3.
«Οηθνγέλεηα»: όπορ ζύνθεηορ από ηιρ λέξειρ νίθνο και γέλνο
(η γενιά πος διαμένει ζηο ίδιο ζπίηι).
Η οικογένεια είναι έναρ
ζημανηικόρ θνηλσληθόο
ζεζκόο.
Λεηηνπξγίεο ηεο νηθνγέλεηαο:
Η κοινωνικοποίηζη ηων μελών,
η ζςνύπαπξη και η κάλςψη
βαζικών βιοηικών και
ζςναιζθημαηικών αναγκών, η
αναπαπαγωγική
δπαζηηπιόηηηα, η καηανάλωζη
(ηα παπαπάνω εξαπηώνηαι από
ηην δομή ηηρ κοινωνίαρ και ηην
δεδομένη ιζηοπική ζηιγμή).