1. Μάθημα: «Γλώσσα και Πολιτισμός» - ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ
Επίπεδο τάξεων: Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού
ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Θέμα: «Η επέτειος του 1940»
Διδακτική πρόταση
Ενδεικτικός χρόνος: 5x80΄
ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ
α) Γνωστικό – Αξιακό περιεχόμενο [βλ. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ >
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ]
Οι μαθητές και οι μαθήτριες:
- να μελετήσουν τη «μεταγραφή»/μετάπλαση του ιστορικού γεγονότος του πολέμου του
1940, σε λογοτέχνημα.
- να επισημάνουν πώς διάφοροι χαρακτήρες ή/και κοινωνικές ομάδες βίωσαν τον πόλεμο του
1940.
- να ανακαλύψουν πώς οι διάφορες πληθυσμιακές ομάδες συνέδραμαν στην αντίσταση κατά
των εισβολέων και κατακτητών κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και της
περιόδου της κατοχής, μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα.
β) Δεξιότητες «λογοτεχνικού γραμματισμού»
Οι μαθητές και οι μαθήτριες:
- vα διακρίνουν μεταξύ ενός ποιήματος κι ενός πεζού κειμένου.
- vα διακρίνουν σε ένα ποίημα το στίχο και τη στροφή.
- vα διακρίνουν μεταξύ έμμετρης ποίησης και ποίησης σε ελεύθερο στίχο.
- vα αναγνωρίζουν τη σταυρωτή ομοιοκαταληξία.
- vα διακρίνουν μεταξύ του συγγραφέα (δημιουργού της ιστορίας) – του «αφηγητή» της
ιστορίας – των «ηρώων» της ιστορίας (πρωταγωνιστές και δευτερεύοντα πρόσωπα).
- να διακρίνουν βασικά χαρακτηριστικά ενός ημερολογίου.
2. ΚΕΙΜΕΝΑ
ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο αγώνας
• Οδυσσέας Ελύτης, «Η πορεία προς το
μέτωπο», (Γλώσσα Ε΄ Δημοτικού, α΄ τεύχος,
ΟΕΔΒ, σ. 42)
• Άλκη Ζέη, «Οι Γερμανοί και οι πρόκες»,
(Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Γ΄& Δ΄
Δημοτικού, σσ. 99-102, ΟΕΔΒ, Αθήνα)
• Ειρήνη Τσουλλή, «Ο Σιδεράς στον
πόλεμο», (Κυπριακό Ανθολόγιο για τα παιδιά
του δημοτικού, Μέρος Α΄, σσ. 80-82)
• Νικηφόρος Βρεττάκος, «Μάνα και γιος», (Η
γλώσσα μου για την Ε΄ δημοτικού, πρώτο
μέρος, ΟΕΔΒ, σ. 102)
Η κατοχή
• Μαρία Μανωλάκου, «Από το ημερολόγιο
ενός κοριτσιού της κατοχής», (Η γλώσσα
μου για τη Στ΄ Δημοτικού, Α΄ μέρος, ΟΕΔΒ,
σσ. 109-111)
• Ζωρζ Σαρή, «Τα κουλουράκια». (Με
λογισμό και μ’ όνειρο, Ανθολόγιο
λογοτεχνικών κειμένων, Ε΄ & Στ΄ δημοτικού,
ΟΕΔΒ, σσ. 218-221)
• Κώστας Ουράνης, «Κατοχή», (Γλώσσα Ε΄
δημοτικού, Της γλώσσας ρόδι και ροδάνι, α΄
τεύχος, σ. 47)
ΕΠΙΠΡΌΣΘΕΤΑ ΚΕΊΜΕΝΑ
(Είναι στη διακριτική ευχέρεια των δασκάλων να διαλέξουν επιπλέον κείμενα από τον παρακάτω
ενδεικτικό κατάλογο για τις ανάγκες της διδασκαλίας τους και αναλόγως με το επίπεδο της τάξης)
Ο αγώνας
• Βασίλης Ρώτας, «Διαβάτη, στάσου». (Η Γλώσσα μου για την Στ΄ δημοτικού, Πρώτο μέρος,
ΟΕΔΒ, σ. 106)
• Γιάννης Μπεράτης, «Στα βουνά της Αλβανίας». (Με λογισμό και μ’ όνειρο, Ανθολόγιο
λογοτεχνικών κειμένων, Ε΄ & Στ΄ δημοτικού, ΟΕΔΒ, σσ. 213-214)
• Γιάννης Ρίτσος, «Οκτώβρης 1940». (Γλώσσα Δ΄ Δημοτικού, Πετώντας με τις λέξεις, Α΄ τεύχος,
σ. 48)
• Ειρήνη Τσουλλή, «Ο Σιδεράς στον πόλεμο». (Κυπριακό Ανθολόγιο, Για τα παιδιά του
δημοτικού, μέρος Α΄, σσ. 80-82)
• Κώστας Καλατζής, «Η Ψιχλού». (Η γλώσσα μου για την Ε΄ δημοτικού, πρώτο μέρος, ΟΕΔΒ, σσ.
103-105)
• Στέλιος Σπεράντζας, «Πίνδος». (Σχολικές & Πολιτιστικές Εκδηλώσεις, Α΄ - Στ΄ Δημοτικού,
Βιβλίο Δασκάλου, ΟΕΔΒ, σ. 100)
• Στέλιος Τζιρόπουλος, «[Ημερολόγιον από τον πόλεμον του 1940]». (Γλώσσα Δ΄ Δημοτικού,
Πετώντας με τις λέξεις, α΄ τεύχος, ΟΕΔΒ, σ. 50)
2
3. Κατοχή
• Άλκη Ζέη, «[Η παρέλαση]». (Με λογισμό και μ’ όνειρο, Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων, Ε΄
& Στ΄ δημοτικού, ΟΕΔΒ, σσ. 215-217)
• Άλκη Ζέη, «Συσσίτιο». (Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού, Μέρος δεύτερο, ΟΕΔΒ, σσ.
253-257)
• Ζωρζ Σαρή, «Η πείνα». (Όταν ο ήλιος…, Πατάκης, / Γλώσσα Ε΄ δημοτικού, Της γλώσσας ρόδι
και ροδάνι, α΄ τεύχος, σ. 46)
• Κυριάκος Ντελόπουλος, «Ήρθαν (Και όλα έγιναν σαν ξένα)». (Γλώσσα Στ΄ δημοτικού,
Λέξεις… Φράσεις… Κείμενα…, α΄ τεύχος, ΟΕΔΒ, σσ. 43-44)
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
1. Έργα τέχνης (ζωγραφική, χαρακτική)
• Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, Αέρα!
http://pheidias.antibaro.gr
• Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, Προέλασις
http://pheidias.antibaro.gr
• Αλέξανδρος Κορογιαννάκης, Οι σφαγές του Δίστομου
http://hellas1940.blogspot.com
2. Φωτογραφίες
• Μεταφορά πυρομαχικών εν μέσω χιονοθυέλλης και δύσβατων ορεινών οδών
http://adonios.wordpress.com
• Γυναίκες πλέκουν για τους στρατιώτες στην Πίνδο
http://filikietaireia.blogspot.com
• Γυναίκες στην αντίσταση
http://www.tlife.gr
• Γυναίκες καθαρίζουν πέρασμα για το στρατό στην Πίνδο
http://ipirotiki.wordpress.com
• Συγκέντρωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην πλατεία Ελευθερίας βάσει
γερμανικής διαταγής με σκοπό την καταγραφή τους
http://el.wikipedia.org
• Σκηνή από τον εκτοπισμό των Εβραίων των Ιωαννίνων στις 25 Μαρτίου 1944.
http://el.wikipedia.org
• Συσσίτιο στην κατοχή
http://www.hbnews.gr
• Κατοχή
http://egpaid.blogspot.com
3. Γελοιογραφίες (http://www.minpress.gr)
• Ν. Καστανάκης,, Καθάρισέ μου το δρόμο να περάσω
• Ν. Καστανάκης, Η βροχή και η κακοκαιρία μας ημπόδισεν την προέλασιν
• Μπέζος, Ιταλική φάλαγγα βαδίζουσα εναντίον του... εχθρού
• Ε. Τερζόπουλος, Κάτι ξέραμε που φτιάξαμε καλούς δρόμους στην Αλβανία...
• Δημητριάδης, Μπράβο Κολονέλο!
• Δημητριάδης, Επί συστάσει
3
4. 4.Τραγούδια
• Μαρινέλλα, Δυο παιδιά απ’ το Βραχώρι
http://www.youtube.com/watch?v=P2nR7kV43PI
• Μαρινέλλα, Μάνα θα τους περιμένει
http://www.youtube.com/watch?v=xz_wM79yxmw
• Μαρινέλλα, Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός
http://www.youtube.com/watch?v=E2B-AvzAkOk
• Σοφία Βέμπο, Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
http://www.youtube.com/watch?v=upwIgVjHPIo
• Σοφία Βέμπο, Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά
http://www.youtube.com/watch?v=jrG6pC83dt4
5. Ηχητικά ντοκουμέντα
• Μάνος Κατράκης, Η πορεία προς το μέτωπο (ανάγνωση)
http://www.youtube.com/watch?v=Ykyl6UqsCro
4
5. 1ο
Μάθημα: Ο αγώνας, υπόθεση όλων (2x80΄)
• Οδυσσέας Ελύτης, «Η πορεία προς το μέτωπο», πζ.
• Άλκη Ζέη, «Οι Γερμανοί και οι πρόκες», πζ.
• Ειρήνη Τσουλλή, «Ο Σιδεράς στον πόλεμο», πζ.
• Νικηφόρος Βρεττάκος, «Μάνα και γιος», πμ.
ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
1. Δραστηριότητα προσανατολισμού: Χρησιμοποιούνται γελοιογραφίες από τον ελληνοϊταλικό
πόλεμο. Τα παιδιά παρατηρούν τις γελοιογραφίες (είτε στις ομάδες είτε με όλη την τάξη με
προβολή τους στην οθόνη) και κάνουν παρατηρήσεις για τη χρονική περίοδο στην οποία
αναφέρονται και για το περιεχόμενό τους. Παράλληλα, εξάγονται βασικά στοιχεία μιας
γελοιογραφίας.
2. Οδυσσέας Ελύτης, «Η πορεία προς το μέτωπο» και Νικηφόρος Βρεττάκος, «Μάνα και
γιος» (συνεξέταση)
• Τα παιδιά ακούνε την ανάγνωση του Μάνου Κατράκη από το διαδίκτυο (ή άλλη πηγή) καθώς
και το ποίημα του Βρεττάκου (εκπαιδευτικός).
• Παρουσιάζονται στα παιδιά πίνακες ζωγραφικής (1-2) και φωτογραφίες (1-4) και τα παιδιά
συζητούν στην ομάδα και εντοπίζουν ποιοι από τους πίνακες ή τις φωτογραφίες παρουσιάζουν
γεγονότα που περιγράφονται στα δύο κείμενα του μαθήματος. Οι ομάδες μπορούν να
παρουσιάσουν τα αποτελέσματα της συζήτησής τους στην τάξη, επιχειρηματολογώντας υπέρ
της άποψής τους.
• Συγκρίνουν τα δύο κείμενα ως προς τη μορφή και εξάγουν βασικές διαφορές μεταξύ ενός
πεζογραφήματος κι ενός ποιήματος. Μέσα από τη σύγκριση αυτή τα παιδιά επισημαίνουν το
στίχο και τη στροφή στο κείμενο του Βρεττάκου. [λογοτεχνικός γραμματισμός]
• Εντοπίζουν το πρόσωπο που αφηγείται την ιστορία στο κείμενο του Ελύτη και συζητούν κατά
πόσο θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, ο αφηγητής. Αναφέρουν ότι η αφήγηση στο
κείμενο είναι πρωτοπρόσωπη. [γλωσσικός και λογοτεχνικός γραμματισμός]
• Επισημαίνουν στο ποίημα του Βρεττάκου την ποιητική φωνή και αντιπαραβάλλουν με τον
αφηγητή στο κείμενο του Ελύτη. [λογοτεχνικός γραμματισμός]
• Ανακαλύπτουν τους πρωταγωνιστές και τα δευτερεύοντα πρόσωπα στα δύο κείμενα
[λογοτεχνικός γραμματισμός] και αναφέρουν πώς αυτά συνεισφέρουν στον αγώνα για
απόκρουση της ιταλικής επίθεσης.
5
6. 3. Άλκη Ζέη, «Οι Γερμανοί και οι πρόκες» και Ειρήνη Τσουλλή, «Ο Σιδεράς στον πόλεμο»
(συνεξέταση μεταξύ τους και με τα προηγούμενα κείμενα)
• Αφού διαβαστούν τα δύο κείμενα τα παιδιά αναφέρουν τους πρωταγωνιστές και τα
δευτερεύοντα πρόσωπα. Διακρίνουν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και στα δευτερεύοντα
πρόσωπα επιχειρηματολογώντας ως προς την κατάταξή τους στη μια ή στην άλλη κατηγορία.
Επισημαίνουν ότι οι πρωταγωνιστές δρουν πολύ περισσότερο μέσα στο έργο και παράλληλα
έχουν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της δράσης. [λογοτεχνικός γραμματισμός]
• Συγκρίνουν τα δύο κείμενα ως προς το χρόνο στον οποίο εξελίσσεται η δράση. Η σύγκριση
μπορεί να συμπεριλάβει και τα κείμενα του προηγούμενου μαθήματος. Τα παιδιά μπορούν να
χωρίσουν τα κείμενα σε δύο ομάδες: Αυτά που αναφέρονται στην περίοδο του ελληνοϊταλικού
πολέμου κι αυτά που αναφέρονται στην περίοδο της κατοχής («Οι Γερμανοί και οι πρόκες»).
• Επισημαίνουν τον αφηγητή στα δύο κείμενα και ανακαλύπτουν διαφορές μεταξύ της
πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης. [λογοτεχνικός γραμματισμός]
• Τα παιδιά διερευνούν με την ομάδα τους πώς οι χαρακτήρες συμβάλλουν στον αγώνα της
πατρίδας ενάντια στους εισβολείς/κατακτητές.
- Τα παιδιά ρίχνουν πρόκες για να τρυπήσουν τα λάστιχα των στρατιωτικών οχημάτων των
Γερμανών
- Το κορίτσι παραχωρεί το Σιδερά για τον πόλεμο
2ο
Μάθημα: Η κατοχή (2x80΄)
• Μαρία Μανωλάκου, «Από το ημερολόγιο ενός κοριτσιού της κατοχής», πζ.
• Ζωρζ Σαρή, «Τα κουλουράκια», πζ.
• Κώστας Ουράνης, «Κατοχή», πμ.
ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
1. Μαρία Μανωλάκου, «Από το ημερολόγιο ενός κοριτσιού της κατοχής», Ζωρζ Σαρή, «Τα
κουλουράκια» και Κώστας Ουράνης, «Κατοχή» (συνεξέταση μεταξύ τους και με τα
προηγούμενα κείμενα)
• Διαβάζονται τα τρία κείμενα και τα παιδιά εκφράζουν τα συναισθήματά τους όσον αφορά στο
περιεχόμενο. Παρουσιάζονται παράλληλα φωτογραφίες από την περίοδο της κατοχής
(παράρτημα). Τα παιδιά συζητούν για το περιεχόμενο των φωτογραφιών και τις συσχετίζουν
με το περιεχόμενο των κειμένων. Πώς νιώθουν μετά την ανάγνωση και ποιο από τα κείμενα
τους δημιουργεί εντονότερα συναισθήματα;
6
7. • Επισημαίνουν τον αφηγητή στα κείμενα της Μανωλάκου και της Σαρή καθώς και την ποιητική
φωνή στο ποίημα του Ουράνη [λογοτεχνικός γραμματισμός] και ανακαλύπτουν λέξεις ή
φράσεις που δείχνουν τη διάθεσή τους.
• Παρατηρούν τα τρία κείμενα ως προς τη μορφή και εξάγουν βασικά χαρακτηριστικά του
ημερολογίου. [λογοτεχνικός γραμματισμός]
• Δουλεύουν στην ομάδα και εντοπίζουν τα στοιχεία που δυσχεραίνουν τη ζωή των
πρωταγωνιστών και των δευτερευόντων χαρακτήρων στα τρία κείμενα. Συζητούν στην ομάδα
και κατατάσσουν τα προβλήματα ξεκινώντας από αυτό που θεωρούν το πιο σημαντικό. Τα
παιδιά μπορούν να πάρουν θέση ως προς το αν θεωρούν τα προβλήματα
ύπαρξης/αυτοσυντήρησης ή ψυχολογίας ως πιο σημαντικά.
• Συγκρίνουν το ποίημα του Ουράνη με το ποίημα του Βρεττάκου από το προηγούμενο μάθημα.
Κάνουν παρατηρήσεις που αφορούν τον αριθμό των στροφών και των στίχων καθώς και για
την ομοιοκαταληξία. Εξάγεται η σταυρωτή ομοιοκαταληξία. Μέσα από τη σύγκριση τα παιδιά
ανακαλύπτουν διαφορές μεταξύ ενός έμμετρου ποιήματος κι ενός ποιήματος σε ελεύθερο
στίχο. [λογοτεχνικός γραμματισμός]
• Τα παιδιά μπαίνουν στη θέση της Ζωής στο κείμενο της Σαρή και παίρνουν θέση για το αν θα
έτρωγαν ή όχι τα κουλουράκια, επιχειρηματολογώντας υπέρ της άποψής τους. Η
δραστηριότητα αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή θεατρικού δρώμενου με δύο παιδιά να
υποδύονται τις δύο αντίθετες ‘φωνές’ στη σκέψη της Ζωής.
• Δοκιμάζουν να απαγγείλουν το ποίημα του Ουράνη με διαφορετικό ύφος κάθε φορά και
συζητούν ποιο ύφος ταιριάζει καλύτερα στο περιεχόμενο του ποιήματος. Η δραστηριότητα
αυτή μπορεί να περιλάβει και το ποίημα του Βρεττάκου από το προηγούμενο μάθημα.
• Χαρακτηρίζουν τα κείμενα της ενότητας με βάση το θέμα και την πλοκή τους,
επιχειρηματολογώντας για την άποψή τους. Η δραστηριότητα μπορεί να γίνει και ομαδικά.
[λογοτεχνικός γραμματισμός]
2. Δραστηριότητες - Δημιουργικές εργασίες
(οι παρακάτω ενδεικτικές δραστηριότητες μπορούν να γίνουν είτε κατά τη διάρκεια της αντιπαραβολής
των κειμένων είτε στο τέλος της διδακτικής ενότητας):
• Προσθέτουν μια ακόμη στροφή στο ποίημα του Βρεττάκου, που να αναφέρεται στην
συνεισφορά άλλων προσώπων στον αγώνα. Τέτοια πρόσωπα μπορεί να είναι οι αδελφές των
στρατιωτών που πολεμούν στην Πίνδο, π.χ.
Κι οι αδελφές μπρος στο τζάκι καθισμένες.
Με τη σκέψη στο μυαλό τους για τον αδελφό επλέκαν
και τις κτυπούσε η νύστα, αλύπητα
και θόλωνε τα μάτια τους και βάραινε τα χέρια τους
μ’ αυτές σφιχτά κρατούσανε τις βελόνες
κι έπλεκαν, ολοένα και πιο γρήγορα
7
8. κι αποτέλειωναν δυο-δυο τις κάλτσες και τα γάντια.
• Μετατρέπουν την αφήγηση από τριτοπρόσωπη σε πρωτοπρόσωπη στο κείμενο της Άλκης Ζέη,
βάζοντας ως αφηγητή ένα από τα παιδιά της παρέας, το οποίο εντάσσουν στη δράση
(Δημιουργική Γραφή, σ. 22).
Στο σχολείο μας ήτανε χειρότερα τα πράματα. Το είχανε επιτάξει οι καραμπινιέροι και τώρα τα
μαθήματα γινόντανε σ’ ένα πρώην γκαράζ. Χάμω ήτανε πατημένο χώμα, σκληρό, γεμάτο ξεραμένα
λάδια. Από την τεράστια σιδερένια πόρτα, ακόμα κι αν ήτανε κλειστή, έμπαινε κρύο. Σε κάθε γωνιά
έκανε μάθημα κι από μια τάξη του Δημοτικού και πολλές φορές, σαν έλειπε κανένας δάσκαλος,
κάνανε και δυο και τρεις τάξεις μαζί. Τελειώναμε στις δώδεκα, γιατί μετά ερχότανε το Γυμνάσιο.
Πολλές φορές, σα σχολνούσαμε, συναντιόμουν με το Γιάννη, που πήγαινε για μάθημα.
Άλκη Ζέη, Οι Γερμανοί και οι πρόκες
• Μετατρέπουν το ποίημα του Βρεττάκου σε πεζό:
Ο γιος πολέμαγε στο διάσελο της ιστορίας κι η μάνα κρατούσε τα βουνά για να στέκει όρθιος
ο γιος της σαν μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Η Πίνδος αχολόγαγε σα να είχε ο Διόνυσος
γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν τραγούδια, τα έλατα αναπήδαγαν κι οι πέτρες χόρευαν. Όλα
φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων…». Οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα σα φωτεινές σπάθες,
τα ποτάμια πισωδρόμιζαν και οι τάφοι μετακινιούνταν.
• Αντικαθιστούν τον αφηγητή σε ένα από τα κείμενα της ενότητας έτσι που η ιστορία να δίνεται
μέσα από διαφορετική οπτική γωνιά. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αφηγείται την ιστορία
στο κείμενο της Τσουλλή ο πατέρας ή στο κείμενο της Σαρή «Τα κουλουράκια» ο
φυλακισμένος Δήμος.
Εργαζόμουν στο μεταλλείο όταν έκαναν την εμφάνισή τους τα τέσσερα στούκας. Τα κορίτσια
βρίσκονταν στο σχολείο εκείνη την ώρα κι η γυναίκα μου, όπως μου είπε αργότερα, έραβε στη
μηχανή. Ο νους μου στράφηκε προς την οικογένειά μου. Δεν ήξερα αν έτρεξαν να κρυφτούν στα
καταφύγια για να προστατευτούν ή όχι.
Ειρήνη Τσουλλή, Ο Σιδεράς στον πόλεμο
• Εκτροχιάζουν ένα από τα αφηγηματικά κείμενα της ενότητας εντάσσοντας νέα στοιχεία ή
νέους χαρακτήρες που οδηγούν σε μια νέα έκβαση της ιστορίας. Τα παιδιά μπορούν να
δουλέψουν σε ομάδες ή ατομικά, επιλέγοντας τα στοιχεία που θα διαφοροποιήσουν έτσι ώστε
η ιστορία να εκτροχιαστεί. Η συγκεκριμένη δραστηριότητα θα μπορούσε να λειτουργήσει στο
κείμενο της Τσουλλή, για παράδειγμα, αν ο ‘Σιδεράς’ πείσμωνε και δεν προχωρούσε για να
πάει στο λιμάνι ή σε οποιοδήποτε άλλο κείμενο της ενότητας (Δημιουργική Γραφή, σ. 26). Π.χ.
Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα της στάνης. Τα πρόβατα βέλασαν ξαφνιασμένα. Μα αυτός ατάραχος,
μασουλούσε το σανό του. «Γεια σου, Σιδερά μου», του είπα και του χάιδεψα τη ράχη. Τον τράβηξα
από το σχοινί για να ξεκινήσω για το χωριό. Μα αυτός, σαν να ήξερε τι τον περίμενε, δεν κουνιόταν
ρούπι. Έβαλε δύναμη στα μπροστινά του πόδια και δεν έκανε βήμα. Του κόντεψα, τον χάιδεψα στο
κεφάλι μα αυτός τίποτα. Τι να έκανα;
8
9. • Δημιουργούν μια εικονογραφημένη ιστορία βασισμένη σε ένα από τα αφηγηματικά κείμενα
της ενότητας. Τα παιδιά μπορούν να χρησιμοποιήσουν το λογισμικό Κar2ouche, Microsoft
Powerpoint, Microsoft Publisher ή άλλο κατάλληλο λογισμικό.
• Επισημαίνουν στοιχεία της τεχνικής (μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις κ.λπ.) στο
κείμενο του Ελύτη και τα αντικαθιστούν με άλλα δικά τους, τα οποία συνεισφέρουν στην
απλοποίηση του κειμένου, έτσι ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί για μικρότερες ηλικίες.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε το αυτί μας
πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό
της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε:
στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Δώδεκα μέρες ήμασταν πιο πίσω, στα χωριά. Κι ενώ συνήθιζε το αυτί μας στην ηρεμία της
φύσης και ακούγαμε το γάβγισμα του σκύλου και την καμπάνα, ήταν ανάγκη να
επιστρέψουμε στον ήχο των κανονιών και των πολυβόλων.
Η συγκεκριμένη δραστηριότητα θα μπορούσε να δουλέψει και αντίστροφα: Τα παιδιά να
εισαγάγουν στοιχεία της τεχνικής του Ο. Ελύτη σε ένα πιο απλό αφηγηματικό κείμενο.
• Δουλεύουν ομαδικά για να ενώσουν δύο από τα κείμενα της ενότητας (σύμφυρση), έτσι που το
ένα να αποτελέσει συνέχεια του άλλου. Τα παιδιά θα πρέπει να κάνουν τις αναγκαίες
διαφοροποιήσεις στα δύο κείμενα που θα ενώσουν έτσι ώστε το αποτέλεσμα να έχει συνοχή
αλλά και ελκυστικότητα (π.χ. «Η πορεία προς το μέτωπο» και «Ο Σιδεράς στον πόλεμο» ή «Οι
Γερμανοί και οι πρόκες» και «Τα κουλουράκια»).
• Γράφουν ερωτηματικές προτάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν την αρχή στο
κείμενο της Ζέη ή της Τσουλλή (Δημιουργική Γραφή, σ. 30), π.χ.
Πώς θα βάζαμε κι εμείς το λιθαράκι μας στον πόλεμο;
ή
Θα μπορούσα ποτέ να αποχωριστώ τον αγαπημένο μου ‘Σιδερά’;
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ (μετά την ολοκλήρωση όλης της θεματικής
ενότητας)
1. Τα παιδιά φτιάχνουν τη δική τους γελοιογραφία. (Μάθημα Εικαστικής Αγωγής)
2. Φτιάχνουν ένα κολλάζ με πίνακες ή φωτογραφίες που να δείχνουν τη συνεισφορά όλων των
ομάδων του πληθυσμού στον αγώνα. (Μάθημα Εικαστικής Αγωγής)
9
10. 3. Φτιάχνουν ένα έργο ζωγραφικής πιστό σε ένα από τα κείμενα της ενότητας. (Μάθημα
Εικαστικής Αγωγής)
4. Κάνουν έρευνα στο διαδίκτυο και ανακαλύπτουν πίνακες που έχουν σχέση με την περίοδο του
ελληνοϊταλικού πολέμου, της κατοχής ή της απελευθέρωσης και φτιάχνουν μια παρουσίαση με
αυτούς, τοποθετώντας τους σε χρονολογική σειρά. (Μάθημα Εικαστικής Αγωγής)
5. Μαθαίνουν να τραγουδούν ένα από τα τραγούδια που προτείνονται στο επιπρόσθετο υλικό και
ανακαλύπτουν στοιχεία συνάφειας με τα κείμενα της ενότητας. (Μάθημα Μουσικής)
6. Παίρνουν συνέντευξη από άτομα του περιβάλλοντός τους που έζησαν ή πολέμησαν κατά την
περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και παρουσιάζουν τη συνέντευξη στην τάξη. Η
συνέντευξη μπορεί να οπτικογραφηθεί και να δημιουργηθεί ένα σύντομο ντοκυμαντέρ.
7. Χρησιμοποιούν κινήσεις και χειρονομίες (παντομίμα) για να αναπαραστήσουν χαρακτήρες από
τα κείμενα του μαθήματος με σκοπό να βοηθήσουν τους συμμαθητές και συμμαθήτριές τους
να ανακαλύψουν ποιος είναι ο χαρακτήρας που παρουσιάζεται. (Θεατρική Αγωγή)
8. Τα παιδιά υποδύονται χαρακτήρες από τα κείμενα της ενότητας και δέχονται ερωτήσεις από
συμμαθητές ή συμμαθήτριές τους που αφορούν τις δράσεις ή τις σκέψεις τους – Καυτή
καρέκλα. (Θεατρική Αγωγή)
9. Τα παιδιά χρησιμοποιούν το σώμα τους για να δημιουργήσουν μια εικόνα αντιπροσωπευτική
μιας στιγμής από τα κείμενα της ενότητας. Η δραστηριότητα αυτή μπορεί να συνοδεύεται από
τη σύμβαση της αφήγησης για να αποστασιοποιεί τους συμμετέχοντες από το δράμα -
Παγωμένη εικόνα. (Θεατρική Αγωγή)
10. Τα παιδιά σε ρόλο ενός από τους χαρακτήρες που δρα στα κείμενα δίνουν συνέντευξη σε
ρεπόρτερ ή ανακρίνονται από κάποιο άτομο εξουσίας που έχει στόχο να αμφισβητήσει τα
κίνητρα, τις αξίες και τα πιστεύω τους ή να αποκομίσει περισσότερες πληροφορίες για ένα
γεγονός. (Θεατρική Αγωγή)
11. Χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να βρουν στοιχεία για τη ζωή των συγγραφέων των κειμένων.
Μπορούν να συζητήσουν κατά πόσον οι συγγραφείς αυτοί μετείχαν στον πόλεμο του 1940.
ΣΗΜ. 1: Εννοείται ότι οι παραπάνω διδακτικές ενότητες είναι ενδεικτικές. Ο εκπαιδευτικός
μπορεί να επιλέξει μία άλλη σειρά συνεξεταζόμενων κειμένων, υπό τον όρο βέβαια ότι αυτά
συνομιλούν όντως μεταξύ τους και δεν συνδυάζονται αυθαίρετα.
ΣΗΜ. 2: Οι χρόνοι που προτείνονται για τις διδακτικές ενότητες είναι επίσης ενδεικτικοί και
μπορούν να διαφοροποιηθούν με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τάξης.
ΣΗΜ. 3: Κάποια από τα κείμενα προτείνονται σε περισσότερες από μία ενότητες. Εννοείται ότι σε
περίπτωση που κάποιο κείμενο αξιοποιηθεί σε προηγούμενη διδαχθείσα ενότητα δε θα
ξαναχρησιμοποιηθεί.
10
11. ΣΗΜ. 4: Στα ονόματα των ξένων συγγραφέων ακολουθείται ο τύπος του ονόματος που δίνεται στη
συγκεκριμένη έκδοση.
ΣΗΜ. 5: Οι διασυνδέσεις που προτείνονται στο συμπληρωματικό υλικό αφορούν υλικό που
ανακτήθηκε έως την ημερομηνία ανάρτησης των διδακτικών προτάσεων.
11
13. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
1. ΚΕΙΜΕΝΑ
Η πορεία προς το μέτωπο
Οδυσσέας Ελύτης
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την
αύριο των Φώτων, λάβαμε τη
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά,
για τα μέρη όπου δεν έχει
καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε,
λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που
κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από
Χειμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που
εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη
μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που
συνήθιζε το αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης και δειλά συλλαβίζαμε το
γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει,
να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών,
στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια
τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές,
εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω,
καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να
ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι,
φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μια μια μοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν
ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές,
όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως τον λαιμό, κι ήταν αυτό πιο
απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η
σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να
κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα.
Λεξιλόγιο:
σκόλη = αργία, ημέρα εορτής κατά την οποία δεν εργαζόμαστε
αχολόι = βουητό, αντίλαλος
αχός = ακαθόριστος ή υπόκωφος ήχος
ζα = ζώα
πριχού = πριν, προτού
Γλώσσα Ε΄ δημοτικού, Της γλώσσας ρόδι και ροδάνι, α΄ τεύχος, ΟΕΔΒ, σ. 42
13
14. Μάνα και γιος
Νικηφόρος Βρεττάκος
Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να’ χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν.
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.
Λεξιλόγιο:
διάσελο = ο αυχένας του βουνού
ίτε = εμπρός
τσεμπέρι = μαντίλι για το κεφάλι από λεπτό ύφασμα
(Πίνακας: Έκτορας Δούκας)
Η Γλώσσα μου, Ε΄ δημοτικού, ΟΕΔΒ, σ. 102
14
15. Οι Γερμανοί και οι πρόκες
Άλκη Ζέη
Το μυθιστόρημα της Αλκής Ζέη «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» αναφέρεται στη γερμανική
κατοχή, στην Αθήνα του 1941-44. Ο λαός μέσα από τις οργανώσεις αντιστεκόταν όπως μπορούσε,
με απεργίες, διαδηλώσεις, καταστροφές σε εγκαταστάσεις ή υλικά του εχθρού. Ορισμένες φορές
αντιστέκονταν και τα παιδιά με το δικό τους τρόπο.
Με το σχολείο του Πέτρου ήτανε
χειρότερα τα πράματα. Το είχανε επιτάξει
οι καραμπινιέροι και τώρα τα μαθήματα
γινόντανε σ’ ένα πρώην γκαράζ. Χάμω
ήτανε πατημένο χώμα, σκληρό, γεμάτο
ξεραμένα λάδια. Από την τεράστια
σιδερένια πόρτα, ακόμα κι αν ήτανε
κλειστή, έμπαινε κρύο. Σε κάθε γωνιά
έκανε μάθημα κι από μια τάξη του
Δημοτικού και πολλές φορές, σαν έλειπε
κανένας δάσκαλος, κάνανε και δυο και
τρεις τάξεις μαζί. Τελειώνανε στις δώδεκα,
γιατί μετά ερχότανε το Γυμνάσιο. Πολλές
φορές, σα σχολνούσε, συναντούσε το
Γιάννη, που πήγαινε για μάθημα. Από τα
εβδομήντα παιδιά της τάξης του Πέτρου ήτανε ζήτημα αν ήταν παρόντα κάθε μέρα
τα είκοσι. Ο κύριος Λουκάτος δε διάβαζε πια τον κατάλογο για να βάλει «απών», κι
ούτε ρωτούσε κανέναν, «γιατί άργησες;» σαν έφτανε στη μέση του μαθήματος. Δεν
κρατούσε πια βέργα, δεν έλεγε «σκασμός» κι ούτε την αγαπημένη του φράση, που
την ξέρανε πια απέξω κι ανακατωτά: «Θα σε στείλω να κόβεις ξύλα». Την πρώτη
μέρα που πήγανε για μάθημα, τρομάξανε να τον γνωρίσουνε. Τους είπε «καλά μου
παιδάκια» και τους ρώτησε αν φάγανε το πρωί. Σήκωσε το χέρι της μονάχα η
Νιούρα, η κόρη του φούρναρη.
Από τη μέρα που τους είπε ο Γιάννης, την ώρα που σχολούσανε, «Σας
θέλω», πήρανε τη συνήθεια να έρχονται στις πέντε να τον περιμένουνε να
σχολάσει. Στην αρχή ο Πέτρος νόμιζε πως θα τον θέλει πάλι κάτι να του πει για την
Αντιγόνη, μα ο Γιάννης, τούτη τη φορά, ούτε τον ρώτησε τι κάνει η αδελφή του.
Τους έπιασε από τους ώμους, εκείνον και το Σωτήρη, και πήρανε κάτι σοκάκια,
ώσπου βγήκανε στη μεγάλη λεωφόρο... Στάθηκαν σ’ ένα υψωματάκι και χάζευαν τα
τεράστια γερμανικά φορτηγά που περνούσανε και θαρρείς κι έλειωνε η άσφαλτος
από το βάρος τους.
- Τι διάολο κουβαλάνε; ρωτάει ο Σωτήρης.
- Πολεμικό υλικό, το πάνε στο Κέντρο χημικού πολέμου, απάντησε ο Γιάννης και
κάτι ψαχούλευε μέσα στο μπλουζόν του.
Ύστερα τους κοίταξε πονηρά.
- Τι λέτε, τους σκάμε κανένα λάστιχο;
- Πώς; Πετάχτηκαν κι οι δυο μαζί.
Ο Γιάννης έβγαλε από το μπλουζόν του μια χαρτοσακούλα. Ήτανε γεμάτη
κοντόχοντρες πρόκες με μεγάλο κεφάλι. Βάλθηκαν να τις πετάνε με φόρα, λες κι
ήτανε χαρτοπόλεμος, κατά την άσφαλτο. Κούρνιασαν μετά και περίμεναν το πρώτο
15
16. αυτοκίνητο που προχωρούσε αργά και βαριά. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ξερός
κρότος σαν πιστολιά. Ο Σωτήρης κι ο Πέτρος κόλλησαν στη γη. Ο Γιάννης τους
σφύριξε στο αυτί:
-Έσκασε, έσκασε..., και το μπαλάκι χοροπηδούσε χαρούμενα στο λαιμό του.
Με πολλή προφύλαξη κοιτάζανε κι οι τρεις τους το βαρύ φορτηγό που είχε
σταματήσει λίγο πιο κάτω κι η μηχανή του λαχάνιαζε. Κατέβηκε από μέσα ένας
Γερμανός κι ύστερα άλλοι δυο και καταπιάστηκαν ν’ αλλάξουνε τη ρόδα.
- Έχουνε δουλειά για ώρα, λέει ο Γιάννης. Τούτο δω είναι ολόκληρο φρούριο.
- Οι δικές μου πρόκες ήτανε, είπε ο Σωτήρης, εγώ τις πέταξα κατά κει.
- Τρέχα να το κοκορευτείς, τον ψευτομάλωσε ο Γιάννης.
Πέρα από την ανηφόρα, ξεπρόβαλε η μούρη ενός άλλου φορτηγού.
Ο Γιάννης όμως τους πήρε βιαστικά από το χέρι και φύγανε. Σαν είχανε φτάσει στα
σοκάκια, ακούστηκε πάλι ο ξερός κρότος.
-Τώρα ήτανε οι δικές μου πρόκες, γέλασε ο Γιάννης.
Από τότε, ο Πέτρος κι ο Σωτήρης πήγαιναν κάθε τόσο στο υψωματάκι που
κοίταζε τη μεγάλη λεωφόρο, αλλάζοντας πάντα στέκι να μην τους επισημάνουν οι
Γερμανοί. Ο Γιάννης τους είχε μάθει πώς να πετάνε τις πρόκες ακριβώς, δίχως να
τις σπαταλάνε, κι ο ίδιος δεν ερχότανε πια μαζί τους. Την τελευταία φορά πήγανε μ’
όλη την ομάδα τού φουτμπόλ και το βρήκανε πως είναι πολύ πιο διασκεδαστικό.
Φουτμπόλ παίζεις κάθε μέρα. Έσκασε, όμως, μόνο ένα λάστιχο και κοντέψανε να
δαρθούνε, γιατί ο καθένας έλεγε πως ήτανε το δικό του καρφί. Δεν μπορέσανε να
ξαναπάνε, άρχισε να φυσάει για μέρες τόσο δυνατός αέρας, που οι πρόκες δεν
έφταναν εκεί που τις πετούσανε. Κι ύστερα ο Γιάννης δεν μπορούσε να βρει άλλα
καρφιά.
- Να τινάξουμε ένα γερμανικό τρένο, είπε ο Σωτήρης, δε χρειάζονται πρόκες.
Ο Γιάννης δε γέλασε καθόλου, σαν τ’ άκουσε, ούτε τον κορόιδεψε.
- Για το τρένο θα πάρω μονάχα τον Πέτρο, του είπε σοβαρά. Εσύ είσαι ζαβολιάρης
και θα λογαριάζεις όλα τα τρένα για δικά σου.
(Φωτό: Τα παιδιά της κατοχής κάνουν μάθημα ξυπόλυτα, www.now24.gr)
Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων Γ΄ & Δ΄ δημοτικού, Στο σκολειό του κόσμου, ΟΕΔΒ, σσ. 99-102
16
17. Ο Σιδεράς στον πόλεμο
Ειρήνη Τσουλλή
Ο πατέρας μου εργαζόταν στο μεταλλείο, όταν έκαναν την
εμφάνισή τους τα τέσσερα γερμανικά στούκας. Εμείς, τρεις
αδελφές όλες κι όλες, βρισκόμασταν στο σχολείο εκείνη την
ώρα κι η μητέρα έραβε στη μηχανή. Κι όπως οι σειρήνες
ούρλιαζαν, όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, ορμήσαμε στα
καταφύγια.
Κρότοι μας ξεκούφαναν. Οι πιο μεγάλοι λέγαν για βόμβες,
που πέφταν κάπου κοντά μας, μα εμείς δεν καταλαβαίναμε. Κι αυτό, γιατί είχαμε
ζήσει όλα μας τα χρόνια στο χωριό μας, το Ξερό, κοντά στη θάλασσα, όπου στο
μεταλλείο βρίσκαν δουλειά οι γονείς μας. Η λέξη πόλεμος μας ήταν άγνωστη. Και
να, που έμπαινε έτσι ξαφνικά κι απρόσμενα στη ζωή μας.
Ο πατέρας γύρισε στο σπίτι πιο γρήγορα, απ’ ότι συνήθως, εκείνη τη μέρα.
«Φτιάξε τους μπόγους με τα απαραίτητα», είπε στη μητέρα, κι ήταν μια έγνοια στη
φωνή του. «Φεύγουμε. Θα μετακομίσουμε στο χωριό σου. Όλες οι πόλεις και τα
λιμάνια θα εκκενωθούν, γιατί τα αεροπλάνα ίσως ξανάρθουν».
Η μητέρα έφτιαξε τους μπόγους γρήγορα γρήγορα. Μας μάζεψε και τις τρεις
γύρω της. «Στο χωριό», είπε, «είναι όλα πιο ήσυχα. Ο πόλεμος δε θα μας φτάσει
ως εκεί. Και θα έχουμε τουλάχιστον αυγά και γάλα. Εδώ δε βρίσκουμε πια τίποτα.
Μονάχα μαύρο ψωμί και σταφίδια».
Ίσαμε το απόγευμα φτάσαμε στο χωριό. Ο παππούς κι η γιαγιά χάρηκαν
πολύ όταν μας είδαν.
Το βράδυ χαμηλώσαμε το φως και κρεμάσαμε μαύρα ρούχα στους φεγγίτες
της πόρτας. Ήταν διαταγή. Κι όλοι, συμμένοι πάνω από τα ραδιόφωνα, ακούαμε για
τον πόλεμο που συνεχιζόταν σ’ άλλες χώρες και στην Ελλάδα.
Μια μέρα ο παππούς γύρισε αναστατωμένος από το καφενείο.
- Χρυσούλα, μου είπε. Κάνουν επίταξη τα μουλάρια. Τα φορτώνουν στα
πλοία και τα πηγαίνουν στην Ελλάδα, στον πόλεμο. Βλέπεις, σκαρφαλώνουν
εύκολα στα βουνά. Μεταφέρουν έτσι τρόφιμα και πολεμοφόδια στους πολεμιστές.
Θα δώσουμε κι εμείς το «Σιδερά» μας. Τρέξε στη στάνη να τον φέρεις. Τον πήρα
εκεί αποβραδίς.
«Σιδερά» λέγαμε το μουλάρι μας. Ήταν ατίθασο, δεν έβρισκε όλη μέρα
ησυχία. Γύριζε πάνω κάτω στην αυλή κι έλιωνε κάθε λίγο τα σιδερένια του πέταλα.
Κίνησα για τη στάνη. Αγαπημένε μου «Σιδερά». Εσύ στον πόλεμο... Εσύ...
Γιατί; Κανείς δε σε είχε πειράξει και δεν είχες πειράξει ποτέ κανένα. Εργαζόσουν
ολημερίς αγόγγυστα κι απολάμβανες τ’ άχυρά σου το βράδυ στο φεγγαρόφωτο. Τι
σ’ ενδιαφέρουν εσένα οι πόλεμοι των ανθρώπων;
Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα της στάνης. Τα πρόβατα βέλασαν ξαφνιασμένα.
Μα αυτός ατάραχος, μασουλούσε το σανό του. «Γεια σου, Σιδερά μου», του είπα
και του χάιδεψα τη ράχη. Τον τράβηξα από το σχοινί και πήρα το δρόμο για το
χωριό.
Έξω από το καφενείο είχαν κιόλας φέρει δεκάδες μουλάρια. Κάποιος τα
έγραφε ένα ένα, τους έβαζε μια κόκκινη σφραγίδα στη ράχη και μετά τα έβαζαν σε
φορτηγά.
17
18. Στάθηκα και τα κοιτούσα. Δίπλα μου στέκονταν κι άλλα παιδιά του χωριού.
Είχαν πάρει κι αυτά τα μουλάρια τους για τον ίδιο σκοπό. Κανένα δε μιλούσε. Μια
λύπη πλανιόταν γύρω.
- Ε, συ μικρή! Μου φώναξε αυτός που έγραφε τα μουλάρια. Για προχώρησε
προς τα εδώ. Τι στάθηκες σαν χαζή και κοιτάς τριγύρω; Φέρε το μουλάρι να το
γράψουμε.
Προχώρησα. Κι αυτός άρχισε να γράφει. Το μουλάρι μας... Το σύντροφό
μας... Το βοηθό μας σ’ όλες τις δουλειές... Το φίλο μας στα παιχνίδια...
Καβαλικεύαμε στη ράχη του για μια βόλτα στους κάμπους... Του τραβούσαμε τ’
αυτιά...
Κάποιος πήρε το σχοινί από το χέρι μου και τον τράβηξε προς το φορτηγό.
Δεν κρατήθηκα. «Σιδερά», ψιθύρισα. «Άραγε θα ξανασυναντηθούμε;» Και σήκωσα
αθέλητα το χέρι σε χαιρετισμό.
Το μουλάρι κινήθηκε. Χλιμίντρισε μια δυο φορές λυπημένα. Με κοίταξε
περίλυπα και δεν είχε τίποτα από ζώο εκείνη την ώρα η ματιά του. Ήταν σαν
βλέμμα ανθρώπου, που αποχαιρετούσε για στερνή φορά αγαπημένο συνάνθρωπό
του.
Περιοδικό «Παιδική χαρά»
(Πίνακας: Αλέξανδρος Αλεξανδράκης)
Λεξιλόγιο:
εκκενώνω = αδειάζω, εγκαταλείπω
επίταξη = η κατάληψη από το κράτος ιδιωτικής περιουσίας σε καιρό
επιστράτευσης
αγόγγυστα = υπομονετικά, χωρίς να διαμαρτύρεται
ατίθασος = απειθάρχητος
Κυπριακό Ανθολόγιο, Για τα παιδιά του δημοτικού, μέρος Α΄, σσ. 80-82
18
19. Από το ημερολόγιο ενός κοριτσιού της κατοχής
Μαρία Μανωλάκου
4 Μαΐου 1941
Δεν ξέρω γιατί γράφω σ’ αυτό το
τετράδιο. Είναι ημερολόγιο; Θα συνεχίσω;
Δεν ξέρω. Από μόνο του ήρθε. Ποτέ μου ως
τώρα δεν έγραφα τα καθημερινά. Μα τώρα...
είναι αλλιώς. Τώρα μας πλάκωσε η
ταφόπετρα της σκλαβιάς. Είμαστε όλοι
φυλακισμένοι. Πώς τα περνάει ένας
φυλακισμένος; Ίσως γι’ αυτό...
Ίσως πάλι να ’ναι που τα ’χω χαμένα
τον τελευταίο καιρό, κι έτσι μου ’ρχεται να τα γράψω τα παράξενα, μπας και
γράφοντας καταλάβω.
Τι νέκρα είν’ αυτή! Δε βλέπεις ψυχή. Κάτι απίστευτο! Χάθηκε το ξυπόλυτο
τάγμα. Μα τι έγιναν τα παιδάκια με τα πατίνια; Είναι δυνατόν αυτά τα διαβολάκια να
μένουν μαντρωμένα όλη μέρα; Έτσι φαίνεται. Οι μανάδες τρομοκρατήθηκαν και τα
φυλάνε σαν κέρβεροι.
Κάθε βράδυ στις εννιά περνάει η περίπολος. Και γκάπα γκοπ η μπότα τους,
μαύρο καρφί μπήγεται στην καρδιά μας.
Μόνο ο ευκάλυπτος στέκει ατάραχος. Και τα πουλάκια βράδυ, πρωί το χαβά
τους, σαν να μην τρέχει τίποτα.
16 Μαΐου 1941
Η ζωή μας έγινε κόλαση.
Τα ραδιόφωνα ουρλιάζουν διαταγές, κάθε μέρα νέες διαταγές κι όλες
τελειώνουν με τη λέξη ΘΑΝΑΤΟΣ. Κρύβεις όπλα, θάνατος. Κρύβεις Εγγλέζο,
θάνατος. Κρύβεις ραδιόφωνο, θάνατος. Κυκλοφορείς μετά τις εννιά, θάνατος.
Τραγουδάς τον Εθνικόν Ύμνο, θάνατος.
24 Μαΐου 1941
Συναγερμός στην Κολοκοτρώνη. Κυρα-Νικόλαινα στο μαγαζί, άρα... γάλα εν
όψει! Χαρά εμείς... κατσαρόλα και βουή να προλάβω, μη μου πάρουν τη σειρά.
Μόνο που μείναμε... με τις κατσαρόλες.
- Πού γάλα..., πού τέτοιο καλό, μας έκοψε τη φόρα η κυρα-Νικόλαινα, δεν
αφήνουν τίποτα για μας οι αφορεσμένοι. Έτσι τ’ άνοιξε, λέει, για παρηγοριά (ωραία
παρηγοριά, γαλατάδικο χωρίς γάλα)
3 Ιουνίου 1941
Γύρισε ο θείος μου απ’ το μέτωπο. Επιτέλους ήρθε! Κι έτσι ησυχάσαμε όλοι
μας, που σχεδόν τον κλαίγαμε για χαμένο. Άργησε τόσο πολύ να γυρίσει, γιατί
έκανε τον περισσότερο δρόμο, από την Κορυτσά ως εδώ, με τα πόδια. Όχι, δεν
ήταν άρρωστος ούτε τραυματίας ούτε αιχμάλωτος, όπως το ’χαμε φοβηθεί, μόνο
που είναι... γέρος. Εμένα μου φαίνεται τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος.
19
20. 6 Ιουνίου 1941
Όσο πάνε και σκουραίνουν τα πράγματα. Η μαμά της Κατερίνας, άλλο που
δεν έκλαιγε σήμερα, κάποιος της έταξε λάδι και την κορόιδεψε. Όπου σταθείς κι
όπου βρεθείς, όλος ο κόσμος ρωτάει... ρωτάει... με αγωνία.
Πώς θα πλυθούμε χωρίς σαπούνι;
Πώς θα μαγειρέψουμε χωρίς κάρβουνα;
Πότε θα ξαναδούμε το ψωμί του δελτίου;
Πώς θα κινηθούμε χωρίς λεωφορεία;
Πώς...;
Όσο κι αν ψάξεις, δε βρίσκεις απάντηση εκτός από μια και μόνη, κατά τη
γνώμη μου, τη μαγική λέξη χωριό. Εκεί δεν πολυφαίνεται η σκλαβιά. Μα πόσοι
έχουνε χωριό, και πόσοι μπορούν ν’ αφήσουν τη δουλειά τους και να πάνε;
8 Αυγούστου 1941
Ο πόλεμος είναι ό,τι φριχτότερο στον κόσμο. Αν καταφέρουμε να βγούμε
ζωντανοί απ’ αυτόν το φρικαλέο πόλεμο, σ’ ένα και μόνο σκοπό θ’ αφιερώσω τη
ζωή μου: πώς να ζούνε οι άνθρωποι με ειρήνη. Μόνο με την ειρήνη αξίζει η ζωή
μας.
(Φωτό: http://www.istoria.gr)
Η Γλώσσα μου, Στ΄ δημοτικού, α΄ μέρος, ΟΕΔΒ, σσ. 109-111
20
21. Κατοχή
Κώστας Ουράνης
Αλήθεια, δάση και βουνά
υπάρχουν στον κόσμο ακόμη;
Υπάρχουν οι μεγάλοι δρόμοι
που παν σε μέρη αλαργινά;
Ανθίζουν πάντοτε οι βραγιές;
Στους κάμπους είναι φως κι ειρήνη;
Κι έμεινε λίγη καλοσύνη
μες στις ανθρώπινες καρδιές;
Απίστευτα μας φαίνουνται όλα
σ’ εμάς που ζούμε τώρα χρόνια
σαν σ’ ορεινά φτωχά καλύβια
που τα αποκλείσανε τα χιόνια...
Θε να ’ρθει τάχα μια ημέρα
σαν από τόπους μακρινούς
η Άνοιξη που λαχταράμε;
Και θα μας έβρει ζωντανούς;
Λεξιλόγιο:
αλαργινά = μακρινά
βραγιές = καλλιεργημένα τμήματα κήπου που είναι φυτεμένος με άνθη ή λαχανικά
Γλώσσα Ε΄ δημοτικού, Της γλώσσας ρόδι και ροδάνι, α΄ τεύχος, σ. 47
21
22. Τα κουλουράκια
Ζώρζ Σαρή
Το κείμενο, στη συνέχεια, ανήκει στο μυθιστόρημα «Κόκκινη κλωστή δεμένη...», στο οποίο
περιέχονται στιγμιότυπα από την περίοδο της Κατοχής, την πείνα, την ηρωική αντίσταση του
ελληνικού λαού, αλλά και εικόνες από την απελευθέρωση, Η πρωταγωνίστρια, η Ζωή (πρόκειται για
τη συγγραφέα), που θέλει να γίνει ηθοποιός, πηγαίνει κουλούρια στο Δήμο, ένα φυλακισμένο
συναγωνιστή της.
Κλέφτρα, άτιμη και ψεύτρα. Χτες, ο καραγκιόζης μου (το άλλο «εγώ» που
κλείνω μέσα μου, το «σκοτεινό βάθος της συνειδήσεως», όπως το εξηγεί η
περισπούδαχτη αδερφή μου), μου πέταξε κατάμουτρα αυτά τα λόγια κι εγώ δε
βρήκα ούτε μια τόση δα λεξούλα να τον αποστομώσω. Ούτε καν τη λέξη «πεινάω»,
γιατί το μεσημέρι, δηλαδή λίγες ώρες πριν να γίνει το κακό, είχα φάει και μάλιστα
καλοφάει.
Αθηνά μου, όταν θα γίνουμε δυο γριούλες με άσπρα μαλλιά και θα λέμε για
τα παλιά, τότε μόνο θα σου φανερώσω την καθαρή αλήθεια για τα κουλουράκια.
Τώρα ντρέπομαι να σε κοιτάξω στα μάτια. Θα καταχωνιάσω σ’ ένα απόκρυφο
μέρος την εξομολόγησή μου, μην τυχόν και τη διαβάσει μάτι ανθρώπου.
Λοιπόν αρχίζω:
Ο Δήμος είναι κλεισμένος στις φυλακές Αβέρωφ.
Ο Δήμος είναι ηθοποιός. Σε μια γιορταστική συγκέντρωση που κάναμε σ’ ένα
σχολείο στην Κυψέλη, μια μέρα απάγγειλε το Δωδεκάλογο του γύφτου, του
Παλαμά, με τη δυνατή, ωραία, ζεστή φωνή του. Θυμάμαι αυτούς τους στίχους:
Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού
σαν τα σκουλήκια που πατεί μας...
Δεν πρόλαβε να τους αποτελειώσει, μπήκαν μέσα κάτι μαυριδεροί άνθρωποι
με «καβουράκια» και τον συλλάβανε.
Ο Δήμος είναι πρωτοξάδερφος της Αθηνάς. Στην Αθήνα δεν έχει άλλο
άνθρωπο να τον φροντίζει έξω από τη θεία του, δηλαδή τη μάνα της Αθηνάς. Αυτή
ετοιμάζει τα δέματα που του πηγαίνουμε στις φυλακές.
Χτες το μεσημέρι, αφού με καλοτάισε -πάντα κάτι μαγειρεύει η κυρία
Βασιλείου, της στέλνουν οι δικοί της από το χωριό-, την ώρα που σηκωνόμουνα να
φύγω, μου έδωσε ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί.
- Για το Δήμο, κουλουράκια, να του τα πας. Τα ’φτιαξα μ’ αληθινό αλεύρι.
Κακομοίρα μου, φρόντισε να ’χεις τα μάτια σου χαμηλά, να μη σε μυριστούν τα
σκυλιά και σε χώσουνε και σένα στη φυλακή. Άντε, και με την ευχή της Παναγίας.
Το επισκεπτήριο στου Αβέρωφ είναι στις πέντε. Είχα τρεις ώρες μπροστά
μου. Πέρασα από το σπίτι μας. Ήταν άδειο. Λείπανε όλοι: ο πατέρας, η μητέρα και
η Ειρήνη. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και πήρα να διαβάζω ένα βιβλίο. Το κουτί το είχα
βάλει πάνω στο τραπέζι, λίγο πιο πέρα. Ορκίζομαι στην ιερή φιλία που με δένει με
την Αθηνά πως μέχρι εκείνη τη στιγμή η «κακή σκέψη» δε μου είχε περάσει από το
νου. Ήρθε ξαφνικά, εκεί που δεν την περίμενα. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα το
κουτί. «Πώς να ’ναι άραγε τα κουλουράκια; Έχουν φαρδιά τρύπα στη μέση;».
Σηκώθηκα, έλυσα προσεχτικά το σπάγκο, ξεδίπλωσα το χαρτί που περιτύλιγε το
22
23. κουτί και σήκωσα το καπάκι. Πρώτα η μυρουδιά μου χτύπησε στη μύτη. Λες και
ξεφούρνιζαν εκείνη τη στιγμή. Καλοψημένα, στρογγυλά στρογγυλά, με μια τρύπα
στη μέση σαν δραχμή. «Ας δοκιμάσω ένα, δεν είναι δα και μετρημένα», είπα κι
έφαγα ένα. Ούτε προπολεμικό να ήταν!
Και τώρα, ας πω τη συνέχεια, γρήγορα, να ξεμπερδεύω.
Πήγα και ξάπλωσα στο κρεβάτι, με το κουτί. Με το ένα χέρι κρατούσα το
βιβλίο, με τ’ άλλο το κουλουράκι, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο. Αυτό έγινε χτες
και το θυμάμαι καλά. Ήμουν στον παράδεισο. Ο Δήμος δεν ήταν φυλακή, ο
πατέρας δεν γκρίνιαζε συνέχεια: «Προσοχή στο λάδι, σταγόνα σταγόνα, να μας
κρατήσει»· η μητέρα δεν είχε αδυνατίσει κι ο μπουφές μας ήταν γεμάτος γλυκά. Μια
χοντρή γομολάστιχα είχε σβήσει τον πόλεμο. Ξάφνου, ο κακομούτσουνος
καραγκιόζης μου μου τράβηξε μια κλοτσιά κι από τον ουρανό βρέθηκα χάμω στη
γη. Στο πλάι μου, μέσα στο κουτί, είχαν απομείνει πέντε κουλουράκια, μόνο πέντε!
Ζαλίστηκα. Έπρεπε να βρω, αμέσως, έναν τρόπο να πεθάνω. Ο Δήμος, για τη δική
μου λευτεριά, μέσα στη φυλακή κρύωνε και πεινούσε, μπορεί και να τον τουφέκιζαν,
κι εγώ του είχα φάει τα κουλουράκια του. Ο καραγκιόζης μου, καθισμένος πάνω στα
στραβοκάνικα ποδάρια του, χασκογελούσε και ψιθύριζε: «Είσαι μια κλέφτρα και μια
άτιμη και σε λίγο θα γίνεις και ψεύτρα». Σηκώθηκα, τύλιξα μάνι μάνι το κουτί, το
έδεσα με το σπάγκο, το έβαλα σ’ ένα δίχτυ κι ετοιμάστηκα για το επισκεπτήριο. Στο
δρόμο συγύριζα το ψέμα μου. Μια κι ο φύλακας ψάχνει τα δέματα, μπας και
κρύβουνε κανένα σουγιά, μαχαίρι ή όπλο, αν ποτέ ο Δήμος, μια μέρα, πει στη μάνα
της Αθηνάς «Τι ωραία που ήταν τα πέντε κουλουράκια που μου έστειλες, καλή μου
θεία», και κείνη μπήξει τις φωνές «ΠΕΝΤΕ; δε λες καλύτερα πενήντα», η απάντηση
έπρεπε να δοθεί τώρα: «Τα έκλεψε ο φύλακας, ο δήμιος, ο εχθρός που ρουφάει το
αίμα του λαού».
Στάθηκα στη ουρά μαζί με τις άλλες γυναίκες κι όταν έφτασε η σειρά μου, ο
φύλακας, ο «κλέφτης» μου, με ρώτησε: «Για ποιον είναι;». Είπα το όνομα του
Δήμου. Πήρε το πακέτο από τα χέρια μου και μου είπε: «Ο ηθοποιός μας; Περίμενε,
κορίτσι μου, να πάω να σου τον φωνάξω». «Όχι, όχι, δε χρειάζεται, είμαι πολύ
βιαστική...», του απάντησα κι έφυγα.
Σήμερα πέρασα από το σπίτι της Αθηνάς για να της ζητήσω, τάχατες, κάποιο
βιβλίο. «Τι κάνει ο Δήμος;», με ρώτησε η μάνα της. «Τον είδες;». «Όχι, δε μ’
άφησαν...», και συνέχισα βιαστικά: «Και ξέρετε τι λέγανε οι γυναίκες στην ουρά:
Πως οι φύλακες ξαφρίζουνε τα δέματα».
Λεξιλόγιο:
περισπούδαχτη= ειρωνικά είναι αυτή που τα ξέρει όλα
αποστομώνω = να φέρω κάποιον σε δύσκολη θέση, ώστε να μην ξέρει τι να πει
καταχωνιάζω = κρύβω με προσοχή
«καβουρακια» = μικρά ανδρικά καπέλα. Οι άνθρωποι με τα «καβουράκια» ήταν Έλληνες
που συνεργάζονταν με τον κατακτητή
Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων, Ε΄ & Στ΄ τάξη δημοτικού, Με λογισμό και μ’ όνειρο, ΟΕΔΒ, σσ. 218-221
23
24. Διαβάτη στάσου
Βασίλης Ρώτας
Διαβάτη, στάσου προσοχή:
δω χάμω κείτονται νεκροί
που δεν επρόδωσαν ποτέ,
ποτέ δεν είπαν ψέματα,
τύραννο δεν προσκύνησαν.
Διαβάτη, στάσου προσοχή
και μ’ άξιο νου μελέτα τους,
τι αν χαίρεσαι τ’ ωραίο φως
κι αν όλο θάρρος περπατάς
κι αν σ’ αγαπάνε κι αγαπάς
κι ό,τι καλό ’χεις στη ζωή
στο χάρισαν τούτ’ οι νεκροί.
Διαβάτη, στάσυ προσοχή
και μ’ άξιο νου μελέτα τους.
Η Γλώσσα μου για τη Στ΄ δημοτικού, πρώτο μέρος, ΟΕΔΒ, σ. 106
24
25. Στα βουνά της Αλβανίας
Γιάννης Μπεράτης
Όλος ο κάμπος ήτανε έρημος κι ο
δρόμος, μακρύς-μακρύς και κατάλευκος,
απλωνότανε μπροστά μας.
Προχωρούσαμε γρήγορα με βήμα,
και αμίλητοι. Από δω και πάνω, φαίνεται,
ήταν τα τελευταία ελάχιστα χιλιόμετρα
δρόμου που εξουσιάζαμε ακόμη εμείς, το
ακρότατο όριο των δικών μας
συγκοινωνιών, γιατί πιο πέρα ο ίδιος
δρόμος χρησίμευε για τους Ιταλούς.
Κείνη την ώρα, μες στην απέραντη σιγή
και τη νέκρα, ακούστηκε, πίσ’ απ’ τις
πλάτες μας, η πρώτη κανονιά.
Σε μια στιγμή όλο το φεγγαρολουσμένο
νεκρό τοπίο, από ανοιχτοφυστικί γινόταν
άξαφνα κοκκινόμαυρο με τις εκρήξεις, με
τις λάμψεις, με τους καπνούς που μας
τυλίγανε δεξιά κι αριστερά. Δυο οβίδες
είχαν σκάσει πολύ κοντά μας, μες στον
κάμπο, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, και
σε λίγο άλλες δυο πέσανε κάπου εκεί.
Μέναμε ακίνητοι, ορθοί, αποσβολωμένοι,
αλαλιασμένοι μην ξέροντας όλοι μας τι να κάνουμε, πού να πάμε. «Πέστε κάτω!»
πέστε κάτω! Μην τρέχετε!», φώναξα για μια στιγμή, και πέσαμε όλοι μπρούμυτα, με
το μούτρο πάνω στο χώμα. Ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε με μια μαθηματική
κανονικότητα και πρώτα έβλεπες τη λάμψη απ’ τις απέναντι μπούκες των κανονιών
κι ύστερα –δεν ξέρεις από πού- άκουγες πάνω, μα ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι
σου, αυτό το υστερικό σφύριγμα της οβίδας που σκίζει σαν αστραπή τον αέρα ή
εκείνο το ακόμη χειρότερο βραχνιασμένο χρου-χρου-χρου, που κάνει σαν χάνει πια
τη φόρα της και πρέπει να πέσει κάπου δίπλα σου.
Πέφτανε δίπλα μας, δεξιά, αριστερά, λίγο πιο μπρος, λίγο πιο πίσω. Το
μεγάλο μαρτύριο, η μεγάλη αγωνία ήτανε πως στις ελάχιστες στιγμές ησυχίας που
μεσολαβούσανε, αναρωτιόσουνα αγωνιωδώς αν πρέπει να μείνεις σ’ αυτή τη θέση
που βρίσκεσαι ή πρέπει να πας να πέσεις πάρα πέρα. Ναι, ήτανε ένα φοβερό
παιχνίδι από πιθανότητες κι από τύχη, που δεν ήξερες να βρεις και να του δώσεις
καμιά απάντηση.
Μα σιγά-σιγά, όσο ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε, όσο έβελεπες πως –
περίεργα!- δεν παθαίνεις τίποτα, όσο έβλεπες κι όλους τους άλλους γύρω σου
άθικτους, που σε κάθε ανάπαυλα ανασήκωναν το κεφάλι και κάτι φώναζαν ο ένας
στον άλλονε, άρχιζες σιγά-σιγά, ναι, να αισιοδοξείς –κι ενώ στην αρχή έλεγες πως
κάθε οβίδα προορίζεται για σένα, πως έρχεται ίσια καταπάνω σου, τώρα άρχιζες
κάπως να παρακολουθείς ένα θέαμα που σε περιστοιχίζει κι απλώς να φυλάγεσαι
σε κάθε σφύριγμα. Δηλαδή η οβίδα κι ο θάνατος σου δεν ήταν πια αλληλένδετα
25
26. όπως στην αρχή. Όλ’ αυτά, βέβαια, δεν τα σκεφτόσουνα, όλ’ αυτά τα λέω, ίσως,
τώρα –μα είμαι βέβαιος πως ένστικτα έτσι τα ‘νιωθες και τότε.
Έγινε για μια στιγμή μια μεγάλη ανάπαυλα. Περιμέναμε, περιμέναμε ακίνητοι
αρκετή ώρα –κι επιτέλους σηκωθήκαμε. Είχε σταματήσει ο βομβαρδισμός; Η ώρα
θα ’ταν περίπου μία.
Τραβήξαμε όλοι προς το μέρος που ’χαμε αφήσει τα μηχανήματα, μα δεν
είχαμε κάνει μερικά μέτρα πάνω στο δρόμο, όταν το πανηγύρι ξανάρχισε.
Πέσαμε όπως-όπως ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πλαϊνό χαντάκι του
δρόμου –κι ήταν καιρός, γιατί η οβίδα έσκασε άξαφνα ακριβώς δίπλα μας και μας
σκέπασε όλους με πέτρες και με χώματα. Στο χαντάκι που ’χαμε πέσει ήτανε
στεκάμενα νερά, λάσπες, βόρβορος. Είχαμε πασαλείψει τα μούτρα μας, τους
μανδύες μας –όλη η μια πλευρά μου, όταν ανασηκώθηκα, ήταν μια πηχτή γλοιώδης
λάσπη, και τα γάντια ήτανε μούσκεμα απ’ αυτό το ακαθόριστο υγρό που βρομούσε
φοβερά μόλις έφερνες το χέρι σου κοντά στο πρόσωπό σου.
Φτάσαμε, επιτέλους, στα μηχανήματά μας. Η κατάστασή μας ήτανε
πραγματικά φοβερή. Αν τώρα ήτανε έτσι, τι θα γινότανε σαν θα χάραζε και θα
προχωρούσε η μέρα; Πώς θα καθόμαστε σ’ αυτή τη Σούκα που δεν συναντούσες
ψυχή ζώσα και κάτω από ένα συνεχή βομβαρδισμό, τελείως ακάλυπτοι κι όλοι μας
τελείως άπειροι;
Καθόμαστε αποκαμωμένοι πάνω στα κιβώτια και τα δέματα με τα μάτια μας
κολλημένα στο απέναντι βουνό, για να δούμε τη λάμψη και να πέσουμε κάπου
εγκαίρως. Ευτυχώς ο Νώντας είχε κι άλλο κονιάκ. Ας είναι ευλογημένος ο
άνθρωπος. Ο Ανανίου όλο φώναζε μυτερά πως κάτι πρέπει να κάνουμε, πως δεν
είναι κατάσταση αυτή. Βέβαια, είχε δίκιο. Αλλά τι; Τι; Η ώρα ήτανε δύο πια και το
φεγγάρι φώτιζε πάλι σαν μέρα όλο αυτό το απονεκρωμένο τοπίο που είχε πάλι
άξαφνα ηρεμήσει και που πάνω του βασίλευε μια απόλυτη σιωπή.
(Αφίσα: Κ. Γραμματόπουλος)
Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε΄ & Στ΄ Δημοτικού, Με λογισμό και μ’ όνειρο, ΟΕΔΒ, σσ.213-214
26
27. Οκτώβρης 1940
Γιάννης Ρίτσος
Ανοίγουν τα παράθυρα,
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας.
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε,
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουν
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.
Αθήνα, Νοέμβρης 1940
(από το βιβλίο της Ζωής Σπυροπούλου, «Τα κείμενα της πατρίδας»,
εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2002)
Γλώσσα Δ΄ δημοτικού, Πετώντας με τις λέξεις, α΄ τεύχος, ΟΕΔΒ, σ. 48
27
28. Η Ψιχλού
Κώστας Ι. Καλατζής
Μια φορά, στα χρόνια της Κατοχής, η θεία
Κλειώ πήγαινε στο χωριό. Ο θείος ο Κλεόβουλος
της είχε στείλει το μουλάρι του με το Σωκρατάκη,
το ξαδερφάκι μου. Τραβούσαν τον ανήφορο,
πίσω η θεία Κλειώ καθισμένη στη μούλα, μπρος
ο Σωκρατάκης καβάλα στην Ψιχλού.
Ήταν η Ψιχλού, η κανελιά γαϊδούρα του θείου
Πρόδρομου. Με τα ξεχειλωμένα και ευκίνητα
χείλια της μάζευε απ’ όπου έβρισκε τα ψίχουλα. Για τούτο και Ψιχλού.
Την Ψιχλού τη λατρεύαμε όλα τα παιδιά. Καβαλούσαμε τέσσερις και πέντε
πάνω της, στο σαμάρι και στα φαρδιά της καπούλια και άιντε άιντε, ταξιδεύαμε
στους κόσμους εκείνους του ονείρου, τους χαμένους στην άκρη της γης και ακόμα
παραπέρα, στους Σταματάκηδες και στα Καραγάτσα, απ’ το καλύβι του παππού
του Κωνσταντίνου στο καλύβι του θείου του Πρόδρομου.
Την παιδεύαμε την Ψιχλού. Της τραβούσαμε τα μαλλιαρά αυτιά,
κρεμόμασταν απ’ το λαιμό της. Εκείνη, στεκόταν. Χαμήλωνε το κεφάλι να μας
ευκολύνει. Και μας κοίταζε. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και υγρά και γαλήνια σαν
σεπτεμβριανά πρωϊνά. Έφτανε να μας κοιτάζει κάμποσο η Ψιχλού και μερεύαμε.
Τρέχαμε να της φέρουμε κληματόβεργες και πίτουρα, να τα φάει μεσ’ απ’ τις
χούφτες μας.
Η Ψιχλού από τα νιάτα της είχε μια πελώρια κοιλιά, που λίγο ήθελε ν’
ακουμπήσει στο χώμα. Είχε και ένα ρυθμό: σιγανό, στρωτό και μόνιμο. Την Ψιχλού
δεν τη χτύπαγε κανείς. Το ήξεραν όλοι, ήταν περιττό. Η Ψιχλού δεν άλλαζε το
ρυθμό της με τίποτα. Για τη χτύπαγες, για τη σούβλαγες, εκείνη εκεί, δεν πήγαινε
ούτε πιο σιγά, ούτε πιο γρήγορα. Ούτε και γινάτωνε, σαν άλλα γαϊδούρια, να
στυλώσει τα ποδάρια και να μην το κουνάει.
Το χούι της Ψιχλούς, το μεγάλο και το αγιάτρευτο ήταν άλλο. Όπου ο δρόμος
είχε στα δίπλα του γκρεμό βαθύ, να κοιτάς και να ζαλίζεσαι, εκείνη ερχόταν όξω
όξω και περπάταγε πάνω στο φρύδι. Όμως κανένας δε νοιαζόταν. Τόσο σταθερό
ήταν το πάτημά της.
Η Ψιχλού ήταν το πιο αργό, το πιο ήμερο και το πιο σίγουρο ζωντανό του
χωριού. Ως κι η νενέ η Κυριακή την μπιστευόταν την Ψιχλού. Σ’ αυτή, μόνο σ’ αυτή
πρωτάφηνε τα εγγόνια της να καβαλικέψουν μόνα.
Ο Σωκρατάκης λοιπόν καθόταν καβαλικευτά πάνω στο φαγωμένο πια απ’
την πολυκαιρία σαμάρι της Ψιχλούς. Μερακλωμένος από τα σφυρίγματα των
φλώρων τραγούδαγε στεντόρεια.
Ξύπνα καημένε μου ραγιάαα
ξύπνα να δεις ελευθεριάαα…
Η φωνή του βούλιαζε στο βαθύ φαράγγι, στα Χάραυλα, μάκραινε και
κυμάτιζε: άαα…
Ανέβαιναν. Η Ψιχλού, κατά το συνήθειό της, άκρη άκρη στο μονοπάτι.
Κόντευαν στη χαρουπιά του μπαρμπα-Ξενοφών. Εκεί ο Σωκρατάκης, σαν κάτι
ξαφνικά να του ’ρθε στο μυαλό, παρατάει το τραγούδι. Φτιάχνεται πάνω στο σαμάρι
και ντούρος, με το κεφάλι περήφανο, αρχίζει να τινάζεται ρυθμικά, μια πάνω, μια
28
29. κάτω, άσχετα με τον αδιατάραχτο βηματισμό της Ψιχλούς. Έτσι κάμποσο στον
ανήφορο. Μια πάνω, μια κάτω. Και γυρίζει στη θεία Κλειώ:
- Ε, θεία, είδις; Σπουδαίους δεν είμι; Ίδιους Ιταλός δεν είμι, θεία;
- Ναι, πανάθεμά σι. Μπιτίδιους. Ίδιους ου τινέντι Ρίτσι.
Ο τενέντε Ρίτσι ήταν ο πιο κομψός κι ο πιο φημισμένος καβαλάρης της
Μεραρχίας Κούνεο. Έλεγαν πως ήταν κόμης.
- Και η Ψιχλού τι απόγινε; ρώτησα τη θεία Κλειώ, όταν ξαναειδωθήκαμε μετά την
Κατοχή.
- Η Ψιχλού είχε γιράσ’. Ου θείους σ’ ου Πρόδρουμους τ’ς είχε φράξ’ μια πιζούλα στα
Καραγάτσα κι τ’ν άφ’ νι, αμουλ’ τη. Τ’ ς πήγινι κλαρί κι πίτουρα να τρώει κι νερό να
πίν’. Καμιά φορά τ’ νι σαμάρουνι να καν’ καμιά βόλτα με κανένα πιδί, καλή ώρα
όπους μι του Σουκρατάκ’ που ’κανι τουν Ιταλό κόντι.
Ένα προυινό η Ψιχλού έλ’ πι. Τι έγ’ νι; Εφ’ γι, τ’ νι κλέψανι, κανένας δεν ήξιρι.
Σι κάμποσις μέρις μαθεύ’ κι: τ’ νι σφάξανι τ’ Ψιχλού στου Καρλόβασ’ κι τ’ νι π’
λήσανι για κρέας..
(Σκίτσο: Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, http://www.geetha.mil.gr)
Η Γλώσσα μου για την Ε΄ δημοτικού, πρώτο μέρος, ΟΕΔΒ, σσ. 103-105
29
30. Πίνδος
Στέλιος Σπεράντζας
Των προγόνων βλαστοί, μ’ ατσαλένια κορμιά
του πολέμου περνώντας τη φρίκη,
της καρδιάς μας τη φλόγα τη φέραμε μια,
ως εκεί, που μας πρόσμενε η Νίκη.
Με τη λόγχη χαράξαμε αδρό στα βουνά
τ’ όνομά μας –γαλάζιο λουλούδι-
να το πάρει ως τα πέρατα ο θρύλος ξανά,
στους λαούς να το κάνει τραγούδι.
Προσταγή στη φυλή μας, σαν νόμος βαριά,
το παλιό ν’ αναστήσουμε θαύμα.
Να ’ναι αιώνια σε τούτη τη γη η Λευτεριά,
κάποιας μοίρας ορίζει το τάμα.
Μάνα Ελλάδα, δική σου μια σάλπιγγα ηχεί
λες ακόμα στης Πίνδου μια κόχη,
στους λαούς να θυμίζει γεμάτο ψυχή
το τρανό που ξεστόμισες ΟΧΙ.
(Κοκκινής Σπ. 1980, Σχολική Ποιητική Ανθολογία, Αθήνα, Εκδ. Εστία, σ. 31)
(Σκίτσο: Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, http://www.geetha.mil.gr)
Σχολικές και Πολιτιστικές Εκδηλώσεις, Α΄ - Στ΄ δημοτικού, Βιβλίο δασκάλου, ΟΕΔΒ, σ. 100
30
31. Ημερολόγιον από τον πόλεμον του 1940
Σ. Τζιρόπουλος
Ξεκινήσαμε πρωί πρωί για μια κορυφή, περιπατώντας ως τας τρεις σε
μονοπάτια σχεδόν αδιάβατα και ανεβαίναμε, όλο ανεβαίναμε. Εδώ μας έπιασε χιόνι
και όλο ανεβαίναμε κάτω από τις χιονοστιβάδες που μας εκάλυπταν αλλάζοντας το
χακί χρώμα της στολής μας σε λευκόν. Δυσκολότερα ανάβασις δεν μπορούσε να
γίνει.
Προχωρούσαμε με την ψυχή στα δόντια. Επιτέλους εφθάσαμε σε ένα
ερειπωμένο χωριό, το Πιτσάρι. Εδώ εφάγαμε από μισή κονσέρβα χωρίς ψωμί. Το
βράδυ κοιμηθήκαμε σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι, αφού προηγουμένως μας εκέρασαν
μισή κουραμάνα, ένα κομματάκι τυρί και μια ρέγκα. Την 1ην
πρωινήν έγινε
συναγερμός. Σηκωθήκαμε με τα όπλα και συρθήκαμε στο χιόνι επί μιαν ώραν για
να συναντήσουμε τας προφυλακάς αι οποίαι εμάχοντο. Έως να φθάσομε οι Ιταλοί
απωθήθηκαν και γυρίσαμε πίσω. Όλην την νύκτα έριξε χιόνι πολύ, τόσο που γύρω
μας έφθασε ένα μέτρο.
(Νέα Θέσις, Αθήνα, 1977)
Γλώσσα Δ΄ δημοτικού, Πετώντας με τις λέξεις, α΄ τεύχος, ΟΕΔΒ, σ. 50
31
32. Συσσίτιο
Άλκη Ζέη
[ Στα χρόνια της Κατοχής, 1941-1944, στην Αθήνα. ]
Έγινε ακριβώς έτσι, όπως
το ’λεγε ο Γιάννης κι ο
Αχιλλέας […]. Γέμισαν τα
ντουβάρια με μεγάλα κόκκινα
και πράσινα γράμματα –πού
και πού έβλεπες και μπλε– κι
όταν η Αθήνα ολόκληρη είχε
γίνει ένα απέραντο
αλφαβητάριο, τότε
κουβάλησαν στα σχολεία κάτι
τεράστια μαύρα καζάνια.
Στου Πέτρου το σχολείο,
το άδειο γκαράζ, άρχισαν πάλι
τα μαθήματα, και τώρα δεν απουσιάζει σχεδόν κανένα παιδί, γιατί αν λείψει χάνει το
ΣΥΣΣΙΤΙΟ. Κάθε μεσημέρι καταφθάνει ένα κάρο και ξεφορτώνει τον Δάμονα και τον
Φιντία. Ο Δάμων και ο Φιντίας είναι δυο καζάνια μαύρα σαν πίσσα που αχνίζουν…
Την πρώτη μέρα που τα περίμεναν, κανένα παιδί δεν είχε νου για μάθημα, κι ο
κύριος Λουκάτος άρχισε να τους διαβάζει κάτι ιστορίες από ένα βιβλίο:
«…Στα παλιά τα χρόνια, στην αρχαία Αθήνα υπήρχανε δυο αχώριστοι φίλοι.
Ο Δάμων και ο Φιντίας…»
- Έρχονται! Έρχονται! ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα από την άκρη της τάξης.
Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, που παραμόνευε από τη χαραμάδα της μεγάλης
πόρτας, κι είδε να καταφτάνουν, όχι βέβαια ο Δάμων και ο Φιντίας, αλλά τα καζάνια
με το συσσίτιο, που έτσι τους έμεινε το όνομα.
Όλα τα παιδιά βάλανε τα γέλια και πετάχτηκαν από τη θέση τους. Ο κύριος
Λουκάτος πήγε αργά και σοβαρά κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Έξω στεκότανε ένα
κάρο φορτωμένο με τα καζάνια. Δυο κυρίες καλοντυμένες και μια κοπέλα με μαύρο
πουλόβερ και ξέθωρη γαλάζια μπλούζα, ρωτούσανε ποιος είναι ο δάσκαλος. Γύρω
είχε μαζευτεί κόσμος. Έτσι όπως μαζεύεται πάντα στη γειτονιά άμα γίνεται κάτι. Δεν
μιλούσανε, δε λαλούσανε. Μονάχα μια γυναίκα σήκωσε τα δυο της χέρια ψηλά και
φώναξε:
- Τα παιδάκια μας θα φάνε!
Οι κυρίες με το κορίτσι μιλούσανε με τον κύριο Λουκάτο. Κάτι άνθρωποι
ξεφόρτωναν τα καζάνια, τα ’βαλαν μέσα στο σχολείο, κι ύστερα ο δάσκαλος γύρισε
στα παιδιά και τους είπε με ύφος επίσημο, λες κι έβγαζε λόγο για την Εθνική γιορτή:
- Πάρτε τα κουτιά σας και μπείτε στη σειρά. Αρχίζει το συσσίτιο.
Βρόντηξαν τα τενεκεδάκια, σίγησαν ξανά, κι ο κύριος Λουκάτος έδινε τα
παραγγέλματα όπως στην παρέλαση: «Οι μικροί μπροστά, οι μεγάλοι πιο πίσω, οι
άλλοι στη μέση. Μη θορυβείτε…».
Ο Σωτήρης κι ο Πέτρος στεκόντανε στη μέση. Κοιτάνε όσο να φτάσει η σειρά
τους, τις μεγάλες σιδερένιες κουτάλες, που βυθίζονται στα καζάνια, χάνονται για
λίγο κι ύστερα ξανασηκώνονται βαριές βαριές κι αχνιστές κι αδειάζουν, μέσα σε
κάθε τενεκεδάκι, μια πηχτουλή σούπα. Τα μικρά είναι τυχερά, που είναι μπροστά·
32