5. 5
Περιδιαβαίνοντας στις µνήµες της Μεσαιωνικής Ακρόπολης
των Αθηνών
267
μ.Χ
-‐
1456
μ.X
Στην
Ακρόπολη
αυτήν
την
περίοδο
έχουν
κατεδαφιστεί
όλα
τα
κτίρια
εκτός
από
τον
Παρθενώνα,
το
Ερέχθειο
και
τα
Προπύλαια.
Ο
βράχος
οχυρώνεται
εκ
νέου
με
την
προσθήκη
επάλξεων
και
πύργων.
Τα
μνημεία
μετατρέπονται
είτε
σε
φρούρια
είτε
σε
εκκλησίες.
Η
Ακρόπολη
γνωρίζει
διάφορες
οικοδομικές
φάσεις
ανάλογα
τις
ανάγκες
του
εκάστοτε
κυρίαρχου
(Βυζαντινοί,
Φράγκοι,
Καταλανοί,
Ενετοί).
Το
έτος
267
μ.Χ.
οι
Έρουλοι
–
ένας
βαρβαρικός
λαός
με
σκανδιναβική
προέλευση
εγκαταστημένος
τον
3ο
αιώνα
στα
βόρεια
παράλια
του
Ευξείνου
–
σε
συνεργασία
με
τους
Γότθους
επέδραμαν
στα
νησιά
του
Αιγαίου
και
στην
ηπειρωτική
Ελλάδα,
εισέβαλαν
στην
Αττική,
κατέλαβαν
την
Αθήνα,
τη
λεηλάτησαν
και
την
πυρπόλησαν.
Τα
τείχη
αποδείχτηκαν
ανεπαρκή
για
να
προστατεύσουν
αποτελεσματικά
την
πόλη
από
τη
βαρβαρική
απειλή.
Ο
Παρθενώνας
υπέστη
καταστροφές
από
την
πυρκαγιά:
κατέρρευσε
η
οροφή
και
καταστράφηκε
η
εσωτερική
δίτονη
κιονοστοιχία.
Στις
επισκευές
που
ακολούθησαν,
δεν
ήταν
οικονομικά
δυνατό
να
κατασκευαστεί
η
οροφή
στην
αρχική
της
μορφή
και
έτσι
χτίστηκε
μία
νέα
που
στέγαζε
μόνο
τον
σηκό
αφήνοντας
την
εξωτερική
κιονοστοιχία
ακάλυπτη.
6. 6
Η
περιοχή
αυτή,
που
εκτείνεται
βόρεια
του
λόφου
της
Ακρόπολης,
περιτειχίστηκε
στα
τέλη
του
3ου
αιώνα,
πιθανότατα
κατά
την
εποχή
του
αυτοκράτορα
Πρόβου
(276-‐282
μ.Χ.)
ή
λίγο
αργότερα.
Τον
3ο
αι.
μ.Χ.,
με
αφορμή
την
επιδρομή
των
Ερούλων,
στα
δυτικά
της
Ακρόπολης
και
κάτω
από
τα
Προπύλαια
κατασκευάσθηκε
συμπληρωματική
οχύρωση
και
δύο
πύλες,
από
τις
οποίες
η
δυτική
είναι
η
πύλη
Beule.
Από
την
εποχή
εκείνη
η
Ακρόπολη
μετατράπηκε
και
πάλι
σε
οχυρό
και
διατήρησε
αυτό
το
χαρακτήρα
έως
τον
19ο
αιώνα.
Το
νέο
αυτό
τείχος
ξεκινούσε
από
το
βορειοδυτικό
άκρο
των
τειχών
της
Ακρόπολης,
κατευθυνόταν
βόρεια
κατά
μήκος
της
ανατολικής
πλευράς
της
οδού
των
Παναθηναίων
φθάνοντας
στο
νότιο
άκρο
της
Στοάς
του
Αττάλου
που
ενσωματωνόταν
σε
αυτό,
από
το
βόρειο
άκρο
της
Στοάς
κατευθυνόταν
ανατολικά,
συναντούσε
τον
νότιο
τοίχο
της
Βιβλιοθήκης
του
Αδριανού
που
επίσης
ενσωματωνόταν
στο
τείχος,
προχωρούσε
ανατολικά
και
σε
απόσταση
350
περίπου
μέτρων
(εκεί
όπου
στη
νεότερη
εποχή
θα
ανεγειρόταν
το
αρχοντικό
των
Μπενιζέλων)
έστρεφε
νότια
και
κατευθυνόταν
προς
τα
τείχη
της
Ακρόπολης.
Είναι
φανερό
ότι
το
τείχος
αυτό
ήταν
προϊόν
έντονης
ανησυχίας
και
φόβου
και
κατασκευάστηκε
με
σπουδή
κάτω
από
την
επήρεια
της
νωπής
ακόμη
ανάμνησης
της
συμφοράς
που
είχε
προξενήσει
η
επιδρομή
των
Ερούλων.
Αποβλέποντας
στην
αποτροπή
νέων
δεινών,
οι
Αθηναίοι
–
όσοι
είχαν
απομείνει
στη
ρημαγμένη
πόλη
–
οικοδόμησαν
έναν
οχυρό
περίβολο
χρησιμοποιώντας
ως
δομικό
υλικό
τους
ίδιους
τους
δόμους
των
ερειπωμένων
αρχαίων
κτηρίων
και
εξοικονομώντας
χρόνο
και
εργασία
με
την
ενσωμάτωση
στον
περίβολο
αυτόν
εκείνων
των
αρχαίων
κτισμάτων
που
χάρη
στη
θέση,
την
κατασκευή
και
τον
όγκο
τους
προσφέρονταν
γι'
αυτό.
Η
Αθήνα
ήταν
τώρα
πια
ένας
περιορισμένος
σε
έκταση,
μικρός
και
ολιγάνθρωπος
οικισμός,
που
αγωνιζόταν
να
επιβιώσει
μέσα
σ'
ένα
απέραντο
και
θλιβερό
χώρο
ερειπίων.
Παρ'
όλα
αυτά,
η
ζωή
επανήλθε
σε
κανονικούς
ρυθμούς
και
κατά
τον
4ο
αιώνα
παρουσιάζει
ανάκαμψη
έχοντας
καταστεί
και
πάλι
σπουδαίο
παιδευτικό
κέντρο.
Ανάμεσά
τους
και
έξοχα
πνεύματα
του
όψιμου
αρχαίου
κόσμου,
όπως
ο
Γρηγόριος
ο
Ναζιανζηνός,
ο
Μέγας
Βασίλειος
και
ο
μετέπειτα
αυτοκράτορας
Ιουλιανός,
ο
γνωστός
ως
Παραβάτης.
Βέβαια,
η
Αθήνα
δεν
ήταν
τότε
παρά
ένα
φτωχό
απομεινάρι
του
λαμπρού
παρελθόντος.
Ο
Συνέσιος
ο
Κυρηναίος,
που
την
είχε
επισκεφθεί
στα
τέλη
του
4ου
αιώνα
έγραφε
χαρακτηριστικά
ότι
η
πόλη
δεν
είχε
τίποτα
το
σπουδαίο
εκτός
από
τα
ένδοξα
τοπωνύμια:
“Ουδέν
έχουσιν
αι
νυν
Αθήναι
σεμνόν,
αλλ'
ή
τα
κλεινά
των
χωρίων
ονόματα”.
Μόνο
τις
άδειες
φιλοσοφικές
σχολές
και
τη
γυμνή
Ποικίλη
Στοά
μπορούσε
κανείς
να
θαυμάσει
στην
Αθήνα,
την
πόλη
που
άλλοτε
ήταν
Εστία
σοφών
και
τώρα
«σεμνύνουσιν...
οι
μελιττουργοί».
7. 7
Τοπογραφικό
σχέδιο
της
Αθήνας
στην
περίοδο
από
την
καταστροφή
της
πόλης
από
του
Ερούλους
το
267
μ.Χ.
μέχρι
την
εποχή
του
αυτοκράτορα
Θεοδοσίου
Β΄(408
μ.Χ.)
Οπωσδήποτε,
κατά
τον
4ο
αιώνα
η
πόλη
αρχίζει
να
επεκτείνεται
και
πάλι
έξω
από
το
εσωτερικό
τείχος,
γεγονός
που
οδήγησε
στην
επισκευή
του
εξωτερικού
αρχαίου
τείχους
κατά
το
δεύτερο
μισό
του
αιώνα.
Στην
ευρύτερη
αυτή
ζώνη
της
Αθήνας,
όπου
παρά
τις
αλλεπάλληλες
δηώσεις
και
καταστροφές
η
ανθρώπινη
δραστηριότητα
δεν
είχε
ολότελα
εξαφανιστεί,
παρατηρείται
έντονη
οικοδομική
δραστηριότητα
γύρω
στα
τέλη
του
4ου
και
τις
αρχές
του
5ου
αιώνα
με
την
επισκευή
παλαιών
κτιρίων
και
την
ανέγερση
νέων.
Η
επέκταση
και
η
ανάπτυξη
της
Αθήνας
έξω
από
το
εσωτερικό
υστερορρωμαϊκό
τείχος
συνεχίστηκε
και
κατά
τους
επόμενους
αιώνες.
Και
αυτή
ακριβώς
η
επέκταση
της
πόλης
αιτιολογεί
την
κατά
τους
χρόνους
του
Ιουστινιανού
ανοικοδόμηση
του
εξωτερικού
τείχους
παράλληλα
με
την
επισκευή
του
εσωτερικού.
Ο
Ιουστινιανός,
βέβαια,
είχε
καταφέρει
καίριο
πλήγμα
στην
πνευματική
και
την
οικονομική
ζωή
της
με
την
κατάργηση
των
φιλοσοφικών
σχολών
(529
μ.Χ.).
Τότε
αποσπάστηκαν
από
κτίρια
της
αθηναϊκής
Αγοράς
κάποιοι
κίονες,
που
μεταφέρθηκαν
στην
Κωνσταντινούπολη
για
να
χρησιμοποιηθούν
στην
οικοδόμηση
του
ναού
της
Αγίας
Σοφίας.
Έτσι,
η
μέριμνα
για
την
αποκατάσταση
των
οχυρώσεων
της
Αθήνας
θεωρήθηκε
ως
ένα
είδος
αποζημίωσης
για
όσα
είχαν
γίνει
σε
βάρος
της.
Παρά
την
αποκατάσταση
του
εξωτερικού
τείχους,
το
εσωτερικό
υστερορρωμαϊκό
δεν
αχρηστεύθηκε,
ούτε
εγκαταλείφθηκε.
Χρήσιμο
σε
8. 8
περιπτώσεις
έκτακτης
ανάγκης,
παρουσιάζει
σαφή
σημεία
επισκευών
κατά
την
ύστερη
βυζαντινή
εποχή
και
αργότερα
κατά
την
περίοδο
της
λατινικής
κυριαρχίας.
Τοπογραφικό
σχέδιο
της
Αθήνας
στην
περίοδο
από
τη
βασιλεία
του
Θεοδοσίου
Β΄μέχρι
τους
χρόνους
του
Ιουστινιανού
(408
–
565
μ.Χ.)
Λίγο
μετά
τα
μέσα
του
11ου
αιώνα,
σύμφωνα
με
τον
Ιω.
Τραυλό,
παράλληλα
με
τις
επισκευές
του
εσωτερικού
τείχους,
χτίστηκε
το
Ριζόκαστρο
που
περιέβαλε
τον
λόφο
της
Ακρόπολης.
Έτσι,
κατά
το
τέλος
της
βυζαντινής
περιόδου
η
Αθήνα
διέθετε
ικανή
άμυνα
χάρη
στο
σύστημα
των
τριών
οχυρωματικών
περιβόλων
της.
9. 9
Τοπογραφικό
σχέδιο
της
Αθήνας
στην
περίοδο
από
την
εποχή
του
Ιουστινιανού
μέχρι
την
κατάληψη
της
πόλης
από
τους
Φράγκους
(565
–
1205
μ.Χ.).
Η
πόλη
εκτείνεται
και
πέρα
από
το
υστερορωμαϊκό
τείχος
και
το
Ριζόκαστρο
στα
όρια
που
περικλείονται
από
τα
αρχαία
τείχη,
όπου
αναπτύσσονται
βυζαντινές
συνοικίες
και
όπου
εμφανίζονται
διάσπαρτοι
οι
βυζαντινοί
ναοί.
Το
Ριζόκαστρο
Ριζόκαστρο
αποκαλείται
το
τείχος
της
Μεσαιωνικής
οχύρωσης
της
Αθήνας,
ένα
μέρος
του
οποίου
σώζεται
στην
βόρεια
πλευρά
της
Ακρόπολης.
Συχνά
ονομάζεται
έτσι
και
η
παρακέιμενη
συνοικία,
τμήμα
της
συνοικίας
των
Αέρηδων.
Ονομάζεται
έτσι
επειδή
η
τοποθεσία
του
είναι
στην
ρίζα
του
κάστρου
και
όχι
στην
άκρη.
Φαίνεται
ότι
στην
αρχαιότητα
ήταν
το
ασφαλές
καταφύγιο
των
Αθηναίων
κατά
την
απειλή
διαφόρων
κινδύνων.
Στη
Βυζαντινή
εποχή
το
κάστρο
συμπληρώθηκε,
επισκευάστηκε
και
έγινε
προοχύρωμα
αρκετά
δυνατό
για
να
αντέχει
στις
πολιορκίες.
Ενα
τμήμα
του
Ριζοκάστρου
της
Ακρόπολης,
του
βυζαντινού
της
τείχους,
βρέθηκε
πρόσφατα,
στα
έργα
που
γίνονται
για
την
επέκταση
του
Μουσείου
Κανελλοπούλου
στις
οδούς
Αρετούσης
και
Θεωρίας.
Οι
αρχαιολόγοι
ήξεραν
την
ύπαρξή
του
γιατί
ένα
άλλο
τμήμα
του
Ριζοκάστρου
είχε
βρεθεί
όταν
χτιζόταν
το
μουσείο.
Το
καινούργιο
κομμάτι
έχει
μήκος
8,5
μ.
και
ύψος
1,5
μ.
και
επειδή
βρίσκεται
σε
πολύ
καλή
κατάσταση,
πρέπει
να
γίνει
προσπάθεια
να
διατηρηθεί
ολόκληρο,
αποφάνθηκε
το
ΚΑΣ.
Στην
ίδια
ανασκαφή
αποκαλύφθηκε
δωμάτιο
υστεροβυζαντινής
οικίας,
επίσης
πολύ
καλά
διατηρημένο
που
θα
ενταχθεί
ως
έκθεμα
μέσα
στο
μουσείο.
10. 10
Νεότερες
ανασκαφές
εντόπισαν
βυζαντινά
κτίσματα
που
ανήκουν
στον
βυζαντινό
οικισμό
που
απλωνόταν
στη
νότια
κλιτύ
της
Ακρόπολης
και
είχε
πυκνή
κάλυψη
από
τα
παλαιοχριστιανικά
χρόνια
μέχρι
τα
μεσοβυζαντινά
χρόνια.
Η
χρονολόγηση
των
κτισμάτων
μας
οδηγεί
στο
συμπέρασμα
ότι
η
ανέγερση
του
Ριζόκαστρου
πάνω
στα
ερείπια
του
Βήματος
του
Φαίδρου
και
των
παρόδων
προϋποθέτει
την
καταστροφή
των
βυζαντινών
κτισμάτων,
η
οποία
μπορεί
να
οφείλεται
πιθανόν
μάλιστα
στην
ανέγερση
του
Κάστρου.
Αυτή
η
υπόθεση
όμως
δε
συμβιβάζεται
με
τη
χρονολόγηση
του
Ριζόκαστρου
στον
11ο
αι.
μ.Χ,
του
Ιω.
Τραυλού,
αλλά
στα
τέλη
του
α΄μισού
του
13ου
αι.
μ.
Χ.,
σύμφωνα
με
τον
Κ.
Τσάκο.
Μια
τέτοια
τοποθέτηση
ταιριάζει
με
την
εξαφάνιση
του
βυζαντινού
οικισμού
σ΄εκείνη
την
περιοχή.
Τμήμα
του
Ριζόκαστρου
σήμερα
11. 11
Σύμφωνα
με
τον
τρόπο
δόμησης
στις
αρχές
του
11ου
αι.
μ.Χ.,
που
θα
μπορούσε
να
χαρακτηρισθεί
πρόδρομος
του
πλινθοπερίκλειστου,
για
τις
κατασκευές
χρησιμοποιούσαν
μεγάλους
σε
μέγεθος
λίθους,
που
προέρχονταν
από
αρχαίο
οικοδομικό
υλικό
και
διατάσσονταν
σε
στρώσεις
μεταξύ
των
οποίων
παρεμβάλλονταν
μία
ή
περισσότερες
σειρές
μικρά
τούβλα
κι
ένα
γκριζωπό
κονίαμα
μέτριας
σκληρότητας,
η
δε
συμπλήρωση
των
ενδιάμεσων
κενών
γινόταν
από
μικρά
τούβλα,
τοποθετημένα
οριζόντια.
Τα
σωζόμενα
υπολείμματα
του
Ριζόκαστρου
δείχνουν
έναν
τρόπο
δόμησης
διαφορετικό.
Αν
και
το
οικοδομικό
υλικό
είναι
το
ίδιο,
δηλαδή
αρχαίοι
λίθοι
και
τούβλα,
η
διάταξή
του
στις
όψεις
του
Κάστρου
είναι
πιο
περίπλοκη
και
έχει
τον
χαρακτήρα
της
αργολιθοδομής,
το
δε
κονίαμα
που
χρησιμοποιήθηκε
ήταν
εξαιρετικά
εύθρυπτο.
Στην
παρακάτω
εικόνα
διακρίνονται
τα
σημεία
στα
οποία
βρέθηκαν
υπολείμματα
του
Ριζόκαστρου:
12. 12
Η
μετατροπή
των
ειδωλολατρικών
ναών
Από
τα
μέσα
του
5ου
αιώνα,
μετά
τα
διατάγματα
του
Θεοδοσίου
του
Β΄
κατά
των
Εθνικών
(437
μ.Χ.),
άρχισε
η
μετατροπή
ειδωλολατρικών
ναών
σε
χριστιανικούς,
ενώ
παράλληλα
ανεγέρθηκαν
νέοι
χριστιανικοί
ναοί
(έχουν
εντοπιστεί
22
συνολικά).
Δεν
γνωρίζουμε
πότε
ακριβώς
ο
Παρθενώνας
μετατράπηκε
σε
χριστιανικό
ναό.
Πιθανολογείται
να
έγινε
το
421
με
την
μεσολάβηση
της
Αθηναϊδας
–
Ευδοκίας,
και
όταν
ό
Φώτιος
έκανε
την
Αθήνα
αρχιεπισκοπή
και
Μητρόπολη.
Αρχικά
τιμήθηκε
ως
ναός
της
Αγίας
Σοφίας
και
αργότερα
αφιερώθηκε
στην
«Παναγία
την
Αθηνιώτισσα».
Ο
ναός
κοσμήθηκε
με
ψηφιδωτά
των
οποίων
διακρίνονται
αμυδρά
σχεδιαγράμματα
ακόμα
και
σήμερα.
Η
μετατροπή
του
Ναού
συνδέεται
με
εκτεταμένες
μεταβολές
της
εσωτερικής
του
δομής.
Προστέθηκε
κόγχη
στην
πλευρά
της
εισόδου,
ανοίχτηκαν
πλευρικές
είσοδοι,
κατασκευάστηκε
κλιμακοστάσιο
στη
ΝΔ
πλευρά
του
σηκού
που
οδηγούσε
στον
γυναικωνίτη
και
μετατράπηκε
ο
οπισθόδομος
σε
νάρθηκα.
Είναι
γνωστή
η
επίσκεψη
του
αυτοκράτορα
Βασίλειου
Β΄Βουλγαροκτόνου
το
1019
στην
Αθήνα,
για
να
τελέσει
δοξολογία
για
τη
νίκη
του
στον
Ναό
της
Παναγίας
της
Αθηνιώτισσας.
Στον
βυζαντινό
«Παρθενώνα»
είχαν
ανοιχτεί
στον
νάρθηκα,
δηλαδή
στον
πρώτο
χώρο
για
τον
εισερχόμενο
στον
ναό,
στα
δυτικά,
τρεις
τάφοι
και
άλλος
ένας
στο
βόρειο
πτερό
στην
πώρινη
13. 13
υποδομή
της
πλακόστρωσης,
που
αφαιρέθηκε.
Για
το
ιερό
και
την
κόγχη
του,
που
ήταν
στην
ακριβώς
απέναντι,
την
ανατολική,
πλευρά
(είναι
αυτή
που
βλέπει
στο
παλιό
μουσείο
της
Ακρόπολης)
είχαν
ενσωματωθεί
δύο
από
τους
κίονες
της
εσωτερικής
πρόστασης.
Εξωτερικά
η
κόγχη
ήταν
ημιεξαγωνική
με
δίλοβα
μεγάλα
παράθυρα
στις
τρεις
πλευρές
τους
και
δύο
μικρές
υδατοδεξαμενές
εκατέρωθεν.
Η
κόγχη
του
ιερού
ξεπερνούσε
σε
ύψος
τον
θριγκό
του
ναού,
γι’
αυτό
γκρεμίστηκε
τότε
και
το
μεσαίο
τμήμα
του
αετώματος.
Εσωτερικά
πιθανολογείται
πως
έγιναν
δύο
κλίμακες
ανόδου
στα
υπερώα.
Επίσης
έκλεισε
η
γιγαντιαία
αρχαία
θύρα
πλάτους
5
μέτρων
και
ύψους
10
μ.
της
δυτικής
πλευράς,
στον
οπισθόναο,
και
άνοιξε
μια
πολύ
μικρότερη
πόρτα.
Μέρος
της
αρχαίας
θύρας
καλύφθηκε
εσωτερικά
από
έναν
τετράγωνο
πύργο
(υπάρχει
και
σήμερα
μέσα
στον
ναό)
που
φέρει
εντός
μια
ελικοειδή
σκάλα
από
τούβλα.
Τα
υλικά
που
χρησιμοποιήθηκαν
για
την
κατασκευή
του
πύργου
προέρχονταν
από
το
μνημείο
του
Φιλοπάππου,
από
τα
Προπύλαια
και
άλλα
μνημεία.
Τι
ήταν
όμως
αυτός
ο
πύργος
που
εξείχε
και
από
τη
στέγη
του
ναού;
Χρησίμευε
για
κατόπτευση
γύρω
από
τον
βράχο;
Ήταν
κωδωνοστάσιο
ή
απλώς
μια
σκάλα
για
τα
υπερώα;
Όλα
συγκλίνουν
ότι
ήταν
κωδωνοστάσιο,
χρήση
που
δεν
ήταν
ασυνήθιστη
στους
μεγάλους
μεσοβυζαντινούς
ναούς.
Ο
πύργος
χρονολογείται
προ
του
1204,
κάτι
που
έχει
τεκμηριωθεί
με
βάση
τις
τοιχογραφίες
που
πρόλαβαν
και
είδαν
ο
Ξηγγόπουλος
και
ο
Σωτηρίου
στα
κομμάτια
του
τοίχου
της
βόρειας
πλευράς
πριν
τις
εξαφανίσει
η
γυψοποίηση
της
επιφανείας
των
μαρμάρων.
Υπήρχε
φυσικά
και
άμβωνας
που
στηριζόταν
σε
δύο
κιονίσκους
και
η
Αγία
Τράπεζα
ήταν
τετρακιόνιο
κιβώριο
και
ίσως
σε
αυτό
να
αναφέρονται
οι
περιηγητές
Spon
και
Wheler
όταν
σημειώνουν
τέσσερις
κορινθιακού
ρυθμού
κίονες
από
πορφυρίτη.
Δυστυχώς,
όλος
ο
μαρμάρινος
εξοπλισμός
του
Παρθενώνα
της
περιόδου
αυτής
(τέμπλο,
θυρώματα,
θρόνοι,
σύνθρονο,
κιονίσκοι
παραθύρων)
έχει
καταστραφεί
ή
τουλάχιστον
δεν
αναγνωρίστηκε
μεταξύ
των
πολυάριθμων
μεσοβυζαντινών
μελών
που
βρέθηκαν
στην
Ακρόπολη
(τα
περισσότερα
σήμερα
στο
Βυζαντινό
Μουσείο).
Υπάρχουν
και
γραπτές
πηγές
για
τη
μετατροπή
του
Παρθενώνα
σε
ναό.
Σε
δύο
κείμενα
γνωστών
μητροπολιτών
αναφέρονται
εργασίες
που
έγιναν
κατά
τον
12ο
αιώνα.
Στον
επικήδειο
για
τον
Νικόλαο
Αγιοθεοδωρίτη
(1166-‐75)
ο
ανιψιός
του
αναφέρει
ότι
«...εμεγάλυνε
την
μητρόπολιν
των
Αθηνών
...
ανεγείρας
οίκους
κάλλος
και
μέγεθος
έχοντες...»
«και
πολλώ
χρυσίω
έδειξε
μαρμαίροντα...»
τον
Παρθενώνα.
Το
δεύτερο
κείμενο
είναι
ένα
ποίημα
του
Μιχαήλ
Χωνιάτη
στο
οποίο,
απευθυνόμενος
στη
Θεοτόκο,
λέει
«..εκάλλυνά
σου
τον
ναόν
...
έπιπλα
τιμήεντα
και
σκεύη
φέρω»
(1175-‐1204).
Ο
Χωνιάτης
πρόσφερε
έπιπλα
και
λειτουργικά
σκεύη.
Του
αποδίδουν
επίσης
την
τοιχογράφηση
14. 14
του
ναού,
τα
λείψανα
της
οποίας
μπορεί
να
χρονολογηθούν
στον
προχωρημένο
12ο
αι.
Όσο
για
το
ψηφιδωτό
της
Παναγίας,
που
πιστεύεται
ότι
κοσμούσε
την
κόγχη
του
ιερού,
ασφαλώς
ανήκε
στην
ίδια
περίοδο.
Αν
πράγματι
ήταν
αυτό
που
είδαν
στον
θόλο
του
ιερού
οι
περιηγητές
του
17ου
αιώνα
Spon
και
Wheler
πριν
από
την
έκρηξη
του
Ναού
από
τα
στρατεύματα
του
Μοροζίνι
(1687).
Απεικόνιση
της
νέας
οροφής
του
Παρθενώνα.
Αριστερά
πάνω
το
καμπαναριό
και
δεξιά
κάτω
η
αψίδα
με
τον
τρούλο
στον
πρόναο.
Ακολούθησε
η
μετατροπή
του
Ερεχθείου,
που
αφιερώθηκε
στη
Θεοτόκο
και
αργότερα
στην
Αγία
Τριάδα.
Οι
αλλαγές
που
επέφεραν
οι
χριστιανοί
στον
ναό
αυτό,
ήταν
πολλές,
με
κιονοστοιχίες
και
αψίδα
του
Βήματος.
Τα
θωράκια
του
Τέμπλου,
που
σώζονται
μέχρι
σήμερα,
προέρχονται
από
τον
12ο
αι.
Το
Ερέχθειο
πέρασε
διάφορες
οικοδομικές
μετατροπές.
Ξεκίνησε
ως
τρίκλιτη
βασιλική
εκκλησία.
Μετά
την
κατάρρευση
της
σκεπής,
νέα
κτήρια
χτίστηκαν
στο
εσωτερικό
του,
ενώ
ο
υπόλοιπος
χώρος
χρησίμευσε
ως
αυλή.
Άλλα
δύο
τουλάχιστον
βυζαντινά
εκκλησάκια
υπήρχαν
πάνω
στην
Ακρόπολη.
Στα
Προπύλαια.
Αν
πιστέψουμε
τον
Κυριάκο
Πιττάκη,
ο
οποίος
εντόπισε
κάποια
ίχνη
τοιχογραφιών
στην
κεντρική
αίθουσα
των
Προπυλαίων,
εκεί
ήταν
μια
εκκλησία
των
Ταξιαρχών.
Άλλοι,
όπως
ο
Γ.
Σωτηρίου,
πίστευαν
πως
η
εκκλησία
των
Ταξιαρχών
βρισκόταν
στην
Πινακοθήκη,
δηλαδή
στο
κτίριο
που
βλέπουμε
στα
αριστερά
των
Προπυλαίων.
Ο
Ιω.
Τραυλός
την
τοποθετούσε
στη
νότια
πτέρυγα,
δηλαδή
εμπρός
από
τον
ναό
της
Αθηνάς
Νίκης.
Ωστόσο
στην
εσοχή
μεταξύ
Πινακοθήκης
και
κεντρικού
κτηρίου
των
Προπυλαίων
ήταν
ένα
παρεκκλήσι,
πιθανόν
του
Αγίου
Βαρθολομαίου.
Γι’
αυτό
υπάρχουν
και
λεπτομερή
σχέδια.
Ως
τόποι
χριστιανικής
λατρείας
χρησίμευσαν
και
τα
σπήλαια
της
Ακρόπολης:
το
σπήλαιο
του
Πανός
(Άγιος
Αθανάσιος),
η
Κλεψύδρα
(Άγιοι
15. 15
Απόστολοι
στα
Μάρμαρα)
και
το
σπήλαιο
χορηγικό
μνημείο
του
Θρασύλλου
(Παναγία
η
Σπηλιώτισσα).
Το
438
μ.Χ.
αρκετά
γλυπτά
από
τις
μετώπες
και
τη
ζωφόρο
του
Παρθενώνα
καταστράφηκαν
από
τους
χριστιανούς.
Στις
περιπτώσεις
μετατροπής
των
αρχαίων
ναών
και
ιερών
σε
χριστιανικούς
ναούς
παρατηρείται
η
τάση
διατήρησης
του
παραδοσιακού
λατρευτικού
χαρακτήρα
του
χώρου
με
τη
μεταλλαγή
της
ειδωλολατρικής
αφιέρωσης
σε
αντίστοιχη
χριστιανική:
ο
Παρθενώνας
(ναός
της
Παρθένου
Αθηνάς)
γίνεται
ναός
της
Παρθένου
Μαρίας,
στα
Προπύλαια
διαμορφώνεται
ναός
των
φρουρών
Αρχαγγέλων,
στο
Ασκληπιείο
ανεγείρεται
ναός
των
Αγίων
Αναργύρων
και
η
εκεί
αρχαία
ιερή
κρήνη
γίνεται
αποδεκτή
ως
αγίασμα
με
θεραπευτικές
ιδιότητες,
ενώ
γύρω
από
τον
ναό
της
Δήμητρας
και
της
Κόρης
(που
η
λατρεία
τους
συνδέεται
με
το
πρόβλημα
του
θανάτου)
δημιουργείται
χριστιανικό
κοιμητήριο.
Τα
προπύλαια
από
βορειοδυτικά.
Η
κεντρική
κλίμακα
έχει
αντικατασταθεί
από
ελικοειδή
δρόμο
ανάμεσα
σε
τείχη.
Η
κεντρική
πύλη
έχει
σφραγιστεί
και
η
είσοδος
γίνεται
για
λόγους
ασφαλείας
από
το
πίσω
μέρος.
16. 16
Τα
προπύλαια
από
νοτιοδυτικά.
Το
διάστημα
μεταξύ
των
κιόνων
στα
κεντρικά
κτήρια
έχει
κλειστεί,
ενώ
δεύτερος
όροφος
προστέθηκε
πάνω
τους
για
τα
διαμερίσματα
του
διοικητή.
Κατά
την
ίδια
εποχή
υπήρχαν
οκτώ
χριστιανικά
κοιμητήρια
στην
Αθήνα.
Τα
δύο
βρίσκονταν
μέσα
στην
πόλη,
στη
νότια
πλευρά
της
Ακρόπολης,
στον
χώρο
του
ναού
του
Αγίου
Ανδρέα
και
της
βασιλικής
του
Διονυσιακού
θεάτρου.
Τα
άλλα
βρίσκονταν
έξω
από
τα
τείχη
της
πόλης.
Το
Ερέχθειο
μετά
τις
μεσαιωνικές
προσθήκες
από
ανατολικά.
Κατά
το
τελευταίο
τέταρτο
του
12ου
αιώνα,
λίγα
χρόνια
πριν
από
τον
ερχομό
του
μητροπολίτη
Μιχαήλ
του
Χωνιάτη,
η
Αθήνα
έπαθε
μεγάλη
καταστροφή
από
την
επιδρομή
των
Σαρακηνών,
που
κατέλαβαν
την
πόλη
και
απείλησαν
το
Ριζόκαστρο
και
την
Ακρόπολη.
17. 17
Το
1182
μ.Χ.
έρχεται
ως
μητροπολίτης
Αθηνών
ο
Μιχαήλ
Χωνιάτης
ή
Ακομινάτος.
Ανύποπτος
ο
νεοχειροτονηθείς
Μιχαήλ,
αρχαιομαθής
και
λάτρης
του
ελληνικού
πολιτισμού,
με
πολλή
χαρά
και
πολύ
ενθουσιασμό
που
θα
είναι
τώρα
ο
μητροπολίτης
μιας
τόσο
ένδοξης
πόλης
που
γέννησε
τα
γράμματα
και
τον
πολιτισμό
και
φώτισε
την
Οικουμένη.
Με
τέτοιες
γλυκές
προσδοκίες
κατεβαίνει
στην
Αθήνα
ο
λόγιος
από
τη
Μικρά
Ασία.
Εγκαθίσταται
στο
κτίριο
της
Επισκοπής,
στην
Ακρόπολη,
εκεί
που
βρίσκεται
και
ο
καθεδρικός
ναός
της
Παρθένου
Μαρίας,
και
με
την
ευκαιρία
της
ενθρόνισής
του
εκφωνεί
έναν
θερμότατο
λόγο
στους
Αθηναίους
που
μαζεύτηκαν
στον
Παρθενώνα
για
να
τον
ακούσουν.
Στο
λόγο
αυτό
υπενθυμίζει
στους
Αθηναίους
την
παλιά
δόξα
της
πόλης
τους
και
εκφράζει
την
πεποίθησή
του
ότι
η
γενεαλογική
συνέχεια
από
την
αρχαιότητα
ως
εκείνη
τη
στιγμή
δεν
έχει
διακοπεί.
Τους
συμβουλεύει
να
συνεχίσουν
τον
ευγενικό
τρόπο
ζωής
των
προγόνων
τους
και
τους
φέρνει
ως
παράδειγμα
τον
Αριστείδη,
τον
Περικλή,
τον
Θεμιστοκλή
και
άλλους
σπουδαίους
Αθηναίους.
Μετά
την
ομιλία
του
πρέπει
να
υποθέσουμε
ότι
αποσύρθηκε
στην
Επισκοπή
πολύ
ευχαριστημένος
και
ότι
ξεκίνησε
με
ζήλο
την
αποστολή
του.
Πολύ
σύντομα
όμως
βγήκε
από
τις
αυταπάτες
του.
Ο
ενθουσιασμός
του
έσβησε
και
τον
διαδέχθηκε
μια
βαθιά
απογοήτευση.
Η
Αθήνα
του
12ου
αιώνα
δεν
έχει
καμιά,
μα
καμιά
απολύτως
ομοιότητα
με
την
κλασική
Αθήνα
που
είχε
γνωρίσει
στα
βιβλία
του.
Δεν
είναι
πια
πόλη,
είναι
ένα
χωριό.
Ένα
χωριό
ρημαγμένο,
φτωχό,
με
κατοίκους
πεινασμένους
και
ρακένδυτους.
Δεν
μιλούν
καν
τη
γλώσσα
που
μιλά
ο
ίδιος.
Η
ομιλία
που
είχε
εκφωνήσει
μπροστά
στο
αθηναϊκό
του
ποίμνιο
ήταν
σκοτεινή
και
ακατανόητη,
τίποτα
δεν
είχαν
καταλάβει
οι
Αθηναίοι
από
όσα
τους
είχε
πει
αυτός
ο
ενθουσιώδης
και
περίεργος
ιεράρχης.
Ο
Ακομινάτος
έκανε
τρία
χρόνια
να
μάθει
να
μιλά
και
να
καταλαβαίνει
το
τοπικό
ιδίωμα
και
άρχισε
να
ανησυχεί,
μήπως
στο
τέλος
εκβαρβαρωθεί
και
ο
ίδιος
μιλώντας
αυτό
το
είδος
της
βάρβαρης
διαλέκτου.
“Ω!
πόλη
των
Αθηνών!”,
αναφωνεί
σε
κάποιο
από
τα
κείμενά
του.
“Μητέρα
της
σοφίας!
Σε
ποια
αμάθεια
έχεις
βυθιστεί!
Όταν
σου
μιλούσα
απλά
και
φυσικά
με
την
ευκαιρία
της
ενθρόνισής
μου,
φαινόταν
σαν
να
μιλούσα
για
κάτι
ακατανόητο
ή
σε
μια
ξένη
γλώσσα
των
Περσών
ή
των
Σκυθώ”.
Δεν
αργεί
να
συνειδητοποιήσει
ότι
βρίσκεται
σε
ένα
θλιβερό
χωριό
με
ελάχιστα
απομεινάρια
κάποιας
παλιάς,
μακρινής
δόξας.
Λίγα
χρόνια
πριν
οι
Σαρακηνοί
είχαν
κάνει
επιδρομή
στον
τόπο,
είχαν
λεηλατήσει
και
είχαν
καταστρέψει
τα
πάντα.
Πείνα
και
λοιμός
αφανίζουν
τον
ελάχιστο
πληθυσμό
που
ζει
εκεί.
18. 18
Γράφει
ο
Μιχαήλ:
“Βλέπεις
τα
τείχη,
άλλα
απογυμνωμένα,
άλλα
εντελώς
αφανισμένα,
σπίτια
κατεδαφισμένα
και
καλλιεργημένα
…βλέπεις
την
πόλη
ερημωμένη
και
μη
κατοικήσιμη…ενώ
δεν
θα
βρεις
ούτε
ερείπιο
της
Ηλιαίας
ή
του
Περιπάτου
ή
του
Λυκείου…μόνο
το
βραχώδη
λόφο
του
Αρείου
Πάγου
μπορείς
να
δεις,
τίποτα
το
ακμαίο…Τυχαίνει
και
στην
Ποικίλη
Στοά
να
βρίσκεται
ένα
μικρό
απομεινάρι,
σημάδι
ποιμένων
και
αυτό
και
φαγωμένο
στις
πλίνθους
από
την
πάροδο
του
χρόνου…όπως
και
οι
χείμαρροι
διατρέχουν
τις
πέτρες
που
προεξέχουν,
στη
μόνη
και
ταλαιπωρημένη
Αθήνα
όλα
ρέουν
με
μένος
παρακωλύοντας
κάθε
οχύρωμα.”
Και
αλλού:
“Επειδή
κανένας
αγρός
δεν
μπορούσε
να
οργωθεί
στην
Αθήνα
και
υπέφεραν,
άρχισαν
να
σπέρνουν
τα
οικόπεδα…όχι
μόνο
χόρτα
ή
ζώα
αλλά
ούτε
ξερά
σύκα
ή
ελιές
δεν
έχουν…
αφανίζεται
το
εναπομείναν
μικρό
ποίμνιο
τον
Αθηνών…
Δεν
είμαι
ευτυχισμένος,
γιατί
εξαιτίας
της
μεγάλης
ερημιάς
της
άλλοτε
μεγάλης
πόλης,
πολύ
δυστυχές
και
μικρό
είναι
το
ποίμνιο
που
διοικώ”.
Ο
Ακομινάτος
δεν
είναι
πια
ευτυχής.
Είναι
δυστυχής
ζώντας
σε
ένα
χωριό
φάντασμα
της
άλλοτε
δοξασμένης
Αθήνας.
Κάνει
ό,τι
μπορεί
για
να
βελτιώσει
την
κατάσταση,
νουθετεί,
επιπλήττει
ή
κολακεύει
τους
πραίτορες
που
έρχονται
από
την
Κωνσταντινούπολη,
στέλνει
επιστολές
στους
ισχυρούς,
απευθύνει
ένα
Υπομνηστικόν
στον
αυτοκράτορα.
Όλα
μάταια.
Η
Αθήνα
υποφέρει
από
τη
βαριά
φορολογία
και
τις
αυθαιρεσίες
των
αξιωματούχων,
υποφέρει
από
τη
σιτοδεία
και
τις
επιδρομές
των
πειρατών,
αλλά
κανείς
δεν
νοιάζεται.
Οι
πιο
φτωχοί
που
δεν
έχουν
στον
ήλιο
μοίρα,
μαζεύουν
τα
μπογαλάκια
τους
και
φεύγουν,
πάνε
να
βρουν
αλλού
την
τύχη
τους,
“…ώστε
εξέλιπεν
και
φυσητήρ,
ου
σιδηρεύς
παρ’
ημίν,
ου
χαλκεύς,
ου
μαχαιροποιός”.
Οι
δρόμοι
είναι
έρημοι,
οι
άνθρωποι
σε
απόγνωση.
Σπάνια
να
βρεθεί
άνθρωπος
που
να
ξέρει
λίγα
γράμματα:
“Ζω
στην
Αθήνα,
αλλά
δεν
βλέπω
την
Αθήνα
πουθενά”.
19. 19
Κι
όμως
η
φύση
γύρω
παραμένει
η
ίδια,
είναι
αυτή
που
ο
Ακομινάτος
αναγνωρίζει
από
τα
διαβάσματά
του:
“Η
εξαιρετική
πραότητα
της
χώρας
έχει
διατηρηθεί.
Ο
Υμηττός
με
το
άφθονο
μέλι,
ο
Πειραιάς,
η
κάποτε
μυστηριώδης
Ελευσίνα,
η
πεδιάδα
του
Μαραθώνα
και
η
Ακρόπολη.
Αλλά
η
γενιά
εκείνη
που
αγάπησε
την
επιστήμη
εξαφανίστηκε
για
να
έρθει
στη
θέση
της
μια
γενιά
αμόρφωτη
και
φτωχή,
ψυχικά
και
σωματικά”.
Πάνω
από
τριάντα
χρόνια
έμεινε
στην
Αθήνα
ο
Μιχαήλ
Ακομινάτος
και
πρέπει
να
τα
πέρασε
δύσκολα,
μέσα
στην
απογοήτευση
και
τη
μοναξιά,
ανάμεσα
σε
ανθρώπους
αμόρφωτους
που
δεν
τον
καταλάβαιναν
και
δεν
καταλάβαιναν
και
το
λόγο
της
δυστυχίας
του.
Μπορεί
από
την
απελπισία
του
να
υπερέβαλε
στις
περιγραφές
του,
όμως
όσα
μας
καταμαρτυρεί
δεν
πρέπει
να
απέχουν
και
πολύ
από
την
αλήθεια.
Το
1203
υπεράσπισε
την
Αθήνα
κατά
την
εισβολή
στην
Αττική
του
Λέοντα
Σγουρού
που
είχε
ιδρύσει
ανεξάρτητη
ηγεμονία
Ναυπλίου
και
Αργολίδας.
Οι
Αθηναίοι,
εξουθενωμένοι
από
τις
λεηλασίες
και
τις
καταστροφές,
δεν
ήταν
πλέον
σε
θέση
να
προβάλουν
άλλη
αντίσταση
ούτε
η
κατάσταση
της
πόλης
το
επέτρεπε.
Η
Αθήνα
έγινε,
λοιπόν,
εύκολη
λεία
για
τους
Φράγκους
που
έφτασαν
το
1204
και
διεκδίκησαν
την
κατοχή
της.
Ο
Χωνιάτης,
βλέποντας
τώρα
πως
ήταν
ανώφελο
να
προβάλει
αντίσταση
στους
σιδερόφρακτους
ιππότες,
παρέδωσε
την
Αθήνα
στον
Βονιφάτιο
τον
Μομφερρατικό.
Με
απληστία
οι
νέοι
κυρίαρχοι
της
ένδοξης
πόλης
επιδόθηκαν
στη
λεηλασία
και
τη
διαρπαγή
των
εκκλησιαστικών
θησαυρών,
των
κειμηλίων
και
των
άλλων
πολύτιμων
αντικειμένων
που
υπήρχαν
εκεί.
Ο
Παρθενώνας,
ο
περίλαμπρος
ναός
της
Παναγίας
της
Αθηνιώτισσας,
λαφυραγωγήθηκε,
ενώ
η
σπουδαία
βιβλιοθήκη
του
Χωνιάτη
λεηλατήθηκε
και
τα
χειρόγραφά
της
διασκορπίστηκαν.
Ο
Βονιφάτιος
παραχώρησε
την
Αθήνα
και
την
Αττική
ως
φέουδο
στον
Βουργουνδό
ευπατρίδη
Όθωνα
de
la
Roche,
που
προσαγορεύτηκε
«Κύριος
των
Αθηνών»
(Dominus
Athenarum,
Sire
d'
Athènes)
και
από
τους
Έλληνες
«Μέγας
Κυρ»
ή
«Μέγας
Κύρης».
Μετά
την
παράδοση
της
πόλης
και
την
αποχώρηση
του
Χωνιάτη,
η
Αθήνα
εγκαταλείπεται
στην
κυριαρχία
των
Λατίνων
στερημένη
από
κάθε
δυνατότητα
πολιτικής
ή
εκκλησιαστικής
προστασίας
από
ελληνικής
πλευράς.
Στη
διάρκεια
των
δυόμισι
αιώνων
της
λατινικής
κυριαρχίας
η
Αθήνα
παραμένει
μια
μικρή
πόλη
που
περιορίζεται
μέσα
στο
υστερορρωμαϊκό
τείχος
και
το
Ριζόκαστρο.
Το
εξωτερικό
τείχος
εγκαταλείπεται
οριστικά
και
στην
έκταση
που
περικλείει
παραμένουν
μόνο
τα
λαμπρά
ερείπια
των
αρχαίων
μνημείων
συντροφιασμένα
από
τους
κομψούς
βυζαντινούς
ναούς
των
προηγούμενων
αιώνων
ανάμεσα
σε
πλήθος
από
χαλάσματα
κατοικιών,
όπου
λίγες
δεκαετίες
νωρίτερα
υπήρχε
η
ζωντανή
ανθρώπινη
παρουσία
και
δραστηριότητα.
20. 20
Τον
13ο
αιώνα
στην
Ακρόπολη
οι
Βουργουνδοί
κυρίαρχοι
γύρω
στα
μέσα
του
αιώνα
σφραγίζουν
την
κύρια
πύλη
–
τη
γνωστή
ως
πύλη
Beulé
–
και
χρησιμοποιούν
τη
δεύτερη
μικρότερη
πύλη
που
βρίσκεται
κάτω
από
τον
πύργο
του
ναού
της
Απτέρου
Νίκης,
απ'
όπου
γινόταν
η
άνοδος
στην
Ακρόπολη
από
τα
προϊστορικά
χρόνια.
Για
την
προστασία
της
πύλης
αυτής
χτίστηκε
ένα
προτείχισμα,
που
τμήμα
του
διατηρείται
μέχρι
σήμερα.
Την
ίδια
περίπου
εποχή
κατασκευάστηκε
το
οχυρωματικό
τείχος
της
πηγής
της
Κλεψύδρας,
ανοίχτηκε
δίοδος
στον
βόρειο
αναλημματικό
τοίχο
των
Προπυλαίων
και
κατασκευάστηκε
η
κλίμακα
που
εξασφάλιζε
την
επικοινωνία
του
χώρου
των
Προπυλαίων
με
την
πηγή
της
Κλεψύδρας.
Εξάλλου,
για
την
ενίσχυση
της
οχύρωσης
της
Ακρόπολης,
οικοδομήθηκε
στη
νότια
πτέρυγα
των
Προπυλαίων
ο
Φραγκικός
πύργος,
ο
λεγόμενος
Κουλάς,
απέναντι
από
τον
ναό
της
Αθηνάς
Νίκης,
που
κατεδαφίστηκε
το
1874-‐5.
Από
τον
πύργο
αυτό
ήταν
δυνατή
η
κατόπτευση
όλου
του
αθηναϊκού
λεκανοπεδίου
και
η
επιτήρηση
των
τειχών
της
Ακρόπολης
σε
συνδυασμό
με
τον
άλλο
πύργο
που
κατασκευάστηκε
επίσης
τότε
στην
ανατολική
πλευρά,
τον
γνωστό
ως
Belvedere.
Κατά
την
οικοδόμηση
του
Φραγκικού
πύργου
καταστράφηκε
ο
παλαιοχριστιανικός
ναός
που
υπήρχε
στη
νότια
πτέρυγα
των
Προπυλαίων
,
αλλά
δημιουργήθηκε
άλλος
στον
άξονα
του
συγκροτήματος.
Τα
Προπύλαια
και
ο
τετράπλευρος
Φραγκικός
πύργος
(ανατολικά
του
ναού
της
Απτέρου
Νίκης)
που
κατεδαφίστηκε
με
δαπάνες
του
Ερρίκου
Σλήμαν
το
1875.
21. 21
Άποψη
του
Φραγκικού
πύργου
από
το
εσωτερικό
της
Ακρόπολης.
Άποψη
της
Ακρόπολης,
όπου
διακρίνεται
ο
Φραγκικός
πύργος
και
του
αθηναϊκού
τοπίου
από
το
μνημείο
του
Φιλοπάππου.
Σχεδιαστής
ο
Wolfensberger
και
χάρακτης
ο
Brandard.
22. 22
Αρχιτεκτονική
περιγραφή
του
Πύργου
Ο
Φράγκικος
πύργος
ήταν
ένα
τετράγωνο,
καθ'
όλο
το
ύψος
ισοπαχές
κτίσμα,
έχοντας
μόνο
μια
είσοδο
από
δυτικά
και
μια
εσωτερική
ξύλινη
σκάλα.
Είχε
ύψος
είκοσι
έξι
μέτρα
και
πάχος
σχεδόν
οκτώ
μέτρα.
Αρχιτεκτονικά
ήταν
ακριβώς
όμοιος
με
τους
φραγκικούς
πύργους
της
Βενετίας.
Ήταν
οικοδομημένος
από
πώρινους
λίθους
και
μερικά
πεντελικά
μάρμαρα.
Κατά
την
οικοδόμησή
του,
ο
μεν
ναός
της
Νίκης
δεν
είχε
πειραχτεί,
αλλά
είχε
καταστραφεί
ή
εγκτιστεί
μέρος
της
πτέρυγας
των
Προπυλαίων
και
έγινε
χρήση
μαρμάρων
του.
Ο
πύργος
των
Προπυλαίων
(Φράγκικος
πύργος)
και
πιθανώς
εκείνοι
του
Παρθενώνα
και
του
λεγόμενου
Belvedere
στην
Ακρόπολη
δείχνουν
τη
μέριμνα
που
επιδείχτηκε
για
την
αμυντική
παρατήρηση
κατά
την
Φραγκοκρατία.
Ειδικά
ο
ύψους
26
μέτρων
πύργος
των
Προπυλαίων
θα
πρέπει
να
είχε
κάποια
ανταπόκριση
με
τις
ακτές,
από
τις
οποίες
θα
μπορούσε
να
λαμβάνει
σήματα
για
την
κατάσταση
στο
νοτιώτερα
της
φαληρικής
ακτής
τμήμα
των
παραλίων,
όπου
δεν
είχε
οπτική
επαφή.
23. 23
Ο
μεσαιωνικός
πύργος
Belvedere,
που
χρονολογείται
στον
14ο
αι.
και
βρίσκεται
στη
βορειοανατολική
γωνία
της
Ακρόπολης
(πάνω
του
στηρίζεται
ο
ιστός
της
ελληνικής
σημαίας),
δεν
έχει
ερευνηθεί
ώς
τώρα
και
δεν
γνωρίζει
κανείς
τι
κρύβει
στο
εσωτερικό
του.
Γενική
άποψη
της
Μεσαιωνικής
Ακρόπολης.
Τα
προπύλαια
έχουν
μετατραπεί
σε
οχυρωμένο
κάστρο-‐παλάτι
του
διοικητή,
ο
Παρθενώνας
εκκλησία
με
καμπαναριό
και
το
Ερέχθειο
διοικητήριο.
Πάνω
αριστερά,
με
τη
σημαία,
διακρίνεται
ο
πύργος
Belvedere
όπου
και
σήμερα
στέκει
η
ελληνική
αυτή
τη
φορά,
σημαία.
Οι
Καταλανοί,
που
έγιναν
κύριοι
της
Αθήνας
μετά
τη
μάχη
του
βοιωτικού
Κηφισού
το
1311,
μετέτρεψαν
τα
Προπύλαια
σε
Διοικητήριο
(Palau
del
Castell
de
Cetines)
και
προσοικοδόμησαν
το
24. 24
παρεκκλήσι
του
Αγίου
Βαρθολομαίου
(La
Capella
de
Sant
Berthomeu).
Στην
Ακρόπολη
είχε
εγκατασταθεί
η
διοίκηση
και
η
φρουρά
αλλά
και
ορισμένες
εξέχουσες
προσωπικότητες,
ενώ
σε
κτίριο
που
είχε
ανεγερθεί
ανάμεσα
στον
Παρθενώνα
και
το
Ερεχθείο
διέμενε
ο
Λατίνος
επίσκοπος
της
Αθήνας
με
το
σώμα
των
δώδεκα
εφημερίων
του
καθεδρικού
ναού.
Τα
Προπύλαια
της
Ακρόπολης
διασκευασμένα
σε
ανάκτορο
των
Ατσαγιουόλι,
των
Φλωρεντινών
δουκών
της
Αθήνας
(σχέδιο
Τ.
Τανούλα)
Συγκρίνοντας
ιστορικά
και
αρχαιολογικά
δεδομένα
από
όλα
τα
γνωστά
μνημεία,
ο
Langdon
εκτιμά
ότι
η
ανέγερση
των
περισσότερων
πύργων
της
Αττικής
και
της
Σαλαμίνας,
αμυντικών
και
μη,
πραγματοποιήθηκε
κατά
την
Φραγκοκρατία.
Οι
επισφαλείς
ιστορικές
συνθήκες
της
περιόδου
επέβαλαν
τη
λήψη
κάθε
δυνατού
μέτρου
και
στο
πλαίσιο
αυτό
οι
δυτικοί
κυρίαρχοι
(η
φραγκική
δυναστεία
των
delaRoche
και
η
φλωρεντινή
των
Acciaiuoli)
ανέπτυξαν
έντονη
δραστηριότητα
στην
κατασκευή
οχυρωματικών
έργων
στην
Ακρόπολη
και
την
πόλη
της
Αθήνας,
με
την
ανέγερση
του
Ριζόκαστρου
στο
α΄μισό
13ου
αιώνα.
Επομένως
η
περίοδος
αυτή
δείχνει
απολύτως
πρόσφορη
για
την
οργάνωση
δικτύου
πύργων
στις
ακτές
της
πόλης.
Η
Παναγία
η
Αθηνιώτισσα
ή
Notre
Dame
(Παρθενώνας)
με
το
καμπαναριό
από
δυτικά
25. 25
“De castro Acthenarum et sala ipsius. – Deinde accessimus ad castrum ipsius civitatis, quod est supra
quodam saxo marmoreo hedificatum, in quo castro est quedam sala magna in qua sunt columpne
magne XIII. Supra quas columpnas sunt trabes longi pedibus triginta, et supra ipsas trabes sunt
tabule marmoree : magnum et mirabile opus videtur.
De ecclesia majori Acthenarum et pulcris hedificiis ipsius. – Postea accessimus ad majorem ecclesiam
sitam intra dictum catrum, vocabuli Sancte Marie, que ecclesia est fabricata lapidibus marmoreis et
magnis, omnibus inplummatis, et est ipsa ecclesia magna sicut ecclesia Capuana. In circuytu ipsius
ecclesie extra ecclesiam sunt columpne magne LX. Quelibet ipsarum alta plus de scalis de
vendemiando, et grossa quantum possent actingere quinque homines, brachiis expansis. Et supra
ipsas columpnas sunt trabes de marmore longe et grosse. Supra quas est atrium ipsius ecclesie.
Impossibile videtur menti hominis quomodo ipsa tam magna hedificia construi potuerunt. De primo
altari.- Dicta ecclesia habet duas naves, unam post aliam, in qua navi prima est primum altare factum
in mundo per sanctum Dyonisium post adhectam sanctam catholicam fidem.”
Περισσότερη
οικοδομική
δραστηριότητα
επέδειξαν
οι
Φλωρεντινοί
δούκες
της
Αθήνας.
Στον
Νέριο
τον
Α’
τον
Acciaiuoli
(1387-‐1395)
αποδίδεται
η
επισκευή
των
τειχών,
η
κατασκευή
δρόμων
και
η
μετασκευή
των
Προπυλαίων
σε
δουκικό
μέγαρο.
Το
Ερέχθειο
μετατράπηκε
σε
οικία
του
επισκόπου
και
η
εκκλησία
της
Παναγίας
Αθηνιώτισσας
μετατράπηκε
σε
Καθολικό
ναό
(Santa
Maria
di
Setines).
Οι
εργασίες
που
συντελέστηκαν
τότε
στα
Προπύλαια
ανέδειξαν
το
κτιριακό
αυτό
συγκρότημα
σε
ισχυρότατο
ανεξάρτητο
οχυρό.
Η
εξουσία
των
Δούκων
της
Βουργουνδίας
έφθασε
στο
τέλος
της
όταν
η
πόλη
καταλήφθηκε
από
τους
ιππότες
της
Καταλανικής
Συμμαχίας
μετά
το
1311.
Η
Καταλανική
κυριαρχία,
η
οποία
θεωρείται
μελανή
σελίδα
της
ιστορίας
της
Αθήνας,
έφθασε
στο
τέλος
της
με
την
κατάληψη
της
Ακρόπολης
από
τον
Φλωρεντινό
Nerio
Acciaiuoli.
Ο
Acciaiuoli
διατήρησε
την
εξουσία,
που
διακόπηκε
προσωρινά
από
σύντομη
περίοδο
Βενετικής
κατοχής
(1395-‐1403),
μέχρι
την
ολοκληρωτική
πτώση
της
πόλης
στους
Οθωμανούς
(1456).
Ωστόσο,
παρά
τη
δραστηριότητα
αυτή,
σε
όλη
τη
διάρκεια
της
λατινικής
κυριαρχίας
η
Αθήνα
δεν
επεκτείνεται
ουσιαστικά
έξω
από
το
υστερορρωμαϊκό
τείχος
και
το
Ριζόκαστρο,
παραμένοντας
μια
μικρή
πόλη
με
συνολική
έκταση
400.000
τετραγωνικά
μέτρα
και
περίμετρο
τειχών
μόλις
2.170
μέτρα.
Βέβαια,
τη
μικρή
αυτή
πόλη
εξακολουθούσε
να
την
περιβάλλει
η
αίγλη
του
ένδοξου
παρελθόντος,
που
αδιάψευστοι
μάρτυρες
του
ήταν
τα
επιβλητικά
ερείπια
των
αρχαίων
μνημείων,
οι
εγκατεσπαρμένοι
μαρμάρινοι
δόμοι,
οι
απειράριθμες
επιγραφές
και
κοντά
σε
όλα
αυτά
τα
σεμνά
μνημεία
των
παλαιοχριστιανικών
χρόνων
και
οι
ναοί
των
προσφάτων
βυζαντινών
αιώνων,
που
επιβεβαίωναν
την
αδιάλειπτη
πολιτισμική
συνέχεια
της
Αθήνας.
Στα
τέλη
του
14ου
αιώνα
επισκέφτηκε
την
Αθήνα
ο
Ιταλός
νοτάριος
από
την
Κάπουα
Niccolo
da
Martoni,
που
ταξίδευε
επιστρέφοντας
στην
Ιταλία
από
ένα
προσκύνημα
στην
Ανατολή.
Έφτασε
στην
Αθήνα
στις
24
Φεβρουαρίου
1395
και
στις
δύο
ημέρες
που
έμεινε
εδώ
φρόντισε
να
γνωρίσει
την
πόλη
και
να
ξεναγηθεί
στα
μνημεία
της.
Η
καταγραφή
της
εμπειρίας
του
αποτελεί
σημαντική
μαρτυρία
για
την
κατάσταση
του
αθηναϊκού
χώρου
εκείνη
την
εποχή:
26. 26
“Περί του κάστρου των Αθηνών και της κεντρικής του αίθουσας.- Ακολούθως, μπήκαμε στο ίδιο το κάστρο
της πόλης, που βρίσκεται πάνω από αυτή [την πολιτεία] χτισμένο από μαρμάρινους λίθους και στο οποίο
υπάρχει αυτή η μεγάλη αίθουσα στην οποία βρίσκονται δεκατρείς μεγάλοι κίονες. Πάνω από αυτούς τους
κίονες υπάρχουν δοκοί τριάντα πόδια μάκρος και πάνω από αυτές τις δοκούς υπάρχουν μαρμάρινες
πλάκες: τεράστιο και αξιοθαύμαστο έργο να το βλέπεις.
Περί της εκκλησίας της μεγάλης των Αθηνών και των ωραίων κτιρίων της.- Κατόπιν, πήγαμε στη μεγάλη
εκκλησία που βρίσκεται εντός του κάστρου και είναι αφιερωμένη στην Παναγία. Αυτή η εκκλησία είναι
χτισμένη με μεγάλες μαρμάρινες πλάκες, όλες κοσμημένες και είναι μεγάλη όπως η εκκλησία της Καπούης.
Την περιστοιχίζουν απ΄ έξω εξήντα μεγάλοι κίονες, οι οποίοι είναι πολύ ψηλοί και φαίνεται πως με
κλίμακες θα μπορούσε να φτάσει κανείς τόσο ψηλά και μάλιστα, είναι τόσο μεγάλοι, που χρειάζονται πέντε
άνδρες στη σειρά να ενώσουν τα τεντωμένα χέρια τους για να τους αγκαλιάσουν. Και πάνω στους κίονες
υπάρχουν μαρμάρινες δοκοί μεγάλες και επιμήκεις από μάρμαρο. Πάνω σε αυτές βρίσκεται το αίθριο του
ναού. Φαίνεται απίστευτο να συλλάβει το ανθρώπινο μυαλό με ποιό τρόπο μπόρεσαν να κατασκευάσουν
αυτό το μεγαλοπρεπές κτίριο. Περί του πρώτου ιερού.- Αυτός ο ναός είχε δύο επίπεδα, το ένα μετά το άλλο3
.
Στο πρώτο είναι το πρώτο ιερό στον κόσμο, που ίδρυσε ο ΆΆγιος Διονύσιος, αφού ασπάστηκε την ιερή αυτή
καθολική πίστη.” (Μτφρ)
Στο
δεύτερο
τέταρτο
του
15ου
αιώνα
επισκέφτηκε
δύο
φορές
την
Αθήνα,
το
1436
και
το
1444,
ο
Ιταλός
αρχαιοδίφης
Κυριακός
de
Pizzicoli
από
την
Αγκώνα.
Ο
Κυριακός
παρατηρεί
με
περισσότερη
εμβρίθεια
τον
αθηναϊκό
χώρο
και
περιγράφει
τις
αρχαιότητες.
Όπως
έχει
παρατηρηθεί,
είναι
αξιοσημείωτο,
ότι
ο
Κυριακός
είναι
ο
πρώτος
που
χρησιμοποιεί
και
πάλι
στα
νεότερα
χρόνια
τον
όρο
Acropolis
αντί
του
συνηθισμένου
από
τη
μεσαιωνική
εποχή
όρου
«Κάστρο»
(Castrum).
Αυτή
είναι
η
περιγραφή
του
για
τον
Παρθενώνα:
“Ευχαριστήθηκα πολύ όταν παρατήρησα ότι στην κορυφή του κάστρου της πόλης (Ακρόπολη) υπάρχει
ένας τεράστιος θαυμάσιος ναός της θεάς Αθηνάς, το ευγενές έργο του Φειδία. Είναι κτίριο ψηλό, με 58
κίονες, με επτά πόδια διάμετρο, είναι διακοσμημένο με όμορφα αγάλματα και στις δύο προσόψεις του
“I was most pleased to observe that on the top of the city’s citadel there is a huge,
wondrous temple of the goddess Pallas, the noble work of Phidias. It is tall, with fifty-eight
columns seven feet in diameter, is decorated everywhere with handsome statues –on both
facades, on the topmost band of the walls, and outside on the architraves, where a battle of
centaurs in seen, marvelous products of the sculptor’s art.
But my special preference was to revisit on that very same celebrated citadel the handsome
temple of the divine Pallas. I wanted to examine it more carefully from every angle/ built
of solid, polished marble, it is the admirable marble, it is the admirable work of Phidias, as
we know from the testimony of Aristotle’s words to King Alexander as well as from our
own Pliny and a host of other notable authors. This extraordinary, marvelous temple, has
survived to our own day. It is raised up on fifty-eight columns: twelve at each of its two
fronts, [i.e.,] two rows of six in the middle [between the two outer colonnades] and, outside
the walls [of the cella], seventeen along each side/ each column has a diameter of five feet.
There are ambulatories eight feet wide between the lateral columns and the splendid
[cella] walls on either side. The columns support entablatures nine and one-half feet long
and four feet high. On them the battle between the centaurs and the Lapiths, which took
place in Thessaly, is sculptured with marvelous skill. On the topmost friezes of the [four]
walls, two cubits’ distance below the very top [of the walls], the artist has fashioned with
supreme excellence [representations of] the Athenian victories in Pericles’ time. They are
about as tall as a ten-year-old boy. On the two facades, over the whole portion measured
by the cover [i.e, the pediments], one sees high up, large indeed colossal statues of men
and gorses, a beautiful adornment for this prodigious place of worship. I have taken pains
to include a sketch of this splendid building, as far as in me lay, in the journal which I am
keeping about my current trip through Greece.”
27. 27
οικοδομήματος, στο υψηλότερο σημείο των τοίχων και εξωτερικά, στο επιστύλιο, όπου φαίνεται μία μάχη
των Κενταύρων, εξαιρετικά προϊόντα της τέχνης του γλύπτη.
Το ενδιαφέρον μου ήταν, όμως, να επισκεφθώ πάλι σε αυτήν την ίδια περίφημη Ακρόπολη το όμορφο ιερό
της θεάς Αθηνάς. ΉΉθελα να εξετάσω το ναό προσεκτικότερα από κάθε πλευρά. Φτιαγμένο από μοναδικό
λειασμένο μάρμαρο, είναι το θαυμαστό έργο του Φειδία, όπως γνωρίζουμε από την μαρτυρία των λόγων
του Αριστοτέλη προς το βασιλιά Αλέξανδρο, όπως, επίσης, (γνωρίζουμε) και από το δικό μας Πλίνιο και
πλήθος άλλων διακεκριμένων συγγραφέων. Αυτός ο εξαιρετικά θαυμάσιος ναός διατηρείται μέχρι τις
μέρες μας (1444). Στηρίζεται σε 58 κίονες: δώδεκα σε κάθε μία από τις δύο προσόψεις, δηλαδή δύο σειρές
από έξι κίονες στη μέση [μεταξύ των δύο εξωτερικών κιονοστοιχιών] και εξωτερικά από τους τοίχους του
σηκού δεκαεπτά κατά μήκος κάθε πλευράς. Κάθε κίονας έχει διάμετρο πέντε ποδών. Υπάρχουν στοές
μήκους οκτώ ποδών μεταξύ των πλευρικών κιόνων και των θαυμάσιων τοίχων του σηκού σε κάθε πλευρά.
Οι κίονες στηρίζουν γείσο 9,5 πόδια μάκρος και 4 πόδια ύψος. Σε αυτά παριστάνεται η μάχη μεταξύ των
Κενταύρων και των Λαπήθων, η οποία έλαβε χώρα στη Θεσσαλία, σκαλισμένη με θαυμαστή δεξιότητα.
Στις ανώτερες ζωφόρους των τεσσάρων τοίχων, σε απόσταση δύο πήχεων κάτω από το πιο ψηλό σημείο των
τοίχων, ο καλλιτέχνης διακόσμησε με εξαιρετική τελειότητα [αναπαραστάσεις] των αθηναϊκών νικών της
εποχής του Περικλή. Το ύψος τους είναι περίπου αυτό ενός παιδιού δέκα ετών. Στις δύο προσόψεις, πάνω
από όλο το τμήμα που καλύπτεται από το αέτωμα, μπορεί να δει κανείς ψηλά, μεγάλα, πραγματικά
κολοσσιαία αγάλματα ανδρών και ίππων, ένας ωραίος καλλωπισμός για αυτόν τον εντυπωσιακό χώρο
λατρείας. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για να συμπεριλάβω ένα σχέδιο από αυτό το σπουδαίο κτίριο,
όπως εντυπώθηκε στα μάτια μου, στο σημειωματάριο, το οποίο διατηρώ και κατά τη διάρκεια του
παρόντος ταξιδιού μου στην Ελλάδα.” (Μτφρ)
Ένας
άγνωστος
Έλληνας
συγγραφέας
συνέταξε
λίγο
μετά
τα
μέσα
του
15ου
αιώνα
σύντομο
οδηγό
στις
αθηναϊκές
αρχαιότητες
με
τίτλο
Τα
θέατρα
και
τα
διδασκαλεία
των
Αθηνών.
Στο
κείμενο
αυτό,
γνωστό
ως
“Ανώνυμος
της
Βιέννης”,
περιγράφεται
ο
Παρθενώνας
,
ο
ναός
της
θεομήτορος
ον
ωκοδόμησαν
Απολώς
και
Ευλόγιος
επ'
όνόματι
αγνώστω
θεώ.
Το
1456,
τα
στίφη
του
Οθωμανού
διοικητή
της
Θεσσαλίας
Ομάρ,
που
με
εντολή
του
Μωάμεθ
του
Β’
του
Πορθητή
είχαν
εκστρατεύσει
κατά
της
Αθήνας,
κυρίευσαν
την
πόλη
και
την
Ακρόπολη,
28. 28
κατέλυσαν
το
δουκάτο
της
Αθήνας
και
επέβαλαν
την
οθωμανική
κυριαρχία.
Δύο
χρόνια
αργότερα,
το
φθινόπωρο
του
1458,
επισκέφτηκε
την
Αθήνα
ο
ίδιος
ο
Μωάμεθ.
Περιηγήθηκε
τα
μνημεία
της
πόλης
και
επιθεώρησε
τα
λιμάνια
της
περιοχής.
Ενθουσιασμένος
από
το
θέαμα
της
Ακρόπολης
και
των
άλλων
μνημείων
εκδήλωσε
την
ικανοποίησή
του
για
την
απόκτηση
της
Αθήνας
και
εξέφρασε
την
ευγνωμοσύνη
του
προς
τον
Ομάρ.
Η
οθωμανική
κατάκτηση
συντελέστηκε
χωρίς
να
προξενηθούν
καταστροφές
στην
πόλη.
Ωστόσο,
λίγα
χρόνια
αργότερα,
το
1464,
η
Αθήνα
δέχτηκε
την
επιδρομή
των
Βενετών
που
πολιόρκησαν
χωρίς
επιτυχία
την
Ακρόπολη
και
επιδόθηκαν
στη
λεηλασία
και
την
καταστροφή
της
κάτω
πόλης.
ΆΆποψη της Αθήνας από τα ΒΔ.,
αριστερά το Ολυμπείο (παλάτι
του Αδριανού), τμήμα της
πόλης, εκτός της πόλης ο ναός
του Σωτήρα (Πλάκα), ο ναός
των Ταξιαρχών, της Αγ.
Τριάδας και άλλοι ναοί, στο
βάθος η Ακρόπολη κατά την
πολιορκία του Μοροζίνι με τον
Φαληρικό όρμο και το λιμάνι
του Πειραιά (Porto Lion).
Επίλογος
Κατά
τη
βυζαντινή
και
τη
μεταβυζαντινή
περίοδο,
η
Αθήνα
είναι
μια
μικρή
επαρχιακή
πόλη
που
η
ζωή
της
ακολουθεί
τους
ρυθμούς
της
εποχής.
Ο
αστικός
ιστός
της
Αθήνας
άλλοτε
συμπτύσσεται
και
άλλοτε
αναπτύσσεται
ανάλογα
με
τις
ιδιαίτερες
συνθήκες
που
επικρατούν
σε
κάθε
εποχή.
Ωστόσο,
εξακολουθεί
να
φέρει
τη
λαμπρή
περιβολή
της
αρχαιότητας
και
να
στέφεται
με
το
έξοχο
στέμμα
της
Ακρόπολης,
«το
πιο
ακριβό
στολίδι
που
υπάρχει
στον
κόσμο»,
όπως
τη
χαρακτήρισε
ο
ποιητής
βασιλιάς
της
Αραγώνας
και
δούκας
της
Αθήνας
Πέτρος
ο
Δ’
το
1380.
Υπέροχα
αρχαία
κτίρια
που
σώζονται
ακέραια,
διασκευασμένα
για
νέες
χρήσεις
συντροφεύονται
από
κομψούς
βυζαντινούς
ναούς
μέσα
σε
μια
υποβλητική
ατμόσφαιρα
που
δημιουργεί
το
πλήθος
των
ερειπωμένων
αρχαίων
μνημείων.
Το
μεγαλείο
της
Αθήνας
και
της
Ακρόπολής
της
προκαλούσε
αστείρευτο
θαυμασμό
στους
ξένους
που
την
επισκέπτονταν,
θαυμασμό
και
περηφάνια
σε
εκείνους
που
την
κατέκτησαν.
Το
1423,
ο
Niccolò
Machiavelli,
πρόγονος
του
μεγάλου
Φλωρεντινού
συνωνύμου
του,
έγραφε
στον
θείο
του
Nerio
Acciaiuoli
που
βρισκόταν
στην
Λευκάδα:
«Καλέ
μου,
δεν
είδες
ποτέ
πιο
όμορφο
τόπο
από
τούτον
ούτε
και
ωραιότερο
Κάστρο»