SlideShare ist ein Scribd-Unternehmen logo
1 von 14
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




            Η διδαζκαλία ολόκληρου λογοηεχνικού έργου ζηο ζχολείο

        Διδακηικό παράδειγμα: Xρ. Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις




                                     Β’ Λυκείου

                                     Τμήμα: Β4
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




“Οι πρόσφατες αλλαγές στο μάθημα της Ν.Ε. Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου εντάσσουν δυναμικά στη σχολική πράξη τη
διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου. Είναι ένα βήμα σημαντικό, γιατί η ανάγνωση ολόκληρων βιβλίων καλλιεργεί
αξίες, βαθαίνει την ευαισθησία των μαθητών μας και τους ανοίγει ένα παράθυρο προς τη μαγεία και τη συγκίνηση. Σο
λογοτεχνικό βιβλίο γίνεται έτσι ένας κόσμος μυστικός, που καλεί τον αναγνώστη να τον ανακαλύψει, ενώ, αντίθετα, η συνεχής
εναλλαγή των κειμένων καταστρέφει τη μυσταγωγία και διασπά συχνά την αυτοσυγκέντρωση και το νήμα της αφήγησης.

    Με την ανάγνωση ενός βιβλίου, όπως λέει ο ΟρχάνΠαμούκ σε συνέντευξή του, η λογοτεχνία μετατρέπεται σε ένα
αποκαλυπτικό καθρέφτη«μέσα από τον οποίο ο άνθρωπος κατακτά την αυτογνωσία του κι αναγνωρίζει τις αντιφάσεις, τις πλάνες και τα
αδιέξοδά του». Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι μια περιπλάνηση σε ανεπαίσθητες διαδρομές που μεταμορφώνουν τον αναγνώστη
με τις αποκαλύψεις τους. Ο Ντανιέλ Πενάκχαρακτηρίζει την ανάγνωση ως ιεροτελεστία, σαν μια προσευχή. Γράφει: «Αυτή η
ξαφνική ανακωχή μετά το σαματά της μέρας, αυτή η συνάντηση πέρα από κάθε συγκυρία, αυτή η στιγμή ευλαβικής σιωπής πριν απ’ τα πρώτα
λόγια της αφήγησης, η φωνή μας (επιτέλους, αληθινή), η τελετουργία των επεισοδίων […]» αποτελεί «μια επιστροφή στον μοναδικό
παράδεισο που αξίζει: την οικειότητα».
    Σο πλαίσιο της ένταξης της διδασκαλίας του ολόκληρου έργου στην Α΄ Λυκείου είναι –ακόμα- ασαφές. ΢το Π.΢.
καταγράφεται κυρίως ο σκοπός της αυτής καινοτομίας, που είναι η δημιουργία ενός «έθνους αναγνωστών», η αύξηση των
αναγνωστών της λογοτεχνίας και η προώθηση της φιλαναγνωσίας. Ψς προς τον τρόπο με τον οποίο όμως θα επιτευχθεί
αναφέρεται μόνο ότι «κάθε τάξη, ανάλογα µε τις δυνατότητές της, µπορεί να προχωρήσει σε όσα περισσότερα στάδια µπορεί. Πρέπει όµως
να καταβάλλεται προσπάθεια σε µόνιµη βάση, έτσι ώστε η ανάγνωση ολόκληρων λογοτεχνικών βιβλίων να ενταχθεί σταθερά και οµαλά στην
εκπαιδευτική διαδικασία, µέσα ακριβώς από τη µεθόδευση της διδασκαλίας σε διδακτικές ενότητες/project.».
    Ενδιαφέροντα, ωστόσο, είναι τα στοιχεία που παρουσιάζονται σε σχέση με το είδος των εργασιών «που συνοδεύουν την
παρουσίαση των κειµένων» και επομένως και των βιβλίων. ΢υγκεκριμένα: «αυτές μπορεί να σχετίζονται στενότερα ή ευρύτερα µε το
κείµενο, λ.χ. επιδιώκουν να αναπτύξουν οι µαθητέςαιτιολογηµένη και τεκµηριωµένη προσωπική άποψη γι αυτά που διαβάζουν, να
αναγνωρίζουν τα διάφορα πολιτισµικά στοιχεία που υπάρχουν στα κείµενα και να προσδιορίζουν την ιστορικότητά τους. Να περιγράφουν και να
ερµηνεύουν την εποχή, το κοινό και τις συνθήκες παραγωγής ενός έργου, να επισηµαίνουν τους συγκρουόµενους κώδικες συµπεριφοράς και τις
αξίες που εκφράζονται από τους ήρωες, να διατυπώνουν προτάσεις και πιθανές λύσεις για τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι ήρωες, όσο
και για τις επιλογές που πρέπει να πραγµατοποιήσουν, να συγκρίνουν κείµενα (λογοτεχνικά και οπτικο-ακουστικά, πεζά και ποιητικά) ως προς
έναν παράγοντα (π.χ. κοινή θεµατική). Άλλες εργασίες εστιάζουν στην οπτική, προς έναν παράγοντα (π.χ. κοινή θεµατική). Άλλες εργασίες
εστιάζουν στην οπτική γωνία από την οποία µιλά ο αφηγητής, στη συγκεκριµένη στάση ζωής στην οποία παραπέµπει και ζητούν να σχολιάσουν
τους διαφορετικούς τρόπους σκέψης, τις διαφορετικές αξίες που καθορίζουν τις συµπεριφορές των ηρώων. Άλλες εργασίες επικεντρώνονται
στην αναζήτηση µορφικών χαρακτηριστικών των κειµένων, ανάλογα µε το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκουν ή την τεχνοτροπία που
υιοθετούν».
   Σα παραπάνω δίνουν αρκετή ελευθερία και ευελιξία στον εκπαιδευτικό να δει με τους μαθητές του το λογοτεχνικό έργο από
ποικίλες οπτικές γωνίες, με μόνη «υποχρέωση» να είναι ενταγμένο στις θεματικές ενότητες που προτείνονται.Η προσέγγισή μας,
επομένως, μπορεί να εστιαστεί:
      ΢τα βασικά θέματά του
      ΢τους ήρωες και τα προβλήματά τους
      ΢την κοινωνία που παρήγαγε το έργο
      ΢τις αξίες και τους συγκρουόμενους κώδικες συμπεριφοράς τους
      ΢τους αφηγητές
      ΢τη δομή και τη σύνθεση του έργου
      ΢την οργάνωση του αφηγηματικού χρόνου
      ΢τις κορυφώσεις της πλοκής
      ΢τους αφηγηματικούς και εκφραστικούς τρόπους, π.χ. χρήση μονολόγου, περιγραφής, συμβόλων, μεταφορών κ.ά”.
                                                                                                   (Aγάθη Γεωργιάδου)
   Γνωρίζουμε λοιπόν το τι και το γιατί, απομένει το πώς, πού, πότε. Θα προσπαθήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις σε αυτά τα
ερωτήματα μέσα από μια εφαρμογή στο βιβλίο του Φρήστου Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις(εκδ. Πόλις 2010).
    Επιλέχτηκε ως παράδειγμα το βιβλίο αυτό για τους εξής λόγους:
          Διαθέτει ήρωες με μοναδικούς χαρακτήρες που δημιουργούν σχέσεις, πάθη συγκρούσεις φόβους, ελπίδες.
          Και τα 16 διηγήματα δημιουργούν μία ενιαία τοιχογραφία ηττημένων ανθρώπων που σε πείσμα της απελπισίας τους
          επιμένουν να ελπίζουν και καθημερινά βυθίζονται σε όλο και περισσότερη λάσπη.
          Είναι ένα παράδειγμα για το πώς η λογοτεχνία μπορεί να γίνει παράθυρο στην κρίση πριν να γενικευτεί ο πανικός.
          Δίνει φωνή στα θύματα της κρίσης: άνεργους, οικογένειες χωρίς στέγη, πρώην ακτιβιστές που ξαφνικά νιώθουν να έχουν
          μπροστά τους έναν κόσμο που έγινε ακατανόητος. Βγάζει στο προσκήνιο το δράμα της μεσαίας τάξης που καταρρέει
          και που της βγάζουν το χαλί της ασφάλειας κάτω από τα πόδια τηςτης αφαιρούν τα δικαιώματά της και το αίσθημα
          κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




        Οι ιστορίες είναι οργανωμένες σαν αρχιπέλαγος διηγήσεων που επικοινωνούν μεταξύ τους  ιστορίες που
        διαδραματίζονται στη Δυτική Αθήνα και στις υποβαθμισμένες περιοχές του ευρύτερου Πειραιά - Καμίνια, Νίκαια,
        Δραπετσώνα, στο φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Άρα οι χώροι δράσης είναι οικείοι στους μαθητές.
        Όλα τα θέματα της επικαιρότητας και όλα τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας βρίσκονται εδώ: από την απειλή της
        φτώχειας, την εκμετάλλευση, την εισβολή της βίας στην καθημερινή ζωή, τον κοινωνικό ρατσισμό, την ασφυξία της
        νεολαίας ώς την υπαρξιακή μοναξιά, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, τις ενοχλητικές αναμνήσεις, την προδοσία, τον
        θάνατο. Όλα όμως ιδωμένα από την σκοπιά μιας ευρύτατης κοινωνικής κατηγορίας- ενός προλεταριάτου- που έχει
        πολλά χρόνια να πρωταγωνιστήσει στην ελληνική λογοτεχνία. Και τώρα επιστρέφει με τα καινούργια του
        χαρακτηριστικά, για να φωτίσει δύσκολες αλήθειες γενικότερες. Διότι σε ένα δεύτερο επίπεδο, το Κάτι θα γίνει, θα δεις
        μας μιλάει για την τέταρτη διάσταση της κρίσης: για την επίδραση της αβεβαιότητας, της ρευστότητας και της
        απόγνωσης, στις νοοτροπίες των ανθρώπων· για τη δειλία, τον κανιβαλισμό, την αναλγησία που φουντώνουν.


Κίγα ιόγηα γηα ηο βηβιίο
Σο βιβλίο του Φρήστου Οικονόμου έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2011.
Μεταφράστηκε στα Ιταλικά και πρόσφατα στα Γερμανικά. Κάποια από τα διηγήματα έγιναν σενάριο
για δύο ταινίες μικρού μήκους (δείτε το τρέιλερ: εδώ),ενώ ο «Μάο» ανέβηκε την άνοιξη του 2012
από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ΢ερρών.




Σο ζθεπηηθό ηες βράβεσζες
΢την καταληκτική ψηφοφορία υπερίσχυσε το βιβλίο του Φρήστου Οικονόμου αφού λήφθηκε υπ’
όψιν τόσο η λογοτεχνική του αρτιότητα όσο και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας πραγματεύεται
τα θέματά του. ΢ε μια ιδιαίτερα δυσμενή οικονομικά και κοινωνικά συγκυρία η συγγραφική
αποτύπωση της καθημερινότητας είναι αξιοσημείωτο γεγονός, που κρύβει, ωστόσο, αρκετές παγίδες στον λογοτεχνικό χειρισμό
της. Ο Φρήστος Οικονόμου καταθέτει εν προκειμένω μια συλλογή δεκαέξι διηγημάτων που εκτυλίσσονται στην αρχή της
κρίσης. Αφουγκράζεται τις ανάσες, τους ψίθυρους και τις έγνοιες μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης απομακρυνόμενος
προγραμματικά από τις ενδοσκοπήσεις που χαρακτήρισαν το διήγημα τα προηγούμενα χρόνια. Καθώς οι γνώμες διίστανται για
το αν και κατά πόσο η λογοτεχνία θα πρέπει να μεταγράφει εν θερμώ τα τεκταινόμενα ή να παίρνει σαφείς αποστάσεις από τις
όποιες, θετικές ή αρνητικές, εξελίξεις αφήνοντας το χρόνο να λειτουργήσει υπέρ της, η στροφή προς έναν τέτοιου είδους
ρεαλισμό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της στοιχείο που θα καταξίωνε τον συγγραφέα. Ο Φρήστος Οικονόμου όχι
μόνο αποφεύγει κάθε είδους συγγραφική ευκολία (στείρο καταγγελτικό λόγο, πρωτογενή συγκίνηση, φθηνό παρηγορητικό λόγο,
ακατέργαστη παράθεση γεγονότων) αλλά καταφέρνει να συγκροτήσει μια ενιαία, θα ’λεγε κανείς, αφήγηση με τους ίδιους
θεματικούς και γλωσσικούς παρονομαστές από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου, με ύφος προσεκτικά δουλεμένο και άμεσα
αναγνωρίσιμο. ΢το γράψιμό του ανιχνεύει κανείς έναν προσωπικό εσωτερικό ρυθμό γεμάτο επαναλήψεις, παύσεις και
ηθελημένες αποσιωπήσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί πως η συλλογή τού Οικονόμου, αν και χωρίζεται σε δεκαέξι
αυτόνομες ιστορίες, θα μπορούσε να διαβαστεί σαν ένα ενιαίο όλο, χαρακτηριστικό που βάρυνε στην απόφαση της Επιτροπής.
Σο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι μια συλλογή που έχει να επιδείξει ισορροπία ύφους, έντασης και έκτασης, από το πρώτο
διήγημα «Έλα Έλλη τάισε το γουρουνάκι» ως το ακροτελεύτιο «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου», προσδίδοντας
στο βιβλίο μια αξιοθαύμαστη πληρότητα. Η γραφή του Οικονόμου είναι έμμεσα πολιτική χωρίς να είναι στρατευμένη. ΢το
βιβλίο του διαβάζουμε ιστορίες από την ζωή μιας σειράς απτών, καθημερινών ανθρώπων που ουδέποτε ηρωοποιούνται προς
χάριν μιας εύκολης συγκίνησης. Τα πρόσωπα της συλλογής, χαρακτηριστικοί τύποι της Ελλάδας του μόχθου και της
αυξανόμενης ανεργίας, διατηρούν στον πυρήνα τους μια αξιοπρέπεια και μια ελπίδα για το μέλλον, όπως αυτή
χαρακτηριστικά εκφράζεται στον γενικό τίτλο της.
΢τον συγγραφέα πιστώνεται περαιτέρω η αποφυγή επιμυθίων και διδακτισμών. Ο Οικονόμου δεν υψώνει το δάχτυλο, δεν
υποδεικνύει λύσεις, δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά αφήνοντας τις περισσότερες φορές ανοιχτό το τέλος των διηγημάτων του.
Παρά το αίσθημα αδικίας που δημιουργείται στον αναγνώστη και δεδομένης της πανταχού παρούσας ανέχειας (της πείνας, της
ανεργίας, της σωματικής και λεκτικής βίας), μια χαραμάδα διαφυγής παραμένει τεχνηέντως ανοιχτή. Δημοσιευμένη το 2010, η
συλλογή αποδεικνύεται προφητική σηματοδοτώντας παράλληλα μια στροφή προς τον ρεαλισμό και τα σύγχρονα κοινωνικά
θέματα που ενδεχομένως να συντελεστεί εντονότερα στο μέλλον. ΢ε κάθε περίπτωση, ο σαραντάχρονος Φρήστος Οικονόμου,
εκπρόσωπος μιας νεότερης γενιάς Ελλήνων συγγραφέων, καταθέτει μια από κάθε άποψη σημαντική συλλογή διηγημάτων και
κρίνεται από την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας άξιος βράβευσης.
                                                                            [Εισηγητής του σκεπτικού: Φρήστος Αστερίου]


Ο ηίηιος ηοσ βηβιίοσ
Ο αμφίσημος τίτλος αποτελεί πιθανότατα εξέλιξη της φράσης «Θα περάσει, θα δεις» που ανακαλύπτει ο προσεκτικός
αναγνώστης στο πρώτο κιόλας διήγημα «Πόσο μακριά θα σ’ άφηναν να πετάξεις;» της πρώτης του συλλογής. Ψστόσο, η
αισιοδοξία που διαφαινόταν στο ρηματικό σύνολο «Θα περάσει…» έχει δώσει πλέον τη σειρά της στην απλή παραδοχή «Κάτι
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




θα γίνει…». Μια παραδοχή που επιδέχεται πολλαπλών προσεγγίσεων, ανάλογα με την οπτική του αναγνώστη (χαρακτηριστικό
άλλωστε, της σύγχρονης γραφής). Ο φύσει αισιόδοξος, διαβάζοντας τον τίτλο και μόνο, θα ελπίσει πιθανότατα σε αίσια έκβαση
της μυθοπλασίας ενώ ο πεσιμιστής θα κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραμένει διακριτικά
«σιωπηλός» αφήνοντας μας μόνους με το έργο του, το οποίο έτσι αυτονομείται και ζητά τη δική μας αναγνωστική κι ερμηνευτική
πνοή.


Ιρηηήρηα επηιογής
Όλα τα διηγήματα αυτής της συλλογής αυτής έχουν ως χώρο δράσης συνοικίες της πόλης μας. Λιμάνι, Νίκαια, Δραπετσώνα,
Φαραυγή, Κερατσίνι, ακόμα και ΢αλαμίνα συμπρωταγωνιστούν με τους ήρωες. Σο υποβαθμισμένο χωροταξικά αστικό τοπίο
αυτών των περιοχών γίνεται το σκηνικό όπου οι ζωές των ηρώων υποβαθμίζονται κι εκείνες ραγδαία. Ακόμα και η μικροαστική
κατάσταση για κάποιους από αυτούς, που οδεύουν ταχύτατα προς την περιθωριοποίηση, μοιάζει με μακρινό όνειρο…

Ποηολ ηύπο αλαγλώζηε επηζσκεί ο ζσγγραθέας;
Έτοιμες «συνταγές ζωής»,που τόσο εύκολα διαχέονται σήμερα, ιδίως στο συγγραφικό χώρο, δεν υπάρχουν στο έργο του.
Άλλωστε δεν πρόκειται για εγχειρίδια αυτοβοήθειας από εκείνα που έχουν πλέον κατακλύσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τις
λίστες ευπώλητων στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Είναι σαφές πως το έργο του Φ. Οικονόμου δεν συμπεριλαμβάνεται στα
αναγνώσματα των δύο ημερών που συντροφεύουν τους αναγνώστες της θερινής ραστώνης και μόνο. Σα διηγήματά του, με την
έντασή τους, ενεργοποιούν και καθορίζουν την προσωπική οπτική του αναγνώστη τους. Εγχαράσσονται στη μνήμη του κι
επανέρχονται κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδά μας. Όχι όμως μέσα από ένα
πρίσμα υπαρξιακού τέλματος αλλά μιας απόλυτης κατανόησης κι αποδοχής της πραγματικότητας.


Οη ιογοηετληθοί ταραθηήρες
Έχει εύστοχα λεχθεί πως «Κάθε διήγημα του Φ. Οικονόμου είναι μια γροθιά στο στομάχι». Κι έτσι είναι. Αυτή άλλωστε οφείλει
να είναι και η ουσία της σύγχρονης μυθοπλασίας σε εποχές εξαιρετικά οδυνηρές για την πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη
μας. Κάθε φράση του σε υποχρεώνει με την εσωτερική δύναμή της να σταθείς, να την ξαναδείς, να την ξαναζήσεις. Οι ήρωές του,
άνθρωποι των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά, πορεύονται με αξιοπρέπεια τον προσωπικό τους δρόμο που είναι όμως γεμάτος
επικίνδυνες στροφές, γκρεμούς κι αδιέξοδα. Ζουν και κινούνται σε γνώριμα μονοπάτια, βιώνουν αντιξοότητες κι ανατροπές,
απώλειες και συντριβές, όπως όλοι μας άλλωστε. Φαρακτήρες διαμορφωμένοι μέσα από την καθημερινή βιοπάλη και τη
βαρβαρότητά της. Τπάρξεις καθηλωμένες, εγκλωβισμένες στις συμπληγάδες απρόσωπων μηχανισμών, που οδηγούνται διαρκώς
προς το περιθώριο, τόσο το οικονομικοκοινωνικό όσο και το πολιτικό. Ένα περιθώριο συνυφασμένο άρρηκτα με τα προσωπικά
αδιέξοδά τους. Ήρωες τραγικοί που, όπως ο Μάκβεθ, ονειρεύονται το τέλος του εφιάλτη που ζουν, ενώ βουλιάζουν όλο και πιο
πολύ σ’ αυτόν. Παρατηρούν τη συνεχή πτώση τους,την πορεία τους προς την ήττα εν πλήρεισυνειδήσει. Δεν υπάρχει τραγωδία
χωρίς συνείδηση του εφιάλτη. Τπάρχει όμως τραγωδία χωρίς κάθαρση, παρά τη γνωστή ρήση του Αριστοτέλη… Κι αυτή την
έλλειψη της καθαρτήριας διεξόδου συναντάμε διαρκώς στα κείμενα αυτά.
΢τον κόσμο του Οικονόμου, οι ήρωες βιώνουν, όπως και οι σαιξπηρικοί ήρωες, δράματα καταστάσεων που τους
επιβάλλονται. Δεν «παραιτούνται» από τη Ζωή, «απολύονται»… Άνθρωποι-γρανάζια ενός αόρατου άτεγκτου Μηχανισμού,
δεν ευελπιστούν σε «βολέματα» μέσω θεσμών πατρωνείας ούτε στην τέλεση θαυμάτων. Αν και συχνοί οι χρονικοί εντοπισμοί (και
στις δύο συλλογές) σε εποχές θρησκευτικών εορτών (κυρίως του Πάσχα), οι ήρωες ζουν τα προσωπικά τους δράματα διανύοντας
μόνοι το δικό τους Γολγοθά,χωρίς καμιά ελπίδα Ανάστασης. Αντίθετα, οι αναφορές στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές και το
μαζικό τους χαρακτήρα κορυφώνουν το αίσθημα της μοναξιάς και της απόγνωσης. Φαρακτηριστικά, στο διήγημα «Κι ένα
αβγό κίντερ για το παιδί» ο ήρωας,απολυμένος από εργοστάσιο του Ρέντη που πλέον έχει κλείσει, ανήμερα Μεγάλης
Παρασκευής καταλήγει σε κατάσταση επαιτείας στην εκκλησία της Οσίας Ξένης. Εκεί, κοιτάζοντας τον Εσταυρωμένο,
μονολογεί: «Βέβαια. Αφού ξέρεις ότι θ’ αναστηθείς. Δεν υπάρχει θάνατος. Δεν υπάρχει τίποτα. Ένα θέατρο είναι όλα».


Η εηθολοποηία ηωλ δηεγεκάηωλ
Οι οπτικές εικόνες αποδίδονται με γραμμές αδρότατες, ιμπρεσσιονιστικές στη δυναμική τους, με πινελιές που θυμίζουν
τους πίνακες του Βαν Γκογκ. Η χρωματική παλέτα όμως κινείται σε τόνους εξπρεσιονιστικούς και φόρμες που θυμίζουν
την τέχνη του Ε. Munch και συγκεκριμένα τον πιο γνωστό πίνακά του, την υπαρξιακή «Κραυγή». Έντονες αποχρώσεις, με
κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο, αυτό που άφθονο ρέει στις φλέβες των πρωταγωνιστών, κάποτε και στους τόπους ατυχημάτων, εκεί
όπου συχνά πέφτει η αυλαία της ζωής τους. Έντονη και η παρουσία του λευκού, ιδίως όπου κυριαρχεί το μοτίβο του
επερχόμενου θανάτου. Φρώματα που δεν παραπέμπουν μόνο στην τέχνη της ζωγραφικής αλλά και στην όμορη τέχνη της
ποίησης. ΢υχνά μας θυμίζουν ποιήματα του ΢αχτούρη με την ένταση και την ακρίβειά τους. Η τέχνη της ποίησης όμως μας
έρχεται στο μυαλό και κάθε φορά που η ασθματική γραφή, με τον έντονο ρυθμό και την αφαιρετικότητά της, απογειώνει τις
περιγραφές των εσωτερικών κι εξωτερικών τοπίων. Η γλώσσα συχνά εμφανίζεται σκληρή, σοκαριστική, εξυπηρετώντας απόλυτα
τις ανάγκες του περιεχομένου με το οποίο βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία και δημιουργεί με την πλαστικότητά της εικόνες
εξαιρετικές. Η εικονοπλασία ωστόσο δεν είναι μόνο οπτική, είναι και ακουστική.
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




Η μουσική υπόκρουση που συνοδεύει συχνά την αφήγηση, άλλοτε κινείται σε ήχους ρεμπέτικου άλλοτε αμερικάνικου
μπλουζ κι άλλοτε ροκ, ανάλογα με τη ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστών. Οι ήρωες ακούν τη μουσική που συνάδει
με την κοινωνική και ψυχολογική τους θέση (χαρακτηριστικό παράδειγμα και το διήγημα με τον τίτλο «Πιπλ αρ στρέιντζ», όπου
η ηρωίδα αναπολεί την ανέμελη εφηβεία της και το τραγούδι των Doors που την καθόρισε). Η μοναξιά τους και η κραυγή της
εσωτερικής τους αγωνίας δε θα μπορούσε να αποδοθεί με μουσικά είδη που είναι πιο αγαπητά σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Σο
γούστο τους είναι προκαθορισμένο, όπως είναι και οι συνθήκες της ζωής τους, από την κοινωνική τάξη και τον τόπο διαβίωσής
τους.


Σο τηούκορ
Σο χιούμορ, ως σανίδα σωτηρίας, ενυπάρχει μόνο με τη μορφή πικρού σαρκασμού. ΢ε έναν κόσμο συνεχούς Απώλειας,όπου το
ηρωικό είναι να καταφέρεις να διατηρήσεις την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά σου, το μειδίαμα δεν μπορεί παρά να σπανίζει, να
είναι ακριβό, όπως και η ίδια η Ζωή. Ακόμα κι όταν ο ήρωας στο «Πλακάτ με σκουπόξυλο» προσπαθεί να αντιμετωπίσει με
χιούμορ τον αιφνίδιο θάνατο από ηλεκτροπληξία του καλύτερού του φίλου, του Πέτρου, κι ανεκδοτολογεί («Σι’ ναι μαύρο και
τινάζεται στο κρεβάτι; Ο Πέτρος!»...) τελικά καταλήγει σε ένα νευρικό, σπασμωδικό γέλιο συνοδευόμενο από σπαρακτικό λυγμό.


Αθεγεκαηηθές ηετληθές
Είναι σαφές πως τα διηγήματα του κου Οικονόμου είναι γραμμένα με τρόπους υψηλής αφηγηματικής τεχνικής. Προσημάνσεις,
κυκλικά σχήματα, ασύνδετα, ελλείψεις, επιταχύνσεις καθιστούν διαρκώς το ρυθμό ταχύ, σχεδόν ασθματικό. Ακόμα κι οι
επαναλήψεις εξυπηρετούν το ρυθμό της αφήγησης. Πολλά εκφραστικά σχήματα δε θα συναντήσουμε λόγω της αφαιρετικότητας
και της προφορικότητας του λόγου. Δε θα ταίριαζαν ως μορφή με το συγκεκριμένο λιτό κι ενίοτε σκληρό περιεχόμενο. Καμία
ωραιοποίηση. ΢υνειδητά. Μόνη εξαίρεση, και σ’ αυτή τη συλλογή, η συχνή χρήση της παρομοίωσης. Εντυπωσιακά εύστοχες
αντιστοιχίσεις αντικειμένων και συμβόλων τους, παραπέμπουν στους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς. Δημιουργούν όμως και ένα
νέο κόσμο εικόνων που συνυπάρχει παράλληλα με την ιστορία. ΢υχνά, γύρω από μια παρομοίωση πλέκεται σταδιακά όλος ο
αφηγηματικός ιστός ενός διηγήματος ή με μια καίρια παρομοίωση κορυφώνεται η εσωτερική δράση του.
Στις περιγραφές είναι έκδηλη μια γνήσια ποιητική διάθεση. Εκφραστικά μέσα, όπως το χιαστό, οι επαναλήψεις (129-132) και
η ολική αστιξία (σ. 177), δίνουν συμβολικό χαρακτήρα στα περιγραφόμενα.
- «Πλάι στον επιτάφιο ήταν ο σταυρός. Μεγάλος και ψηλός σταυρός, από σκούρο καφετί χρώμα. Ο Φριστός με κλειστά μάτια
και το κεφάλι γερμένο δεξιά. Σα χέρια λυγισμένα στους αγκώνες, τα πόδια λυγισμένα στα γόνατα. Σα καρφιά ήταν καρφωμένα
στις παλάμες που έσταζαν αίμα. Μια πληγή στο δεξί πλευρό έσταζε και αυτή αίμα. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι κι έκλεισε τα
μάτια κι ύστερα τ’ άνοιξε και κοίταξε ξανά τον σταυρωμένο. Σι γαλήνιος που ήταν. Γαλήνιος. Ήρεμος. Παραδομένος».
Σο φως του ήλιου ανελέητο, καθιστά πιο αφόρητο το άλγος από τα πολλαπλά κατάγματα που προκαλεί στις ψυχές των
απολυμένων εργατών η ανεργία: «Σο απόγευμα που μας έδιωξαν από τη δουλειά κατέβηκα στο λιμάνι. Με τα πόδια απ’ τον
Κορυδαλλό σαν κυνηγημένος Φαλκηδόνα Μανιάτικα Θερμοπυλών κι ύστερα καρφί στον Άγιο Διονύση στην αποβάθρα των
κρητικών. ΢αν κυνηγημένος πήγαινα γιατί ήταν η μέρα δεν ξέρω τρομαχτική Ιούλιος μήνας απομεσήμερο μαύριζε ο τόπος απ’
τη ζέστη. Είχε ένα παράξενο φως εκείνη η μέρα μαύρο και σκληρό σαν τιμωρία που άλλαζε το σχήμα των πραγμάτων και τα
‘κανε όλα αγνώριστα σπίτια δρόμοι αυτοκίνητα όλα αγνώριστα σαν να ‘σουν ξένος σε ξένη χώρα και οι άνθρωποι εξαφανισμένοι
μια στο τόσο μόνο έβλεπες κάνα σκυλί να γλείφει αλαφιασμένο το νερό που έσταζε από ψηλά απ’ το αιρκοντίσιον που έτρεμαν
και αγκομαχούσαν κι εγώ προχώραγα μπροστά και κοίταζα ψηλά κι έλεγα πως εκεί ψηλά ήταν άλλη μέρα άλλη χώρα μια μέρα
δροσερή μια χώρα που κοιμότανε δροσερή χορτάτη».

Η ζθελογραθία
Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Νίκαια, Κορυδαλλός, Πέραμα, Αμφιάλη, ΢αλαμίνα: αυτός ο συγκεκριμένος χώρος της δράσης που, ως
αναλυτική περιγραφή και παρουσίαση, δημιουργεί τη σκηνογραφία, το συνολικό σκηνικό της αφηγημένης πράξης, δε
«συμμετέχει» στα δρώμενα με τρόπο στατικό. Αντίθετα, ο χώρος με τη συγκεκριμένη του εδαφική ιδιομορφία αποτελεί
λειτουργικό, ρυθμιστικό και αποφασιστικής σημασίας παράγοντα, που επηρεάζει και προ-ρυθμίζει τη βούληση και τις
κινήσεις των προσώπων. Φαρακτηριστικό παράδειγμα: την περιγραφή μιας χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας, που ωστόσο δε
θυμίζει Φριστούγεννα, συναντούμε στο διήγημα με τίτλο «Πίπολ αρ στρέιντζ»: «Εικοσιμία δωδεκάτου. ΢άββατο απόγευμα. ΢ε
τέσσερις μέρες Φριστούγεννα. Απ’ το παράθυρο της κουζίνας βλέπω τα πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν στα παράθυρα
και στα μπαλκόνια και στις αυλές των σπιτιών. Κόκκινα πράσινα κίτρινα μπλε. Αστέρια και γιρλάντες και αγιοβασίληδες κι
έλκηθρα με ελαφάκια. Αμέτρητα φωτάκια. ΢α να βρίσκεσαι λέει σ’ ένα απέραντο καζίνο και τα σπίτια να ‘ναι κουλοχέρηδες.
Σσιμέντο, φτώχια και πολύχρωμα φωτάκια – λίγο από Μπαγκλαντές λίγο από Λας Βέγκας. Σα παιδιά κάνουν ποδήλατο κι οι
γυναίκες ποτίζουν γλάστρες με φουντωμένα λουλούδια. Βλέπω άντρες με βερμούδες να ψήνουν και να πίνουν μπίρες στις
ταράτσες… Παραμονές Φριστουγέννων αλλά τίποτα δε θυμίζει Φριστούγεννα. Εκτός από τα φωτάκια».
Η όλη σκηνογραφία των διηγημάτων θυμίζει σε πολλά σημεία τον παπαδιαμαντικό διάκοσμο: «Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα και
φυσούσε βοριάς και ο ουρανός είχε το χρώμα που είχαν τα μάτια του παιδιού που καθόταν ώρες τώρα στο τραπέζι της κουζίνας
με τα χέρια δεμένα και ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά το τραπέζι στρωμένο με φαγητά».
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σκηνογραφικής τέχνης του κ. Οικονόμου είναι η τάση για εξατομίκευση του χώρου: ο
συγγραφέας δεν βλέπει τα πράγματα που βρίσκονται γύρω του και που είναι ανεξάρτητα από αυτόν, αλλά υποβιβάζει τη φύση σε
έναν καθρέφτη που αντανακλά τα αισθήματά του, αναζητά ένα συμβολικό αντίστοιχο για κάτι που βρίσκεται μέσα του: «Σα
κύματα έπεφταν στην παραλία σαν τσακισμένοι ναυαγοί, χωρίς δύναμη, χωρίς ψυχή, το ‘να μετά το άλλο, με κοφτά βογκητά, με
μικρούς στεναγμούς, το ‘να μετά το άλλο. Νωρίς τ’ απόγευμα το μπουρίνι ξεθύμανε και τώρα ο ήλιος σχημάτιζε μια πελώρια
φλεγόμενη κλεψύδρα πάνω στα ήρεμα νερά που ‘χαν γεμίσει φύκια και κλαδιά και κουκουνάρια και μπιτόνια και πλαστικές
σακούλες και ξύλα από ψαροκασέλες – λεπτά ξασπρισμένα ξύλα σαν κόκαλα ψαριών που ‘χανε φαγωθεί από άλλα μεγαλύτερα
ψάρια. … Ήταν περασμένες εφτά αλλά τα μηχανήματα δούλευαν ακόμα – η βουή έβγαινε βαθιά μέσα από τα σπλάχνα του
βουνού και τάραζε τη γαλήνη του τοπίου. Απαλλοτρίωση» («Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου»).
Σέλος, χαρακτηριστικό του οδηγητικού ρόλου της όλης σκηνογραφίας συνιστά η αντιστοιχία του χώρου με τη συναισθηματική
κατάσταση των ηρώων. Οι περιγραφές επιτελούν μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο
νόημα των διηγημάτων. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες περιγράφονται με τρόπο
αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά, ενώ
μια εξωτερική εικόνα της φύσης λειτουργεί ρητά ή υπαινικτικά με βάση την ψυχική κατάσταση του ήρωα. Ο Άρης και η
Νίκη στο διήγημα «Κάτι θα γίνει, θα δεις» και το νεαρό ζευγάρι κρατουμένων στο θάλαμο-κρατητήριο του νοσοκομείου,
βρίσκονται ακινητοποιημένοι σε ένα κρεβάτι. Φώροι περίκλειστοι και οι δύο. Και τα δύο ζευγάρια φυλακισμένα. Σο πρώτο στα
χρέη του, το δεύτερο στον έρωτά του, με τα χέρια κολλημένα με logo. Η Νίκη αποχαιρετά την αγαπημένη της συνοικία και το
βλέμμα της χαϊδεύει το χώρο, τα αντικείμενα, τους ανθρώπους: τις νεραντζιές και τις μουριές, τις κολόνες της ΔΕΗ, την κόκκινη
βέσπα του Θοδωρή, τα ρολά στο ψιλικατζίδικο του Αστερία, τον τοίχο στη γωνία Βοσπόρου και Μυκηνών, την σμπαραλιασμένη
καγκελόπορτα της Βούλας, την τζαμαρία από το κουρείο του Κοσμά. Ο κόσμος της είναι ένας κόσμος υπό κατάρρευση. Κι
αυτή τώρα θεατής στο ρέκβιεμ ενός προαναγγελθέντος θανάτου: αυτού της εργατικής τάξης των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά,
αποχαιρετά τον μικρόκοσμό της. Έναν μικρόκοσμο – άγνωστο για τους πολλούς – αλλά τόσο σημαντικό για την ίδια. Δεν είναι
η μορφολογία του χώρου που του δίνει αξία, αλλά η αγάπη της ηρωίδας που προσδίδει αξία και νόημα σ’ αυτόν.
Και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές τις συνοικίες, που ζουν σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας, αυτού του πλανήτη, που κάποτε
δούλευαν και ζούσαν αξιοπρεπώς, τώρα διαπιστώνουν πως όλα έγιναν ΑΜΕΡΙΚΗ και πως η ανέχεια και η ανεργία είναι
κάταγμα. Δεν είναι παίξε γέλασε.

Λέλοληας ζηολ Πεηραηά θαη δηαβάδοληας γηα ηελ πόιε κοσ
Ο Νικήτας Παρίσης στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος» και πιο συγκεκριμένα στο διήγημα
με τίτλο «Εγώ με ξένα τούβλα δε χτίζω», αναφέρει: «Άμα βρεθείς ο ίδιος μέσα στη φωτιά δε χρειάζεται να λες τίποτα. Αυτός που
κάνει δε μιλάει. Οι άλλοι θα πρέπει να μιλήσουν. Πού, όμως, τέτοιο πράγμα! Μιλάει κανείς στις μεγάλες πόλεις για τα χρώματα
που έχουν οι αυγές; Σα βλέπει κανείς; Είναι σα να μην υπάρχουν. Όμως αυτά υπάρχουν μόνο γι’ αυτούς που βλέπουν την αυγή
να ροδίζει στις άκρες των βουνών».ΕΝΑ΢ από αυτούς που θεάται με τρόπο ΠΟΙΗΣΙΚΟ τον κόσμο, τις κλιματικές αλλαγές, τις
αποσαθρωμένες συνοικίες του Πειραιά και τους ψυχικά σακατεμένους ενοίκους τους είναι και ο Φρήστος Οικονόμου. Με τα 16
διηγήματα της συλλογής επιχειρεί να συνθέσει την τοιχογραφία μιας αιμάσσουσας κοινωνικής τάξης και των ανθρώπων της.


Ο ζάλαηος ηες εργαζίας
Ο Οικονόμου σκιαγραφεί με σκούρα, πένθιμα χρώματα το τέλος της εργασίας: Σα ρούχα των απολυμένων εργατών είναι
«σαν τα πράγματα των πεθαμένων που πρέπει κάποιος να τα μαζεύει. Γιατί τα πράγματα των πεθαμένων είναι ο τελευταίος
κάβος, και ο ζωντανός πρέπει πάντα να τον λύνει αυτό τον κάβο, γιατί κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί, όλοι καράβια είμαστε…».
Και οι χαρακτήρες πώς αντιδρούν μέσα σ’ αυτό το σκηνικό της φθοράς και της προϊούσας κρίσης; Ο συγγραφικός χρωστήρας
σκιτσάρει χαρακτηριστικά πορτρέτα με μεγάλη δεξιοτεχνία:
- Ο Γιάννης Εγγλέζος που, που όταν σκοτώθηκε ο φίλος του σε εργατικό ατύχημα, διαρκώς αναφωνεί: «Είμαι γεμάτος με ένα
απίστευτο κενό».
- Ο Σάκης Βασσάλος που κάνει όνειρα όχι για το μέλλον αλλά για τα περασμένα. Και τον πιάνει ντροπή λες και είναι έγκλημα
πια η νοσταλγία. «Η νοσταλγία, σκυλί ψωριάρικο με τσιμπλιασμένα μάτια που γλείφει τις πληγές του και σε ξεγελά και άμα
απλώσεις το χέρι να το χαϊδέψεις σε δαγκώνει».
- Ο ναύαρχος που προειδοποιεί τον απολυθέντα γιο του: «Πρόσεχε μη χάσεις την πίστη σου. Μην τους κάνεις το χατίρι και
χάσεις την πίστη σου. Πρέπει να πιστεύεις. Και θεός να μην υπάρχει, εσύ πρέπει να πιστεύεις». Κι ο ίδιος ήρωας που τις νύχτες
ονειρεύεται ότι έχει «βρει ένα μαγικό φάρμακο και γίνεται αόρατος κι αρπάζει λεφτά απ’ τις τράπεζες και τα μοιράζει στον
κόσμο».
- Ο Μάο που παίρνει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του, για να αντιμετωπίσει ως αυτόκλητος άγγελος-τιμωρός το κακό.
- Ο Μιχάλης ο αταίριαστος που είχε τρέλα με τον Ισπανό ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ και που τον φόβιζε η σιωπή: «Απάνθρωπο
πράγμα η σιωπή. Πόση σιωπή να κουβαλήσει ένας άνθρωπος μέσα του».
- Ο Βασίλης που κάθε βράδυ διηγείται παραμύθια στην γυναίκα του.
- Ο «Μολυβένιος στρατιώτης» που γράφει με σπρέι συνθήματα στους τοίχους.
- Ο Πέτρος που έχει χόμπυ να παρακολουθεί τους ευκατάστατους κατοίκους των νοτίων προαστίων.
- Ο μπαρμπα-Σάσος που τον βρήκε ο γιος του μες στον σκουπιδοντενεκέ, επειδή άφησε τη γυναίκα του να πεθάνει αβοήθητη.
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




- ο Άρης που πιστεύει πως «το καλύτερο φάρμακο για τους φτωχούς ανθρώπους είναι η τηλεόραση».
Κοινός παρονομαστής όλων των ηρώων που συνθέτουν το μωσαϊκό των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά είναι το ΜΙ΢Ο΢ από τις
διαρκείς στερήσεις στις οποίες υποβάλλονται: «Κουβάλαγαν στερήσεις και πίκρες και όνειρα που δε βγήκαν αληθινά.
Κουβάλαγαν ένα βαθύ μίσος για τους πολιτικούς και για τους γιατρούς και τους υπαλλήλους του ΙΚΑ – για όλους εκείνους τέλος
πάντων που εξαιτίας τους αναγκάζονταν να ξενυχτάνε στη μέση του δρόμου μες στην παγωνιά μακριά από τα σπίτια τους».


Ιρηηηθές-Παροσζηάζεης
1. «΢τα διηγήματα του Φρήστου Οικονόμου -που έχει μόλις άλλη μια συλλογή στο ενεργητικό του προ επταετίας- ο κόσμος
   «αστράφτει άσπρος, κρύος και σκληρός σαν μαρμαρένιο αλώνι», όπου τα πρόσωπα των διηγημάτων του δίνουν καθημερινά
   τη μάχη με έναν πολυμήχανο θάνατο, του σώματος και της ψυχής. Ο ένας έχει μείνει στον δρόμο, απολυμένος, και
   λιμοκτονεί μαζί με το παιδί του, χωρίς ελπίδα και διέξοδο καμιά. Ο άλλος σκοτώνεται στην οικοδομή κι ο φίλος του βγαίνει
   με το πλακάτ κενό, καθώς το επαναλαμβανόμενο τέλος του κόσμου στομώνει τη σκέψη και τον λόγο και η διαμαρτυρία
   γίνεται καθολική και αδύνατη. Ένας τρίτος θέλει να μπει στον σκουπιδοτενεκέ γιατί δεν είχε λεφτά να σώσει τη γυναίκα του
   από τον θάνατο. Σα πάντα λιώνουν, όπως τα παγάκια στη βιοτεχνία όπου δουλεύει ο Μάικ με εργοδηγό έναν σκοτεινό
   Παλαιστίνιο και ονειρεύεται τη ζωή του στην Ισπανία, την πατρίδα του αγαπημένου του ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ. Σα πάντα
   διαλύονται. Δεν υπάρχει δουλειά και η απόλυση είναι «σαν κάταγμα», όταν περάσει η ώρα νιώθεις τον πόνο. Δεν υπάρχει
   μέλλον, η οδός Ουρανού οδηγεί στα χρέη, τις τράπεζες, την πείνα, την έμπρακτη και πιο χειροπιαστή ακύρωση του
   αισθήματος, καθώς ο άνθρωπος ζει για να επιβιώνει και σκέψεις και αισθήματα απαγορεύονται, αναστέλλονται. Οι άνθρωποι
   παλεύουν στα σκοτεινά, στα τυφλά, στην κόψη, της ανεργίας, της επιβίωσης, της απελπισίας, της παράνοιας. Παρακαλάνε το
   ΑΣΜ να τους δώσει ένα πενηντάρικο από τον άδειο τους λογαριασμό, η μαγκιά τους αρχίζει και τελειώνει στις μπότες τους,
   «χορεύουν βαρύ ζεϊμπέκικο» περιμένοντας το χαρτάκι του ΙΚΑ από τα μαύρα μεσάνυχτα πάνω από ένα βαρέλι όπου έχουν
   ανάψει φωτιά,
   Ο φόβος όμως δεν είναι στάση ζωής, είναι ένας διαρκής θάνατος, μια διαρκής κατατρόπωση, στην οποία ωστόσο
   αντιτίθενται κάποιοι λίγοι μολυβένιοι στρατιώτες, διαδηλωτές χωρίς κραυγή και λόγο, ξωτικά στα παραμύθια της νέας
   χιλιετίας, όπου οι δράκοι είναι παντοδύναμοι. Ο Οικονόμου, με τα δεκάξι διηγήματά του, ερμηνεύει πολύ περισσότερα από
   όσα περιγράφει: ο ρεαλισμός του, αγγλοσαξωνικών καταβολών, με αναφορές στην ελληνική μεσοπολεμική και
   μεταπολεμική πεζογραφία και κυρίως στην ποίηση, αστραφτερός και κοφτερός σαν τα φώτα-σπαθιά των απεργών στο
   φουγάρο της ΔΕΗ, σχολιάζει την επιστροφή στον 19ο αιώνα, στην αβίωτη ζωή των αθλίων. ΢υνειδητά ή ασύνειδα, δεν
   περιγράφει έναν πόλεμο που επίκειται, ή έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά μια προαναγγελθείσα ήττα: υποκείμενο των διηγημάτων
   του δεν είναι ο εξεγερμένος λαός, αλλά οι βουβοί απελπισμένοι αόρατοι άνθρωποι.
   Αυτή την ήττα την περιγράφει μαστορικά, με πρόσωπα αόρατα, χωρίς σώμα ή αδρά σχεδιασμένο, χλωμό, σκεβρωμένο,
   λιγνό, ή απλώς των ονείρων, με χέρια που κρατούν το τσιγάρο και ποτήρι αλλά δεν αγγίζουν τον άλλον. Με λιγοστούς αλλά
   εξαιρετικούς διαλόγους, διαφορετικές φωνές και εναλλαγή των προσώπων στην αφήγηση, με μια πρόζα που αγκαλιάζει
   στον ρυθμό της την ποίηση, παραβιάζοντας τη στίξη, ξεδιπλωμένη σαν ποίημα και σαν μουσική, θλιμμένο μπλουζ του
   λιμανιού, με γλώσσα δουλεμένη στον πόντο και εικόνες που την ανανεώνουν, μαζί και το βλέμμα του αναγνώστη. ΢το
   κάθε διήγημα το θέμα διασπάται, με ποικίλες τεχνικές, με τον συνειρμό, με την παρέκβαση, τον παραλληλισμό: οι Ινδιάνοι
   που αφήνουν τον τόπο τους και αποχαιρετούν τα λουλούδια και η Νίκη που αποχαιρετά τα ταπεινά της γειτονιάς της,
   βέσπες, αυλές, το κουρείο όπου πρωτοείδε τον αγαπημένο της. ΢παραγματικά και σπαρακτικά, ενώνονται την ίδια στιγμή,
   όλα μαζί, σαν σε ένα αρθρωτό μυθιστόρημα, φτιάχνουν έναν κόσμο ζωντανό, που ακούμε το λαχάνιασμα και τη σιωπή του.
   Αρχαιολογία της φτώχειας και σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία του αποκλεισμού, η συλλογή του Οικονόμου φλερτάρει ίσως
   κάποιες στιγμές με το μελοδραματισμό, αλλά σε γενικές γραμμές οι ιστορίες λέγονται με κρύα καρδιά, όπως πρέπει «να
   λέγονται οι ιστορίες αγάπης» και όπως πρέπει να γράφονται τα καλά διηγήματα, όπου η ένταση ξεχειλίζει χωρίς να
   περισσεύει από πουθενά. Ο Οικονόμου φτιάχνει κόσμο και διαθέτει ύφος, η ματιά του είναι διεισδυτική, η άποψή του για την
   τέχνη ολοκληρωμένη, από τα όρια της αναπαράστασης ως την αναπόφευκτη αυτοαναπαράσταση του έργου τέχνης.
   Καθώς τα διηγήματα αυτά δεν γράφτηκαν φαντάζομαι σε μια μέρα, διαβάζονται σήμερα και ως προφητικά: η κρίση
   έρχεται να επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους όσων συντρίβονται χωρίς ποτέ να έχουν καταλάβει πώς δουλεύει η μηχανή
   του τέρατος. Μια αμελητέα ένσταση, ότι ένας τέτοιος κόσμος, ο τόσο αξιοπρεπής μες στον συμβιβασμό και την καρτερία
   του, δεν μπορεί παρά να έχει και πολύ πιο σκοτεινές και βίαιες πλευρές. Όπως και να έχει, τα διηγήματα του Οικονόμου
   συνδέονται με τις ανάλογες εξελίξεις το τελευταίο διάστημα στο ελληνικό σινεμά και θέατρο και στον εικαστικό χώρο και
   μας επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι, συνεπικουρούσης της κρίσης, σύντομα θα είναι πια παρελθόν οι χρόνοι της άνοστης και
   άνευρης ομφαλοσκόπησης και του βιασμένου μεταμοντερνισμού. Μια συλλογή που σφραγίζει λογοτεχνικά την αποτυχία της
   μεταπολίτευσης, εκρηκτικά, λαμπερά διηγήματα, ένας συγγραφέας που έχει καταφέρει εξαρχής πολλά και υπόσχεται ακόμα
   περισσότερα» (Σιτίκα Δημητρούλια, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ).

2. «Εκείνο που κυριαρχεί εδώ είναι λιγότερο η ρεαλιστική εποπτεία και ακρίβεια και περισσότερο η νατουραλιστική πύκνωση
   μέσα από την οποία ο συγγραφέας θέλει να υποδείξει τον εγκλωβισμό της ελληνικής κοινωνίας σε μια καταθλιπτική (παρά
   τον φαινομενικό εκσυγχρονισμό) ακινησία, σ’ ένα κρυμμένο, αλλά ακατανίκητο περίσσευμα αδράνειας και αβελτηρίας, που
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




   υπέχει και την πλήρη ευθύνη για τη δυστυχία των πρωταγωνιστών του Κάτι θα γίνει, θα δεις. Σο σπουδαίο στον νατουραλισμό
   του Οικονόμου είναι πως η παλαίωση του παρόντος (η υπαγωγή του στην ιστορική μιζέρια της ελληνικής καθημερινότητας)
   δεν γίνεται ούτε με τους προγραμματικούς-εργαστηριακούς όρους του Ζολά ούτε με το σιδερένιο χέρι της οποιασδήποτε
   στρατευμένης τέχνης: μετά τη δύσπεπτη (ως όφειλε) κατανάλωσή της, η παρελθοντική τοπογραφία και ανθρωπογεωγραφία
   του καταλήγει ανοικονόμητο (πέρα από κάθε αισθητικό ή ιδεολογικό σχήμα) και ανατριχιαστικό παρόν, που μας κάνει να
   σκεφτούμε τον άγνωστο και ξένο εαυτό μας, συνειδητοποιώντας πως έχει έρθει ίσως η ώρα να ψάξουμε και να καταλάβουμε
   το μέγεθος της εμπλοκής μας μαζί του» (Βαγγέλης Φατζηβασιλείου).

3. «΢υλλογή διηγημάτων, σχεδόν σπονδυλωτό μυθιστόρημα της φτωχολογιάς του Πειραιά. Όλα τους καταλήγουν σ' ένα
   γνωστό από παλιά αίσθημα λυρικού ουμανισμού, που εδώ οδηγείται στο επίπεδο μιας ποιητικής αφαίρεσης. Και θέλοντας
   και μη, απηχεί τον γενικευμένο φόβο ότι κάτω απ' τη βαριά σκιά της οικονομικής κρίσης θα μεταβληθούμε όλοι σε ήρωες
   του Οικονόμου» (Βαγγέλης Ραπτόπουλος).

4. «Κάθε διήγημα του παρόντος τόμου, κάθε ιστορία, προστιθέμενη στην άλλη, στην προηγούμενη ή στην επόμενη, συμβάλλει
   στον φωτισμό και στον συναισθηματικό-συγκινησιακό ιριδισμό μιας διαφορετικής πτυχής της ίδιας πραγματικότητας. Σης
   πραγματικότητας των κοινωνικά -όχι, κατʼ   ανάγκη, καιψυχικά- καθημαγμένωνανθρώπωντουκαθημερινούμόχθου και της
   καθημερινής αγωνίας και αβεβαιότητας, όχι μόνο για την επιβίωσή τους -τη δική τους και όλων όσοι εξαρτώνται απʼ αυτούς
   -,    αλλάκαιγιατησυνειδησιακήτουςαρτιμέλεια.      Ανθρώπωνπου,        γιαδιαφορετικούςλόγουςοκαθέναςκαι,     πάντως,
   παράτηθέλησήτουςκαιτιςαρχικέςτουςπροθέσεις, ζουνκαικινούνταιόχιακριβώς στο περιθώριο, αλλά στις παρυφές του
   σφύζοντος, από ζωή και δράση, κόσμου της πολιτείας κυρίως στα συνοικιακά περίχωρα του Πειραιά, αλλά και αλλού.
   Οι ήρωες των ιστοριών του Χρήστου Οικονόμου δεν είναι άνθρωποι του περιθωρίου είναι ηττημένοι, αλλά όχι
   παραιτημένοι. Σο γεγονός ότι, στην πλειονότητά τους, διακατέχονται από ένα βαθύτατο αίσθημα αδικίας, δεν τους
   απαλλάσσει από την οδυνηρή επίγνωση και της προσωπικής τους αδυναμίας ή ανικανότητας να θωρακιστούν απέναντι στην
   αμείλικτη                                                                                                κοινωνική
   πραγματικότηταγιʼ   αυτόκαιδεναιτιώνταιμόνοτουςάλλουςγιʼαυτήντουςτηναδυναμίαήανικανότητακαιγιατηνκατάστασήτους,
   ενγένει, αλλάκαιτουςεαυτούςτους. Έχονταςπλήρησυνείδησητουμηδαμινού -ήκαιανύπαρκτου- εκτοπίσματος της ύπαρξής τους
   έξω από το ασφυκτικά περιορισμένο πλαίσιο της οικογένειας, της γειτονιάς και της δουλειάς, πάνω
   απʼ  όλααγωνιούνκαιμεριμνούνγιατηδιαφύλαξητηςακεραιότηταςτουσκεπασμένουκάτωαπότιςγκριμάτσεςτηςοδύνης,
   τηςαπόγνωσηςκαιτηςκαθημερινήςφθοράςαληθινού τους προσώπου.
   Εκτός από τον, μονίμως επικρεμάμενο, κίνδυνο να χάσουν το υποθηκευμένο από τη δανειοδότρια τράπεζα σπίτι τους, εκτός
   από τον τρομακτικό εφιάλτη ότι μπορεί να βρεθούν, από στιγμή σε στιγμή, έρμαια μπροστά στο αδηφάγο τέρας της
   ανεργίας, φοβούνται και για κάτι πολύ σοβαρότερο τρέμουν στο ενδεχόμενο να συντριβούν στα σιδερένια σαγόνια του
   μηχανισμού της αλλοτρίωσης να απεμπολήσουν την αυθεντικότητά τους να εξομοιωθούν με τα τηλεοπτικά ανδρείκελα και,
   ακόμα χειρότερα, να χάσουν τη φωνή τους, να αμβλυνθεί ο λόγος τους, η μοναδική επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Γιατί,
   μιλώντας, συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν ιστορώντας τα πάθη τους "ιστορούνται" και ιστορούν κι έτσι συνδέονται με τον
   κόσμο κι ακόμα, μιλώντας, φέρνουν στην επιφάνεια και, ίσως ίσως, εξορκίζουν όλα όσα φοβούνται και μισούν όλα όσα, με
   άλλα λόγια, τους δένουν μεταξύ τους.
   Όλα σχεδόν τα πρόσωπα των δεκαέξι ιστοριών του βιβλίου είναι έρμαια συγκεκριμένων ή απροσδιόριστων φόβων και
   φοβιών. Σρέμουν στην ιδέα του κενού -που γεμίζει και καλύπτει τα πάντα-, ταράζονται στην ιδέα του συμβιβασμού και
   κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους να αποβάλουν το "προπατορικό στίγμα" του συμβιβασμένου, που κουβαλούν στο αίμα
   τους, αφού η ύπαρξή τους οφείλεται σε κάποιο "σιωπηλό ναι" των γονιών τους αισθάνονται τρόμο στην ιδέα να χάσουν την
   πίστη τους σε κάτι, σε οτιδήποτε, που θα μπορούσε να διατηρήσει ζωντανή τη σχέση τους με την πραγματικότητα και τη
   ζωή ("...Και θεός να μην υπάρχει εσύ πρέπει να πιστεύεις. Η πίστη σου είναι ο θεός"), φοβούνται -κι ας μην είναι σε θέση να
   κατανοήσουν τον φόβο τους- μην έρθει κάποτε η στιγμή που θα επικρατήσει το κακό, πράγμα που θα συμβεί όταν αυτό
   αρχίσει να μιλάει με τη φωνή τους. Όλα όσα κουβαλούν τα πρόσωπα του διηγήματος "Σα πράγματα που κουβάλαγαν",
   αποτελούν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας των κεντρικών προσώπων όλων σχεδόν των
   διηγημάτων. Ποια είναι αυτά που κουβαλούν; "Πολλά χρόνια δουλειά στις πλάτες τους", "στερήσεις και πίκρες και όνειρα
   που δε βγήκαν αληθινά", "το βάρος του χρόνου που είχαν μοιραστεί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους". "΢υμβιβασμούς
   που είχαν δεχτεί και όρκους που είχαν πατήσει", "προδοσίες που είχαν κάνει και προδοσίες που είχαν ανεχθεί", "το άγχος,
   το φόβο και την αγωνία για το χρόνο και την αρρώστια". "Παλιά τραγούδια, εικόνες και αναμνήσεις από τα παιδικά τους
   χρόνια. Νοσταλγία για τα περασμένα, μυρωδιές από τα σπίτια τους, το βρώμικο αέρα της συνοικίας τους, εικόνες και πολλές
   φωνές, ζωντανών και πεθαμένων", "ένα βαθύ μίσος για τους πολιτικούς και τους γιατρούς και τους υπαλλήλους του ΙΚΑ".
   Όλα όσα τους έκαναν ευήκοους και ευπροσήγορους στον ξένο πόνο και ικανούς να συλλαμβάνουν τους ήχους της οδύνης όχι
   με τα αυτιά, αλλά με την καρδιά τους νιώθοντάς τους -αυτούς τους ήχους- να τους χτυπούν στο στήθος.
   Απέναντι σʼ αυτάταπρόσωπα, οαφηγητής, διακατεχόμενοςαπόμια, θατολμούσαναπω, νεορεαλιστικήπρόθεσηκαιδιάθεση,
   κρατάειμίαστάσημάλλοναντικειμενική. Ό,τιμοιάζεινατονενδιαφέρει, πρωτίστως, είναιοεντοπισμόςκαιη ακινητοποίησή τους
   σε διάφορες - όχι κατʼ  ανάγκηνκαθοριστικές, πάντωςενδεικτικές - περιστάσειςκαικαταστάσειςτουβίου τους και η
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




   λεπτομερής καταγραφή των ψυχικών, πνευματικών, ενίοτε και σωματικών τους κραδασμών κατά την αντιμετώπισή
   τους. Μία προσεκτικότερη, ωστόσο, παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο τα ακινητοποιεί, προκειμένου να τα προσεγγίσει
   ως αντικείμενα-υποκείμενα της αφηγηματικής διαδικασίας, φανερώνει μία, νηφάλια έστω, με ιδεολογικό υπόβαθρο,
   συγκινησιακή φόρτιση και συμμετοχή του στα όσα υφίστανται και πάσχουν. Τπάρχει στην αφήγησή του ένας τόνος
   κατανόησης και τρυφερότητας απέναντι σʼ      αυτάταπρόσωπα, μία, άλλοτεφανερήκαιάλλοτετεκμαιρόμενη, διάθεση να τα
   προφυλάξει από κι άλλες κακουχίες, περιβάλλοντάς τα με τη θερμότητα των προσωπικών του συναισθημάτων κι
   εκφράζοντας, για λογαριασμό τους, την ελπίδα ότι "δεν μπορεί, κάτι θα γίνει". "Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος
   μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο". Όσο για τον εαυτό του, πιστεύει ή, εν πάση περιπτώσει, θέλει να πιστεύει ότι η
   αλήθεια, οι αλήθειες των ιστοριών του δεν κρίνονται τόσο από τη συνάφειά τους με την πραγματικότητα -αν και αυτό, στην
   προκειμένη περίπτωση, είναι δεδομένο-, όσο από το ήθος τους το οποίο προσπαθεί -και καταφέρνει- να διαφυλάξει
   ακέραιο, όσο αφηγείται τα αλλότρια πάθη, που, όπως φαίνεται, θεωρεί και αισθάνεται και δικά του» (Κώστας Παπαγεωργίου,
   εφημ. ΑΤΓΗ)


5. «Ο Φρήστος Οικονόμου φτιάχνει τη μεγάλη τοιχογραφία ενός κόσμου που, ενώ είναι αναγνωρίσιμος, παραμένει ξένος, σαν
   να ζει πίσω από ένα αόρατο τείχος. Αλλά είναι τόσο δυνατοί οι ήρωες - αυτοί οι καθημερινοί μικροαστοί -, τόσο
   δυναμική η αφήγηση, τόσο έντονα τα συναισθήματα που δοκιμάζει ο αναγνώστης (υπάρχουν ιστορίες που σε κάνουν να
   κλαις), τόσο μεγάλη η αισθητική απόλαυση, τόσο πρωτότυπη η πλοκή, που αυτός ο κόσμος των δυτικών συνοικιών
   γίνεται δικός μας, γιατί είναι τελικά πανανθρώπινος.
   Με αυτό το ίδιο υλικό- εννοώ την ίδια γεωγραφία και ανάλογους ήρωες- έχουμε δει αρκετά λογοτεχνικά κείμενα, που
   κινούνται όμως στον χώρο μιας ηθογραφίας, άλλοτε καλής άλλοτε μπανάλ- δεν έχει σημασία. Αλλά ο Φρήστος Οικονόμου
   κινείται πάνω σε μια καθαρή γραμμή ρεαλισμού- που δηλώνεται τόσο από την περιγραφή όσο και από τη γλώσσα- η
   οποία τακτικά τορπιλίζεται από τον λυρισμό ή την αλληγορία. Για παράδειγμα, στην πρώτη ιστορία, η ηρωίδα, που την
   έχει εγκαταλείψει ο άνδρας της, παίρνοντας μαζί του τον κουμπαρά-γουρουνάκι με τις οικονομίες της, κάπου 900 ευρώ,
   κάθεται στο κρεβάτι και για παρηγοριά τρώει τον σιμιγδαλένιο χαλβά που έφτιαξε: «Μασουλώντας αργά στο σκοτάδι
   ακούγοντας το σκοτάδι που μεγαλώνει έξω αρχίζει να τρώει αργά, μικρές κοφτές μπουκιές, τον άντρα που πέρασε κι αυτός
   απ’ τη ζωή της από τ’ αφύλαχτα σύνορά της σαν στρατιώτης κατακτητής ή σαν κυνηγημένος μετανάστης». ΢ε μια άλλη
   ιστορία, ο άνεργος ήρωας που, ημέρες του Πάσχα, προσπαθεί να εξασφαλίσει το σοκολατένιο αβγό του παιδιού του, βοηθάει
   ένα κορίτσι να κρεμάσει το ακάνθινο στεφάνι στον σταυρό: «Ήταν φτιαγμένο από κάποιο φυτό μ’ αγκάθια και στο σκιερό
   φως του πολυελαίου και των κεριών το στεφάνι έμοιαζε με τον σκελετό ενός αλλόκοτου μιαρού πλάσματος που ‘χε ψοφήσει
   χρόνια πριν πάνω σε ‘κείνο το τραπέζι». Αλλού ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά τολμηρός, όπως στην ιστορία όπου ο ήρωας,
   «με κοτσίδες και σκουλαρίκια», που τον έχει σπάσει στο ξύλο η Ασφάλεια, ταυτίζεται με τον μολυβένιο στρατιώτη, του
   παραμυθιού του Άντερσεν, και γίνεται και ο ίδιος «πλάσμα μαγικό κι απίστευτο, ένα πλάσμα για τα παραμύθια της επόμενης
   χιλιετίας».
   Ο Φρήστος Οικονόμου είναι εξαιρετικός αφηγητής και το βιβλίο του από τα καλύτερα της πεζογραφικής (;) παραγωγής».
                                                                                    (Νίκος Μπακουνάκης, εφημ. ΣΟ ΒΗΜΑ)


6. «Μισό αιώνα μετά τη «Δραπετσώνα» του Μίκη Θεοδωράκη, τα χαμόσπιτα εκεί έχουν γίνει μικροαστικές πολυκατοικίες, το
   ραδιόφωνο το έχει διαδεχτεί η τηλεόραση. Αλλά για τη γλάστρα με το γεράνι δεν υπάρχει πια αυλή, ο ορίζοντας είναι από
   τσιμέντο, εκεί η φτώχεια και η ανεργία ενδημούν από πριν αρχίσει όλη η Ελλάδα να γίνεται Δραπετσώνα. Και όμως, σ΄ αυτό
   το γκρίζο τοπίο υπάρχει κρυμμένη ομορφιά, ανθρωπιά, θέληση για ζωή στο χείλος του γκρεμού. Ζωηρή ματιά, ζεστή χωρίς
   αισθηματολογίες και κηρύγματα, στα διηγήματα του Φρήστου Οικονόμου, ενός νέου συγγραφέα, για τους ανθρώπους των
   λαϊκών προαστίων του Πειραιά, που επιμένουν να λένε, όπως σ’ εκείνο το τραγούδι, «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί»
   (Δ. Μανιάτης).

7. «΢τα διηγήματα του Φρήστου Οικονόμου πρωταγωνιστεί η σύγχρονη φτωχολογιά των παραδοσιακά προλεταριακών
   προαστίων του Πειραιά, όπως η Νίκαια, η Φαραυγή, η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι.
   O όρος «φτωχολογιά» μπορεί να παραπλανήσει, γιατί παραπέμπει σε εικόνες εξαθλίωσης άλλων εποχών, από τις οποίες και
   προέρχεται. Οι ήρωες του Οικονόμου δεν ζουν σε τρώγλες ή χαμόσπιτα ή συστάδες δωματίων γύρω από φτωχικές αυλές
   αλλά σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, πολλοί από αυτούς έχουν ένα έστω φτηνό αυτοκίνητο, τσιτάρουν στίχους από ροκ
   συγκροτήματα μάλλον παρά από λαϊκά τραγούδια, βλέπουν τηλεόραση και ξέρουν μέσες άκρες τι συμβαίνει αλλού. Εργάτες,
   υπάλληλοι, μικροεπαγγελματίες, ό, τι και αν είναι, έχουν παραστάσεις ενός πλατύτερου κόσμου και «απολαμβάνουν» μια
   ελάχιστη, επισφαλή μικροαστική άνεση. Αλλά η φτώχεια τους γίνεται πραγματική και απόλυτη, από τη στιγμή που τους
   καταπλακώνει η ξαφνική ανεργία ή το βάρος των χρεών ή και τα δυο μαζί.
   Να λοιπόν ένα πρώτο πράγμα που μας κάνει να προσέξουμε τα διηγήματα του Οικονόμου: εκθέτουν τη δυστυχία των
   μικροαστικοποιημένων και αποπτωχευμένων λαϊκών τάξεων εντός του χρόνου και του χώρου, μια σύγχρονη, σύνθετη και
   απόλυτα συγκεκριμένη εκδοχή της φτωχολογιάς, όχι μια αφηρημένη, ιδεοτυπική εικόνα της έξω από οποιαδήποτε ιστορικά
   συμφραζόμενα.
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




   Ο κόσμος των λαϊκών στρωμάτων έχει εκλείψει από την πεζογραφία μας, καθώς ο κύριος όγκος της παράγεται πια από
   συγγραφείς νεότερων γενεών με διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο, χωρίς σχετικά βιώματα και με άλλου είδους ευαισθησίες.
   Είναι, γι’ αυτό, αξιοπρόσεκτο ότι ένας νέος πεζογράφος (ο Οικονόμου γεννήθηκε το 1970 και το Κάτι θα γίνει,θα δεις είναι
   μόλις το δεύτερο βιβλίο του) στράφηκε σ’ αυτό το αγνοημένο θέμα και μάλιστα δείχνει την ικανότητα να το παρουσιάζει εκ
   των ένδον, με κατανόηση της γλώσσας λεπτομερειών που ένας περαστικός θα προσπερνούσε και συναισθημάτων που μένουν
   βουβά ή εκφράζονται με αινιγματική ελλειπτικότητα. Είναι και αυτό ένα σημάδι του γενικότερου αναπροσανατολισμού της
   λογοτεχνίας μας, για τον οποίο μου δόθηκε επανειλημμένα η αφορμή να μιλήσω τον τελευταίο καιρό.
   Σο σκηνικό: καταθλιπτικά γνώριμο, γκρίζο, αλλά τόσο υποβλητικά ζωγραφισμένο και με τόση αίσθηση για το παραξένισμα
   που μπορεί να προκαλέσει το οικείο και καθημερινό όταν η τρικυμισμένη ψυχή εκτρέπει το βλέμμα από τις συνήθειές του,
   ώστε η μουντάδα του μεταρσιώνεται σε ποιητική εικόνα με αναπάντεχες, συγκινητικές αποχρώσεις. Μικροαστικές
   πολυκατοικίες, εδώ κι εκεί ταπεινές μονοκατοικίες, παλιά μαγαζιά και αποθήκες, γιαπιά, άδεια οικόπεδα με ξεθωριασμένες
   διαφημιστικές επιγραφές, δρόμοι με σκονισμένες μουριές και νεραντζιές, στο βάθος το λιμάνι και η θάλασσα, τόσο κοντινή
   και όμως τόσο μακρινή. Παγωνιές που χαρακώνουν την άνεργη ζωή, μαύρα σύννεφα που κουβαλούν τρόμο, καύσωνες που
   διαλύουν την ύπαρξη, καλοκαιρινές καταιγίδες και χειμωνιάτικες ζέστες με ανομβρίακαιρός με τις ακραίες διακυμάνσεις που
   προκαλούν οι κλιματικές αλλαγές της εποχής μας, σαν σαδιστική υπόκρουση στην ανασφάλεια των ανθρώπων για τους
   οποίους μιλάει ο Οικονόμου.
   Σα δράματα των ανθρώπων αυτών δεν έχουν κατάληξη, ούτε ευτυχή ούτε τραγική. ΢υνεχίζονται πέρα από το τέλος των
   διηγημάτων. Όταν μπούμε στο κλίμα αυτών των ιστοριών, οι οποίες είναι πιο πολύ στιγμιότυπα, μαθαίνουμε να εκτιμούμε τη
   συγκεκριμένη επιλογή του συγγραφέα. Εκείνο που μετράει είναι ό, τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, με όλο το φορτίο του σε
   συναισθήματα και σημασίες, όχι το τι θα γίνει έπειτα, παρόλο που το «κάτι θα γίνει, θα δεις» του τίτλου μπορεί να
   υποδηλώνει μια ακαθόριστη αισιοδοξία (και λέω «μπορεί», επειδή υπάρχει και η άλλη, η ειρωνική εκδοχή). Αλλά η αληθινή
   αισιοδοξία που αποπνέουν αυτά τα διηγήματα πηγάζει από τη βαθύτερη αξιοπρέπεια και περηφάνια των λαϊκών χαρακτήρων
   τους, από την ακατάβλητη θέλησή τους να προχωρήσουν, από την άρνησή τους να παραιτηθούν από τον εαυτό τους. Οι
   άνδρες σ’ αυτό το βιβλίο φορούν πάντα μπότες (που δεσπόζουν και στο εξώφυλλο, πλάι σ’ ένα ζευγάρι λερωμένες γόβες). Οι
   μπότες, σκέφτεται ένας από αυτούς, τον κάνουν να νιώθει σαν να φοράει πανοπλία, τα παπούτσια τα σιχαίνεται, είναι ντροπή
   για έναν άνδρα να δείχνει τις κάλτσες του.
   Ο Οικονόμου δεν υποδεικνύει ούτε, πολύ περισσότερο, προπαγανδίζει λύσεις. Δεν φλερτάρει με τον σοσιαλιστικό
   ρεαλισμό ούτε υιοθετεί καταγγελτικούς τόνους. Δεν ενδίδει ούτε στιγμή στο μελό, από την άλλη όμως δεν επιδίδεται σ’
   έναν στεγνό, χειρουργικό νατουραλισμό. Σα διηγήματά του πάλλονται από μια διακριτική, αλλά άμεση και ζωηρή
   συμπάθεια για τα πάσχοντα πρόσωπά τους, συμπάθεια τόσο μεταδοτική ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έμμεσα
   εξασκούν πολιτική επίδραση. Γνωρίζουν και αξιοποιούν θαυμάσια τη δύναμη της μεταφοράς, γνωρίζουν όμως και τη
   δύναμη της σιωπής. Ο τρόπος που η γραφή του Οικονόμου χρησιμοποιεί τη σιωπή βρίσκει ένα ωραίο οπτικό αντίστοιχο
   στη σκηνή από το διήγημα «Πλακάτ με σκουπόξυλο» όπου ο πρωταγωνιστής, πνιγμένος στο πένθος και την οργή για τον
   χαμό ενός στενού φίλου του σ’ ένα εργατικό ατύχημα, πηγαίνει και στέκεται έξω από το μοιραίο γιαπί κρατώντας υψωμένο
   ένα πρόχειρο πλακάτ που δεν γράφει τίποτα πάνω του: το άγραφο πλακάτ είναι μια διαμαρτυρία ηχηρότερη από
   οποιοδήποτε σύνθημα.
   Η γλώσσα αυτών των διηγημάτων βασίζεται στην προφορική ομιλία των λαϊκών στρωμάτων της περιοχής, αλλά δεν
   είναι μαγνητοφωνικά πιστή απόδοσή της. Είναι φανερή η προσεκτική επεξεργασία της από τον συγγραφέα, όχι τόσο σε
   επίπεδο λεξιλογίου όσο σε επίπεδο δομής του λόγου, έτσι όμως ώστε να παραμένει πειστική, δεδομένου ότι η αφήγηση
   γίνεται με εσωτερική εστίαση, δηλαδή από τη σκοπιά των ίδιων των χαρακτήρων. Ο Οικονόμου εμφυτεύει συχνά σ’ αυτό
   τον λόγο εντυπωσιακά χυμώδεις αποφθεγματικές προτάσεις, πιστές στο πνεύμα των προσώπων του, αλλά όχι
   απαραίτητα και στη ρητορική ικανότητά τους. Σέλος, τα διηγήματα του Κάτι θα γίνει, θα δειςαναδεικνύουν την ομορφιά
   ενός κόσμου που σχεδόν όλοι οι εξωτερικοί παρατηρητές θα χαρακτήριζαν άσχημο. Γιατί η ομορφιά δεν υπάρχει τόσο
   στα πράγματα όσο στον τρόπο που τα βλέπουμε, στη σχέση που έχουμε με αυτά. Όταν, στο διήγημα που έδωσε τον
   τίτλο του στη συλλογή, η Νίκη αναρωτιέται τι θα έκανε αν κάποτε αναγκαζόταν να φύγει από τη γειτονιά όπου γεννήθηκε και
   μεγάλωσε, ακολουθεί μια νοερή, σπαρακτικά συγκινητική περιπλάνηση του βλέμματός της ανάμεσα σε ρολά ρημαγμένων
   ψιλικατζίδικων, κολόνες της ΔΕΗ γεμάτες αφίσες, ενοικιαστήρια και κηδειόσημα, τις μουριές και τις νεραντζιές των δρόμων,
   παγκάκια σε πλατείες, ορφανές βέσπες πεθαμένων γειτόνων, θολές τζαμαρίες κουρείων, σμπαραλιασμένες καγκελόπορτες.
   Είναι το χάδι του βλέμματος, το χάδι της μνήμης που κάνει όλα αυτά τα πράγματα όμορφα» (Δημοσθένης Κούρτοβικ,
   εφημ. ΣΑ ΝΕΑ).


Περηζζόηερες θρηηηθές
Εδώ

Οργάλωζε οκάδωλ
Η τάξη χωρίζεται σε 7 ομάδες των 4 μαθητών καθεμία. Κάθε ομάδα αναλαμβάνει να διαβάσει ένα διήγημα. Εναλλακτικά
δίνεται ένα επιπλέον διήγημα, σε περίπτωση που βρεθούν πρόθυμοι μαθητές να δουλέψουν περισσότερο.
Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο




Οη ζηότοη ηες δηδαζθαιίας γηα ηο ζσγθεθρηκέλο έργο
      Η γνωριμία με το έργο ενός σύγχρονου συγγραφέα που τολμά να αγγίξει καυτά προβλήματα.
      Η ανάδειξη των ποικίλων αφηγηματικών τεχνικών και της ρέουσας γλώσσας.
      Η γνωριμία με τον εμπειρικό αφηγηματικό τρόπο: ο συγγραφέας αποφεύγει τη θεωρητική ή επεξηγηματική κηδεμονία
      της αφηγηματικής δράσης, αφήνοντάς την να εξελιχθεί αβίαστα, σύμφωνα με τις ενδόμυχες αντιδράσεις των κεντρικών
      προσώπων.
      Προσέγγιση και ηθογράφηση των λογοτεχνικών χαρακτήρων.
      Επισήμανση του ρόλου της σκηνογραφίας σε ένα λογοτεχνικό έργο.
      Η βιωματική προσέγγιση ενός αφηγηματικού έργου.
      Η γόνιμη εμπλοκή με διάφορες μορφές τέχνης (μουσική, κινηματογράφος, θέατρο).


Δηάγρακκα δηδαζθαιίας
Για τα διηγήματα μπορούν να διατεθούν 8 δίωρα (4 στο πρώτο τετράμηνο και 4 στο δεύτερο).

1ο δίωρο
Προσέλκυση του ενδιαφέροντος των μαθητών με τις προσδοκίες που τους δημιουργεί ο τίτλος και στη συνέχεια λίγα εισαγωγικά
στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του. Ανάγνωση μερικών αποσπασμάτων από το σύνολο των διηγημάτων. Επίσης, οι
μαθητές μπορούν να παρακολουθήσουν αποσπάσματα από τη συμμετοχή του συγγραφέα σε Λέσχη Ανάγνωσης (εδώ).

Υπόλοιπα δίωρα
Κάθε ομάδα παρουσιάζει τη δουλειά της με βάση τις εργασίες που περιέχει το Υύλλο Εργασίας 1 (βλ. παρακάτω). Ακολουθεί
συζήτηση στην ολομέλεια της τάξης.

Παρουσίαση ποικίλων δραστηριοτήτων
Η παρουσίαση των ποικίλων δραστηριοτήτων (βλ. Υύλλο Εργασίας 2) μπορεί να γίνει σε χρόνο που θα καθορίσει ο διδάσκων
μαζί με τους μαθητές του, μετά την ολοκλήρωσή τους, και σε χώρο που προσφέρεται (όπως είναι η αίθουσα εκδηλώσεων του
σχολείου).




Επηιεγκέλα θείκελα
1. Έλα Έλλη, τάισε το γουρουνάκι (12 σελ.)

2. Μολυβένιος στρατιώτης (10 σελ.)

3. Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί (16 σελ.)

4. Κάτι θα γίνει, θα δεις (15 σελ.)

5. Για τους φτωχούς ανθρώπους (16 σελ.)

6. Πλακάτ με σκουπόξυλο (14 σελ.)

7. Σο αίμα του κρεμμυδιού (11 σελ.)

8. Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου (15 σελ.)
Kάτι θα γίνει, θα δεις
Kάτι θα γίνει, θα δεις
Kάτι θα γίνει, θα δεις

Weitere ähnliche Inhalte

Was ist angesagt?

1. Το σύνταγμα του 1844
1. Το σύνταγμα του 18441. Το σύνταγμα του 1844
1. Το σύνταγμα του 1844Kvarnalis75
 
ΓΙΑΤΙ, Γ.ΜΑΓΚΛΗΣ, ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΓΙΑΤΙ, Γ.ΜΑΓΚΛΗΣ, ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣΓΙΑΤΙ, Γ.ΜΑΓΚΛΗΣ, ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΓΙΑΤΙ, Γ.ΜΑΓΚΛΗΣ, ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣAlexandra Gerakini
 
ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣNasia Fatsi
 
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥgymagias
 
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗGeorgia Sofi
 
Ευρωπαϊκή Ένωση
Ευρωπαϊκή ΈνωσηΕυρωπαϊκή Ένωση
Ευρωπαϊκή Ένωσηchavalesnick
 
Λατινικά Β Εισαγωγή - Σχεδιάγραμμα
Λατινικά Β Εισαγωγή - ΣχεδιάγραμμαΛατινικά Β Εισαγωγή - Σχεδιάγραμμα
Λατινικά Β Εισαγωγή - ΣχεδιάγραμμαVasilis Vasileiou
 
1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας
1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας
1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίαςKvarnalis75
 
Ν. Γλώσσα γ γυμνασίου, 1η ενότητα - Εκπαιδευτικό υλικό
Ν. Γλώσσα γ γυμνασίου, 1η ενότητα - Εκπαιδευτικό υλικό Ν. Γλώσσα γ γυμνασίου, 1η ενότητα - Εκπαιδευτικό υλικό
Ν. Γλώσσα γ γυμνασίου, 1η ενότητα - Εκπαιδευτικό υλικό vserdaki
 
Διδάσκοντας Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ λυκείου με την ομαδοσυνεργατική μέθοδο
Διδάσκοντας Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ λυκείου με την ομαδοσυνεργατική μέθοδοΔιδάσκοντας Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ λυκείου με την ομαδοσυνεργατική μέθοδο
Διδάσκοντας Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ λυκείου με την ομαδοσυνεργατική μέθοδοPanos Pir
 
Του γιοφυριού της Άρτας, Φύλλο εργασιας(1)
Του γιοφυριού της Άρτας, Φύλλο εργασιας(1)Του γιοφυριού της Άρτας, Φύλλο εργασιας(1)
Του γιοφυριού της Άρτας, Φύλλο εργασιας(1)Alexandra Gerakini
 
Η παθολογία του πολέμου, Ιστ.3. 82-83
Η παθολογία του πολέμου, Ιστ.3. 82-83Η παθολογία του πολέμου, Ιστ.3. 82-83
Η παθολογία του πολέμου, Ιστ.3. 82-83Ria Papamanoli
 
1. Η εδραίωση του δικομματισμού
1. Η εδραίωση του δικομματισμού1. Η εδραίωση του δικομματισμού
1. Η εδραίωση του δικομματισμούKvarnalis75
 
ΘΟΥΡΙΟΣ-ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΘΟΥΡΙΟΣ-ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣΘΟΥΡΙΟΣ-ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΘΟΥΡΙΟΣ-ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣAlexandra Gerakini
 
Συντακτική ανάλυση κειμένου 2
Συντακτική ανάλυση κειμένου 2Συντακτική ανάλυση κειμένου 2
Συντακτική ανάλυση κειμένου 2Stella Stath
 
Ερωτόκριτος ΕΕ Α' Λυκείου
Ερωτόκριτος ΕΕ Α' ΛυκείουΕρωτόκριτος ΕΕ Α' Λυκείου
Ερωτόκριτος ΕΕ Α' ΛυκείουValedinos Dervisai
 

Was ist angesagt? (20)

ΕΛΕΝΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΛΕΝΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΕΛΕΝΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΛΕΝΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 
Μ. Καραγάτσης, Ένας Pώσος συνταγματάρχης στη Λάρισα. Κείμενα Νεοελληνικής Λογ...
Μ. Καραγάτσης, Ένας Pώσος συνταγματάρχης στη Λάρισα. Κείμενα Νεοελληνικής Λογ...Μ. Καραγάτσης, Ένας Pώσος συνταγματάρχης στη Λάρισα. Κείμενα Νεοελληνικής Λογ...
Μ. Καραγάτσης, Ένας Pώσος συνταγματάρχης στη Λάρισα. Κείμενα Νεοελληνικής Λογ...
 
1. Το σύνταγμα του 1844
1. Το σύνταγμα του 18441. Το σύνταγμα του 1844
1. Το σύνταγμα του 1844
 
ΓΙΑΤΙ, Γ.ΜΑΓΚΛΗΣ, ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΓΙΑΤΙ, Γ.ΜΑΓΚΛΗΣ, ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣΓΙΑΤΙ, Γ.ΜΑΓΚΛΗΣ, ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΓΙΑΤΙ, Γ.ΜΑΓΚΛΗΣ, ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
 
ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΤΡΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
 
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
 
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
 
Ευρωπαϊκή Ένωση
Ευρωπαϊκή ΈνωσηΕυρωπαϊκή Ένωση
Ευρωπαϊκή Ένωση
 
Λατινικά Β Εισαγωγή - Σχεδιάγραμμα
Λατινικά Β Εισαγωγή - ΣχεδιάγραμμαΛατινικά Β Εισαγωγή - Σχεδιάγραμμα
Λατινικά Β Εισαγωγή - Σχεδιάγραμμα
 
1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας
1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας
1. Πελατειακά δίκτυα επί τουρκοκρατίας
 
Ν. Γλώσσα γ γυμνασίου, 1η ενότητα - Εκπαιδευτικό υλικό
Ν. Γλώσσα γ γυμνασίου, 1η ενότητα - Εκπαιδευτικό υλικό Ν. Γλώσσα γ γυμνασίου, 1η ενότητα - Εκπαιδευτικό υλικό
Ν. Γλώσσα γ γυμνασίου, 1η ενότητα - Εκπαιδευτικό υλικό
 
Διδάσκοντας Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ λυκείου με την ομαδοσυνεργατική μέθοδο
Διδάσκοντας Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ λυκείου με την ομαδοσυνεργατική μέθοδοΔιδάσκοντας Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ λυκείου με την ομαδοσυνεργατική μέθοδο
Διδάσκοντας Αρχαία Ελληνικά στην Α΄ λυκείου με την ομαδοσυνεργατική μέθοδο
 
Του γιοφυριού της Άρτας, Φύλλο εργασιας(1)
Του γιοφυριού της Άρτας, Φύλλο εργασιας(1)Του γιοφυριού της Άρτας, Φύλλο εργασιας(1)
Του γιοφυριού της Άρτας, Φύλλο εργασιας(1)
 
Η παθολογία του πολέμου, Ιστ.3. 82-83
Η παθολογία του πολέμου, Ιστ.3. 82-83Η παθολογία του πολέμου, Ιστ.3. 82-83
Η παθολογία του πολέμου, Ιστ.3. 82-83
 
1. Η εδραίωση του δικομματισμού
1. Η εδραίωση του δικομματισμού1. Η εδραίωση του δικομματισμού
1. Η εδραίωση του δικομματισμού
 
ΘΟΥΡΙΟΣ-ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΘΟΥΡΙΟΣ-ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣΘΟΥΡΙΟΣ-ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΘΟΥΡΙΟΣ-ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
 
Συντακτική ανάλυση κειμένου 2
Συντακτική ανάλυση κειμένου 2Συντακτική ανάλυση κειμένου 2
Συντακτική ανάλυση κειμένου 2
 
Ρήγας Βελεστινλής, Θούριος. Κείμενα Νεοελληνικής Γλώσσας Γ΄ Γυμνασίου
Ρήγας Βελεστινλής, Θούριος. Κείμενα Νεοελληνικής Γλώσσας Γ΄ ΓυμνασίουΡήγας Βελεστινλής, Θούριος. Κείμενα Νεοελληνικής Γλώσσας Γ΄ Γυμνασίου
Ρήγας Βελεστινλής, Θούριος. Κείμενα Νεοελληνικής Γλώσσας Γ΄ Γυμνασίου
 
Ερωτόκριτος ΕΕ Α' Λυκείου
Ερωτόκριτος ΕΕ Α' ΛυκείουΕρωτόκριτος ΕΕ Α' Λυκείου
Ερωτόκριτος ΕΕ Α' Λυκείου
 
Είμαστε όλοι ίδιοι. Είμαστε όλοι διαφορετικοί. 3η ενότητα Νεοελληνικής Γλώσσα...
Είμαστε όλοι ίδιοι. Είμαστε όλοι διαφορετικοί. 3η ενότητα Νεοελληνικής Γλώσσα...Είμαστε όλοι ίδιοι. Είμαστε όλοι διαφορετικοί. 3η ενότητα Νεοελληνικής Γλώσσα...
Είμαστε όλοι ίδιοι. Είμαστε όλοι διαφορετικοί. 3η ενότητα Νεοελληνικής Γλώσσα...
 

Ähnlich wie Kάτι θα γίνει, θα δεις

Σελιδες του Γιωργου Ιωαννου
Σελιδες του Γιωργου ΙωαννουΣελιδες του Γιωργου Ιωαννου
Σελιδες του Γιωργου ΙωαννουΔώρα Μπαγανά
 
Biblia gia pasxa 2011
Biblia gia pasxa 2011Biblia gia pasxa 2011
Biblia gia pasxa 2011Elef Kent
 
Λογοτεχνία και Θέατρο ως άσκηση ελευθερίας.
Λογοτεχνία και Θέατρο ως άσκηση ελευθερίας.Λογοτεχνία και Θέατρο ως άσκηση ελευθερίας.
Λογοτεχνία και Θέατρο ως άσκηση ελευθερίας.Γιώργος Κωστορρίζος
 
Ν.Βρεττάκος-Παναγ.Λάσκαρη
Ν.Βρεττάκος-Παναγ.ΛάσκαρηΝ.Βρεττάκος-Παναγ.Λάσκαρη
Ν.Βρεττάκος-Παναγ.ΛάσκαρηΕλένη Ξ
 
στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα... ολο το υλικο
στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...   ολο το υλικοστα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...   ολο το υλικο
στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα... ολο το υλικοEleni Kots
 
Κώστας Ταχτσής, Κι έχουμε πόλεμο
Κώστας Ταχτσής, Κι έχουμε πόλεμοΚώστας Ταχτσής, Κι έχουμε πόλεμο
Κώστας Ταχτσής, Κι έχουμε πόλεμοEvangelia Patera
 
ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣmono030156
 
Διδακτική της Λογοτεχνίας στη Δημοτική Εκπαίδευση
Διδακτική της Λογοτεχνίας στη Δημοτική ΕκπαίδευσηΔιδακτική της Λογοτεχνίας στη Δημοτική Εκπαίδευση
Διδακτική της Λογοτεχνίας στη Δημοτική ΕκπαίδευσηΑννα Παππα
 
Αφιέρωμα της One voice στη «Σκάλα μνήμης»
Αφιέρωμα της One voice στη «Σκάλα μνήμης»Αφιέρωμα της One voice στη «Σκάλα μνήμης»
Αφιέρωμα της One voice στη «Σκάλα μνήμης»Antonis Zairis
 
Βιβλιοπροτάσεις για ανάγνωση εφηβικού λογοτεχνικού βιβλίου
Βιβλιοπροτάσεις για ανάγνωση εφηβικού λογοτεχνικού βιβλίουΒιβλιοπροτάσεις για ανάγνωση εφηβικού λογοτεχνικού βιβλίου
Βιβλιοπροτάσεις για ανάγνωση εφηβικού λογοτεχνικού βιβλίου5oGymnasioAlexpolis
 
Literature approach
Literature approachLiterature approach
Literature approachpapagekon
 
Ο τόπος μας του Γιάννη Ρίτσου, Εργασίες μαθητών
Ο τόπος μας του Γιάννη Ρίτσου, Εργασίες μαθητώνΟ τόπος μας του Γιάννη Ρίτσου, Εργασίες μαθητών
Ο τόπος μας του Γιάννη Ρίτσου, Εργασίες μαθητώνΣΟΦΙΑ ΦΕΛΛΑΧΙΔΟΥ
 
Logotexnia afigimatologia
Logotexnia afigimatologiaLogotexnia afigimatologia
Logotexnia afigimatologiaangitan
 
ΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.pptx
ΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.pptxΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.pptx
ΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.pptxathantzior
 
Biziynos
BiziynosBiziynos
Biziynosangitan
 

Ähnlich wie Kάτι θα γίνει, θα δεις (20)

Σελιδες του Γιωργου Ιωαννου
Σελιδες του Γιωργου ΙωαννουΣελιδες του Γιωργου Ιωαννου
Σελιδες του Γιωργου Ιωαννου
 
Το Διπλό Βιβλίο - Παρουσίαση
Το Διπλό Βιβλίο - ΠαρουσίασηΤο Διπλό Βιβλίο - Παρουσίαση
Το Διπλό Βιβλίο - Παρουσίαση
 
Biblia gia pasxa 2011
Biblia gia pasxa 2011Biblia gia pasxa 2011
Biblia gia pasxa 2011
 
Λογοτεχνία και Θέατρο ως άσκηση ελευθερίας.
Λογοτεχνία και Θέατρο ως άσκηση ελευθερίας.Λογοτεχνία και Θέατρο ως άσκηση ελευθερίας.
Λογοτεχνία και Θέατρο ως άσκηση ελευθερίας.
 
Selides iwannou
Selides iwannouSelides iwannou
Selides iwannou
 
Selides iwannou
Selides iwannouSelides iwannou
Selides iwannou
 
Ν.Βρεττάκος-Παναγ.Λάσκαρη
Ν.Βρεττάκος-Παναγ.ΛάσκαρηΝ.Βρεττάκος-Παναγ.Λάσκαρη
Ν.Βρεττάκος-Παναγ.Λάσκαρη
 
στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα... ολο το υλικο
στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...   ολο το υλικοστα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...   ολο το υλικο
στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα... ολο το υλικο
 
Κώστας Ταχτσής, Κι έχουμε πόλεμο
Κώστας Ταχτσής, Κι έχουμε πόλεμοΚώστας Ταχτσής, Κι έχουμε πόλεμο
Κώστας Ταχτσής, Κι έχουμε πόλεμο
 
ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
 
Διδακτική της Λογοτεχνίας στη Δημοτική Εκπαίδευση
Διδακτική της Λογοτεχνίας στη Δημοτική ΕκπαίδευσηΔιδακτική της Λογοτεχνίας στη Δημοτική Εκπαίδευση
Διδακτική της Λογοτεχνίας στη Δημοτική Εκπαίδευση
 
Αφιέρωμα της One voice στη «Σκάλα μνήμης»
Αφιέρωμα της One voice στη «Σκάλα μνήμης»Αφιέρωμα της One voice στη «Σκάλα μνήμης»
Αφιέρωμα της One voice στη «Σκάλα μνήμης»
 
Βιβλιοπροτάσεις για ανάγνωση εφηβικού λογοτεχνικού βιβλίου
Βιβλιοπροτάσεις για ανάγνωση εφηβικού λογοτεχνικού βιβλίουΒιβλιοπροτάσεις για ανάγνωση εφηβικού λογοτεχνικού βιβλίου
Βιβλιοπροτάσεις για ανάγνωση εφηβικού λογοτεχνικού βιβλίου
 
αρθρο
αρθροαρθρο
αρθρο
 
Odigies gia ti didaskalia tis logotexnias b' lykeiou protasi omadas ergasia...
Odigies gia ti didaskalia tis logotexnias b' lykeiou   protasi omadas ergasia...Odigies gia ti didaskalia tis logotexnias b' lykeiou   protasi omadas ergasia...
Odigies gia ti didaskalia tis logotexnias b' lykeiou protasi omadas ergasia...
 
Literature approach
Literature approachLiterature approach
Literature approach
 
Ο τόπος μας του Γιάννη Ρίτσου, Εργασίες μαθητών
Ο τόπος μας του Γιάννη Ρίτσου, Εργασίες μαθητώνΟ τόπος μας του Γιάννη Ρίτσου, Εργασίες μαθητών
Ο τόπος μας του Γιάννη Ρίτσου, Εργασίες μαθητών
 
Logotexnia afigimatologia
Logotexnia afigimatologiaLogotexnia afigimatologia
Logotexnia afigimatologia
 
ΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.pptx
ΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.pptxΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.pptx
ΘΕΩΡΙΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.pptx
 
Biziynos
BiziynosBiziynos
Biziynos
 

Mehr von δημήτρης χριστόπουλος

Iωάννου 1 Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς
Iωάννου 1 Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούςIωάννου 1 Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς
Iωάννου 1 Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούςδημήτρης χριστόπουλος
 

Mehr von δημήτρης χριστόπουλος (20)

οδηγιεσ αξιολογησησ A & β γελ 2014 15
οδηγιεσ αξιολογησησ A & β γελ 2014 15οδηγιεσ αξιολογησησ A & β γελ 2014 15
οδηγιεσ αξιολογησησ A & β γελ 2014 15
 
απαντήσεις γλώσσας επαναληπτικών
απαντήσεις γλώσσας επαναληπτικώναπαντήσεις γλώσσας επαναληπτικών
απαντήσεις γλώσσας επαναληπτικών
 
στοιχεία μοντερνισμού
στοιχεία μοντερνισμούστοιχεία μοντερνισμού
στοιχεία μοντερνισμού
 
στοιχεία μοντερνισμού
στοιχεία μοντερνισμούστοιχεία μοντερνισμού
στοιχεία μοντερνισμού
 
τροποποίηση του φεκ 60 2006 αξιολόγησης
τροποποίηση του φεκ 60 2006 αξιολόγησηςτροποποίηση του φεκ 60 2006 αξιολόγησης
τροποποίηση του φεκ 60 2006 αξιολόγησης
 
σχολικές εκδρομές
σχολικές εκδρομέςσχολικές εκδρομές
σχολικές εκδρομές
 
συμμορίες ανηλίκων
συμμορίες ανηλίκωνσυμμορίες ανηλίκων
συμμορίες ανηλίκων
 
Venceremos
VenceremosVenceremos
Venceremos
 
δημοκρατία ολοκληρωτισμός
δημοκρατία ολοκληρωτισμόςδημοκρατία ολοκληρωτισμός
δημοκρατία ολοκληρωτισμός
 
''θυμάμαι τον κύριο καβάφη...''
''θυμάμαι τον κύριο καβάφη...''''θυμάμαι τον κύριο καβάφη...''
''θυμάμαι τον κύριο καβάφη...''
 
λογοτεχνία
λογοτεχνίαλογοτεχνία
λογοτεχνία
 
8562 trapeza thematon
8562 trapeza thematon8562 trapeza thematon
8562 trapeza thematon
 
οδηγιεσ 2013 14
οδηγιεσ 2013 14οδηγιεσ 2013 14
οδηγιεσ 2013 14
 
μιχάλης γκανάς
μιχάλης γκανάςμιχάλης γκανάς
μιχάλης γκανάς
 
πολύτροπη αρμονία πρόγραμμα συνεδρίου
πολύτροπη αρμονία πρόγραμμα συνεδρίουπολύτροπη αρμονία πρόγραμμα συνεδρίου
πολύτροπη αρμονία πρόγραμμα συνεδρίου
 
Vivlioparousiasi dhmosies istories.docx
Vivlioparousiasi dhmosies istories.docxVivlioparousiasi dhmosies istories.docx
Vivlioparousiasi dhmosies istories.docx
 
Αγάθη Γεωργιάδου, Καβάφη "Ο Δαρείος"
Αγάθη Γεωργιάδου, Καβάφη "Ο Δαρείος"Αγάθη Γεωργιάδου, Καβάφη "Ο Δαρείος"
Αγάθη Γεωργιάδου, Καβάφη "Ο Δαρείος"
 
Iωάννου 1 Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς
Iωάννου 1 Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούςIωάννου 1 Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς
Iωάννου 1 Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς
 
Dimosiesistories prosklisi(forprint)
Dimosiesistories prosklisi(forprint)Dimosiesistories prosklisi(forprint)
Dimosiesistories prosklisi(forprint)
 
Biz xronos
Biz xronosBiz xronos
Biz xronos
 

Kάτι θα γίνει, θα δεις

  • 1. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο Η διδαζκαλία ολόκληρου λογοηεχνικού έργου ζηο ζχολείο Διδακηικό παράδειγμα: Xρ. Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις Β’ Λυκείου Τμήμα: Β4
  • 2. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο “Οι πρόσφατες αλλαγές στο μάθημα της Ν.Ε. Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου εντάσσουν δυναμικά στη σχολική πράξη τη διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου. Είναι ένα βήμα σημαντικό, γιατί η ανάγνωση ολόκληρων βιβλίων καλλιεργεί αξίες, βαθαίνει την ευαισθησία των μαθητών μας και τους ανοίγει ένα παράθυρο προς τη μαγεία και τη συγκίνηση. Σο λογοτεχνικό βιβλίο γίνεται έτσι ένας κόσμος μυστικός, που καλεί τον αναγνώστη να τον ανακαλύψει, ενώ, αντίθετα, η συνεχής εναλλαγή των κειμένων καταστρέφει τη μυσταγωγία και διασπά συχνά την αυτοσυγκέντρωση και το νήμα της αφήγησης. Με την ανάγνωση ενός βιβλίου, όπως λέει ο ΟρχάνΠαμούκ σε συνέντευξή του, η λογοτεχνία μετατρέπεται σε ένα αποκαλυπτικό καθρέφτη«μέσα από τον οποίο ο άνθρωπος κατακτά την αυτογνωσία του κι αναγνωρίζει τις αντιφάσεις, τις πλάνες και τα αδιέξοδά του». Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι μια περιπλάνηση σε ανεπαίσθητες διαδρομές που μεταμορφώνουν τον αναγνώστη με τις αποκαλύψεις τους. Ο Ντανιέλ Πενάκχαρακτηρίζει την ανάγνωση ως ιεροτελεστία, σαν μια προσευχή. Γράφει: «Αυτή η ξαφνική ανακωχή μετά το σαματά της μέρας, αυτή η συνάντηση πέρα από κάθε συγκυρία, αυτή η στιγμή ευλαβικής σιωπής πριν απ’ τα πρώτα λόγια της αφήγησης, η φωνή μας (επιτέλους, αληθινή), η τελετουργία των επεισοδίων […]» αποτελεί «μια επιστροφή στον μοναδικό παράδεισο που αξίζει: την οικειότητα». Σο πλαίσιο της ένταξης της διδασκαλίας του ολόκληρου έργου στην Α΄ Λυκείου είναι –ακόμα- ασαφές. ΢το Π.΢. καταγράφεται κυρίως ο σκοπός της αυτής καινοτομίας, που είναι η δημιουργία ενός «έθνους αναγνωστών», η αύξηση των αναγνωστών της λογοτεχνίας και η προώθηση της φιλαναγνωσίας. Ψς προς τον τρόπο με τον οποίο όμως θα επιτευχθεί αναφέρεται μόνο ότι «κάθε τάξη, ανάλογα µε τις δυνατότητές της, µπορεί να προχωρήσει σε όσα περισσότερα στάδια µπορεί. Πρέπει όµως να καταβάλλεται προσπάθεια σε µόνιµη βάση, έτσι ώστε η ανάγνωση ολόκληρων λογοτεχνικών βιβλίων να ενταχθεί σταθερά και οµαλά στην εκπαιδευτική διαδικασία, µέσα ακριβώς από τη µεθόδευση της διδασκαλίας σε διδακτικές ενότητες/project.». Ενδιαφέροντα, ωστόσο, είναι τα στοιχεία που παρουσιάζονται σε σχέση με το είδος των εργασιών «που συνοδεύουν την παρουσίαση των κειµένων» και επομένως και των βιβλίων. ΢υγκεκριμένα: «αυτές μπορεί να σχετίζονται στενότερα ή ευρύτερα µε το κείµενο, λ.χ. επιδιώκουν να αναπτύξουν οι µαθητέςαιτιολογηµένη και τεκµηριωµένη προσωπική άποψη γι αυτά που διαβάζουν, να αναγνωρίζουν τα διάφορα πολιτισµικά στοιχεία που υπάρχουν στα κείµενα και να προσδιορίζουν την ιστορικότητά τους. Να περιγράφουν και να ερµηνεύουν την εποχή, το κοινό και τις συνθήκες παραγωγής ενός έργου, να επισηµαίνουν τους συγκρουόµενους κώδικες συµπεριφοράς και τις αξίες που εκφράζονται από τους ήρωες, να διατυπώνουν προτάσεις και πιθανές λύσεις για τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι ήρωες, όσο και για τις επιλογές που πρέπει να πραγµατοποιήσουν, να συγκρίνουν κείµενα (λογοτεχνικά και οπτικο-ακουστικά, πεζά και ποιητικά) ως προς έναν παράγοντα (π.χ. κοινή θεµατική). Άλλες εργασίες εστιάζουν στην οπτική, προς έναν παράγοντα (π.χ. κοινή θεµατική). Άλλες εργασίες εστιάζουν στην οπτική γωνία από την οποία µιλά ο αφηγητής, στη συγκεκριµένη στάση ζωής στην οποία παραπέµπει και ζητούν να σχολιάσουν τους διαφορετικούς τρόπους σκέψης, τις διαφορετικές αξίες που καθορίζουν τις συµπεριφορές των ηρώων. Άλλες εργασίες επικεντρώνονται στην αναζήτηση µορφικών χαρακτηριστικών των κειµένων, ανάλογα µε το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκουν ή την τεχνοτροπία που υιοθετούν». Σα παραπάνω δίνουν αρκετή ελευθερία και ευελιξία στον εκπαιδευτικό να δει με τους μαθητές του το λογοτεχνικό έργο από ποικίλες οπτικές γωνίες, με μόνη «υποχρέωση» να είναι ενταγμένο στις θεματικές ενότητες που προτείνονται.Η προσέγγισή μας, επομένως, μπορεί να εστιαστεί:  ΢τα βασικά θέματά του  ΢τους ήρωες και τα προβλήματά τους  ΢την κοινωνία που παρήγαγε το έργο  ΢τις αξίες και τους συγκρουόμενους κώδικες συμπεριφοράς τους  ΢τους αφηγητές  ΢τη δομή και τη σύνθεση του έργου  ΢την οργάνωση του αφηγηματικού χρόνου  ΢τις κορυφώσεις της πλοκής  ΢τους αφηγηματικούς και εκφραστικούς τρόπους, π.χ. χρήση μονολόγου, περιγραφής, συμβόλων, μεταφορών κ.ά”. (Aγάθη Γεωργιάδου) Γνωρίζουμε λοιπόν το τι και το γιατί, απομένει το πώς, πού, πότε. Θα προσπαθήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μέσα από μια εφαρμογή στο βιβλίο του Φρήστου Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις(εκδ. Πόλις 2010). Επιλέχτηκε ως παράδειγμα το βιβλίο αυτό για τους εξής λόγους: Διαθέτει ήρωες με μοναδικούς χαρακτήρες που δημιουργούν σχέσεις, πάθη συγκρούσεις φόβους, ελπίδες. Και τα 16 διηγήματα δημιουργούν μία ενιαία τοιχογραφία ηττημένων ανθρώπων που σε πείσμα της απελπισίας τους επιμένουν να ελπίζουν και καθημερινά βυθίζονται σε όλο και περισσότερη λάσπη. Είναι ένα παράδειγμα για το πώς η λογοτεχνία μπορεί να γίνει παράθυρο στην κρίση πριν να γενικευτεί ο πανικός. Δίνει φωνή στα θύματα της κρίσης: άνεργους, οικογένειες χωρίς στέγη, πρώην ακτιβιστές που ξαφνικά νιώθουν να έχουν μπροστά τους έναν κόσμο που έγινε ακατανόητος. Βγάζει στο προσκήνιο το δράμα της μεσαίας τάξης που καταρρέει και που της βγάζουν το χαλί της ασφάλειας κάτω από τα πόδια τηςτης αφαιρούν τα δικαιώματά της και το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης.
  • 3. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο Οι ιστορίες είναι οργανωμένες σαν αρχιπέλαγος διηγήσεων που επικοινωνούν μεταξύ τους  ιστορίες που διαδραματίζονται στη Δυτική Αθήνα και στις υποβαθμισμένες περιοχές του ευρύτερου Πειραιά - Καμίνια, Νίκαια, Δραπετσώνα, στο φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Άρα οι χώροι δράσης είναι οικείοι στους μαθητές. Όλα τα θέματα της επικαιρότητας και όλα τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας βρίσκονται εδώ: από την απειλή της φτώχειας, την εκμετάλλευση, την εισβολή της βίας στην καθημερινή ζωή, τον κοινωνικό ρατσισμό, την ασφυξία της νεολαίας ώς την υπαρξιακή μοναξιά, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, τις ενοχλητικές αναμνήσεις, την προδοσία, τον θάνατο. Όλα όμως ιδωμένα από την σκοπιά μιας ευρύτατης κοινωνικής κατηγορίας- ενός προλεταριάτου- που έχει πολλά χρόνια να πρωταγωνιστήσει στην ελληνική λογοτεχνία. Και τώρα επιστρέφει με τα καινούργια του χαρακτηριστικά, για να φωτίσει δύσκολες αλήθειες γενικότερες. Διότι σε ένα δεύτερο επίπεδο, το Κάτι θα γίνει, θα δεις μας μιλάει για την τέταρτη διάσταση της κρίσης: για την επίδραση της αβεβαιότητας, της ρευστότητας και της απόγνωσης, στις νοοτροπίες των ανθρώπων· για τη δειλία, τον κανιβαλισμό, την αναλγησία που φουντώνουν. Κίγα ιόγηα γηα ηο βηβιίο Σο βιβλίο του Φρήστου Οικονόμου έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2011. Μεταφράστηκε στα Ιταλικά και πρόσφατα στα Γερμανικά. Κάποια από τα διηγήματα έγιναν σενάριο για δύο ταινίες μικρού μήκους (δείτε το τρέιλερ: εδώ),ενώ ο «Μάο» ανέβηκε την άνοιξη του 2012 από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ΢ερρών. Σο ζθεπηηθό ηες βράβεσζες ΢την καταληκτική ψηφοφορία υπερίσχυσε το βιβλίο του Φρήστου Οικονόμου αφού λήφθηκε υπ’ όψιν τόσο η λογοτεχνική του αρτιότητα όσο και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας πραγματεύεται τα θέματά του. ΢ε μια ιδιαίτερα δυσμενή οικονομικά και κοινωνικά συγκυρία η συγγραφική αποτύπωση της καθημερινότητας είναι αξιοσημείωτο γεγονός, που κρύβει, ωστόσο, αρκετές παγίδες στον λογοτεχνικό χειρισμό της. Ο Φρήστος Οικονόμου καταθέτει εν προκειμένω μια συλλογή δεκαέξι διηγημάτων που εκτυλίσσονται στην αρχή της κρίσης. Αφουγκράζεται τις ανάσες, τους ψίθυρους και τις έγνοιες μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης απομακρυνόμενος προγραμματικά από τις ενδοσκοπήσεις που χαρακτήρισαν το διήγημα τα προηγούμενα χρόνια. Καθώς οι γνώμες διίστανται για το αν και κατά πόσο η λογοτεχνία θα πρέπει να μεταγράφει εν θερμώ τα τεκταινόμενα ή να παίρνει σαφείς αποστάσεις από τις όποιες, θετικές ή αρνητικές, εξελίξεις αφήνοντας το χρόνο να λειτουργήσει υπέρ της, η στροφή προς έναν τέτοιου είδους ρεαλισμό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της στοιχείο που θα καταξίωνε τον συγγραφέα. Ο Φρήστος Οικονόμου όχι μόνο αποφεύγει κάθε είδους συγγραφική ευκολία (στείρο καταγγελτικό λόγο, πρωτογενή συγκίνηση, φθηνό παρηγορητικό λόγο, ακατέργαστη παράθεση γεγονότων) αλλά καταφέρνει να συγκροτήσει μια ενιαία, θα ’λεγε κανείς, αφήγηση με τους ίδιους θεματικούς και γλωσσικούς παρονομαστές από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου, με ύφος προσεκτικά δουλεμένο και άμεσα αναγνωρίσιμο. ΢το γράψιμό του ανιχνεύει κανείς έναν προσωπικό εσωτερικό ρυθμό γεμάτο επαναλήψεις, παύσεις και ηθελημένες αποσιωπήσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί πως η συλλογή τού Οικονόμου, αν και χωρίζεται σε δεκαέξι αυτόνομες ιστορίες, θα μπορούσε να διαβαστεί σαν ένα ενιαίο όλο, χαρακτηριστικό που βάρυνε στην απόφαση της Επιτροπής. Σο «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι μια συλλογή που έχει να επιδείξει ισορροπία ύφους, έντασης και έκτασης, από το πρώτο διήγημα «Έλα Έλλη τάισε το γουρουνάκι» ως το ακροτελεύτιο «Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου», προσδίδοντας στο βιβλίο μια αξιοθαύμαστη πληρότητα. Η γραφή του Οικονόμου είναι έμμεσα πολιτική χωρίς να είναι στρατευμένη. ΢το βιβλίο του διαβάζουμε ιστορίες από την ζωή μιας σειράς απτών, καθημερινών ανθρώπων που ουδέποτε ηρωοποιούνται προς χάριν μιας εύκολης συγκίνησης. Τα πρόσωπα της συλλογής, χαρακτηριστικοί τύποι της Ελλάδας του μόχθου και της αυξανόμενης ανεργίας, διατηρούν στον πυρήνα τους μια αξιοπρέπεια και μια ελπίδα για το μέλλον, όπως αυτή χαρακτηριστικά εκφράζεται στον γενικό τίτλο της. ΢τον συγγραφέα πιστώνεται περαιτέρω η αποφυγή επιμυθίων και διδακτισμών. Ο Οικονόμου δεν υψώνει το δάχτυλο, δεν υποδεικνύει λύσεις, δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά αφήνοντας τις περισσότερες φορές ανοιχτό το τέλος των διηγημάτων του. Παρά το αίσθημα αδικίας που δημιουργείται στον αναγνώστη και δεδομένης της πανταχού παρούσας ανέχειας (της πείνας, της ανεργίας, της σωματικής και λεκτικής βίας), μια χαραμάδα διαφυγής παραμένει τεχνηέντως ανοιχτή. Δημοσιευμένη το 2010, η συλλογή αποδεικνύεται προφητική σηματοδοτώντας παράλληλα μια στροφή προς τον ρεαλισμό και τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα που ενδεχομένως να συντελεστεί εντονότερα στο μέλλον. ΢ε κάθε περίπτωση, ο σαραντάχρονος Φρήστος Οικονόμου, εκπρόσωπος μιας νεότερης γενιάς Ελλήνων συγγραφέων, καταθέτει μια από κάθε άποψη σημαντική συλλογή διηγημάτων και κρίνεται από την πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας άξιος βράβευσης. [Εισηγητής του σκεπτικού: Φρήστος Αστερίου] Ο ηίηιος ηοσ βηβιίοσ Ο αμφίσημος τίτλος αποτελεί πιθανότατα εξέλιξη της φράσης «Θα περάσει, θα δεις» που ανακαλύπτει ο προσεκτικός αναγνώστης στο πρώτο κιόλας διήγημα «Πόσο μακριά θα σ’ άφηναν να πετάξεις;» της πρώτης του συλλογής. Ψστόσο, η αισιοδοξία που διαφαινόταν στο ρηματικό σύνολο «Θα περάσει…» έχει δώσει πλέον τη σειρά της στην απλή παραδοχή «Κάτι
  • 4. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο θα γίνει…». Μια παραδοχή που επιδέχεται πολλαπλών προσεγγίσεων, ανάλογα με την οπτική του αναγνώστη (χαρακτηριστικό άλλωστε, της σύγχρονης γραφής). Ο φύσει αισιόδοξος, διαβάζοντας τον τίτλο και μόνο, θα ελπίσει πιθανότατα σε αίσια έκβαση της μυθοπλασίας ενώ ο πεσιμιστής θα κουνήσει αποδοκιμαστικά το κεφάλι. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραμένει διακριτικά «σιωπηλός» αφήνοντας μας μόνους με το έργο του, το οποίο έτσι αυτονομείται και ζητά τη δική μας αναγνωστική κι ερμηνευτική πνοή. Ιρηηήρηα επηιογής Όλα τα διηγήματα αυτής της συλλογής αυτής έχουν ως χώρο δράσης συνοικίες της πόλης μας. Λιμάνι, Νίκαια, Δραπετσώνα, Φαραυγή, Κερατσίνι, ακόμα και ΢αλαμίνα συμπρωταγωνιστούν με τους ήρωες. Σο υποβαθμισμένο χωροταξικά αστικό τοπίο αυτών των περιοχών γίνεται το σκηνικό όπου οι ζωές των ηρώων υποβαθμίζονται κι εκείνες ραγδαία. Ακόμα και η μικροαστική κατάσταση για κάποιους από αυτούς, που οδεύουν ταχύτατα προς την περιθωριοποίηση, μοιάζει με μακρινό όνειρο… Ποηολ ηύπο αλαγλώζηε επηζσκεί ο ζσγγραθέας; Έτοιμες «συνταγές ζωής»,που τόσο εύκολα διαχέονται σήμερα, ιδίως στο συγγραφικό χώρο, δεν υπάρχουν στο έργο του. Άλλωστε δεν πρόκειται για εγχειρίδια αυτοβοήθειας από εκείνα που έχουν πλέον κατακλύσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τις λίστες ευπώλητων στις εφημερίδες και τα περιοδικά. Είναι σαφές πως το έργο του Φ. Οικονόμου δεν συμπεριλαμβάνεται στα αναγνώσματα των δύο ημερών που συντροφεύουν τους αναγνώστες της θερινής ραστώνης και μόνο. Σα διηγήματά του, με την έντασή τους, ενεργοποιούν και καθορίζουν την προσωπική οπτική του αναγνώστη τους. Εγχαράσσονται στη μνήμη του κι επανέρχονται κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδά μας. Όχι όμως μέσα από ένα πρίσμα υπαρξιακού τέλματος αλλά μιας απόλυτης κατανόησης κι αποδοχής της πραγματικότητας. Οη ιογοηετληθοί ταραθηήρες Έχει εύστοχα λεχθεί πως «Κάθε διήγημα του Φ. Οικονόμου είναι μια γροθιά στο στομάχι». Κι έτσι είναι. Αυτή άλλωστε οφείλει να είναι και η ουσία της σύγχρονης μυθοπλασίας σε εποχές εξαιρετικά οδυνηρές για την πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη μας. Κάθε φράση του σε υποχρεώνει με την εσωτερική δύναμή της να σταθείς, να την ξαναδείς, να την ξαναζήσεις. Οι ήρωές του, άνθρωποι των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά, πορεύονται με αξιοπρέπεια τον προσωπικό τους δρόμο που είναι όμως γεμάτος επικίνδυνες στροφές, γκρεμούς κι αδιέξοδα. Ζουν και κινούνται σε γνώριμα μονοπάτια, βιώνουν αντιξοότητες κι ανατροπές, απώλειες και συντριβές, όπως όλοι μας άλλωστε. Φαρακτήρες διαμορφωμένοι μέσα από την καθημερινή βιοπάλη και τη βαρβαρότητά της. Τπάρξεις καθηλωμένες, εγκλωβισμένες στις συμπληγάδες απρόσωπων μηχανισμών, που οδηγούνται διαρκώς προς το περιθώριο, τόσο το οικονομικοκοινωνικό όσο και το πολιτικό. Ένα περιθώριο συνυφασμένο άρρηκτα με τα προσωπικά αδιέξοδά τους. Ήρωες τραγικοί που, όπως ο Μάκβεθ, ονειρεύονται το τέλος του εφιάλτη που ζουν, ενώ βουλιάζουν όλο και πιο πολύ σ’ αυτόν. Παρατηρούν τη συνεχή πτώση τους,την πορεία τους προς την ήττα εν πλήρεισυνειδήσει. Δεν υπάρχει τραγωδία χωρίς συνείδηση του εφιάλτη. Τπάρχει όμως τραγωδία χωρίς κάθαρση, παρά τη γνωστή ρήση του Αριστοτέλη… Κι αυτή την έλλειψη της καθαρτήριας διεξόδου συναντάμε διαρκώς στα κείμενα αυτά. ΢τον κόσμο του Οικονόμου, οι ήρωες βιώνουν, όπως και οι σαιξπηρικοί ήρωες, δράματα καταστάσεων που τους επιβάλλονται. Δεν «παραιτούνται» από τη Ζωή, «απολύονται»… Άνθρωποι-γρανάζια ενός αόρατου άτεγκτου Μηχανισμού, δεν ευελπιστούν σε «βολέματα» μέσω θεσμών πατρωνείας ούτε στην τέλεση θαυμάτων. Αν και συχνοί οι χρονικοί εντοπισμοί (και στις δύο συλλογές) σε εποχές θρησκευτικών εορτών (κυρίως του Πάσχα), οι ήρωες ζουν τα προσωπικά τους δράματα διανύοντας μόνοι το δικό τους Γολγοθά,χωρίς καμιά ελπίδα Ανάστασης. Αντίθετα, οι αναφορές στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές και το μαζικό τους χαρακτήρα κορυφώνουν το αίσθημα της μοναξιάς και της απόγνωσης. Φαρακτηριστικά, στο διήγημα «Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί» ο ήρωας,απολυμένος από εργοστάσιο του Ρέντη που πλέον έχει κλείσει, ανήμερα Μεγάλης Παρασκευής καταλήγει σε κατάσταση επαιτείας στην εκκλησία της Οσίας Ξένης. Εκεί, κοιτάζοντας τον Εσταυρωμένο, μονολογεί: «Βέβαια. Αφού ξέρεις ότι θ’ αναστηθείς. Δεν υπάρχει θάνατος. Δεν υπάρχει τίποτα. Ένα θέατρο είναι όλα». Η εηθολοποηία ηωλ δηεγεκάηωλ Οι οπτικές εικόνες αποδίδονται με γραμμές αδρότατες, ιμπρεσσιονιστικές στη δυναμική τους, με πινελιές που θυμίζουν τους πίνακες του Βαν Γκογκ. Η χρωματική παλέτα όμως κινείται σε τόνους εξπρεσιονιστικούς και φόρμες που θυμίζουν την τέχνη του Ε. Munch και συγκεκριμένα τον πιο γνωστό πίνακά του, την υπαρξιακή «Κραυγή». Έντονες αποχρώσεις, με κυρίαρχο χρώμα το κόκκινο, αυτό που άφθονο ρέει στις φλέβες των πρωταγωνιστών, κάποτε και στους τόπους ατυχημάτων, εκεί όπου συχνά πέφτει η αυλαία της ζωής τους. Έντονη και η παρουσία του λευκού, ιδίως όπου κυριαρχεί το μοτίβο του επερχόμενου θανάτου. Φρώματα που δεν παραπέμπουν μόνο στην τέχνη της ζωγραφικής αλλά και στην όμορη τέχνη της ποίησης. ΢υχνά μας θυμίζουν ποιήματα του ΢αχτούρη με την ένταση και την ακρίβειά τους. Η τέχνη της ποίησης όμως μας έρχεται στο μυαλό και κάθε φορά που η ασθματική γραφή, με τον έντονο ρυθμό και την αφαιρετικότητά της, απογειώνει τις περιγραφές των εσωτερικών κι εξωτερικών τοπίων. Η γλώσσα συχνά εμφανίζεται σκληρή, σοκαριστική, εξυπηρετώντας απόλυτα τις ανάγκες του περιεχομένου με το οποίο βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία και δημιουργεί με την πλαστικότητά της εικόνες εξαιρετικές. Η εικονοπλασία ωστόσο δεν είναι μόνο οπτική, είναι και ακουστική.
  • 5. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο Η μουσική υπόκρουση που συνοδεύει συχνά την αφήγηση, άλλοτε κινείται σε ήχους ρεμπέτικου άλλοτε αμερικάνικου μπλουζ κι άλλοτε ροκ, ανάλογα με τη ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστών. Οι ήρωες ακούν τη μουσική που συνάδει με την κοινωνική και ψυχολογική τους θέση (χαρακτηριστικό παράδειγμα και το διήγημα με τον τίτλο «Πιπλ αρ στρέιντζ», όπου η ηρωίδα αναπολεί την ανέμελη εφηβεία της και το τραγούδι των Doors που την καθόρισε). Η μοναξιά τους και η κραυγή της εσωτερικής τους αγωνίας δε θα μπορούσε να αποδοθεί με μουσικά είδη που είναι πιο αγαπητά σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Σο γούστο τους είναι προκαθορισμένο, όπως είναι και οι συνθήκες της ζωής τους, από την κοινωνική τάξη και τον τόπο διαβίωσής τους. Σο τηούκορ Σο χιούμορ, ως σανίδα σωτηρίας, ενυπάρχει μόνο με τη μορφή πικρού σαρκασμού. ΢ε έναν κόσμο συνεχούς Απώλειας,όπου το ηρωικό είναι να καταφέρεις να διατηρήσεις την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά σου, το μειδίαμα δεν μπορεί παρά να σπανίζει, να είναι ακριβό, όπως και η ίδια η Ζωή. Ακόμα κι όταν ο ήρωας στο «Πλακάτ με σκουπόξυλο» προσπαθεί να αντιμετωπίσει με χιούμορ τον αιφνίδιο θάνατο από ηλεκτροπληξία του καλύτερού του φίλου, του Πέτρου, κι ανεκδοτολογεί («Σι’ ναι μαύρο και τινάζεται στο κρεβάτι; Ο Πέτρος!»...) τελικά καταλήγει σε ένα νευρικό, σπασμωδικό γέλιο συνοδευόμενο από σπαρακτικό λυγμό. Αθεγεκαηηθές ηετληθές Είναι σαφές πως τα διηγήματα του κου Οικονόμου είναι γραμμένα με τρόπους υψηλής αφηγηματικής τεχνικής. Προσημάνσεις, κυκλικά σχήματα, ασύνδετα, ελλείψεις, επιταχύνσεις καθιστούν διαρκώς το ρυθμό ταχύ, σχεδόν ασθματικό. Ακόμα κι οι επαναλήψεις εξυπηρετούν το ρυθμό της αφήγησης. Πολλά εκφραστικά σχήματα δε θα συναντήσουμε λόγω της αφαιρετικότητας και της προφορικότητας του λόγου. Δε θα ταίριαζαν ως μορφή με το συγκεκριμένο λιτό κι ενίοτε σκληρό περιεχόμενο. Καμία ωραιοποίηση. ΢υνειδητά. Μόνη εξαίρεση, και σ’ αυτή τη συλλογή, η συχνή χρήση της παρομοίωσης. Εντυπωσιακά εύστοχες αντιστοιχίσεις αντικειμένων και συμβόλων τους, παραπέμπουν στους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς. Δημιουργούν όμως και ένα νέο κόσμο εικόνων που συνυπάρχει παράλληλα με την ιστορία. ΢υχνά, γύρω από μια παρομοίωση πλέκεται σταδιακά όλος ο αφηγηματικός ιστός ενός διηγήματος ή με μια καίρια παρομοίωση κορυφώνεται η εσωτερική δράση του. Στις περιγραφές είναι έκδηλη μια γνήσια ποιητική διάθεση. Εκφραστικά μέσα, όπως το χιαστό, οι επαναλήψεις (129-132) και η ολική αστιξία (σ. 177), δίνουν συμβολικό χαρακτήρα στα περιγραφόμενα. - «Πλάι στον επιτάφιο ήταν ο σταυρός. Μεγάλος και ψηλός σταυρός, από σκούρο καφετί χρώμα. Ο Φριστός με κλειστά μάτια και το κεφάλι γερμένο δεξιά. Σα χέρια λυγισμένα στους αγκώνες, τα πόδια λυγισμένα στα γόνατα. Σα καρφιά ήταν καρφωμένα στις παλάμες που έσταζαν αίμα. Μια πληγή στο δεξί πλευρό έσταζε και αυτή αίμα. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι κι έκλεισε τα μάτια κι ύστερα τ’ άνοιξε και κοίταξε ξανά τον σταυρωμένο. Σι γαλήνιος που ήταν. Γαλήνιος. Ήρεμος. Παραδομένος». Σο φως του ήλιου ανελέητο, καθιστά πιο αφόρητο το άλγος από τα πολλαπλά κατάγματα που προκαλεί στις ψυχές των απολυμένων εργατών η ανεργία: «Σο απόγευμα που μας έδιωξαν από τη δουλειά κατέβηκα στο λιμάνι. Με τα πόδια απ’ τον Κορυδαλλό σαν κυνηγημένος Φαλκηδόνα Μανιάτικα Θερμοπυλών κι ύστερα καρφί στον Άγιο Διονύση στην αποβάθρα των κρητικών. ΢αν κυνηγημένος πήγαινα γιατί ήταν η μέρα δεν ξέρω τρομαχτική Ιούλιος μήνας απομεσήμερο μαύριζε ο τόπος απ’ τη ζέστη. Είχε ένα παράξενο φως εκείνη η μέρα μαύρο και σκληρό σαν τιμωρία που άλλαζε το σχήμα των πραγμάτων και τα ‘κανε όλα αγνώριστα σπίτια δρόμοι αυτοκίνητα όλα αγνώριστα σαν να ‘σουν ξένος σε ξένη χώρα και οι άνθρωποι εξαφανισμένοι μια στο τόσο μόνο έβλεπες κάνα σκυλί να γλείφει αλαφιασμένο το νερό που έσταζε από ψηλά απ’ το αιρκοντίσιον που έτρεμαν και αγκομαχούσαν κι εγώ προχώραγα μπροστά και κοίταζα ψηλά κι έλεγα πως εκεί ψηλά ήταν άλλη μέρα άλλη χώρα μια μέρα δροσερή μια χώρα που κοιμότανε δροσερή χορτάτη». Η ζθελογραθία Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Νίκαια, Κορυδαλλός, Πέραμα, Αμφιάλη, ΢αλαμίνα: αυτός ο συγκεκριμένος χώρος της δράσης που, ως αναλυτική περιγραφή και παρουσίαση, δημιουργεί τη σκηνογραφία, το συνολικό σκηνικό της αφηγημένης πράξης, δε «συμμετέχει» στα δρώμενα με τρόπο στατικό. Αντίθετα, ο χώρος με τη συγκεκριμένη του εδαφική ιδιομορφία αποτελεί λειτουργικό, ρυθμιστικό και αποφασιστικής σημασίας παράγοντα, που επηρεάζει και προ-ρυθμίζει τη βούληση και τις κινήσεις των προσώπων. Φαρακτηριστικό παράδειγμα: την περιγραφή μιας χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας, που ωστόσο δε θυμίζει Φριστούγεννα, συναντούμε στο διήγημα με τίτλο «Πίπολ αρ στρέιντζ»: «Εικοσιμία δωδεκάτου. ΢άββατο απόγευμα. ΢ε τέσσερις μέρες Φριστούγεννα. Απ’ το παράθυρο της κουζίνας βλέπω τα πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια και στις αυλές των σπιτιών. Κόκκινα πράσινα κίτρινα μπλε. Αστέρια και γιρλάντες και αγιοβασίληδες κι έλκηθρα με ελαφάκια. Αμέτρητα φωτάκια. ΢α να βρίσκεσαι λέει σ’ ένα απέραντο καζίνο και τα σπίτια να ‘ναι κουλοχέρηδες. Σσιμέντο, φτώχια και πολύχρωμα φωτάκια – λίγο από Μπαγκλαντές λίγο από Λας Βέγκας. Σα παιδιά κάνουν ποδήλατο κι οι γυναίκες ποτίζουν γλάστρες με φουντωμένα λουλούδια. Βλέπω άντρες με βερμούδες να ψήνουν και να πίνουν μπίρες στις ταράτσες… Παραμονές Φριστουγέννων αλλά τίποτα δε θυμίζει Φριστούγεννα. Εκτός από τα φωτάκια». Η όλη σκηνογραφία των διηγημάτων θυμίζει σε πολλά σημεία τον παπαδιαμαντικό διάκοσμο: «Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα και φυσούσε βοριάς και ο ουρανός είχε το χρώμα που είχαν τα μάτια του παιδιού που καθόταν ώρες τώρα στο τραπέζι της κουζίνας με τα χέρια δεμένα και ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά το τραπέζι στρωμένο με φαγητά».
  • 6. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σκηνογραφικής τέχνης του κ. Οικονόμου είναι η τάση για εξατομίκευση του χώρου: ο συγγραφέας δεν βλέπει τα πράγματα που βρίσκονται γύρω του και που είναι ανεξάρτητα από αυτόν, αλλά υποβιβάζει τη φύση σε έναν καθρέφτη που αντανακλά τα αισθήματά του, αναζητά ένα συμβολικό αντίστοιχο για κάτι που βρίσκεται μέσα του: «Σα κύματα έπεφταν στην παραλία σαν τσακισμένοι ναυαγοί, χωρίς δύναμη, χωρίς ψυχή, το ‘να μετά το άλλο, με κοφτά βογκητά, με μικρούς στεναγμούς, το ‘να μετά το άλλο. Νωρίς τ’ απόγευμα το μπουρίνι ξεθύμανε και τώρα ο ήλιος σχημάτιζε μια πελώρια φλεγόμενη κλεψύδρα πάνω στα ήρεμα νερά που ‘χαν γεμίσει φύκια και κλαδιά και κουκουνάρια και μπιτόνια και πλαστικές σακούλες και ξύλα από ψαροκασέλες – λεπτά ξασπρισμένα ξύλα σαν κόκαλα ψαριών που ‘χανε φαγωθεί από άλλα μεγαλύτερα ψάρια. … Ήταν περασμένες εφτά αλλά τα μηχανήματα δούλευαν ακόμα – η βουή έβγαινε βαθιά μέσα από τα σπλάχνα του βουνού και τάραζε τη γαλήνη του τοπίου. Απαλλοτρίωση» («Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου»). Σέλος, χαρακτηριστικό του οδηγητικού ρόλου της όλης σκηνογραφίας συνιστά η αντιστοιχία του χώρου με τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων. Οι περιγραφές επιτελούν μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα των διηγημάτων. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά, ενώ μια εξωτερική εικόνα της φύσης λειτουργεί ρητά ή υπαινικτικά με βάση την ψυχική κατάσταση του ήρωα. Ο Άρης και η Νίκη στο διήγημα «Κάτι θα γίνει, θα δεις» και το νεαρό ζευγάρι κρατουμένων στο θάλαμο-κρατητήριο του νοσοκομείου, βρίσκονται ακινητοποιημένοι σε ένα κρεβάτι. Φώροι περίκλειστοι και οι δύο. Και τα δύο ζευγάρια φυλακισμένα. Σο πρώτο στα χρέη του, το δεύτερο στον έρωτά του, με τα χέρια κολλημένα με logo. Η Νίκη αποχαιρετά την αγαπημένη της συνοικία και το βλέμμα της χαϊδεύει το χώρο, τα αντικείμενα, τους ανθρώπους: τις νεραντζιές και τις μουριές, τις κολόνες της ΔΕΗ, την κόκκινη βέσπα του Θοδωρή, τα ρολά στο ψιλικατζίδικο του Αστερία, τον τοίχο στη γωνία Βοσπόρου και Μυκηνών, την σμπαραλιασμένη καγκελόπορτα της Βούλας, την τζαμαρία από το κουρείο του Κοσμά. Ο κόσμος της είναι ένας κόσμος υπό κατάρρευση. Κι αυτή τώρα θεατής στο ρέκβιεμ ενός προαναγγελθέντος θανάτου: αυτού της εργατικής τάξης των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά, αποχαιρετά τον μικρόκοσμό της. Έναν μικρόκοσμο – άγνωστο για τους πολλούς – αλλά τόσο σημαντικό για την ίδια. Δεν είναι η μορφολογία του χώρου που του δίνει αξία, αλλά η αγάπη της ηρωίδας που προσδίδει αξία και νόημα σ’ αυτόν. Και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτές τις συνοικίες, που ζουν σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας, αυτού του πλανήτη, που κάποτε δούλευαν και ζούσαν αξιοπρεπώς, τώρα διαπιστώνουν πως όλα έγιναν ΑΜΕΡΙΚΗ και πως η ανέχεια και η ανεργία είναι κάταγμα. Δεν είναι παίξε γέλασε. Λέλοληας ζηολ Πεηραηά θαη δηαβάδοληας γηα ηελ πόιε κοσ Ο Νικήτας Παρίσης στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του «Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος» και πιο συγκεκριμένα στο διήγημα με τίτλο «Εγώ με ξένα τούβλα δε χτίζω», αναφέρει: «Άμα βρεθείς ο ίδιος μέσα στη φωτιά δε χρειάζεται να λες τίποτα. Αυτός που κάνει δε μιλάει. Οι άλλοι θα πρέπει να μιλήσουν. Πού, όμως, τέτοιο πράγμα! Μιλάει κανείς στις μεγάλες πόλεις για τα χρώματα που έχουν οι αυγές; Σα βλέπει κανείς; Είναι σα να μην υπάρχουν. Όμως αυτά υπάρχουν μόνο γι’ αυτούς που βλέπουν την αυγή να ροδίζει στις άκρες των βουνών».ΕΝΑ΢ από αυτούς που θεάται με τρόπο ΠΟΙΗΣΙΚΟ τον κόσμο, τις κλιματικές αλλαγές, τις αποσαθρωμένες συνοικίες του Πειραιά και τους ψυχικά σακατεμένους ενοίκους τους είναι και ο Φρήστος Οικονόμου. Με τα 16 διηγήματα της συλλογής επιχειρεί να συνθέσει την τοιχογραφία μιας αιμάσσουσας κοινωνικής τάξης και των ανθρώπων της. Ο ζάλαηος ηες εργαζίας Ο Οικονόμου σκιαγραφεί με σκούρα, πένθιμα χρώματα το τέλος της εργασίας: Σα ρούχα των απολυμένων εργατών είναι «σαν τα πράγματα των πεθαμένων που πρέπει κάποιος να τα μαζεύει. Γιατί τα πράγματα των πεθαμένων είναι ο τελευταίος κάβος, και ο ζωντανός πρέπει πάντα να τον λύνει αυτό τον κάβο, γιατί κανείς άνθρωπος δεν είναι νησί, όλοι καράβια είμαστε…». Και οι χαρακτήρες πώς αντιδρούν μέσα σ’ αυτό το σκηνικό της φθοράς και της προϊούσας κρίσης; Ο συγγραφικός χρωστήρας σκιτσάρει χαρακτηριστικά πορτρέτα με μεγάλη δεξιοτεχνία: - Ο Γιάννης Εγγλέζος που, που όταν σκοτώθηκε ο φίλος του σε εργατικό ατύχημα, διαρκώς αναφωνεί: «Είμαι γεμάτος με ένα απίστευτο κενό». - Ο Σάκης Βασσάλος που κάνει όνειρα όχι για το μέλλον αλλά για τα περασμένα. Και τον πιάνει ντροπή λες και είναι έγκλημα πια η νοσταλγία. «Η νοσταλγία, σκυλί ψωριάρικο με τσιμπλιασμένα μάτια που γλείφει τις πληγές του και σε ξεγελά και άμα απλώσεις το χέρι να το χαϊδέψεις σε δαγκώνει». - Ο ναύαρχος που προειδοποιεί τον απολυθέντα γιο του: «Πρόσεχε μη χάσεις την πίστη σου. Μην τους κάνεις το χατίρι και χάσεις την πίστη σου. Πρέπει να πιστεύεις. Και θεός να μην υπάρχει, εσύ πρέπει να πιστεύεις». Κι ο ίδιος ήρωας που τις νύχτες ονειρεύεται ότι έχει «βρει ένα μαγικό φάρμακο και γίνεται αόρατος κι αρπάζει λεφτά απ’ τις τράπεζες και τα μοιράζει στον κόσμο». - Ο Μάο που παίρνει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του, για να αντιμετωπίσει ως αυτόκλητος άγγελος-τιμωρός το κακό. - Ο Μιχάλης ο αταίριαστος που είχε τρέλα με τον Ισπανό ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ και που τον φόβιζε η σιωπή: «Απάνθρωπο πράγμα η σιωπή. Πόση σιωπή να κουβαλήσει ένας άνθρωπος μέσα του». - Ο Βασίλης που κάθε βράδυ διηγείται παραμύθια στην γυναίκα του. - Ο «Μολυβένιος στρατιώτης» που γράφει με σπρέι συνθήματα στους τοίχους. - Ο Πέτρος που έχει χόμπυ να παρακολουθεί τους ευκατάστατους κατοίκους των νοτίων προαστίων. - Ο μπαρμπα-Σάσος που τον βρήκε ο γιος του μες στον σκουπιδοντενεκέ, επειδή άφησε τη γυναίκα του να πεθάνει αβοήθητη.
  • 7. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο - ο Άρης που πιστεύει πως «το καλύτερο φάρμακο για τους φτωχούς ανθρώπους είναι η τηλεόραση». Κοινός παρονομαστής όλων των ηρώων που συνθέτουν το μωσαϊκό των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά είναι το ΜΙ΢Ο΢ από τις διαρκείς στερήσεις στις οποίες υποβάλλονται: «Κουβάλαγαν στερήσεις και πίκρες και όνειρα που δε βγήκαν αληθινά. Κουβάλαγαν ένα βαθύ μίσος για τους πολιτικούς και για τους γιατρούς και τους υπαλλήλους του ΙΚΑ – για όλους εκείνους τέλος πάντων που εξαιτίας τους αναγκάζονταν να ξενυχτάνε στη μέση του δρόμου μες στην παγωνιά μακριά από τα σπίτια τους». Ιρηηηθές-Παροσζηάζεης 1. «΢τα διηγήματα του Φρήστου Οικονόμου -που έχει μόλις άλλη μια συλλογή στο ενεργητικό του προ επταετίας- ο κόσμος «αστράφτει άσπρος, κρύος και σκληρός σαν μαρμαρένιο αλώνι», όπου τα πρόσωπα των διηγημάτων του δίνουν καθημερινά τη μάχη με έναν πολυμήχανο θάνατο, του σώματος και της ψυχής. Ο ένας έχει μείνει στον δρόμο, απολυμένος, και λιμοκτονεί μαζί με το παιδί του, χωρίς ελπίδα και διέξοδο καμιά. Ο άλλος σκοτώνεται στην οικοδομή κι ο φίλος του βγαίνει με το πλακάτ κενό, καθώς το επαναλαμβανόμενο τέλος του κόσμου στομώνει τη σκέψη και τον λόγο και η διαμαρτυρία γίνεται καθολική και αδύνατη. Ένας τρίτος θέλει να μπει στον σκουπιδοτενεκέ γιατί δεν είχε λεφτά να σώσει τη γυναίκα του από τον θάνατο. Σα πάντα λιώνουν, όπως τα παγάκια στη βιοτεχνία όπου δουλεύει ο Μάικ με εργοδηγό έναν σκοτεινό Παλαιστίνιο και ονειρεύεται τη ζωή του στην Ισπανία, την πατρίδα του αγαπημένου του ποιητή Μιγκέλ Ερνάντεθ. Σα πάντα διαλύονται. Δεν υπάρχει δουλειά και η απόλυση είναι «σαν κάταγμα», όταν περάσει η ώρα νιώθεις τον πόνο. Δεν υπάρχει μέλλον, η οδός Ουρανού οδηγεί στα χρέη, τις τράπεζες, την πείνα, την έμπρακτη και πιο χειροπιαστή ακύρωση του αισθήματος, καθώς ο άνθρωπος ζει για να επιβιώνει και σκέψεις και αισθήματα απαγορεύονται, αναστέλλονται. Οι άνθρωποι παλεύουν στα σκοτεινά, στα τυφλά, στην κόψη, της ανεργίας, της επιβίωσης, της απελπισίας, της παράνοιας. Παρακαλάνε το ΑΣΜ να τους δώσει ένα πενηντάρικο από τον άδειο τους λογαριασμό, η μαγκιά τους αρχίζει και τελειώνει στις μπότες τους, «χορεύουν βαρύ ζεϊμπέκικο» περιμένοντας το χαρτάκι του ΙΚΑ από τα μαύρα μεσάνυχτα πάνω από ένα βαρέλι όπου έχουν ανάψει φωτιά, Ο φόβος όμως δεν είναι στάση ζωής, είναι ένας διαρκής θάνατος, μια διαρκής κατατρόπωση, στην οποία ωστόσο αντιτίθενται κάποιοι λίγοι μολυβένιοι στρατιώτες, διαδηλωτές χωρίς κραυγή και λόγο, ξωτικά στα παραμύθια της νέας χιλιετίας, όπου οι δράκοι είναι παντοδύναμοι. Ο Οικονόμου, με τα δεκάξι διηγήματά του, ερμηνεύει πολύ περισσότερα από όσα περιγράφει: ο ρεαλισμός του, αγγλοσαξωνικών καταβολών, με αναφορές στην ελληνική μεσοπολεμική και μεταπολεμική πεζογραφία και κυρίως στην ποίηση, αστραφτερός και κοφτερός σαν τα φώτα-σπαθιά των απεργών στο φουγάρο της ΔΕΗ, σχολιάζει την επιστροφή στον 19ο αιώνα, στην αβίωτη ζωή των αθλίων. ΢υνειδητά ή ασύνειδα, δεν περιγράφει έναν πόλεμο που επίκειται, ή έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά μια προαναγγελθείσα ήττα: υποκείμενο των διηγημάτων του δεν είναι ο εξεγερμένος λαός, αλλά οι βουβοί απελπισμένοι αόρατοι άνθρωποι. Αυτή την ήττα την περιγράφει μαστορικά, με πρόσωπα αόρατα, χωρίς σώμα ή αδρά σχεδιασμένο, χλωμό, σκεβρωμένο, λιγνό, ή απλώς των ονείρων, με χέρια που κρατούν το τσιγάρο και ποτήρι αλλά δεν αγγίζουν τον άλλον. Με λιγοστούς αλλά εξαιρετικούς διαλόγους, διαφορετικές φωνές και εναλλαγή των προσώπων στην αφήγηση, με μια πρόζα που αγκαλιάζει στον ρυθμό της την ποίηση, παραβιάζοντας τη στίξη, ξεδιπλωμένη σαν ποίημα και σαν μουσική, θλιμμένο μπλουζ του λιμανιού, με γλώσσα δουλεμένη στον πόντο και εικόνες που την ανανεώνουν, μαζί και το βλέμμα του αναγνώστη. ΢το κάθε διήγημα το θέμα διασπάται, με ποικίλες τεχνικές, με τον συνειρμό, με την παρέκβαση, τον παραλληλισμό: οι Ινδιάνοι που αφήνουν τον τόπο τους και αποχαιρετούν τα λουλούδια και η Νίκη που αποχαιρετά τα ταπεινά της γειτονιάς της, βέσπες, αυλές, το κουρείο όπου πρωτοείδε τον αγαπημένο της. ΢παραγματικά και σπαρακτικά, ενώνονται την ίδια στιγμή, όλα μαζί, σαν σε ένα αρθρωτό μυθιστόρημα, φτιάχνουν έναν κόσμο ζωντανό, που ακούμε το λαχάνιασμα και τη σιωπή του. Αρχαιολογία της φτώχειας και σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία του αποκλεισμού, η συλλογή του Οικονόμου φλερτάρει ίσως κάποιες στιγμές με το μελοδραματισμό, αλλά σε γενικές γραμμές οι ιστορίες λέγονται με κρύα καρδιά, όπως πρέπει «να λέγονται οι ιστορίες αγάπης» και όπως πρέπει να γράφονται τα καλά διηγήματα, όπου η ένταση ξεχειλίζει χωρίς να περισσεύει από πουθενά. Ο Οικονόμου φτιάχνει κόσμο και διαθέτει ύφος, η ματιά του είναι διεισδυτική, η άποψή του για την τέχνη ολοκληρωμένη, από τα όρια της αναπαράστασης ως την αναπόφευκτη αυτοαναπαράσταση του έργου τέχνης. Καθώς τα διηγήματα αυτά δεν γράφτηκαν φαντάζομαι σε μια μέρα, διαβάζονται σήμερα και ως προφητικά: η κρίση έρχεται να επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους όσων συντρίβονται χωρίς ποτέ να έχουν καταλάβει πώς δουλεύει η μηχανή του τέρατος. Μια αμελητέα ένσταση, ότι ένας τέτοιος κόσμος, ο τόσο αξιοπρεπής μες στον συμβιβασμό και την καρτερία του, δεν μπορεί παρά να έχει και πολύ πιο σκοτεινές και βίαιες πλευρές. Όπως και να έχει, τα διηγήματα του Οικονόμου συνδέονται με τις ανάλογες εξελίξεις το τελευταίο διάστημα στο ελληνικό σινεμά και θέατρο και στον εικαστικό χώρο και μας επιτρέπουν να ελπίζουμε ότι, συνεπικουρούσης της κρίσης, σύντομα θα είναι πια παρελθόν οι χρόνοι της άνοστης και άνευρης ομφαλοσκόπησης και του βιασμένου μεταμοντερνισμού. Μια συλλογή που σφραγίζει λογοτεχνικά την αποτυχία της μεταπολίτευσης, εκρηκτικά, λαμπερά διηγήματα, ένας συγγραφέας που έχει καταφέρει εξαρχής πολλά και υπόσχεται ακόμα περισσότερα» (Σιτίκα Δημητρούλια, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ). 2. «Εκείνο που κυριαρχεί εδώ είναι λιγότερο η ρεαλιστική εποπτεία και ακρίβεια και περισσότερο η νατουραλιστική πύκνωση μέσα από την οποία ο συγγραφέας θέλει να υποδείξει τον εγκλωβισμό της ελληνικής κοινωνίας σε μια καταθλιπτική (παρά τον φαινομενικό εκσυγχρονισμό) ακινησία, σ’ ένα κρυμμένο, αλλά ακατανίκητο περίσσευμα αδράνειας και αβελτηρίας, που
  • 8. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο υπέχει και την πλήρη ευθύνη για τη δυστυχία των πρωταγωνιστών του Κάτι θα γίνει, θα δεις. Σο σπουδαίο στον νατουραλισμό του Οικονόμου είναι πως η παλαίωση του παρόντος (η υπαγωγή του στην ιστορική μιζέρια της ελληνικής καθημερινότητας) δεν γίνεται ούτε με τους προγραμματικούς-εργαστηριακούς όρους του Ζολά ούτε με το σιδερένιο χέρι της οποιασδήποτε στρατευμένης τέχνης: μετά τη δύσπεπτη (ως όφειλε) κατανάλωσή της, η παρελθοντική τοπογραφία και ανθρωπογεωγραφία του καταλήγει ανοικονόμητο (πέρα από κάθε αισθητικό ή ιδεολογικό σχήμα) και ανατριχιαστικό παρόν, που μας κάνει να σκεφτούμε τον άγνωστο και ξένο εαυτό μας, συνειδητοποιώντας πως έχει έρθει ίσως η ώρα να ψάξουμε και να καταλάβουμε το μέγεθος της εμπλοκής μας μαζί του» (Βαγγέλης Φατζηβασιλείου). 3. «΢υλλογή διηγημάτων, σχεδόν σπονδυλωτό μυθιστόρημα της φτωχολογιάς του Πειραιά. Όλα τους καταλήγουν σ' ένα γνωστό από παλιά αίσθημα λυρικού ουμανισμού, που εδώ οδηγείται στο επίπεδο μιας ποιητικής αφαίρεσης. Και θέλοντας και μη, απηχεί τον γενικευμένο φόβο ότι κάτω απ' τη βαριά σκιά της οικονομικής κρίσης θα μεταβληθούμε όλοι σε ήρωες του Οικονόμου» (Βαγγέλης Ραπτόπουλος). 4. «Κάθε διήγημα του παρόντος τόμου, κάθε ιστορία, προστιθέμενη στην άλλη, στην προηγούμενη ή στην επόμενη, συμβάλλει στον φωτισμό και στον συναισθηματικό-συγκινησιακό ιριδισμό μιας διαφορετικής πτυχής της ίδιας πραγματικότητας. Σης πραγματικότητας των κοινωνικά -όχι, κατʼ ανάγκη, καιψυχικά- καθημαγμένωνανθρώπωντουκαθημερινούμόχθου και της καθημερινής αγωνίας και αβεβαιότητας, όχι μόνο για την επιβίωσή τους -τη δική τους και όλων όσοι εξαρτώνται απʼ αυτούς -, αλλάκαιγιατησυνειδησιακήτουςαρτιμέλεια. Ανθρώπωνπου, γιαδιαφορετικούςλόγουςοκαθέναςκαι, πάντως, παράτηθέλησήτουςκαιτιςαρχικέςτουςπροθέσεις, ζουνκαικινούνταιόχιακριβώς στο περιθώριο, αλλά στις παρυφές του σφύζοντος, από ζωή και δράση, κόσμου της πολιτείας κυρίως στα συνοικιακά περίχωρα του Πειραιά, αλλά και αλλού. Οι ήρωες των ιστοριών του Χρήστου Οικονόμου δεν είναι άνθρωποι του περιθωρίου είναι ηττημένοι, αλλά όχι παραιτημένοι. Σο γεγονός ότι, στην πλειονότητά τους, διακατέχονται από ένα βαθύτατο αίσθημα αδικίας, δεν τους απαλλάσσει από την οδυνηρή επίγνωση και της προσωπικής τους αδυναμίας ή ανικανότητας να θωρακιστούν απέναντι στην αμείλικτη κοινωνική πραγματικότηταγιʼ αυτόκαιδεναιτιώνταιμόνοτουςάλλουςγιʼαυτήντουςτηναδυναμίαήανικανότητακαιγιατηνκατάστασήτους, ενγένει, αλλάκαιτουςεαυτούςτους. Έχονταςπλήρησυνείδησητουμηδαμινού -ήκαιανύπαρκτου- εκτοπίσματος της ύπαρξής τους έξω από το ασφυκτικά περιορισμένο πλαίσιο της οικογένειας, της γειτονιάς και της δουλειάς, πάνω απʼ όλααγωνιούνκαιμεριμνούνγιατηδιαφύλαξητηςακεραιότηταςτουσκεπασμένουκάτωαπότιςγκριμάτσεςτηςοδύνης, τηςαπόγνωσηςκαιτηςκαθημερινήςφθοράςαληθινού τους προσώπου. Εκτός από τον, μονίμως επικρεμάμενο, κίνδυνο να χάσουν το υποθηκευμένο από τη δανειοδότρια τράπεζα σπίτι τους, εκτός από τον τρομακτικό εφιάλτη ότι μπορεί να βρεθούν, από στιγμή σε στιγμή, έρμαια μπροστά στο αδηφάγο τέρας της ανεργίας, φοβούνται και για κάτι πολύ σοβαρότερο τρέμουν στο ενδεχόμενο να συντριβούν στα σιδερένια σαγόνια του μηχανισμού της αλλοτρίωσης να απεμπολήσουν την αυθεντικότητά τους να εξομοιωθούν με τα τηλεοπτικά ανδρείκελα και, ακόμα χειρότερα, να χάσουν τη φωνή τους, να αμβλυνθεί ο λόγος τους, η μοναδική επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Γιατί, μιλώντας, συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν ιστορώντας τα πάθη τους "ιστορούνται" και ιστορούν κι έτσι συνδέονται με τον κόσμο κι ακόμα, μιλώντας, φέρνουν στην επιφάνεια και, ίσως ίσως, εξορκίζουν όλα όσα φοβούνται και μισούν όλα όσα, με άλλα λόγια, τους δένουν μεταξύ τους. Όλα σχεδόν τα πρόσωπα των δεκαέξι ιστοριών του βιβλίου είναι έρμαια συγκεκριμένων ή απροσδιόριστων φόβων και φοβιών. Σρέμουν στην ιδέα του κενού -που γεμίζει και καλύπτει τα πάντα-, ταράζονται στην ιδέα του συμβιβασμού και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους να αποβάλουν το "προπατορικό στίγμα" του συμβιβασμένου, που κουβαλούν στο αίμα τους, αφού η ύπαρξή τους οφείλεται σε κάποιο "σιωπηλό ναι" των γονιών τους αισθάνονται τρόμο στην ιδέα να χάσουν την πίστη τους σε κάτι, σε οτιδήποτε, που θα μπορούσε να διατηρήσει ζωντανή τη σχέση τους με την πραγματικότητα και τη ζωή ("...Και θεός να μην υπάρχει εσύ πρέπει να πιστεύεις. Η πίστη σου είναι ο θεός"), φοβούνται -κι ας μην είναι σε θέση να κατανοήσουν τον φόβο τους- μην έρθει κάποτε η στιγμή που θα επικρατήσει το κακό, πράγμα που θα συμβεί όταν αυτό αρχίσει να μιλάει με τη φωνή τους. Όλα όσα κουβαλούν τα πρόσωπα του διηγήματος "Σα πράγματα που κουβάλαγαν", αποτελούν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας των κεντρικών προσώπων όλων σχεδόν των διηγημάτων. Ποια είναι αυτά που κουβαλούν; "Πολλά χρόνια δουλειά στις πλάτες τους", "στερήσεις και πίκρες και όνειρα που δε βγήκαν αληθινά", "το βάρος του χρόνου που είχαν μοιραστεί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους". "΢υμβιβασμούς που είχαν δεχτεί και όρκους που είχαν πατήσει", "προδοσίες που είχαν κάνει και προδοσίες που είχαν ανεχθεί", "το άγχος, το φόβο και την αγωνία για το χρόνο και την αρρώστια". "Παλιά τραγούδια, εικόνες και αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια. Νοσταλγία για τα περασμένα, μυρωδιές από τα σπίτια τους, το βρώμικο αέρα της συνοικίας τους, εικόνες και πολλές φωνές, ζωντανών και πεθαμένων", "ένα βαθύ μίσος για τους πολιτικούς και τους γιατρούς και τους υπαλλήλους του ΙΚΑ". Όλα όσα τους έκαναν ευήκοους και ευπροσήγορους στον ξένο πόνο και ικανούς να συλλαμβάνουν τους ήχους της οδύνης όχι με τα αυτιά, αλλά με την καρδιά τους νιώθοντάς τους -αυτούς τους ήχους- να τους χτυπούν στο στήθος. Απέναντι σʼ αυτάταπρόσωπα, οαφηγητής, διακατεχόμενοςαπόμια, θατολμούσαναπω, νεορεαλιστικήπρόθεσηκαιδιάθεση, κρατάειμίαστάσημάλλοναντικειμενική. Ό,τιμοιάζεινατονενδιαφέρει, πρωτίστως, είναιοεντοπισμόςκαιη ακινητοποίησή τους σε διάφορες - όχι κατʼ ανάγκηνκαθοριστικές, πάντωςενδεικτικές - περιστάσειςκαικαταστάσειςτουβίου τους και η
  • 9. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο λεπτομερής καταγραφή των ψυχικών, πνευματικών, ενίοτε και σωματικών τους κραδασμών κατά την αντιμετώπισή τους. Μία προσεκτικότερη, ωστόσο, παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο τα ακινητοποιεί, προκειμένου να τα προσεγγίσει ως αντικείμενα-υποκείμενα της αφηγηματικής διαδικασίας, φανερώνει μία, νηφάλια έστω, με ιδεολογικό υπόβαθρο, συγκινησιακή φόρτιση και συμμετοχή του στα όσα υφίστανται και πάσχουν. Τπάρχει στην αφήγησή του ένας τόνος κατανόησης και τρυφερότητας απέναντι σʼ αυτάταπρόσωπα, μία, άλλοτεφανερήκαιάλλοτετεκμαιρόμενη, διάθεση να τα προφυλάξει από κι άλλες κακουχίες, περιβάλλοντάς τα με τη θερμότητα των προσωπικών του συναισθημάτων κι εκφράζοντας, για λογαριασμό τους, την ελπίδα ότι "δεν μπορεί, κάτι θα γίνει". "Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο". Όσο για τον εαυτό του, πιστεύει ή, εν πάση περιπτώσει, θέλει να πιστεύει ότι η αλήθεια, οι αλήθειες των ιστοριών του δεν κρίνονται τόσο από τη συνάφειά τους με την πραγματικότητα -αν και αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι δεδομένο-, όσο από το ήθος τους το οποίο προσπαθεί -και καταφέρνει- να διαφυλάξει ακέραιο, όσο αφηγείται τα αλλότρια πάθη, που, όπως φαίνεται, θεωρεί και αισθάνεται και δικά του» (Κώστας Παπαγεωργίου, εφημ. ΑΤΓΗ) 5. «Ο Φρήστος Οικονόμου φτιάχνει τη μεγάλη τοιχογραφία ενός κόσμου που, ενώ είναι αναγνωρίσιμος, παραμένει ξένος, σαν να ζει πίσω από ένα αόρατο τείχος. Αλλά είναι τόσο δυνατοί οι ήρωες - αυτοί οι καθημερινοί μικροαστοί -, τόσο δυναμική η αφήγηση, τόσο έντονα τα συναισθήματα που δοκιμάζει ο αναγνώστης (υπάρχουν ιστορίες που σε κάνουν να κλαις), τόσο μεγάλη η αισθητική απόλαυση, τόσο πρωτότυπη η πλοκή, που αυτός ο κόσμος των δυτικών συνοικιών γίνεται δικός μας, γιατί είναι τελικά πανανθρώπινος. Με αυτό το ίδιο υλικό- εννοώ την ίδια γεωγραφία και ανάλογους ήρωες- έχουμε δει αρκετά λογοτεχνικά κείμενα, που κινούνται όμως στον χώρο μιας ηθογραφίας, άλλοτε καλής άλλοτε μπανάλ- δεν έχει σημασία. Αλλά ο Φρήστος Οικονόμου κινείται πάνω σε μια καθαρή γραμμή ρεαλισμού- που δηλώνεται τόσο από την περιγραφή όσο και από τη γλώσσα- η οποία τακτικά τορπιλίζεται από τον λυρισμό ή την αλληγορία. Για παράδειγμα, στην πρώτη ιστορία, η ηρωίδα, που την έχει εγκαταλείψει ο άνδρας της, παίρνοντας μαζί του τον κουμπαρά-γουρουνάκι με τις οικονομίες της, κάπου 900 ευρώ, κάθεται στο κρεβάτι και για παρηγοριά τρώει τον σιμιγδαλένιο χαλβά που έφτιαξε: «Μασουλώντας αργά στο σκοτάδι ακούγοντας το σκοτάδι που μεγαλώνει έξω αρχίζει να τρώει αργά, μικρές κοφτές μπουκιές, τον άντρα που πέρασε κι αυτός απ’ τη ζωή της από τ’ αφύλαχτα σύνορά της σαν στρατιώτης κατακτητής ή σαν κυνηγημένος μετανάστης». ΢ε μια άλλη ιστορία, ο άνεργος ήρωας που, ημέρες του Πάσχα, προσπαθεί να εξασφαλίσει το σοκολατένιο αβγό του παιδιού του, βοηθάει ένα κορίτσι να κρεμάσει το ακάνθινο στεφάνι στον σταυρό: «Ήταν φτιαγμένο από κάποιο φυτό μ’ αγκάθια και στο σκιερό φως του πολυελαίου και των κεριών το στεφάνι έμοιαζε με τον σκελετό ενός αλλόκοτου μιαρού πλάσματος που ‘χε ψοφήσει χρόνια πριν πάνω σε ‘κείνο το τραπέζι». Αλλού ο συγγραφέας είναι εξαιρετικά τολμηρός, όπως στην ιστορία όπου ο ήρωας, «με κοτσίδες και σκουλαρίκια», που τον έχει σπάσει στο ξύλο η Ασφάλεια, ταυτίζεται με τον μολυβένιο στρατιώτη, του παραμυθιού του Άντερσεν, και γίνεται και ο ίδιος «πλάσμα μαγικό κι απίστευτο, ένα πλάσμα για τα παραμύθια της επόμενης χιλιετίας». Ο Φρήστος Οικονόμου είναι εξαιρετικός αφηγητής και το βιβλίο του από τα καλύτερα της πεζογραφικής (;) παραγωγής». (Νίκος Μπακουνάκης, εφημ. ΣΟ ΒΗΜΑ) 6. «Μισό αιώνα μετά τη «Δραπετσώνα» του Μίκη Θεοδωράκη, τα χαμόσπιτα εκεί έχουν γίνει μικροαστικές πολυκατοικίες, το ραδιόφωνο το έχει διαδεχτεί η τηλεόραση. Αλλά για τη γλάστρα με το γεράνι δεν υπάρχει πια αυλή, ο ορίζοντας είναι από τσιμέντο, εκεί η φτώχεια και η ανεργία ενδημούν από πριν αρχίσει όλη η Ελλάδα να γίνεται Δραπετσώνα. Και όμως, σ΄ αυτό το γκρίζο τοπίο υπάρχει κρυμμένη ομορφιά, ανθρωπιά, θέληση για ζωή στο χείλος του γκρεμού. Ζωηρή ματιά, ζεστή χωρίς αισθηματολογίες και κηρύγματα, στα διηγήματα του Φρήστου Οικονόμου, ενός νέου συγγραφέα, για τους ανθρώπους των λαϊκών προαστίων του Πειραιά, που επιμένουν να λένε, όπως σ’ εκείνο το τραγούδι, «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» (Δ. Μανιάτης). 7. «΢τα διηγήματα του Φρήστου Οικονόμου πρωταγωνιστεί η σύγχρονη φτωχολογιά των παραδοσιακά προλεταριακών προαστίων του Πειραιά, όπως η Νίκαια, η Φαραυγή, η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι. O όρος «φτωχολογιά» μπορεί να παραπλανήσει, γιατί παραπέμπει σε εικόνες εξαθλίωσης άλλων εποχών, από τις οποίες και προέρχεται. Οι ήρωες του Οικονόμου δεν ζουν σε τρώγλες ή χαμόσπιτα ή συστάδες δωματίων γύρω από φτωχικές αυλές αλλά σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, πολλοί από αυτούς έχουν ένα έστω φτηνό αυτοκίνητο, τσιτάρουν στίχους από ροκ συγκροτήματα μάλλον παρά από λαϊκά τραγούδια, βλέπουν τηλεόραση και ξέρουν μέσες άκρες τι συμβαίνει αλλού. Εργάτες, υπάλληλοι, μικροεπαγγελματίες, ό, τι και αν είναι, έχουν παραστάσεις ενός πλατύτερου κόσμου και «απολαμβάνουν» μια ελάχιστη, επισφαλή μικροαστική άνεση. Αλλά η φτώχεια τους γίνεται πραγματική και απόλυτη, από τη στιγμή που τους καταπλακώνει η ξαφνική ανεργία ή το βάρος των χρεών ή και τα δυο μαζί. Να λοιπόν ένα πρώτο πράγμα που μας κάνει να προσέξουμε τα διηγήματα του Οικονόμου: εκθέτουν τη δυστυχία των μικροαστικοποιημένων και αποπτωχευμένων λαϊκών τάξεων εντός του χρόνου και του χώρου, μια σύγχρονη, σύνθετη και απόλυτα συγκεκριμένη εκδοχή της φτωχολογιάς, όχι μια αφηρημένη, ιδεοτυπική εικόνα της έξω από οποιαδήποτε ιστορικά συμφραζόμενα.
  • 10. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο Ο κόσμος των λαϊκών στρωμάτων έχει εκλείψει από την πεζογραφία μας, καθώς ο κύριος όγκος της παράγεται πια από συγγραφείς νεότερων γενεών με διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο, χωρίς σχετικά βιώματα και με άλλου είδους ευαισθησίες. Είναι, γι’ αυτό, αξιοπρόσεκτο ότι ένας νέος πεζογράφος (ο Οικονόμου γεννήθηκε το 1970 και το Κάτι θα γίνει,θα δεις είναι μόλις το δεύτερο βιβλίο του) στράφηκε σ’ αυτό το αγνοημένο θέμα και μάλιστα δείχνει την ικανότητα να το παρουσιάζει εκ των ένδον, με κατανόηση της γλώσσας λεπτομερειών που ένας περαστικός θα προσπερνούσε και συναισθημάτων που μένουν βουβά ή εκφράζονται με αινιγματική ελλειπτικότητα. Είναι και αυτό ένα σημάδι του γενικότερου αναπροσανατολισμού της λογοτεχνίας μας, για τον οποίο μου δόθηκε επανειλημμένα η αφορμή να μιλήσω τον τελευταίο καιρό. Σο σκηνικό: καταθλιπτικά γνώριμο, γκρίζο, αλλά τόσο υποβλητικά ζωγραφισμένο και με τόση αίσθηση για το παραξένισμα που μπορεί να προκαλέσει το οικείο και καθημερινό όταν η τρικυμισμένη ψυχή εκτρέπει το βλέμμα από τις συνήθειές του, ώστε η μουντάδα του μεταρσιώνεται σε ποιητική εικόνα με αναπάντεχες, συγκινητικές αποχρώσεις. Μικροαστικές πολυκατοικίες, εδώ κι εκεί ταπεινές μονοκατοικίες, παλιά μαγαζιά και αποθήκες, γιαπιά, άδεια οικόπεδα με ξεθωριασμένες διαφημιστικές επιγραφές, δρόμοι με σκονισμένες μουριές και νεραντζιές, στο βάθος το λιμάνι και η θάλασσα, τόσο κοντινή και όμως τόσο μακρινή. Παγωνιές που χαρακώνουν την άνεργη ζωή, μαύρα σύννεφα που κουβαλούν τρόμο, καύσωνες που διαλύουν την ύπαρξη, καλοκαιρινές καταιγίδες και χειμωνιάτικες ζέστες με ανομβρίακαιρός με τις ακραίες διακυμάνσεις που προκαλούν οι κλιματικές αλλαγές της εποχής μας, σαν σαδιστική υπόκρουση στην ανασφάλεια των ανθρώπων για τους οποίους μιλάει ο Οικονόμου. Σα δράματα των ανθρώπων αυτών δεν έχουν κατάληξη, ούτε ευτυχή ούτε τραγική. ΢υνεχίζονται πέρα από το τέλος των διηγημάτων. Όταν μπούμε στο κλίμα αυτών των ιστοριών, οι οποίες είναι πιο πολύ στιγμιότυπα, μαθαίνουμε να εκτιμούμε τη συγκεκριμένη επιλογή του συγγραφέα. Εκείνο που μετράει είναι ό, τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, με όλο το φορτίο του σε συναισθήματα και σημασίες, όχι το τι θα γίνει έπειτα, παρόλο που το «κάτι θα γίνει, θα δεις» του τίτλου μπορεί να υποδηλώνει μια ακαθόριστη αισιοδοξία (και λέω «μπορεί», επειδή υπάρχει και η άλλη, η ειρωνική εκδοχή). Αλλά η αληθινή αισιοδοξία που αποπνέουν αυτά τα διηγήματα πηγάζει από τη βαθύτερη αξιοπρέπεια και περηφάνια των λαϊκών χαρακτήρων τους, από την ακατάβλητη θέλησή τους να προχωρήσουν, από την άρνησή τους να παραιτηθούν από τον εαυτό τους. Οι άνδρες σ’ αυτό το βιβλίο φορούν πάντα μπότες (που δεσπόζουν και στο εξώφυλλο, πλάι σ’ ένα ζευγάρι λερωμένες γόβες). Οι μπότες, σκέφτεται ένας από αυτούς, τον κάνουν να νιώθει σαν να φοράει πανοπλία, τα παπούτσια τα σιχαίνεται, είναι ντροπή για έναν άνδρα να δείχνει τις κάλτσες του. Ο Οικονόμου δεν υποδεικνύει ούτε, πολύ περισσότερο, προπαγανδίζει λύσεις. Δεν φλερτάρει με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ούτε υιοθετεί καταγγελτικούς τόνους. Δεν ενδίδει ούτε στιγμή στο μελό, από την άλλη όμως δεν επιδίδεται σ’ έναν στεγνό, χειρουργικό νατουραλισμό. Σα διηγήματά του πάλλονται από μια διακριτική, αλλά άμεση και ζωηρή συμπάθεια για τα πάσχοντα πρόσωπά τους, συμπάθεια τόσο μεταδοτική ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έμμεσα εξασκούν πολιτική επίδραση. Γνωρίζουν και αξιοποιούν θαυμάσια τη δύναμη της μεταφοράς, γνωρίζουν όμως και τη δύναμη της σιωπής. Ο τρόπος που η γραφή του Οικονόμου χρησιμοποιεί τη σιωπή βρίσκει ένα ωραίο οπτικό αντίστοιχο στη σκηνή από το διήγημα «Πλακάτ με σκουπόξυλο» όπου ο πρωταγωνιστής, πνιγμένος στο πένθος και την οργή για τον χαμό ενός στενού φίλου του σ’ ένα εργατικό ατύχημα, πηγαίνει και στέκεται έξω από το μοιραίο γιαπί κρατώντας υψωμένο ένα πρόχειρο πλακάτ που δεν γράφει τίποτα πάνω του: το άγραφο πλακάτ είναι μια διαμαρτυρία ηχηρότερη από οποιοδήποτε σύνθημα. Η γλώσσα αυτών των διηγημάτων βασίζεται στην προφορική ομιλία των λαϊκών στρωμάτων της περιοχής, αλλά δεν είναι μαγνητοφωνικά πιστή απόδοσή της. Είναι φανερή η προσεκτική επεξεργασία της από τον συγγραφέα, όχι τόσο σε επίπεδο λεξιλογίου όσο σε επίπεδο δομής του λόγου, έτσι όμως ώστε να παραμένει πειστική, δεδομένου ότι η αφήγηση γίνεται με εσωτερική εστίαση, δηλαδή από τη σκοπιά των ίδιων των χαρακτήρων. Ο Οικονόμου εμφυτεύει συχνά σ’ αυτό τον λόγο εντυπωσιακά χυμώδεις αποφθεγματικές προτάσεις, πιστές στο πνεύμα των προσώπων του, αλλά όχι απαραίτητα και στη ρητορική ικανότητά τους. Σέλος, τα διηγήματα του Κάτι θα γίνει, θα δειςαναδεικνύουν την ομορφιά ενός κόσμου που σχεδόν όλοι οι εξωτερικοί παρατηρητές θα χαρακτήριζαν άσχημο. Γιατί η ομορφιά δεν υπάρχει τόσο στα πράγματα όσο στον τρόπο που τα βλέπουμε, στη σχέση που έχουμε με αυτά. Όταν, στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή, η Νίκη αναρωτιέται τι θα έκανε αν κάποτε αναγκαζόταν να φύγει από τη γειτονιά όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ακολουθεί μια νοερή, σπαρακτικά συγκινητική περιπλάνηση του βλέμματός της ανάμεσα σε ρολά ρημαγμένων ψιλικατζίδικων, κολόνες της ΔΕΗ γεμάτες αφίσες, ενοικιαστήρια και κηδειόσημα, τις μουριές και τις νεραντζιές των δρόμων, παγκάκια σε πλατείες, ορφανές βέσπες πεθαμένων γειτόνων, θολές τζαμαρίες κουρείων, σμπαραλιασμένες καγκελόπορτες. Είναι το χάδι του βλέμματος, το χάδι της μνήμης που κάνει όλα αυτά τα πράγματα όμορφα» (Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφημ. ΣΑ ΝΕΑ). Περηζζόηερες θρηηηθές Εδώ Οργάλωζε οκάδωλ Η τάξη χωρίζεται σε 7 ομάδες των 4 μαθητών καθεμία. Κάθε ομάδα αναλαμβάνει να διαβάσει ένα διήγημα. Εναλλακτικά δίνεται ένα επιπλέον διήγημα, σε περίπτωση που βρεθούν πρόθυμοι μαθητές να δουλέψουν περισσότερο.
  • 11. Ζάλλεηο Πρόησπο Πεηρακαηηθό Κύθεηο Οη ζηότοη ηες δηδαζθαιίας γηα ηο ζσγθεθρηκέλο έργο Η γνωριμία με το έργο ενός σύγχρονου συγγραφέα που τολμά να αγγίξει καυτά προβλήματα. Η ανάδειξη των ποικίλων αφηγηματικών τεχνικών και της ρέουσας γλώσσας. Η γνωριμία με τον εμπειρικό αφηγηματικό τρόπο: ο συγγραφέας αποφεύγει τη θεωρητική ή επεξηγηματική κηδεμονία της αφηγηματικής δράσης, αφήνοντάς την να εξελιχθεί αβίαστα, σύμφωνα με τις ενδόμυχες αντιδράσεις των κεντρικών προσώπων. Προσέγγιση και ηθογράφηση των λογοτεχνικών χαρακτήρων. Επισήμανση του ρόλου της σκηνογραφίας σε ένα λογοτεχνικό έργο. Η βιωματική προσέγγιση ενός αφηγηματικού έργου. Η γόνιμη εμπλοκή με διάφορες μορφές τέχνης (μουσική, κινηματογράφος, θέατρο). Δηάγρακκα δηδαζθαιίας Για τα διηγήματα μπορούν να διατεθούν 8 δίωρα (4 στο πρώτο τετράμηνο και 4 στο δεύτερο). 1ο δίωρο Προσέλκυση του ενδιαφέροντος των μαθητών με τις προσδοκίες που τους δημιουργεί ο τίτλος και στη συνέχεια λίγα εισαγωγικά στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του. Ανάγνωση μερικών αποσπασμάτων από το σύνολο των διηγημάτων. Επίσης, οι μαθητές μπορούν να παρακολουθήσουν αποσπάσματα από τη συμμετοχή του συγγραφέα σε Λέσχη Ανάγνωσης (εδώ). Υπόλοιπα δίωρα Κάθε ομάδα παρουσιάζει τη δουλειά της με βάση τις εργασίες που περιέχει το Υύλλο Εργασίας 1 (βλ. παρακάτω). Ακολουθεί συζήτηση στην ολομέλεια της τάξης. Παρουσίαση ποικίλων δραστηριοτήτων Η παρουσίαση των ποικίλων δραστηριοτήτων (βλ. Υύλλο Εργασίας 2) μπορεί να γίνει σε χρόνο που θα καθορίσει ο διδάσκων μαζί με τους μαθητές του, μετά την ολοκλήρωσή τους, και σε χώρο που προσφέρεται (όπως είναι η αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου). Επηιεγκέλα θείκελα 1. Έλα Έλλη, τάισε το γουρουνάκι (12 σελ.) 2. Μολυβένιος στρατιώτης (10 σελ.) 3. Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί (16 σελ.) 4. Κάτι θα γίνει, θα δεις (15 σελ.) 5. Για τους φτωχούς ανθρώπους (16 σελ.) 6. Πλακάτ με σκουπόξυλο (14 σελ.) 7. Σο αίμα του κρεμμυδιού (11 σελ.) 8. Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου (15 σελ.)