Στα τρία μεγαλύτερα νησιά της Ελλάδας ο Μεσαίωνας διαθέτει πολλά στοιχεία δυτικής ζωής λόγω της μακροχρόνιας κατάκτησής τους από Βενετούς και Φράγκους.
ΑΛΜΠΟΥΜ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Ο Μεσαίωνας στην Κρήτη, Κύπρο, Ρόδο- Εύα Κυριάκη
1. Μεσαίωνας: Κρήτη-Κύπρος-Ρόδος
Μεσαίωνας (476 - 1492 μ.Χ) ονομάζεται η χρονική περίοδος της Ευρωπαϊκής ιστορίας, από τον 5ο μέχρι το 15ο
αιώνα μ.Χ.. Ξεκίνησε με την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους (476 μ.Χ.) ή κατ' άλλους με το θάνατο του
Ιουστινιανού Α΄ (565 μ.Χ.), του αυτοκράτορα υπό τον οποίο αναβίωσε η παλαιά ισχύς και έκταση της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας και τελείωσε συμβατικά το 1492 μ.Χ., με την ανακάλυψη της Αμερικής. Ο Μεσαίωνας είναι η
μεσαία από τις τρεις παραδοσιακές διαιρέσεις της Δυτικής Ιστορίας: Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεότερη. Ο
Μεσαίωνας με τη σειρά του παραδοσιακά διαιρείται σε τρεις υποπεριόδους, τον Πρώιμο, τον Ώριμο ή Μέσο και
τον Ύστερο Μεσαίωνα.
Στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας είναι και ο ηγέτης της
θρησκείας, ενώ μετά το 800 μ.Χ. και ο Καρλομάγνος προσεταιρίστηκε αυτή την εξουσία, αναγνωρίζοντας όμως
το πρωτείο του Πάπα με αντίτιμο την προσωνυμία του "Αυτοκράτορα των Ρωμαίων"
2. Καρολίδεια Αναγέννηση
Στα χρόνια της βασιλείας του Καρλομάγνου αλλά και του διαδόχου του
Λουδοβίκου του Ευσεβούς της γερμανικής Καρολίγγειας δυναστείας
παρατηρείται ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών στην βόρεια
Ευρώπη μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476,
και την γνωριμία με την λατινική κυρίως γραμματεία. Η περίοδος αυτή
ονομάστηκε παραδοσιακά στην δυτική Ευρώπη από τους Καρολίδες -
για κάποιους ιστορικούς πιθανώς υπερβολικά[1]- Καρολίγγεια
Αναγέννηση. Αποτελεί μέρος των λεγόμενων Μεσαιωνικών
Αναγεννήσεων και την ακολούθησε η Οθωνική Αναγέννηση (10ος αι.
μ.Χ.).
Την εποχή του Καρλομάγνου εκείνη η πνευματική ζωή επηρεαζόταν
ως επί το πλείστον από τη στάση του εκάστοτε ηγεμόνα και από την
πατρωνία που μπορούσαν να παρέχουν οι αρχές στους καλλιτέχνες
και λογίους. Έτσι έχουμε ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα στην
«επιχορηγούμενη» αυλική κουλτούρα και στην πιο ελεύθερη
πολιτισμική ζωή.
3. Διάλυση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας
Ο Καρλομάγνος σκόπευε να συνεχίσει την παράδοση των
Φράγκων της διαίρεσης του βασιλείου του μεταξύ των
διαδόχων του, ωστόσο αυτό δε στάθηκε εφικτό εφόσον μόλις
ένας γιος, ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής (κυβ. 814-840), ήταν ακόμη
εν ζωή το 813. Πριν το θάνατο του το 814 ο Καρλομάγνος
έστεψε τον Λουδοβίκο διάδοχό του. Η 26ετής βασιλεία του
Λουδοβίκου χαρακτηρίστηκε από πολυάριθμες συγκρούσεις
μεταξύ των απογόνων του, με στόχο την επικράτηση σε
διάφορα τμήματα του παλαιού κράτους. Ο Λουδοβίκος πριν
πεθάνει μοίρασε την Αυτοκρατορία μεταξύ του μεγαλύτερου
γιου του, Λοθάριου (πεθ. 855), ο οποίος έλαβε τη διακυβέρνηση
της ανατολικής Φραγκίας ανατολικά του ποταμού Ρήνου και
του νεότερου γιου του, Καρόλου (πεθ. 877), που πήρε τη δυτική
Φραγκία.
9. Οι εξεγέρσεις στην Κρήτη(που στο σύνολό τους αριθμούν 27) ξεκίνησαν από την πρώτη περίοδο της
Βενετοκρατίας και είναι σίγουρο ότι ανάγκασαν τους Βενετούς να τροποποιήσουν ή και να
εγκαταλείψουν, αρκετές φορές, τα αρχικά τους σχέδια για το νησί. Επικεφαλής των κινημάτων αυτών
ήταν οι τοπικοί άρχοντες, οι οποίοι ωστόσο δεν εξεγέρθηκαν ποτέ όλοι μαζί. Ήδη από τα τέλη της
βυζαντινής περιόδου είχαν αναδειχθεί τεράστιες διαφορές μεταξύ των τοπικών αρχόντων. Όλοι τους
ήταν φορτισμένοι με την βυζαντινή-αριστοκρατική τους καταγωγή, ενώ μερικοί από αυτούς είχαν
εξελιχθεί σε ισχυρούς γαιοκτήμονες-φεουδάρχες με ισχυρές αυτονομιστικές τάσεις, αρνούμενοι να
υπακούσουν σε κάποιο κέντρο αποφάσεων. Έτσι δεν κατόρθωσαν ποτέ να αντιτάξουν κοινό μέτωπο
επαναστατών κατά των Βενετών.
10. Η μεροληψία στη φορολογία και
τα δικαιώματα ευγενείας από
την αριστοκρατία της Βενετίας
έναντι των Κρητών
τιμαριούχων, έχει σαν
αποτέλεσμα την λεγόμενη
αποστασία του Αγίου Τίτου τον
Αύγουστο του 1363. Η Βενετία
θέλοντας να απομονώσει τους
επαναστάτες από τον
χριστιανικό κόσμο έστειλε
εκκλήσεις υποστήριξης κατά
των επαναστατών σε πολλά
χριστιανικά κράτη μεταξύ των
οποίων και στον τότε βυζαντινό
αυτοκράτορα Ιωάννη Ε'
Παλαιολόγο. Όλοι
ανταποκρίθηκαν θετικά,
διακόπτοντας οποιεσδήποτε
συναλλαγές με την Κρήτη και
συνδράμοντας στρατιωτικά
στην καταστολή της εξέγερσης.
11. Φρούριο Καζάρμα
Το Φρούριο Καζάρμα στη Σητεία δεσπόζει
ψηλά πάνω από την πόλη και είναι ορατό
από την παραλία. Χτίστηκε το 13ο αιώνα
από τους Ενετούς και αποτελούσε το
στρατώνα της φρουράς, για αυτό και
ονομάστηκε Casa di Arma (Καζάρμα).
Σύμφωνα με ενετικά σχέδια της εποχής η Σητεία περιβαλλόταν τότε
από τείχος, που εκτεινόταν από το νότιο τμήμα της πόλης και τις
Ρωμαικές δεξαμενές ως το πάνω μέρος του φρουρίου Καζάρμα που
βρίσκεται στα δυτικά της πόλης. Αυτό το τμήμα αποτελούσε το
Καστέλλο της Σητείας και είχε τριγωνική μορφή.Οι συνοικίες που
έμειναν εκτός τειχών παρέμειναν ανοχύρωτες και αναπτύχθηκαν
προς τα ανατολικά του οικισμού.Το φρούριο Καζάρμα ουσιαστικά
αποτέλεσε το κύριο αμυντικό κάστρο της πόλης, ωστόσο υπέστη
πολλές ζημιές από τις συχνές ληστρικές επιδρομές πειρατών και
κατακτητών. Το 1303 υπέστη πολλές ζημιές από σεισμό που έπληξε
την περιοχή και ανακατασκευάστηκε, χωρίς ωστόσο να αποκτήσει
την αρχική του ισχύ.
14. Μεσαίωνας στην Κύπρο
● ΑΚΟΙΜΗΤΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ:
Το κάστρο, που είναι κτισμένο στη νότια άκρη του χωριού Κολόσσι, βρίσκεται 11
περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Λεμεσού και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα
μεσαιωνικά οχυρωματικά έργα που σώζονται στην Κύπρο.
15. Κάστρο Κολοσσιού
Πρόκειται για ένα μεσαιωνικό φρούριο έξω από την πόλη της Λεμεσού, στο χωριό
Κολόσσι. Το κάστρο είναι λιθόκτιστο με τοίχους πάχους ενάμιση μετρό και
αποτελείται από τρεις ορόφους. Κτίστηκε το 1210 από τους Φράγκους, όταν η
περιοχή δόθηκε στον ηγεμόνα της Κύπρου Ούγο Α΄. Το 1306 πέρασε στη κατοχή
των Ναϊτών ιπποτών. Αργότερα καταστράφηκε από τους Γενουάτες και τους
Μαμελούκους για να ξαναχτιστεί το 1454. Κατά τα παλαιά χρόνια έπαιζε πολύ
σημαντικό ρολό εφόσον έλεγχε την γύρω εύφορη περιοχή του Κολοσσιού στην
οποία καλλιεργούνταν ζαχαροκάλαμα και ζάχαρη.
16. Βασίλειο της Κύπρου Το κάστρο είναι οχυρωμένη
κατασκευή η οποία χτιζόταν
στην Ευρώπη και τη Μέση
Ανατολή κατά τον Μεσαίωνα,
από τους ευγενείς της εποχής
οι οποίοι τo χρησιμοποιούσαν
ως την κατοικία τους. Δεν
πρέπει να συγχέεται με το
παλάτι, το οποίο δεν είναι
οχυρωμένο, ή με το φρούριο, το
οποίο δεν ήταν απαραίτητα
κατοικία κάποιου ευγενούς, αν
και υπάρχουν αρκετές
κατασκευαστικές ομοιότητες με
το τελευταίο. Κατά τη διάρκεια
των περίπου 900 ετών στην
οποία χτιζόταν κάστρα, αυτά
απέκτησαν πολλές μορφές και
χαρακτηριστικά, αν και μερικά
όπως η περικύκλωση από
οχυρωμένους τοίχους και η
ύπαρξη σχισμών στους τοίχους
για τα όπλα των αμυνόμενων
ήταν κοινά χαρακτηριστικά.
17. Είναι κτισμένο στην μια άκρη των Φοινικούδων στη Λάρνακα και χρονολογείται ως κτίσμα
του 14ου αιώνα, κτίστηκε από τον Λουζινιανό Βασιλιά Ιάκωβο Α΄, για λόγους προστασίας
του αγκυροβολιού των Αλυκών. Σύμφωνα με ιστορικές πήγες, νωρίτερα, στην ίδια θέση
υπήρχε οχυρωματικό φρούριο του 11ου αιώνα επί εποχής Κομνηνών. Το 1570
κατεδαφίστηκε από τους Ενετούς για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων και για αυτό
τον λόγο δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η αρχική του μορφή. Σήμερα (2018) η εσωτερική αυλή
του μεσαιωνικού κάστρου της Λάρνακας χρησιμοποιείται για διάφορες καλλιτεχνικές
εκδηλώσεις που προσελκύουν πολύ κόσμο και κυρίως ξένους επισκέπτες.
Κάστρο της Λάρνακας
20. Το νησί των Iπποτών
Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου αναπτύχθηκε πάνω σε ένα τμήμα της αντίστοιχης
ελληνιστικής, στο βόρειο άκρο του νησιού. Οι γραπτές πηγές αναφέρουν την
παρουσία ενός φρουρίου που εξυπηρετούσε την προστασία του πληθυσμού σε
περίπτωση εχθρικής επιδρομής, ήδη από τον 7ο αι., κάτι που επιβεβαιώθηκε από την
ανασκαφική έρευνα. Η πρωτοβυζαντινή αυτή οχύρωση περιέκλειε αρχικά ένα μόνο
μέρος του οικισμού, το οποίο στην περίοδο της Ιπποτοκρατίας ονομάστηκε Κολλάκιο,
αλλά στα τέλη του 11ου ή στη διάρκεια του 12ου αι. φαίνεται ότι τροποποιήθηκε για να
περιλάβει και τον εκτός τειχών ο
21.
22. Το 1204, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η Ρόδος όπως
και πολλά άλλα Ελληνικά νησιά παραχωρήθηκε στους Ενετούς αλλά
ο Βυζαντινός διοικητής Λέων Γαβαλάς αυτοανακηρύσσεται
ανεξάρτητος ηγεμόνας του νησιού. Περί το 1250 το νησί τέθηκε υπό
την κυριαρχία της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και από το 1261 υπό
την κυριαρχία της ανασυσταμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα
χρόνια μετά το 1261 το νησί διοκήθηκε και από Γενουάτες
ναυάρχους.
Το 1309 η Ρόδος, η Κως και η Λέρος πωλούνται στο Τάγμα των
Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Μια νέα εποχή ξεκινά
για τη Ρόδο καθώς το Τάγμα που αρχικός σκοπός του ήταν η
περίθαλψη των Χριστιανών προσκυνητών στους Αγίους Τόπους,
αναδεικνύεται σε στρατιωτική, οικονομική και εμπορική δύναμη στην
περιοχή. Οι Ιππότες που κατάγονταν απ’ όλες τις καθολικές χώρες,
κατάφεραν να συνάψουν συμφωνίες με τις μεγάλες δυνάμεις της
Δυτικής Ευρώπης, με σκοπό να αποδυναμώσουν τις
μουσουλμανικές δυνάμεις που είχαν αρχίσει να επεκτείνονται.
24. Το επιβλητικό Παλάτι του Μαγίστρου, βρίσκεται στο υψηλότερο
σημείο του κάστρου. Το συναντάμε στο τέρμα της οδού των
Ιπποτών, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.
Κτίστηκε στο τέλος του 7ου αιώνα με σκοπό να γίνει η
Ακρόπολη του πρωτοβυζαντινού «φρουρίου».Τον 14ο αιώνα οι
Ιππότες έκαναν οικοδομικές επεμβάσεις στο παλάτι με σκοπό
να αποτελέσει την κατοικία του μεγάλου Μαγίστρου και το
διοικητικό κέντρο του ιπποτικού κράτους. Οι αλλαγές αυτές
όμως, δεν του αφαίρεσαν την ταυτότητά του ως ακρόπολη της
Μεσαιωνικής πόλης.Έμεινε ανέπαφο κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας του 1522, χάρη στη γερή κατασκευή του, αλλά
καταστράφηκε ολοκληρωτικά από την έκρηξη της εκκλησίας
του Αγίου Ιωάννου. Οι Ιταλοί το ανακατασκεύασαν το 1940,
διατηρώντας πιστά την αρχική του μορφή.
26. Η Ακρόπολη της Λίνδου είναι αρχαιολογικός χώρος που
βρίσκεται χτισμένος πάνω σε έναν απότομο βράχο ύψους
116 μ, δεσπόζοντας πάνω από τον παραδοσιακό οικισμό
της Λίνδου στη Ρόδο. Καθώς η Λίνδος κατοικείται
αδιάλειπτα στο πέρασμα των αιώνων, ο χώρος αυτός έχει
πλούσια ιστορία και έχει αποκαλύψει αρχαιολογικά
ευρήματα από την αρχαϊκή εποχή και μεταγενέστερα,
αλλά και οικοδομική δραστηριότητα που φτάνει ως την
εποχή της Ιπποτοκρατίας (14ος-16ος αι.). Αυτή η πλούσια
ιστορία, σε συνδυασμό με την, μοναδικής ομορφιάς,
φυσική θέα του χώρου καθιστούν την ακρόπολη της
Λίνδου ως έναν από τους πιο δημοφιλείς αρχαιολογικούς
χώρους της Ελλάδας, καθώς κατατάσσεται τρίτη [σημ. 1]
σε σειρά επισκεψιμότητας.