1. Ο ποιητής Γεώργιος Σουρής και τα γεγονότα από το 1897 έως την Ένωση της
Κρήτης με την Ελλάδα, 1 Δεκεμβρίου 1913.
Γεώργιος Σουρής: ένας σύγχρονος Αριστοφάνης που νουθετούσε και δίδασκε
,στηλιτεύοντας τη φαυλότητα, όπου την έβρισκε, και στο λαό και στους άρχοντες, χωρίς να
υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς.
Έργο ζωής του ο «Ρωμιός», μια εφημεριδούλα που κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο από το 1883
έως το 1918 και η οποία αγαπήθηκε πολύ από το λαό για το αδιάπτωτο κέφι και την
καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο
ελληνισμό.
Το αδούλωτο φρόνημα των Κρητικών που αγωνίζονταν απελπισμένα να ελευθερωθούν από
τον τούρκο δυνάστη, συγκλόνισαν τον ποιητή και τον μετέτρεψαν σε φλογερό υπερασπιστή
των δικαίων τους, μια κραυγή διαμαρτυρίας και καταγγελίας των υπευθύνων για το δράμα που
παιζόταν στο πολύπαθο νησί.
Θα παρακολουθήσουμε σήμερα λοιπόν , μέσα από τους σκωπτικούς στίχους, την πικρή
ειρωνεία, τα καυστικά βέλη της ποίησης του Σουρή, τα ιστορικά γεγονότα, όπως
διαδραματίστηκαν στην Κρήτη από το 1897 έως τη μέρα της Ένωσης, 1 Δεκεμβρίου 1913.
Oι κρητικές επαναστάσεις πυκνές και επίμονες το 19ο αιώνα. Στην Κρήτη, στα τετρακόσια
τόσα χρόνια της σκλαβιάς της, ο πόλεμος ήταν η ζωή, σύντομα διαλείμματα η ειρήνη, τόσο
όσο να ξαποστάσουν, να δέσουν τις λαβωματιές τους τα ατίθασα παλικάρια της.
Βρισκόμαστε στο 1897.Η Κρήτη βρίσκεται ακόμα κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ μετά από επαναστάσεις των Κρητικών παρέχει το νέο Οργανικό
Νόμο που δίνει για πρώτη φορά στις Δυνάμεις της Ευρώπης το δικαίωμα να επεμβαίνουν στην
Kρήτη ενεργά για την προστασία του άμαχου πληθυσμού από τις συνεχείς και ανεξέλεγκτες
βιαιοπραγίες των Τούρκων. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις άρχισαν και πάλι να παρακολουθούν από
κοντά τα διαδραματιζόμενα.
H αντίδραση του ντόπιου μουσουλμανικού στοιχείου και κυρίως των Tουρκοκρητικών και των
ατάκτων (βασιβουζούκων) στην εφαρμογή του νέου Oργανισμού εκδηλώθηκε πάλι με άγριες
και σε μεγάλη έκταση βιαιοπραγίες, με δολοφονίες και εμπρησμούς στα μεγάλα κέντρα της
νήσου και με κατατρομοκράτηση του άμαχου πληθυσμού. H κατάσταση εκτραχύνθηκε από τις
αρχές του 1897, με σφαγές του χριστιανικού στοιχείου στις μεγάλες πόλεις της Κρήτης.
Ο Έλληνας πρόξενος στην Κρήτη τηλεγραφεί απεγνωσμένα στον πρωθυπουργό της
Ελλάδας Θεόδωρο Δηλιγιάννη καλώντας τον να επέμβει με πλοία για τη διάσωση των
χριστιανών.
Ο Σουρής που παρακολουθεί με αγωνία τη δοκιμασία του κρητικού λαού ειρωνεύεται την
εγκληματική αργοπορία του πρωθυπουργού.
Στο Ρωμιό γράφει:
«Της Κρήτης το μαντάτο
κι κόσμος άνω κάτω.
Κι επαρήλθεν κι η Δευτέρα
κι όταν έφεξε κι η Τρίτη
θυμηθήκαν τέλος πάντων πως υπάρχει και μια Κρήτη
και πως σφάχτηκαν εκεί ως τριάντα κρητικοί.
2. Ο Δηλιγιάννης, μπροστά στις πιέσεις των Κρητικών για εντονότερη δράση, απολογούμενος
απαντά:
«Μακράν σας λέγω Κρητικοί
κι εγώ ποθώ να δράσω
και τους σφαγείς εν στόματι ρομφαίας να περάσω.
Αλλ’ όμως των Δυνάμεων οι πρέσβεις δε μ’ αφήνουν
Αυτοί και μόνον άδειαν προς δράσιν δε μου δίνουν».
Τελικά, η ελληνική κυβέρνηση, πιεζόμενη από την αντιπολίτευση και την κοινή γνώμη,
αποφάσισε να επέμβει στην Κρήτη. Στην αρχή, έστειλε πολεμικά πλοία για να εμποδίσουν τη
μεταφορά τουρκικού στρατού και διέταξε 17 κρήτες αξιωματικούς να υποβάλλουν τις
παραιτήσεις τους και να οργανώσουν επαναστατικά σώματα για την Κρήτη.
Όσο η Κρήτη πνίγεται στο αίμα, οι Μεγάλες Δυνάμεις έδειξαν αδράνεια και αργοπορία ενώ θα
μπορούσαν να περιορίσουν το κακό με μιαν απειλή προς την Τουρκία ή με έγκαιρη παρέμβασή
τους για σβήσιμο της φωτιάς που επί τρεις μέρες κατέκαιε τις χριστιανικές συνοικίες.
Ο Σουρής εξοργίζεται και γράφει:
Βρε διαβόλου κηδεμόνες
δε λυπάσθε, δεν πονείτε;
μα κανένας τέλος πάντων
από σας δεν συγκινείται;
Την παρουσία των Δυνάμεων στην Κρήτη νομιμοποίησε κατά τα μέσα Φεβρουαρίου του 1897
ο σουλτάνος που μεταβιβάζει στους προξένους την εξουσία ν’ απευθύνονται ως κύριοι σ’ όλους
τους κατοίκους του νησιού με σκοπό την επιβολή της ειρήνης.
Ο ποιητής ειρωνεύεται τα προστατευτικά τους μέτρα:
Ανέλπιστη χαρά! Στης Κρήτης τα νερά
αράζουν πάλι τώρα, τρανά θωρακοφόρα
τόσων αγαπητών της Κρήτης προστατών!
Ευμένεια μεγάλη να λθή στην Κρήτη πάλι
κάθε φαρμακομύτης!
Τους βλέπω στη σειρά και σκούζω: Τι χαρά
στο ριζικό της Κρήτης!
Κηδεμόνες ευμενείς, κηδεμόνες ευγενείς,
μας πονούν, μας αγαπούνε!
3. Ο ποιητής μετά από όλ’ αυτά φαντάζεται το μαρτύριο της Κρήτης και την απελπισία της.
Η Κρήτη απευθύνεται στην ελεύθερη Ελλάδα και τη μέμφεται για την παθητική της
στάση.
Στη μάνα την ελεύθερη φωνάζει η κόρη σκλάβα:
«για κοίταξε της κόρης σου τ’ αθάνατα βουνά,
γροίκα βοή παλικαριών, για δες φωτιές και λάβα,
εγώ ζητώ με το σπαθί και συ με τεμενά!
Μες στης σφαγής το βογγητό, στους χαλασμούς τους τόσους
ολίγα βόλια στείλε μου , παρηγοριά να βρω,
δε θέλω τη βοήθεια σου, δε θέλω Φραγκορώσους,
όλοι φονιάδες έγιναν και Τούρκοι με σταυρό.
Μάνα, που σκύβεις στο φονιά, τον άτιμο τον Τούρκο,
γύρνα και δες τα σπίτια μου, τα κάστρα τα χωριά μου
Μάνα μου, παραχώθηκε στης λευτεριάς το βούρκο
και περγελάς την παρθενιά και την παλικαριά μου….
Η ελληνική κυβέρνηση θέλησε να προλάβει τους ξένους και έστειλε το συνταγματάρχη
Τιμολέοντα Βάσσο, υπασπιστή του βασιλιά να καταλάβει την Κρήτη και να κηρύξει την ένωσή
της με την Ελλάδα. Ο Τιμολέοντας Βάσσος αποβιβάστηκε στο Κολυμπάρι την 1η Φεβρουαρίου
και εξέδωσε πανηγυρική προκήρυξη με την οποία, στο όνομα του βασιλιά κήρυττε την ένωση
της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η οργή των ναυάρχων του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων για απείθεια στις εντολές τους
ξέσπασε με το βομβαρδισμό του επαναστατικού στρατοπέδου στο Ακρωτήρι Χανίων(9-2-97)
στο οποίο βρισκόταν ο νεαρός τότε Ελευθέριος Βενιζέλος ως μέλος της επαναστατικής
επιτροπής. Κατάπληξη προκάλεσε το περιστατικό του Κρητικού αγωνιστή Σπύρου Καγιαλέ .
Όταν μια τρίτη οβίδα κάνει κομμάτια τον ιστό της ελληνικής σημαίας που κρατούσαν οι
επαναστάτες , τότε ο Καγιαλές κάνει το κορμί του κοντάρι και την σηκώνει ψηλά. Το γεγονός
δημιούργησε ζωηρές αντιδράσεις στην Ευρώπη με διαδηλώσεις και δημοσιεύματα υπέρ των
Κρητών και κατά των ευρωπαίων ναυάρχων που βομβάρδιζαν μετά από διαταγή των
κυβερνήσεων τους για να υποστηρίξουν τους Τούρκους
Η φιλοτουρκική στάση των Δυνάμεων με το βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου δημιουργεί οργή
και αγανάκτηση στην Κρήτη.
Ευρώπη, που βομβάρδισες την πολεμάρχα Κρήτη,
τρέξε και στήσε το σταυρό στον τάφο του Προφήτη
και το βρακί της Φατουμάς να κυματίζει τώρα
στα τρομερά σου τρίκροτα και στα θωρακοφόρα..
Ευρώπη, μπρος στα μάτια μας με το σαλβάρι διάβα,
έλα ξαναβομβάρδισε τη δύστυχη τη σκλάβα,
και της σημαίας σκόπευε και χτύπα το κοντάρι
και ξάπλων’ αιματόφυρτα των δούλων τα κορμιά,
ως να φυτρώσει κόκκινο μια μέρα το χορτάρι
μες στην αιματοπότιστη της σκλάβας ερημιά.
Δυο μήνες μετά το βομβαρδισμό του Ακρωτηρίου από τις «προστάτιδες» Δυνάμεις, κηρύχτηκε
ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να ανακαλέσει τις
δυνάμεις της από την Κρήτη (21 Απριλίου 1897).Το κρητικό όνειρο για την ένωση είχε
διαψευστεί για μια άλλη φορά. Οι ηγέτες της κρητικής Επανάστασης αναγκάζονται να δεχτούν
τη λύση της αυτονομίας που λίγο πριν απέρριπταν κατηγορηματικά. Όσον αφορά το ζήτημα
του διοικητή, οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν ως ύπατο Αρμοστή Κρήτης τον πρίγκιπα Γεώργιο
4. της Ελλάδας. Η Τουρκία δέχτηκε να γίνει η Κρήτη αυτόνομο κρατίδιο με τον όρο να μείνει το
νησί κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου.
Ενώ το γεγονός αυτό χαροποίησε ιδιαίτερα τον κρητικό λαό, στις 25 Αυγούστου 1898
μουσουλμανικός όχλος βασιβουζούκων που δεν είχε χαρεί καθόλου για τις εξελίξεις, προέβη σε
φοβερή σφαγή εκατοντάδων χριστιανών αμάχων και 17 Άγγλων στρατιωτών ,στο Ηράκλειο.
Η τελευταία πράξη του κρητικού δράματος, η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου, επέσπευσε τη
λύση το κρητικού ζητήματος: οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχτηκαν το πάγιο αίτημα των
χριστιανών της Κρήτης για την απομάκρυνση του τουρκικού στρατού . Στις 2 Νοεμβρίου και ο
τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε την Κρήτη.
Ο Σουρής ειρωνευόμενος τους Τούρκους στρατιώτες που αποχωρούν οριστικά από την
Κρήτη γράφει:
Δεν είναι τάχα ψέμματα; Δεν είναι παραμύθια;
όχι θα φύγουν, έφυγαν, τους έδιωξαν στ’αλήθεια.
Φεύγετε, νιζαμάκια μου, με κλάμα σας κυττώ
και μ’ ένα μυξομάντηλο
σας αποχαιρετώ.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανήγγειλαν ότι την επομένη της αφίξεως του ύπατου Αρμοστή θα
εγκατέλειπαν την Κρήτη.
Ο Σουρής περιχαρής γράφει:
Στο περιγιάλι κάθομαι τους στόλους των κοιτώ
και το μαντήλι βγάζοντας τους αποχαιρετώ,
χίλιες φορές εις το καλό και σύρτε στην ευχή μας,
μαζί σας φεύγει , Ναύαρχοι, κι ο νους μας κι η ψυχή μας.
Εφούσκωσε ντελή Βοριάς λευκότατα πανιά,
σκύφτω και πέφτω χάμω,
ορεβουάρ, αντιάμο,
Αθάνατοι θα μείνετε σε τούτη τη γωνιά.
Γι αυτό που μας εκάνατε, κι όπως μας εγλυκάνατε,
τέτοια να τύχετε χαρά, εβίβα, ζήτω σας, ουρρά.
Δε φαντάζονταν βέβαια οι Κρητικοί ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις θα εκπλήρωναν αυτή την
υπόσχεση 11 χρόνια μετά, το 1909.
Ένα μήνα αργότερα, 19 Δεκεμβρίου 1898,ο ύπατος Αρμοστής αποβιβάστηκε στη Σούδα. Η
μακραίωνη περίοδος της δουλείας είχε ουσιαστικά τελειώσει.
Ο Νίκος Καζαντζάκης πολύ γλαφυρά περιγράφει στο έργο του «Αναφορά στο Γκρέκο» την
ημέρα της έλευσης του Πρίγκιπα Γεωργίου στο λιμάνι της Σούδας:
Π ε τ ο ύ σ α ν ο ι Κρητικοί τα κεφαλομάντιλά τους στον αέρα, έτρεχαν τα κλάματα και
μούσκευαν τ’ άσπρα καπετανίστικα γένια, σήκωναν μανάδες τα μωρά τους να
δουν τον ξ α ν θ ό γ ί γ α ν τ α , τ ο π α ρ α μ υ θ έ ν ι ο βασιλόπουλο, που ’χε ακούσει το
θρήνο της Κρήτης κι είχε κινήσει, πριν από αιώνες, καβάλα σε άσπρο άλογο, σαν τον
Άι – Γιώργη, να τη λευτερώσει.
Ο Σουρής , που βλέπει τον πρίγκιπα ως ελευθερωτή, που θ’ αλλάξει την κακή μοίρα της
Κρήτης, σ’ ένα παραλήρημα χαράς, συγκίνησης κι ενθουσιασμού γράφει στο «Ρωμιό» :
Πέστε το με τα λαγούτα, πέστε το με τα βιολιά
πως διοικητής πηγαίνει το παιδί του βασιλιά.
5. Άη Γιώργη καβαλάρη, φώτισε το παλικάρι.
Δός του θάρρος να φουχτώσει την αυτόνομη παντιέρα,
κι η ψυχή του να φτερώσει με της Κρήτης τον αέρα.
Άη Γιώργη καβαλάρη, δός του δόξα περισσή
να’ τσαλώσει το κορμί του στης ανδρείας το νησί.
Όνειρα να του γελάτε,
Φυλακτά να το φυλάτε,
Φέρτε το μ’ ελιάς κλαδί στου νησιού την ερημιά
λεβεντόκορμο παιδί σε λεβέντικα κορμιά.
Της ορφάνιας οι καημοί λησμονιούνται στο χορό,
φάτε λευθεριάς ψωμί, πιήτε λευθεριάς νερό.
Παίζε κρητική παντιέρα, στον καθάριο τον αέρα.
Τους κυματισμούς της όλοι δακρυσμένοι τους κοιτούν,
Ναύαρχοι, στρατοί και στόλοι την Λαμπρή της χαιρετούν.
Στέλε μας χαράς μαντάτα με χιονάτο περιστέρι,
Άη Γιώργη στέκα πάντα στο δεξί του το πλευρό
και το κόκκινο σημάδι της σημαίας με τ’ αστέρι
ολογάλανο κι εκείνο να το κάνει με σταυρό.
O ερχομός του πρίγκιπα στα 1898 θεωρήθηκε ως ο αρραβών της Κρήτης με τη μητέρα
Ελλάδα. Όμως αυτός ο αρραβώνας τραβούσε σε μάκρος . Η ολιγωρία του πρίγκιπα στο καυτό
θέμα της Ένωσης, η απολυταρχική διοίκηση και η καταπάτηση των δημοκρατικών θεσμών
απογοήτευσαν τον κρητικό λαό και ιδιαίτερα τους πολιτικούς του αντιπάλους, που
διεκήρυτταν πως μόνη ορθή λύση ήταν η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ενώ το
πολίτευμα της αυτονομίας προσωρινό στάδιο. Ο δρόμος για το Θέρισο ήταν μονόδρομος. Εκεί
συναντήθηκαν οι πολιτικοί και ο ένοπλος λαός για να εκβιάσουν την κατάσταση. Στις 10
Μαρτίου 1905, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής σημαντικής μερίδας της αντιπολιτευτικής
κίνησης των Κρητών, κήρυξε στο χωριό Θέρισο, επαναστατικό κίνημα. Με τον Βενιζέλο
συμπαρατάχτηκαν ο Κωνσταντίνος Φούμης και ο Κωνσταντίνος Μάνος, χίλιοι περίπου άνδρες,
οι μισοί ένοπλοι, και πολυάριθμοι οπαδοί του κινήματος διεσπαρμένοι σ ολόκληρη την Κρήτη.
Αρχικά η στάση του Σουρή απέναντι στο κίνημα του Θερίσου ήταν αρνητική. Ο Σουρής
λάτρεψε την Κρήτη και τους ανθρώπους της για την αγωνιστικότητα και τα θαυμαστά
κατορθώματά τους. Έχοντας ο ίδιος την εμπειρία του πολιτικού κλίματος της Αθήνας με τις
έριδες και την κακοδαιμονία, προϊόντα της ήττας του 97, είναι φυσικό να βλέπει με
προκατάληψη τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούσαν οι πολιτικοί αντίπαλοι του πρίγκιπα.
Στο τέλος όμως ο Σουρής θαυμάζει κι εκείνος το ελεύθερο φρόνημα και την αγωνιστικότητα
των ανταρτών του Θερίσου και αναφωνεί:
Πως τους αντάρτας σήμερα
ζηλεύω του Θερίσου
που την αντιπολίτευσιν
αποτελούν της νήσου!
Το κίνημα του Θερίσου είχε δικαιωθεί και η πολιτική Βενιζέλου είχε θριαμβεύσει. Έτσι ο
πρίγκιπας Γεώργιος, ευρισκόμενος στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων και κάτω από την
πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων και της ελληνικής κυβέρνησης, αναγκάζεται να παραιτηθεί. 12
6. Σεπτεμβρίου του 1906 αναχωρεί από την Κρήτη με το ίδιο πλοίο, τα Ψαρά, με το οποίο θα
έρθει ο νέος αρμοστής Κρήτης, ο μετριοπαθής Αλέξανδρος Ζαϊμης.
Όμως τα βάσανα της Κρήτης δεν τελείωσαν με την επανάσταση του Θερίσου. Παρά τα θετικά
αποτελέσματα του κινήματος, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν έστερξαν να δώσουν στην Κρήτη το
πολυπόθητο αγαθό, την Ένωση. Βασικός λόγος ήταν ότι καθεμιά απ’ αυτές είχε ζωτικά
συμφέροντα στην περιοχή, γι αυτό και δε συμφωνούσαν με τη λύση του κρητικού
προβλήματος. Έτσι, όταν δηλώνουν ότι δεν έφτασε η ώρα του τελικού διακανονισμού και ότι
θα αποσύρουν τα στρατεύματά τους ως τον Ιούλιο του 1908, αφού πρώτα διασφαλίσουν την
επικυριαρχία του σουλτάνου στο νησί, ο Σουρής οργίζεται με το θράσος τους και την
υποκριτική τους συμπεριφορά.
Η μόνη αντίδραση για τον ποιητή από μέρους των Κρητών είναι ο ξεσηκωμός κατά των
Δυνάμεων:
Κι εγώ τώρα προς τους Κρήτας ξεφωνίζω με φωτιά:
Των μεγάλων προστατών σας κομματιάστε τα χαρτιά.
Το παράκαναν αλήθεια της Φραγκιάς οι παλιανθρώποι
σηκωθήτε, σηκωθήτε, βάλτε τα με την Ευρώπη.
Κάθε σύνεσις ας λείψει, πονεμένα παλικάρια,
κι ας αστράψουν κι ας βροντήξουν , όπως πριν τα Μπουτσουνάρια.
Κρήτη παραπικραμένη, τώρα πια για σε τι μένει;
Όμως οι εξελίξεις στα Βαλκάνια ωθούν την ελληνική κυβέρνηση Θεοτόκη να υποδείξει στους
Κρήτες την ανάγκη λαϊκών κινητοποιήσεων για την κήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα. Σε
λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά εγκρίθηκε ομόφωνα το πρώτο ψήφισμα της Ένωσης
και η Κρητική Κυβέρνηση με τη σειρά της εξέδωσε επίσημο ψήφισμα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις
φάνηκαν να δέχονται σιωπηρά τις νέες εξελίξεις και δεν αντέδρασαν παρά τις διαμαρτυρίες των
Τούρκων. Όταν όμως στο φρούριο του Φιρκά υψώθηκε η ελληνική σημαία, οι αντιπρόσωποι
των Μεγάλων Δυνάμεων απαίτησαν την υποστολή της. Η Κυβέρνηση της Κρήτης παραιτήθηκε.
Άγημα των Μεγάλων Δυνάμεων αποβιβάστηκε στο Φιρκά και απέκοψε τον ιστό της ελληνικής
σημαίας, καθώς δε βρέθηκε Κρητικός να την υποστείλει. Η Κρήτη δια του Ρωμιού τους
καλωσορίζει πάλι με πολλή ειρωνεία.
Τι χαρά μου τι χαρά μου
που και πάλι στα νερά μου
σας κοιτάζω μαζωμένους
και για μένα αδερφωμένους.
Στης αγάπης μου τα χάδια
όπως και πιο πριν τρυφάτε
και τα πιο παχιά κουράδια
θα σας δώσω να τα φάτε.
Κι οι προστάτες της με μάτια τής φωνάζουν φλογισμένα:
Πέσε πάλι, κοπελιά, στη δική μας αγκαλιά να περνάς χαριτωμένα.
Ελα πάλι, πέρδικά μας,
στ’ αγκαλάκια τα δικά μας,
κι αν σου βάλομε και φέσι
κι αν σε δώσομε πεσκέσι στο σουλτάνο, σαν και πρώτα, μη σε μέλλει, δεν πειράζει
στους προστάτας σου στηρίξου και μην το’ χεις για μαράζι.
7. Η Κρήτη ανταπαντά με προσποιητή ευγένεια:
Αναγνωρίζω βέβαια την τόση σας θυσία
και χρεωστώ σε σας πολλά,
εν τούτοις θα’ ναι πιο καλά
να λείψει τόσος έρωτας και τόση προστασία.
Και τώρα μόσχους σιτευτούς
σφάζω για σας τους λατρευτούς,
όμως η παρουσία σας μου γίνηκε τσιμπούρι
κι αδειάσετέ μου τη γωνιά και κόφτε το κουμπούρι.
Τελικά οι Μεγάλες Δυνάμεις αποχωρούν οριστικά από την Κρήτη στις 26 Ιουλίου του 1909.
Μετά την παραίτηση της προσωρινής κυβέρνησης, νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε. Στις εκλογές
που διεξήχθησαν στην Κρήτη το 1910 το κόμμα του Βενιζέλου πλειοψήφισε. Η κυβέρνηση
όμως ανασχηματίστηκε όταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε το Βενιζέλο στην Ελλάδα. Ο
Βενιζέλος προσπάθησε ν΄ αποφύγει οποιαδήποτε ένταση με την Τουρκία. Γι αυτό αρνήθηκε να
δεχτεί Κρήτες βουλευτές στη Βουλή.
Αυτό όμως που εμπόδισε η διπλωματία, το επέτρεψε ο πόλεμος. Με την έκρηξη των
Βαλκανικών Πολέμων, τον Οκτώβριο του 1912, οι πύλες του ελληνικού κοινοβουλίου άνοιξαν
για τους Κρήτες βουλευτές, που έγιναν δεκτοί με εκδηλώσεις πρωτοφανούς ενθουσιασμού.
Οι Έλληνες δια του Ρωμιού θριαμβολογούν για τα γεγονότα:
Πύλας άρατε Βουλής
να’ μπουν Κρήτες προσφιλείς,
κι αδελφοί μας πικραμένοι
και πολυβασανισμένοι….
Ας ανοίξομε κι εμείς τη θερμή μας αγκαλιά
σ’ όλους τους απεσταλμένους,
κι ας ηχήσει στη Βουλή και της Κρήτης η λαλιά
με παιάνας, ύμνους, αίνους.
Γεια σου Κρήτη, τώρα, πάλι,
έλα και ζωντάνεψέ μας,
και με λύρα χόρεψέ μας,
τον χορό τον Πεντοζάλη.
……..
Τι μεγάλ’ υποδοχή !
λούζει ρόδινη βροχή τα παιδιά του Ψηλορείτη.
Κι άλλο τώρα δεν ακούς, μόνο πανηγυρικούς:
γεια σου , βράκα, γειά σου,Κρήτη.
Η επιτυχής έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων έφερε τη λύση του Κρητικού Ζητήματος. Στις
14-2-1913 κατεβαίνουν από το φρούριο της Σούδας τα σύμβολα επικυριαρχίας του Σουλτάνου
και των Μεγάλων Δυνάμεων.O Σουρής περιχαρής γράφει:
Τα μαθες, Αρετούσα μου, τ’ ανέλπιστα μαντάτα;
Κατέβασαν την τουρκική με το μισό φεγγάρι
Διάλε τσ αποθαμένοι τους , διάλε τσ’ απομεινάροι.
8. Με το άρθρο 4 της συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαϊου 1913), ο Σουλτάνος παραιτήθηκε απ’
όλα τα δικαιώματά του στην Κρήτη. Ο Στέφανος Δραγούμης στις 28 Νοεμβρίου 1913
γνωστοποιούσε την άφιξη του βασιλιά Κωνσταντίνου και του Έλληνα πρωθυπουργού
Ελευθερίου Βενιζέλου στα Χανιά για την επίσημη ανακήρυξη της Ένωσης, την
Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913.Τυχερός και ο κρητικός πρωθυπουργός που ενσάρκωσε το μεγάλο
και πολυπόθητο όνειρο που ζει σήμερα η Κρήτη.
Ο Σουρής αναγνωρίζει την οφειλή του έθνους σ’ αυτόν:
Τόσες εθνικές θυσίες δεν επήγαν του κακού
κι είναι τώρα αλήθεια μόνη,
πως το γένος μεγαλώνει
στον καιρό του Κρητικού.
Γειά σου, γέρο Ψηλορείτη…
σέρνω τώρα με την Κρήτη
τον πυρρίχιο χορό.
Και κυττάζω την Ελλάδα
δόξης και τιμής κοιλάδα
στου Λευτέρη τον καιρό.
Και τόλμη και σφρίγος
και νους ουκ ολίγος…
την Κρήτην αινώ.
Μεγάλο τ’ αστέρι αυτού του Λευτέρη
και τύχη βουνό.
Έτσι έληξε η μακρόχρονη δραματική περιπέτεια της Κρήτης με τους συνεχείς αναβαθμούς
μέχρι την τελική λύση της που εκπληρούσε τους πόθους του κρητικού λαού. Τα δώρα με τα
οποία χωρίς φειδώ την προίκισε η Τύχη, στάθηκαν μοιραία για την ίδια την ύπαρξή της.
Παρακολουθήσαμε λοιπόν ένα μικρό μέρος από τη μεγάλη της περιπέτεια με τα μάτια και την
καρδιά ενός ευαίσθητου πατριώτη ποιητή, ενός μεγάλου κωμικού σατιριστή, που έβλεπε τα
γεγονότα κάτω από το δικό του πρίσμα και με την ευρηματικότητά του κατόρθωσε να
μεταβάλλει το βαρύ κλίμα των τραγικών επεισοδίων σε ιλαρότητα, ευθυμία, γέλιο.
Σας ευχαριστούμε.
• Συμμετείχαν οι μαθητές: Μαρία Λεοντάρη, Ελπίδα Κασελάκη(Α1), Ηλίας Νικολαράκης,
Αντώνης Μπαλαντινάκης (Α2), Κωνσταντίνος Ροντήρης(Α3), Θεοφανία Δασκαλάκη( Β1),
Γιώργος Γκογκολάκης, Όλγα Σφακιανάκη, Κατερίνα Φάρες(Γ1) Νίκος Αλμανίδης(Γ2)
Υπεύθυνες καθηγήτριες: Ελένη Μαράκη(φιλόλογος)
Μαρία Μπόγλου(φιλόλογος)