1. ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΓΚΟΥΡΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Η ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
2. Η Κωνσταντινούπολη (τουρκικά: İstanbul],Ιστανμπούλ) είναι η
μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, αποτελώντας το οικονομικό,
πολιτιστικό και ιστορικό κέντρο της χώρας. Η Κωνσταντινούπολη
είναι διηπειρωτική πόλη στην Ευρασία, με το ιστορικό και εμπορικό
κέντρο να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά και περίπου το ένα
τρίτο του πληθυσμού να ζει στην ασιατική πλευρά της Ευρασίας. Η
σύγχρονη πόλη με πληθυσμό 15 εκατομμύρια κατοίκους είναι
ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη και πολυπολιτισμική, με ανθρώπους
από ολόκληρο τον Ισλαμικό κόσμο, ενώ ταυτόχρονα είναι το
κυριότερο σταυροδρόμι Ασίας και Ευρώπης τόσο για τα εμπορικά
αγαθά όσο και για τους ταξιδιώτες. Συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες
πόλεις του κόσμου και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους
αστικούς οικισμούς στην Ευρώπη και τον μεγαλύτερο στη Μέση
Ανατολή. Η πόλη βρίσκεται εντός των ορίων του
ομώνυμου μητροπολιτικού δήμου.
Η Κωνσταντινούπολη (Πόλη) είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας
ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον Βύζαντα
των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667π.Χ.. Από το
330μ.Χ., στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονομάστηκε
Κωνσταντινούπολις, διατηρώντας την ονομασία της και μετά την
κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,
μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Είναι κτισμένη στις δύο
3. πλευρές του Κερατίο Κόλπου (τουρκ. Haliç) στη νότια είσοδο του
στενού πορθμού του Βοσπόρου, ο οποίος με μήκος περίπου 35 χλμ.
συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα (τουρκ. Karadeniz) στον βορρά με
τη θάλασσα του Μαρμαρά στον νότο. Αποτελεί κατά αυτό τον τρόπο
τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους,
την Ευρώπη (Ανατολική Θράκη) και την Ασία Η σύγχρονη πόλη
χωρίζεται σε τρεις κύριες ζώνες που περιλαμβάνουν την παλαιά
Κωνσταντινούπολη (τουρκ. Eminönü και Fatih), την περιοχή
του Μπέηογλου (τουρκ. Beyoğlu) με τη συνοικία του Γαλατά και τον
ομώνυμο πύργο, καθώς και το Σκούταρι (τουρκ. Üsküdar) μαζί με
άλλα προάστια που βρίσκονται στην απέναντι ασιατική πλευρά του
Βοσπόρου.
Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη
Η Κωνσταντινούπολη (λατινικά: Constantinopolis) υπήρξε η
ανατολική πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τα μέσα
του 4ου αιώνα μ.Χ., και μετά την κατάρρευση των δυτικών
περιοχών στα τέλη του 5ου αιώνα η πρωτεύουσα της Ανατολικής
ρωμαϊκής/Βυζαντινής έως τα μέσα του 15ου αιώνα, μια συνολική
περίοδο άνω των χιλίων ετών. Για λίγες δεκαετίες υπήρξε επίσης η
έδρα της λατινικής αυτοκρατορίας (1204–1261) μετά από την άλωση
της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ μετά την άλωση του 1453 και
έπειτα αποτέλεσε την πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους (1453–
1924), και κατόπιν την μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας.
Ιδρύθηκε επί της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου το 324 μ.Χ. ως νέα
πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο
Α´. Από αυτόν εγκαινιάστηκε επίσημα της στις 11 Μαΐου του 330
ως Νέα Ρώμη.[1]
Από τον 5ο έως και τις αρχές του 13ου αιώνα, η
Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη
4. στην Ευρώπη και αποτέλεσε μια από τις κύριες έδρες
του Χριστιανισμού ως η βάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της
Κωνσταντινούπολης και ως το σημείο όπου κατά την παράδοση
φυλάσσονταν πολλά σημαντικά ιερά κειμήλια του χριστιανισμού
όπως το Ακάνθινο Στεφάνι και ο Τίμιος Σταυρός.
Η πόλη φημίζονταν επίσης για τις πελώριες και περίπλοκες
αμυντικές κατασκευές της, καθώς αν και δέχτηκε πολλές πολιορκίες
κατά τη διάρκεια της ιστορίας της από διάφορους λαούς, τα τείχη της
παρέμεναν απαραβίαστα για 9 αιώνες. Διάσημη ήταν επίσης η
αρχιτεκτονική των κτηρίων της, όπως ο καθεδρικός ναός της Αγίας
Σοφίας ο οποίος ήταν και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
5. το Μεγάλο Παλάτι όπου έμεναν οι αυτοκράτορες, ο Πύργος του
Γαλατά, ο Ιππόδρομος της πόλης, η Χρυσεία Πύλη, καθώς και τα
πολυτελή αριστοκρατικά παλάτια τα οποία υπήρχαν διάσπαρτα επί
των κεντρικών οδών και οικοδομικών τετραγώνων της πόλης. Η
πόλη επίσης διέθετε πλήθος καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών
θησαυρών οι οποίοι καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν με τις διάφορες
συγκρούσεις κατά το πέρασμα των αιώνων, μαζί με
την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη στην οποία περιέχονταν ό,τι είχε
διασωθεί από την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και όπου υπήρχαν
πάνω από 100,000 τόμους αρχαίων κειμένων.
Η πρώτη φορά όπου αλώθηκε η πόλη ήταν το 1204 από τους
Σταυροφόρους της Δ´ Σταυροφορίας, και επανακτήθηκε από τους
Βυζαντινούς το 1261 από τον Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο. Η πόλη δεν
κατάφερε ποτέ να ανακάμψει στην προηγούμενη ισχύ της μετά την
άλωση της Δ´ Σταυροφορίας και τις δεκαετίες κακοδιαχείρισης που
ακολούθησαν από τους Λατίνους ηγεμόνες. Αν και ανέκαμψε κατά
ένα μικρό ποσοστό κατά τη διάρκεια της δυναστείας των
Παλαιολόγων, η συνεχής απώλεια εδαφών από τους Οθωμανούς οι
οποίοι ενδυναμώνονταν και επεκτείνονταν, έφερε την πόλη σε
ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Στις αρχές του 15ου αιώνα η βυζαντινή
αυτοκρατορία είχε αποδυναμωθεί τόσο, ώστε το μόνο που απέμενε
από αυτήν ήταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη μαζί με τα περίχωρα της
ως η πρωτεύουσα, καθώς και το Δεσποτάτο του Μοριά στην
Πελοπόννησο -η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτελούσε
αυτόνομη ηγεμονία από τον 14ο αιώνα-. Με τον τελευταίο
αυτοκράτορα να είναι ο Κωνσταντίνος ΙΑ´ Παλαιολόγος, η πόλη
τελικά αλώθηκε από τους Οθωμανούς το 1453 μετά από πολιορκία η
οποία διήρκεσε σχεδόν 2 μήνες, και κατακτήθηκε από τις δυνάμεις
του Μωάμεθ Β ο οποίος την έκανε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας
του.
7. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Η αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης ήταν η
τελευταία από τις μεγάλες βιβλιοθήκες του αρχαίου κόσμου, και σε
αυτήν είχαν συσσωρευθεί πολλά από τα διασωθέντα έργα
της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και των άλλων αρχαίων
βιβλιοθηκών τα οποία μετέφεραν την γνώση των αρχαίων
Ελλήνων και Ρωμαίων για σχεδόν 1.000 χρόνια. Μια σειρά από
πυργκαγιές κατά την πάροδο των αιώνων καθώς και φθορών από
πολεμικές συγκρούσεις, κυρίως της άλωσης της Κωνσταντινούπολης
το 1204 από τη Δ´ σταυροφορία, έφθειραν σημαντικά τη βιβλιοθήκη
και τα περιεχόμενα της. Συνέχισε να υπάρχει έως την άλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς όταν και τα
τελευταία έργα της βιβλιοθήκης καταστραφήκαν ή χάθηκαν
8. Λύγος
Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στο έργο του Φυσική
Ιστορία, ο πρώτος γνωστός καταυλισμός στην περιοχή
ονομαζόταν Λύγος και ήταν πιθανώς Θρακικής προέλευσης, έχοντας
ιδρυθεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 13ου με 11ου αιώνα π.Χ..
Η τοποθεσία, σύμφωνα με τον μύθο της ίδρυσης της πόλης, είχε
πλέον εγκαταλειφθεί από τους προηγούμενους κατοίκους της, όταν
το 657 π.Χ. Έλληνες άποικοι από τα Μέγαρα ίδρυσαν την αποικία
του Βυζαντίου, απέναντι από την πόλη της Χαλκηδόνας στην
Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.
9. ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η ετυμολογία της αποικίας με την ονομασία Βυζάντιο, η οποία στα
λατινικά ήταν γνωστή ως Byzantium, δεν είναι ξεκάθαρη και
θεωρείται πιθανό να
ήταν θρακικής ή/και ιλλυρικής προέλευσης. Σύμφωνα με τον μύθο
της ίδρυσης, η πόλη πήρε το όνομα της από τον αρχηγό των
αποίκων ο οποίος ονομαζόταν Βύζας ή Βύζαντας. Οι ύστεροι
Βυζαντινοί της Κωνσταντινουπόλεως ισχυριζόταν πως η πόλη πήρε
το όνομα της από δύο άτομα, τον Βύζα και τον Άντη, αν και είναι
πιθανό πως πρόκειται για λογοπαίγνιο ως προς την σύνθεση της
ονομασίας Βυζάντιον.
Η πόλη διατηρούσε την αυτονομία της ως πόλη-κράτος, έως ότου
προσαρτήθηκε από τον Δαρείο Α´ στην περσική αυτοκρατορία των
Αχαιμενιδών και η τοποθεσία της πόλης κρίθηκε ως ιδανική για την
κατασκευή μιας γέφυρας, η οποία ένωνε την Ασία με την Ευρώπη
στα στενά του Βοσπόρου. Η περσική κυριαρχία διήρκεσε έως το 478
10. π.Χ., όταν κατά την δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα τα
ελληνικά στρατεύματα υπό τον Σπαρτιάτη
στρατηγό Παυσανία ανέκτησαν την πόλη, η οποία παρέμεινε
ανεξάρτητη, αρχικά υπό την Αθηναϊκή επιρροή και αργότερα (μετά το
411 π.Χ.) τη Σπαρτιατική.[15]
Η αρχαία πόλη του Βυζαντίου δεν
υπήρξε ποτέ μια μεγάλη και ισχυρή πόλη όπως αυτές των Αθηνών,
της Κορίνθου, και της Σπάρτης, ωστόσο απολάμβανε τις ειρηνικές
συνθήκες καθώς και την σταθερή ανάπτυξη ως εμπορική πόλη,
εκμεταλλευόμενη την στρατηγική της τοποθεσία ανάμεσα στην οδό
μεταξύ Ευρώπης και Ασίας καθώς και ως θαλάσσιο πέρασμα από
τον Εύξεινο Πόντο στη Μεσόγειο, με το λιμάνι της στον Κεράτιο
Κόλπο να είναι ευμέγεθες και καλά ανεπτυγμένο.
Η πόλη σύναψε συνθήκη με την Ρώμη το 150 π.Χ. και έτσι κατά την
ρωμαϊκή περίοδο δεν υπέστη φθορές,]
κάτι που επέτρεψε τη
διατήρηση της αυτονομίας της, καθώς και την ανάπτυξη και τη
σταθερότητά της για τρεις αιώνες έως τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ.
Αυγούστα Αντωνίνα
Για λίγες δεκαετίες η πόλη είχε ονομαστεί Αυγούστα
Αντωνινή (Augusta Antonina) στις αρχές του 3ου αιώνα από τον
Ρωμαίο αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο (193-211), προς τιμήν του
γιου του Αντωνίνου, ο οποίος μετέπειτα έγινε γνωστός ως ο
αυτοκράτορας Καρακάλλας.Ο Σεβήρος είχε κατακτήσει και
ισοπεδώσει την πόλη το 196 μ.Χ. λόγω της συμμαχίας της με έναν
από τους αντιπάλους του για το αυτοκρατορικό αξίωμα, τον Πεσκένιο
Νίγηρ (Pescennius Niger) κατά το έτος των 5
αυτοκρατόρων. Αντιμετώπισε σημαντική κριτική για την καταστροφή
της πόλης από τον ύπατο και ιστορικό Κάσσιο Δίωνα ο οποίος
ανέφερε πως ο Σεβήρος κατέστρεψε ένα ισχυρό Ρωμαϊκό οχυρό, το
οποίο χρησίμευε ως βάση επιχειρήσεων κατά των βαρβάρων από
τον Εύξεινο Πόντο και την Κεντρική Ασία.]
Επιπλέον η τοποθεσία της
πόλης έκανε την πολιορκία και κατάκτησή της δύσκολη, και η
τοποθεσία της επί των οδικών και θαλασσίων εμπορικών οδών
έκανε αρκετά πολύτιμη την πόλη για να εγκαταλειφθεί, έτσι ο
11. Σεβήρος την ξαναέκτισε και τα τείχη που ανέγειρε για την προστασία
της πήραν το όνομα του, ως τα Σεβήρεια τείχη. Μετά από κάποιο
καιρό η πόλη ξαναέγινε γνωστή ως Βυζάντιο, πιθανώς μετά τη
δολοφονία του Καρακάλλα το 217 ή το αργότερο με την πτώση
της δυναστείας των Σεβήρων το 235.
12. Περίοδος του Ιουστινιανού
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´ (527–565) ήταν διάσημος για τις
στρατιωτικές του επιτυχίες, για τις νομοθετικές του μεταρρυθμίσεις
και για τα δημόσια έργα που κατασκευάστηκαν κατά την θητεία του.
Από την Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε η αποστολή για την
επανάκτηση της πρώην διοίκησης της Αφρικής τον Ιούνιο του 533.
Πριν την αναχώρησή της, το πλοίο του στρατηγού Βελισάριου ήταν
αγκυροβολημένο μπροστά από το αυτοκρατορικό παλάτι και ο
Πατριάρχης ευλόγησε την αποστολή ώστε να επιτύχει. Μετά τη νίκη
που ήρθε το 534, τα λάφυρα από τον δεύτερο ναό της Ιερουσαλήμ, ο
οποίος είχε λεηλατηθεί από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ., που είχαν
μεταφερθεί στη Ρώμη και κατόπιν στην Καρχηδόνα από
τους Βανδάλους μετά την άλωση της Ρώμης το 455, μεταφέρθηκαν
πλέον στην Κωνσταντινούπολη, πιθανώς στην εκκλησία του αγίου
Πολύευκτου, πριν επιστραφούν και πάλι στην Ιερουσαλήμ και
φυλαχθούν στον ναό της Αναστάσεως.
Οι αρματοδρομίες ήταν σημαντικές στη Ρώμη για αιώνες. Στην
Κωνσταντινούπολη ο Ιππόδρομος της πόλης αποκτούσε με τον
καιρό ολοένα και μεγαλύτερη πολιτική σημασία, καθώς κατά τους
13. αγώνες το εύρος της αποδοχής των νέων αυτοκρατόρων κρινόταν
και από το εύρος των επευφημιών του λαού που παρακολουθούσαν
την τελετή έναρξης και ήταν το σημείο όπου ο λαός εξέφραζε την
κριτική του δια κοινής βοής σχετικά με το έργο της κυβέρνησης ή την
μη αποδοχή των ερωμένων των αυτοκρατόρων. Κατά την εποχή του
Ιουστινιανού η δημόσια τάξη στην Κωνσταντινούπολη έγινε ένα
κρίσιμο πολιτικό θέμα.
Ως η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη στην Ευρώπη και ως κέντρο
του πολιτισμού και της εκπαίδευσης στην περιοχή της Μεσογείου, η
πόλη απέκτησε και την ονομασία η Βασιλεύουσα ως η βασίλισσα
των πόλεων ή η Μεγαλόπολις ως η μεγάλη πόλη και στον
καθημερινό λόγο αναφερόταν απλά ως Η Πόλη από τους
Κωνσταντινουπολίτες και λοιπούς Ρωμαίους.[27]
Με ανάλογο
θαυμασμό ονομαζόταν και στις γλώσσες των άλλων λαών.
Οι Βίκινγκς (Βαράγγοι), οι οποίοι διατηρούσαν επαφές με την
αυτοκρατορία κατά την επέκταση τους στην Ανατολή, την
ονόμαζαν Μίκλαγκαρορ (Miklagarðr, Μεγάλη Πόλη) και
αργότερα Μίκλαγκαρντ (Miklagard) και Μίκλαγκαρθ (Miklagarth).
Στα Αραβικά η πόλη ήταν γνωστή ως Ρουμιγιάτ αλ-
κούμπρα (Rūmiyyat al-kubra, Μεγάλη Πόλη των Ρωμαίων) και
στα Περσικά ως Τακχτ-ε Ρουμ (Takht-e Rum, Θρόνος των
Ρωμαίων). Στις ανατολικές και νότιες Σλαβικές γλώσσες,
συμπεριλαμβανομένης και της μεσαιωνικής ρωσικής, η πόλη ήταν
γνωστή ως Τσάργκραντ (Царьград, πόλη του καίσαρα/τσάρου)
ή Κάριγκραντ (πόλη του βασιλιά). Πιθανώς η ονομασία αυτή
αντιστοιχούσε στην αντίστοιχη ελληνική φράση του Βασιλέως Πόλις.
15. Στάση του Νίκα
Κατά την περίοδο της ύστερης ρωμαϊκής εποχής και πρώιμης
Βυζαντινής, ο Χριστιανισμός βρισκόταν σε μια πορεία όπου
επισημοποιούνταν τα όργανα της Εκκλησίας και οι διδαχές της, και η
σύγκρουση μεταξύ των ορθοδόξων και των μονοφυσιτών έγινε η
κύρια αιτία για τις σοβαρές ταραχές που ακολούθησαν, η οποία
εκφράστηκε μέσω της οπαδών των ιπποδρομιών,
τους Γαλάζιους και τους Πράσινους. Οι οπαδοί των ομάδων αυτών
μαρτυρείται πως άφηναν τα γένια τους απεριποίητα, ενώ ξύριζαν το
κεφάλι τους στο μπροστινό μέρος και άφηναν το μαλλί να μακρύνει
στο πίσω μέρος του κεφαλιού ως είδος χαίτης, ενώ ο ρουχισμός τους
είχε ευρύχωρα μανίκια, τα οποία γινόταν στενά στην περιοχή του
καρπού. Οι ομάδες αυτές αποτελούσαν συμμορίες, οι οποίες κατά τη
διάρκεια της νύχτας επιδιδόταν σε κλοπές, βιαιοπραγίες και άλλα
αδικήματα. Με τον καιρό οι ομάδες αυτές οδήγησαν στη Στάση του
Νίκα, όπου κατά την περίοδο μιας εβδομάδας έγιναν εκτεταμένες
ταραχές και καταστροφές σε όλη την πόλη.
Οι πυρκαγιές που ξεκίνησαν από τους στασιαστές του Νίκα
κατέστρεψαν πολλά μνημεία και κτήρια· ανάμεσα τους ήταν και η
βασιλική της Αγίας Σοφίας. Ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον Ανθέμιο τον
Τραλλιανό και τον Ισίδωρο τον Μιλήσιο να αντικαταστήσουν τη ζημιά
με μια νέα και μεγαλύτερη Αγία Σοφία, στην οποία κατασκευάστηκε
και απευθείας σύνδεση με το αυτοκρατορικό παλάτι, ώστε ο
αυτοκράτορας και η οικογένειά του να μπορούν να την
επισκέπτονται, χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από τον ανοικτό
στο κοινό δρόμο. Η λειτουργία της νέας εκκλησίας έγινε στις 26
Δεκεμβρίου 537 με την παρουσία του αυτοκράτορα ο οποίος κατά
την παράδοση αναφώνησε Νενίκηκά σε Σολομών, αναφερόμενος
στο ότι νίκησε τον μυθικό Εβραίο βασιλιά Σολομώντα και
τον αντίστοιχο ναό του κατασκευάζοντας έναν ακόμα πιο
μεγαλοπρεπή ναό. Η Αγία Σοφία είχε 600 άτομα προσωπικό
ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και 80 ιερείς και στοίχισε 20.000
σόλιδους για να κτιστεί.
16. Ο Ανθέμιος ο Τραλλιανός (Σελεύκεια Καρίας 474 μ.Χ. -
Κωνσταντινούπολη, 534 μ.Χ.) ήταν Έλληνας Μικρασιάτης
γεωμέτρης, φυσικός, αρχιτέκτονας, μηχανικός και γλύπτης,
σπουδαιότερο έργο του οποίου ήταν η κατασκευή του Ναού
της.
17. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑς
Αντιμετώπιση πολιορκιών και υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας
Στις αρχές του 7ου αιώνα, αρχικά οι Άβαροι και αργότερα οι Βούλγαροι κατέκλυσαν
μεγάλες περιοχές των Βαλκανίων και υπήρξαν σημαντική απειλή για την ίδια την
Κωνσταντινούπολη από τα δυτικά. Παράλληλα, οι Σασσανίδες Πέρσες κατέκλυσαν τις
ανατολικές επαρχίες και διείσδυσαν βαθιά στην Μικρά Ασία. Ο Ηράκλειος ,αξιωματικός
από την εξαρχία της Αφρικής, έπλευσε προς την Κωνσταντινούπολη όπου και έγινε ο
νέος αυτοκράτορας. Βρήκε πως η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη ώστε θεώρησε αρχικά
την μετακίνηση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Καρχηδόνα ως μια πιθανή
επιλογή, αλλά άλλαξε γνώμη μετά τις ικεσίες και προτροπές των κατοίκων της
Κωνσταντινούπολης. Οι πολίτες δεν είχαν πλέον το δικαίωμα για δωρεάν σιτηρά το 618,
όταν ο Ηράκλειος συνειδητοποίησε πως η πόλη δε θα μπορούσε πλέον να προμηθεύεται
από την Αίγυπτο, ως συνέπεια των πολέμων με τους Σασσανίδες και ο πληθυσμός της
πόλης μειώθηκε αισθητά ως αποτέλεσμα.
Το 620 ο Ηράκλειος καθιέρωσε τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα σε όλη την
αυτοκρατορία, αντικαθιστώντας τα λατινικά, καθώς οι περισσότεροι υπήκοοι μιλούσαν
κυρίως ελληνικά.
Το 626 και ενώ η πόλη βρισκόταν υπό πολιορκία από τους Πέρσες και Αβάρους, ο
Ηράκλειος εξεστράτευσε βαθιά στις περιοχές των Περσών και για λίγο καιρό ανέκτησε
τον έλεγχο των περιοχών αυτών το 628, με τους Πέρσες να παραδίδουν όλες τις
προηγούμενες κατακτήσεις τους. Ωστόσο λίγες δεκαετίες μετά ακολούθησαν και άλλες
πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης κατά την διάρκεια των πολέμων με τους Άραβες, με
την πρώτη να γίνεται το 674 έως το 678 και τη δεύτερη από το 717 έως το 718. Κατά τις
πολιορκίες αυτές τα Θεοδοσιανά τείχη παρέμειναν απαραβίαστα από τις δυνάμεις που
επιτίθονταν από την ξηρά, ενώ κατά τις ναυτικές συγκρούσεις χρησιμοποιήθηκε το υγρό
πυρ από το Βυζαντινό ναυτικό για την καταστροφή των Αραβικων πλοίων και για την
προστασία του ανεφοδιασμού της πόλης. Κατά τη δεύτερη πολιορκία ο Τέρβελ, ηγεμόνας
των Βουλγάρων, πρόσφερε επίσης σημαντική βοήθεια.
Αγίας Σοφίας στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
την Κωνσταντινούπολη.
O Ισίδωρος ο Μιλήσιος (Μίλητος, 442 μ.Χ. - 537 μ.Χ.)
ήταν Έλληνας Μικρασιάτης μαθηματικός, μηχανικός
και αρχιτέκτονας. Ως βασικός συνεργάτης του Ανθεμίου από
τις Τράλλεις, συμμετείχε στην ανοικοδόμηση του ναού της Αγίας
Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη συμβολή στην
εκπόνηση και υλοποίηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Πιθανότατα,
συμμετείχε στην κατασκευή και άλλων έργων επί