθολικὸ καὶ
ἐξίσωνε ὅλες τὶς κοινωνικὲς βαθμίδες.
Αὐθεντίες τῆς Βυζαντινῆς κοινωνίας
δὲν ἦταν ὁ αὐτοκράτορας ἢ ὁ Πατρι-
άρχης, ἀλλὰ οἱ μεγάλοι Γέροντες, οἱ
Λεπτομέρεια ἀπὸ ἔργο τοῦ Φώτη Κόντογλου
- 9. 8
πνευματικοὶ δηλαδὴ πατέρες. Αὐτὲς οἱ
ἀντιλήψεις θὰ ἰσχύσουν καὶ στὴν πε-
ρίοδο τῆς δουλείας μὲ καθολικὴ σχεδὸν
ἀπήχηση. Ἡ σύμφυρση μὲ ἄλλα ρεύμα-
τα καὶ νοοτροπίες θὰ καθορίζει σὲ κάθε
ἐποχὴ τὴν ἐμβέλεια καὶ τὴ δυναμική
τους.
Αὐτὴ ἡ συνείδηση καὶ στάση ζωῆς
θὰ συνεχισθοῦν καὶ στὴ μεταβυζαντινὴ
κοινωνία. Τὸ 1453 βρῆκε τὸ Γένος μας
ἀδύνατο πολιτικά, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνευ-
ματικά. Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση –ἡ
πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδοξίας- κράτησε
τὸ Γένος πλούσιο σὲ ψυχικὲς δυνάμεις
καὶ γι’ αὐτὸ μπόρεσε νὰ ξεπεράσει τὴ
μακρόχρονη δουλεία καὶ νὰ μὴ συμβι-
βασθεῖ ποτὲ μαζί της. Ἡ περίοδος τῆς
δουλείας μάλιστα θὰ σημαδευτεῖ ἀπὸ
τὴν ἀναθέρμανση τῆς ρωμαίικης συ-
νείδησης καὶ τῆς συναίσθησης τῆς ἰδι-
αιτερότητάς του ἀπέναντι στοὺς ἀνα-
τολικοὺς καὶ δυτικοὺς ἐπιβουλευτὲς
τῆς ταυτότητάς του.
Κρίσιμο, βέβαια, εἶναι τὸ ἐρώτημα.
Καὶ ἡ ἐθνικὴ συνείδηση; Χάθηκε ἡ
ἑλληνικὴ συνείδηση μέσα στὴ Ρωμα-
νία; Οἱ σημερινὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὸ
ἔθνος, καρπὸς τῆς Γαλλικῆς Ἐπανά-
στασης, ὁδηγοῦν σὲ ἀλληλοσυγκρου-
όμενες ἀπόψεις. Διατυπώθηκαν, ἔτσι,
διάφορες ἑρμηνεῖες, ὅπως οἱ ἀκόλου-
θες: α) Οἱ Ἕλληνες στὴ Ρωμανία ἦταν
ὑπόδουλοι στοὺς Βυζαντινοὺς τυρρά-
νους. β) Οἱ Νεοέλληνες δημιουργήθη-
καν μέσα στὴ Φραγκοκρατία καὶ τὴν
Τουρκοκρατία καὶ δὲν ἔχουν σχέση μὲ
τοὺς Βυζαντινούς. γ) Ὁ ἀρχαῖος Ἑλλη-
νισμὸς συνεχίσθηκε στὸ Βυζάντιο καὶ
τὴ δουλεία, χωρὶς ὅμως ἀνάμειξη μὲ τὶς
ἄλλες ἐθνότητες τῆς βυζαντινῆς πολυε-
θνότητας. Τί θ’ ἀπαντούσαμε σ’ αὐτά;
Μέσα στὴ βυζαντινὴ οἰκουμενι-
κότητα τὸ ὀρθόδοξο αἴσθημα ἐκμηδέ-
νιζε τὶς φυλετικὲς ἀντιθέσεις καὶ δὲν
συγκρουόταν μὲ τὴ συνείδηση τῆς
καταγωγῆς. Κάθε ἐθνότητα αἰσθανό-
ταν ὡς μέρος ἑνὸς ὅλου, ἐπαρχία τῆς
οἰκουμένης, καὶ κάθε ἄνθρωπος πο-
λίτης τοῦ κράτους τῆς Νέας Ρώμης.
Ἂν θέλαμε κάποια –ὄχι ἀπόλυτη, φυ-
σικὰ- ἀντιστοιχία, θὰ παραπέμπαμε
στὶς σημερινὲς Ἡνωμένες Πολιτεῖες
τῆς Ἀμερικῆς γιὰ τὸν πολυεθνικό τους
χαρακτῆρα. Ἡ κάθε «ἐθνικὴ» γλῶσσα
σωζόταν παράλληλα μὲ τὶς ἐπίσημες
κρατικὲς γλῶσσες, λατινικὴ καὶ ἑλλη-
νική. Ἡ διγλωσσία, ἄλλωστε, εἶχε ἀρχί-
σει μὲ τὸν ἐξελληνισμὸ τῆς Ρώμης, ἤδη
ἀπὸ τὸν 3ο αἰ. π.Χ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἑλληνι-
κότητα, μέσῳ τῆς Ὀρθοδοξίας, γινόταν
κτῆμα καὶ τῶν μὴ ἐκ καταγωγῆς Ἑλλή-
νων. Οἱ χωριστικὲς τάσεις ὁρισμένων
ἐθνοτήτων (π.χ. Βουλγάρων, Σέρβων),
ποὺ συνέπιπταν μὲ τὴν ἀποδυνάμω-
ση τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας, ἐκφράζουν
ἀδυναμία πλήρους ἐνσωμάτωσης στὴν
ἑλληνίζουσα Ρωμανία, καὶ ἔξαρση
τοῦ ἐθνικισμοῦ, ποὺ παραμέριζε τὴν
Ἀπὸ τὸν 7ο-8ο αἰ. ἡ Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία ἔγινε
καθαρὰ ἑλληνική. Γιατί ἡ ἑλληνικότητα ὡς φιλαλήθεια,
σώθηκε μέσα στὴν πατερικὴ θεολογία
καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία,
σὲ μίαν ἀδιατάρακτη συνέχεια.
- 10. 9
Ὀρθοδοξία. Ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση,
τουλάχιστο στοὺς κατόχους κάποιας
παιδείας, δὲν χάθηκε καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ
ὅρος «Ἕλλην» σήμαινε μόνο ἐθνικὸς-
εἰδωλολάτρης. Γιατί δὲν εἶναι τὰ ὀνό-
ματα, ποὺ σώζουν τὴ συνείδηση, ἀλλὰ
τὸ φρόνημα. Καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα
σωζόταν μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἱεραρ-
χόταν ὀρθὰ ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση καὶ
ἐναρμονιζόταν μὲ τὴν εὐρύτερη συγγέ-
νεια, τὴ ρωμαίικη –οἰκουμενικὰ ἑλλη-
νική. Ἀπὸ τὸ 212 μ.Χ. οἱ Ἕλληνες φέ-
ρουν μὲ τὴν ἴδια ὑπερηφάνεια τὰ ὀνό-
ματα Ἕλληνας καὶ Ρωμηός. Τὸ πρῶτο
τους συνδέει μὲ τὴν ἀρχαιότητα. Τὸ
δεύτερο μὲ τὴ συνέχειά τους μέσα στὴν
Ὀρθοδοξία. Τὸ ἕνα δὲν ἀποκλείει, ἀλλὰ
προϋποθέτει τὸ ἄλλο. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος
Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς (1714-1779), ἐνῷ
ἔλεγε στὸν λαὸ «δὲν εἴσθενε Ἕλληνες»,
δηλαδὴ εἰδωλολάτρες, ἔκτιζε ἑλληνικὰ
σχολεῖα καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴ διάσω-
ση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἡ χρήση,
ἄλλωστε, τῶν ὀνομάτων δὲν ἀρκεῖ, γιὰ
νὰ ἐξασφαλίσει τὴ συνέχεια τῆς ταυτό-
τητας. Χρειάζεται καὶ ἡ διατήρηση τῶν
συστατικῶν της, ποὺ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη
πίστη, ὁ ρωμαίικος τρόπος ζωῆς καὶ ἡ
ἑλληνικὴ γλῶσσα. Γι’ αὐτὸ ὅσοι ἄλλα-
ζαν τὴν πίστη τους, ἐξισλαμιζόμενοι ἢ
ἐκλατινιζόμενοι (τουρκεύοντες ἢ φρα-
γκεύοντες), ἢ ἐπέστρεφαν στὴν εἰδω-
λολατρία ἀποξενώνονταν καὶ ἀπὸ τὸν
Ἑλληνισμὸ (στὴ ρωμαίικη διάστασή
του) καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία.
Γιατί ὁ παγανιστικὸς ἑλληνισμός, ποὺ
ἤθελε νὰ ἀναστήσει ὁ Πλήθων, πέρασε
ὁριστικά. Ὁ Παρθενῶνας στὴν ἀθηνα-
ϊκὴ Ἀκρόπολη, δὲν εἶναι πιὰ εἰδωλολα-
τρικὸς ναός, ἀλλὰ ναὸς τῆς Ἀειπαρθένου
Μαρίας καὶ Θεοτόκου καὶ ὁ ναὸς τοῦ
Ἡφαίστου στὸ Θησεῖο ἐκκλησιὰ τοῦ
Ἁγίου Γεωργίου. Ἡ προχριστιανικὴ
θρησκευτικὴ ἀναζήτηση τοῦ ἑλληνι-
σμοῦ, ποὺ ἐκφράσθηκε αὐθεντικὰ μὲ
μνημεῖα σὰν αὐτά, ἀναγεννήθηκε μέσα
στὸ φῶς τῆς Χάρης καὶ ἔγινε ἑκούσια
Χριστιανικὸς Ἑλληνισμός, μὲ πρωτο-
πόρους σ’ αὐτὴ τὴν ἀνακαίνιση τοὺς
ἁγίους Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων.
Σὲ μιὰν ἱστορικὴ στιγμὴ ὁ Ἑλλη-
νισμὸς θὰ ἀναγκασθεῖ ἀπὸ τὰ πράγμα-
τα νὰ ξεχωρίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν
ὑπερεθνικὴ ἑνότητα τῆς Ρωμανίας,
τονίζοντας τὴν ἰδιαιτερότητά του ὡς
ἐθνότητας, χωρὶς ὅμως τὴν ἔννοια τῆς
χωριστικῆς ὀντότητας ἀπὸ τὴ «Βυζα-
ντινή» αὐτοκρατορία. Ἡ ἀφορμὴ δόθη-
κε ἀπὸ ἔξω.
Ἡ φραγκικὴ κατάκτηση (1204)
ἰσχυροποίησε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση
τῶν Ἑλλήνων καὶ σ’ ἀντίδραση πρὸς
τοὺς Φράγκους κατακτητὲς τονιζόταν
τὸ ἑλληνικὸ ἐθνικὸ ὄνομα. Αὐτὸ ὅμως
ἔγινε χωρὶς τὴν ἐλάχιστη διάσταση μὲ
τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἀπέκτησε ἀκόμη
μεγαλύτερη σημασία, ἀφοῦ αὐτὴ οὐσι-
αστικὰ διαφοροποιοῦσε τὸν Ἕλληνα
ἀπὸ τὸ Φράγκο, ὅπως ἀργότερα ἀπὸ τὸν
Τοῦρκο. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε ἡ ἐδα-
φικὴ συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας,
τόσο περισσότερο αὐτὴ συνδεόταν μὲ
τὴν ἑλληνικὴ ἐθνότητα. Ὅταν ἔπεσε
ὁριστικὰ στὰ 1453, ἦταν καθαρὰ ἑλλη-
νική, ἐνῷ ἄλλες βυζαντινὲς ἐθνότητες
(Βούλγαροι, Σέρβοι) ἔδειχναν διαρκῶς
τάσεις ἀποδέσμευσης καὶ αὐτονόμη-
σης. Ἐπανένταξη τῶν ρωμαίικων ἐθνο-
τήτων στὴ Ρωμαίικη ὑπερεθνότητα θὰ
γίνει μέσα στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρα-
τορία, στὴν ὁποία ἡ Ρωμηοσύνη θὰ ξα-
ναβρεῖ τὴν ἑνότητά της.
Ἔτσι ὅμως ἐξηγεῖται, γιατί σ’ ὅλη τὴ
μεταβυζαντινὴ περίοδο θὰ στρέφουν οἱ
Ἕλληνες συνεχῶς τὴ σκέψη στὴ βυζα-
ντινὴ κληρονομιὰ καὶ ἡ ἑλληνικὴ Με-
γάλη Ἰδέα θὰ πάρει χαρακτῆρα καθαρὰ
ρωμαίικο-βυζαντινό, μένοντας πάντα
προσανατολισμένη στὴν Κωνσταντι-
νούπολη. Ἡ ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ,
ἀπὸ τὴν Πόλη στὴν Ἀθῆνα καὶ ἀπὸ τὴ
Ρωμαίικη οἰκουμένη στὸ ἑλληνικὸ
ἐθνικὸ κράτος, θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα
μεταγενεστέρων ἐξελίξεων καὶ ξένων
ἐπιρροῶν.
- 11. 10
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀναστασίου Παρούτογλου
Ὁ
Μέγας Κωνσταντῖνος γεννήθηκε
τὸ 274 μ.Χ. στὴ Ναϊσὸ ἢ Νίσσα
τῆς Μοισίας, περιοχὴ δηλαδὴ τῆς
σημερινῆς Νοτιοσλαβίας ἢ Κεντρικῆς
Σερβίας.
Μητέρα του ἦταν ἡ ἁγία Ἑλένη. Τό-
πος γεννήσεως τῆς Ἁγίας μητέρας του
ἀναφέρεται τὸ Δράπανο τῆς Βιθυνίας,
ποὺ λέγεται σήμερα Γιάλοβα καὶ ποὺ
στὴν ἐποχή του ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος
εἶχε μετονομάσει ὁ ἴδιος, πρὸς τιμήν της,
σὲ Ἑλενόπολη. Πατέρας τοῦ Ἁγίου ἦταν
ὁΚωνστάντιοςὁΑ΄,ὁὀνομαζόμενοςΧλω-
ρός, γιὰ τὴ χλωμότητα τοῦ προσώπου
του. Ἡ Ἰλλυρία, ποὺ εἶναι ἡ σημερινὴ
βορειοδυτικὴ περιοχὴ τῆς Βαλκανικῆς
χερσονήσου ἡ περιβρεχόμενη δυτικὰ ἀπὸ
τὴν Ἀδριατικὴ θάλασσα, ἦταν ἡ πατρίδα
τοῦ πατέρα του. Ἡ Ἑλένη ἐπηρέασε τὸν
γιό της Κωνσταντῖνο. Προσπάθησε νὰ
τοῦ μεταδώσει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ
καὶ νὰ φέρεται μὲ συμπάθεια στοὺς χρι-
στιανοὺς καὶ στὴν Ἐκκλησία.
Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντῖνος εὑρί-
σκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορα
Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ
ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ
δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μα-
ξιμιανός, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώμα-
τά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο
ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ
Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ
Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντι-
ος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306
μ.Χ. καὶ ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο
τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, κάτι ὅμως ποὺ
δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ
μία σειρὰ ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέ-
γας Κωνσταντῖνος συγκρούεται μὲ τὸν
Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος
πλεονεκτοῦσε στρατηγικά, ἐπειδὴ διέθε-
τε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς
τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπο-
νημένος. Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ Μέγας
Κωνσταντῖνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθά-
νεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμμία
ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκλη-
ση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ
προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ
καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος,
δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ.
Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους
αὐτοὺς ποὺ μαζί τους συνδιοικοῦσε τὴν
αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν
πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς
καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχι-
σε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ ἱκε-
τεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῷ
προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ
μία πρωτόγνωρη θεοσημία.
Κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες, στὶς 26
Ὀκτωβρίου τοῦ 312, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ
τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «ΕΝ
ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Καὶ ἐνῷ προσπαθοῦσε
νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ
μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ
νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν
ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυ-
- 12. 11
ροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει
ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποι-
εῖ ὡς φυλακτήριο γιὰ τοὺς πολέμους.
Ἔχοντας τότε ὡς σημαία του τὸ χρι-
στιανικὸ λάβαρο ἀρχίζει νὰ προελαύνει
πρὸς τὴ Ρώμη. Οἱ δύο ἀντίπαλοι συνα-
ντήθηκαν στὶς 28 Ὀκτωβρίου 312 μ.Χ.
στὴ Saxa Rubra, ἐπάνω στὴ Φλαμινία
ὁδὸ καὶ κοντὰ στὴ Μιλβία γέφυρα τοῦ
ποταμοῦ Τίβερη. Ὁ Μαξέντιος ἀρχικὰ
εἶχε ἀποφασίσει νὰ κλειστεῖ στὰ ἰσχυρὰ
τείχη τῆς Ρώμης καὶ νὰ ἀναλώσει τὶς δυ-
νάμεις τοῦ Κωνσταντίνου στὴν πολιορ-
κία. Ὅμως, ἄλλαξε γνώμη καὶ ἀποφάσισε
νὰ ἀντιμετωπίσει ἀνοιχτὰ τὸν ἀντίπαλό
του. Στὴ μάχη ποὺ ἀκολούθησε, οἱ Πραι-
τοριανοὶ τοῦ Μαξεντίου προέβαλαν σθε-
ναρὴ ἀντίσταση. Ὅμως, ἡ ἄριστη στρα-
τηγικὴ τοῦ Κωνσταντίνου, ὁ ἐξαιρετικὸς
προγραμματισμὸς τῶν κινήσεων τοῦ
ἱππικοῦ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν στρατι-
ωτῶν (ἰδίως τῶν Χριστιανῶν), ἀποδεκά-
τισαν τὸν στρατὸ τοῦ Μαξεντίου.
Λέγεται,μάλιστα,πὼςγι' αὐτὸὁΜου-
σολίνι θέλησε νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν Ἑλλη-
νισμὸ στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1940. Για-
τί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐπικεφαλῆς
τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν, συνέτριψε
τὸν ρωμαϊκὸ στρατὸ τοῦ Μαξεντίου τὴν
ἴδια ἀκριβῶς ἡμέρα (28 Ὀκτωβρίου τοῦ
312 μ.Χ.), ποὺ ἐπέφερε καὶ τὸ τέλος τῆς
Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ὁ εὐσεβὴς καὶ θεοσκεπὴς βασιλεύς,
ὅταν εἰσῆλθε στὴ Ρώμη, διέταξε καὶ ἔστη-
σαν τὸν Τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρὸ στὰ
κεντρικότερα μέρη τῆς πόλεως. Ἐρεύνη-
σε μὲ προσοχὴ καὶ βρῆκε τὰ τίμια λείψα-
να τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ποὺ βασανί-
στηκαν καὶ πέθαναν γιὰ τὴν πίστη τοῦ
Χριστοῦ καὶ τὰ ἐνταφίασε μὲ τὶς πρέπου-
Ὁ Ἰουστινιανὸς καὶ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος προσφέρουν τὴν Βασιλεύουσα στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο,
ψηφιδωτό, Κωνσταντινούπολη.
- 13. 12
σες τιμές. Ἐπίσης ἐλευθέρωσε τοὺς φυ-
λακισμένους χριστιανοὺς κι ἐπανέφερε
τοὺς ἐξόριστους. Ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε
τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ γίνει ὁ πρῶτος χρι-
στιανὸς βασιλεὺς καὶ βασιλικὸς προστά-
της τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 313 στὸ Μιλάνο
ἔγιναν οἱ γάμοι τῆς ἀδελφῆς του Κων-
σταντίνου μὲ τὸν βασιλέα τῆς Ἀνατολῆς
Λικίνιο. Ὁ τελευταῖος ὑποσχέθηκε στὸν
Κωνσταντῖνο ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ ἐδί-
ωκε τοὺς χριστιανούς. Τότε ἀπὸ κοινοῦ
ἐξέδωσαν τὸ περίφημο διάταγμα τῆς ἀνε-
ξιθρησκίας καὶ ἐλευθερίας τῆς συνειδή-
σεως. Εἶναι γνωστότατο στὴν Ἐκκλησι-
αστικὴ Ἱστορία ὡς Ἔδικτον (Διάταγμα)
τῶν Μεδιολάνων, τοῦ σημερινοῦ Μιλά-
νου. Τὸ διάταγμα τοῦτο ἀνεγνώριζε τὴν
Ἐκκλησία ὡς ὀργανισμὸ αὐτόνομο καὶ
ἑνοποίησετὴθέσητηςστὸΚράτος.Στοὺς
χριστιανοὺς δίδεται ἀπόλυτη ἐλευθερία
νὰ λατρεύουν τὸν Χριστό, νὰ ἀνεγείρουν
ναούς, νὰ τελοῦν ἐλεύθερα τὶς θρησκευ-
τικές τους τελετὲς καὶ τὰ θρησκευτικά
τους καθήκοντα.
Ὁ Λικίνιος ὅμως δὲν τήρησε τὶς ὑπο-
σχέσεις ποὺ ἔδωσε. Γι΄ αὐτὸ κίνησε πό-
λεμο κατὰ τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ Μ.
Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀντιμετώπι-
σε κοντὰ στὴν Ἀδριανούπολη στὶς 3 Ἰου-
λίου τοῦ 324 μ.Χ. Στὶς μάχες αὐτὲς ἔπαιξε
σπουδαῖο ρόλο
τὸ λάβαρο τοῦ
Σταυροῦ. Μό-
λις ἀντίκριζαν
τὴ λάμψη οἱ
εἰδωλολάτρες
στρατιῶτες τοῦ
Λικίνιου, τοὺς
ἔπιανε φόβος
καὶ τρόμος καὶ
τρέπονταν σὲ
φυγή.ὉΛικίνι-
ος ὀχυρώθηκε
στὸ Βυζάντιο,
ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ
νικήθηκε ἀπὸ
τὸν στρατὸ καὶ
τὸν στόλο τοῦ
Μ. Κωνσταντί-
νου. Ἔτσι, ὁ
Κωνσταντῖνος
περὶ τὰ τέλη
τοῦ 323, σὲ ἡλικία 49 ἐτῶν, ἀφοῦ πλέον
εἶχε νικήσει τὸν Λικίνιο, ἔγινε Μονοκρά-
τορας, σὲ ὅλο τὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος, Δυ-
τικὸ καὶ Ἀνατολικό.
Ἐμπνευσμένος ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ
τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα θέλησε νὰ ἐξα-
πλώσει τὴν εἰρήνη σ' ὅλα τὰ πλάτη καὶ
μήκη τῆς ἐπικρατείας του. Δυστυχῶς,
ὅμως, ἀνεφάνη ὀξύτατη διαμάχη μεταξύ
τουἈρείου,διδασκάλουτῆςἈλεξανδρινῆς
Σχολῆς, καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας
Πέτρου. Διαφωνοῦσαν ἐπὶ τοῦ μείζονος
θεολογικοῦ θέματος τῆς φύσεως τοῦ Χρι-
στοῦ. Ὁ Ἄρειος κήρυττε ὅτι ὁ Χριστὸς
δὲν εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Θεὸς
ἀληθινός, ἀλλὰ τὸ πρῶτο κτίσμα, διὰ τοῦ
ὁποίου ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο.
Μέγας Κωνσταντῖνος, Λικίνιος, Γαλέριος, Μαξέντιος, ἀνάγλυφο, Ἰταλία.
- 14. 13
Παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες συστάσεις
καὶ ὑποδείξεις ἐπέμενε στὴν πλάνη του.
Ἐπενέβη τότε ὁ Κωνσταντῖνος, γιὰ νὰ
εἰρηνεύσει τὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι,συγκάλεσετὴν Α΄Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος
325. Πῆραν μέρος 318 Πατέρες. Ἡ Σύνο-
δος διατύπωσε τὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ
διδασκαλία περὶ τοῦ δευτέρου προσώπου
τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γι' αὐτὸ καὶ καταδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ
Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τὴ θεότητα τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ Σύνοδος χρησιμοποίησε τὸν
ὅρο «ὁμοούσιος», γιὰ νὰ διατρανώσει πὼς
ὁ Υἱὸς εἶναι τῆς αὐτῆς οὐσίας μὲ τὸν Πα-
τέρα, κατὰ φύσιν Θεὸς καὶ φύσει μέτοχος
τῆς θείας οὐσίας. Καρπὸς τῆς Συνόδου
εἶναι καὶ ἡ διατύπωση τῶν ἑπτὰ πρώτων
ἄρθρων τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως». Ἡ
Σύνοδος ἀπεφάσισε ἀκόμη τὸν ἑορτασμὸ
τοῦ Πάσχα τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν
πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας
καὶ ἀρνήθηκε τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία
ὅλου τοῦ κλήρου.
Ὁ Κωνσταντῖνος μετέφερε τὴν πρω-
τεύουσα στὴ νέα πόλη ποὺ ἔκτισε στὰ
ἐρείπια τοῦ Βυζαντίου. Ἡ φροντίδα του
γιὰ τὴ νέα πρωτεύουσα ἦταν μεγάλη.
Ἤθελε νὰ ξεπερνᾶ ἡ νέα πρωτεύουσα
τὴν παλαιά. Ἤθελε νὰ τὴν φτιάξει ἐξ
ὁλοκλήρου χριστιανικὴ πόλη.Τὰ ἐγκαί-
νια τῆς νέας Βασιλευούσης ἔγιναν μεγα-
λοπρεπέστατα στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330.
Τὴν πόλη τὴν ἀφιέρωσε στὴ Θεοτόκο
καὶ τὴν ὀνόμασαν Κωνσταντινούπολη,
ἡ Νέα Ρώμη καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ
Ρωμαῖος αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ πρῶτος
Ρωμηός. Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς
τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ
ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ
συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειό
της πνευματικῆς του πορείας. Κατὰ
τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ. αἰσθάνεται
τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας
ἀσθένειας. Βλέποντας τὴν ὑγεία του νὰ
ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μετα-
βεῖ στὴν Ἐλενόπολη τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ
παρέμεινε στὸν ναὸ τῶν Μαρτύρων,
ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς πρὸς τὸν
Θεό. Ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή
του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη
τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά
του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς με-
τανοίας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ τὸ
βάπτισμα ὁ Κωνσταντῖνος δὲν ξαναφόρε-
σε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτῶνα, ἀλλὰ πα-
ρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα
τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς
κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέ-
ρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς. Τοποθέ-
τησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ
λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνστα-
ντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο
στὸ βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του
ἐνταφιάσθηκε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀπο-
στόλων ἐντὸς τοῦ τάφου, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε
προετοιμάσει προηγουμένως.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε ὁ πρῶτος χρι-
στιανὸς αὐτοκράτορας. Ὁ πρῶτος βασι-
λεὺς χριστιανῶν, ὅπως λένε οἱ ὕμνοι τῆς
Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλη-
σίας μὲ τὸν Κωνσταντῖνο εἶναι ὅτι ἔπει-
σε τὸν καλοπροαίρετο Κωνσταντῖνο νὰ
γίνει χριστιανός. Κατάλαβε ἐκεῖνο, ποὺ
δὲν εἶχαν καταλάβει οἱ πρὸ αὐτοῦ αὐτο-
κράτορες: ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεία προ-
έλευση, εἶναι θεανθρώπινος ὀργανισμὸς
καὶ εἶναι αἰωνία καὶ ἀήττητη.
Ὁ λαός μας ἀγαπᾶ τὸν Μεγάλο Κων-
σταντῖνο καὶ τὸν εὐλαβεῖται ἰδαιτέρως.
Τὸν νιώθει πατέρα του, γιατί εἶναι ὁ
γενάρχης τῆς Ρωμηοσύνης. Ἀφοῦ «ἡ
Ρωμηοσύνη εἶναι φυλὴ συνόκαιρη τοῦ
κόσμου, καὶ θὰ χαθεῖ ὄντας ὁ κόσμος λεί-
ψει», ὅπως λέει ὁ ποιητής.
Μπαίνοντας στὴν αἰώνια πόλη τῆς
Ρώμης ὁ γενάρχης τῆς Ρωμηοσύνης Μέ-
γας Κωνσταντῖνος ἡ πρώτη του δουλειὰ
ἦταν νὰ φτιάξει ναὸ στὸν Σωτῆρα Χρι-
στό, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ ὅλα
αὐτὰ ποὺ τοῦ χάρισε. Καὶ φορτώθηκε
τὸν θεμέλιο λίθο στοὺς ὤμους του, γιὰ
- 15. 14
νὰ πάρει εὐλογία. Ὁ Κωνσταντῖνος κα-
τάλαβε πὼς ἡ Ρώμη βρίσκεται ἐν ἁμαρ-
τίαις. Καί, ὅπως λέγει ὁ βυζαντινολόγος
Στῆβεν Ράνσιμαν: « ἄφησε τότε ὁ Μέγας
Κωνσταντῖνος τὴ Ρώμη καὶ στράφηκε
πρὸς Ἀνατολάς. Ἔβλεπε ὅτι τὸ μέλλον
ἦταν στὴν Ανατολὴ καὶ μὲ τὴν ἔννοια
τῆς Ἀνατολῆς τῶν ἀνατολῶν ἀλλὰ καὶ μὲ
τὴν ἔννοια τοῦ τόπου καὶ τοῦ τρόπου.
Καὶ ὁδηγηθεὶς ὑπὸ ἀγγέλου ἵδρυσε τὴν
ὁμώνυμη πόλη, τὴν Κωνταντινούπολη,
τὴ Βασιλεύουσα Πόλη, ἡ ὁποία στάθηκε
τὸ διαμάντι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Χρι-
στιανοσύνης».
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Κωνσταντῖνος γίνε-
ται ὁ γενάρχης τῆς Ρωμηοσύνης, ὁ Πατέ-
ρας τῶν Ρωμηῶν. Καὶ ἡ Αὐτοκρατορία
ποὺ ἵδρυσε καὶ βάσταξε 1123 χρόνια εἶχε
συνδετικοὺς δεσμοὺς δύο πράγματα: τὴν
ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν
ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Φέτος ὅμως συ-
μπληρώνονται 1700
χρόνια ἀπὸ τὸ Διάταγ-
μα (Edictum) τῶν Με-
διολάνων (Μιλάνου)
τὸ ὁποῖο ὑπέγραψε ὁ
αὐτοκράτορας Κων-
σταντῖνος ὁ Μέγας μὲ
τὸν Λικίνιο καὶ μὲ τὸ
ὁποῖο καθιερώθηκε γιὰ
πρώτη φορὰ στὴν ἱστο-
ρία τῆς ἀνθρωπότητας
ἡ ἀνεξιθρησκία.
Τὸ διάταγμα αὐτὸ
δὲν συνιστοῦσε, βεβαί-
ως, ὁμολογία χριστια-
νικῆς πίστεως, οὔτε
δημιουργοῦσε γιὰ τοὺς
χριστιανοὺς συνθῆκες
προνομιακῆς μεταχει-
ρίσεως. Ἁπλῶς παρεχό-
ταν καὶ στὸν χριστια-
νισμὸ πλήρη ἐλευθε-
ρία, ὅπως μέχρι τότε
συνέβαινε γιὰ τὶς ἄλλες
θρησκεῖες.
Μὲ τὴν ἔκδοση
τοῦ διατάγματος τού-
του συνεπαγόταν καὶ
ἡ πλήρης ἐλευθερία
στὴν τέλεση τῆς χρι-
στιανικῆς λατρείας. Ἄρα, δὲν ἦταν πιὰ
ἀναγκαία ἡ καταφυγὴ τῶν χριστιανῶν
στὶς κατακόμβες καὶ ἡ τέλεση στὰ κρυ-
φά της θείας λατρείας. Θὰ μποροῦσαν οἱ
χριστιανοί, ὁπουδήποτε καὶ ὁποτεδήπο-
τε νὰ συνέρχονται γιὰ τὴν ἄσκηση τῶν
θρησκευτικῶν τους καθηκόντων.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὡς μοναχός.
- 16. 15
Ἐφ' ὅσον ἔπαυσε πιὰ τὸ κράτος νὰ
θεωρεῖ ὑποχρεωτικὴ τὴν τιμὴ στὶς θε-
ότητες τῆς ἐπίσημης εἰδωλολατρικῆς
θρησκείας, ἄνοιξε ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐλευ-
θερία τῆς λατρείας στοὺς ὀπαδοὺς κάθε
ἄλλης θρησκείας. Γι' αὐτὸ τὸ «Διάταγμα
τῶν Μεδιολάνων» θεωρεῖται καὶ ὡς διά-
ταγμα γιὰ τὴν ἀνεξιθρησκία.
Μὲ τὸ διάταγμα τοῦτο ἐτίθετο τέρμα
στοὺς διωγμοὺς καὶ εἰσήγετο ἡ ἀρχὴ τοῦ
παναθρώπινου δικαιώματος τῆς θρη-
σκευτικῆς ἐλευθερίας μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνε-
πάγεται. Ἡ πολιτεία ὑποχρεωνόταν νὰ
ἐπιστρέψει στοὺς δικαιούχους χριστια-
νοὺς τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα, ποὺ
εἰσέπραξε ἀπὸ τὴν πώλησή τους. Ἀξίζει
νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν κατα-
σχεθέντων ἀγαθῶν θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται
στὶς χριστιανικὲς κοινότητες, τὸ ὁποῖο
ὑποδηλώνει τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξής
τους καὶ τὴ νομική τους ἀναγνώριση.
Ἡ ὅλη δομὴ τοῦ Διατάγματος τούτου
μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς τὸ πρῶτο ἐπίση-
μο βῆμα γιὰ τὴν ἔκδοση σειρᾶς ἄλλων
διατάξεων, μὲ τὶς ὁποῖες ρυθμίζονταν
εὐνοϊκὰ θέματα, ποὺ ἀφοροῦσαν εἰδικὰ
τὸν χριστιανισμό.
Σὰν τέτοιες διατάξεις θὰ μπορούσα-
με νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἀναγνώριση τοῦ
δικαιώματος στὶς ἐκκλησίες νὰ δέχονται
ἰδιοκτησία καὶ κληρονομίες καὶ τὴν
παραχώρηση σ' αὐτὲς αὐτοκρατορικῶν
ἐπιχορηγήσεων, τὸν καθορισμὸ τῶν
ναῶν ὡς τόπων ἀσύλου, τὴν ἀνάδειξη
τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν ὡς κρατικῶν
ἑορτῶν, τὴν καθιέρωση τῆς ἀργίας τῆς
Κυριακῆς, τὴν ἀπεικόνιση σὲ νομίσματα
χριστιανικῶν παραστάσεων καὶ τὴν ἀνέ-
γερση χριστιανικῶν ναῶν μὲ κρατικὲς
χορηγίες.
Οἱ διατάξεις αὐτές μπορεῖ νὰ θεωρη-
θοῦν ὡς συμπληρωματικὲς τῶν ἀποφά-
σεων τῶν Μεδιολάνων, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι
δυνατὴ ἡ διατύπωση τῆς ἄποψης, ὅτι μὲ
τὸ «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» ὁ χρι-
στιανισμὸς ἀνυψώθηκε σὲ ἐπίσημη θρη-
σκεία τοῦ νέου ρωμαϊκοῦ κράτους.
Γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς προσφορές του ἡ
μὲν ἱστορία ὀνόμασε τὸν Κωνσταντῖνο
Μέγα, ἡ δὲ Ἐκκλησία τὸν ἀνεκήρυξε
Ἅγιο καὶ μάλιστα Ἰσαπόστολο γιὰ τὴ
βαθειά του πίστη, τὸ ἄψογο ἦθος, τὸν
ἐνάρετο βίο, τὶς εὐαγγελικές του ἀρετές,
ἰδιαίτερα τὴ φιλανθρωπία του καὶ τὴν
ἐν γένει σοβαρὴ προσφορά του παγκο-
σμίως.
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀπέβη:
- Ὁ πρῶτος βασιλεὺς τῶν χρι-
στιανῶν.
- Ὁ πρῶτος αὐτοκράτορας τοῦ βυζα-
ντιακοῦ κράτους.
- Ὁ πρῶτος μὲ τὸν τίτλο Μέγας στὴ
μ.Χ. ἱστορία.
- Ὁ πρῶτος ἐστεμμένος ἅγιος της
Καινῆς Διαθήκης.
- Ὁ πρῶτος ποὺ εὐνόησε διὰ διατάγ-
ματος τὸν ἐν διωγμῷ χριστιανισμό.
- Ὁ πρῶτος ποὺ εἰσάγει καὶ καθιερώ-
νει στὴν Ἐκκλησία, ὡς τρόπο διοικήσε-
ως, τὸ συνοδικὸ σύστημα, σὲ οἰκουμε-
νικὴ διάσταση.
- Ὁ πρῶτος τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα συν-
δέεται ἀδιάσπαστα μὲ τὸν Τίμιο Σταυρό.
- Ὁ πρῶτος ποὺ κατασκευάζει ναὸ μὲ
συγκεκριμένο ἀρχιτεκτονικὸ ρυθμό.
- Ὁ πρῶτος ἱδρυτὴς τῆς Βυζαντινῆς
Αὐτοκρατορίας.
- Ὁ πρῶτος ποὺ ἐθεμελίωσε τὸν ἑλλη-
νοχριστιανικὸ πολιτισμό.
- Ὁ πρῶτος πολιτικὸς ἡγέτης ποὺ
ὑποστήριξε τὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ
λαὸ τῆς Ἀνατολῆς.
Γιὰ ὅλους τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ
πολλοὺς ἄλλους εὐλαβούμεθα τὸν Ἅγιο
καὶ Μεγάλο Κωνσταντῖνο, τὸν σεβόμα-
στε, τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ τοῦ ἀπονέ-
μουμε τὴν τιμητικὴ προσκύνηση, ποὺ
ἀνήκει στοὺς ἁγίους, ποὺ ἀνακηρύττει
μὲ γνώση καὶ συνείδηση καὶ ἁγιοπνευ-
ματικὴ φώτιση ἡ ἀλάνθαστη μητέρα μας
Ἐκκλησία.
- 17. 16
ΑΓΙΟΙ, ΜΟΝΑΧΟΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
Μητροπολίτου Διοκλείας Καλλίστου Ware
Δ
ὲν εἶναι χωρὶς λόγο ποὺ τὸ Βυζάντιο
ἀποκλήθηκε «εἰκόνα τῆς οὐράνιας
Ἱερουσαλήμ». Ἡ θρησκεία βρισκό
ταν σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς τοῦ Βυζαν
τίου. Οἱ γιορτὲς τοῦ Βυζαντινοῦ ἦσαν
θρησκευτικὰ πανηγύρια· οἱ ἀγῶνες ποὺ
παρακολουθοῦσε στὸν Ἱππόδρομο ἄρχι
ζαν μὲ ὕμνους· στὰ ἐμπορικά του συμβό
λαια ἐπικαλεῖτο τὴν Ἁγ. Τριάδα καὶ ἔβαζε
σ᾿ αὐτὰ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Σήμερα,
σὲ μία ἀθεολόγητη ἐποχή, εἶναι ἀδύνατο
νὰ καταλάβουμε πόσο τρομερὸ ἐνδειαφέ
ρον ἔδειχνε ἡ κάθε κοινωνικὴ τάξη, οἱ
λαϊκοὶ καὶ οἱ κληρικοί, οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ
ἀγράμματοι, ἀλλὰ συνάμα οἱ αὐλικοὶ καὶ
οἱ λόγιοι γιὰ τὰ θρησκευτικὰ ζητήματα.
Ὁ βυζαντινὸς ἐπίσκοπος δὲν ἦταν
ἁπλῶς μία ἀπόμακρη μορφὴ ποὺ παρα
κολουθοῦσε ἀφ᾿ ὑψηλοῦ τὶς συνόδους·
ἦταν σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ ὁ ἀλη
θινὸς πατέρας γιὰ τὸν λαό του, ἕνας φί
λος καὶ προστάτης στὸν ὁποῖοὁ κόσμος
στρεφόταν μὲ ἐμπιστοσύνη ὅταν βρισκό
ταν σὲ ἀνάγκη. Τὴ μέριμνα γιὰ τοὺς φτω
χοὺς καὶ καταπιεσμένους ποὺ ἔδειχνε ὁ
ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος τὴ βρίσκουμε
καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης
ὁ Ἐλεήμων, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
(πέθανε τὸ 619), παραδείγματος χάριν,
ἀφιέρωνε ὅλον τὸν πλοῦτο τῆς ἐπισκο
πῆς του γιὰ νὰ βοηθεῖ ἐκείνους ποὺ ὀνό
μαζε «ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές μου τοὺς
φτωχούς». Ὅταν στέρεψαν οἱ δικοί του
πόροι ἔκανε ἔκκληση στοὺς ἄλλους: Συ
νήθιζε νὰ λέει, ὅπως μᾶς τὸ διέσωσε κά
ποιος σύγχρονός του, «πὼς ἂν κάποιος,
χωρὶς βέβαια νὰ τὸ κάνει ἀπὸ ἔχθρα, γύ
μνωνε κάποιον πλούσιο ἀπὸ τὰ πλούτη
του γιὰ νὰ τὰ δώσει στοὺς φτωχούς, δὲν
θὰ ἔκανε κακό. «Αὐτοὺς ποὺ ἐσὺ ὀνομά
ζεις φτωχοὺς καὶ ζητιάνους», ἔλεγε ὁ ἅγ.
Ἰωάννης, «ἐγὼ τοὺς ἀποκαλῶ κυρίους
καὶ βοηθούς μου. Γιατί αὐτοί, καὶ μόνον
αὐτοί, μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν πραγ
ματικὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν». Ἡ Ἐκκλησία στὴ Βυζαντινὴ
Αὐτοκρατορία δὲν παρέβλεπε τὶς κοινω
νικὲς ὑποχρεώσεις της, καὶ μία ἀπὸ τὶς
κύριες λειτουργίες της ἦταν τὸ φιλαν
θρωπικὸ ἔργο.
Ὁ μοναχισμὸς ἔπαιζε ἀποφασιστικὸ
ρόλο στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τοῦ Βυζαν
τίου, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλη Ὀρθόδοξη
χώρα. Πολὺ σωστὰ ἔχει εἰπωθεῖ πὼς «ὁ
καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ διεισδύσει κά
ποιος στὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα
εἶναι μέσῳ τοῦ μοναχισμοῦ. «Μεγάλος
πλοῦτος μορφῶν πνευματικῆς ζωῆς βρί
σκεται μέσα στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ὁ
Μοναχισμὸς παραμένει ἡ κλασσικότερη
μορφὴ ἀπ᾿ ὅλες». Ἡ μοναχικὴ ζωὴ ὡς
καθορισμένος θεσμὸς ἐμφανίστηκε κατ᾿
ἀρχὰς στὴν Αἴγυπτο καὶ στὴ Συρία τὸν
τέταρτο αἰῶνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπεκτάθηκε
ραγδαία σὲ ὁλόκληρη τὴ Χριστιανοσύνη.
Δὲν εἶναι σύμπτωση τὸ ὅτι ὁ μοναχισμὸς
- 18. 17
ἀναπτύχθηκε ἀμέσως μετὰ τὴ μεταστρο
φὴ τοῦ Κωνσταντίνου, ὅταν δηλαδὴ
ἔπαυσαν οἱ διωγμοὶ καὶ ὁ χριστιανισμὸς
ἔγινε τῆς μόδας. Οἱ μοναχοί, μὲ τὴν αὐ
στηρή τους ζωή, ἔγιναν μάρτυρες σὲ μία
ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑφίστατο πλέον τὸ μαρ
τύριο τοῦ αἵματος· ἀποτελοῦσαν τὸ ἀντί
βαρο σ᾿ ἕναν κατεστημένο χριστιανισμό.
Οἱ ἄνθρωποι στὴ βυζαντινὴ κοινωνία
κινδύνευαν νὰ ξεχάσουν πὼς τὸ Βυζάν
τιο ἦταν μία εἰκόνα καὶ ἕνα σύμβολο, καὶ
ὄχι μία πραγματικότητα· διέτρεχαν τὸν
κίνδυνο νὰ ταυτίσουν τὴ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ μ᾿ ἕνα ἐπίγειο βασίλειο. Οἱ μονα
χοί, ἀποσυρόμενοι στὴν ἔρημο, ἐκπλή
ρωναν ἕνα προφητικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ
λειτούργημα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπενθύμιζαν στοὺς χριστιανοὺς πὼς ἡ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κό
σμου τούτου.
Ὁ Μοναχισμὸς ἔλαβε τρεῖς κύριες
μορφές, ποὺ εἶχαν καὶ οἱ τρεῖς ἐμφανι
στεῖ στὴν Αἴγυπτο ἤδη ἀπὸ τὸ 350 μ.Χ.
καὶ παραμένουν ἐν ἰσχύι μέχρι σήμερα
στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατ᾿ ἀρχὴν
εἶναι οἱ ἐρημίτες, ἀσκητὲς ποὺ ζοῦν μό
νοι τους σὲ καλύβες ἢ σπηλιές, ἀκόμη καὶ
σὲ τάφους, στὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων καὶ
στὴν κορυφὴ στύλων. Τὸ μέγα πρότυπο
τῆς ἐρημητικῆς ζωῆς εἶναι ὁ πατέρας τοῦ
ἴδιου τοῦ μοναχισμοῦ, ὁ ἅγ. Ἀντώνιος
τῆς Αἰγύπτου (251-356). Μετὰ ἔρχεται ἡ
κοινοβιακὴ ζωή, στὴν ὁποία οἱ μοναχοὶ
μένουν μαζὶ ὑπὸ κοινὸ κανόνα, σὲ ἕνα
καθιδρυμένο μοναστήρι. Ἐδῶ πρωτοπό
ρος ὑπῆρξε ὁ ἅγ. ΙΙαχώμιος τῆς Αἰγύπτου
(286-346), συντάκτης τοῦ κανόνα τὸν
ὁποῖο ἀργότερα χρησιμοποίησε ὁ ἅγ. Βε
νέδικτος στὴ Δύση. Ὁ Μέγας Βασίλειος,
ποὺ τὰ ἀσκητικά του γραπτὰ ἐπηρέασαν
ἀποφασιστικὰ τὸν ἀνατολικὸ μοναχισμό,
ἦταν σφοδρὸς ὑπέρμαχος τῆς κοινοβια
κῆς ζωῆς, ἂν καὶ ἐπηρεάστηκε μᾶλλον
περισσότερο ἀπὸ τὰ Συριακὰ παρὰ τὰ
Παχωμιανὰ μοναστήρια ποὺ ἐπισκέφτη
κε. Προσέδωσε κοινωνικὴ ἔμφαση στὸν
Μοναχισμό, παρακινῶντας τὰ μοναστή
ρια νὰ φροντίζουν γιὰ τοὺς ἀρρώστους
καὶ τοὺς φτωχούς, ἱδρύοντας νοσοκο
μεῖα καὶ ὀρφανοτροφεῖα, καὶ νὰ ἐργά
ζονται ἄμεσα γιὰ τὸ καλὸ ὁλόκληρης τῆς
κοινωνίας. Ἐν γένει ὅμως τὸν ἀνατολι
ἉγιοςΜᾶρκος,Βενετία
- 19. 18
κὸ μοναχισμὸ τὸν ἀπασχολεῖ πολὺ λιγό
τερο ἡ δράση ἀπ᾿ ὅ,τι τὸν δυτικό. Στὴν
Ὀρθοδοξία τὸ πρωταρχικὸ καθῆκον ἑνὸς
μοναχοῦ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς προσευχῆς καὶ
μέσῳ αὐτῆς μπορεῖ νὰ διακονεῖ τούς ἄλ
λους. Δὲν ἐνδειαφέρει τόσο πολὺ τί κά
νει ἕνας μοναχὸς, ὅσο τὸ τί εἶναι. Τελικὰ
ὑπάρχει μία μορφὴ μοναχικῆς ζωῆς με
ταξὺ τῶν δύοπρώτων, μία ἡμι-ερημητι
κὴ ζωή, «ἕνας μέσος δρόμος», ὅπου ἀντὶ
τῆς μιᾶς πολὺ ὀργανωμένης κοινότητας
ὑπάρχει ἕνα σύνολο μικρῶν οἰκημάτων
μὲ χαλαρὴ σύνδεση μεταξύ τους, ὅπου
τὸ κάθε οἴκημα περιλαμβάνει περίπου
δύο ἕως ἕξι μέλη, τὰ ὁποῖα ζοῦν μαζὶ ὑπὸ
τὴν καθοδήγηση ἑνὸς Γέροντα. Τὰ μεγά
λα κέντρα τῆς ἡμι-ερημιτικῆς ζωῆς στὴν
Αἴγυπτο ἦταν ἡ Νιτρία καὶ ἡ Σκήτη, τὰ
ὁποῖα μὲ τὸ τέλος τοῦ τέταρτου αἰῶνα
εἶχαν δημιουργήσει πολλοὺς φημισμέ
νους μοναχοὺς - τὸν Ἄμμωνα, ἱδρυτὴ
τῆς Νιτρίας, τὸν Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο
καὶ τὸν Μακάριο Ἀλεξανδρείας, τὸν Εὐά
γριο Ποντικὸ καὶ τὸν Ἀρσένιο τὸν Με
γάλο. (Αὐτὸ τὸ ἡμι-ερημιτικὸ σύστημα
δὲν ἀπαντᾶται μόνο στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ
καὶ στὴν ἀκρότατη Δύση, στὸν Κελτικὸ
χριστιανισμό.) Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ μοναχικὴ
ζωὴ θεωρήθηκε σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ὡς
μία κλήση γιὰ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ
ὑπῆρχαν ἀναρίθμητα γυναικεῖα μονα
στήρια.
Λόγῳ αὐτῶν τῶν μοναστηριῶν ἡ Αἴ
γυπτος τοῦ τετάρτου αἰῶνα θεωρεῖτο ὡς
μία δεύτερη Ἁγία Γῆ καὶ αὐτοὶ ποὺ ταξί
δευαν στὴν Ἱερουσαλὴμ θεωροῦσαν πὼς
τὸ προσκύνημά τους δὲν θὰ ὁλοκληρω
νόταν ἂν δὲν περιλάμβανε καὶ τὰ ἀσκη
τήρια τοῦ Νείλου. Τὸν πέμπτο καὶ ἕκτο
αἰῶνα τὰ σκῆπτρα στὸ μοναστικὸ κίνημα
τὰ πῆρε ἡ Παλαιστίνη, μὲ τὸν ἅγ. Εὐθύ
μιο τὸν Μεγάλο (πέθανε τὸ 473) καὶ τὸν
μαθητὴ του ἅγ. Σάββα (πέθανε τὸ 532).
Τὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ὁ ἅγ. Σάββας
στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνη ἔχει μία ἀδι
άλειπτη ἱστορία μέχρι σήμερα· σ᾿ αὐτὴν
τὴν κοινότητα ἀνῆκε ὁ ἅγ. Ἰωάννης Δα
μασκηνός. Ἡ Μονὴ τῆς Ἁγ. Αἰκατερίνης
τοῦ ὄρους Σινᾶ, ἱδρυμένη ἀπὸ τὸν αὐ
τοκράτορα Ἰουστινιανὸ (βασίλεψε 527-
565), ἔχει σχεδὸν τὴν ἴδια ἀδιάλειπτη
ἱστορία. Ὅταν ἡ Παλαιστίνη καὶ τὸ Σινᾶ
ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν Ἀράβων, τὰ σκῆ
πτρα τοῦ μοναχισμοῦ πέρασαν, τὸν ἔνα
το αἰῶνα, στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία,
στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου, στὴν Κωνσταν
τινούπολη. Ὁ ἅγ. Θεόδωρος, ποὺ ἔγινε
ἡγούμενος ἐκεῖ τὸ 799, ἐπανενεργοποί
ησε τὴν κοινότητα, ἀναθεώρησε τὸν κα
νονισμό της καὶ ἔτσι προσέλκυσε μεγάλο
πλῆθος μοναχῶν.
Ἀπὸ τὸν δέκατο αἰῶνα ὁ Ἄθωνας ἔγι
νε τὸ κύριο κέντρο τοῦ Ὀρθοδόξου Μο
ναχισμοῦ. Ὁ Ἄθωνας εἶναι μία βραχώδης
χερσόνησος στὴ Βόρεια Ἑλλάδα ποὺ εἰ
σχωρεῖ στὸ Αἰγαῖο καὶ καταλήγει σὲ μία
κορυφὴ ὕψους περίπου 2.000μ. Γνωστὸς
ὡς «Ἅγιον Ὄρος», ὁ Ἄθωνας περιλαμβά
νει εἴκοσι «κυρίαρχες» μονὲς καὶ ἕνα με
γάλο ἀριθμὸ μικρότερων κτισμάτων κα
θὼς καὶ ἐρημητήρια. Ὁλόκληρη ἡ χερ
σόνησος εἶναι ἀφιερωμένη ἐξ ὁλοκλήρου
στὴ μοναστικὴ διαβίωση, καὶ τὴν ἐποχὴ
τῆς μεγάλης του ἀκμῆς λέγεται πὼς πε
ριλάμβανε γύρω στοὺς σαράντα χιλιάδες
μοναχούς. Ἡ Μεγίστη Λαύρα, ἡ μεγα
λύτερη ἀπὸ τὶς εἴκοσι κυρίαρχες μονές,
ἔχει ἡ ἴδια ἀναδείξει 20 πατριάρχες καὶ
144 ἐπισκόπους: αὐτὸ δίνει κάποια ἰδέα
γιὰ τὴ σημασία ποὺ ἔχει ὁ Ἄθωνας στὴν
ὀρθόδοξη ἱστορία.
Δὲν ὑπάρχουν «Τάξεις» στὸν ὀρθό
δοξο μοναχισμό. Στὴ Δύση ὁ μοναχὸς
ἀνήκει στοὺς Καρθουσιανούς, στοὺς
Σιστερσιανοὺς ἢ σὲ κάποια ἄλλη Τάξη·
στὴν Ἀνατολὴ εἶναι ἁπλῶς μέλος μιᾶς
μεγάλης ἀδελφότητας ποὺ περιλαμβάνει
ὅλους τούς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές,
σὲ ὁποιοδήποτε μοναστήρι κι ἂν ἀνήκει
ὁ καθένας ἢ ἡ καθεμία. Δυτικοὶ συγ
γραφεῖς μερικὲς φορὲς ἀποκαλοῦν τοὺς
Ὀρθόδοξους μοναχοὺς «Βασιλειανοὺς
- 20. 19
μοναχοὺς» ἢ «μοναχούς τῆς Βασιλείου
Τάξεως», ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Ὁ
ἅγ. Βασίλειος εἶναι μία σπουδαία μορ
φὴ στὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό, ἀλλὰ δὲν
ἵδρυσε κάποια Τάξη, καὶ παρόλο ποὺ δύο
ἔργα του εἶναι γνωστὰ ὡς Ἐκτενεῖς Κα
νόνες καὶ Βραχεῖς Κανόνες δὲν μποροῦν
καθόλου νὰ συγκριθοῦν μὲ τὸν Κανόνα
τοῦ ἁγ. Βενεδίκτου.
Μία χαρακτηριστικὴ μορφὴ τοῦ ὀρ
θόδοξου μοναχισμοῦ εἶναι ὁ «Γέροντας»
(στὰ ρωσικὰ στάρετς, πληθ, στάρτσι). Ὁ
Γέροντας εἶναι ἕνας μοναχὸς μὲ πνευ
ματικὴ διάκριση καὶ σοφία, τὸν ὁποῖον
οἱ ἄλλοι, εἴτε μοναχοὶ εἴτε κοσμικοὶ τὸν
ἀποδέχονται ὡς πνευματικό τους καθο
δηγητή. Μερικὲς φορὲς εἶναι ἱερέας, ἀλ
λὰ συνήθως εἶναι ἕνας ἁπλὸς μοναχός·
δὲν ἔχει λάβει καμμιὰ εἰδικὴ χειροτονία
ἢ τοποθέτηση γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Γέροντα,
ἀλλὰ καθοδηγεῖται σ᾿ αὐτὸ ὑπὸ τὴν ἄμε
ση ἐπίνευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Σ᾿ αὐτὸ
τὸ λειτούργημα μποροῦν νὰ προσκλη
θοῦν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἐπειδὴ εἶναι
γνωστὸ πὼς στὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχουν
«πνευματικὲς μητέρες» ὅπως καὶ «πνευ
ματικοὶ πατέρες». Ὁ Γέροντας διακρίνει
μ᾿ ἕνα συγκεκριμένο καὶ πρακτικὸ τρόπο
ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σὲ σχέ
ση μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται νὰ
τὸν συμβουλευτεῖ: αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιαίτε
ρο χάρισμα τοῦ Γέροντα. Ὁ ἀρχαιότερος
καὶ γνωστότερος Γέροντας ἦταν ὁ ἴδιος
ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Τὸ πρῶτο μέρος τῆς
ζωῆς του, ἀπὸ τὰ δέκα ὀκτὼ
μέχρι τὰ πενήντα πέντε
του, τὸ πέρασε σὲ ἀπομόνω
ση καὶ ἀναχώρηση. Κατό
πιν, παρόλο ποὺ συνέχισε
νὰ ζεῖ στὴν ἔρημο, ἐγκατέ
λειψε τὴ ζωὴ τῆς πλήρους
ἀπομόνωσης, καὶ ἄρχισε νὰ
δέχεται ἐπισκέπτες. Γύρω
του μαζεύτηκαν ἀρκετοὶ
μαθητὲς του, καὶ πέρα ἀπ᾿
αὐτοὺς τοὺς μαθητὲς του
ὑπῆρχε ἕνας πολὺ εὐρύ
τερος κύκλος ἀνθρώπων
ποὺ ἔρχονταν, συχνὰ ἀπὸ
μακρινὰ μέρη, γιὰ νὰ τὸν
συμβουλευτοῦν· ἦταν τέ
τοιο τὸ ρεῦμα τῶν προσκυ
νητῶν, ὥστε, σύμφωνα μὲ
τὸν βιογράφο του ἅγ. Ἀθα
νάσιο, ἔγινε ὁ γιατρὸς ὅλης
τῆς Αἰγύπτου. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶχε
πολλοὺς διαδόχους, καὶ στοὺς περισσότε
ρους βρίσκουμε τὴν ἴδια σειρὰ ἐξωτερι
κῶν γεγονότων τὴν ἀπόσυρση μὲ σκοπὸ
τὴν ἐπάνοδο. Ὁ μοναχὸς πρέπει πρῶτα
νὰ ἀποσυρθεῖ, καὶ νὰ μάθει στὴν ἡσυχία
τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό
του. Κατόπιν, μετὰ τὴ μακρὰ καὶ ἔντονη
προετοιμασία στὴν ἀπομόνωση, ἔχοντας
ἀποκτήσει τὸ χάρισμα τῆς διάκρισης, τὸ
τόσο ἀναγκαῖο γιὰ ἕνα Γέροντα, μπορεῖ
νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του
καὶ νὰ δεχτεῖ τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο
εἶχε πρὶν ἀπομακρυνθεῖ.
Στὴν καρδιὰ τοῦ χριστιανικοῦ πολι
τεύματοςτοῦΒυζαντίουβρισκότανὁΑὐ
- 21. 20
τοκράτορας, ποὺ δὲν ἦταν ἕνας συνηθι
σμένος κυβερνήτης, ἀλλὰ ὁ ἐκπρόσωπος
τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ. Ἂν τὸ Βυζάντιο
ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς οὐράνιας Ἱερουσαλήμ,
τότε ἡ ἐπίγεια μοναρχία τοῦ Αὐτοκρά
τορα ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς μοναρχίας τοῦ
Θεοῦ πάνω στὴ γῆ·
στὴν Ἐκκλησία οἱ
ἄνθρωποι προσκυ
νοῦσαν τὴν εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ, καὶ
στὸ παλάτι προσέ
πεφταν μπροστὰ
στὴ ζωντανὴ εἰκό
να τοῦ Θεοῦ στὸν
Αὐτοκράτορα. Τὸ
πολυδαίδαλο πα
λάτι, ἡ Αὐλὴ μὲ τὸ
ἐκλεπτυσμένο τε
λετουργικό, ἡ αἴ
θουσα τοῦ θρόνου
ὅπου μηχανικὰ
λιοντάρια βρυχι
οῦνταν καὶ μουσι
κὰ πτηνὰ τραγου
δοῦσαν: ὅλα αὐτὰ
τὰ πράγματα ἦσαν
σχεδιασμένα γιὰ νὰ
φανερώνουν τὴν
ἰδιότητα τοῦ Αὐτο
κράτορα ὡς ἐκπρο
σώπου τοῦ Θεοῦ.
«Μ᾿ αὐτὰ τὰ μέ
σα», ἔγραφε ὁ Αὐ
τοκράτορας Κων
σταντῖνος Ζ΄ Πορ
φυρογέννητος,
«προβάλλουμε τὴν
ἁρμονικὴ κίνηση τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ
μέσα στὸ σύμπαν, ἐνῷ ἡ αὐτοκρατορικὴ
ἐξουσία διακρατεῖται κατ᾿ ἀναλογία καὶ
τάξη». Ὁ αὐτοκράτορας κατεῖχε μία εἰδι
κὴ θέση στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας: δὲν
μποροῦσε φυσικὰ νὰ τελέσει τὴ θεία Εὐ
χαριστία, ἀλλὰ κοινωνοῦσε μὲ «τὸν τρό
πο τῶν ἱερέων», -λαμβάνοντας στὰ χέρια
του τὸν καθαγιασμένο ἄρτο καὶ πίνοντας
ἀπὸ τὸ ποτήριο ἀντὶ νὰ κοινωνήσει μὲ
τὸ κοχλιάριο-, κήρυσσε, καὶ σὲ ὁρισμέ
νες γιορτὲς μάλιστα θυμιάτιζε τὴν ἁγία
Τράπεζα. Τὰ ἄμφια, ποὺ φοροῦν τώρα οἱ
ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, ἦσαν ἡ στολὴ ποὺ
κάποτε φοροῦσε ὁ Αὐτοκράτορας στὴν
ἐκκλησία.
Ἡ ζωὴ τοῦ
Βυζαντίου ἀπο
τελοῦσε ἕνα ἑνια
ῖο ὅλο, καὶ δὲν
ὑπῆρχε καμμία
σαφὴς διαχωρι
στικὴ γραμμὴ
μεταξύ τοῦ θρη
σκευτικοῦ καὶ
τοῦ κοσμικοῦ,
μεταξὺ Ἐκκλη
σίας καὶ Πολι
τείας: καὶ οἱ δύο
θεωροῦνταν ὡς
τμήματα ἑνὸς μό
νου ὀργανισμοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ ἦταν
ἀναπόφευκτο ὁ
Αὐτοκράτορας
νὰ παίζει ἕναν τέ
τοιο ἐνεργητικὸ
ρόλο στὶς ὑποθέ
σεις τῆς Ἐκκλη
σίας. Ὅμως δὲν
μπορεῖ κανεὶς
νὰ κατηγορήσει
ταυτόχρονα τὸ
Βυζάντιο γιὰ
Καισαροπαπισμό,
γιὰ ὑποταγὴ τῆς
Ἐκκλησίας στὴν
Πολιτεία. Ἂν καὶ Ἐκκλησία καὶ Πο
λιτεία σχημάτιζαν ἕνα ὀργανικὸ σύνο
λο, ὅμως μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ὀργανισμὸ
ὑπῆρχαν δύο διακεκριμένα στοιχεῖα, ἡ
ἱερωσύνη (sacerdotium) καὶ ἡ αὐτοκρα
τορικὴ ἐξουσία (imperium)· ἂν καὶ τὰ
στοιχεῖα αὐτὰ συνεργάζονταν στενά, τὸ
καθένα βρισκόταν στὴ δική του σφαῖρα
αὐτονομίας. Μεταξύ τους ὑπῆρχε μία