Μία σύντομη επισκόπηση για την αρχιτεκτονική των Μινωικών ανακτόρων και των μυκηναϊκών τάφων και μια προσπάθεια σύνδεσης τους με τη μινωική περίοδο και τους μυκηναϊκούς τάφους στη Ρόδο.
1. Με τον όρο Μινωικός πολιτισμός εννοείται ο προϊστορικός πολιτισμός της Κρήτης, διακριτός του προϊστορικού
πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Αρχαία Ελλάδα(Ελλαδικός πολιτισμός) και τα νησιά
του Αιγαίου (Κυκλαδικός πολιτισμός). Το όνομα μινωικός προέρχεται από τον μυθικό βασιλέα Μίνωα και δόθηκε
από τον Άρθουρ Έβανς, τον αρχαιολόγο που ανέσκαψε το ανάκτορο της Κνωσού. Η ανάλυση του Έβανς για τον
Μινωικό πολιτισμό ολοκληρώθηκε το 1935, και έθεσε το θεμέλιο για τη μελέτη των διαδικασιών και
μετασχηματισμών που οδήγησαν στην ανάπτυξη, εδραίωση και παρακμή των Μινωιτών.Το νησί
της Κρήτης βρίσκεται στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου σε μια στρατηγική θέση, απορρόφησης επιδράσεων
από την Αίγυπτο την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Το κρητικό έδαφος είναι ορεινό με περιορισμένες αλλά
γόνιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις οποίες ο κρητικός λαός εκμεταλλευόταν οριακά. Η οικολογία της είναι τυπικά
Μεσογειακή και η γεωργική της εκμετάλλευση βασιζόταν κυρίως στην τριάδα δημητριακά-ελαιόδενδρα-
άμπελος. Η πρωιμότερη εγκατάσταση στην Κρήτη έχει εντοπιστεί στις περιοχές Πλακιάς και Πρέβελη. Πρόκειται
για παλαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα, τα παλαιότερα αναγόμενα στα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα.Η
νεολιθική κατοίκηση, η οποία μέχρι το 2010 πιστευόταν ότι ήταν η παλαιότερη, αρχίζει με την Ακεραμική περίοδο,
περί το 7000 π.Χ. Μετά από αυτή την περίοδο ακολούθησε μια μακρά περίοδος σχετικής σταθερότητας, έως την
έναρξη της Εποχής του Χαλκού, περί το 3000 π.Χ. Οι χρονολογικές παράμετροι που ορίζουν την Μινωική
περίοδο της εποχής του Χαλκού αφορούν κυρίως στο χρονικό διάστημα 3000 έως 1000 π.Χ.. με κυρίαρχα
γεγονότα την οικοδόμηση της Κνωσού 1900 π.Χ., την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας περ. 1500 π.Χ. και την
καταστροφή της Κνωσού 1375 π.Χ.Στην Κρήτη άκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις. Ο Έβανς στηρίχθηκε στις
λεπτομέρειες της κεραμεικής τυπολογίας, διαιρώντας τον Μινωικό πολιτισμό σε Πρώιμη Μινωική ή Πρωτομινωική
(ΠΜ), Μεσομινωική (ΜΜ και Υστερομινωική (ΥΜ), με υποπεριόδους I, II, και III. Αν και είναι χρήσιμο ως
στρωματογραφική χρονολόγηση, το σύστημα δεν απεικονίζει πλήρως την ανάπτυξη του μινωικού πολιτισμού. Το
σημείο αιχμής στην ανάπτυξή του υπήρξε η εγκαθίδρυση ενός ανακτορικού συγκεντρωτικού κράτους και τούτο
υπήρξε η αφορμή ώστε να αναπτύξει ο έλληνας αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων μια εναλλακτική χρονολογική
αλληλουχία: Προανακτορική (ΠM I–MM IΑ), Πρωτοανακτορική ή Παλαιοανακτορική (MM IΒ–MM III),
Νεοανακτορική (MM III–ΥΜ II [ΥΜ IIIΑ στην Κνωσσό]) και Μεταανακτορική (ΥΜ III). Μεταγενέστερες έρευνες
σχετικά με την ύπαρξη ανακτορικών θεσμών και κτηρίων κατά τους τελευταίους αιώνες του Μινωικού πολιτισμού
οδήγησαν σε τροποποίηση το αρχικό σύστημα παρεμβάλλοντας την Τελική Ανακτορική (ΥΜ ΙΙ - ΥΜ ΙΙΙΒ Πρώιμη)
ανάμεσα στη Νεοανακτορική (ΜΜ ΙΙΙ - ΥΜ ΙΒ) και τη Μετανακτορική (ΥΜ ΙΙΙΒ Ύστερη - ΥΜ ΙΙΙΓ), οι οποίες
συρρικνώθηκαν αντίστοιχα.
Μινωικός Πολιτισμός
2. Προανακτορική Περίοδος
Νεολιθική ΜΜ ΙΑ: περ. 7000–2000 π.Χ.: Η νεολιθική περίοδος στην Κρήτη θεωρείται ότι αρχίζει περί το 7000
π.Χ. Κατά τον Έβανς η Κρήτη αποικίστηκε από λαούς της ΝΔ Μέσης Ανατολής. Πιστοποιημένη μαρτυρία για
την κατοίκηση αυτής της περιόδου είναι η Κνωσός, στην δυτική πλυρά της κοιλάδας του Καιράτου σε μια
έκταση 0.25 εκτ. με κατ' εκτίμησιν πληθυσμό 70 ατόμων. Κατά την άποψη αυτή οι πρώτοι άποικοι έφεραν
μαζί τους τις δομές μιας πλήρως αναπτυγμένης καλλιεργητικής κοινωνίας και την πρωτογλώσσα από την
οποία προέκυψαν τα μεταγενέστερα γλωσσικά ιδιώματα του νησιού. Πολύ λίγες τοποθεσίες είναι γνωστές για
μια περίοδο 2.500 χρόνων. Οι μαρτυρίες πολλαπλασιάζονται στην ύστερη νεολιθική και στην χαλκολιθική
περίοδο (περ. 4500–3500 π.Χ.). Η Κνωσός φθάνει πλέον στην έκταση των 5 εκτ. και ο κατ' εκτίμησιν
πληθυσμός της τα 1500 άτομα. Η συγκεκριμένη αύξηση δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί από κάποια
δραστική δημογραφική αύξηση των γηγενών και έτσι έχει προταθεί η υπόθεση ότι υπήρξε ένα δεύτερο κύμα
αποικισμού, στην ίδια περίοδο που αποικήθηκαν και πολλά από τα νησιά του Αιγαίου. Η εμφάνιση νέων
τεχνοτροπιών στην κεραμεική της πρώιμης εποχής του Χαλκού στον Άγιο Ονούφριο και τους Πύργους και
άλλα υπολείμματα υλικού πολιτισμού παρόμοια με αυτά του κυκλαδικού πολιτισμού είναι σοβαρή ένδειξη
που στρέφει προς την υπόθεση της ύπαρξης ενός μεταναστευτικού ρεύματος στο Αιγαίο στη συγκεκριμένη
περίοδο. Σύγχρονη μελέτη σε μιτοχονδριακό γενετικό υλικό σκελετών ηλικίας 4,400–3,700 ετών και
σύγχρονων κατοίκων του Λασιθίου αναθεωρεί την υπόθεση του Έβανς, δείχνοντας ότι ο μινωικός και ο
σύγχρονος πληθυσμός έχει ισχυρότερες συγγένειες με τους νεολιθικούς και σύγχρονους πληθυσμούς της
Ευρώπης και αποκλείει προέλευση από τη Β. Αφρική. Οι ερευνητές προτείνουν ότι ο Μινωικός πολιτισμός
πιθανότατα αναπτύχθηκε από αυτόχθονα πληθυσμό της Κρήτης της Εποχής του Χαλκού. Αν και η ΠΜ I
φάση καθορίζει συμβατικά την έναρξη της εποχής του Χαλκού, ο όρος είναι μάλλον παραπλανητικός. Η
μεταλλουργία του χαλκού ήταν ήδη γνωστή στην ύστερη νεολιθική (Χαλκολιθική) στην Κνωσό, αλλά οι
χρήσεις του ορείχαλκου δεν εξαπλώθηκαν ευρέως μέχρι την την ΠΜ ΙΙ (περ. 2500 π.Χ.). Η κατανόηση των
κοινωνιών της ΠΜ I–ΜΜ ΙΑ (περίπου 3500–2000 π.Χ.) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ταφικά ευρήματα,
ιδιαίτερα τους κυκλικούς τύμβους στην Μεσαρά, και από λιγοστά ανεσκαμμένα πεδία, όπως τα Δέβλα ,
η Μύρτος, η Κορυφή (0,09 εκτ.) που έδωσε και το όνομά της στην χαρακτηριστική κεραμεική της ΠΜ II
Περιόδου. Η παρουσία τέτοιων τόπων με πληθυσμό πιθανώς 30-50 ατόμων, υπονοεί κοινωνίες με σχετική
ισότητα, αντίθετα με τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις της Κνωσού, της Φαιστού των Μαλίων του Μόχλου με
πληθυσμούς που ποικίλουν από 450 άτομα στη Φαιστό έως 1.500 άτομα στην Κνωσό. Το μέγεθός τους και
οι μνημειακές κατασκευές της Κνωσού ή τα ταφικά ευρήματα του Μόχλου μας οδηγούν στην υπόθεση της
ανάδυσης μιας κοινωνικής ιεραρχίας ήδη από την ΠΜ ΙΙ. Στην ύστερη προανακτορική φάση (ΜΜ ΙΑ στην
κεντρική Κρήτη, ΠΜ ΙΙΙ στην ανατολική), Οι πλούσιοι τάφοι μιας ελίτ αριστοκρατίας εξαπλώνονται
(Αρχάνες, Μάλια, Μόχλος) και συνιστούν ενδείξεις επαφών με την ανατολική Μεσόγειο. Πέραν τούτου
υποδεικνύουν και τη σημασία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και των εξωτερικών επαφών ως παραγόντων
ανάδυσης της κοινωνίας των ανακτόρων.
4. Ανακτορική Περίοδος
ΜΜ IΒ έως ΥΜ ΙΒ: περ. 2000–1470 π.Χ.). Τα πρώτα κτήρια που αναφέρονται ως 'ανάκτορα' χτίστηκαν στις αρχαιολογικές
θέσεις της Κνωσού, των Μαλίων και της Φαιστού στην ΜΜ ΙΒ φάση. Από αρχιτεκτονικής άποψης είναι μνημειακές κατασκευές
(η συνολική έκταση των δαπέδων ποκίλει από 1,3 εκτ. (3,2 στρ.) στην Κνωσό έως 0.75 εκτ. (1,85 στρ.) (στα Μάλια),
διατεταγμένες γύρω από μια κεντρική αυλή, με λιθόστρωτη δυτική αυλή και εξελιγμένες τεχνικές οικοδόμησης, όπως οι λίθινοι
ορθοστάτες. Η ομοιομορφία των πρώτων ανακτόρων είναι σχετικά φαινομενική, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στα Μάλια με το
διασκορπισμένο τους περίγραμμα, ενώ είναι πιθανό διακριτά ανακτορικά οικοδομήματα να μην εμφανίστηκαν σε όλο το νησί
έως την ΜΜ ΙΒ, κυρίως στην ανατολική Κρήτη, όπου το εκτεταμένο οδικό δίκτυο, οι σταθμοί και τα παρατηρητήρια
οικοδομήθηκαν κατά την ΜΜ ΙΙ, για να συνδέσουν το Παλαίκαστρο και τον κάτω Ζάκρο με το ΝΑ τμήμα του νησιού.Οι
καινοτομίες στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση της ύστερης προανακτορικής περιόδου διακρίνονται καλύτερα
στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον των πρώτων ανακτόρων. Τα ανάκτορα συσσώρευαν το γεωργικό πλεόνασμα των γαιών τους σε
κατασκευές μεγάλων αποθηκών τροφίμων, ώστε να καταστεί δυνατό να χρησιμοποιούνται σε εποχές πίεσης και πιθανώς σε
τελετουργικούς εορτασμούς. Για την καταγραφή των αποθεμάτων και άλλων στοιχείων χρησιμοποιούνταν δύο είδη γραφών —η
αποκαλούμενη κρητική ιερογλυφική (κυρίως στην Κνωσό και τα Μάλια) και οι γραμμικές γραφές. Πινακίδες Γραμμικής
Α και Γραμμικής Β βρέθηκαν στη Φαιστό κυρίως. Στη Φαιστό επίσης χρησιμοποιήθηκαν πήλινες σφραγίδες για τον άμεσο
έλεγχο των αποθηκευτικών χώρων και των ίδιων των δοχείων. Η βιοτεχνική παραγωγή αναπτύχθηκε στα ανάκτορα και είναι
πολύ πιθανό το γεγονός ότι τα ανάκτορα μονοπώλησαν πρώτες ύλες όπως ο χαλκός από την Αττική και άλλες πηγές,
ο κασσίτερος και το ελεφαντοστούν μέσω της Συρίας.
Ευρήματα πολύχρωμης κεραμεικής στις Καμάρες χαρακτηριστικά της πρωτοανακτορικής περιόδου είναι διαδεδομένα σε
διάφορους τόπους της ανατολικής Μεσογείου και στην Αίγυπτο, υποδεικνύοντας δρόμους εμπορίου και σχέσεις ανταλλαγής με
τις σημαντικότερες μεσογειακές δυνάμεις. Οι επαφές με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και νησιά του Αιγαίου (ειδικά
τις Κυκλάδες) είναι πυκνές κατά τη διάρκεια της πρωτοανακτορικής περιόδου και εντείνονται ακόμη περισσότερο στην
νεοανακτορική περίοδο. Οι εικονογραφικές μαρτυρίες και τα τέχνεργα προτείνουν ότι τα ανάκτορα χρησιμοποιούντο επίσης ως
τελετουργικά κέντρα ενώ στις λατρευτικές θέσεις περιλαμβάνονται σπήλαια (π.χ. Ιδαίον Άντρον και Δικταίον Άντρον), πηγές
(π.χ. Κάτω Σύμη), και ιερά σε κορυφές —ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μινωικού πολιτισμού— ήταν ευρέως διαδεδομένα στην
ύπαιθρο.Τα ανάκτορα έγιναν εστιακά σημεία εγκατάστασης και η αύξηση των εγκαταστάσεων στην Κνωσό μέχρι τη
νεοανακτορική περίοδο εκτιμάται σε 75 εκτάρια (185 στρέμματα), γεγονός που υποδεικνύει πληθυσμό ίσως και 12.000 ατόμων.
(Συγκριτικά, οι Μυκήνες της (ΥΕ) Υστεροελλαδικής περιόδου ήταν 30 εκτάρια (74 στρέμματα), συμπεριλαμβανομένης της
περιτοιχισμένης ακρόπολης). Τα εδάφη που ελέγχονταν από την Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια πιθανώς κάλυπταν έκταση
πάνω από 1.000 τετρ. χλμ.Η μετάβαση από τα παλαιά ή πρώτα ανάκτορα (της πρωτοανακτορικής) στα νέα ή δεύτερα
ανάκτορα (της νεοανακτορικής περιόδου) καθορίζεται από την αναδημιουργία των οικοδομημάτων, μετά από τις καταστροφές
—πιθανώς εξαιτίας σεισμού— και στις τρεις σημαντικές θέσεις της Μεσομινωικής (MM II και IIIA). Τα νέα ανάκτορα γίνονται
περισσότερο κατανοητά σε ό,τι αφορά στον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς παρουσιάζουν μείζονες αρχιτεκτονικές ομοιότητες.
Διατηρούν πολλούς από τους ρόλους των προκατόχων τους, όπως είναι η αποθήκευση, η τελετουργία, η παραγωγή και η
συγκέντρωση πρώτων υλών μέσω των επαφών με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και τα αιγαιακά νησιά, την ανατολική
Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Με εντυπωσιακό τρόπο αναδεικνύονται αυτές οι επαφές στις μινωικού ύφους τοιχογραφίες του Τελ
Κάμπρι (Tel Kabri) στο Ισραήλ και του Τελ ελ-Νταμπ’α Tell el-Dab'a (αρχαία Α αρις) στο Δέλτα του Νείλου.ὔ
6. Μυκηναϊκός Πολιτισμός
Με τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τους αρχαιολόγους ο προϊστορικός πολιτισμό
της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100π.Χ. κυρίως στην κεντρική και
νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην
οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο
ακμής του εξαπλώθηκε και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός
Πολιτισμός ταυτίζεται με την τελευταία περίοδο του Ελλαδικού Πολιτισμού, τον Υστεροελλαδικό Πολιτισμό.
Ταξινομείται παραδοσιακά ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας για αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα
κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα. Οι περίοδοι εξέλιξης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού ορίζονται με διάφορα
κριτήρια. Από χρονολογική άποψη σημαντική είναι η κεραμική, η οποία, καθώς εξελίσσεται με σχετικά
γοργούς ρυθμούς, επιτρέπει την οριοθέτηση σύντομων φάσεων και την κατάρτιση ενός ευέλικτου
χρονολογικού συστήματος. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός καλύπτει χρονολογικά τις κεραμικές φάσεις
Υστεροελλαδική (συντ. ΥΕ) Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, με μικρότερες υποδιαιρέσεις. Φαινόμενα που προοιωνίζονται την
εμφάνισή του παρατηρούνται ήδη κατά τη Μεσοελλαδική (ΜΕ) ΙΙΙ και παλιότερα. Η απόλυτη
χρονολόγηση αυτών των φάσεων σε ημερολογιακά έτη π.Χ. παρουσιάζει διακυμάνσεις. Ακολουθούν σε
γενικές γραμμές την άποψη της «υψηλής χρονολόγησης», που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, και
τοποθετεί τις εξελίξεις μέχρι και 100 χρόνια παλιότερα απ' ό,τι η «χαμηλή χρονολόγηση». Σημαντικότερες για
την παρακολούθηση ιστορικών φαινομένων είναι οι περίοδοι που ορίζονται με βάση πολιτισμικά
χαρακτηριστικά, όπως η ταφή σε λακκοειδείς τάφους από τη ΜΕ ΙΙΙ ως την πρώιμη ΥΕ ΙΙΑ (Περίοδος των
Λακκοειδών Τάφων) και η ύπαρξη ανακτόρων κυρίως κατά τις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΒ2 (Ανακτορική
Περίοδος). Σε χρήση είναι επίσης οι όροι «Πρώιμη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΜΕ ΙΙΙ-ΥΕ ΙΙΒ) και «Ύστερη
Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ). Την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ
φάσης ακολουθεί η περίοδος που, λόγω των πρώιμων γεωμετρικών μοτίβων της κεραμικής της, έχει
ονομαστεί Πρωτογεωμετρική.
7. Γεωγραφία
Σημαντικότερη πηγή για την πολιτισμική γεωγραφία του μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, με
δεύτερη σημαντικότερη τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Η μελέτη της μυκηναϊκής γεωγραφίας με βάση την Ιλιάδα και
την Οδύσσεια, που κυριάρχησε στην έρευνα τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι εν πολλοίς παραπλανητική. Τα ομηρικά έπη στη
μορφή που τα έχουμε σήμερα χρονολογούνται τουλάχιστον πέντε αιώνες ή δεκαπέντε γενιές μετά το τέλος του Mυκηναϊκού
Πολιτισμού και είναι έργα ποιητικά-μυθολογικά, όχι ιστορικά-γεωγραφικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων
ερευνητών αποδέχεται την άποψη του Moses Finley ότι τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν, καθώς
και την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και συνεπώς δεν αποτελούν «οδηγό» για τον μυκηναϊκό κόσμο. Η αντιπαραβολή των
μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από
αυτή την αντιπαραβολή φωτίζονται περισσότερο τα ίδια τα ομηρικά έπη και ειδικότερα η ποιητική εκμετάλλευση του
παρελθόντος από τον ποιητή τους, παρά ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ως ιστορικό φαινόμενο.Με βάση, λοιπόν, τη γεωγραφική
εξάπλωση του λεγόμενου «μυκηναϊκού πακέτου» αρχαιολογικών ευρημάτων (ανακτορικό κτήριο τύπου μεγάρου, Γραμμική Β
γραφή, θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι, τροχήλατη στιλβωτή κεραμική μελανού σε ανοικτό βάθος),[ τον γεωγραφικό πυρήνα
του μυκηναϊκού κόσμου συγκροτεί η νότια ηπειρωτική Ελλάδα με την Πελοπόννησο, την ανατολική Στερεά
Ελλάδα (Αττική, Βοιωτία) και την Εύβοια. Ιδιαίτερη συγκέντρωση αρχαιολογικών θέσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και
ανακτορικές ακροπόλεις, παρουσιάζουν η Αργολίδα και η Μεσσηνία, που μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και
σημαντικότερα κέντρα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, αν και η εικόνα αυτή οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι αυτές οι
περιοχές είναι και οι πιο εντατικά ερευνημένες. Σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα έχουν έλθει στο φως τα τελευταία χρόνια
στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που επιτρέπουν να εντάξουμε και τη Θεσσαλία στις περιοχές εξάπλωσης του Μυκηναϊκού
Πολιτισμού, όπως και την Ήπειρο, αλλά και την Μακεδονία. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός εξαπλώθηκε σταδιακά προς νότια και
ανατολικά μέσω των θαλάσσιων δρόμων, ώστε για την εποχή ακμής του, το 13ο αι. Π.Κ.Χ., να μπορεί να αναγνωριστεί μια
ομοιογενής πολιτισμική σφαίρα επιρροής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού τουλάχιστον στο χώρο του Αιγαίου, η λεγόμενη
«Μυκηναϊκή Κοινή». Τα άφθονα ευρήματα εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής στα νησιά του Αιγαίου και σε ολόκληρη την
ανατολική Μεσόγειο, καθώς και η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων, δίνουν τα σημαντικότερα στοιχεία. Ωστόσο από μόνη της
η κεραμική δεν αποδεικνύει και την παρουσία Mυκηναίων εποίκων ούτε και διαφωτίζει τη σχέση πιθανών τέτοιων εποίκων με
τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Η παρουσία σε μια περιοχή ξένων ταφικών ή λατρευτικών εθίμων, που είναι στενά συνδεδεμένα
με ένα λαό, και η γραφή, ως ενδεικτική της γλώσσας του, δίνουν πιο ισχυρές ενδείξεις. Με βάση αυτά τα δεδομένα θεωρείται
σχεδόν βέβαιη η παρουσία Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη από την ΥΕ ΙΙΒ (περ. 1420 Π.Κ.Χ.),
στις Κυκλάδες από την ΥΕ ΙΙΙΑ1, στην Κύπρο από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 (περ. 1400Π.Κ.Χ.) τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας
λίγο αργότερα. Η εξάπλωση των Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου, όπου προηγουμένως κυριαρχούσαν οι Μινωίτες, σχετίζεται
ασφαλώς με τη μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη.Στις Βόρειες περιοχές του ελλαδικού χώρου (Ήπειρο, Μακεδονία, Ανατολική
και Δυτική Θράκη) οι εγκατάσταση των Μυκηναίων καθυστέρησε κάπως, περίπου 600-800 Π.Κ.Χ. (βλέπε χάρτη).
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές οι χρονολογίες αφορούν τις πρώτες εγκαταστάσεις των Μυκηναίων (Αχαιών). Οι περισσότερες
μετακινήσεις πληθυσμών έγιναν από την Παλαιά Ελλάδα (όπως αποκαλείται στα νεότερα χρόνια) μετά τη λεγόμενη Κάθοδο
των Δωριέων, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Ελληνικού Αποικισμού. Γραπτές πηγές των Χετταίων μιλούν για τo
βασίλειo Αχιγιάβα, το οποίο οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ταυτίζεται με τον μυκηναϊκό κόσμο (Αχαιούς) ή τουλάχιστον με
τμήμα του. Επιπλέον, η Μιλλάβαντα των Χετταιικών πηγών έχει ταυτιστεί με την Μίλητο, η οποία εμφανίζεται στα σχετικά
κείμενα ως τμήμα της επικράτειας Αχιγιάβα.
8. Αρχιτεκτονική
Από τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική είναι γνωστές οχυρές ακροπόλεις, που περιλαμβάνουν ανάκτορα, και ταφικά
μνημεία. Τειχισμένες ακροπόλεις έχουν βρεθεί στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Μιδέα της Αργολίδας, στη
Λάρισα του Άργους, στον Γλα της Βοιωτίας, καθώς και στην Αθήνα, στη θέση της
μεταγενέστερης Ακρόπολης. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπια των
μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο
χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων».Στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι
τάφων: ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός. Οι θολωτο
τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά και εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού
Πολιτισμού.
9. Λακκοειδείς Τάφοι
Οι απαρχές του Μυκηναϊκού πολιτισμού πρέπει να αναζητηθούν στην Πελοπόννησο του 17ου
αι. π.Χ., και συγκεκριμένα στους περίφημους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών, της θέσης που
έμελλε να δώσει το όνομά της στην εποχή που θα ακολουθούσε. Οι ηγεμονικοί αυτοί τάφοι
ξεχωρίζουν από ο,τιδήποτε άλλο υπήρχε την περίοδο εκείνη στον ελλαδικό χώρο, όχι μόνον για
το μέγεθός και το σχήμα τους (ήταν ευρύχωροι και οικογενειακοί σε αντίθεση με τους
περισσότερους τάφους της Μέσης Εποχής του Χαλκού, που ήταν μικροί και ατομικοί) αλλά και
για τον πλούτο που περιείχαν. Τα πολυάριθμα κτερίσματα περιελάμβαναν πολυτελή
αντικείμενα από την Κρήτη και τις Κυκλάδες καθώς και όπλα, μετάλλινα σκεύη και αγγεία
εντόπιας παραγωγής, που δίκαια θεωρούνται ως τα πρώτα δείγματα της νεογέννητης
μυκηναϊκής τέχνης. Τα συγκεκριμένα αντικείμενα φέρουν τόσο έντονες μινωικές επιρροές που
πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι κατασκευάστηκαν από Μινωίτες τεχνίτες που βρίσκονταν στην
υπηρεσία Μυκηναίων ηγεμόνων. Οι λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών αντιπροσωπεύουν το
τέλος μιας περιόδου οικονομικής ένδειας και εσωστρέφειας που έζησαν οι περιοχές της
ηπειρωτικής Ελλάδας κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, και σηματοδοτούν μια νέα
εποχή δημιουργικών επαφών με τους προηγμένους πολιτισμούς του Αιγαίου και κυρίως με τη
μινωική Κρήτη.. Η ένταση των επαφών, βέβαια, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εμπορική
δραστηριότητα των Μινωιτών της Νεανακτορικής περιόδου και στο αυξανόμενο ενδιαφέρον
τους για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της ηπειρωτικής Ελλάδας (κυρίως για πηγές μετάλλων)
και για την εκμετάλλευση νέων εμπορικών δρόμων. Η νέα αυτή κινητικότητα έβγαλε τις
ελλαδικές κοινωνίες από την απομόνωση και δημιούργησε προϋποθέσεις οικονομικής
ανάπτυξης και κοινωνικής εξέλιξης.
11. Θολωτοί Τάφοι
Σύντομα, δημιουργήθηκαν δίκτυα επαφών και διακίνησης προϊόντων στα οποία συμμετείχαν
οι περισσότερες περιοχές της Πελοποννήσου (Αργολίδα, Λακωνία, Μεσσηνία) αλλά και
πολλές περιοχές της κεντρικής Ελλάδας (Βοιωτία, Αττική, κ.ά.). Ο αυξανόμενος πλούτος
προκάλεσε ανισότητες και ανταγωνισμούς μεταξύ ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων, που
εκφράστηκαν κυρίως στο ταφικό πεδίο. Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο, οι ευγενείς
ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ανέγερση μνημειακών τάφων και για τη ταφική χλιδή
παρά για την οικοδόμηση εντυπωσιακών οικιών ή ανακτόρων. Το ενδιαφέρον των
Μυκηναίων για τη μεταθανάτια φήμη ήταν τέτοιο που οδήγησε στη γένεση ενός από τους
χαρακτηριστικότερους τύπους της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής, του θολωτού τάφου, δηλαδή
ενός λίθινου κυκλικού οικοδομήματος με εκφορική στέγαση και πλευρική είσοδο, το οποίο
κατασκευαζόταν εν μέρει υπογείως ενώ το ανώτερο τμήμα του καλυπτόταν από τύμβο (σε
συνέχεια μιας μακράς μεσοελλαδικής παράδοσης). Δεκάδες θολωτοί τάφοι
κατασκευάστηκαν στην Αργολίδα και τη Μεσσηνία κατά τον 16ο και 15ο αι. π.Χ. για τα μέλη
αριστοκρατικών οικογενειών. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται και οι λαξευτοί θαλαμοειδείς
τάφοι, που φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν από κατώτερα μέλη της κοινωνικής ιεραρχίας. Οι
θαλαμοειδείς τάφοι λαξεύονταν συνήθως σε πλαγιές λόφων, είχαν ποικίλα μεγέθη και
σχήματα και προσεγγίζονταν από πλευρική είσοδο στην οποία κατέληγε στενός δρόμος.
13. Θαλαμωτοί ή θαλαμοειδείς τάφοι
Οι μυκηναϊκοί θαλαμωτοί ή θαλαμοειδείς τάφοι είναι ακανόνιστου
σχήματος σπηλαιώδη υπόγεια λαξεύματα στο μαλακό βράχο, στα
οποία οδηγεί μια επίσης λαξευμένη κατωφέρεια, ο δρόμος, όπως
ονομάζεται στην αρχαιολογική ορολογία. Ήταν μάλλον οικογενειακοί
τάφοι και χρησιμοποιούνταν από τα μεσαία στρώματα του
πληθυσμού. Και αυτοί κατασκευάζονταν κατά συστάδες
σχηματίζοντας νεκροταφεία.
15. Το τέλοςΤα πρώτα σημάδια κρίσης στα ανακτορικά κέντρα εμφανίζονται με εκτεταμένες καταστροφές από σεισμό στο τέλος
της ΥΕ ΙΙΙΒ1. Λίγο αργότερα καίγεται η ακρόπολη του Γλα και εγκαταλείπεται. Στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και την
Αθήνα συνεχίζεται η ζωή, στις αρχές της ΥΕ ΙΙΙΒ2 όμως προστίθενται ολόκληρες πτέρυγες στους οχυρωματικούς
περιβόλους για να διασφαλιστεί η πρόσβαση στις πηγές νερού από το εσωτερικό των ακροπόλεων. Εργασίες
οχύρωσης καταγράφονται στη Μιδέα και στη Φυλακωπή της Μήλου την ίδια περίοδο, ενώ στις Μυκήνες και την Πύλο
επεκτείνονται οι αποθηκευτικοί χώροι και οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις που γειτνιάζουν άμεσα με τα ανάκτορα. Όλα
αυτά μοιάζουν με μέτρα ασφαλείας σε αναμονή κάποιας πολιορκίας. Επίσης κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ2 αρχίζει η ανάπτυξη
τοπικών ιδιαιτεροτήτων στο μυκηναϊκό κόσμο και η διάσπαση της πολιτισμικής ομοιομορφίας της ανακτορικής
περιόδου, προφανώς λόγω χειροτέρευσης της επικοινωνίας.Στο πέρασμα από τον 12ο στον 11ο
αι. Π.Κ.Χ. παρατηρείται ένα δεύτερο, ισχυρότερο κύμα καταστροφών, από το οποίο δεν θα συνέλθουν ποτέ τα
μυκηναϊκά βασίλεια. Η Τίρυνθα, οι Μυκήνες και η Μιδέα καταστρέφονται από ισχυρό σεισμό, ενώ η Πύλος και η Θήβα
καίγονται και σχεδόν εγκαταλείπονται. Εγκαταλείπονται επίσης οικισμοί στην Τσούγγιζα της Κορινθίας και
στα Νιχώρια της Μεσσηνίας, αν και δεν φανερώνουν ίχνη καταστροφής. Ο πληθυσμός μειώνεται δραματικά κατά την
ΥΕ ΙΙΙΓ, η κατοίκηση όμως συνεχίζεται σε οχυρούς οικισμούς στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες, τη Μιδέα και την Ασίνη της
Αργολίδας, την Αθήνα, την Αχαΐα, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Φωκίδα και τις Κυκλάδες. Ο διοικητικός μηχανισμός των
ανακτόρων καταρρέει και η Γραμμική Β γραφή εγκαταλείπεται και ξεχνιέται.Τρεις κυρίως εξηγήσεις έχουν προταθεί
για την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων και τη συνακόλουθη παρακμή Μυκηναϊκού Πολιτισμού: η φυσική
καταστροφή, η εξωτερική εισβολή και οι εσωτερικές διαμάχες. Φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές και ίσως
κλιματικές αλλαγές) έχουν πιστοποιηθεί αρχαιολογικά, στο πρώτο κύμα τους όμως άντεξε το σύστημα και τα
ανάκτορα ξαναχτίστηκαν. Η απειλή από εξωτερικούς εισβολείς μπορεί να είναι η αιτία για την ενίσχυση των
οχυρώσεων, όμως ο υλικός πολιτισμός της ΥΕ ΙΙΙΓ δείχνει αδιάκοπη συνέχεια με την ανακτορική περίοδο πριν την
καταστροφή. Ακόμα και αν επιτέθηκαν τελικά εξωτερικοί εισβολείς, δεν εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που έλεγχαν οι
Μυκηναίοι. Ξίφη του ιδιαίτερου τύπου Naue II και χονδροειδής κεραμική κατασκευασμένη χωρίς τροχό, πολύ
διαφορετική από τη μυκηναϊκή, έχουν συνδεθεί με πιθανούς εισβολείς. Και τα δύο όμως εμφανίζονται ήδη πριν από
τις καταστροφές και όχι με την έλευση πληθυσμών που μπορεί να ευθύνονται για τις καταστροφές. Νέα ταφικά έθιμα
(καύση νεκρών, κιβωτιόσχημοι τάφοι) εμφανίζονται με χρονική απόσταση από το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΒ, στην
προχωρημένη ΥΕ ΙΙΙΓ. Ο μύθος της Καθόδου των Δωριέων, που έπλασαν οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας Π.Κ.Χ. για
να εξηγήσουν την καταγωγή τους, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί αρχαιολογικά.Στα μέσα της ΥΕ ΙΙΙΓ σημειώνεται μια
«αναγέννηση», που εκφράζεται κυρίως στη διακόσμηση αγγείων με εικονιστικές σκηνές. Το υπερπόντιο εμπόριο
εξακολουθεί και τώρα μάλιστα στρέφεται και προς τα δυτικά, στην Ιταλία. Τελευταίες έρευνες στην Τίρυνθα, τη Μιδέα
και τη Νάξο δείχνουν πως στην ΥΕ ΙΙΙΓ υπήρξαν ακόμα και προσπάθειες να επισκευαστούν τα μέγαρα της
ανακτορικής περιόδου και να ανασυγκροτηθούν οι δομές εξουσίας. Όμως οι προσπάθειες αυτές δεν απέτρεψαν το
οριστικό τέλος με ένα τρίτο κύμα καταστροφών στα τέλη του 12ου αι. Π.Κ.Χ.Η θεωρία της εσωτερικής κατάρρευσης
του συστήματος λόγω διαμάχης ανάμεσα στα μυκηναϊκά βασίλεια ή στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις εξηγεί γιατί με
τις καταστροφές παράκμασε κυρίως ο πολιτισμός των ηγετικών στρωμάτων της μυκηναϊκής κοινωνίας (ο
αρχιτεκτονικός τύπος του μεγάρου, ο διοικητικός μηχανισμός, η γραφή, το εμπόριο με την Ανατολή, ανακτορικές
τέχνες όπως η τοιχογραφία). Η ζωή σε χαμηλότερα επίπεδα συνεχίστηκε σχεδόν ανεπηρέαστη.
Το γενικό συμπέρασμα είναι πως όλες οι παραπάνω αιτίες ευθύνονται ως ένα βαθμό για την παρακμή του
ανακτορικού μυκηναϊκού πολιτισμού, με διαφορετική βαρύτητα σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή. Καμία από αυτές τις
θεωρίες δεν μπορεί να εξηγήσει το τέλος από μόνη της ή να εφαρμοστεί σε ολόκληρο το μυκηναϊκό κόσμο.