2. Η Βοιωτία της αρχαιότητας διέφερε σημαντικά από τον σύγχρονο νομό,
εφόσον αυτός περιλάμβανε και μεγάλο μέρος της αρχαίας Φωκίδας. Επίσης
παλιότερα ο νομός Βοιωτίας ήταν ενωμένος με τον νομό Αττικής και οι δύο
μαζί αποτελούσαν τον νομό Άττικοβοιωτίας’. Η διάλεκτος της Βοιωτίας που
μοιάζει με τη διάλεκτο των Αθηναίων περιλαμβάνει πολλά
λατινικά/ιταλικά, σλαβικά, καταλανικά, αραβικά/τούρκικα και αλβανικά
λεξικά δάνεια. Υπάρχει στενή συγγένεια των ιδιωμάτων της Αθήνας, των
Μεγάρων και της Αίγινας με τα ιδιώματα της Θήβας και της Λιβαδειάς
(τσιτακισμός και αλλά χαρακτηριστικά). (Dodwell, 1819). Τούτο μπορεί να
δικαιολογήσει και την ανάμειξη των επιθέτων.
Στη Βοιωτία σημειώθηκαν εγκαταστάσεις:
ΣΛΑΒΩΝ
Σλαβικά φύλλα κατέλαβαν τη Βοιωτία κατά τον 7ο-8ο αιώνα
μ.Χ. Ο Κώνστας Β΄ ανέλαβε το 658 εκστρατεία κατά των Σλάβων. Αν και τα
αυτοκρατορικά στρατεύματα δεν έφτασαν στη Βοιωτία, φαίνεται η
εκστρατεία να έκανε έμμεσα δυνατή την αποκατάσταση της
αυτοκρατορικής εξουσίας στη Βοιωτία και την ευρύτερη περιοχή για μερικά
χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της παραμονής έχει υποτεθεί ότι έγιναν
κυρίως απελάσεις των πιο πρόσφατων Σλάβων εποίκων παρά κατάκτηση
και υπαγωγή των Σλάβων που ήδη ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή και
θεωρούνταν πιστοί στην αυτοκρατορική εξουσία.
ΙΟΥΔΑΙΩΝ/ ΕΒΡΑΙΩΝ
Η γνώση μας για την ιστορία των εβραϊκών κοινοτήτων της Βοιωτίας πριν
από το 12ο αιώνα είναι περιορισμένη, ελλείψει γραπτών πηγών. Κατά τον
11ο αιώνα ωστόσο ξεκινάει η δημιουργία της βυζαντινής εβραϊκής
κοινότητας στη Θήβα σύμφωνα με τον Α. Sharf. Είναι γνωστό ότι οι Εβραίοι
της Θήβας -πάνω από 2000- ειδικεύονταν στο καθάρισμα του ακατέργαστου
μεταξιού και τη βαφή του με πορφύρα. Η ονομαστή συντεχνία τους, των
«κογχυλευτών» διαδραμάτιζε επίσης καθοριστικό ρόλο στην παραγωγική
και μεταπρατική διαδικασία. Θεωρούνταν οι πιο επιδέξιοι τεχνίτες στο
μετάξι και στην πορφύρα σε όλη την Ελλάδα. Η Θήβα ήταν ένα από τα
σπουδαιότερα, αν όχι το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής και εμπορίας
μεταξιού, το οποίο εισήχθη στην πόλη από την Κωνσταντινούπολη τον 9ο
και 10ο αιώνα και συντέλεσε στην ευημερία της. Η τοπική βιομηχανία
περιλάμβανε ένα διάσημο εργαστήριο μεταξιού, του οποίου οι κάτοικοι
αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια νορμανδικής επιδρομής και
μεταφέρθηκαν στη Σικελία για να ασκήσουν την τέχνη τους.
ΦΡΑΓΚΩΝ/ΚΑΤΑΛΑΝΩΝ
Η λατινική κυριαρχία στη Βοιωτία κατά το 14ο αι. εντάσσεται στο ευρύτερο
πλαίσιο της Φραγκοκρατίας στο νοτιοελλαδικό χώρο κατά την περίοδο
1204-1460 (κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Βενετούς και τους
Σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας (1203-1204). Η Βοιωτία αποτέλεσε
μέρος του βουργουνδικού δουκάτου Αθηνών και Θηβών (1209-1311).
Το 1303, ύστερα από πρόσκληση του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, μια
ομάδα δυτικών μισθοφόρων, η Companya Catalana και Αραγονέζων
στρατιωτών (Almogavars) αποβιβάστηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Πρόσφεραν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες για δυο χρόνια, αλλά τελικά
έστρεψαν τα όπλα τους εναντίον του Βυζαντίου. Από το 1305 ως το 1309
λεηλάτησαν τη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία χωρίς να
συναντήσουν καμιά σοβαρή αντίσταση. Το 1310 μπήκαν στην υπηρεσία του
βουργουνδικού δουκάτου των Αθηνών και Θηβών, γρήγορα ωστόσο
στράφηκαν εναντίον του. Συνέτριψαν τις δυνάμεις του στην περίφημη μάχη
του Αλμυρού (1311), καταλαμβάνοντας τη μικρή αυτή ηγεμονία. Πολλοί
κάτοικοι της Θήβας και γενικότερα πληθυσμοί της Βοιωτίας πανικόβλητοι
κατέφυγαν στη βενετική Εύβοια, ενώ η Λιβαδειά υποτάχθηκε ειρηνικά. Οι
3. νικητές επιδόθηκαν σε λεηλασίες και εγκαταστάθηκαν σε όλη την έκταση
της Αττικοβοιωτίας, για 77 ολόκληρα χρόνια (1311-1388), αλλάζοντας το
στρατιωτικό, πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σκηνικό στην περιοχή.
Τουλάχιστον οκτώ αγροτικά φέουδα, με ονόματα που ανήκουν στη
σημερινή χαρτογραφική εικόνα της Βοιωτίας, αναφέρονται στις πηγές:
Δαύλεια/Daulia, Στείρις/Estir, Κάπρενα/Cabrena(Χαιρώνεια), Πέτρα/Patriau,
Νεοχώρι/Neopleus, Ζαγαράς/Zarovira, Συκάμινο/Sykamino,
Καρδίτσα/Kardanitza (Ακραίφνιο), Θίσβη - Καστόριο.
Η μικρή πόλη της Λιβαδειάς αποτέλεσε ένα είδος ιερής πόλης. Στο κάστρο
της και στο ναό του Αγ. Γεωργίου φυλασσόταν η κάρα του ομώνυμου αγίου
(σήμερα στη Βενετία) και στην καγκελαρία του, το πρωτότυπο της
περίφημης σφραγίδας της Εταιρείας με έμβλημα τον δρακοκτόνο άγιο
Γεώργιο. Είναι επίσης γνωστό ότι ορισμένες Λιβαδείτικες οικογένειες, που
είχαν από νωρίς δηλώσει υποταγή, συμπεριλαμβάνονταν στους δημοτικούς
συμβούλους.
Σε όλη τη διάρκεια της Καταλανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, η
Καταλανική Νομοθεσία απαγόρευε στους Έλληνες να παντρεύονται
καθολικές Καταλανές. Στην ευρύτερη περιοχή της Αττικοβοιωτίας
υπάρχουν αρκετά επίθετα με κατάληξη -ες, πχ, Δέδες, που θεωρείται
καταλανική. Ένας από τους κορυφαίους αγιογράφους του 16ου αιώνα, ο
Φράγκος ο Κατελάνος από τη Θήβα (παρεκκλήσι Αγίου Νικολάου Μεγίστης
Λαύρας, καθολικό Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων), είχε ενδεχομένως, καθώς
δηλώνει και το προσωνύμιό του, καταλανική καταγωγή. Στην Ελλάδα οι
σημερινοί Καταλανοί εντοπίζουν τις δικές τους ρίζες, που τους
διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες ιβηρικές εθνότητες, θεωρώντας ότι η
ίδρυση, περί το 600 π.Χ., του Εμπορίου (Empurias), αποικίας των
μασσαλιωτών Φωκαέων βορειοανατολικά της Βαρκελώνης, μπόλιασε τον
ντόπιο πληθυσμό με ελληνικό πνεύμα και αίμα.
ΑΛΒΑΝΩΝ
Οι τελευταίοι Δούκες των Αθηνών και των Θηβών είχαν να
αντιμετωπίσουν τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού της υπαίθρου, λόγω
της πανώλης, των οθωμανικών επιδρομών και του πόλεμου ανάμεσα σε
βυζαντινές και φραγκικές δυνάμεις Προσκάλεσαν λοιπόν Αλβανούς
εποίκους για να κατοικήσουν στην εγκαταλελειμμένη περιοχή και να
αποτελέσουν το νέο ιππικό για την προστασία της από τους Οθωμανούς
επιδρομείς.
Στη Βοιωτία υπήρχαν Αρβανίτες εγκατεστημένοι ήδη από το 1272. Όπως
αναφέρεται στο πρακτικό ίδρυσης του μοναστηριού της Μακρυνίτσας
(1272), υπάρχουν δύο τουλάχιστον οικισμοί με αρβανίτικα ονόματα: η
Κάπραινα (Χαιρώνεια) και η Σκριπού (Ορχομενός). Η λέξη Κάπραινα στα
αρβανίτικα σημαίνει «τόπος με ζαρκάδια» και η λέξη «Σκριπού», Αλμυρός.
Τα πρώτα αρβανιτοχώρια δημιουργούνται στην ευρύτερη περιοχή της
Θήβας από το 1393 μ.Χ. (14ο αι.) με πρωτοβουλία του κυρίαρχου στην
περιοχή, φλωρεντινού τραπεζίτη και τυχοδιώκτη Nerio I Acciauoli (Νέριο
Ατζαγιόλι).
«Μας γίνεται παράκλησις να θελήσωμε να δώσωμε προνόμιο σε κάθε
Έλληνα και Αρβανίτη που θα θελήσει να έλθει στο δουκάτο της Αθήνας να
είναι ασύδοτος (=απαλλαγμένος από φόρους) για δύο χρόνια». Παράλληλα,
τους δόθηκε και γεωργικός ή κτηνοτροφικός κλήρος. Πολλοί Αρβανίτες από
το δουκάτο της Υπάτης εγκαταστάθηκαν στο πέρασμα των Θερμοπυλών
και στα χωριά Λιβανάτες, Τραγάνα, Μάζι, Προσκυνά, Μαρτίνο, Μαλεσίνα
και Λάρυμνα. Παράλληλα, εγκατέστησε άλλους γύρω από τον Ελικώνα,
στα χωριά Κυριάκι, Ζερίκι, Ζαγαράς, Χώστια, Δόμβραινα, Σάχου,
Βρασταμίτες, Σωληνάρι, Στροβίκη και σε 30 περίπου ακόμα, στην υπόλοιπη
Βοιωτία.
Οι νέες αποικίες είναι όλες πολύ μικρές, ενώ τα επιζώντα ελληνικά χωριά
είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερα, κυρίως στην ενδοχώρα και τις ορεινές
περιοχές τις οποίες οι Έλληνες αγρότες εγκατέλειψαν κατά τη διάρκεια των
κρίσεων του ύστερου 14ου αιώνα. Τα ελληνικά χωριά της φραγκικής
περιόδου επιβίωσαν κατά το 16ο και 17ο αιώνα, με ολοένα αυξανόμενο
πληθυσμό και οικονομική παραγωγικότητα στο πλαίσιο των πρώτων 150
ετών της "οθωμανικής ειρήνης". Στα περίπου εξήντα αρβανιτοχώρια της
ευρύτερης περιοχής με την πάροδο των χρόνων οι κάτοικοι αφομοιώθηκαν
4. με το γηγενή πληθυσμό, δημιουργώντας τους Αρβανίτες. Μιλούσαν εκτός
από την Ελληνική γλώσσα και την Αρβανίτικη. Αυτοπροσδιορίζονται ως
Έλληνες και διαχώριζαν τον εαυτό τους από τους Αλβανούς. Οι Αρβανίτες
της Βοιωτίας χρησιμοποιούν δίγλωσση διάλεκτο και τα αρβανίτικα της
Βοιωτίας μπορεί διαφέρουν από τα αρβανίτικα που μιλιούνται σε άλλη
περιοχή. Στην ευρύτερη περιοχή της Αττικοβοιωτίας υπάρχουν αρβανίτικα
τοπωνύμια βαφτιστικά ονόματα και επίθετα (γύρω στα 1000),
Κριεκούκι/Ερυθρές, Βάρκι(ζα) η μικρή βάρκα, Αμυγδαλέ(ζα) η μικρή
αμυγδαλιά, Καλογρέ(ζα) η μικρή καλογριά, Λιόσης, Μαζαράκης, Μάζης
(κορυφαίος), Μπίμπης (πάπια/χήνα), Τζάθας (ξυπόλυτος), Μπότσης,
Βόγκλης/Βόγλης, Πούλος, Μάνεσης (βραδύς), Τάτσης (Δημητράκης),
Σκούρας, Λιάπης (ο μικρός Χαράλαμπος), Ντρίτσας (ο μικρός Ανδρέας),
Λιόλιος ή Γκιόκας (ο μικρός Γεώργιος), Κίτσος (ο μικρός Χρήστος), Κόλλιας
(Νικόλαος), Τσεβή, (μικρή Παρασκευή).
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ
ήδη πριν από την Επανάσταση του 1821, αρχικά εποχικά -ξεχείμαζαν στην
περιοχή- και μετά μόνιμα. Ήταν ελληνόφωνοι, φορείς όμως βορείων
ιδιωμάτων, π.χ. Σουλιώτες, Ευρυτάνες, -το ε γίνεται ι , το ο γίνεται ου, ή το
σ γίνεται sh. Στον κτηνοτροφικό τομέα, η Βοιωτία αποτέλεσε μοναδικό
πέρασμα των μετακινούμενων – νομαδικών και ημινομαδικών – κοπαδιών
και σταδιακά χώρο μόνιμης εγκατάστασής τους σε συνδυασμό με την
υπάρχουσα οικόσιτη και χωρική (ή κοπαδιάρικη) κτηνοτροφία. Ποιμενικές
φυλές, Σαρακατσαναίοι, Καραγκούνηδες, Βλάχοι, κ.λπ. με επίθετα
Καλλιωραίοι και Ζερβαίοι από το ‘άντε καλή ώρα’ δημιούργησε το
παρατσούκλι Καλλιώρας.
ΒΛΑΧΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΩΝ
που μιλούν την Βλάχικη γλώσσα και την Μογλενίτικη γλώσσα. Ο
Καμπούρογλου (1896: 95-96), κάνει λόγο για εγκαταστάσεις Σκηνιτῶν
(«τέκνα τῆς Πίνδου»), οι οποίοι αποκαλούνταν «Βλάχοι», αν και δεν
επρόκειτο για Αρμάνους, αλλά για Σαρακατσάνους. Στην περίοδο της
Αντιβασιλείας oι εγκαταστάσεις γίνονται με εμπόδια λόγω γραφειοκρατίας
και εσωτερικών προστριβών. Ο Όθωνας διαμορφώνει αξιόλογο θεσμικό
πλαίσιο το οποίο ωστόσο αδυνατεί να εφαρμοστεί αμέσως και καθ’
ολοκληρίαν. Γίνεται προσπάθεια για ομαλή ένταξη των προσφύγων στις
τοπικές κοινωνίες και ενασχόλησή τους με τη γεωργία, όχι πάντα επιτυχής.
Πάντως οι πρόσφυγες οδηγούν σε επανεξέταση του ζητήματος των εθνικών
γαιών και συγκρότηση ενός αλυτρωτικού κινήματος που θα οδηγήσει στην
Μεγάλη Ιδέα.
ΟΘΩΜΑΝΩΝ
Η αστική ζωή στη Βοιωτία στους οθωμανικούς χρόνους έχει αφήσει λιγοστά
ίχνη ενώ οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από τις περιγραφές των
Δυτικών περιηγητών και τις εικόνες που συνοδεύουν τα βιβλία τους.
Οθωμανοί αξιωματούχοι με τις οικογένειές τους και άλλοι μουσουλμανικοί
πληθυσμοί ζούσαν στην περιοχή σε αναλογία περίπου 1/3
(Μουσουλμάνοι/Έλληνες) από το 1784, και με αυξομειώσεις στο
μουσουλμανικό στοιχείο αργότερα κατά τις αρχές του 19ου αι. Αυτό
επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη τζαμιών και από τα χωριά με διπλά
ονόματα, ελληνικά και οθωμανικά. Η Λιβαδειά δεν είχε πολυάριθμο
τουρκικό πληθυσμό ούτε και έντονη οθωμανική διοικητική εξουσία με
αποτέλεσμα να προσελκύει νέους κατοίκους που βοήθησαν την οικονομική
της ανάπτυξη.
6. ΓΑΛΛΩΝ -- ΑΓΓΛΩΝ
Ο σημερινός κάμπος της Κωπαΐδας, στην προϊστορική εποχή αποτελούσε
την μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας. Σύμφωνα με την άποψη των
αρχαιολόγων είχε αποξηρανθεί από τους Μινύες του Ορχομενού στο 1.600
π.Χ. περίπου. Νεότερα όμως ευρήματα θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτή την
χρονολόγηση και την μεταθέτουν πριν το 2.000 π.Χ. Το έργο αυτό είτε εξ
αιτίας σεισμών, είτε εξ αιτίας κοινωνικών και πολιτικών αναστατώσεων
που έλαβαν χώρα γύρω στα 1.300 π.Χ. καταστράφηκε, με αποτέλεσμα η
Κωπαΐδα να ξαναγίνει λίμνη και να παραμείνει έτσι πάνω από τρεις
χιλιάδες χρόνια.
Το ενδιαφέρον των Άγγλων
Το 1858 ο εκπρόσωπος Άγγλων επιχειρηματιών Γουέμπστερ φθάνει στην
Ελλάδα, προκειμένου να ιδεί από κοντά την Κωπαΐδα και να
διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση το θέμα της αποξήρανσης. Από την
αυτοψία που έκανε υπολόγισε ότι τα νερά της λίμνης κάλυπταν περίπου
175000 στρέμματα. Οι προτάσεις των Άγγλων προέβλεπαν, την
αφορολόγητη εκμετάλλευση των αποξηραμένων εκτάσεων για τα πέντε
πρώτα χρόνια κατά την παραχώρηση της διαχείρισης τον κάμπου για 99
χρόνια με πληρωμή στο κράτος τον 20% πάνω στα παραγόμενα προϊόντα.
Οι προτάσεις που θεωρήθηκαν πολύ συμφέρουσες για την Ελλάδα. Όμως
αι Άγγλοι ζητούσαν ακόμη τα γύρω από την Κωπαΐδα βουνά ως νομή των
ποιμνιοστασίων κτηνοτρόφων και γεωργών που θα έφερναν από την
Αγγλία προκειμένου να δουλέψουν στου κάμπο. Στην τελευταία απαίτηση
των Άγγλων μεγάλη ήταν η αντίδραση τον τύπου της εποχής. Ο ποιητής Π.
Σούτσος στην εφημερίδα Ήλιος έγραφε:
‘Θέλομεν η αυτόνομος Ελλάς έχει μόνους Έλληνας και ουχί αποίκους
Άγγλους και Γερμανούς πλουτίσαντες μεν την Ελλάδα, αλλά
διαστρέφοντας την καθαράν ημών αρχαίων γλώσσαν… και
παρεμβάλλοντας άλλα ήθη και άλλα έθιμα εις τα έθιμα ημών".
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Σύμφωνα με τα στοιχεία εγκατάστασης του Κέντρου Μικρασιατικών
Σπουδών πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Θήβα, στο Πλατανάκι,
στη Λιβαδειά και στο Σαράντη. Στη Λιβαδειά δημιουργήθηκε το 1929 ένας
προσφυγικός συνοικισμός (ο Άγιος Μελέτιος) ο οποίος κατοικήθηκε από 150
οικογένειες. Η καταγωγή τους ήταν από την περιφέρεια των Σωκίων της Μ.
Ασίας και ασχολήθηκαν κυρίως με τη γεωργία. Η καπνοκαλλιέργεια
αναπτύχθηκε στην περιφέρεια της Θήβας (Καπαρέλι, Πλαταιές,
Μελισσοχώρι, Μουρίκι κ.ά), μετά την εγκατάσταση των προσφύγων (1923-
24). Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι το 1911 καλλιεργούνταν 28 στρ. με
καπνό και το 1929 13.709 στρ. με πιο διαδεδομένη την ποικιλία «Μυρωδάτα
Σμύρνης».
Η έλευση και η εγκατάσταση των προσφύγων στην Βοιωτία, όπως και στις
άλλες περιοχές, δεν έγινε χωρίς προστριβές και διαμαρτυρίες, καθώς η
τοπική κοινότητα αρνήθηκε την άμεση εγγραφή τους στα μητρώα και οι
ντόπιοι διεκδίκησαν τα απαλλοτριωτέα κτήματα. Ωστόσο τα ζητήματα
αυτά διευθετήθηκαν και η επαφή των προσφύγων με το τοπικό στοιχείο,
επιτεύχθηκε σταδιακά τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικό και στο
πολιτιστικό επίπεδο. Οι Μικρασιάτες επεδίωκαν την ένταξη και
ενσωμάτωσή τους στη νέα πατρίδα και μέσω των επιγαμιών που συνήψαν
με τους ντόπιους, κυρίως μετά τον πόλεμο. Οι Μικρασιάτες έφεραν μαζί
τους πολιτισμικά ήθη-έθιμα και παραδόσεις, τεχνογνωσία και διατροφικές
συνήθειες, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο πολιτισμικών ανταλλαγών
και επιρροών μεταξύ των κατοίκων της περιοχής. Στον Νομό Βοιωτίας
έχουν ιδρυθεί και δραστηριοποιούνται σήμερα Πολιτιστικοί Σύλλογοι
Μικρασιατών στη Θήβα (από το 2004) και στη Λιβαδειά.
7. Στα νεότερα χρόνια έγιναν εγκαταστάσεις Γάλλων, Ρωσοπόντιων,
Αλβανών, Βορειοηπειρωτών, Πομάκων, Ινδών, Πακιστανών, Κινέζων,
Βούλγαρων, Ρουμάνων, Πολωνών, Ουκρανών, Σύριων, και πολλών άλλων
εθνικοτήτων από την Ευρώπη και τον κόσμο.
ΠΗΓΕΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1830
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗ ΒΟΙΩΤΙΑ
ΚΑΤΑΛΑΝΟΙ ΣΤΗ ΒΟΙΩΤΙΑ (1311-1380)
ΕΒΡΑΙΟΙ ΣΤΗ ΒΟΙΩΤΙΑ
ΑΓΓΛΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Η ΑΠΟΞΗΡΑΝΣΗ ΤΗΣ ΚΩΠΑΪΔΑΣ
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΚΩΠΑΪΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΚΩΠΑΪΔΑ - ΔΗΜΟΣ ΟΡΧΟΜΕΝΟΥ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Η ΛΙΜΝΗ - ARCHIVE.TODAY