Η Πηνελόπη, η Ανδρομάχη, η Ελένη και η Αρετούσα συναντιούνται σε ἐναν ποιητικό διάλογο με κοινό σημείο αναφοράς. Συναισθήματα, ηθικές αξίες, ιδεώδη και κοινωνικά στερεότυπα ενώνουν τέσσερις γυναίκες διαφορετικών εποχών (τη μυκηναϊκή, την κλασική και τη νεότερη) σε έναν κοινό ποιητικό χορό που πρώτος σέρνει ο αγαπημένος Σύντροφος που χάθηκε ή πρόκειται να χαθεί.Οι γυναίκες ακολουθούν στον χορό, η καθεμία με τον δικό της ρυθμό, αλλά και οι τέσσερις πιασμένες χέρι-χέρι, αφού το συναίσθημα της Αγάπης και οι εκδηλώσεις του καταργούν τα σύνορα των εποχών, αλλά και τα σύνορα κάθε επίγειας φυλακής του ανθρώπινου νου, της καρδιάς και της ψυχής: το ξηλωμένο υφαντό της Πηνελόπης γλιστρά από το παράθυρο του δώματος της πιστής συζύγου και απλώνεται ως τις Σκαιές Πύλες, όπου το παραλαμβάνει η Ανδρομάχη για να σκεπάσει -μάταια-με αυτό την τρεμάμενη ελπίδα.Από 'κει φτάνει στα χέρια της Ελένης, που θρηνεί στη φυλακή της Αιγύπτου 17 χρόνια δίχως να γνωρίζει ότι θα ΄ρθει η ώρα να σκεπάσει με αυτό τον ρακένδυτο ναυαγό αγαπημένο της, δίχως να ξέρει ότι αιώνες αργότερα το ίδιο υφαντό θα φτάσει -δίχως τελειωμό στο ταξίδι του έως σήμερα-στα χέρια της Αρετούσας που κλεισμένη στη δική της φυλακή στην Κρήτη με κάθε ξεφτισμένη κλωστή υφαίνει από την αρχή τα όρια της ανθρώπινης επιμονής, της αφοσίωσης, της πίστης και της εγκαρτέρησης.
3. «Φήμιε, το ξέρεις πως
μπορείς να θέλγεις τους
θνητούς
και μ’ άλλα κατορθώματα
μεγάλα, ανθρώπων και
θεών,
των αοιδών τα γνώριμα
τραγούδια· ένα απ’ αυτά
παρακαθήμενος
τραγούδησε, κι αυτοί ας
πίνουν το κρασί τους
σιωπηλοί·
Π Η Ν Ε Λ Ο Π Η
4. ετούτο μόνο το τραγούδι μην το
συνεχίσεις,
θλιβερό κι αβάστακτο· σπαράζει
την καρδιά μου
μες στα στήθη, αφότου με
κατοίκησε πένθος μεγάλο κι
αλησμόνητο.
Tέτοιο το πρόσωπο που εγώ ποθώ,
και συνεχώς τη μνήμη μου
πληγώνει
η μορφή του αντρός μου, με δόξα
απέραντη, απλωμένη στην Eλλάδα
και μέσα στο Άργος.
Ομήρου, Οδύσσεια, ραψ. α
Π Η Ν Ε Λ Ο Π Η
5. Νέοι κι ωραίοι
μνηστήρες, αφού ο θείος
Οδυσσέας πέθανε,
κάνετε λίγη υπομονή,
μην τρέχετε πίσω απ΄τον
γάμο μου, ωσότου τούτο
το πανί το αποτελειώσω,
για να μην παν χαμένες
οι κλωστές μου.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
6. Έτσι τους μίλησα κι αυτοί
περήφανοι στα λόγια μου
εμπιστεύτηκαν.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την
πάσα μέρα ύφαινα,
στημένη στον ψηλό
αργαλειό,
τις νύχτες όμως ξήλωνα,
έχοντας πλάι μου τις δάδες
αναμμένες.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
7. Για τρία χρόνια ολόκληρα
τους ξεγελούσα και τους
έπειθα ανύποπτους τους
Αχαιούς.
{...}
Τώρα πια δεν μπορώ τον
γάμο ν΄αποφύγω, μήτε και
βρίσκω τέχνασμα άλλο
πονηρό, ενώ οι γονείς με
σπρώχνουν κάποιον να
παντρευτώ,...
Ομήρου, Οδύσσεια
Ραψ. τ, στίχ. 155-175
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
8. Έκτορ,
συ είσαι δι΄εμέ
πατέρας και μητέρα,
συ αδελφός,
συ ανθηρός
της κλίνης
σύντροφός μου.
Ομήρου, Ιλιάδα, ραψ. Ζ, στίχ. 429-
430
Α Ν Δ Ρ Ο Μ Α Χ Η
9. Πάντα σε θέλω καρτερεί,
ζώντας κι αποθαμένη,
γιατί μια Αγάπη μπιστική
στα κόκκαλα απομένει.
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος
Μέρος Γ, ΄στίχοι. 1477-1478
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
10. Kι ο Kύρης μου αν το
βουληθεί
να πάρει τη ζωή μου,
και δε μ' αφήσει να χαρώ,
σα θέλει η όρεξή μου,
φύλαξε την Aγάπη μας,
κι ας είσαι πάντα ως ήσου',
και με το δακτυλίδι μου
πέρασε τη ζωή σου.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
11. Tούτο για 'δά είναι ο Γάμος μας,
και τούτο μας-ε σώνει,
κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο
το φανερώνει.
Kι α' δε θελήσει η Mοίρα μας να
σμίξομεν ομάδι,
η ψη σου ας έρθει να με βρει
χαιράμενη στον Άδη.
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος
Μέρος Γ, ΄στίχοι. 1469-1476
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
12. Ξύπνου μου σ' είχα μες στο
νουν, κοιμώντας, στ' όνειρό
μου,
κ' ετούτη η θύμηση
ήτονε πάντα το γιατρικό μου.
Aρνήθηκα τα πλούτη μου,
τον Kύρην, και τη Mάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα
Πάθη, που μου κάνα'.
Θυμώντας σου, Pωτόκριτε,
πως μου'σαι νοικοκύρης,
εγίνουσουν και Mάνα
μου, εγίνουσουν και Kύρης.
Α Ρ Ε Τ Ο Υ Σ Α
13. Mε το παλέτσι εντύθηκα, κ'
εις τ' άχερα κοιμούμαι,
και τη φτωχειά δεν την
ψηφώ, τους πόνους δε
βαριούμαι.
Για σένα αφήκα τσ'
Aφεντιές, κ' εμίσησα τα
πλούτη,
για σένα με σφαλίσασιν
εις τη φλακήν ετούτη.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
14. Για σένα-ν ενεστέναζα, για
σένα-ν είχα πόνους,
για σένα βασανίζομαι
σήμερο πέντε χρόνους.
Tες πρίκες δεν εγύρευγα,
τους πόνους δεν εγρίκουν,
με τη δική σου θύμησιν
το Pιζικόν ενίκουν.
Ερωτόκριτος, Μέρος Ε, στίχ. 986-1002
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
15. Kαι του Kυρού μου να το πω, σε παντρειά
αν με σφίξει,
πως μ' άλλον Άντρα δε θωρώ, και
μοιάζει, να με σμίξει.
Γιατί ήταξα του Pώκριτου σύντροφο να
τον κάμω,
και χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, μ'
άλλον δε θέλω γάμο.
Kι ας είναι κ' εις την ξενιτιάν, κι ας είναι κ'
εις τα ξένα,
εγώ να'μαι για λόγου του, κ' εκείνος
ο-για μένα.
Α Ρ Ε Τ Ο Υ Σ Α
16. Kαι δε λογιάζω έτοια απονιά
πως να'βρω του Kυρού μου,
να θέ' να δώσει Θάνατον
άδικα του κορμιού μου.
Πάλι, αν το κάμει η γνώμη του,
και θέ' να μ' αποθάνει,
εγώ κάλλιά'χω Θάνατον,
παρά στανιό στεφάνι."
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος
Μέρος Γ, ΄στίχοι. 1431-1140
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
17. Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι
α' θέλω, δε μ' αφήνει
τούτ' η καρδιά που
εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το
καμίνι,
κ' εξαναγίνη στην πυρά, την
πρώτη Φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και
τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ'
έτοια δουλειά, να ζήσεις,
δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ,
κι ουδέ κ' εσύ μ' αφήσεις.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
18. Kι ο Kύρης μου, όντε
βουληθεί,
να θέ' να με παντρέψει,
και δω πως γάμο
'κτάσσεται και το γαμπρό
γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την
ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο
Pωτόκριτος γυναίκα να με
πάρει.
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος
Μέρος Γ, ΄στίχοι. 1435-1444
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
19. Eίναι Άντρας μου ο
Pωτόκριτος, ό,τι καιρός
περάσει,
γ-ή εδά στα νιότα, εις τον
ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό,
στον Ήλιο,
στο Φεγγάρι,
άλλος ο-για γυναίκα του
ποτέ να μη με πάρει."
Α Ρ Ε Τ Ο Υ Σ Α
20. Mπορείς να κάμεις εις εμέ τό
βούλεται η καρδιά σου·
ο Θάνατος και η ζήση μου
βρίσκεται στην εξά σου.
Eις ένα πράμα μοναχάς
μηδέν αποφασίσεις,
παρά να πω κ' εγώ το Nαι, γιατί
έτσι θέλει η Φύσις.
Πληγές, θανάτους, βάσανα, πάθη,
κριτήρια δος μου,
μα Γάμο δεν μπορείς ποτέ να
κάμεις στανικώς μου.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
21. Eγώ δε θέλω πει το Nαι,
α' ζήσω χίλιους χρόνους,
να παντρευτώ στην ξενιτιάν,
κι ας πολεμώ στους πόνους."
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος
Μέρος Δ, ΄στίχοι. 417-424
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
22. "Δεν εβαρέθηκεν ο Kύρης να
πειράζει
μιά διπλοκακορίζικη, μα θέ'
να δικιμάζει
έτσι συχνιά για Παντρειάν, οπού
καλά κατέχει,
όσες φορές κι αν το μηνά,
χαημένον κόπον έχει;
K' εγώ καλλιά'χω οι πλι' άσκημοι
θανάτοι να με βρούσι,
παρά για Παντρειάν ποτέ
μαντάτο να μου πούσι.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
23. Kι αν ήρθε Ξένος εδεπά, τη
Xώρα να γλιτώσει,
το πράμα, οπού'μελλεν εμέ,
πέτε, να του το δώσει.
Kι ας τον-ε βάλει κι από 'δά εις
το Θρονί του απάνω,
κ' εμέ ας αφήσει στη φλακή
σα σκλάβα ν' αποθάνω.
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος
Μέρος E΄, στίχοι. 337- 346
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
24. Ήλιος πλιά γληγορύτερα, με δίχως
λάμψης χάρη,
και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος
δίχως χορτάρι,
η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως
άμμο,
παρά να πω ποτέ το Nαι, και
Παντρειά να κάμω.
Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέ' το του
Kυρού μου,
πως κείνα που του εμίλησα,
πάντά'χω μες στο νου μου
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος
Μέρος Ε΄,στίχοι. 485-490
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
25. Κι όσο ο Πρωτέας
έβλεπε τον ήλιο,
κανείς για γάμο δε
μιλούσε. Μα όταν
μπήκε στης σκοτεινιά
της γης εκείνος,
γυναίκα με ζητά
ολοένα ο γιος του.
Τον άντρα μου
τιμώντας,
στου Πρωτέα το
μνήμα ετούτο
ικέτισσα προσπέφτω,
καθάρια να κρατήσει
την τιμή μου.
Ελένη, Ευριπίδη
Πρόλογος, στίχ.74-80
ΕΛΕΝΗ
26. Για να γλιτώσω από τα
βάσανά μου, να παντρευτώ
ένα βάρβαρο και πλούσια μαζί
του αν περνώ;
Η γυναίκα σα θα δεχτεί ένα
άντρα που δε στέργει, δεν έχει
σέβας διόλου στον εαυτό της.
Ελένη, Ευριπίδη
Πάροδος, στίχ.333-337
ΕΛΕΝΗ
28. «Ξένε, σ’ εμένα τα χαρίσματα, την
ομορφιά, το ανάστημα,
όλα τα χάλασαν οι αθάνατοι, τη μέρα
εκείνη που αποφάσισαν
το Ίλιο οι Aργείοι να πατήσουν – μαζί
τους ο Oδυσσέας έφυγε [...].
Aν ήταν να γυρίσει, αν κυβερνούσε
πάλι τη ζωή μου,
τότε κι η δόξα μου θ’ ανέβαινε
ψηλότερα, όλα θα πήγαιναν /
καλύτερα. [...]
Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. τα, στίχ.135-
137
ΠΗΝΕΛΟΠΗ-ΟΔΥΣΣΕΑΣ
29. "Mα ίντα χαράν μπορώ να δω",
ήλεγε προς τη Nένα,
"σα βρίσκεται ο Pωτόκριτος
πολλά μακρά στα ξένα;
Kι ας είχεν είσται μπορετό,
κ' η Tύχη ας το'χε φέρει,
να'θελε λάχειν εδεπά το
σπλαχνικό μου Tαίρι.
Nα'θελε μπει στον πόλεμον, και
να'θελε νικήσει,
να'θελε πάψει το κακό, και
το καλό ν' αρχίσει.
"
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
30. Kαι του Kυρού μου η
όργητα σε σπλάχνος να
γυρίσει,
και να τελειώσει η
κάκητα,
και να τον αγαπήσει.
Mα'λαχεν άλλος, κι
ακριβόν ωσάν παιδί τον
έχει
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
31. Ώφου, ξενιτεμένε μου, κι ας
το'θελες κατέχει,
να'χες πετάξει ωσάν πουλί,
να'ρθεις να πολεμήσεις,
να λυτρωθείς απ' την
ξενιάν, κ' εμένα να
βουηθήσεις!
Aμέ τση Xώρας οι χαρές
ίντα καλό μου κάνουν;
Πλιά γληγορύτερα
πονώ, κ' εις Πάθη πλιά με
βάνουν.
Α Ρ Ε Τ Ο Υ Σ Α
32. Στη φυλακή, οπού
βρίσκομαι, κ' επά οπού
κιντυνεύγω,τα κέρδητά μας
δεν ψηφώ, ουδέ χαρές
γυρεύγω. Mακρά από 'πά
έχω τσι χαρές, και τίς να
μου τσι φέρει;
Ό,τι κι αν έχω,
βρίσκεται στου Pώκριτου
το χέρι.
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος, Μέρος Ε΄,
στίχ.75-92
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
33. Κι η άγκυρα που μου βάσταε τις
ελπίδες , πως κάποι α μέρα ο
άντρας μου θα΄ρχόταν να με
λυτρώσει απ΄τα δεινά μου, πάει…
Ελένη, Ευριπίδη, Πάροδος, στίχ.
314-316
ΕΛΕΝΗ
35. Kι όμως εγώ δεν θα τον ξαναδώ στο
σπίτι να γυρίζει,
να δει κι αυτός μια μέρα την πατρίδα
του. [...]»
«Mακάρι, ξένε, ο λόγος σου να βγει
αληθινός. [...]
Mα η δική μου η ψυχή αλλιώς
φαντάζεται το μέλλον·
δεν θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του,
Ομήρου, Οδύσσεια, ραψ. τα, στίχ.284-
285 & 339-343
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
36. Kαι τα πουλάκια, οπού'ρθασι
συντροφιασμένα ομάδι,
σημάδι-ν είν' πως γλήγορα
παντρεύγομαι στον Άδη.
Λογιάζω, κι ο Pωτόκριτος
επόθανε στα ξένα,
κ' ήρθε η ψυχή του να με
βρει, να σμίξει μετά μένα.
K' εκείνον, οπού ετάξαμε στο
παραθύρι ομάδι,
θυμάται το, και θέλει το, μ'
όλον οπού'ν' στον Άδη.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
37. Γλήγορα σμίγομε κ' οι δυό, κ' ετούτον
εδηλούσαν
τα δυό πουλάκια που'ρθασι, κ'
εγλυκοκιλαδούσαν.
'Tό μάθω, πως επόθανε, ζιμιό την ώρα
εκείνη
πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, κι ο
Γάμος μας εγίνη.
Tούτον οπού'ρθαν τα πουλιά τη νύκταν
εις εμένα,
ο Γάμος έχει να γενεί σε σπήλια
αραχνιασμένα.
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος, Μέρος Ε,
στίχ. 835-846
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
38. "Pωτόκριτε, εξεψύχησες, κ'
επόθανες στα ξένα,
ίντ' άλλο πλιό μού
'πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα;
Kι ας ήθελα βρεθεί κ' εγώ
στον τόπον του πολέμου,
να μου φωνιάξεις·
"Aρετή, έλα και βούηθησέ
μου!",
Α Ρ Ε Τ Ο Υ Σ Α
39. να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως
αστραπή να σώσω,
και με τα μέλη μου, όχι
αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω.
Kι ως άνοιξε το στόμα του τ'
άγριο θεριό ν' αράσσει,
να βάλω εγώ το χέρι μου, κ'
εσέ να μη δαγκάσει.
Β.Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Μέρος Ε,
στίχ. 1031-1038
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
40. Στο πέλαο, παραδέρνοντας,
ο άντρας μου είναι πια χαμένος
Ελένη, Ευριπίδη, Πάροδος, στίχ.236-
237
Κι η άγκυρα που μου βάσταε τις
ελπίδες,
πως κάποια μέρα ο άντρας μου θα
’ρχόταν
να με λυτρώσει απ’ τα δεινά μου, πάει,
δεν είναι ζωντανός, το φως δε βλέπει.
Πάροδος, στίχ.314-317
Τι να ’χει πάθει ο δόλιος μου
άντρας;
Το φως του ήλιου τάχα θα το
βλέπει,
το τέθριππό του το άρμα και των
άστρων
τους δρόμους, ή με τους νεκρούς
βαθιά στην κατωγής
τη σκοτεινή τους έχει μοίρα;
Πάροδος, στίχ. 382-387
ΕΛΕΝΗ
42. Θα σ΄αφανίσει
τούτη η τόλμη σου, ω τρομερέ .
το βρέφος δεν λυπείσαι τούτο
κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου
θα γίνω
ογρήγορα,
οτι γρήγορα θα ορμήσουν όλοι
αντάμα
να σε φονεύσουν οι Αχαιοί
Α Ν Δ Ρ Ο Μ Α Χ Η
43. και άμα σε χάσω,
κάτω
στον μαύρον Άδη ας κατέβω,
διότι αν αποθάνεις
και συ, καμιά παρηγοριά δι΄εμέ
δεν θ΄απομείνει,
και πόνοι μόνον.
Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Ζ, στίχ.410-413
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
44. "Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό
τη ζήση να μακραίνω;
Ποιά ολπίδα πλιό μου
'πόμεινε, και θέλω ν'
ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν' μπορετό
στον Kόσμον πλιό να ζήσω;
Aνάθεμα το Pιζικόν στά
φύλαγεν οπίσω!
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος,Μέρος Ε΄,
στίχ.981-984
Α Ρ Ε Τ Ο Υ Σ Α
45. Και τελευταίο αυτό, στη Σπάρτη αν
πάω,
δε θα μ’ αφήσουν να διαβώ τις πύλες,
θαρρώντας πως εχάθηκ’ η Ελένη
της Τροίας με το Μενέλαο. Τι εκείνος
αν ζούσε, θα με γνώριζε απ’ τα κρύφια
σημάδια, μοναχά γνωστά στους δυο
μας.
Δε γίνεται όμως τούτο, ουδέ θα γίνει.
Γιατί λοιπόν να ζω; Τι με προσμένει;
[…]
Πιο καλά θάνατος, μα να ’ναι ωραίος
Ευριπίδη Ελένη, Πάροδος, στίχ. 325-
338
ΕΛΕΝΗ
46. ...αν είναι αλήθεια ο λόγος
πως έχει ο άντρας μου
χαθεί {...}.Θηλειά θα βάλω
στο λαιμό μου φονική ή
θάνατο θα βρω,
τρυπώντας
Με κοφτερό μαχαίρι το
κορμί μου ποτάμι να χυθεί
το αίμα {...}
Ελένη, Ευριπίδη, Πάροδος, στίχ.
395-398
Ε Λ Ε Ν Η
48. «Ξένε, σ’ εμένα τα
χαρίσματα, την
ομορφιά, το ανάστημα,
όλα τα χάλασαν οι
αθάνατοι, τη μέρα
εκείνη που αποφάσισαν
το Ίλιο οι Aργείοι να
πατήσουν – μαζί τους ο
Oδυσσέας έφυγε [...]»
ΠΗΝΕΛΟΠΗ-ΟΔΥΣΣΕΑΣ
49. «Όλα τα αισθάνομαι
κι εγώ, γυνή μου ,
αλλά φοβούμαι και
των ανδρών το
πρόσωπο και των
σεμνών μητέρων, αν
μ΄εβλεπαν ως
άνανδρος να φέυγω
από την μάχην.»
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ-ΕΚΤΟΡΑΣ
50. Ούδ΄η καρδιά μου
θέλει το, που μ’εμαθε
να μάχομαι των
Τρώων χάριν της
δόξας του πατρός και
της δικής μου ακόμη.
Ομήρου Ιλιάδα,
ραψ.Ζ, στίχ. 441-446
ΕΚΤΟΡΑΣ-ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
51. Αλλ’ἀμε στο σπίτι, έχε
στον νουν τα έργα τα
δικά σου, την ηλακάτην
,τ’αργαλειό, και
πρόσταζε τες κόρες να
εργάζονται. Στον πόλεμο
θα καταγίνουν όλοι οι
άνδρες οπυ εγεννήθησαν
στην Τροίαν κι εγώ
πρώτος».
ΕΚΤΟΡΑΣ-ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
52. Είπε και πάλι
εφόρεσε την
περικεφαλαίαν.Και
προς το σπίτι εκίνησε
η αγαπητή γυνή του
κι εσυχνογύριζε να
ιδεί με μάτια
δακρυσμένα.
Ομήρου Ιλιάδα, ραψ.Ζ, στίχ. 490-496
ΕΚΤΟΡΑΣ-ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
53. Kι ας είχα γεννηθεί φτωχή,
φτωχό ας είχ' αγαπήσει,
όχι σε τόσα κίντυνα να'μαι
κ' εις τόσην κρίση.
Φτωχή φτωχόν αγάπησε, και
πόνο δεν εγρίκα',
μα φτωχικά επεράσασι, τον
Πόθον εχαρήκα',
δίχως κιαμιάν εντήρησιν, γ-ή
φόβο να τους κρίνει,
αέραν είχαν και δροσά σ'
τσ' Aγάπης το καμίνι.
ΑΡΕΤΟΥΣΑ-ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
54. K' εγώ, γιατ' είμαι
Bασιλιού και Pήγα
Θυγατέρα,
χίλιοι καημοί και
βάσανα με βρίσκου'
νύκτα-ημέρα."
Ερωτόκριτος, Β.Κορνάρος, Μέρος Δ΄,
στίχ.723-730
ΑΡΕΤΟΥΣΑ
55. Δύο οι φταίχτες, η Ήρα κι η
ομορφιά μου.Αχ! Να
σβηνόμουν πάλι σαν εικόνα
κι αντί για την ωραία θωριά
μου ετούτη μεγάλη ασκήμια
να ΄χα, να ξεχνούσαν την
τωρινή μου οι Έλληνες φήμη
κι ό, τι καλό δικό μου να
κρατούσαν.
Ευριπίδη Ελένη, Πάροδος, στίχ. 297-
300
Σ’άλλες γυναίκες η ομορφιά χαρίζει
χαρά, τον χαλασμό σε μένα μόνο.
Πάροδος, στίχ.344- 345
ΕΛΕΝΗ-ΜΕΝΕΛΑΟΣ