2. Το Αρχείο του Ωδείου Αθηνών ως πηγή κοινωνιολογικής έρευνας.
Η κοινωνική ταυτότητα των πρώτων μαθητών.
Το 1871 ιδρύθηκε στην Αθήνα ο Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος, με βασικό στόχο
να καλύψει τις ανάγκες της μουσικής και της θεατρικής παιδείας στην ελληνική
πρωτεύουσα: «Σκοπὸς τοῦ συλλόγου εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς μουσικῆς καὶ ἡ σύστασις
καὶ πρόοδος ἐθνικοῦ θεάτρου»,1
σημειώνεται στον πρώτο διοργανισμό, ενώ βασικό
μέλημα για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν η σύσταση Ωδείου, όπου θα
διδασκόταν η ωδική (βασικές αρχές της μουσικής δηλαδή), η οργανική μουσική, η
εκκλησιαστική μουσική, η αρμονία, καθώς και η απαγγελία.2
Ο στόχος της ίδρυσης
αυτού του ωδείου, ήταν να καλύψει την ανάγκη καλλιέργειας αυτού που σήμερα
ονομάζουμε παραστατικές τέχνες, που για την συνείδηση των ιδρυτών του, δεν
διαχωριζόταν η μουσική από το θέατρο. Το Ωδείο Αθηνών απευθυνόταν στους
φιλόμουσους νέους και νέες της μέσης και της κατώτερης κοινωνικής τάξης, και όχι
όπως ευρέως πιστεύεται, στους εκπροσώπους της λεγόμενης καλής κοινωνίας, η
οποία προτιμούσε πάντα τα κατ΄ οίκον μαθήματα. Το υλικό του Αρχείου του Ωδείου
Αθηνών αποβαίνει ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό ως προς αυτό, απαλείφοντας και την
παραμικρή αμφιβολία για το αντίθετο.
Σχετική με την κοινωνική αναγκαιότητα της καλλιέργειας της μουσικής τέχνης
σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο είναι και μια ιδιαίτερη συνθήκη εκείνης της
εποχής. Στα τέλη του 19ου
αιώνα, στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο,
υπήρχε ένας και μόνον τρόπος να ακούσει κανείς μουσική, ζωντανά. Δεν υπήρχαν
ακόμη μηχανήματα αναπαραγωγής ήχου. Η καθημερινότητα των ανθρώπων είχε
πολύ λιγότερη μουσική, η οποία καθώς ήταν κάτι το σπάνιο, ήταν και ένα είδος
πολυτέλειας. Πράγματι για να μάθει κάποιος μουσική έπρεπε να έχει τα μέσα να το
κάνει, γι΄ αυτό και πιθανόν η καλλιέργεια της μουσικής να συνδυάστηκε, στη
συνείδηση πολλών, με τους προνομιούχους της κοινωνίας. Όπως σημείωνε στα
ημερολόγιά του στα 1900, ο για κάποιους μήνες μαθητής του Ωδείου Αθηνών Ίων
Δραγούμης, έμαθε να παίζει βιολί γιατί διαφορετικά θα άκουγε τον Beethoven «μόνον
στής συναυλίαις, στο θέατρο ή σε κανένα σπίτι».3
Η ίδρυση του Ωδείου, όπως
ονόμαζαν την εποχή της δημιουργίας του (και για αρκετά χρόνια ακόμη) το μοναδικό
ωδείο της πρωτεύουσας, ήρθε να καλύψει αυτήν την κοινωνική ανάγκη, την
καλλιέργεια της μουσικής σε μια εποχή που η μουσική με «η», ήταν οι μουσικοί με
«οι».
1
«Διοργανισμὸς τοῦ ἐν Ἀθήναις Μουσικοῦ καὶ Δραματικοῦ Συλλόγου», Μουσικὸς καὶ Δραματικὸς
Σύλλογος, Ἔκθεσις τῶν ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως αὐτοῦ Πεπραγμένων, Ἰούνιος 1871-Ἰούλιος 1875, Ἀθήνησι,
Τύποις Ἀνδρέου Κορομηλᾶ, 1875, Παράρτημα, σ. 14-21: 14.
2
«Ἀναλόγως τῶν πόρων αὐτοῦ, ὁ Σύλλογος θέλει τείνει· α) εἰς σύστασιν ᾠδείου (conservatoire), ἐν ᾧ
θέλει εἰσαχθῇ ἡ διδασκαλία τῆς ᾠδικῆς, τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, τῆς ὀργανικῆς μουσικῆς, τῆς
ὀργανικῆς μουσικῆς, τῆς ἁρμονικῆς καὶ τῆς ἀπαγγελίας», ό.π.
3
Ίων Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου Α΄ (1895-1902), Επιμέλεια Θεόδωρος Ν. Σωτηρόπουλος, Αρχείο,
Αθήνα, Ίωνα Δραγούμη, Ερμής, 1988, σ. 57. Και συνέχιζε: «παίζω μόνος μου βιολί γιατί δεν έχω έναν
να παίζη για μένα, όπως διαβάζω μόνος μου γιατί δεν έχω κάποιον που να διαβάζη για μένα. Αν
είχα χρήματα θα είχα έναν αναγνώστη (θα είξερε όπως απαγγελία) και έναν μουσικό (που θα
είξερε να παίζη καλά μουσική [...])». σ. 56.
2
3. Τα πρώτα και πολύ δύσκολα, για το ωδείο, έτη λειτουργίας, τα μαθήματα
προσφέρονταν δωρεάν σε όλους. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο γιατί οι πόροι του
συλλόγου, που συντηρούσαν το ωδείο, ήταν περιορισμένοι, ενώ οι ανάγκες πολλές.
Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του ωδείου, οι διδάσκαλοι ήταν 5, εκ των οποίων οι δύο
προσέφεραν δωρεάν την εργασία τους. Ο τελών χρέη διευθυντού, Έφορος του Ωδείου,
Αλέξανδρος Κατακουζηνός, που δίδασκε ωδική και ο ιατρός Αχιλλέας Ηλιάδης, που
δίδασκε απαγγελία δεν είχαν αμοιβή. Αμοιβή είχαν ο Επιμελητής Ιούλιος Έννιγγ, ο
καθηγητής βιολιού, Φρειδερίκος Βολονίνης και ο καθηγητής φλάουτου Παναγιώτης
Ακτίπης. Παρόλα αυτά, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όπου οι τρεις αυτοί έμμισθοι
διδάσκαλοι στο Ωδείο προσφέρονταν να εργασθούν αμισθί, προς όφελος του ωδείου
και των μαθητών του. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ιουλίου Έννιγγ, ο οποίος
αιτούμενος προς το Διοικητικό Συμβόλιο του Συλλόγου αύξηση των διδακτικών ωρών
του φλάουτου, προτίθετο να διδάσκει ο ίδιος δωρεάν την ωδική σε κάποιες τάξεις, έτσι
ώστε να μην επιβαρυνθεί το ωδείο οικονομικά.4
Αλλά και ο Παναγιώτης Ακτίπης
έκανε πάρα πολλές υπερωρίες για τις οποίες δεν αμειβόταν, ενώ ο Φρειδερίκος
Βολονίνης αγόρασε με δικά του έξοδα βιολί στον ταλαντούχο μαθητή του Σπυρίδωνα
Μπεκατώρο και ζήτησε οικονομική βοήθεια από τον Σύλλογο έτσι ώστε ο μικρός
μαθητής να καταφέρει να εξακολουθήσει τα μαθήματα στο ωδείο και να μη χρειαστεί
να εργαστεί. Διαβάζω από την Αναφορά του Επιμελητή (Ιουλίου Έννιγγ), της 16ης
Μαρτίου 1873:
Ἕνεκα ἐνδείας τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ῥάπτου ὁ δωδεκαετὴς μαθητὴς τοῦ ὠδείου
Σπυρίδων Μπεκατῶρος ζητᾶ νὰ ἐμβῇ ὡς ὑπηρέτης εἰς ἐμπορικόν τι κατάστημα.
Ὁ παῖς οὗτος ἔχει τόσην τάσιν καὶ εὐφυΐαν εἰς τὴν μουσικὴν ὥστε κατὰ τὸ
λέγειν τοῦ διδασκάλου αὐτοῦ κ. Bolognini δίδει ἐλπίδα νὰ γίνῃ ἐντὸς
βραχυτάτου διαστήματος χρόνου ὁ καλλίτερος τεχνίτης τοῦ τετραχόρδου ἐν
Ἑλλάδι. Ὁ κ. Bolognini τὸν ἐφοδίαζεν ἤδη ἐξ ἰδίων του μὲ τ' ἀπαιτουμένου
ὀργάνου (τόξον καὶ τετράχορδον) καὶ εἶναι πεπεισμένος ὅτι διὰ μηνιαίας
περιθάλψεως 20 δρ. ἤθελεν διατηρεῖσθαι διὰ τὴν μουσικὴν μελέτην πρὸς δόξαν
τοῦ ὠδείου καὶ συμφέρον τῆς μουσικῆς τέχνης.5
Ο Σπυρίδων Μπεκατώρος έγινε όντως ένας από τους καλύτερους βιολονίστες στην
Ελλάδα, και σύντομα διορίστηκε ως διδάσκαλος βιολιού στο Ωδείο. Ήταν όμως μόνο ο
Σπυρίδων Μπεκατώρος φτωχός; Ποιά ήταν η κοινωνική ταυτότητα των υπόλοιπων
μαθητών εκείνης της εποχής; Αν κοιτάξουμε μια σελίδα μαθητολογίου θα
διαπιστώσουμε πως τα επαγγέλματα των μαθητών ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό
4
«Διὰ ταῦτα παρακαλῶ ἐνθέρμως τὸ Διοικητικὸν Συμβούλιον ὅπως, ἀνακαλέσαν τὴν περὶ ἧς ὁ λόγος
ἀπόφασίν του, ἐγκρίνῃ ὅπως, ὡς ἔγινεν ἤδη διὰ τὰς δύο τάξεις τοῦ τετραχόρδου, προστεθῶσι εἰς τὰς
ἓξ ὥρας τῶν ἑβδομαδιαίων παραδόσεων τοῦ πλαγιαύλου ἀκόμη ἄλλαι τρεῖς ὧραι, καὶ ἂν λόγοι
οἰκονομίας τὸ μέτρον τοῦτο κωλύουσι, ὅπως ἡ μισθοδοσία τῶν προσθετέων τριῶν ὡρῶν γίνῃ ἀντὶ
τῆς μισθοδοσίας τῆς ᾠδικῆς τάξεως τῶν ὀρφανῶν Χατζηκώνστα, τὰ ὁποῖα ὁ ὑποφαινόμενος
εὐχαρίστως ἀμισθὶ θέλει διδάσκειν», Αρχείο Ωδείου Αθηνών, Φάκελλος Εγγράφων 1874, «Ἀναφορὰ
ἐπιμελητοῦ».
5
Αρχείο Ωδείου Αθηνών, Φάκελλος Εγγράφων 1873, «Ἀναφορὰ ἐπιμελητοῦ».
3
4. χειρονακτικά: ωρολογοποιός, κοσμηματογράφος, ράπτης, υποδηματοποιός,
σιδηρουργός, βιβλιοδέτης, τυπογράφος, χωρομέτρης, χρωματοποιός, στρατιώτης,
κομμωτής, ξυλουργός, κ.τ.λ.
Ταυτόχρονα ήδη από το πρώτο πλήρες σχολικό έτος σπουδών στο Ωδείο, το 1873
(καθώς τα μαθήματα δεν άρχισαν αμέσως) το ωδείο ξεκίνησε μια συνεργασία με το
Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα, ένα κοινωνικό ίδρυμα που βρισκόταν και αυτό στην
οδό Πειραιώς, και το οποίο έστελνε ορφανά παιδιά στο ωδείο για να μάθουν μουσική.
Ένας από αυτούς, ο δεκάχρονος ράπτης, ο Ευρυσθένης Γκίζας σημείωσε εξαιρετική
πρόοδο και έφυγε το 1883 με υποτροφία για σπουδές τελειοποίησης στο Ωδείο της
4
5. Βιέννης. Εκεί στις εισιτήριες εξετάσεις του εξέπληξε τόσο τους καθηγητές του με την
επίδοσή του, που δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι επρόκειτο για νεαρό Έλληνα
μουσικό που είχε σπουδάσει στην Ελλάδα.6
Ο Γκίζας έκανε διεθνή καριέρα ως
φλαουτίστας και έφτασε ώς το πρώτο αναλόγιο του φλάουτου στη Φιλαρμονική της
Βιέννης.7
6
Λαυράγκας «Καλλιτεχνία. Εὐρυσθένης Γκίζας», Τὰ Παναθήναια, Γ΄, 15.12.1902, σ. 152. Πρβλ. και
https://www.athensconservatoire.gr/ο-γκίζας-μαθητής-1884/
7
Για τη ζωή και το έργο του Ευρυσθένη Γκίζα βλ. http://plagiavlia.wixsite.com/aeonas/blank-2
5
6. Εκτός από τη δωρεάν φοίτηση των πρώτων ετών και τη συνεργασία με το
Ορφανοτροφείο, αλλά και τα μαθητολόγια που δείχνουν την κοινωνική ταυτότητα
των πρώτων μαθητών, στο αρχείο του Ωδείου Αθηνών, έχει βρεθεί και ένα ακόμη
τεκμήριο που ενισχύει τον συσχετισμό των σπουδών στο ωδείο με την μέση και
κατώτερη κοινωνική τάξη. Σε μια σελίδα για την εγγραφή στην τάξη του
κλειδοκυμβάλου, του οποίου η διδασκαλία ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1874 (και στην
οποία συμμετείχε και ο νεαρός Σπύρος Σαμάρας) εντοπίζεται μια σημείωση του
επιμελητού του Ωδείου, που δηλώνει ρητά την κοινωνική ταυτότητα της πλειονότητας
των μαθητών του ωδείου. Διαβάζω: «Ἑλένη Μητσάκη. 20 [ἐτῶν]. Ἐνεγράφη μὲν ἀλλὰ
δὲν ἔδωσεν ἐγγύησιν καὶ φαίνεται ὅτι δὲν καταδέχεται νὰ διδάσκηται μὲ μαθητρίας
ὄχι ὑψηλῆς κοινωνικῆς θέσεως».8
Δεν είναι χωρίς σημασία πως η προσπάθεια αυτή από την πλευρά του Ωδείου να
προσφέρει τις γνώσεις της μουσικής φαίνεται πως είχε πολύ θερμή ανταπόκριση από
τους μαθητές του ωδείου, οι οποίοι το καλοκαίρι του 1875 έκαναν αίτηση προς την
διεύθυνση του ιδρύματος να μη διακοπούν τα μαθήματα κατά τους θερινούς μήνας
διότι αυτό θα έβλαπτε την πρόοδό τους.9
Και επειδή η αίτηση, αναγκαστικώς, δεν
έγινε δεκτή, κάποιοι μαθητές της θεωρίας απηύθυναν προς τον δάσκαλό τους Έννιγγ
ερωτήσεις έτσι ώστε, να γυμνασθούν μόνοι το καλοκαίρι. Η τόσο θερμή αυτή
ανταπόκριση των πρώτων μαθητών στου Ωδείου στην προσφορά της μουσικής και
θεατρικής παιδείας από την πλευρά ενός ιδρύματος που φαίνεται πως επιτελούσε
συνειδητά και στοχευμένα έναν κοινωνικό στόχο, είχε αντίκτυπο και στην υπόλοιπη
κοινωνία. Τον Ιανουάριο του 1879 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ἐφημερίς ένα
εκτενές κείμενο το οποίο ζητούσε από τους φιλόμουσους αναγνώστες (για την
ακρίβεια από τις φιλόμουσες αναγνώστριες) να συνδράμουν οικονομικά σε μια
προσπάθεια να συγκεντρωθούν χρήματα έτσι ώστε να αγοραστεί ένα πιάνο για μια
ταλαντούχα αλλά οικονομικά ασθενή μαθήτρια του ωδείου. Διαβάζω από την
Ἐφημερίδα της 26ης
Νοεμβρίου1879:
8
Αρχείο Ωδείου Αθηνών, Φάκελλος Εγγράφων 1874, «Ἀναφορὰ ἐπιμελητοῦ».
9
Συγκεκριμένα οι μαθητές των τάξεων τετραχόδρου (βιολιού), πλαγιαύλου (φλάουτου) και ωδικής
έκαναν τρεις διαφορετικές αιτήσεις προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσικού και Δραματικού
Συλλόγου. Μεταγράφω εδώ ενδεικτικά την αίτηση της τάξεως τετραχόρδου:
«Οἱ ὑποφαινόμενοι μαθηταὶ τοῦ ᾠδείου, μαθόντες ὅτι πρόκειται νὰ γίνουν δύο μηνών διακοπαί,
καὶ ἐπειδή, ὡς γνωρίζετε, κύριε Πρόεδρε, αἱ διακοπαὶ αὗται θὰ μᾶς βλάψουν ἐπαισθητῶς,
εὐσεβάστως παρακαλοῦμεν ὑμᾶς νὰ μὴ γίνωσι τοιαῦται διακοπαί, καὶ θὰ εὐγνωμονοῦμεν.
Εὐπειθέστατοι οἱ μαθηταὶ τοῦ ᾠδείου Ν. Ζαχαριάδης, Σπυρίδων Μπεκατώρος, Στέφανος Δραγώνας,
Ἐδουάρδος Πῶτελ, Σπυρίδων Ζώης». Αρχείο Ωδείου Αθηνών, Φάκελλος Εισερχομένων 1875.
6
7. Ἔκκλησις πρὸς τὰς φιλομόλπους κυρίας τῶν Ἀθηνῶν
περὶ τῆς μαθητρίας τοῦ ᾨδείου δεσποινίδος Ἀδέλης Βέσσελ, ἥτις τοσοῦτον
ἔθελξε τοὺς ἀκροατὰς κατὰ τὴν τελευταίαν συναυλίαν, ἠκούσαμεν
ἁπανταχόθεν ἐπαναλαμβανομένους τοσούτους ἐπαίνους καὶ τοσαύτας
ἐκφράσεις ἐλπίδων περὶ τοῦ μουσικοῦ αὐτῆς μέλλοντος εἰς διάψευσιν τῆς
κοινῆς πεποιθήσεως ὅτι στερούμεθα προσώπων κατεχόντων τὸ γλυκὺ
τάλαντον τῆς καλῆς φωνῆς, εἰς ἐπίρρωσιν τῆς προσδοκίας περὶ διαπλάσεως
ἑλληνικοῦ μελοδράματος, ὥστε ἐσπεύσαμεν νὰ ζητήσωμεν λεπτομερεστέρας
πληροφορίας περὶ τῶν κατ' αὐτήν. Ἰδοὺ δ' αὗται:
Ἡ ῥηθεῖσα κόρη εἶνε ὀρφανὴ πατρὸς γερμανικὴν καταγωγὴν ἔχοντος
ἀλλὰ γεννηθέντος ἐν Ἑλλάδι καὶ πολίτου Ἕλληνος. Διατελεῖ ὑπὸ τὴν
προστασίαν δευτέρου συζύγου τῆς μητρός της, ἐντίμου ἐργάτου ξυλουργοῦ,
πᾶν δὲ τὸ δυνατὸν ὑπὲρ αὐτῆς ὡς καὶ ὑπὲρ τῆς ἀδελφῆς της θυσιάσαντος καὶ
θυσιάζοντος, ἀλλ' οὐχὶ βεβαίως καὶ τὸ ὑπέρμετρον. Εἶνε δὲ κόρη πτωχοτάτη,
ἀλλ' ἀφοσιωμένη ὅλη εἰς τὴν μελέτην τῆς μουσικῆς, εὐτήχημα θεωρήσασα τὴν
ἵδρυσιν τοῦ ᾨδείου καὶ ἤδη τὸ β΄ ἔτος τῶν σπουδῶν της ἐν αὐτῷ ἀπὸ τὴν θλίψιν
πολλῶν ἄλλων στερήσεων διανύουσα. Αἱ πρόοδοί της θὰ ἦσαν μεγαλείτεραι
καὶ θὰ κατέβαλον καὶ τὴν καταπληκτικωτέραν πενίαν ἂν τὰ μέσα τῇ
ἐπέτρεπον νὰ ἔχῃ ἐν τῷ οἴκῳ της ἓν κλειδοκύμβαλον διὰ νὰ μελετᾷ. Διότι ἡ
μελέτη θὰ ᾖνε ὁ παραγωγικότερος πλοῦτος δι' αὐτήν, τὴν οἰκογένειάν της καὶ
τὴν πατρίδα της. Δυστυχῶς δὲν δύναται οὔτε ν' ἀγοράσῃ, οὔτε νὰ ἐνοικιάσῃ
τοιοῦτον.
Ἡ Ἐφημερίς, ἐκ τῶν προτέρων γνωρίζουσα τὰ εὐγενῆ φιλόμουσα καὶ
φιλάνθρωπα αἰσθήματα τῶν κόπων τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας παρὰ πολλῶν ἐκ
τῶν ὁποίων (καὶ μάλιστα ἐγκρατῶν τῆς μουσικῆς τέχνης καὶ παντοιοτρόπως
ὑποστηρικτριῶν ταύτης) ἤκουσε συμπαθεῖς κρίσεις περὶ τῆς ῥηθείσης κόρης,
ἀπευθύνεται μετὰ θάρρους πρὸς αὐτάς, ἐπικαλουμένη τὴν συνδρομήν των
πρὸς ἀγορὰν ὑπὲρ τῆς νεαρᾶς ἀλλὰ πτωχῆς ἀοιδοῦ ἑνὸς κλειδοκυμβάλου οὐ
μόνον διὰ τὴν εὐεργετικὴν πρᾶξιν ἥτις αὐτὴ καθ' αὐτὴν βέβαια εἶναι μικρὰ
πρὸς τοὺς δημοσιογραφικοὺς σκοπούς, ἀλλὰ διὰ τὴν ὑποδηλουμένην διὰ τῆς
πράξεως ταύτης ζωὴν ὑπὲρ τῆς μουσικῆς προόδου καὶ ἰδίως διὰ τὸ συμπαθὲς
καὶ τρυφερὸν τοῦ ζητήματος ὡς καλλιτεχνικοῦ ἐπεισοδίου.
Διάβασα το δημοσίευμα αυτό γιατί έχουν μεγάλη σημασία δύο σημεία του. Το
ένα αφορά την επιθυμία και την ανάγκη της κοινωνίας να αποκτήσει ο τόπος αυτός
καλλιτέχνες που να θεραπεύουν την μουσική τέχνη («προς επίρρωσιν της προσδοκίας
περί ελληνικού μελοδράματος») και το δεύτερο είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής
προσφοράς του ωδείου. Η φτωχή κόρη, αφοσιωμένη στη μελέτη της μουσικής είχε
θεωρήσει «ευτύχημα» την ίδρυση του Ωδείου. Η προσφορά της μουσικής παιδείας
ήταν κάτι για το οποίο οι ασθενέστεροι της κοινωνίας ήταν ευγνώμονες, γιατί
έβρισκαν στη μουσική, παρηγοριά αλλά και επαγγελματική διέξοδο και μάλιστα
υψηλής ποιότητος. Κάτι αντίστοιχο αποπνέει και το ποίημα των ορφανών του
Χατζηκώνστα που σώζεται σε χειρόγραφη μορφή στο αρχείο μας.
Η αθηναϊκή κοινωνία δεν έμεινε αδιάφορη απέναντι στην ιστορία της Αδέλης
7
8. Βέσσελ. «Εὐήκοον καὶ εὐγενὲς οὖς ἔτειναν αἱ κυρίαι τῆς πρωτευούσης εἰς τὴν
ἔκκλησιν τῆς Ἐφημερίδος ὑπὲρ τῆς νεαρᾶς ἀπόρου ἀοιδοῦ Ἀδέλης Βέσσελ», σημείωνε
το ίδιο έντυπο την επομένη, συμπληρώνοντας: «Παρὰ πλείστων ἠκούσαμεν χθὲς
ῥητὰς ὑποσχέσεις περὶ συνδρομῆς», (Ἐφημερίς, 27.1.1879), ενώ υποσχόταν να
δημοσιεύσει κατάλογο όλων των δωρητών αυτής της προσπάθειας. Και πράγματι, την
επόμενη ημέρα, ξεκίνησε μια σειρά δημοσιεύσεων με τα ποσά και τα ονόματα όσων
συνέβαλαν στην αγορά του πιάνου. Στις 28 Ιανουαρίου 15 ονόματα συγκέντρωσαν
290.20 δραχμές. Στις 30 προστέθηκαν άλλα τρία ονόματα, στις 31 άλλα δύο. Την 1η
Φεβρουαρίου άλλα 6 ονόματα, την 2α
Φεβρουαρίου, η συνεισφορά αυξήθηκε από δύο
κυρίες αλλά και τους «εργάτες του τυπογραφείου Πέτρου Περρή». Στις 3 του μηνός
συνέβαλαν άλλοι έξι, εκ των οποίων ένας «ανώνυμος» και δύο «ανωνυμώτεροι». Το
ποσό είχε ήδη ανέλθει στις 701 δραχμές. Στις 4 Φεβρουαρίου προσετέθη το όνομα
άλλης μιας κυρίας και στις 7 δημοσιεύθηκαν οι συνεισφορές 16 συμμαθητών της
Βέσσελ από το ωδείο. Σε αυτούς και ο μετέπειτα διάσημος βιολονίστας Αλκιβιάδης
Ανεμογιάννης και ο αδελφός του Περικλής, καθώς και ένας εκ των υιών του
Φρειδερίκου Βολωνίνη. Η προσφορά του ίδιου του Βολωνίνη δημοσιεύθηκε μαζί με τα
ονόματα 9 ακόμη καθηγητών του Ωδείου στις 9 Φεβρουαρίου. Οι δημοσιεύσεις
συνεχίστηκαν και στις 15 Φεβρουαρίου, και στις 16, και στις 18 Φεβρουαρίου, ενώ στις
24 δημοσιεύθηκαν άλλα έξι ονόματα συμμαθητών της στο Ωδείο. Από αυτά
ξεχωρίζουν τα ονόματα του μετέπειτα κιθαρίστα Περικλή Διαμανού και του
Θεμιστοκλή Πολυκράτη. Στις 20 Απριλίου του 1879 είχαν συγκεντρωθεί 913 δραχμές,
και το κόστος του κλειδοκυμβάλου ανερχόταν στις 1.000 δρχ. Η Εφημερίς χρειάστηκε
να κάνει και νέα έκκληση και τελικώς το ποσό συγκεντρώθηκε, ενώ οι προσφορές
προς την Βέσσελ συνεχίστηκαν. Εκτός από το πιάνο δωρίθηκε ένα κάθισμα, αλλά και
παρτιτούρες. Την ίδια εποχή η Βέσσελ πρωταγωνίστησε στο πρώτο βεβαιωμένο
ανέβασμα μελοδραματικής παράστασης από ένα ωδείο, από μια προσπάθεια της
οποίας ηγήθηκαν ο Κατακουζηνός και ο Μασκερόνη, οι οποίοι προετοίμασαν τους
μαθητές στους πρωταγωνιστικούς ρόλους της Βετλή του Donizetti, που τραγουδήθηκε
μεταφρασμένη στα ελληνικά και παιγμένη από τους μαθητές του Ωδείου.
Ἐφημερίς, 7 Φεβρουαρίου 1879 Ἐφημερίς, 9 Φεβρουαρίου 1879
8
9. Ἐφημερίς, 24 Φεβρουαρίου 1879
Οι προσπάθειες του Ωδείου αγκαλιάστηκαν από την κοινωνία. Ο Τύπος μιλούσε για
χρόνια με τρόπο εγκωμιαστικό για τα αποτελέσματα των κόπων διδασκόντων και
διδασκομένων στο εσωτερικό του Ωδείου. Το Ωδείο από την πλευρά του, παρότι
αναγκάστηκε να βάλει δίδακτρα στα μαθήματα, εξακολούθησε να διατηρεί πρακτικές
κοινωνικής πολιτικής, που ισχύουν μέχρι και σήμερα. Εκτός από την πάγια τακτική
της δωρεάν διδασκαλίας για κάποιους μαθητές, υπήρχαν και τα εσπερινά μαθήματα,
καθώς και τα μαθήματα σε σωφρονιστικά καταστήματα. Το Ωδείο Αθηνών δεν έπαψε
ποτέ να θεωρεί πως επιτελεί ένα κοινωνικό λειτούργημα, και ανταποκρινόταν όσο
μπορούσε στην ανάγκη αυτή της κοινωνίας για να μάθει μουσική χωρίς κόστος. Θα
κλείσω με μια συγκινητική αίτηση ενός νεαρού μουσικού από την Ελευσίνα στα 1938,
μια αίτηση την οποία εντόπισε κατά την εθελοντική εργασία της στο αρχείο η κα
Ιωάννα Κουρμπανά – και την οποία ευχαριστώ ιδιαιτέρως για την υπόδειξη – γιατί
συμπληρώνει την εικόνα της κοινωνικής διάστασης και δράσης του Ωδείου Αθηνών.
Και επειδή μια εικόνα είναι όσο χίλιες λέξεις, είναι καλύτερα να σας δείξω αυτήν την
αίτηση, και να προσπαθήσουμε να τη διαβάσουμε μαζί.10
10
Αρχείο Ωδείου Αθηνών, Φάκελλος Εισερχομένων 1938. Βλ. και
https://www.athensconservatoire.gr/έτησις-κωνσταντίνου-θωμοπούλου/
9
10. Δεν ξέρει να γράφει, ξέρει όμως, και θέλει, να παίζει μουσική.
ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΥΡΜΠΑΝΑ
10