SlideShare a Scribd company logo
1 of 12
Ο Ρόλος του Σχολείου στην
Πρόληψη του Φαινομένου της
Παιδικής Επιθετικότητας
Εισηγητής: Δρ Αθανάσιος Φροσύνης,
Υπεύθυνος Αγωγής Υγείας Δ/νσης Π.Ε.
Δυτικής Θεσσαλονίκης
(Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα από το εκπαιδευτικό
υλικό προγράμματος αντιμετώπισης της Παιδικής Επιθετικότητας για
την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση με τίτλο: «Το Σπίτι των Παιδιών»)
Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2007
1
Η πρόληψη της επιθετικότητας στο σχολείο
Η επιθετικότητα στο χώρο του σχολείου, είναι μια πραγματικότητα που
απασχολεί τις δυτικές κοινωνίες και τη χώρα μας. Ιδιαίτερα τα τελευταία
χρόνια πολύ συχνά ακούγονται διαμαρτυρίες από γονείς, αλλά και
δασκάλους για την επιθετικότητα των παιδιών κυρίως μέσα στο χώρο, αλλά
και στο ευρύτερο περιβάλλον του σχολείου.
Ο ορισμός της επιθετικότητας έχει απασχολήσει την επιστημονική
κοινότητα. Ο Herbert (1998)1
αναγνωρίζει την επιθετικότητα, ως ένα
φυσιολογικό, αν και ενοχλητικό μέρος της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης
που εμφανίζεται ήδη από βρεφική ηλικία ως θυμός. Ωστόσο καθώς τα παιδιά
μεγαλώνουν οι εκδηλώσεις της επιθετικότητας διαφοροποιούνται. Η
συχνότητα, η ένταση, ο αριθμός, η διάρκεια της επιθετικής
συμπεριφοράς και η αίσθηση που αφήνει στον επιτιθέμενο, αλλά και
στον αποδέκτη της προσδιορίζουν και την αναγκαιότητα παρέμβασης
από πλευράς των ενηλίκων.
Από τους Parke & Slaby (1983)2
ως επιθετικότητα ορίζεται μια πράξη
κατά την οποία κάποιος πληγώνει κάποιον από πρόθεση. Το στοιχείο της
πρόθεσης διαφοροποιεί ποιοτικά την έννοια της επιθετικότητας.
Επικεντρωνόμενοι στο χώρο του σχολείου διαπιστώνουμε ότι ιδιαίτερη
βαρύτητα έχει δοθεί στην επιθετικότητα μεταξύ των συνομηλίκων
μαθητών, ενώ άλλου τύπου επιθετικότητα μεταξύ ενηλίκων ή μεταξύ
ενηλίκων και παιδιών δεν έχει διερευνηθεί στον ίδιο βαθμό.
Για τη σχολική επιθετικότητα ή το σχολικό εκφοβισμό που προτιμάται
ως όρος από ορισμένους ερευνητές χρησιμοποιήθηκε ο όρος Bulling με τον
οποίο αναφερόμαστε σε ένα εύρος συμπεριφορών. Σύμφωνα με τον
Farrington (1993, σελ. 2)3
η σχολική επιθετικότητα έχει τα παρακάτω
χαρακτηριστικά στοιχεία: 1) φυσική, λεκτική ή ψυχολογική επίθεση ή
προσβολή. 2) πρόθεση να προκαλέσει φόβο, ανησυχία ή πόνο στο θύμα. 3)
περιλαμβάνει μια ανισορροπία ισχύος με το δυνατότερο παιδί να πιέζει το
αδύναμο. 4) δεν προκαλείται από το θύμα 5) επαναλαμβάνεται από τα ίδια τα
παιδιά για μεγάλη χρονική περίοδο.
O Olweus (1993)4
, τονίζει πως η σχολική επιθετικότητα (bulling)
συνδέεται με μια ανισότητα δύναμης, όπου οι μαθητές που δέχονται τις
αρνητικές πράξεις είναι αδύναμοι να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και
είναι αβοήθητοι μπροστά στους επιτιθέμενους.
1
Herbert M. (1998) Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας, Αθήνα , Ελλ. Γράμματα
2
Parke, R.D. & Slaby, R.G. (1983) The development of aggression. In P.H. Mussen (Ed.) Handbook of child
psychology: vol.4.Socialization, personality and social behavior. New York: Wiley).
3
Farrington , D.P. (1993), Understanding and preventing bullying, in M. Tony (ed) Crime and Justice Vol 17
University of Chicago Press
4
Olweus D.(1993) Bulling at school. What we know and what we can do, Oxford, Blackwell
2
Ένα μεγάλο μέρος των ερευνητικών προσπαθειών και των
προγραμμάτων παρέμβασης που σχεδιάστηκαν για την αντιμετώπιση της
επιθετικότητας στα σχολεία υλοποιήθηκαν στις ΗΠΑ, όπου η σχολική
επιθετικότητα έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και εξέλιξη από τη
μορφή που παίρνει το πρόβλημα στην Ελλάδα. Ωστόσο ένα μεγάλο επίσης
μέρος των ερευνών αφορά στις Σκανδιναβικές χώρες από όπου υπάρχουν
πολλά δεδομένα που μπορούν να αξιοποιηθούν και από τη χώρα μας. Στη
χώρα μας η έρευνα της σχολικής επιθετικότητας ξεκινά το 2000.
H διερεύνηση του φαινομένου στη χώρα μας φανερώνει το
μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του
 Σε δείγμα 677 μαθητών (349 από δημοτικά και 328 από γυμνάσια της
Αθήνας) το 20% των παιδιών ανέφεραν ότι μια φορά την εβδομάδα και
περισσότερο εκφοβίζονται από τους συμμαθητές τους, ενώ το 10% των
μαθητών του δείγματος ανέφεραν ότι ήταν θύματα σχολικής κακοποίησης
(Παναγιώτης Καλλιώτης 2005)5
.
 Σύμφωνα με την ίδια έρευνα οι μαθητές στο σύνολό τους τείνουν να
εκφράζουν, αλλά και να δέχονται τη σχολική επιθετικότητα στην αυλή
του σχολείου (38,9 %), το 1/3 δηλώνει ότι η σχολική επιθετικότητα
λαμβάνει χώρα έξω από το σχολείο, ενώ το 20% δηλώνει ότι τα
συμβάντα επιθετικότητας γίνονται μέσα στην τάξη.
• Σε πιο πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όλης της χώρας κατά τα σχολικά έτη 2004 –
2005 και 2005-2006 τα ευρήματα είναι ανάλογα. Σε δείγμα 4.000
παιδιών και εφήβων το 10-13% δηλώνει ότι έχει βιώσει ως θύμα το
σχολικό εκφοβισμό, κυρίως τη λεκτική του μορφή και τη μορφή του
κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ ένα στα 10 παιδιά περίπου φοβάται και
αγωνιά ότι θα πέσει θύμα εκφοβιστικών περιστατικών (Δεληγιάννη
2006).6
• Σε έρευνα των Χονδουμάδη & Πατεράκη (2001)7
σε σχολεία της Αθήνας,
όπου διερευνήθηκαν οι απόψεις των μαθητών για τη σχολική
επιθετικότητα, φάνηκε ότι κατά τη γνώμη των παιδιών οι δάσκαλοι του
δημοτικού σχολείου δε γνωρίζουν την έκταση του προβλήματος στο
σχολείο τους. Επίσης βρέθηκε ότι τα περισσότερα θύματα προτιμούν να
αναφέρουν τη θυματοποίησή τους στους γονείς και όχι στους δασκάλους.
Το γεγονός ότι ένα σχετικά μικρός αριθμός μαθητών θυμάτων αναφέρεται
στους δασκάλους αναζητώντας βοήθεια ενισχύει την ιδέα ότι τα
περισσότερα από τα παιδιά θύματα δε νιώθουν άνετα να μιλούν για την
εμπειρία τους. Είναι πιθανόν να φοβούνται τους χαρακτηρισμούς «θύμα»,
«δειλός» ή «ανεπαρκής». Αυτός ο φόβος τροφοδοτεί τη σχολική
επιθετικότητα και το αίσθημα ανημπόριας των θυμάτων.
5
Καλλιώτης Π. (2005) η σχολική βία στην προοπτική της παγκοσμιοποίησης: η φύση και η έκταση του προβλήματος
στη χώρα μας
66
Δεληγιάννη-Κουϊμτζή Β. (2006), Ο σχολικός εκφοβισμός, 25-6-2006, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
7
Houndoymani A. & Pateraki L. (2001), bullying and bullies in Greek elementery schools: Pupils attitudes and
teachers’ /parents’ awareness, Educational Review, Vol. 53, No1, pp.19-26
3
 H επιθετικότητα επηρεάζει αρνητικά και επιβαρύνει τόσο τους
μαθητές που την υφίστανται, όσο και τους μαθητές που την
ασκούν. Εξάλλου φαίνεται πως σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι εύκολο
να διακρίνουμε τους θύτες και τα θύματα, καθώς μπορεί μέσα σε
διαφορετικές σχέσεις να αλλάζουν ρόλο. Επίσης επιβαρυντική είναι η
επιρροή της στα παιδιά που γίνονται παρατηρητές τέτοιων σκηνών.
Επηρεάζει αρνητικά την αυτοεικόνα τους, τη συναισθηματική τους
ασφάλεια, την κοινωνικότητα των παιδιών.
 Η επιθετικότητα και ο εκφοβισμός ενισχύουν τη θυματοποίηση
των παιδιών που τα υφίστανται. Συνδέεται με το φόβο της αρνητικής
αξιολόγησης από τους συνομηλίκους και τη συναισθηματική απόσυρση
από αυτούς (Slee 1994)8
. Η αίσθηση ανημπόριας που βιώνουν μπορεί να
επηρεάσει την παρακολούθηση του σχολείου και την ακαδημαϊκή
επίδοση. Όπως πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ο J. Anderson (2005)9
συγκεντρώνοντας τα συμπεράσματα διαφόρων ερευνητών για τις
συνέπειες της επιθετικότητας και της θυματοποίησης, παιδιά που
επανειλημμένα γίνονται αποδέκτες επιθέσεων στο σχολείο αντιμετωπίζουν
βραχυπρόθεσμα προβλήματα όπως σωματική και ψυχολογική
καταπόνηση, δυσκολίες συγκέντρωσης της προσοχής και σχολική φοβία.
Επιπρόσθετα, τα παιδιά που εμπλέκονται με τη σχολική επιθετικότητα και
τη θυματοποίηση κινδυνεύουν να εμφανίσουν μακροχρόνια προβλήματα
όπως εγκληματικότητα, διακοπή του σχολείου, ανεργία, κατάθλιψη,
άγχος και γενικά επίπεδα μειωμένης προσαρμοστικότητας και επιτυχίας
στην ενήλικη ζωή τους. Επιπλέον αναφέρει τις απόψεις του Farrington
(1993) που υποστηρίζει πως τα προβλήματα δεν είναι μόνο συνεχή, αλλά
μεταφέρονται και από γενιά σε γενιά, καθώς οι συνήθεις επιτιθέμενοι
είναι πολύ πιθανόν να ασκούν βία στους συντρόφους και τα παιδιά τους,
συνθήκη που διαιωνίζει τον κύκλο της βίας και αναπαράγει νέες γενιές
επιθετικών παιδιών.
Τα παραπάνω δεδομένα ενισχύουν την αναγκαιότητα
εφαρμογής προγραμμάτων πρόληψης της επιθετικότητας στη χώρα
μας για την αντιμετώπιση του φαινομένου που ανησυχητικά επεκτείνεται
στα Ελληνικά σχολεία. Όπως όλα τα προγράμματα πρόληψης, και τα
προγράμματα πρόληψης της επιθετικότητας είναι αποτελεσματικότερα όταν
ξεκινούν νωρίς, διαπνέουν τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, βασίζονται στην
ενεργό συμμετοχή και είναι μακροχρόνια.
Η πρόληψη της επιθετικότητας απαιτεί μια συνολική
προσέγγιση που θα κινητοποιεί το σχολείο και την ευρύτερη
κοινότητα. Είναι απαραίτητο τέτοιου τύπου προσπάθειες να απευθύνονται
όχι μόνο στα θύματα και τους επιτιθέμενους, αλλά επίσης στην οικογένεια,
στο σχολείο και στους εκπαιδευτικούς, στην ομάδα των συνομηλίκων και στα
παιδιά εκείνα που γίνονται παρατηρητές τέτοιων σκηνών.
8
Slee P.T. (1994) Situational and interpersonal correlates of anxiety associated with peer victimization, Child
Psychiatry and Human development, 25, pp 97-107
9
Anderson J. (2005), School bullying; a review of the research. Crime prevention and criminal Justice policy
4
Τα σχολεία χρειάζεται να αναπτύξουν ένα πλαίσιο που θα ενθαρρύνει
τη συμμετοχή των μαθητών στο σχεδιασμό και την εφαρμογή αντι-
επιθετικών συμπεριφορών, καθώς τα παιδιά είναι ίσως οι καλύτεροι γνώστες
της κατάστασης και των αναγκών τους. Ένα πρόγραμμα πρόληψης της
σχολικής επιθετικότητας πρέπει να προσαρμόζεται στις ηλικίες, το φύλο, την
πολιτιστική και την εθνική ταυτότητα των μαθητών και να αγκαλιάζεται από
το σχολείο, με μια συνολικότερη δέσμευση των μελών της σχολικής
κοινότητας ως προς την προτεραιότητα και τη χρονική διάρκεια του
προγράμματος.
Οι εκπαιδευτικοί παίζουν σημαντικότατο ρόλο σε μια τέτοια
προσπάθεια, καθώς είναι αυτοί που σε μεγάλο βαθμό μπορούν να
διασφαλίσουν το κλίμα και την πολιτική του σχολείου. Χρειάζεται να
εκπαιδευτούν στην υποστήριξη των μαθητών τους σε τέτοια θέματα, καθώς
ανήκουν στην καθημερινή πραγματικότητά τους. Από την άλλη πλευρά
καθοριστικός είναι ο ρόλος της οικογένειας που μέσω της
διαπαιδαγώγησης μπορεί να προλάβει την επιθετικότητα. Χρειάζεται οι
γονείς να ευαισθητοποιηθούν γύρω από το θέμα της επιθετικότητας και την
αναγνώριση δικών τους συμπεριφορών που ενισχύουν την επιθετικότητα των
παιδιών τους. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντική η επικοινωνία και η
συνεργασία μεταξύ σχολείου και οικογένειας.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα των ερευνών είναι σημαντικό οι
ενήλικες να αποτελούν πρόσωπα εμπιστοσύνης που θα μπορέσουν να
διευκολύνουν τα παιδιά να μιλήσουν γι΄ αυτές τους τις εμπειρίες. Είναι
σημαντικό εκπαιδευτικοί και γονείς να μπορέσουν να ακούσουν τα παιδιά
χωρίς να προβούν σε αντιδράσεις που κλονίζουν την εμπιστοσύνη των
παιδιών και τα κάνουν να κρατούν το στόμα τους κλειστό. Απαραίτητη είναι
επίσης η ύπαρξη υποστηρικτικών προς τα σχολεία κοινωνικών
υπηρεσιών που θα μπορέσουν να υποστηρίξουν δασκάλους, μαθητές
και γονείς και να λειτουργήσουν συμβουλευτικά προς τα παιδιά που
εμπλέκονται σε τέτοιου τύπου συμπεριφορές.10
Οι Oliver και Candappa (2003)11
προτείνουν ότι το να ακούσουμε
προσεκτικά τι λένε οι μαθητές σε σχέση με τη σχολική επιθετικότητα πρέπει
να είναι ένα μέρος μιας συνολικότερης στρατηγικής του σχολείου στην οποία
οι εκπαιδευτικοί παίζουν σημαντικό ρόλο. Το να λάβουμε υπόψη τις απόψεις
των μαθητών διαμορφώνει ένα μέρος μιας συνολικότερης προσέγγισης του
σχολείου στον αγώνα κατά της επιθετικότητας που απαιτεί να
δραστηριοποιηθούμε σε πολλά επίπεδα, δηλ. την ανάπτυξη ενός θετικού
σχολικού ήθους, μια σταθερή συζήτηση των αντιεπιθετικών πολιτικών και
στρατηγικών του σχολείου, την προσαρμογή της διδακτέας ύλης, την
υποστήριξη και εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, τη διαμόρφωση του
περιβάλλοντος και τη συνεργασία με τους γονείς.
10
Στην Ελλάδα λειτουργεί «Κύκλος δικαιωμάτων του παιδιού-ο Συνήγορος του πολίτη», με τηλεφωνική
γραμμή για ανηλίκους 800.11.32000
11
Oliver C. & Candappa M.,(2003), Tackling bullying: listening to the views of children and young people Thomas
Coram research Unit. Institute of Education 2003
5
Οι παρεμβάσεις που απευθύνονται στους ίδιους τους μαθητές
είναι σημαντικό να ενισχύουν τις ομάδες των συνομηλίκων και τη
φιλία μέσα στο σχολείο με ποικίλους τρόπους (ομάδες δραστηριοτήτων,
προγράμματα ενίσχυσης των διαπροσωπικών σχέσεων κ.α), καθώς φαίνεται
ότι η ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων και η καλλιέργεια μιας
ατμόσφαιρας αλτρουϊσμού και ενσυναίσθησης λειτουργούν
προστατευτικά.
Η ενίσχυση της συναισθηματικής και κοινωνικής ικανότητας
των παιδιών είναι απαραίτητη. Το πως φτιάχνω μια φιλία, πως τη
διατηρώ, πως τη διακόπτω αφορά όλους τους μαθητές, ιδιαίτερα στην
πρωτοβάθμια εκπαίδευση και συνδέεται άμεσα με την κατοπινή
κοινωνικότητά τους, αλλά και τη σχέση με τον εαυτό τους. Τα παιδιά
χρειάζεται να μάθουν να δημιουργούν δεσμούς με τους συμμαθητές τους και
να μπορούν να διατηρήσουν και να σεβαστούν την ατομικότητα και τη
διαφορετικότητά τους μέσα σε αυτούς. Χρειάζεται να μάθουν να ακούνε τους
άλλους και τα συναισθήματα τους, αλλά επίσης να μάθουν να αναγνωρίζουν
και να εκφράζουν και τα δικά τους συναισθήματα. Χρειάζεται επίσης να
μάθουν να εκφράζουν τη δυσαρέσκεια και το θυμό τους με τρόπο κοινωνικό
που δεν προκαλεί πόνο στον άλλον, αλλά ενισχύει τη βαθύτερη επικοινωνία
μαζί του και αντίστοιχα να μπορούν να απαιτήσουν το αντίστοιχο για τους
εαυτούς τους.
Όπως ίσως είναι ήδη φανερό όλα τα παραπάνω μπορούν να
ενταχθούν στο πλαίσιο ενός προγράμματος αγωγής υγείας με επικέντρωση
στις διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών και στην προσωπική ανάπτυξη, αλλά
δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο σε αυτό. Είναι στοιχεία που χρειάζεται να
διαπνέουν όλο το κλίμα του σχολείου και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Ο
σεβασμός προς τον εαυτό και στους άλλους, η επικοινωνία και η συνεργασία,
η ενσυναίσθηση και η αποδοχή είναι απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία
του σχολείου, αλλά και για ένα ασφαλές σχολείο που διαμορφώνει
ανεξάρτητες και υγιείς προσωπικότητες.
Η πρόληψη της επιθετικότητας αποτελεί δικαίωμα όλων των παιδιών.
Ως ενήλικες χρειάζεται να καταβάλουμε όλες εκείνες τις απαραίτητες
προσπάθειες για να τη διασφαλίσουμε.
6
Ο ρόλος του σχολείου στην εφαρμογή προγραμμάτων
πρόληψης
Ο ρόλος του σημερινού σχολείου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος και
απαιτητικός, συγκρινόμενος δε με το παρελθόν αντικατοπτρίζει τις
παιδαγωγικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές αλλά και άλλες
ανακατατάξεις, οι οποίες παρουσιάζονται στην Παγκόσμια Κοινότητα.
Η Αγωγή Υγείας μπορεί να διακριθεί σε δύο τύπους: την
τυποποιημένη και την άτυπη. Ως κύριος φορέας της τυποποιημένης
εκπαίδευσης, το σημερινό σχολείο από θεσμικής άποψης (Νόμος 1566,
Άρθρο 1α, β, γ, δ, ε), καλείται να αναπτύξει τις διανοητικές λειτουργίες, τη
σωματική και ψυχική υγεία, τις ιδιαίτερες κλίσεις και ενδιαφέροντα των
μαθητών, τους οποίους πρέπει να εντάξει στο κοινωνικό σύνολο ως ενεργούς
πολίτες, απαλλαγμένους από προκαταλήψεις και κοινωνικά στερεότυπα.
Στον αντίποδα, η άτυπη εκπαίδευση περιλαμβάνει τη
διαπαιδαγώγηση στην οποία υπόκειται ο άνθρωπος από τη στιγμή της
γέννησής του και η οποία αντιστοιχεί στο περιβάλλον που ανατρέφεται.
Πρόκειται δηλαδή, για ένα σύνολο πληροφοριών, γνώσεων, στάσεων,
συμπεριφορών και εμπειριών, με τις οποίες έρχονται σε επαφή τα παιδιά-
μαθητές έξω και πέρα από το επίσημο σχολείο. Τα στοιχεία όμως που
δέχονται οι μαθητές μέσα από την άτυπη εκπαίδευση είναι συνήθως
ακατέργαστα, συχνά μονοδιάστατα ή παραμορφωμένα και άλλοτε
λανθασμένα.
Αντίθετα, το σχολείο μπορεί να προβάλλει την αγωγή και προαγωγή
της υγείας μέσα από το σχολικό ήθος, το σχολικό πρόγραμμα, τους
κανονισμούς και τις σχέσεις με τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους
γονείς και την κοινότητα (Young I. & William T., 1989).
Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να εφαρμόσουν τις αρχές και τη
μεθοδολογία της πρόληψης και προαγωγής της υγείας, να τις αφομοιώσουν
στη σχολική ύλη και ζωή, να τις προβάλλουν οι ίδιοι με τη στάση και τη
συμπεριφορά τους, να διδάξουν σχετικές γνώσεις και να τις αναπτύξουν με
προγράμματα μέσα στη σχολική τάξη (Draijer J., Williams T., 1991, Σώκου
Κ., 1994).
Το «αποτελεσματικό» σχολείο
Όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, έχει διαπιστωθεί ότι το
ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη σχολική
επίδοση των μαθητών, παραβλέποντας τη σπουδαιότητα της ψυχικής υγείας,
καθώς και την ισχυρή αλληλεπίδραση σχολικής επίδοσης και ψυχικής υγείας.
Το σύγχρονο όμως σχολείο αποσκοπεί στην εξέλιξη των μαθητών σε όλους
τους τομείς ανάπτυξης, στην προαγωγή της ψυχικής τους υγείας και στη
δημιουργία ευκαιριών και εμπειριών για την υποστήριξη των παιδιών που
παρουσιάζουν δυσκολίες (Χατζηχρήστου, 2004).
7
Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο προβληματισμός και το ερευνητικό
ενδιαφέρον σχετικά με τις συνιστώσες του «αποτελεσματικού σχολείου». Η
οικογένεια παύει να θεωρείται πλέον ως η «μόνη υπεύθυνη» για τα
προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά. Το σχολείο αναγνωρίζει και
αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στην παραδοχή,
ότι όλοι οι μαθητές, όπως και εκείνων με σοβαρές, σωματικές, νοητικές ή
άλλες αναπηρίες, έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το αγαθό της
εκπαίδευσης.
Όπως έχουν αποδείξει ερευνητικά δεδομένα (Bossert, 1985), έχει
προκύψει ότι τα σχολεία που έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικά, όσον αφορά
στην εκπαίδευση μαθητών που ανήκουν σε ομάδες «υψηλού κινδύνου»
(φτωχό σε ερεθίσματα οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον ή
μειονότητες), έχουν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:
α) Σχολικό περιβάλλον που προάγει τη μάθηση, χωρίς βία και
προβλήματα πειθαρχίας,
β) Προσδοκίες των εκπαιδευτικών ότι όλοι οι μαθητές μπορούν να
μάθουν,
γ) Έμφαση στην εκπαίδευση βασικών δεξιοτήτων και μεγαλύτερη
διάρκεια της ενασχόλησης των μαθητών με τη σχολική μελέτη,
δ) σαφείς εκπαιδευτικοί στόχοι που διευκολύνουν την παρακολούθηση
και αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών και
ε) Διευθυντές με ηγετικές και διοικητικές ικανότητες που θέτουν
στόχους, διατηρούν την πειθαρχία, παρατηρούν την εκπαιδευτική διαδικασία
μέσα στην τάξη και δημιουργούν κίνητρα για μάθηση.
Η έμφαση που δίνεται στη διαμόρφωση του «αποτελεσματικού»
σχολείου έχει οδηγήσει σε ποικίλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες
έχουν επηρεαστεί από αντίστοιχες θεωρητικές προσεγγίσεις (Baker, Bridger,
Terry & Winsor, 1997). Πρόσφατα, το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται πλέον μόνο
στη μορφή της εκπαίδευσης, αλλά στο κοινωνικό πλαίσιο του σχολείου και
πιο συγκεκριμένα, στο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι ανθρώπινες
σχέσεις στη γενικότερη προσαρμογή των μαθητών μέσα στο σχολείο.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται λοιπόν στο κλίμα που επικρατεί και περιβάλλει τη
μαθησιακή διαδικασία και που προσδιορίζεται από το είδος και την ποιότητα
των σχέσεων μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας.
Το σχολείο δε στοχεύει λοιπόν μόνο στη μόρφωση και την
κοινωνικοποίηση των μαθητών, αλλά «νοιάζεται» για τα παιδιά και τα
στηρίζει με ποικίλους τρόπους και σε διάφορες περιστάσεις ή χρονικές
στιγμές (Baker και συν., 1997). Οι μαθητές με τη σειρά τους νιώθουν μέλη
μιας σχολικής κοινότητας, που έχει συγκεκριμένους στόχους, τους βοηθάει
να αναπτύξουν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις, να νιώσουν ψυχολογική
ασφάλεια, να δραστηριοποιηθούν και έτσι να διευκολυνθεί η σχολική τους
προσαρμογή.
8
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού - συντονιστή
Ο εκπαιδευτικός που θα εμπλακεί στην ανάπτυξη, εξέλιξη και
επιτυχημένη ολοκλήρωση ενός προγράμματος πρόληψης της υγείας των
παιδιών θα παίξει, κατά κύριο λόγο, ρόλο συντονιστικό.
Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι πρόσωπο σεβαστό και αποδεκτό
από τους εκπαιδευόμενους - μαθητές/τριές του και να παίζει καθοριστικό
ρόλο στη μετάδοση και αποδοχή του μηνύματος. Διότι, το μήνυμα αυτό, όσο
σημαντικό κι αν είναι, δε θα φθάσει στους αποδέκτες, αν δε μεταδοθεί από
το κατάλληλο άτομο. Βασική προϋπόθεση επίσης, εκτός από την επιμόρφωση
του εκπαιδευτικού, αποτελεί και η πίστη του ίδιου σ΄ αυτό. Το ενδιαφέρον
του εκπαιδευτικού, ο ενθουσιασμός του ή αντίστοιχα η έλλειψή τους, έχει
αποδειχθεί ότι επηρεάζει το κλίμα στην τάξη και τη διάθεση των παιδιών να
συμμετέχουν στην ομάδα (Αθανασίου Κ. & συν. 2005).
Τα γνωρίσματα τα οποία πρέπει να διακρίνουν έναν ικανό συντονιστή
- εκπαιδευτικό είναι:
 Ακουστική: Να μπορεί να ακούει χωρίς να διακόπτει. Να μπορεί να
«χτίζει» με τις ιδέες των μαθητών του.
 Κατανόηση: Να κατανοεί και να αντιλαμβάνεται τα αισθήματα και τις
εμπειρίες της ομάδας και του κάθε μέλους της ξεχωριστά.
 Σεβασμός: Να καλλιεργεί αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ εκπαιδευτή -
εκπαιδευόμενων και μεταξύ των εκπαιδευόμενων μελών.
 Εμπιστοσύνη: Να ενθαρρύνει την ελεύθερη έκφραση και ανταλλαγή
απόψεων και αποριών του κάθε μέλους χωρίς φόβο ότι θα
αμφισβητηθεί.
 Ανεκτικότητα: Να δημιουργεί ήρεμη και ανεκτική ατμόσφαιρα που
ενθαρρύνει την ελεύθερη έκφραση και παραγωγική σκέψη και δράση
των μελών της ομάδας.
 Ευελιξία: Να κάνει κατάλληλες αναπροσαρμογές στα μέλη της
ομάδας, και να αποφεύγει αυταρχικές συμπεριφορές, στερεότυπα,
ηθικοπλαστικές απόψεις και την επιβολή ιδεών.
 Συμμετοχή: Να εξασφαλίζει τη συμμετοχή όλων των μελών της
ομάδας σε όλες τις διαδικασίες σεβόμενος τις ατομικές ιδιαιτερότητες
και ικανότητες του κάθε μέλους.
 Συνεργασία: Να ενθαρρύνει και να αναζητεί τη συνεργασία τού κάθε
μέλους της ομάδας αλλά και εξωτερικών συνεργατών, αναγνωρίζοντας
τις πιθανές ελλείψεις που μπορεί να υπάρχουν έτσι ώστε το έργο του
να είναι αποτελεσματικό.
 Γνώσεις δυναμικής της ομάδας: Να μπορεί να εκτιμάει τη δυναμική
της ομάδας και της ειδικής υποστήριξης που ίσως χρειάζεται στο θέμα
αυτό.
9
Ο ρόλος του Διευθυντή/ντριας ως εμψυχωτή/τριας στην
ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης στο σχολείο
Στο πλαίσιο της προσπάθειας για ποιοτική ανασυγκρότηση του
σύγχρονου σχολείου, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας προχώρησε τα
τελευταία χρόνια στη συστηματική οργάνωση και θεσμοθέτηση αποφάσεων
και κανόνων με στόχο τη δημιουργία αποτελεσματικών στελεχών, τα οποία
θα ασχοληθούν τόσο με τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού όσο και με
την εφαρμογή των νέων καινοτομιών και τεχνολογιών στην εκπαίδευση.
Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών αποτελεί και η έκδοση
υπουργικών αποφάσεων (Φ.353.1/324/105657/Δ1) με στόχο τον καθορισμό
καθηκόντων και αρμοδιοτήτων στα στελέχη της Εκπαίδευσης. Καίρια θέση
στην ιεράρχηση αυτή αποτελεί και ο Διευθυντής της σχολικής μονάδας. Η
Πολιτεία τον ορίζει ως τον υπεύθυνο - αρμόδιο για την αποτελεσματική
οργάνωση όλων εκείνων των παραμέτρων οι οποίες θα διασφαλίσουν την
επιτυχή λειτουργία και εφαρμογή του σχολικού προγράμματος.
Ο ρόλος του Διευθυντή στο σημερινό σχολείο είναι αναμφισβήτητα
πολύ σημαντικός και δύσκολος. Είναι ο άνθρωπος που καλείται αφενός να
διατηρήσει τον παραδοσιακό του ρόλο στην άσκηση των διοικητικών του
καθηκόντων και αφετέρου να μετατρέψει το σύγχρονο σχολείο σε ένα χώρο
ζωντανό, που σκοπό έχει τόσο τη συνεχή αναβάθμιση της ποιότητας της
εκπαίδευσης όσο και την ανάπτυξη κοινωνικής, ηθικής και πνευματικής
εξέλιξης των μαθητών.
Βέβαια, απαιτούνται και άλλοι παράγοντες που θα πρέπει να
συνδράμουν προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοιοι είναι:
 Το διδακτικό προσωπικό
 Οι διοικητικοί προϊστάμενοι
 Οι σχολικοί σύμβουλοι
 Ο κοινωνικός περίγυρος (γονείς και μαθητές)
 Το αναλυτικό πρόγραμμα
 Η υλικοτεχνική υποδομή της σχολικής μονάδας
Μέσα από τη νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα, ο Διευθυντής καλείται
να παρακολουθεί τις εξελίξεις, να επιμορφώνεται στις νέες τεχνολογίες και
τις νέες μορφές εκπαιδευτικής παρέμβασης, να οργανώνει και να προωθεί
προγράμματα στο περιβάλλον του σχολείου, αφού στόχος τους είναι να
εντάξουν τα παιδιά στα δεδομένα της καθημερινότητας προσφέροντας όμως
και την απαραίτητη παιδαγωγική δεοντολογία. Ο διευρυμένος λοιπόν ρόλος
του Διευθυντή είναι και μέσα στις ισχύουσες νομοθετικές προβλέψεις και στις
τάσεις της σύγχρονης αναζήτησης αλλά και μέσα στις δυνατότητες του
θεσμού (Φροσύνης Α. & Ρουμπίδης Χ., 2005).
Σε σχολικά συστήματα που πληρούν τις παραπάνω
προϋποθέσεις αποδεικνύεται ότι, συγκριτικά με προϊσταμένους,
συμβούλους, εκπαιδευτικούς κλπ., οι διευθυντές διαδραματίζουν
10
σπουδαιότερο ρόλο από όλους τους άλλους στις προτάσεις προγραμμάτων
βελτίωσης αλλά και στην υλοποίηση προγραμμάτων πρόληψης. Οι απλοί
εκπαιδευτικοί έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ενέργειες βελτίωσης
της τάξης τους, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν τις ενέργειές
τους σε όλο το σχολείο, κάτι το οποίο όμως επιτυγχάνεται με την ουσιαστική
παρέμβαση του Διευθυντή της σχολικής μονάδας.
Η αποτελεσματικότητα την οποία όμως μπορεί να επιφέρει εξαρτάται
σε μεγάλο βαθμό και από την ικανότητα που διαθέτει για αποτελεσματική
επικοινωνία, αφού επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα των αποφάσεων που
θα παρθούν αλλά και των ανθρώπινων σχέσεων που θα αναπτυχθούν, την
αποτελεσματικότητα της ηγεσίας, της καθοδήγησης, της παρακίνησης, του
συντονισμού και της σωστής λήψης αποφάσεων.
Ένας από τους νέους αλλά και σίγουρα «δύσκολους» στόχους του
Διευθυντή αποτελεί και η εφαρμογή της Ευέλικτης Ζώνης Δημιουργικών και
Διαθεματικών Δραστηριοτήτων για το Δημοτικό σχολείο και το Νηπιαγωγείο
και η «Ζώνη Καινοτόμων Δράσεων» για το Γυμνάσιο. Μέσα από την
προσπάθεια αυτή, η οποία δεν αποτελεί και τελείως καινούριο στοιχείο για
την ελληνική πραγματικότητα, επιχειρείται η αναμόρφωση του σχολικού
χρόνου και η καλλιέργεια πρωτοβουλιακής - συνεργατικής και διαθεματικής
προσέγγισης της μάθησης αλλά και ανάπτυξης κριτικής σκέψης, συλλογικής
προσπάθειας και βιωματικής δράσης του μαθητή μέσα από ανάλογες
δραστηριότητες και σχέδια εργασίας.
Η εμπειρία παρακολούθησης των προγραμμάτων καινοτόμων δράσεων
τόσο στην Πρωτοβάθμια όσο και στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση έδειξε ότι η
πορεία τους δεν είναι καλή όταν δεν υπάρχει και η ενεργός συμμετοχή και
στήριξη του Διευθυντή.
Ο Διευθυντής είναι αυτός, που ως σύγχρονος manager, και με
γνώμονα το «καλό» της Εκπαίδευσης, πρέπει να προσπαθεί ώστε:
 Να ενεργοποιούνται οι εκπαιδευτικοί σε δράσεις πρόληψης και
προαγωγής της υγείας των μαθητών.
 Να είναι ο εμψυχωτής που θα δίνει τα ερεθίσματα και τα κίνητρα για
τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
 Να είναι αυτός που καλείται να κάνει το σχολείο πιο ελκυστικό, ένα
σχολείο με ποιότητα, ένα σχολείο που θα ενθαρρύνει τους μαθητές, θα
τους δίνει κίνητρα για βιωματική μάθηση και δράση, για ανάπτυξη της
κριτικής τους σκέψης, για συλλογική προσπάθεια, για δημιουργία
σχέσεων αλληλοεκτίμησης, αλληλοσεβασμού και για υγιή
ανταγωνισμό.
Ο Διευθυντής είναι αυτός που με τη δυναμικότητά του και το κύρος
του ανοίγει το κανάλι επικοινωνίας του σχολείου με την τοπική κοινωνία και
βοηθάει στη διάχυση των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων.
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, και εφόσον βέβαια αποδεχθούμε
την αναγκαιότητά του θεσμού των καινοτομιών, απαιτείται ουσιαστική
ενημέρωση και επιμόρφωση των στελεχών, γνώση των εκπαιδευτικών και
11
διοικητικών διαδικασιών και συνεργασία τόσο με τους υπεύθυνους των
καινοτόμων δράσεων όσο και με αυτούς άλλων φορέων στήριξης, έτσι ώστε
αφενός να προσαρμόσουμε τα προγράμματα στις ιδιαιτερότητες και τις
ανάγκες της κάθε κοινότητας αφετέρου να προκαλέσουμε την ενεργό
συμμετοχή του εκπαιδευτικού κόσμου σε ένα πραγματικά «αποτελεσματικό»
σχολείο.
Συμπληρωματική Βιβλιογραφία
Young I. & William T. (1989): The Healthy School, WHO, Scottish Health
Education Group, Edinburgh.
Draijer J., Williams T. (1991): School Health Education and Promotion in the
Member States of the European Community, The Commission of the European
Communities.
Σώκου Κ. (1994): Η Αγωγή και Προαγωγή της Υγείας στα Σχολεία, ΑΠΟΨΕΙΣ,
Παράρτημα 7, Η Αγωγή Υγείας: Διδακτικές Προσεγγίσεις, Περιοδική Έκδοση
Σ.Ε.Λ.Κ.Ε., Αθήνα.
Χατζηχρήστου, Χ. (επιμ.): Πρόγραμμα προαγωγής της ψυχικής υγείας και της
μάθησης. Κοινωνική και συναισθηματική αγωγή στο σχολείο. Εκπαιδευτικό υλικό για
εκπαιδευτικούς και μαθητές της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τάξεις Δ΄, Ε΄, Στ΄.
Θεωρητικό πλαίσιο και δραστηριότητες. Κέντρο Έρευνας και Εφαρμογών Σχολικής
Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2004, Εκδόσεις Τυπωθήτω.
Bossert, S.T. (1985). Effective elementary schools. In R.M.J. Kyle (Ed), reaching
foe excellence: An effective schools sourcebook (pp. 39-53). Washington, DC:
E.H.White.
Baker, J.A., Bridger, R., Terry, T. & Winsor, A. (1997). Schools as caring
communities: a relational approach to school reform. School Psychology Review, 26
(4), 586-602.
Αθανασίου Κ., Φροσύνης Α., Χατζηνικολάου Σ. & Λαμπής Σταύρος (2005):
Οδηγός Εφαρμογής Προγραμμάτων Αγωγής Υγείας
Φροσύνης Α. & Ρουμπίδης Χ. (2005): Εκπαιδευτικοί και καινοτομίες: Εμπειρίες
από τη σχολική πράξη. Παρουσίαση πεπραγμένων υλοποίησης προγραμμάτων
καινοτόμων δράσεων. Ημερίδα Τομέα Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του
Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το Σπίτι των Παιδιών (2007): Εκπαιδευτικό υλικό για την εφαρμογή
προγραμμάτων πρόληψης της επιθετικότητας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση
12

More Related Content

What's hot

ρατσισμός ξενοφοβία - μετανάστες
ρατσισμός   ξενοφοβία - μετανάστεςρατσισμός   ξενοφοβία - μετανάστες
ρατσισμός ξενοφοβία - μετανάστες
angitan
 
Έκθεση Β΄ Λυκείου, θέματα σχετικά με την εργασία-επιλογή επαγγέλματος
Έκθεση Β΄ Λυκείου, θέματα σχετικά με την εργασία-επιλογή επαγγέλματοςΈκθεση Β΄ Λυκείου, θέματα σχετικά με την εργασία-επιλογή επαγγέλματος
Έκθεση Β΄ Λυκείου, θέματα σχετικά με την εργασία-επιλογή επαγγέλματος
ΣΟΦΙΑ ΦΕΛΛΑΧΙΔΟΥ
 
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ -ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ -ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ -ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ -ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
Eleni Kots
 
Ασκήσεις στα ανώμαλα παραθετικά επιθέτων της αρχαίας ελληνικής
Ασκήσεις στα ανώμαλα παραθετικά επιθέτων της αρχαίας ελληνικήςΑσκήσεις στα ανώμαλα παραθετικά επιθέτων της αρχαίας ελληνικής
Ασκήσεις στα ανώμαλα παραθετικά επιθέτων της αρχαίας ελληνικής
Georgia Dimitropoulou
 
δευτερεύουσες αναφορικές
δευτερεύουσες αναφορικέςδευτερεύουσες αναφορικές
δευτερεύουσες αναφορικές
mara_petridou
 

What's hot (20)

Προσφυγικό πρόβλημα
Προσφυγικό πρόβλημαΠροσφυγικό πρόβλημα
Προσφυγικό πρόβλημα
 
ρατσισμός ξενοφοβία - μετανάστες
ρατσισμός   ξενοφοβία - μετανάστεςρατσισμός   ξενοφοβία - μετανάστες
ρατσισμός ξενοφοβία - μετανάστες
 
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ Β΄ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ  ΤΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ Β΄ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ  ΤΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ Β΄ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ Β΄ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ
 
ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΛΥΚΕΙΟΥ μάθημα 1ο
ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΛΥΚΕΙΟΥ μάθημα 1οΛΑΤΙΝΙΚΑ ΛΥΚΕΙΟΥ μάθημα 1ο
ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΛΥΚΕΙΟΥ μάθημα 1ο
 
Έκθεση Β΄ Λυκείου, θέματα σχετικά με την εργασία-επιλογή επαγγέλματος
Έκθεση Β΄ Λυκείου, θέματα σχετικά με την εργασία-επιλογή επαγγέλματοςΈκθεση Β΄ Λυκείου, θέματα σχετικά με την εργασία-επιλογή επαγγέλματος
Έκθεση Β΄ Λυκείου, θέματα σχετικά με την εργασία-επιλογή επαγγέλματος
 
Προσδιορισμοί -Αρχαία Ελληνικά.θεωρία-ασκήσεις
Προσδιορισμοί -Αρχαία Ελληνικά.θεωρία-ασκήσειςΠροσδιορισμοί -Αρχαία Ελληνικά.θεωρία-ασκήσεις
Προσδιορισμοί -Αρχαία Ελληνικά.θεωρία-ασκήσεις
 
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ -ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ -ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ -ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ -ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
 
παγκοσμιοποίηση
παγκοσμιοποίησηπαγκοσμιοποίηση
παγκοσμιοποίηση
 
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ
 
ΜΜΕ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
ΜΜΕ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑΜΜΕ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
ΜΜΕ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
 
Αθανάσιος Χριστόπουλος, "Τώρα". Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
Αθανάσιος Χριστόπουλος, "Τώρα". Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ ΓυμνασίουΑθανάσιος Χριστόπουλος, "Τώρα". Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
Αθανάσιος Χριστόπουλος, "Τώρα". Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου
 
λατινικά : πλάγιος λόγος, θεωρία
λατινικά : πλάγιος λόγος, θεωρίαλατινικά : πλάγιος λόγος, θεωρία
λατινικά : πλάγιος λόγος, θεωρία
 
Ασκήσεις στα ανώμαλα παραθετικά επιθέτων της αρχαίας ελληνικής
Ασκήσεις στα ανώμαλα παραθετικά επιθέτων της αρχαίας ελληνικήςΑσκήσεις στα ανώμαλα παραθετικά επιθέτων της αρχαίας ελληνικής
Ασκήσεις στα ανώμαλα παραθετικά επιθέτων της αρχαίας ελληνικής
 
δευτερεύουσες αναφορικές
δευτερεύουσες αναφορικέςδευτερεύουσες αναφορικές
δευτερεύουσες αναφορικές
 
Ποιητικό αίτιο και παθητική σύνταξη. Ενότητα 8, Αρχαία Γ΄ Γυμνασίου
Ποιητικό αίτιο και παθητική σύνταξη. Ενότητα 8, Αρχαία Γ΄ ΓυμνασίουΠοιητικό αίτιο και παθητική σύνταξη. Ενότητα 8, Αρχαία Γ΄ Γυμνασίου
Ποιητικό αίτιο και παθητική σύνταξη. Ενότητα 8, Αρχαία Γ΄ Γυμνασίου
 
ΠΑΘΗΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΠΑΘΗΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙΠΑΘΗΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΠΑΘΗΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
 
Συντακτική ανάλυση κειμένου 5
Συντακτική ανάλυση κειμένου 5Συντακτική ανάλυση κειμένου 5
Συντακτική ανάλυση κειμένου 5
 
χρονικες υποθετικες-υπωνυμα-ορισμος
χρονικες υποθετικες-υπωνυμα-ορισμοςχρονικες υποθετικες-υπωνυμα-ορισμος
χρονικες υποθετικες-υπωνυμα-ορισμος
 
"ΓΙΑΤΙ", Γ. ΜΑΓΚΛΗ
"ΓΙΑΤΙ", Γ. ΜΑΓΚΛΗ"ΓΙΑΤΙ", Γ. ΜΑΓΚΛΗ
"ΓΙΑΤΙ", Γ. ΜΑΓΚΛΗ
 
Προπαγάνδα
ΠροπαγάνδαΠροπαγάνδα
Προπαγάνδα
 

Similar to ο ρόλος του σχολείου στην πρόληψη του φαινομένου της παιδικής επιθετικότητας

Chatzileri_K_V_#Sxolikos_Ekfovismos#Staseis_Ekpaideytikwn#Kryfh_Koultoura
Chatzileri_K_V_#Sxolikos_Ekfovismos#Staseis_Ekpaideytikwn#Kryfh_KoultouraChatzileri_K_V_#Sxolikos_Ekfovismos#Staseis_Ekpaideytikwn#Kryfh_Koultoura
Chatzileri_K_V_#Sxolikos_Ekfovismos#Staseis_Ekpaideytikwn#Kryfh_Koultoura
Vassiliky K. Chatzileri
 
Dafni parents
Dafni parentsDafni parents
Dafni parents
dora222
 
εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για γονείς
εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για γονείςεκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για γονείς
εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για γονείς
Αννα Παππα
 
ιωάννα ανδριακοπούλου 1053463_σοφία_τζωρτζόγλου_1053422
ιωάννα ανδριακοπούλου 1053463_σοφία_τζωρτζόγλου_1053422ιωάννα ανδριακοπούλου 1053463_σοφία_τζωρτζόγλου_1053422
ιωάννα ανδριακοπούλου 1053463_σοφία_τζωρτζόγλου_1053422
up1053463
 
η εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για εκπαιδευτικούς
η εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για εκπαιδευτικούςη εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για εκπαιδευτικούς
η εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για εκπαιδευτικούς
Αννα Παππα
 
Δραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμού
Δραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμούΔραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμού
Δραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμού
41ο Δημ. Σχ. Αθήνας
 
ΡΟΜΠΙ - ΧΡΗΣΤΟΣ
ΡΟΜΠΙ - ΧΡΗΣΤΟΣΡΟΜΠΙ - ΧΡΗΣΤΟΣ
ΡΟΜΠΙ - ΧΡΗΣΤΟΣ
dimoinof
 
ΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΕΥΑ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΕΥΑΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΕΥΑ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΕΥΑ
dimoinof
 

Similar to ο ρόλος του σχολείου στην πρόληψη του φαινομένου της παιδικής επιθετικότητας (20)

2 σχολικη βια
2 σχολικη βια2 σχολικη βια
2 σχολικη βια
 
πρόληψη & αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας
πρόληψη & αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίαςπρόληψη & αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας
πρόληψη & αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας
 
School mediation
School mediationSchool mediation
School mediation
 
Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 1Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 1
 
Chatzileri_K_V_#Sxolikos_Ekfovismos#Staseis_Ekpaideytikwn#Kryfh_Koultoura
Chatzileri_K_V_#Sxolikos_Ekfovismos#Staseis_Ekpaideytikwn#Kryfh_KoultouraChatzileri_K_V_#Sxolikos_Ekfovismos#Staseis_Ekpaideytikwn#Kryfh_Koultoura
Chatzileri_K_V_#Sxolikos_Ekfovismos#Staseis_Ekpaideytikwn#Kryfh_Koultoura
 
Η επιθετικότητα ως σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας (ατομικής και κοινωνικής)
Η επιθετικότητα ως σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας (ατομικής και κοινωνικής)Η επιθετικότητα ως σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας (ατομικής και κοινωνικής)
Η επιθετικότητα ως σύμπτωμα ψυχοπαθολογίας (ατομικής και κοινωνικής)
 
Dafni parents
Dafni parentsDafni parents
Dafni parents
 
εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για γονείς
εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για γονείςεκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για γονείς
εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για γονείς
 
ιωάννα ανδριακοπούλου 1053463_σοφία_τζωρτζόγλου_1053422
ιωάννα ανδριακοπούλου 1053463_σοφία_τζωρτζόγλου_1053422ιωάννα ανδριακοπούλου 1053463_σοφία_τζωρτζόγλου_1053422
ιωάννα ανδριακοπούλου 1053463_σοφία_τζωρτζόγλου_1053422
 
γενική περιγραφή
γενική περιγραφήγενική περιγραφή
γενική περιγραφή
 
η εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για εκπαιδευτικούς
η εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για εκπαιδευτικούςη εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για εκπαιδευτικούς
η εκφοβιστική συμπεριφορά στο σχολείο για εκπαιδευτικούς
 
Δραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμού
Δραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμούΔραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμού
Δραστηριότητες στην τάξη για την πρόληψη του εκφοβισμού
 
Η Παραβατικότητα σε Παιδιά και Εφήβους
Η Παραβατικότητα σε Παιδιά και Εφήβους Η Παραβατικότητα σε Παιδιά και Εφήβους
Η Παραβατικότητα σε Παιδιά και Εφήβους
 
ergasia_tpe_charikleiakaparoy_vickymanolakou
ergasia_tpe_charikleiakaparoy_vickymanolakouergasia_tpe_charikleiakaparoy_vickymanolakou
ergasia_tpe_charikleiakaparoy_vickymanolakou
 
ergasia_tpe_charikleiakaparoy_vickymanolakoy
ergasia_tpe_charikleiakaparoy_vickymanolakoyergasia_tpe_charikleiakaparoy_vickymanolakoy
ergasia_tpe_charikleiakaparoy_vickymanolakoy
 
ΡΟΜΠΙ - ΧΡΗΣΤΟΣ
ΡΟΜΠΙ - ΧΡΗΣΤΟΣΡΟΜΠΙ - ΧΡΗΣΤΟΣ
ΡΟΜΠΙ - ΧΡΗΣΤΟΣ
 
ΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΕΥΑ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΕΥΑΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΕΥΑ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ - ΕΥΑ
 
Sxolikos ekfobismos
Sxolikos ekfobismosSxolikos ekfobismos
Sxolikos ekfobismos
 
2015 08-31 αρθρο ερευνα-bullying
2015 08-31 αρθρο ερευνα-bullying2015 08-31 αρθρο ερευνα-bullying
2015 08-31 αρθρο ερευνα-bullying
 
Sxoliki bia
Sxoliki biaSxoliki bia
Sxoliki bia
 

ο ρόλος του σχολείου στην πρόληψη του φαινομένου της παιδικής επιθετικότητας

  • 1. Ο Ρόλος του Σχολείου στην Πρόληψη του Φαινομένου της Παιδικής Επιθετικότητας Εισηγητής: Δρ Αθανάσιος Φροσύνης, Υπεύθυνος Αγωγής Υγείας Δ/νσης Π.Ε. Δυτικής Θεσσαλονίκης (Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα από το εκπαιδευτικό υλικό προγράμματος αντιμετώπισης της Παιδικής Επιθετικότητας για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση με τίτλο: «Το Σπίτι των Παιδιών») Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2007 1
  • 2. Η πρόληψη της επιθετικότητας στο σχολείο Η επιθετικότητα στο χώρο του σχολείου, είναι μια πραγματικότητα που απασχολεί τις δυτικές κοινωνίες και τη χώρα μας. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια πολύ συχνά ακούγονται διαμαρτυρίες από γονείς, αλλά και δασκάλους για την επιθετικότητα των παιδιών κυρίως μέσα στο χώρο, αλλά και στο ευρύτερο περιβάλλον του σχολείου. Ο ορισμός της επιθετικότητας έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα. Ο Herbert (1998)1 αναγνωρίζει την επιθετικότητα, ως ένα φυσιολογικό, αν και ενοχλητικό μέρος της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης που εμφανίζεται ήδη από βρεφική ηλικία ως θυμός. Ωστόσο καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν οι εκδηλώσεις της επιθετικότητας διαφοροποιούνται. Η συχνότητα, η ένταση, ο αριθμός, η διάρκεια της επιθετικής συμπεριφοράς και η αίσθηση που αφήνει στον επιτιθέμενο, αλλά και στον αποδέκτη της προσδιορίζουν και την αναγκαιότητα παρέμβασης από πλευράς των ενηλίκων. Από τους Parke & Slaby (1983)2 ως επιθετικότητα ορίζεται μια πράξη κατά την οποία κάποιος πληγώνει κάποιον από πρόθεση. Το στοιχείο της πρόθεσης διαφοροποιεί ποιοτικά την έννοια της επιθετικότητας. Επικεντρωνόμενοι στο χώρο του σχολείου διαπιστώνουμε ότι ιδιαίτερη βαρύτητα έχει δοθεί στην επιθετικότητα μεταξύ των συνομηλίκων μαθητών, ενώ άλλου τύπου επιθετικότητα μεταξύ ενηλίκων ή μεταξύ ενηλίκων και παιδιών δεν έχει διερευνηθεί στον ίδιο βαθμό. Για τη σχολική επιθετικότητα ή το σχολικό εκφοβισμό που προτιμάται ως όρος από ορισμένους ερευνητές χρησιμοποιήθηκε ο όρος Bulling με τον οποίο αναφερόμαστε σε ένα εύρος συμπεριφορών. Σύμφωνα με τον Farrington (1993, σελ. 2)3 η σχολική επιθετικότητα έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά στοιχεία: 1) φυσική, λεκτική ή ψυχολογική επίθεση ή προσβολή. 2) πρόθεση να προκαλέσει φόβο, ανησυχία ή πόνο στο θύμα. 3) περιλαμβάνει μια ανισορροπία ισχύος με το δυνατότερο παιδί να πιέζει το αδύναμο. 4) δεν προκαλείται από το θύμα 5) επαναλαμβάνεται από τα ίδια τα παιδιά για μεγάλη χρονική περίοδο. O Olweus (1993)4 , τονίζει πως η σχολική επιθετικότητα (bulling) συνδέεται με μια ανισότητα δύναμης, όπου οι μαθητές που δέχονται τις αρνητικές πράξεις είναι αδύναμοι να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και είναι αβοήθητοι μπροστά στους επιτιθέμενους. 1 Herbert M. (1998) Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας, Αθήνα , Ελλ. Γράμματα 2 Parke, R.D. & Slaby, R.G. (1983) The development of aggression. In P.H. Mussen (Ed.) Handbook of child psychology: vol.4.Socialization, personality and social behavior. New York: Wiley). 3 Farrington , D.P. (1993), Understanding and preventing bullying, in M. Tony (ed) Crime and Justice Vol 17 University of Chicago Press 4 Olweus D.(1993) Bulling at school. What we know and what we can do, Oxford, Blackwell 2
  • 3. Ένα μεγάλο μέρος των ερευνητικών προσπαθειών και των προγραμμάτων παρέμβασης που σχεδιάστηκαν για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας στα σχολεία υλοποιήθηκαν στις ΗΠΑ, όπου η σχολική επιθετικότητα έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και εξέλιξη από τη μορφή που παίρνει το πρόβλημα στην Ελλάδα. Ωστόσο ένα μεγάλο επίσης μέρος των ερευνών αφορά στις Σκανδιναβικές χώρες από όπου υπάρχουν πολλά δεδομένα που μπορούν να αξιοποιηθούν και από τη χώρα μας. Στη χώρα μας η έρευνα της σχολικής επιθετικότητας ξεκινά το 2000. H διερεύνηση του φαινομένου στη χώρα μας φανερώνει το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του  Σε δείγμα 677 μαθητών (349 από δημοτικά και 328 από γυμνάσια της Αθήνας) το 20% των παιδιών ανέφεραν ότι μια φορά την εβδομάδα και περισσότερο εκφοβίζονται από τους συμμαθητές τους, ενώ το 10% των μαθητών του δείγματος ανέφεραν ότι ήταν θύματα σχολικής κακοποίησης (Παναγιώτης Καλλιώτης 2005)5 .  Σύμφωνα με την ίδια έρευνα οι μαθητές στο σύνολό τους τείνουν να εκφράζουν, αλλά και να δέχονται τη σχολική επιθετικότητα στην αυλή του σχολείου (38,9 %), το 1/3 δηλώνει ότι η σχολική επιθετικότητα λαμβάνει χώρα έξω από το σχολείο, ενώ το 20% δηλώνει ότι τα συμβάντα επιθετικότητας γίνονται μέσα στην τάξη. • Σε πιο πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όλης της χώρας κατά τα σχολικά έτη 2004 – 2005 και 2005-2006 τα ευρήματα είναι ανάλογα. Σε δείγμα 4.000 παιδιών και εφήβων το 10-13% δηλώνει ότι έχει βιώσει ως θύμα το σχολικό εκφοβισμό, κυρίως τη λεκτική του μορφή και τη μορφή του κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ ένα στα 10 παιδιά περίπου φοβάται και αγωνιά ότι θα πέσει θύμα εκφοβιστικών περιστατικών (Δεληγιάννη 2006).6 • Σε έρευνα των Χονδουμάδη & Πατεράκη (2001)7 σε σχολεία της Αθήνας, όπου διερευνήθηκαν οι απόψεις των μαθητών για τη σχολική επιθετικότητα, φάνηκε ότι κατά τη γνώμη των παιδιών οι δάσκαλοι του δημοτικού σχολείου δε γνωρίζουν την έκταση του προβλήματος στο σχολείο τους. Επίσης βρέθηκε ότι τα περισσότερα θύματα προτιμούν να αναφέρουν τη θυματοποίησή τους στους γονείς και όχι στους δασκάλους. Το γεγονός ότι ένα σχετικά μικρός αριθμός μαθητών θυμάτων αναφέρεται στους δασκάλους αναζητώντας βοήθεια ενισχύει την ιδέα ότι τα περισσότερα από τα παιδιά θύματα δε νιώθουν άνετα να μιλούν για την εμπειρία τους. Είναι πιθανόν να φοβούνται τους χαρακτηρισμούς «θύμα», «δειλός» ή «ανεπαρκής». Αυτός ο φόβος τροφοδοτεί τη σχολική επιθετικότητα και το αίσθημα ανημπόριας των θυμάτων. 5 Καλλιώτης Π. (2005) η σχολική βία στην προοπτική της παγκοσμιοποίησης: η φύση και η έκταση του προβλήματος στη χώρα μας 66 Δεληγιάννη-Κουϊμτζή Β. (2006), Ο σχολικός εκφοβισμός, 25-6-2006, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 7 Houndoymani A. & Pateraki L. (2001), bullying and bullies in Greek elementery schools: Pupils attitudes and teachers’ /parents’ awareness, Educational Review, Vol. 53, No1, pp.19-26 3
  • 4.  H επιθετικότητα επηρεάζει αρνητικά και επιβαρύνει τόσο τους μαθητές που την υφίστανται, όσο και τους μαθητές που την ασκούν. Εξάλλου φαίνεται πως σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε τους θύτες και τα θύματα, καθώς μπορεί μέσα σε διαφορετικές σχέσεις να αλλάζουν ρόλο. Επίσης επιβαρυντική είναι η επιρροή της στα παιδιά που γίνονται παρατηρητές τέτοιων σκηνών. Επηρεάζει αρνητικά την αυτοεικόνα τους, τη συναισθηματική τους ασφάλεια, την κοινωνικότητα των παιδιών.  Η επιθετικότητα και ο εκφοβισμός ενισχύουν τη θυματοποίηση των παιδιών που τα υφίστανται. Συνδέεται με το φόβο της αρνητικής αξιολόγησης από τους συνομηλίκους και τη συναισθηματική απόσυρση από αυτούς (Slee 1994)8 . Η αίσθηση ανημπόριας που βιώνουν μπορεί να επηρεάσει την παρακολούθηση του σχολείου και την ακαδημαϊκή επίδοση. Όπως πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ο J. Anderson (2005)9 συγκεντρώνοντας τα συμπεράσματα διαφόρων ερευνητών για τις συνέπειες της επιθετικότητας και της θυματοποίησης, παιδιά που επανειλημμένα γίνονται αποδέκτες επιθέσεων στο σχολείο αντιμετωπίζουν βραχυπρόθεσμα προβλήματα όπως σωματική και ψυχολογική καταπόνηση, δυσκολίες συγκέντρωσης της προσοχής και σχολική φοβία. Επιπρόσθετα, τα παιδιά που εμπλέκονται με τη σχολική επιθετικότητα και τη θυματοποίηση κινδυνεύουν να εμφανίσουν μακροχρόνια προβλήματα όπως εγκληματικότητα, διακοπή του σχολείου, ανεργία, κατάθλιψη, άγχος και γενικά επίπεδα μειωμένης προσαρμοστικότητας και επιτυχίας στην ενήλικη ζωή τους. Επιπλέον αναφέρει τις απόψεις του Farrington (1993) που υποστηρίζει πως τα προβλήματα δεν είναι μόνο συνεχή, αλλά μεταφέρονται και από γενιά σε γενιά, καθώς οι συνήθεις επιτιθέμενοι είναι πολύ πιθανόν να ασκούν βία στους συντρόφους και τα παιδιά τους, συνθήκη που διαιωνίζει τον κύκλο της βίας και αναπαράγει νέες γενιές επιθετικών παιδιών. Τα παραπάνω δεδομένα ενισχύουν την αναγκαιότητα εφαρμογής προγραμμάτων πρόληψης της επιθετικότητας στη χώρα μας για την αντιμετώπιση του φαινομένου που ανησυχητικά επεκτείνεται στα Ελληνικά σχολεία. Όπως όλα τα προγράμματα πρόληψης, και τα προγράμματα πρόληψης της επιθετικότητας είναι αποτελεσματικότερα όταν ξεκινούν νωρίς, διαπνέουν τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, βασίζονται στην ενεργό συμμετοχή και είναι μακροχρόνια. Η πρόληψη της επιθετικότητας απαιτεί μια συνολική προσέγγιση που θα κινητοποιεί το σχολείο και την ευρύτερη κοινότητα. Είναι απαραίτητο τέτοιου τύπου προσπάθειες να απευθύνονται όχι μόνο στα θύματα και τους επιτιθέμενους, αλλά επίσης στην οικογένεια, στο σχολείο και στους εκπαιδευτικούς, στην ομάδα των συνομηλίκων και στα παιδιά εκείνα που γίνονται παρατηρητές τέτοιων σκηνών. 8 Slee P.T. (1994) Situational and interpersonal correlates of anxiety associated with peer victimization, Child Psychiatry and Human development, 25, pp 97-107 9 Anderson J. (2005), School bullying; a review of the research. Crime prevention and criminal Justice policy 4
  • 5. Τα σχολεία χρειάζεται να αναπτύξουν ένα πλαίσιο που θα ενθαρρύνει τη συμμετοχή των μαθητών στο σχεδιασμό και την εφαρμογή αντι- επιθετικών συμπεριφορών, καθώς τα παιδιά είναι ίσως οι καλύτεροι γνώστες της κατάστασης και των αναγκών τους. Ένα πρόγραμμα πρόληψης της σχολικής επιθετικότητας πρέπει να προσαρμόζεται στις ηλικίες, το φύλο, την πολιτιστική και την εθνική ταυτότητα των μαθητών και να αγκαλιάζεται από το σχολείο, με μια συνολικότερη δέσμευση των μελών της σχολικής κοινότητας ως προς την προτεραιότητα και τη χρονική διάρκεια του προγράμματος. Οι εκπαιδευτικοί παίζουν σημαντικότατο ρόλο σε μια τέτοια προσπάθεια, καθώς είναι αυτοί που σε μεγάλο βαθμό μπορούν να διασφαλίσουν το κλίμα και την πολιτική του σχολείου. Χρειάζεται να εκπαιδευτούν στην υποστήριξη των μαθητών τους σε τέτοια θέματα, καθώς ανήκουν στην καθημερινή πραγματικότητά τους. Από την άλλη πλευρά καθοριστικός είναι ο ρόλος της οικογένειας που μέσω της διαπαιδαγώγησης μπορεί να προλάβει την επιθετικότητα. Χρειάζεται οι γονείς να ευαισθητοποιηθούν γύρω από το θέμα της επιθετικότητας και την αναγνώριση δικών τους συμπεριφορών που ενισχύουν την επιθετικότητα των παιδιών τους. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντική η επικοινωνία και η συνεργασία μεταξύ σχολείου και οικογένειας. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα των ερευνών είναι σημαντικό οι ενήλικες να αποτελούν πρόσωπα εμπιστοσύνης που θα μπορέσουν να διευκολύνουν τα παιδιά να μιλήσουν γι΄ αυτές τους τις εμπειρίες. Είναι σημαντικό εκπαιδευτικοί και γονείς να μπορέσουν να ακούσουν τα παιδιά χωρίς να προβούν σε αντιδράσεις που κλονίζουν την εμπιστοσύνη των παιδιών και τα κάνουν να κρατούν το στόμα τους κλειστό. Απαραίτητη είναι επίσης η ύπαρξη υποστηρικτικών προς τα σχολεία κοινωνικών υπηρεσιών που θα μπορέσουν να υποστηρίξουν δασκάλους, μαθητές και γονείς και να λειτουργήσουν συμβουλευτικά προς τα παιδιά που εμπλέκονται σε τέτοιου τύπου συμπεριφορές.10 Οι Oliver και Candappa (2003)11 προτείνουν ότι το να ακούσουμε προσεκτικά τι λένε οι μαθητές σε σχέση με τη σχολική επιθετικότητα πρέπει να είναι ένα μέρος μιας συνολικότερης στρατηγικής του σχολείου στην οποία οι εκπαιδευτικοί παίζουν σημαντικό ρόλο. Το να λάβουμε υπόψη τις απόψεις των μαθητών διαμορφώνει ένα μέρος μιας συνολικότερης προσέγγισης του σχολείου στον αγώνα κατά της επιθετικότητας που απαιτεί να δραστηριοποιηθούμε σε πολλά επίπεδα, δηλ. την ανάπτυξη ενός θετικού σχολικού ήθους, μια σταθερή συζήτηση των αντιεπιθετικών πολιτικών και στρατηγικών του σχολείου, την προσαρμογή της διδακτέας ύλης, την υποστήριξη και εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος και τη συνεργασία με τους γονείς. 10 Στην Ελλάδα λειτουργεί «Κύκλος δικαιωμάτων του παιδιού-ο Συνήγορος του πολίτη», με τηλεφωνική γραμμή για ανηλίκους 800.11.32000 11 Oliver C. & Candappa M.,(2003), Tackling bullying: listening to the views of children and young people Thomas Coram research Unit. Institute of Education 2003 5
  • 6. Οι παρεμβάσεις που απευθύνονται στους ίδιους τους μαθητές είναι σημαντικό να ενισχύουν τις ομάδες των συνομηλίκων και τη φιλία μέσα στο σχολείο με ποικίλους τρόπους (ομάδες δραστηριοτήτων, προγράμματα ενίσχυσης των διαπροσωπικών σχέσεων κ.α), καθώς φαίνεται ότι η ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων και η καλλιέργεια μιας ατμόσφαιρας αλτρουϊσμού και ενσυναίσθησης λειτουργούν προστατευτικά. Η ενίσχυση της συναισθηματικής και κοινωνικής ικανότητας των παιδιών είναι απαραίτητη. Το πως φτιάχνω μια φιλία, πως τη διατηρώ, πως τη διακόπτω αφορά όλους τους μαθητές, ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και συνδέεται άμεσα με την κατοπινή κοινωνικότητά τους, αλλά και τη σχέση με τον εαυτό τους. Τα παιδιά χρειάζεται να μάθουν να δημιουργούν δεσμούς με τους συμμαθητές τους και να μπορούν να διατηρήσουν και να σεβαστούν την ατομικότητα και τη διαφορετικότητά τους μέσα σε αυτούς. Χρειάζεται να μάθουν να ακούνε τους άλλους και τα συναισθήματα τους, αλλά επίσης να μάθουν να αναγνωρίζουν και να εκφράζουν και τα δικά τους συναισθήματα. Χρειάζεται επίσης να μάθουν να εκφράζουν τη δυσαρέσκεια και το θυμό τους με τρόπο κοινωνικό που δεν προκαλεί πόνο στον άλλον, αλλά ενισχύει τη βαθύτερη επικοινωνία μαζί του και αντίστοιχα να μπορούν να απαιτήσουν το αντίστοιχο για τους εαυτούς τους. Όπως ίσως είναι ήδη φανερό όλα τα παραπάνω μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο ενός προγράμματος αγωγής υγείας με επικέντρωση στις διαπροσωπικές σχέσεις των παιδιών και στην προσωπική ανάπτυξη, αλλά δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο σε αυτό. Είναι στοιχεία που χρειάζεται να διαπνέουν όλο το κλίμα του σχολείου και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Ο σεβασμός προς τον εαυτό και στους άλλους, η επικοινωνία και η συνεργασία, η ενσυναίσθηση και η αποδοχή είναι απαραίτητα για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου, αλλά και για ένα ασφαλές σχολείο που διαμορφώνει ανεξάρτητες και υγιείς προσωπικότητες. Η πρόληψη της επιθετικότητας αποτελεί δικαίωμα όλων των παιδιών. Ως ενήλικες χρειάζεται να καταβάλουμε όλες εκείνες τις απαραίτητες προσπάθειες για να τη διασφαλίσουμε. 6
  • 7. Ο ρόλος του σχολείου στην εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης Ο ρόλος του σημερινού σχολείου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος και απαιτητικός, συγκρινόμενος δε με το παρελθόν αντικατοπτρίζει τις παιδαγωγικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές αλλά και άλλες ανακατατάξεις, οι οποίες παρουσιάζονται στην Παγκόσμια Κοινότητα. Η Αγωγή Υγείας μπορεί να διακριθεί σε δύο τύπους: την τυποποιημένη και την άτυπη. Ως κύριος φορέας της τυποποιημένης εκπαίδευσης, το σημερινό σχολείο από θεσμικής άποψης (Νόμος 1566, Άρθρο 1α, β, γ, δ, ε), καλείται να αναπτύξει τις διανοητικές λειτουργίες, τη σωματική και ψυχική υγεία, τις ιδιαίτερες κλίσεις και ενδιαφέροντα των μαθητών, τους οποίους πρέπει να εντάξει στο κοινωνικό σύνολο ως ενεργούς πολίτες, απαλλαγμένους από προκαταλήψεις και κοινωνικά στερεότυπα. Στον αντίποδα, η άτυπη εκπαίδευση περιλαμβάνει τη διαπαιδαγώγηση στην οποία υπόκειται ο άνθρωπος από τη στιγμή της γέννησής του και η οποία αντιστοιχεί στο περιβάλλον που ανατρέφεται. Πρόκειται δηλαδή, για ένα σύνολο πληροφοριών, γνώσεων, στάσεων, συμπεριφορών και εμπειριών, με τις οποίες έρχονται σε επαφή τα παιδιά- μαθητές έξω και πέρα από το επίσημο σχολείο. Τα στοιχεία όμως που δέχονται οι μαθητές μέσα από την άτυπη εκπαίδευση είναι συνήθως ακατέργαστα, συχνά μονοδιάστατα ή παραμορφωμένα και άλλοτε λανθασμένα. Αντίθετα, το σχολείο μπορεί να προβάλλει την αγωγή και προαγωγή της υγείας μέσα από το σχολικό ήθος, το σχολικό πρόγραμμα, τους κανονισμούς και τις σχέσεις με τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους γονείς και την κοινότητα (Young I. & William T., 1989). Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να εφαρμόσουν τις αρχές και τη μεθοδολογία της πρόληψης και προαγωγής της υγείας, να τις αφομοιώσουν στη σχολική ύλη και ζωή, να τις προβάλλουν οι ίδιοι με τη στάση και τη συμπεριφορά τους, να διδάξουν σχετικές γνώσεις και να τις αναπτύξουν με προγράμματα μέσα στη σχολική τάξη (Draijer J., Williams T., 1991, Σώκου Κ., 1994). Το «αποτελεσματικό» σχολείο Όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, έχει διαπιστωθεί ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη σχολική επίδοση των μαθητών, παραβλέποντας τη σπουδαιότητα της ψυχικής υγείας, καθώς και την ισχυρή αλληλεπίδραση σχολικής επίδοσης και ψυχικής υγείας. Το σύγχρονο όμως σχολείο αποσκοπεί στην εξέλιξη των μαθητών σε όλους τους τομείς ανάπτυξης, στην προαγωγή της ψυχικής τους υγείας και στη δημιουργία ευκαιριών και εμπειριών για την υποστήριξη των παιδιών που παρουσιάζουν δυσκολίες (Χατζηχρήστου, 2004). 7
  • 8. Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο προβληματισμός και το ερευνητικό ενδιαφέρον σχετικά με τις συνιστώσες του «αποτελεσματικού σχολείου». Η οικογένεια παύει να θεωρείται πλέον ως η «μόνη υπεύθυνη» για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά. Το σχολείο αναγνωρίζει και αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στην παραδοχή, ότι όλοι οι μαθητές, όπως και εκείνων με σοβαρές, σωματικές, νοητικές ή άλλες αναπηρίες, έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από το αγαθό της εκπαίδευσης. Όπως έχουν αποδείξει ερευνητικά δεδομένα (Bossert, 1985), έχει προκύψει ότι τα σχολεία που έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικά, όσον αφορά στην εκπαίδευση μαθητών που ανήκουν σε ομάδες «υψηλού κινδύνου» (φτωχό σε ερεθίσματα οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον ή μειονότητες), έχουν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά: α) Σχολικό περιβάλλον που προάγει τη μάθηση, χωρίς βία και προβλήματα πειθαρχίας, β) Προσδοκίες των εκπαιδευτικών ότι όλοι οι μαθητές μπορούν να μάθουν, γ) Έμφαση στην εκπαίδευση βασικών δεξιοτήτων και μεγαλύτερη διάρκεια της ενασχόλησης των μαθητών με τη σχολική μελέτη, δ) σαφείς εκπαιδευτικοί στόχοι που διευκολύνουν την παρακολούθηση και αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών και ε) Διευθυντές με ηγετικές και διοικητικές ικανότητες που θέτουν στόχους, διατηρούν την πειθαρχία, παρατηρούν την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα στην τάξη και δημιουργούν κίνητρα για μάθηση. Η έμφαση που δίνεται στη διαμόρφωση του «αποτελεσματικού» σχολείου έχει οδηγήσει σε ποικίλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έχουν επηρεαστεί από αντίστοιχες θεωρητικές προσεγγίσεις (Baker, Bridger, Terry & Winsor, 1997). Πρόσφατα, το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται πλέον μόνο στη μορφή της εκπαίδευσης, αλλά στο κοινωνικό πλαίσιο του σχολείου και πιο συγκεκριμένα, στο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι ανθρώπινες σχέσεις στη γενικότερη προσαρμογή των μαθητών μέσα στο σχολείο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται λοιπόν στο κλίμα που επικρατεί και περιβάλλει τη μαθησιακή διαδικασία και που προσδιορίζεται από το είδος και την ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας. Το σχολείο δε στοχεύει λοιπόν μόνο στη μόρφωση και την κοινωνικοποίηση των μαθητών, αλλά «νοιάζεται» για τα παιδιά και τα στηρίζει με ποικίλους τρόπους και σε διάφορες περιστάσεις ή χρονικές στιγμές (Baker και συν., 1997). Οι μαθητές με τη σειρά τους νιώθουν μέλη μιας σχολικής κοινότητας, που έχει συγκεκριμένους στόχους, τους βοηθάει να αναπτύξουν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις, να νιώσουν ψυχολογική ασφάλεια, να δραστηριοποιηθούν και έτσι να διευκολυνθεί η σχολική τους προσαρμογή. 8
  • 9. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού - συντονιστή Ο εκπαιδευτικός που θα εμπλακεί στην ανάπτυξη, εξέλιξη και επιτυχημένη ολοκλήρωση ενός προγράμματος πρόληψης της υγείας των παιδιών θα παίξει, κατά κύριο λόγο, ρόλο συντονιστικό. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι πρόσωπο σεβαστό και αποδεκτό από τους εκπαιδευόμενους - μαθητές/τριές του και να παίζει καθοριστικό ρόλο στη μετάδοση και αποδοχή του μηνύματος. Διότι, το μήνυμα αυτό, όσο σημαντικό κι αν είναι, δε θα φθάσει στους αποδέκτες, αν δε μεταδοθεί από το κατάλληλο άτομο. Βασική προϋπόθεση επίσης, εκτός από την επιμόρφωση του εκπαιδευτικού, αποτελεί και η πίστη του ίδιου σ΄ αυτό. Το ενδιαφέρον του εκπαιδευτικού, ο ενθουσιασμός του ή αντίστοιχα η έλλειψή τους, έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει το κλίμα στην τάξη και τη διάθεση των παιδιών να συμμετέχουν στην ομάδα (Αθανασίου Κ. & συν. 2005). Τα γνωρίσματα τα οποία πρέπει να διακρίνουν έναν ικανό συντονιστή - εκπαιδευτικό είναι:  Ακουστική: Να μπορεί να ακούει χωρίς να διακόπτει. Να μπορεί να «χτίζει» με τις ιδέες των μαθητών του.  Κατανόηση: Να κατανοεί και να αντιλαμβάνεται τα αισθήματα και τις εμπειρίες της ομάδας και του κάθε μέλους της ξεχωριστά.  Σεβασμός: Να καλλιεργεί αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ εκπαιδευτή - εκπαιδευόμενων και μεταξύ των εκπαιδευόμενων μελών.  Εμπιστοσύνη: Να ενθαρρύνει την ελεύθερη έκφραση και ανταλλαγή απόψεων και αποριών του κάθε μέλους χωρίς φόβο ότι θα αμφισβητηθεί.  Ανεκτικότητα: Να δημιουργεί ήρεμη και ανεκτική ατμόσφαιρα που ενθαρρύνει την ελεύθερη έκφραση και παραγωγική σκέψη και δράση των μελών της ομάδας.  Ευελιξία: Να κάνει κατάλληλες αναπροσαρμογές στα μέλη της ομάδας, και να αποφεύγει αυταρχικές συμπεριφορές, στερεότυπα, ηθικοπλαστικές απόψεις και την επιβολή ιδεών.  Συμμετοχή: Να εξασφαλίζει τη συμμετοχή όλων των μελών της ομάδας σε όλες τις διαδικασίες σεβόμενος τις ατομικές ιδιαιτερότητες και ικανότητες του κάθε μέλους.  Συνεργασία: Να ενθαρρύνει και να αναζητεί τη συνεργασία τού κάθε μέλους της ομάδας αλλά και εξωτερικών συνεργατών, αναγνωρίζοντας τις πιθανές ελλείψεις που μπορεί να υπάρχουν έτσι ώστε το έργο του να είναι αποτελεσματικό.  Γνώσεις δυναμικής της ομάδας: Να μπορεί να εκτιμάει τη δυναμική της ομάδας και της ειδικής υποστήριξης που ίσως χρειάζεται στο θέμα αυτό. 9
  • 10. Ο ρόλος του Διευθυντή/ντριας ως εμψυχωτή/τριας στην ανάπτυξη προγραμμάτων πρόληψης στο σχολείο Στο πλαίσιο της προσπάθειας για ποιοτική ανασυγκρότηση του σύγχρονου σχολείου, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας προχώρησε τα τελευταία χρόνια στη συστηματική οργάνωση και θεσμοθέτηση αποφάσεων και κανόνων με στόχο τη δημιουργία αποτελεσματικών στελεχών, τα οποία θα ασχοληθούν τόσο με τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού όσο και με την εφαρμογή των νέων καινοτομιών και τεχνολογιών στην εκπαίδευση. Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών αποτελεί και η έκδοση υπουργικών αποφάσεων (Φ.353.1/324/105657/Δ1) με στόχο τον καθορισμό καθηκόντων και αρμοδιοτήτων στα στελέχη της Εκπαίδευσης. Καίρια θέση στην ιεράρχηση αυτή αποτελεί και ο Διευθυντής της σχολικής μονάδας. Η Πολιτεία τον ορίζει ως τον υπεύθυνο - αρμόδιο για την αποτελεσματική οργάνωση όλων εκείνων των παραμέτρων οι οποίες θα διασφαλίσουν την επιτυχή λειτουργία και εφαρμογή του σχολικού προγράμματος. Ο ρόλος του Διευθυντή στο σημερινό σχολείο είναι αναμφισβήτητα πολύ σημαντικός και δύσκολος. Είναι ο άνθρωπος που καλείται αφενός να διατηρήσει τον παραδοσιακό του ρόλο στην άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων και αφετέρου να μετατρέψει το σύγχρονο σχολείο σε ένα χώρο ζωντανό, που σκοπό έχει τόσο τη συνεχή αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης όσο και την ανάπτυξη κοινωνικής, ηθικής και πνευματικής εξέλιξης των μαθητών. Βέβαια, απαιτούνται και άλλοι παράγοντες που θα πρέπει να συνδράμουν προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοιοι είναι:  Το διδακτικό προσωπικό  Οι διοικητικοί προϊστάμενοι  Οι σχολικοί σύμβουλοι  Ο κοινωνικός περίγυρος (γονείς και μαθητές)  Το αναλυτικό πρόγραμμα  Η υλικοτεχνική υποδομή της σχολικής μονάδας Μέσα από τη νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα, ο Διευθυντής καλείται να παρακολουθεί τις εξελίξεις, να επιμορφώνεται στις νέες τεχνολογίες και τις νέες μορφές εκπαιδευτικής παρέμβασης, να οργανώνει και να προωθεί προγράμματα στο περιβάλλον του σχολείου, αφού στόχος τους είναι να εντάξουν τα παιδιά στα δεδομένα της καθημερινότητας προσφέροντας όμως και την απαραίτητη παιδαγωγική δεοντολογία. Ο διευρυμένος λοιπόν ρόλος του Διευθυντή είναι και μέσα στις ισχύουσες νομοθετικές προβλέψεις και στις τάσεις της σύγχρονης αναζήτησης αλλά και μέσα στις δυνατότητες του θεσμού (Φροσύνης Α. & Ρουμπίδης Χ., 2005). Σε σχολικά συστήματα που πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις αποδεικνύεται ότι, συγκριτικά με προϊσταμένους, συμβούλους, εκπαιδευτικούς κλπ., οι διευθυντές διαδραματίζουν 10
  • 11. σπουδαιότερο ρόλο από όλους τους άλλους στις προτάσεις προγραμμάτων βελτίωσης αλλά και στην υλοποίηση προγραμμάτων πρόληψης. Οι απλοί εκπαιδευτικοί έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ενέργειες βελτίωσης της τάξης τους, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν τις ενέργειές τους σε όλο το σχολείο, κάτι το οποίο όμως επιτυγχάνεται με την ουσιαστική παρέμβαση του Διευθυντή της σχολικής μονάδας. Η αποτελεσματικότητα την οποία όμως μπορεί να επιφέρει εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την ικανότητα που διαθέτει για αποτελεσματική επικοινωνία, αφού επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα των αποφάσεων που θα παρθούν αλλά και των ανθρώπινων σχέσεων που θα αναπτυχθούν, την αποτελεσματικότητα της ηγεσίας, της καθοδήγησης, της παρακίνησης, του συντονισμού και της σωστής λήψης αποφάσεων. Ένας από τους νέους αλλά και σίγουρα «δύσκολους» στόχους του Διευθυντή αποτελεί και η εφαρμογή της Ευέλικτης Ζώνης Δημιουργικών και Διαθεματικών Δραστηριοτήτων για το Δημοτικό σχολείο και το Νηπιαγωγείο και η «Ζώνη Καινοτόμων Δράσεων» για το Γυμνάσιο. Μέσα από την προσπάθεια αυτή, η οποία δεν αποτελεί και τελείως καινούριο στοιχείο για την ελληνική πραγματικότητα, επιχειρείται η αναμόρφωση του σχολικού χρόνου και η καλλιέργεια πρωτοβουλιακής - συνεργατικής και διαθεματικής προσέγγισης της μάθησης αλλά και ανάπτυξης κριτικής σκέψης, συλλογικής προσπάθειας και βιωματικής δράσης του μαθητή μέσα από ανάλογες δραστηριότητες και σχέδια εργασίας. Η εμπειρία παρακολούθησης των προγραμμάτων καινοτόμων δράσεων τόσο στην Πρωτοβάθμια όσο και στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση έδειξε ότι η πορεία τους δεν είναι καλή όταν δεν υπάρχει και η ενεργός συμμετοχή και στήριξη του Διευθυντή. Ο Διευθυντής είναι αυτός, που ως σύγχρονος manager, και με γνώμονα το «καλό» της Εκπαίδευσης, πρέπει να προσπαθεί ώστε:  Να ενεργοποιούνται οι εκπαιδευτικοί σε δράσεις πρόληψης και προαγωγής της υγείας των μαθητών.  Να είναι ο εμψυχωτής που θα δίνει τα ερεθίσματα και τα κίνητρα για τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων.  Να είναι αυτός που καλείται να κάνει το σχολείο πιο ελκυστικό, ένα σχολείο με ποιότητα, ένα σχολείο που θα ενθαρρύνει τους μαθητές, θα τους δίνει κίνητρα για βιωματική μάθηση και δράση, για ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης, για συλλογική προσπάθεια, για δημιουργία σχέσεων αλληλοεκτίμησης, αλληλοσεβασμού και για υγιή ανταγωνισμό. Ο Διευθυντής είναι αυτός που με τη δυναμικότητά του και το κύρος του ανοίγει το κανάλι επικοινωνίας του σχολείου με την τοπική κοινωνία και βοηθάει στη διάχυση των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, και εφόσον βέβαια αποδεχθούμε την αναγκαιότητά του θεσμού των καινοτομιών, απαιτείται ουσιαστική ενημέρωση και επιμόρφωση των στελεχών, γνώση των εκπαιδευτικών και 11
  • 12. διοικητικών διαδικασιών και συνεργασία τόσο με τους υπεύθυνους των καινοτόμων δράσεων όσο και με αυτούς άλλων φορέων στήριξης, έτσι ώστε αφενός να προσαρμόσουμε τα προγράμματα στις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της κάθε κοινότητας αφετέρου να προκαλέσουμε την ενεργό συμμετοχή του εκπαιδευτικού κόσμου σε ένα πραγματικά «αποτελεσματικό» σχολείο. Συμπληρωματική Βιβλιογραφία Young I. & William T. (1989): The Healthy School, WHO, Scottish Health Education Group, Edinburgh. Draijer J., Williams T. (1991): School Health Education and Promotion in the Member States of the European Community, The Commission of the European Communities. Σώκου Κ. (1994): Η Αγωγή και Προαγωγή της Υγείας στα Σχολεία, ΑΠΟΨΕΙΣ, Παράρτημα 7, Η Αγωγή Υγείας: Διδακτικές Προσεγγίσεις, Περιοδική Έκδοση Σ.Ε.Λ.Κ.Ε., Αθήνα. Χατζηχρήστου, Χ. (επιμ.): Πρόγραμμα προαγωγής της ψυχικής υγείας και της μάθησης. Κοινωνική και συναισθηματική αγωγή στο σχολείο. Εκπαιδευτικό υλικό για εκπαιδευτικούς και μαθητές της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Τάξεις Δ΄, Ε΄, Στ΄. Θεωρητικό πλαίσιο και δραστηριότητες. Κέντρο Έρευνας και Εφαρμογών Σχολικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2004, Εκδόσεις Τυπωθήτω. Bossert, S.T. (1985). Effective elementary schools. In R.M.J. Kyle (Ed), reaching foe excellence: An effective schools sourcebook (pp. 39-53). Washington, DC: E.H.White. Baker, J.A., Bridger, R., Terry, T. & Winsor, A. (1997). Schools as caring communities: a relational approach to school reform. School Psychology Review, 26 (4), 586-602. Αθανασίου Κ., Φροσύνης Α., Χατζηνικολάου Σ. & Λαμπής Σταύρος (2005): Οδηγός Εφαρμογής Προγραμμάτων Αγωγής Υγείας Φροσύνης Α. & Ρουμπίδης Χ. (2005): Εκπαιδευτικοί και καινοτομίες: Εμπειρίες από τη σχολική πράξη. Παρουσίαση πεπραγμένων υλοποίησης προγραμμάτων καινοτόμων δράσεων. Ημερίδα Τομέα Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το Σπίτι των Παιδιών (2007): Εκπαιδευτικό υλικό για την εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης της επιθετικότητας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση 12