1. Ενοτητα 10 -Τι θα μάθουμε
Πώς διηγούμαστε κάτι που μας συνέβη
Πώς βρίσκουμε το υποκείμενο, το ρήμα και τα συμπληρώματά του
Με την περιγραφή τρόπων συμπεριφοράς που ταιριάζουν
σε συγκεκριμένες περιστάσεις (κανόνες)
Με τη χρήση των αντωνυμιών
Με τα συνώνυμα και τα αντώνυμα (αντίθετα) λέξεων
Πώς κάνουμε μια έρευνα
Ποια ρήματα σχηματίζονται όπως στα αρχαία ελληνικά
Ποιος είναι ο ρόλος των χρονικών και τοπικών προσδιορισμών
Πότε δύο λέξεις γράφονται σε Μεταβατικά και αμετάβατα ρήματα
Τα ρήµατα που παίρνουν αντικείμενο (ή αντικείμενα) ως
συμπλήρωμα της σηµασίας τους ονοµάζονται µεταβατικά, γιατί η ενέργεια του
υποκειµένου µεταβαίνει (µεταφέρεται) στο αντικείµενο.
Τα ρήµατα που δεν παίρνουν αντικείµενο λέγονται αµετάβατα, γιατί αυτό που
σηµαίνει το ρήµα δε µεταβαίνει σε κάτι άλλο:π.χ. Η Μαρία έδεσε τα κορδόνια της.
(έδεσε -> µεταβατικό ρήμα αντικείμενο –> τα κορδόνια .)
Τα σκυλιά γαβγίζουν. (ρήµα γαβγίζουν -> αµετάβατο , δεν υπάρχει αντικείμενο. )
Συνδετικά ρήματα
Ορισµένα ρήµατα, που λέγονται συνδετικά, βοηθούν να συνδεθεί το υποκείµενο µε
κάποια λέξη (συνήθως επίθετο ή ουσιαστικό), που δηλώνει κάποιο χαρακτηριστικό ή
ιδιότητα του υποκειµένου και λέγεται κατηγορούµενο.
Το πιο συχνό συνδετικό ρήµα είναι το ρήµα είµαι και τα γίνοµαι, γεννιέµαι, λέγοµαι,
νοµίζοµαι, φαίνοµαι, θεωρούµαι, ονοµάζοµαι, εκλέγοµαι, κληρώνοµαι,
χειροτονούµαι κ.α.
Ο παππούς είναι άρρωστος.
Είναι -> συνδετικό ρήμα , άρρωστος -> κατηγορούμενο π.χ. Η μητέρα αγόρασε
γάλα, τυρί, αυγά, ψωμί και φρούτα.
Μονόπτωτα και δίπτωτα ρήματα
Τα μεταβατικά ρήματα (αυτά δηλαδή που έχουν αντικείμενο) χωρίζονται σε δύο
κατηγορίες:
στα μονόπτωτα ρήματα, τα οποία έχουν ένα αντικείμενο σε μια συγκεκριμένη
πτώση, αιτιατική (συνήθως) ή γενική (σπανιότερα).π.χ. Ο οικοδόμος έχτισε τον τοίχο.
(αντικ. σε αιτιατική)Ο Γιάννης μού μίλησε άσχημα, (αντικ. σε γενική)
2. Το έμμεσο αντικείμενο συχνά είναι ο αδύνατος τύπος μιας προσωπικής αντωνυμίας,
(μου, σου. του, μας, σας, τους ..)
Έμμεσο είναι αυτό που μπορεί να αντικατασταθεί με εμπρόθετο αντικείμενο
(αντικείμενο που να συνοδεύεται από πρόθεση, συνήθως σε ή με).
Ένα μονόπτωτο ρήμα μπορεί να έχει περισσότερα από ένα αντικείμενα, που
δηλώνουν το ίδιο πράγμα (πρόσωπα, αντικείμενα, αφηρημένες έννοιες κ.λπ.), και
βρίσκονται στην ίδια πτώση.
Τα δύο αντικείμενα στα δίπτωτα δείχνουν διαφορετικά πράγματα . (στο παράδειγμά
μας το ένα πρόσωπο ενώ το άλλο ένα μάθημα.)
Αντωνυμίες
Όπως ξέρουμε υπάρχουν δυο «ότι» στη γλώσσα μας, η αναφορική αντωνυμία ό,τι
(ουδέτερο της αρχαίας αντωνυμίας όστις) που σημαίνει «οτιδήποτε» και ο ειδικός
σύνδεσμος ότι που σημαίνει «πως».Για να τα διακρίνουμε, την αντωνυμία (που
σημαίνει οτιδήποτε) τη γράφουμε χωρισμένη με ένα σημαδάκι που μοιάζει με κόμμα
(αλλά που πιο σωστό είναι να τη λέμε υποδιαστολή).
Λέει ότι θέλει να βοηθήσει αλλά δεν τον πιστεύω (ειδικός σύνδεσμος· λέει πως θέλει
να βοηθήσει)
Λέει ό,τι θέλει ο ψεύτης, μην τον πιστεύεις (αναφορική αντωνυμία , λέει οτιδήποτε
θέλει, κάθε τι που θα του περάσει από το μυαλό).
Με μία λέξη γράφονται:
Τα αριθμητικά από το 13 έως το 19
οι αντωνυμίες: καθένας, καθεμία, καθένα, καθετί, κατιτί, οποιοσδήποτε, οσοδήποτε,
οτιδήποτε
τα άκλιτα: απαρχής, απεναντίας, απευθείας, αφότου, διαμιάς, ειδάλλως, ειδεμή,
ενόσω, εντάξει, εξαιτίας, εξάλλου, εξάπαντος, εξαρχής, εξίσου, επικεφαλής,
επιτέλους, καθαυτό, καθεξής, καθέκαστα, καθένας, καθεμία, καθένα, καθετί,
καλωσήρθες, καλωσορίζω, κατιτί, καληώρα, καταγής, κατευθείαν, κιόλας, μεμιάς,
μολαταύτα, μόλο (που), μολονότι, ολωσδιόλου, οποιοσδήποτε, οτιδήποτε,
οπωσδήποτε, προπάντων, παρόλο, σάμπως, τωόντι, υπόψη, ώσπου, ωστόσο.
το εμπρόθετο άρθρο στο (σε + το) - Πήγα στο πάρκο
Γράφονται είτε με μία είτε με δύο λέξεις:
αφετέρου- αφ' ετέρου, αφ' ενός - αφενός, κατ' αρχήν - καταρχήν
3. Καλύτερα να παραμείνουν με δύο λέξεις:
εν τούτοις, εν μέρει, εξ ημισείας, εξ αδιαιρέτου, επί τούτου, κατ' εξοχήν, κατ' αρχάς,
παρ' όλα [αυτά],τέλος πάντων, υπ' όψιν (αλλά υπόψη)
Προσοχή! Γράφονται με δύο λέξεις:
Η προσωπική αντωνυμία σου με τη γενική ή αιτιατική του άρθρου, όταν παθαίνει
ανακοπή σε σ'. Π.χ. σ' το δίνω, σ' το 'στειλα (όχι στο δίνω)
Οι πολύ κοινές φράσεις: καλώς όρισες (αλλά καλωσορίζω, καλωσήρθες), μετά
χαράς, καλώς τον, γι' αυτό, να ΄τος
εν ανάγκη, εν γένει , εν ολίγοις , εν τω μεταξύ , έξω φρενών , καλώς τον (την), (το)
, κατ’ αρχάς , κατά λάθος , κατά λέξη , παρ’ όλο
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ
απάγω απήγα απήγαγα
απάγομαι απαγόμουν απήχθηκα ή απάχθηκα
διεξάγω διεξήγα διεξήγαγα
Διεξάγομαι διεξαγόμουν διεξήχθηκα ή διεξάχθηκα
εισάγω εισήγα εισήγαγα
εισάγομαι εισαγόμουν εισήχθηκα ή εισάχθηκα
διανύω διήνυα διήνυσα ή διάνυσα
διενεργώ διενεργούσα διενήργησα ή διενέργησα
5. εμπνέομαι εμπνεόμουν εμπνεύσθηκα ή εμπνεύστηκα
εντάσσω ενέτασσα ενέταξα
εξαγγέλλω εξήγγελα ή εξάγγειλα εξήγγειλα ή εξάγγειλα
επεμβαίνω επενέβαινα επενέβην ή επενέβηκα
αποκαθίσταμαι αποκαταστάθηκα
αποκαθιστώ αποκαθιστούσα αποκατέστησα
καταργώ καταργούσα κατήργησα ή κατάργησα
λαμβάνω λάμβανα έλαβα
συλλαμβάνομαι συλλαμβανόμουν συνελήφθην ή συνελήφθηκα
μετατρέπομαι μετατρεπόμουν μετατράπηκα
παραβαίνω παρέβαινα παρέβην ή παρέβηκα
παρελαύνω παρέλαυνα ή παρήλαυνα παρέλασα ή παρήλασα
συλλέγω συνέλεγα συνέλεξα
αναγγέλλω ανάγγελλα ή ανήγγελλα ανάγγειλα ή ανήγγειλα
6. προεδρεύω προέδρευα ή προήδρευα προέδρευσα ή προήδρευσα
συγγράφω συνέγραφα συνέγραψα
συμβαίνει (συνήθως στο γ΄ πρόσωπο) συνέβαινε συνέβη ή συνέβηκε
αναδεικνύομαι αναδεικνυόμουν αναδείχθηκα ή αναδείχτηκα
π.χ. Η μητέρα αγόρασε γάλα, τυρί, αυγά, ψωμί και φρούτα.
αγόρασε: μονόπτωτο ρήμα
Αντικείμενα: γάλα, τυρί, αυγά, ψωμί φρούτα
όλα στην αιτιατική, και δείχνουν όλα τρόφιμα.
στα δίπτωτα ρήματα, τα οποία έχουν δύο αντικείμενα, που βρίσκονται:
• α) και τα δύο σε αιτιατική πτώση.
π.χ. Διδάσκει τον μαθητή μουσική.
(αντικείμενα : τον μαθητή – μουσική -> και τα δύο σε αιτιατική)
• β) το ένα σε γενική και το άλλο σε αιτιατική πτώση,
π.χ. Δώσε μου το βιβλίο.
(αντικείμενα: μου -> σε γενική - το βιβλίο -> σε αιτιατική)
Το πρώτο δείχνει πρόσωπο (εμένα) , το άλλο ένα πράγμα (βιβλίο).
Διάκριση άμεσου και έμμεσου αντικειμένου
Από τα δύο αντικείμενα που δέχεται ένα δίπτωτο ρήμα, το ένα λέγεται άμεσο (γιατί σ'
αυτό μεταβαίνει άμεσα η ενέργεια του ρήματος), ενώ το άλλο έμμεσο (γιατί σ' αυτό
μεταβαίνει έμμεσα η ενέργεια του ρήματος).
π.χ. Διδάσκει τον μαθητή μουσική.
(τον μαθητή [= στον μαθητή]: έμμεσο - μουσική: άμεσο), εξάλλου δεν
δείχνουν το ίδιο πράγμα - το ένα δείχνει πρόσωπο ενώ το άλλο όχι.
7. π.χ. Δώσε μου το βιβλίο, (μου [= σ' εμένα]: έμμεσο - το βιβλίο: άμεσο)
π.χ. Να μου δώσεις το βιβλίο και το τετράδιο.
(μου -> έμμεσο , βιβλιο - τετράδιο -> άμεσα)