4. Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε πάνω σε ένα ψήλο βουνό της Κάσου
ο καλάς (θείος) ο Λαμπρινός.
Εκεί είχε το μιτάτο του , τη μάντρα του και έμενε εκεί τις πιο
πολλές ώρες και μέρες του χρόνου.
5. Η γυναίκα του η Φουλιά,δηλαδή η Φωτεινή,έμενε κάτω στο
Αρβανιτοχώρι, ένααπό τα πέντεχωριά τηςΚάσου.
8. Η διαδρομή αυτή ήτο(ήταν) δέκα χιλιόμετρα και οδρόμοςδύσβατος και
γεμάτοςαθυμάδια (θυμάρια) και πέτρες.
9. Ένα Σάββατο η Φουλιάέκαμε και πιτιά (λαχανοπίτια) και μια τεράστια λαχανόπιτα.
Πάνω στηβιάση (βιασύνη) της όμωςπήρε όλατα τρόφιμα αλλά ξέχασενα τουπάρει
και λίγη πίτα
10. Όταν πήγε λοιπόνστομιτάτο,βάλανε
πάνω στο ταλιέρι(παραδοσιακόςτύπος
τραπεζιού) ταφαγιά (φαγητά) … ..
Άξαφνα (ξαφνικά)ηΦουλιά πετάχτηκε
πάνω και φώναξε:
- Ωκαλότυχε,εξέχασα να σου φέρωκαι
πίτα που την εφούρνισα,σήμερο… Τιτο
αυτό τοκακό….,όποιοςδεν έχει νου έχει
πόδια. Εγώ θαπάω να σουτηφέρω!
-Επαλαρώθηκες (τρελάθηκες) που θα πάεις
τόσο δρόμογια την πίτα;
Αυτή επέμενε…Τι να κάμει κιοΚαλάς …Λέει:
- Αφού επιμένεις πήαινε (πήγαινε)..
13. Ένα Σάτο (Σάββατο) Μαΐου μήνα ,η εποχή που
έκανε τησιτάκα,της είπε:
-Ω καλότυχηεκάεσε εμετί(δεν κάθεσαι λίγο)να
μουβοηθήσεις να βάλωτο καζάνι στηπαραΪστιά
(εστία μεξύλα)και να το κατέσω (κατεβάσω) άμα
θα ναι έτοιμη;
Λέειαυτή:
Νακαίσω(καθίσω)!!
Οκαλάς οΛαμπρινόςετοίμασετηπίπα
τουνα καπνίσειτολουλά(καπνό) του.
Εξάνοιε(έψαχνε) τιςτσέπεςτου πούετα
(πουθενά) ολουλάς. Ηφαετονκόσμο
(κοίταξε παντού) ,τίποτα!
14. Λέει τουηΦουλιά :
-Εγώ θα πάω στο χωριόνα σουφέρω και το
λουλά και τοπυριόλο(αναπτήρα).
-Επαλαρώθεις (τρελάθηκες) που θα πάεις στο
χωριόγια τοπυριόλο;
Μέχρι να τελειώσειαυτή ίνηκε (έγινε)καπνός.
Σε πέντε λεπτά να τηνπάλι με τονκαπνό και το
πυριόλο.
Ο καλάςο Λαμπρινός εκατάμπιε τη γλώσσα
τουαπό τονφόβοτου.
-Αεις εά και θα ούμε σκέφτηκε… (Άφησε και θα
δούμε)…
Έβαλε πάνω τοκαζάνι μετογάλα και αρχίνεψε
(άρχισε) τη διαδικασία της σιτάκας.
Αυτή η πράξη όμως θέλει 4και 5ώρες και τον
Καλά πότε πότε τονπήρνε (έπαιρνε) ο
ύπνος…,αλλά τοχέρι του γύριζε με ταχύτητα το
γάλα να μην καΪσει (καθίσει στονκάτω μέρος
τουκαζανιού) από την πολλήφωτιά.
15. ΗΦουλιά φρόντιζε τοπαιϊ(παιδί) της πουτουχε
μιαπρόχειρη κούνια στο πίσωμέρος τουμιτάτου
και τοκουνούσε.
Σελίγοη σιτάκα ,πουκουλουμπούσεμέσα στο
βούτυρο,ήτο έτοιμη!
Λέει λοιπόν τηςγυναίκας του:
-Ω καλότυχηέλα να βάλουμε τοκαζάνι στον πάτο
είναι η ώρα!
Στομυαλό τουωστόσοστριφογύριζεη σκέψη για
τηγλιοράδα (την ταχύτητα) που πήαινε (πήγαινε) κι
ήρκετο από τοχωριόκαι τουέφερνε ό,τιήθελε
από τοχωριόκάθε ώρα.
Αναρωτιόταν :
- Λες μάφε (άραγε) να ναι ανεράγδα;
Πιάνει το καζάνι ,ογέρος απού τονα αφτί και
πιάνει κιεκείνη το άλλο.
Αυτή όμως ανίδεη (δε γνώριζε) έριχνε τοαριστερό
της πόι(πόδι)ομπρόςκαι τοδεξί πίσω.
-Όχιετσιά (έτσι) ,θα καούμε… Το δεξιό σου πόι
ομπρός. …
Δεν μπορούσε να κάμει αλλιώςκαι έριξε τοδεξιό
που ήταν γαουρινό (γαΪδουρινό) πόι.
16. Τότεοκαλάς ο Λαμπρινός κατάλαβε ότιήτοΑνεράγδα (κακόπνεύμα) και κάνοντας το
σταυρό τουείπε:
-Ατουά ΄ρτες (εδώ ήρθες)να με πειράζεις σατανά;
Έπιασε ένα αναμμένο χλαΪ (κλαδί), από τη παραΪστιά (εστία φωτιάς) ,και την εκυνία
(κυνηγούσε)!
Αυτή μ΄ένα σάρτοεπήε (μ΄ένα πήδημα
πήγε) στοαπέναντι ραχί ( λόφο)και του
είπε:
-Να ειςτία ( να δεις τι )θα σουκάμω… Θα
σουψοφήσω όλατα ζώα και δε θα
σουπομείνεικοτσίλι.