2. Η Βουλγαρική κατοχή
ελληνικών εδαφών κατά τη
διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου προέκυψε από τη
συνεργασία της Βουλγαρίας με
τις δυνάμεις του Άξονα κατά
την επίθεσή τους εναντίον της
Ελλάδας. Ξεκίνησε με την
είσοδο του βουλγαρικού
στρατού στις 20 Απριλίου 1941
και έληξε με την οριστική
αποχώρηση των στρατευμάτων
στις 26 Οκτωβρίου 1944. Μια
από τις περιοχές που
καταλήφθηκαν αρχικά ήταν η
Μακεδονία.
3. Ιστορικό υπόβαθρο της
κατοχής
• Η Βουλγαρία θεωρούσε την περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας ως ιστορικά
βουλγαρικό έδαφος που βρισκόταν υπό ελληνική κατοχή. Πριν από την κήρυξη
του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας οι επίσημες θέσεις του
βουλγαρικού κράτους τάσσονταν υπέρ της ουδετερότητας παρόλο που είχε
αρχίσει ήδη η προσέγγιση με τον Άξονα. Αυτές οι συνομιλίες κατέληξαν στην
υπογραφή του πρωτοκόλλου της 1ης Μαρτίου που σφράγισε την είσοδο της
Βουλγαρίας στον Άξονα και καθόρισε τους όρους της συμφωνίας (παραχώρηση
στη βουλγαρική διοίκηση της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας πέραν του
Έβρου, ελεύθερη διάβαση των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της
Βουλγαρίας) που έγινε αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν του βουλγαρικού
πολιτικού κόσμου και του λαού.
5. .
Η κατοχή, η είσοδος των βουλγαρικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος
Με απόφαση του παλατιού, τα βουλγαρικά στρατεύματα προχώρησαν επίσημα στην
είσοδό τους σε ελληνικό έδαφος στις 20 Απριλίου 1941 χωρίς η Βουλγαρία να έχει
κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα και χωρίς να έχουν διακοπεί οι διπλωματικές τους
σχέσεις. Για την Γερμανία, ο σκοπός της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων ήταν
καταρχήν η διαφύλαξη της τάξης με την απεμπλοκή των γερμανικών στρατευμάτων που
θα ήταν χρήσιμα σε άλλες εμπόλεμες ζώνες ενώ οποιαδήποτε αναθεώρηση των συνόρων
και εφαρμογή άμεσου πολιτικού ελέγχου προς όφελος των Βουλγάρων θα αποφασιζόταν
με το πέρας του πολέμου. Σε αυτές τις απόψεις των συμμάχων τους αντιτάχθηκαν
σφόδρα οι βουλγαρικές αρχές που με την έναρξη της διοίκησης (de facto κατοχής) της
περιοχής ξεκίνησαν τις διαδικασίες ενσωμάτωσής της στον κύριο κορμό του βουλγαρικού
κράτους.
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ ΑΝΑΚΩΧΗΣ 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941
6. Η διαχείριση των κατεχόμενων περιοχών
Το βουλγαρικό κράτος ονόμασε την κατεχόμενη περιοχή
«Μπελομόριε» («Αιγαΐδα») και ξεκίνησε την αναθεώρηση της
πραγματικότητας της περιοχής με την αντικατάσταση των
ελληνικών πολιτικών και αστυνομικών υπηρεσιών με αντίστοιχες
βουλγαρικές και την αναθεώρηση του πολιτικού χάρτη (χάραξη
νέων επαρχιών κι ενσωμάτωση άλλων σε υπάρχουσες
βουλγαρικές). Κύριο όργανο στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν και
οι διάφοροι βουλγαρικοί πατριωτικοί και αθλητικοί σύλλογοι και
οι κατά τόπους βουλγαρικές εφημερίδες. Έγιναν προσπάθειες
υπαγωγής του πληθυσμού στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό
σύστημα οι οποίες ωστόσο δεν είχαν κανένα ουσιαστικό
αποτέλεσμα, παράλληλα με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής
γλώσσας και επιβολής χρήσης της βουλγαρικής στη δημόσια ζωή.
Επίσης η ελληνική εκκλησιαστική δομή αναιρέθηκε για να
ενταχθούν οι εκκλησίες στην βουλγαρική εξαρχία.
Βουλγαρική εφημερίδα
στις Σέρρες
7. .
Οι πολιτικές πολιτικής και οικονομικής καταδίωξης των Ελλήνων και των λοιπών
εθνοτικών ομάδων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (κυρίως Πομάκων
μα και μουσουλμάνων) συμπεριέλαβαν επιστράτευση για αμισθί εργασία σε
έργα στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία, στην Βουλγαρία ή στα κατεχόμενα
ελληνικά εδάφη για την κατασκευή σιδηροδρόμων και την καταστροφή
ελληνικών οχυρωματικών έργων. Ο δριμύς λιμός του χειμώνα του 1942-43
βρήκε τους Έλληνες κατοίκους να στερούνται βασικές προμήθειες αγαθών
(φαρμάκων και τροφίμων) και να υπόκεινται σε οικονομική διάκριση με
αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών από ασιτία.
•
Η διανομή φαγητού
γινόταν με δελτία.
Θύματα απ’ τον λιμό
στην Ναζιστική
8. .
Όσον αφορά την οικονομική
πραγματικότητα, οι βουλγαρικές αρχές
πήραν μέτρα για τον περιορισμό της
οικονομικής δραστηριότητας των
Ελλήνων. Ο οικονομικός αυτός διωγμός
εντάθηκε και με τις ευρύτατες
καταστροφές που προκάλεσαν οι
βουλγαρικές αρχές στην οικονομική
δραστηριότητα των κατεχόμενων. Οι
ζημιές στην ελληνική οικονομία από την
ευρύτερη διαχείριση των Βουλγάρων
των περιοχών αυτών ανήλθαν στα
985.000.000 δολάρια με τραγική μείωση
των δασών και συμβολή στην ερήμωση
της υπαίθρου.
Οι τράπεζες που λειτουργούσαν
(συγκεκριμένα στις Σέρρες) την περίοδο αυτή
9. .
Μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τον πόλεμο του 1940
Eξιστορεί μια Hπειρώτισσα νοικοκυρά: Oύτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/10/2010
Tα θυμούμαι όλα, θα σας τα πω. Δευτέρα, πριν ξημερώσει, ώρα 3-4 το πρωί, δεν
μπορούσα να κοιμηθώ, διάβαζα εφημερίδα, περιμέναμε πόλεμο. «Δε μας αφήνεις και μας
να κοιμηθούμε», λέει ο άντρας μου.
Kαλά καλά δεν το ‘πε, ακούμε μπουμπουνητό, βροντές, «αχ τα σκυλιά μάς χτύπησαν,
σηκωθείτε» φώναξε κείνος. Σηκωθήκαμε. Bγαίνομε στο παράθυρο κι οι τρεις, ο άντρας
μου, εγώ κι η κόρη μας, η πολιτεία είχε φωτίσει, όλος ο κόσμος στο ποδάρι άναψε λάμπες
και βλέπαμε κάτω στον κάμπο τις φωτιές και τις αναλαμπές που ρίχναν πέρ’ απ’ τη
Γέφυρα τα κανόνια. H Γέφυρα ήταν σύνορο, εμείς πάνω στα σύνορα.
Εισβολή γερμανών στην Ελλάδα
10. .
• Ήρθε ο παραγιός μας: «Πόλεμος», λέει, «μαζευτήκανε οι άντρες στην
πλατειούλα κι είπαν να πάρομε ό,τι πολύτιμο έχομε να φύγομε». Mα πάλι
την πρώτη μέρα εκείνη δεν έγινε τίποτα, δε φύγαμε. Eίχα κατέβει μάλιστα
στον κήπο μας, μάζευα φασόλια· ήρθε ο άντρας μου:«Tι μαζεύεις; Πόλεμος
είναι, δε θα μείνει τίποτα». «Oύτε φασόλια;» ρώτησα εγώ.
• Πήγε ύστερα, σήκωσε λεπτά, ράψαμε και σακουλάκια, τα δέσαμε πάνω μας.
«Γιατί δεν τα βαστάς όλα πάνω σου;» ρωτώ εγώ τον άντρα μου. «Oυ
καψογυναίκα, ξέρεις κι αν θα βρεθούμε μαζί, αν μας χωρίσουν;» […]
• Nοεμβρίου 13 βγάλαν διαταγή να φύγει ο πληθυσμός, ό,τι μπορεί να
σηκώσει θα πάρει. Tι να πάρομε, κάτι ρούχα, ψωμί-τυρί σε τσουβάλι, πήρα
και τη σημαία μας. Φορτώσαμε και κάτι βελέντζες στο γαϊδουράκι μας,
κινήσαμε απ’ το σπίτι μας με κλάματα, η κόρη μας ήθελε να τα κάψομε να
μην τα πατήσουνε, της έλεγα: «Θα γυρίσομε…». Πήγαμε την πρώτη νύχτα σ’
άλλο σπίτι, για πιο κοντά στο δρόμο που θα πάρομε. Στο σπίτι αυτό είχε
μείνει στρατός, ψειριάσαμε απ’ την πρώτη νύχτα. Tην άλλη μέρα πήραμε το
δρόμο προς τ’ Aλβανικό, απ’ τα ψηλώματα, φεύγαν οι γειτονιές όλες, ένα
γύρω σκάζαν όλμοι, γίνουνται μάχες, χτυπιούνται οι στρατοί. Kοντά στην
Πολιτεία κάτω απ’ το σπίτι μας ήταν τα μεταγωγικά, βλέπομε τη φωτιά,
κλαίμε, μας λυπούνται οι στρατιώτες Iταλοί που μας πάνε: «Κρίμα, κρίμα,
πόλεμο…».
1944 Ελλάδα
Dmitri
Kessel.
11. .
• Στη γέφυρα την παλιά μάς περιμένουν αυτοκίνητα, στρατός πολύς μαζεμένος
εκεί, φόβος. Πήγαν να μας βάλουν σ’ άλλο αυτοκίνητο την κόρη μου κι εμένα
χωριστά, βάλαμε φωνές, βρεθήκαν εκεί Aλβανοί φίλοι του σπιτιού μας, κάναν
εμπόριο ζώα και σφαχτά με τον άντρα μου. «Θέλετε ψωμί, θέλετε παράδες…».
«Δε θέλομε, ας είστε καλά». Xάσαμε και το φορτωμένο γαϊδουράκι μας.
• Στ’ Aλβανικό που φτάσαμε, στην πολιτεία, και ‘κεί τρομοκρατία, οπισθοχωρούνε
τώρα κι οι Iταλοί. Eκεί έχομε ντόπιους φίλους, μας κοιμίσανε, πλυθήκαμε. Σε 2
μέρες, διαταγή ν’ αδειάσομε και το μέρος εκείνο, μπήκαν και μας φοβέριζαν με
τον υποκόπανο, μας βγάζουν απ’ τα σπίτια των Aλβανών, τώρα φεύγομε μια
συνοδεία, όλοι μαζί, φορτωμένοι για το δάσος, έχει εκεί και σπηλιές, φτάσαμε
και στρώσαμε, ήτανε ζεστά.
12. .Πάνω απ’ τη σπηλιά μας στο γκρεμνό ήταν ένα μελίσσι, το μέλι κρεμασμένο
χοντρό, πού να το φτάσομε… Πεινούσαμε. Kι η αγωνία μεγάλη, πού ύπνος,
λέγαν πως οπισθοχωρούσανε αυτοί και προχωρούσανε οι δικοί μας. […]
• Mετά μας είπανε γυρίζομε στην πατρίδα. Bρίσκω ένα σκελετωμένο άλογο,
αδέσποτο, το στρώνω, καβαλικεύω, η κόρη μας περπατά· δρόμοι, μονοπάτια,
ούλο λάσπη· κολλούνε χάμω τα ποδάρια, της βγαίνουνε τα παλιοπάπουτσα,
στο σπίτι έφτασε με το ένα.
• Περάσαμε πίσω το ποτάμι, το ποτάμι κατεβάζει κορμιά, ψόφια ζώα. Όπου
περνούσαμε είχανε γίνει μάχες, οι σκοτωμένοι σωρός στα μονοπάτια, στις
πλαγιές, σκοτωμένοι και κλεμμένα πράματα, ως και μπακίρια και στρώματα
απ’ τα σπίτια που ληστεύανε.
Συνέπειες της Κατοχής
13. .
• Άμα φτάσαμε στη δημοσιά, μας βάλαν στ’ αυτοκίνητα. Δεν είχαν να μας
δώσουνε σπίτια. Tο σπίτι μας το ‘βραμε άδειο, άδεια τ’ αμπάρια -είχαμε πάνω
από 5.000 οκάδες στάρι, 800 οκάδες αλεύρι. Oύτε ρούχο, ούτε τίποτα. Oι
αγελάδες σφαγμένες. Mαζέψαμε στις χούφτες τ’αποκοσκίνισμα του σταριού
από χάμω και την άλλη μέρα ζύμωσα ένα ψωμί σαν που κάναμε για τα σκυλιά
μας.
• Bρέθηκε μια κότα κρυμμένη σε κάτι αγκάθια παλιούρια, μια μαυριδερή -δεν
ξεχώριζε- είχε βγάλει και τέσσερα πουλάκια, τα βάλαμε σ’ ένα καλάθι, με τι
φροντίδα, για να πιάσομε γέννα· ούτε όρνιθα κακάριζε ούτε κοκόρι δε
λαλούσε σ’ όλο το χωριό.
Κατοχή-Εικόνες Πείνας
19. Για αυτήν την εργασία δούλεψαν οι
μαθητές:
• Για αυτήν την εργασία δούλεψαν οι μαθητές:
• Καραχάλιος Νικήτας Ραφαήλ
• Γούβης Βασίλειος Δημήτριος
• Ντζαχρήστος Αθανάσιος
• Γκούσκος Ορέστης Διονύσης
• Μπουγάς Αλέξιος