2. Είναι ο κορυφαίος Έλληνας
διηγηματογράφος μαζί με τον Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη. Παράλληλα υπήρξε
ποιητής, φιλοσοφικός μελετητής,
παιδαγωγός και λαογράφος.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη
της Ανατολικής Θράκης. Φοίτησε στο
σχολείο της πατρίδας του, αλλά μετά
αναγκάστηκε για λόγους βιοποριστικούς να
πάει στη Κωνσταντινούπολη όπου έμαθε την
τέχνη της ραπτικής.
Υπήρξε προστατευόμενος ενός πλούσιου
εμπόρου από την Κύπρο. Αργότερα,
συνέχισε τις σπουδές του σε σχόλη της
Κωνσταντινούπολης και στην Κύπρο, όπου
ήταν ασκούμενος καλόγερος και ψάλτης,
ενώ τέλειωσε το σχολαρχείο.
Το 1872 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη
και φοίτησε στη θεολογική σχολή της
Χάλκης.
3. Με την ώθηση του δάσκαλου του ποιητή Ηλία
Τανταλίδη πρωτοεμφανίστηκε στα νεοελληνικά
γράμματα με τα ποιητικά πρωτόλεια(1873). Η πρώτη
του αυτή συλλογή του άνοιξε καλύτερο δρόμο. Ο
πλούσιος ομογενής Γεώργιος Ζαρίφης τον ανέλαβε
υπό την προστασία του. Έτσι ο Βιζυηνός συνέχισε
απερίσπαστα τις σπουδές του. Μαθητής γυμνάσιου
στην Αθηνά, υπέβαλε στον βουτσινά διαγωνισμό του
1874 τον Κόδρο, επικολυρικό ποίημα σε αρχαΐζουμε
γλώσσα, που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο.
Φοίτησε ένα χρόνο στη φιλοσοφική σχόλη της
Αθήνας και από το 1875 ως το 1881 στα πανεπιστήμια
Γκέτιγκεν, Λειψίας και Βερολίνου. Το 1881
ανακηρύχτηκε διδάκτωρ στο μάρκετινγκ με τη
διατριβή το παιχνίδι από ψυχολογική και
παιδαγωγική άποψη (στα γερμανικά).
Στο διάστημα των φιλοσοφικών του σπουδών στη
γερμάνια έστειλε στον βουτσινά διαγωνισμό του 1876
τη συλλογή του Άραις μάραις
κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες
Αύραι), που πηρέ πάλι το πρώτο βραβείο. Η τέταρτη
κατά σειρά ποιητική του συλλογή Εσπερίδες (1877)
ή μύθοι του λαού και παραμύθια, που τιμήθηκε με
τον πρώτο έπαινο στο βουτσινά διαγωνισμό του 1877,
αποτελείτε από 3 μπαλάντες εμπνευσμένες από
ελληνικούς θρύλους και παραμύθια.
Το 1883 τυπώθηκε στο Λονδίνο η συλλογή του
Ατθίδες Αύραι με κυρία θέματα μύθους θρακικούς και
πανελληνίους και αναμνήσεις από τη Βιζύη.
4. Το 1892 καταρρέει
νευρολογικά και καταλήγει
έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο
Ψυχιατρείο. Εκεί ζει
βυθισμένος στις ουτοπικές
εμμονές του για την
εκμετάλλευση του μεταλλείου
στην πατρίδα του και στο
πάθος του για τη νεαρή την
οποία ήθελε να παντρευτεί.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια
εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15
Απριλίου του 1896 σε ηλικία
47 ετών.
5. Ποιητικές συλλογές
Ποιητικά Πρωτόλεια (1873)
Ο Κόδρος (1874)
Βοσπορίδες Αύραι (1876)
Ατθίδες Αύραι (1883)
Εσπερίδες (1877)
Λυρικά
Παιδικαί ποιήσεις
Διηγήματα
Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού (1879) -
Παιδικό Αφήγημα
Το αμάρτημα της μητρός μου (1883)
Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως (1883)
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού
μου(1883)
Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας (1884)
Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (1884)
Πρωτομαγιά (1884)
Ο Tρομάρας (1884) - Παιδικό Αφήγημα
Το Σκιάχτρο (1884) - Παιδικό Αφήγημα
Ο Κλέπτης (1884) - Παιδικό Αφήγημα
Μέσα εις το αμφιθέατρον (1890) -
Παιδικό Αφήγημα
Πώς οικονομείται ο χρόνος (1890) -
Παιδικό Αφήγημα
Ο Μοσκώβ-Σελήμ(1895)
7. Ο Νικόλαος Γύζης γεννήθηκε στην
Τήνο, στο Σκλαβοχώρι, την 1η
Μαρτίου 1842 ήταν ένα από τα έξι
παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου
Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη.
Το 1850, η οικογένειά του
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ο
μικρός Νικόλαος άρχισε να
παρακολουθεί μαθήματα
στο Σχολείο των Τεχνών που
αργότερα μετονομάστηκε
σε Ανωτάτη Σχολή Καλών
Τεχνών, αρχικά ως ακροατής και,
από το 1854 έως το 1864, ως
κανονικός σπουδαστής.
8. Μετά το τέλος των σπουδών του
γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο
Νικόλαο Ναζο, ο οποίος μεσολάβησε για
να λάβει ο καλλιτέχνης υποτροφία από
το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Παναγίας
στην Τήνο, για να συνεχίσει τις σπουδές
του στο Μόναχο, στη βασιλική Ακαδημία.
Τον Ιούνιο του 1865, ο Γύζης έφθασε στο
Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο
και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα. Αυτός
τον βοήθησε στο να προσαρμοστεί
γρήγορα στο γερμανικό περιβάλλον.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο
Μόναχο το 1871 και την επόμενη χρονιά
επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει
το πατρικό του σπίτι στην οδό
Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον
Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873
στην Μικρά Ασία. Απογοητευμένος από
τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του
1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και
επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να
ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του.
9. Πέθανε στο Μόναχο προσβεβλημένος
από λευχαιμία, στις αρχές του 1901.
Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια
ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας
ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!».
Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο
Νεκροταφείο του Μονάχου.
Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο
του Νικολάου Γύζη αντλούμε επίσης
από τις επιστολές που έγραφε από το
1869 και μέχρι το τέλος της ζωής του
(Επιστολαί Νικολάου Γύζη)