SlideShare a Scribd company logo
1 of 140
Download to read offline
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 1
ΕΡΓΑΣΙΑ 4η
Θέμα 1
Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστές; Οι λάθος να αναδιατυπωθούν
στο σωστό. Να αναλυθούν συνοπτικά οι έννοιες των προτάσεων.
Α. Η προλακτίνη παράγεται στο φλοιό των επινεφριδίων και ρυθμίζεται από την
προλακτινοτρόπο ορμόνη της αδενοϋπόφυσης.
ΛΑΘΟΣ
Η προλακτίνη είναι ορμόνη (πρωτεΐνη) που παράγεται στα λακτοτρόφα κύτταρα της
πρόσθιας υπόφυσης (αδενοϋπόφυση). Η έκκριση της βρίσκεται κάτω από τον
έλεγχο του υποθαλάμου. Ο υποθάλαμος και η υπόφυση είναι τμήματα του
εγκεφάλου, σε αντίθεση με τα επινεφρίδια που βρίσκονται στο οπισθοπεριτοναϊκό
χώρο, στον άνω πόλο του σύστοιχου νεφρού. Εικόνα1.
Η προλακτίνη (PRL) είναι μία ορμόνη (πρωτεΐνη) που στον άνθρωπο κωδικοποιείται
από το γονίδιο PRL που βρίσκεται στο χρωμόσωμα 6.
Παρουσιάζει παρόμοια χημική δομή με την αυξητική ορμόνη (GH) και την
πλακουντική γαλακτογόνο ορμόνη (hPL).
Ανακαλύφθηκε από τον Oscar Riddle και στη συνέχεια συνέβαλε στη μελέτη της και
ο Henry Friesen. Αν και σήμερα είναι κυρίως γνωστή για τον ρόλο της στην
γαλουχία, η προλακτίνη υπάρχει και σε άλλα σπονδυλωτά, όπως τα ψάρια, όπου
από τις πιο σημαντικές της λειτουργίες είναι ο έλεγχος του νερού και η ισορροπία
των αλάτων στον οργανισμό.
Η προλακτίνη δρα με τρόπο παρόμοιο με μία κυτταροκίνη και ως ένας σημαντικός
ρυθμιστής του ανοσοποιητικού συστήματος.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 2
Έχει σημαντικές κυτταρικές λειτουργίες όπως την αύξηση του κυττάρου, τη
διαφοροποίησή του ενώ δρα ως αντιαποπτωτικός παράγοντας (απόπτωση είναι ο
προγραμματισμένος θάνατος του κυττάρου). Έχει επίσης σημαντική επίδραση στην
αιμοποίηση, στην αγγειογένεση και εμπλέκεται στη ρύθμιση της πήξης του αίματος
μέσω διαφόρων οδών.
Πάνω από 300 ξεχωριστές δράσεις της PRL έχουν αναφερθεί σε διάφορα
σπονδυλωτά, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στο νερό και στην ισορροπία
του άλατος, στην αύξηση και στην ανάπτυξη, στην ενδοκρινολογία και
στον μεταβολισμό, στον εγκέφαλο και στη συμπεριφορά, στην αναπαραγωγή, στην
ανοσορύθμιση και την προστασία. Η προλακτίνη δρα με ενδοκρινή, αυτοκρινή και
παρακρινή τρόπο μέσω του υποδοχέα προλακτίνης και ενός μεγάλου αριθμού
υποδοχέων κυτοκίνης.
Η υποφυσιακή έκκριση της προλακτίνης ρυθμίζεται από ενδοκρινείς νευρώνες
στον υποθάλαμο. Στη ρύθμιση της έκκρισης της προλακτίνης στον άνθρωπο
συμβάλλουν το αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο και το πεπτίδιο ιστιδίνης –
ισολευκίνης. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι σε αντίθεση με τις άλλες ορμόνες, η
έκκρισή της βρίσκεται σε καταστολή.
Η υποθαλαμική ορμόνη θυρεοεκλυτίνη (TRH) διεγείρει την έκκριση προλακτίνης.
Αντίθετα, η έκκριση προλακτίνης αναστέλλεται από μια υποθαλαμική ορμόνη με
άγνωστη χημική σύσταση, που ονομάζεται PIF (Prolactin Inhibiting Factor).
Στη δράση του παράγοντα αυτού πρέπει να μεσολαβεί η ντοπαμίνη, διότι βρέθηκε
πως η ντοπαμίνη ασκεί ανασταλτικό ρόλο στην έκκριση προλακτίνης.
Φάρμακα που διαθέτουν αντιντοπαμινεργική δράση μπορούν να προκαλέσουν
υπερπρολακτιναιμία. Και αντίστροφα, φάρμακα με ντοπαμινεργική δράση
καταστέλλουν την έκκριση προλακτίνης. Η έκκριση προλακτίνης αυξάνει επίσης
κατά τη διάρκεια του ύπνου και σε καταστάσεις stress. Εικόνα 3.
Η προλακτίνη αυξάνει κατά τη διάρκεια της κύησης, οπότε πολλαπλασιάζονται και
τα αντίστοιχα λακτοτρόπα κύτταρα της υπόφυσης. Η προλακτίνη επάγει την
ανάπτυξη του αδένα του μαστού και την παραγωγή γάλακτος. Εικόνα 2.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 3
Η διαδικασία του θηλασμού συντηρεί την έκκριση προλακτίνης, η οποία με τη σειρά
της συντηρεί τη γαλακτοφορία. Αν χρησιμοποιηθούν ντοπαμινεργικά φάρμακα (π.χ.
λισουρίδη), καταστέλλεται η έκκριση προλακτίνης και διακόπτεται η γαλακτοφορία,
μέσα σε μερικές ημέρες.
Αντίστροφα, φάρμακα με αντιντοπαμινεργική δράση (π.χ. αντιψυχωσικά) μπορεί να
έχουν ως παρενέργεια την εμφάνιση γαλακτόρροιας, ακόμα και όταν δεν υπάρχει
κύηση. Η υπερπρολακτιναιμία δρα ανασταλτικά και στην έκκριση γοναδοτροφινών
(FSH και LH) από την υπόφυση, επηρεάζει τη λειτουργία των όρχεων και των
ωοθηκών και προκαλεί ανωμαλίες του έμμηνου κύκλου στις γυναίκες. Για το λόγο
αυτό η υπερπρολακτιναιμία συγκαταλέγεται στα κυριότερα αίτια στειρότητας και η
προλακτίνη πρέπει πάντοτε να μετράται κατά την εργαστηριακή διερεύνηση της
στειρότητας. Εκτός από τη χρήση αντιντοπαμινεργικών φαρμάκων,
υπερπρολακτιναιμία προκαλείται και από αδενώματα του πρόσθιου λοβού της
υπόφυσης, που εκκρίνουν προλακτίνη (προλακτινώματα).
Σε αντίθεση με τις άλλες ορμόνες της πρόσθιας υπόφυσης, για την προλακτίνη η
επίδραση του υποθαλάμου είναι ως επί το πλείστον ανασταλτική, δηλαδή ο
υποθάλαμος κυρίως αναστέλλει την έκκριση προλακτίνης (γι’ αυτό και σε
περιπτώσεις διατομής του μίσχου της υπόφυσης, όπως μετά από τραυματισμό, όπου
διακόπτεται η επαφή του υποθαλάμου με την υπόφυση, η προλακτίνη αυξάνεται).
Εικόνα 1: Απελευθέρωση ντοπαμίνης από την αδενουπόφυση.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 4
Εικόνα 2: Έκκριση προλακτίνης κατά το θηλασμό.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 5
Εικόνα 3: Παράγοντες που διεγείρουν και αναστέλλουν την έκκριση προλακτίνης
από την αδενουπόφυση.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 6
Β. Η αντλία και η πρωτεΐνη φορέας είναι ταυτόσημες έννοιες.
ΛΑΘΟΣ
Μια αντλία είναι μια εξειδικευμένη πρωτεΐνη-φορέας που χρησιμοποιεί ενέργεια
για να μεταφέρει ένα διαλυτό μόριο «ανηφορικά», αντίθετα από την ηλεκτροχημική
βαθμίδωση.
Ένα σύστημα μεταφοράς μέσω πρωτεΐνης φορέα αναμένετε:
Γ. Να παρουσιάζει συνεχή αύξηση της αρχικής ταχύτητας μεταφοράς καθώς
αυξάνεται η συγκέντρωση του υποστρώματος.
ΛΑΘΟΣ
Ο ρυθμός μεταφοράς μαρτυρεί κινητική κορεσμού: όσο αυξάνεται η συγκέντρωση
της μεταφερόμενης ένωσης, ο ρυθμός μεταφοράς αρχικά αυξάνεται, τελικά όμως
φθάνει σε μια συγκέντρωση πέρα από την οποία δεν αυξάνεται πλέον ο ρυθμός
μεταφοράς. Στο σημείο αυτό λέμε ότι το σύστημα μεταφοράς έχει κορεσθεί από τη
μεταφερόμενη ένωση.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 7
Δ. Να αναπτύσσει ομοιοπολικούς δεσμούς με την ουσία που μεταφέρεται.
ΛΑΘΟΣ
Η διαδικασία με την οποία μια πρωτεΐνη μεταφορέας μεταφέρει μια διαλυτή ουσία
μέσα από τη λιπιδική διπλοστοιβάδα προσομοιάζει με μια αντίδραση ενζύμου
υποστρώματος, και με πολλές φορές οι μεταφορείς συμπεριφέρονται σαν ένζυμα.
Σε αντίθεση με τις συνήθεις ενζύμου-υποστρώματος αντιδράσεις, οι μεταφερόμενες
ουσίες δεν τροποποιούνται ομοιοπολικά από την πρωτεΐνη μεταφορέα, αλλά
αντίθετα παραδίδονται αμετάβλητες στην άλλη πλευρά της μεμβράνης.
Η πρωτεΐνη μεταφορέας μεταφέρει τη διαλυτή ουσία μέσα από τη διπλοστοιβάδα
των φωσφολιπιδίων μέσω της πραγματοποίησης αναστρέψιμων διαμορφωτικών
αλλαγών που εκθέτουν εναλλάξ την περιοχή σύνδεσης της μεταφερόμενης ουσίας
πρώτα στη μια πλευρά της μεμβράνης και, στη συνέχεια, στην άλλη.
Ε. Να παρουσιάζει πιο αργή ταχύτητα μεταφοράς σε σχέση με την απλή διάχυση.
ΛΑΘΟΣ
Μια ουσία που μεταφέρεται με διαμεσολαβούμενη μεταφορά μεταφέρεται με
ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι τα μόρια που έχουν το ίδιο περίπου μοριακό
βάρος και την ίδια λιποδιαλυτότητα, αλλά διαπερνούν τη μεμβράνη με απλή
διάχυση.
ΣΤ. Να δημιουργεί γραμμικά μεταβαλλόμενη κλίση κατά μήκος της μεμβράνης με
δαπάνη ενέργειας.
ΣΩΣΤΟ
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 8
ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ
Η λιπιδική διπλοστιβάδα των βιολογικών μεμβρανών είναι εγγενώς
αδιαπέραστη από πολικά μόρια και ιόντα (Α).
Ειδικές πρωτεΐνες (μεταφορείς, αντλίες, δίαυλοι) επιτρέπουν την μεταφορά μορίων
δια μέσου μεμβρανών (Β). Εικόνες 4, 5, 6.
Εικόνα 4: Διαπερατότητα μεμβράνης σε διάφορα μόρια και ιόντα.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 9
Εικόνα 5: Εκλεκτική διαπερατότητα της μεμβράνης σε μικρά υδρόφοβα μόρια και
μικρά πολικά μόρια χωρίς φορτίο.
Εικόνα 6: Μη διαπερατότητα της μεμβράνης σε μεγάλα πολικά μόρια και ιόντα.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 10
Η μεταφορά ουσιών δια μέσου μεμβρανών μπορεί να πραγματοποιηθεί παθητικά
και ενεργητικά (κατανάλωση ενέργειας).
Η παθητική μεταφορά διακρίνεται σε απλή διάχυση και διευκολυνόμενη διάχυση.
Εικόνα 7.
Εικόνα 7: Τρόποι μεταφοράς ουσιών δια μέσου των μεμβρανών.
Παθητική μεταφορά
1. Απλή διάχυση μορίων δια μέσου μεμβρανών.
Μόνο λιπόφιλα μόρια (πχ στεροειδείς ορμόνες, λιποδιαλυτές βιταμίνες)
και αέρια μπορούν να κινούνται παθητικά δια μέσου μεμβρανών.
Η παθητική μεταφορά έχει καθοδική κατεύθυνση, δηλ. από τη μεγαλύτερη
προς τη μικρότερη συγκέντρωση και αρνητική μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας
2. Διευκολυνόμενη διάχυση μορίων δια μέσου μεμβρανών.
Ιόντα και πολικά μόρια κινούνται καθοδικά (προς τη μικρότερη συγκέντρωση),
χωρίς επιπλέον κατανάλωση ενέργειας μέσω α) διαύλων, β) μεταφορέων.
2α) ιόντα μπορούν να κινηθούν μέσω εξειδικευμένων ιονικών διαύλων Η πρωτεΐνη-
δίαυλος επιλέγει ιόντα με βάση το μέγεθος και το φορτίο τους και επιτρέπει την
καθοδική τους διάχυσή μόνο για ορισμένο βραχύτατο χρόνο. Η κινητήρια δύναμη
είναι το ηλεκτροχημικό δυναμικό, που είναι συνάρτηση της διαφοράς
συγκέντρωσης και της διαφοράς δυναμικού.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 11
2β) Πολικά μόρια μπορούν να κινηθούν μέσω εξειδικευμένων μεταφορέων
(μονομεταφορέων) με καθοδική κατεύθυνση (χωρίς την δαπάνη ενέργειας)
Οι μεταφορείς έχουν κινητική συμπεριφορά ανάλογη με αυτήν των ενζύμων.
Πχ γλυκόζη και GLUT2. Εικόνες 8, 9, 10.
Ορισμένες ουσίες εισέρχονται σε κύτταρα ή απομακρύνονται από αυτά μέσω
ειδικών φορέων ή διαύλων, που είναι πρωτεΐνες ενσωματωμένες στην κυτταρική
μεμβράνη. H μεταφορά μέσω των πρωτεϊνικών αυτών φορέων ή διαύλων καλείται
μεταφορά με μεσολάβηση πρωτεΐνης ή, απλώς, διαμεσολαβούμενη μεταφορά.
Συγκεκριμένα ιόντα ή μόρια μπορούν να διαπερνούν τις μεμβράνες των
μιτοχονδρίων, του ενδοπλασματικού δικτύου και άλλων οργανιδίων με
διαμεσολαβούμενη μεταφορά. Στα συστήματα διαμεσολαβούμενης μεταφοράς
περιλαμβάνονται οι διεργασίες ενεργού μεταφοράς και διευκολυνόμενης
μεταφοράς, οι οποίες παρουσιάζουν αρκετές κοινές ιδιότητες. H κύρια διάκριση
μεταξύ των δύο είναι ότι η ενεργός μεταφορά μπορεί να «αντλήσει» μια ουσία
ενάντια σε μια κλίση συγκέντρωσης (ή ηλεκτροχημικού δυναμικού), ενώ η
διευκολυνόμενη μεταφορά τείνει να ισοκατανείμει την ουσία εκατέρωθεν της
μεμβράνης.
1. Μια ουσία που μεταφέρεται με διαμεσολαβούμενη μεταφορά μεταφέρεται με
ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι τα μόρια που έχουν το ίδιο περίπου μοριακό
βάρος και την ίδια λιποδιαλυτότητα, αλλά διαπερνούν τη μεμβράνη με απλή
διάχυση.
2. Ο ρυθμός μεταφοράς μαρτυρεί κινητική κορεσμού: όσο αυξάνεται η
συγκέντρωση της μεταφερόμενης ένωσης, ο ρυθμός μεταφοράς αρχικά αυξάνεται,
τελικά όμως φθάνει σε μια συγκέντρωση πέρα από την οποία δεν αυξάνεται πλέον
ο ρυθμός μεταφοράς. Στο σημείο αυτό λέμε ότι το σύστημα μεταφοράς έχει
κορεσθεί από τη μεταφερόμενη ένωση.
3. Η διαμεσολαβητική πρωτεΐνη παρουσιάζει χημική εξειδίκευση: μεταφέρονται
μόνο μόρια με την απαιτούμενη χημική δομή. Η εξειδίκευση των περισσότερων
μεταφορικών συστημάτων δεν είναι απόλυτη και, σε γενικές γραμμές, είναι
ευρύτερη από την εξειδίκευση των περισσότερων ενζύμων. Η σχέση κλειδαριάς-
κλειδιού ανάμεσα σε ένα ένζυμο και στο υπόστρωμά του ισχύει και στις πρωτεΐνες
μεταφοράς.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 12
4. Mόρια με συγγενική δομή μπορεί να ανταγωνίζονται για τη μεταφορά. Κατά
κανόνα, ένα υπόστρωμα μεταφοράς μειώνει τον ρυθμό μεταφοράς ενός δεύτερου
υποστρώματος, ανταγωνιζόμενο για την μεταφορική πρωτεΐνη. Ο ανταγωνισμός
παρουσιάζει αναλογίες με την ανταγωνιστική αναστολή ενός ενζύμου.
5. Η μεταφορά μπορεί να ανασταλεί από ενώσεις που δεν είναι δομικά συγγενείς με
τα υποστρώματα. Ένας αναστολέας μπορεί να δεσμεύεται στη μεταφορική
πρωτεΐνη με τρόπο που να μειώνει τη συγγένειά της προς το κανονικό υπόστρωμα
μεταφοράς. Η ένωση φλωρετίνη δεν μοιάζει με μόριο σακχάρου, και όμως
αναστέλλει σημαντικά τη μεταφορά σακχάρων στο ερυθροκύτταρο. Ενεργά
συστήματα μεταφοράς, που απαιτούν κάποια σύνδεση με τον μεταβολισμό, μπορεί
να ανασταλούν από αναστολείς του μεταβολισμού.
H διευκολυνόμενη μεταφορά, η οποία μερικές φορές λέγεται και διευκολυνόμενη
διάχυση, γίνεται με μια μεταφορική πρωτεΐνη που δεν συνδέεται με τη μεταβολική
ενέργεια. Η διευκολυνόμενη μεταφορά εμφανίζει τις ιδιότητες που αναφέρθηκαν
προηγουμένως, εκτός από το ότι, γενικά, δεν μειώνεται από τους μεταβολικούς
αναστολείς.
Η μεταφορά μέσω μεταφορικής πρωτεΐνης παρουσιάζει κινητική κορεσμού. Καθώς
η συγκέντρωση της μεταφερόμενης ουσίας αυξάνεται, ο ρυθμός της μεταφοράς
πλησιάζει προς μια μέγιστη τιμή, Vmax για το μεταφορέα. Η συγκέντρωση της
μεταφερόμενης ουσίας που απαιτείται για να είναι η τιμή του ρυθμού μισή της
μέγιστης καλείται Km του μεταφορέα. Εικόνες 11, 12.
Οι μονοσακχαρίτες εισέρχονται στα μυϊκά κύτταρα με διευκολυνόμενη μεταφορά.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 13
Εικόνα 8: Μηχανισμός μεταφοράς μορίων δια μέσου μιας μεμβρανικής
πρωτεΐνης. Η πρωτεΐνη αλλάζει διαμόρφωση κατά την μετακίνηση της ουσίας.
Εικόνα 9: Μεταφορά μορίων με τη βοήθεια μεμβρανικών πρωτεϊνών.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 14
Εικόνα 10: Η γλυκόζη δεσμεύεται στο μεταφορέα GLUT, ο οποίος αλλάζει
διαμόρφωση και επιτρέπει τη διέλευση της στο εσωτερικό του κυττάρου. Η
γλυκόζη κινείται δια μέσου της μεμβράνης. Η εξοκινάση την παγιδεύει με τη
μορφή 6-φωσφορικής γλυκόζης στο εσωτερικό του κυττάρου.
Εικόνα 11: Η μεταφορά μέσω μεταφορικής πρωτεΐνης παρουσιάζει κινητική
κορεσμού.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 15
Εικόνα 12: Σύγκριση της ταχύτητας μεταφοράς μιας ουσίας με απλή διάχυση και
υποβοηθούμενη διάχυση.
Ενεργός μεταφορά
Οι διεργασίες ενεργού μεταφοράς παρουσιάζουν τις περισσότερες από τις ιδιότητες
της διευκολυνόμενης μεταφοράς. Επί πλέον, τα συστήματα ενεργού μεταφοράς
μπορούν να συγκεντρώσουν τα υποστρώματά τους αντίθετα προς τις κλίσεις
συγκέντρωσης ή ηλεκτροχημικού δυναμικού. Αυτό απαιτεί ενέργεια κατά συνέπεια,
οι διεργασίες ενεργού μεταφοράς πρέπει να συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με
τον ενεργειακό μεταβολισμό. Τα συστήματα ενεργού μεταφοράς μπορεί να
χρησιμοποιούν άμεσα ΑΤΡ ή μπορεί να συνδέονται με τον μεταβολισμό με πιο
έμμεσο τρόπο. Λόγω της εξάρτησής τους από τον μεταβολισμό, οι διεργασίες
ενεργού μεταφοράς μπορεί να ανασταλούν από όποια ουσία παρεμβαίνει στον
ενεργειακό μεταβολισμό. Εικόνα 14.
Πρωτογενής ενεργός μεταφορά.
Μια διεργασία ενεργού μεταφοράς που συνδέεται μάλλον άμεσα με τον κυτταρικό
μεταβολισμό – για παράδειγμα χρησιμοποιώντας ΑΤΡ ως ενέργεια για τη
μεταφορά– καλείται πρωτογενής ενεργός μεταφορά.
Η αντλία Na+-K+ (που ονομάζεται και Na+-K+ ΑΤΡάση) είναι ένας πρωτογενής
ενεργός μεταφορέας, καθώς χρησιμοποιεί άμεσα ΑΤΡ για να δώσει ενέργεια στη
μεταφορά Na+ και K+.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 16
Στο κυτταρόπλασμα των περισσότερων ζωικών κυττάρων, η συγκέντρωση των
Νa+ είναι πολύ χαμηλότερη και η συγκέντρωση των Κ+ πολύ υψηλότερη από τις
αντίστοιχες εξωκυττάριες συγκεντρώσεις.
Η συγκέντρωση K+ είναι 10 – 20 φορές υψηλότερη στο εσωτερικό των κυττάρων
από ότι στο εξωτερικό, ενώ το αντίθετο ισχύει για το Na+.
Αυτές οι διαφορές συγκέντρωσης δημιουργούνται από τη δράση μιας αντλίας Νa+-
Κ+ στην κυτταρική μεμβράνη: Να+ αντλούνται έξω από το κύτταρο και Κ+
αντλούνται μέσα στο κύτταρο. Η δραστηριότητα της αντλίας Νa+-Κ+ οφείλεται σε
μια ενσωματωμένη μεμβρανική πρωτεΐνη που ονομάζεται Νa+-Κ+-ΑΤΡάση. Η Νa+-
Κ+-ΑΤΡάση μεταφέρει τρία ιόντα νατρίου έξω από το κύτταρο και δύο ιόντα καλίου
μέσα στο κύτταρο για κάθε μόριο ΑΤΡ που υδρολύεται. Η κυκλική φωσφορυλίωση
και αποφοσφωρυλίωση της πρωτεΐνης την κάνει να εναλλάσσεται μεταξύ δύο δια-
μορφώσεων, Ε1 και Ε2. Στη διαμόρφωση Ε1, οι περιοχές πρόσδεσης ιόντων της
πρωτεΐνης εμφανίζουν υψηλή συγγένεια για τα Νa+ και χαμηλή για τα Κ+ και
βλέπουν προς το κυτταρόπλασμα. Στη διαμόρφωση Ε2, οι περιοχές πρόσδεσης
ιόντων βλέπουν προς το εξωκυττάριο υγρό και οι συγγένειές τους ευνοούν την
δέσμευση Κ+ και την αποδέσμευση Νa+. Έτσι, η Νa+-Κ+-ΑΤΡάση εναλλάσσεται
μεταξύ των διαμορφώσεων Ε1 και Ε2 και μεταφέρει Κ+ μέσα στο κύτταρο και Νa+
έξω από το κύτταρο, με μια διεργασία που θυμίζει «μοριακή περισταλτική κίνηση».
Kαθώς η Νa+-Κ+-ΑΤΡάση χρησιμοποιεί την ενέργεια του τελικού φωσφορικού
δεσμού του ΑΤΡ για να κινήσει τον μεταφορικό της κύκλο, λέμε ότι είναι ένα
σύστημα πρωτογενούς ενεργού μεταφοράς. H διεργασία μεταφοράς που
χρησιμοποιεί κάποιο μεταβολικό διάμεσο υψηλής ενέργειας ή συνδέεται άμεσα με
μια πρωτογενή μεταβολική αντίδραση χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής ενεργός
μεταφορά. Εικόνα 15, 16.
Δευτερογενής ενεργός μεταφορά. Εικόνα 13.
Απαιτείται ενέργεια για να δημιουργηθεί κλίση συγκέντρωσης για μια
μεταφερόμενη ουσία. Από τη στιγμή που δημιουργείται, η κλίση συγκέντρωσης
αντιπροσωπεύει ένα απόθεμα ενέργειας χημικού δυναμικού που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή έργου.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 17
Σε πολλά είδη κυττάρων, η κλίση συγκέντρωσης Νa+ που δημιουργείται από την
Νa+-Κ+-ΑΤΡάση χρησιμοποιείται για την ενεργό μεταφορά ορισμένων άλλων
διαλυμένων ουσιών στο κύτταρο. Πολλά κύτταρα προσλαμβάνουν ουδέτερα
υδρόφιλα αμινοξέα μέσω μεμβρανικών μεταφορικών πρωτεϊνών που συνδέουν την
μεταφορά Νa+ μέσα στο κύτταρο σύμφωνα με την κλίση συγκέντρωσής τους με τη
μεταφορά των αμινοξέων αντίθετα προς την κλίση συγκέντρωσής τους.
Η ενέργεια για τη μεταφορά του αμινοξέος δεν παρέχεται άμεσα από το ΑΤΡ ή από
κάποιον άλλο μεταβολίτη υψηλής ενέργειας, αλλά έμμεσα, με τη διαφορά
συγκέντρωσης των Νa+, τα οποία μεταφέρονται ενεργά.
Έτσι, λέμε ότι το αμινοξύ μεταφέρεται με δευτερογενή ενεργό μεταφορά. Κατά τη
δευτερογενή ενεργό μεταφορά αμινοξέων, τόσο ο ρυθμός μεταφοράς όσο και ο
βαθμός συσσώρευσης του αμινοξέος εξαρτώνται από τη διαφορά ηλεκτροχημικού
δυναμικού των Νa+.
Εικόνα 13: Διεργασίες επιθηλιακής μεταφοράς της γλυκόζης και ουδέτερων
αμινοξέων. Εισέρχονται με δευτερογενή ενεργό μεταφορά από την ενέργεια του
Na+, εξέρχονται όμως με υποβοηθούμενη μεταφορά.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 18
Εικόνα 14: Τρόποι ενεργητικής μεταφοράς. Η ουσία που μεταφέρεται
απεικονίζεται κίτρινη και κόκκινη είναι η πηγή ενέργειας.
Εικόνα 15: Η αντλία Na+-K+
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 19
Εικόνα 16: Η αντλία Na+ - K+. Molecular Biology of the Cell. 4th edition. Alberts B, Johnson A, Lewis J, et
al. New York: Garland Science; 2002.
Εικόνα 17: Κατηγορίες πρωτεινών μεταφορέων.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 20
Κατηγορίες πρωτεϊνών μεταφορέων
1. Μονομεταφορείς.
Οι πρωτεΐνες μεταφέρουν μια συγκεκριμένη ουσία (με υποβοηθούμενη
διάχυση). Ένα παράδειγμα αποτελεί ο μεταφορέας γλυκόζης GLUT1. Το
ιονοφόρο valinomycin αποτελεί επίσης μια τέτοια πρωτεΐνη.
2. Συμμεταφορείς.
Οι πρωτεΐνες μεταφέρουν ταυτόχρονα δύο διαφορετικές ουσίες
(υποστρώματα). Η ηλεκτροχημική βαθμίδωση του ενός υποστρώματος
(συνήθως ιόν) οδηγεί στη μετακίνηση του άλλου υποστρώματος έναντι του
ηλεκτροχημικού δυναμικού του. Η μεταφορά αναφέρεται ως δευτερογενή
ενεργός μεταφορά. Παραδείγματα αποτελούν η συμμεταφορά γλυκόζης - Na+
στις πλασματικές μεμβράνες κάποιων επιθηλιακών κυττάρων και η βακτηριακή
μεταφορά λακτόζης (περμεάση) και H+.
3. Αντιμεταφορείς.
Οι πρωτεΐνες αυτές παρουσιάζουν συνήθως κινητική "ping pong" και
μεταφέρονται οι δύο ουσίες αντίθετα η μια από την άλλη. Ένα παράδειγμα
αποτελεί η adenine nucleotide translocase ή οποία μεταφέρει 1:1 ADP και ATP
στην εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων.
Αντιμεταφορείς είναι και οι εξαρτώμενες από το ATP αντλίες, όπως η (Na+, K+)-
ATPase, στην πλασματική μεμβράνη πολλών ζωικών κυττάρων. Η (H+, K+)-ATPase,
στα κύτταρα του στομάχου όπου εξέρχεται H+ και εισέρχεται K+.
Η Ca++-ATPase, στις μεμβράνες του ενδοπλασματικού δικτύου αλλά και στην
πλασματική μεμβράνη που αντιμεταφέρει Ca++ και πρωτόνια Η+.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 21
Στην ενεργητική μεταφορά ουσιών συμμετέχουν οι
1. Συζευγμένοι μεταφορείς.
2. ATP-εξαρτώμενες αντλίες, χρησιμοποιούν την υδρόλυση του ATP.
3. Φωτοεπαγώμενες αντλίες, στα βακτήρια, χρησιμοποιούν την ενέργεια του
φωτός.
Έχει παρατηρηθεί ότι η αλληλουχία των αμινοξέων των διάφορων πρωτεϊνών
μεταφορέων και στην ενεργό μεταφορά και στην υποβοηθούμενη διάχυση
παρουσιάζει πολλές ομοιότητες.
Προκύπτει ότι οι πρωτεΐνες μεταφορείς είναι σημαντικές και παρουσιάζουν
σημαντική εξελικτική σχέση.
Η μεταφορά της νορεπινεφρίνης στα νευρικά κύτταρα γίνεται με μια μεμβρανική
πρωτεΐνη (ΝΕΤ) που έχει 12 διαμεμβρανικές έλικες.
Το μοντέλο σύνδεσης της νορεπινεφρίνης με την πρωτεΐνη μεταφορέα
περιλαμβάνει ιοντική αλληλεπίδραση της ουσίας με το ασπαρτικό οξύ στη θέση 75
(Asp75). Η φαινυλαλανίνη Phe72 επίσης αλληλοεπιδρά ιοντικά αλλά και με δεσμούς
υδρογόνου. Πολλά αμινοξέα με υδρόφοβες ομάδες αντιδρούν με (Ala145 και
Val148) van der Waals αλληλεπιδράσεις και υδρόφοβους δεσμούς.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 22
Θέμα 2
Είδη, βιοσύνθεση και μοριακοί μηχανισμοί δράσης των αναβολικών ουσιών.
Φυσιολογικές δράσεις και κατάχρηση.
Μεταβολισμός - Αναβολισμός – Καταβολισμός
Μεταβολισμός (metabolism): Το σύνολο των αντιδράσεων κατά τις οποίες θρεπτικά
συστατικά διασπώνται παρέχοντας ενέργεια και απλούστερα μόρια, που μπορούν
να χρησιμοποιηθούν για τη σύνθεση μεγαλύτερων μορίων. Εικόνα 1
Μεταβολισμός = Αναβολισμός + Καταβολισμός
Αναβολισμός (anabolism): Η διεργασία μεταβολισμού που οδηγεί σε σύνθεση
συστατικών των κυττάρων από πρόδρομες ενώσεις μικρού μοριακού βάρους.
Καταβολισμός (catabolism): Οι αντιδράσεις διάσπασης οργανικών υποστρωμάτων,
τυπικά μέσω αντιδράσεων οξείδωσης, παρέχοντας χημική ενέργεια (που μπορεί να
αποθηκευτεί στη μορφή μορίων ATP) και/ή μεταβολικά ενδιάμεσες χημικές ενώσεις
οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αναβολικές αντιδράσεις.
Στο σύνολό τους, οι μεταβολικές διεργασίες πραγματοποιούνται στα κύτταρα και
περιλαμβάνουν βιοχημικές αντιδράσεις που καταλύονται από ένζυμα. Δεν
θεωρούνται ως μεταβολικές αντιδράσεις οι διασπάσεις των τροφών και οι λοιπές
φυσιολογικές διεργασίες κατά μήκος του πεπτικού σωλήνα.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 23
Εικόνα 1: Διεργασίες μεταβολισμού. [1]
Κατηγορίες αναβολικών & τρόποι doping
1. Ανδρογόνα στεροειδή (AAS = androgen anabolic steroids)
2. Συνθετικά στεροειδή για την ανάπτυξη ζώων
3. Βρογχοδιασταλτικοί παράγοντες
4. Ερυθροποιητίνη (EPO)
5. Αυξητική ορμόνη (GH)
6. Γοναδοτροπίνες
7. Ινσουλίνη
8. ACTH, φλοιοεπινεφριδιοτρόπος
9. Διουρητικά
10. Γονιδιακό ντόπινγκ
11. Διακοπή κύησης
12. Ρυθμιστές του υποδοχέα ανδρογόνων, Selective androgen receptor
modulators (SARMs)
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 24
Ανδρογόνα Στεροειδή
Τα ανδρογόνα επιδρούν σε διάφορους ιστούς στο ανθρώπινο σώμα, όπως στους
αναπαραγωγικούς ιστούς, στους μύες, στα οστά, στα τριχοθυλάκια, στο ήπαρ, στα
νεφρά, στο ανοσοποιητικό και στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Οι ορμόνες αυτές οδηγούν στην αρρενοποίηση και στην ανάπτυξη των μυών και
των οστών (σύνθεση πρωτεϊνών). [2]
Το πιο σημαντικό ανδρογόνο είναι η τεστοστερόνη η οποία παράγεται κυρίως
(∼95% ) στα κύτταρα Leydig των σπερματικών σωληναρίων των όρχεων.
Οι ωοθήκες και τα επινεφρίδια και στα δύο φύλα εκκρίνουν πολύ λίγη
τεστοστερόνη, αλλά παράγουν πιο ήπια ανδρογόνα, την δευδροεπιανδροστερόνη
(DHEA) και την ανδροστενεδιόνη (DHT).
Εικόνα 2: Μετατροπή τεστοστερόνης με το ένζυμο 5α- ρεδουκτάση σε 5α-
διυδροτεστοστερόνη DHT, η οποία συνδέεται με μεγαλύτερη συγγένεια στον
ενδοκυτταρικό υποδοχέα των ανδρογόνων AR ή μετατρέπεται με την αρωματάση
σε οιστραδιόλη η οποία συνδέεται σε υποδοχέα οιστρογόνων.
http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2439524/
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 25
Στους αναπαραγωγικούς ιστούς η τεστοστερόνη θεωρείται προορμόνη και
μετατρέπεται με το ένζυμο 5α-ρεδουκτάση σε πιο ισχυρό ανδρογόνο την
5αδιυδροτεστοστερόνη. Σε άλλους ιστούς όπως στον εγκέφαλο μετατρέπεται με την
αρωματάση σε οιστρογόνο την οιστραδιόλη. Εικόνα 2. [3]
Στους σκελετικούς μύες δεν ανιχνεύεται η 5α-ρεδουκτάση, συνεπώς η τεστοστερόνη
ασκεί η ίδια τη δράση της και συνδέεται στον υποδοχέα ανδρογόνων. [4]
Και στα δύο φύλα η τεστοστερόνη συμβάλλει στην υγεία και ομαλή σεξουαλική
λειτουργία. Συμβάλλει στην αύξηση της σεξουαλικής επιθυμίας, στην
ενεργητικότητα του ατόμου, αυξάνει την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων και
παρέχει προστασία κατά της οστεοπόρωσης. Κατά μέσο όρο τα αρσενικά άτομα
παράγουν 3 έως 10 mg τεστοστερόνης ημερησίως, 60 φορές περισσότερη σε σχέση
με τα θηλυκά.
Ιστορικά, η δράση της τεστοστερόνης άρχισε να εξετάζεται από το 1889, όταν ο
Καθηγητής του Χάρβαρντ Charles-Édouard Brown-Séquard (εικόνα 3) χορήγησε
στον εαυτό του μια υποδόρια ένεση εκχυλίσματος όρχεων σκύλων και ινδικών
χοιριδίων και από τα φυσιολογικά αποτελέσματα που του προκάλεσε, το
χαρακτήρισε ως "ελιξίριο ανανέωσης" (rejuvenating elixir), αν και τα αποτελέσματα
ήταν παροδικά.
(1817-1894) [5]Εικόνα 3: Charles-Édouard Brown-Séquard
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 26
Το 1927, ο Καθηγητής Φυσιολογικής Χημείας του Πανεπιστημίου του Σικάγο Fred
Koch και ο φοιτητής του Lemuel McGee απομόνωσαν 20 mg μιας ουσίας από 20
κιλά όρχεων βοοειδών. Η ουσία αυτή είχε την ιδιότητα να επαναφέρει τα άρρενα
χαρακτηριστικά σε ευνουχισμένα ζώα. Ωστόσο, η απομόνωση της ουσίας σε
ποσότητες αρκετές για μια σοβαρή μελέτη πραγματοποιήθηκε από την ομάδα της
φαρμακευτικής εταιρίας Organon αποτελούμενη από τους Gyula David,
Dingemanse, Freud και Laqueur. Η σχετική εργασία δημοσιεύτηκε το 1935, [6]
με τίτλο "Κρυσταλλική Αρσενική Ορμόνη από 'Oρχεις (Τεστοστερόνη)", όπου για
πρώτη φορά ονόμασαν την ορμόνη από τον συνδυασμό των λέξεων "testicle"
(όρχις), "στερόλη" και "κετόνη". Η σύνθεση της τεστοστερόνης, ξεκινώντας από τη
χοληστερόλη, πραγματοποιήθηκε από τους Ruzicka και Wettstein το 1935. [7, 8, 9]
Η φυσιολογική δράση της τεστοστερόνης είναι διπλή:
Παρουσιάζει (α) ανδρογόνο δράση δημιουργώντας τα δευτερεύοντα
χαρακτηριστικά του φύλου (π.χ. αύξηση της τριχοφυΐας, βάθυνση της φωνής,
επιθετικότητα) και (β)αναβολική δράση εξασφαλίζοντας το σωστό ισοζύγιο του
αζώτου, δηλαδή βοηθά στη δημιουργία πρωτεϊνών, αποκαθιστά βλάβες των μυών,
αυξάνει τη μυική μάζα και μειώνει τη συσσώρευση λίπους.
Η τεστοστερόνη, όπως και άλλα φυσιολογικά στεροειδή στους οργανισμούς
παράγεται μέσω σειράς βιοχημικών αντιδράσεων, γνωστή ως στεροειδογένεση, με
πρόδρομη ένωση τη χοληστερόλη. Η στεροειδογένεση στον άνθρωπο συνοψίζεται
στην εικόνα 4 .
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 27
Εικόνα 4: Η στεροειδογένεση στον άνθρωπο. [10]
Συνθετικά αναβολικά στεροειδή
Τα συνθετικά αναβολικά στεροειδή (ΣΑΣ) είναι μια ομάδα συνθετικών ορμονών
που επιταχύνουν και επαυξάνουν τη σύνθεση και αποθήκευση πρωτεϊνών και
βοηθούν στην ανάπτυξη των ιστών. Συχνά χρησιμοποιούνται από αθλητές για την
ανάπτυξη και ενδυνάμωση των μυών.
Τα ΣΑΣ λαμβάνονται ως δισκία, σε μορφή σκόνης ή με ενδομυική ένεση με σκοπό τη
βελτίωση της ανάπτυξης των μυών, της δύναμης και της αντοχής. Τα ΣΑΣ
λαμβάνονται με ιατρική συνταγή για τη θεραπεία ασθενειών όπως αναιμίας,
καρκίνου του μαστού και για αναπλήρωση μυικού ιστού μετά από χειρουργικές
επεμβάσεις. Ωστόσο, πολλοί λαμβάνουν ΣΑΣ για βελτίωση της εμφάνισής τους και
της αντοχής τους. Αποτελεσματικότερη, πιθανώς λόγω συνεργιστικής δράσης,
θεωρείται η ταυτόχρονη λήψη δύο ή περισσότερων ΣΑΣ, κάποια από αυτά με
ενέσεις και στη συνέχεια από το στόμα. Η μέθοδος αυτή στη γλώσσα των χρηστών
ΣΑΣ ονομάζεται "stacking" (ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως "επιστοίβαση")
και θα πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη για την υγεία τους.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 28
Τα ΣΑΣ αυξάνουν την ικανότητα σκληρής εξάσκησης, βελτιώνουν την
αποκατάσταση (relaxation) των μυών και την αντοχή στην κόπωση. Η χρήση τους
δεν περιορίζεται στους αθλητές ή στα γυμναστήρια (για bodybuilding), αλλά έχει
αρχίσει να διαδίδεται και σε νέους ανθρώπους. Πολλοί νέοι (ακόμα και έφηβοι)
λαμβάνουν ΣΑΣ προσπαθώντας να βελτιώσουν την εμφάνισή τους, να δείχνουν
περισσότερο μυώδεις και εντυπωσιακοί στις παρέες τους, ενώ τα κορίτσια θεωρούν
τα ΣΑΣ ως "εύκολο δρόμο" ταχείας απόκτησης όμορφου σώματος και με λιγότερο
λίπος.
Μελέτες έδειξαν ότι οι μαθητές γυμνασίου που κάνουν χρήση είναι περίπου το 5%,
ενώ οι αθλητές του bodybuilding φτάνουν το 50%. [11, 12, 13]
Πέραν των προηγουμένων οι χρήστες ΣΑΣ αισθάνονται ισχυρότεροι, καθίστανται
επιθετικότεροι και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Τις αστυνομικές αρχές
απασχολεί το γεγονός ότι η χρήση ΣΑΣ οδηγεί συχνά νέους ανθρώπους στη
διάπραξη εγκλημάτων βίας. Είναι χαρακτηριστικό το ότι η ευρύτερη χρήση ΣΑΣ έγινε
κατά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Χορηγούνταν τόσο στους Γερμανούς στρατιώτες για
να πετύχουν μέγιστη επιθετικότητα και αντοχή, όσο και προς τους αιχμαλώτους
πολέμου ως αντίδοτο προς την καχεξία και για αύξηση της απόδοσης και αντοχής
τους στις εργασίες που τους υποχρέωναν να εκτελούν κάτω από σκληρές και
απάνθρωπες συνθήκες.
Τα πιο κοινά στεροειδή που χρησιμοποιούνται εκτός από τη τεστοστερόνη, είναι η
nandrolone, stanozolol και methandienone. Η τεστοστερόνη αποτελεί το πιο
επιθυμητό στεροειδές αλλά είναι δύσκολο να αποδείξεις τη χορήγηση του γιατί
παράγεται και ενδογενώς.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 29
Εικόνα 5: Οι τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στην τεστοστερόνη για την
παρασκευή διάφορων τύπων συνθετικών αναβολικών στεροειδών.
Εικόνα 6: Τροποποιήσεις στην τεστοστερόνη. [14]
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 30
Για τη μεγιστοποίηση των αναβολικών ιδιοτήτων των στεροειδών γίνονται
τροποποιήσεις στη τεστοστερόνη.
Πολλά στεροειδή που έχουν προκύψει έχουν απαγορευθεί όπως η methandienone,
methyltestosterone, oxandrolone and stanozolol. Τα μόνα που παρασκευάζονται
νόμιμα είναι το nandrolone, mesterolone και oxymetholone.
Οι τροποποιήσεις όπως η αντικατάσταση του 17α ΟΗ με μεθυλομάδα ή
αιθυλομάδα είναι απαραίτητη για την πρόσληψη των στεροειδών από τη στοματική
κοιλότητα. Άλλες τροποποιήσεις έχουν στόχο να ξεπεράσει η ουσία τον πρώτο
μεταβολισμό. [15]
Τα ΣΑΣ διατηρούν τη βασική δομή της τεστοστερόνης και η σύνθεσή τους αποβλέπει
στην τροποποίηση της έντασης ενός ή περισσότερων από τα χαρακτηριστικά της.
'Έτσι, σε πολύ γενικές γραμμές, μπορεί να παρουσιάζουν: (α) ενισχυμένη αναβολική
δράση σε σχέση με την ανδρογόνο ή αντίστροφα, (β) διαφορετική συγγένεια προς
τους υποδοχείς της τεστοστερόνης, (γ) διαφορετική μεταβολική διαδρομή, (δ)
δυνατότητα χορήγησης από το στόμα, (ε) διαφορετική διάρκεια δράσης, (στ)
ταχύτερο ή βραδύτερο μεταβολισμό και ρυθμό απομάκρυνσης από τον οργανισμό.
Από το 1950 και μετά έχουν συντεθεί και μελετηθεί περισσότερα από χίλια
διαφορετικά παράγωγα της τεστοστερόνης. Οι βιοχημικοί σύντομα διαπίστωσαν ότι
προσθήκες ή αποσπάσεις χαρακτηριστικών ομάδων από ορισμένα σημεία του
μορίου, προσέδιδαν σε κάποιο βαθμό προβλέψιμες ιδιότητες.
Γενικά, οι τροποποιήσεις αυτές αποβλέπουν στην αύξηση της αναβολικής δράσης
και τη μείωση της ανδρογόνου δράσης, έτσι ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε ΣΑΣ
αποτελεί ο λόγος αναβολικής προς την ανδρογόνο δράση (anabolic/androgenic
ratio). Πρέπει να σημειωθεί ότι πλήρης αποσύνδεση των δύο δράσεων δεν έχει
επιτευχθεί μέχρι σήμερα.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 31
Η πλέον συνηθισμένη και απλούστερη χημική τροποποίηση των στεροειδών είναι η
εστεροποίηση του υδροξυλίου της θέσης C-17 στον πενταμελή δακτύλιο. Η
εστεροποίηση αυξάνει τη λιποφιλικότητα του μορίου, το στεροειδές διατηρείται
επί μακρότερο στους λιπαρούς ιστούς (όπου δεν υπόκειται σε ενζυμικό
μεταβολισμό), αποδεσμεύεται με βραδύτερο ρυθμό και έτσι αποκτά πλέον
παρατεταμένη δράση. Επίσης, φαίνεται ότι αυξάνει τον λόγο αναβολικής προς την
ανδρογόνο δράση. [16]
'Άλλες χαρακτηριστικές χημικές τροποποιήσεις είναι η αντικατάσταση του
μεθυλίου της θέσης C-19 με υδρογόνο και η αύξηση του αριθμού των διπλών
δεσμών και η προσθήκη χαρακτηριστικών ομάδων στον δακτυλίους (π.χ.
υδροξύλια, αλογόνα). Επίσης, η προσθήκη μεθυλίου στον C-17 αποτρέπει τον
μεταβολισμό του στεροειδούς στο ήπαρ οπότε αυτό μπορεί να ληφθεί και από το
στόμα, ωστόσο για τον ίδιο λόγο αυξάνεται η ηπατοτοξικότητα του
στεροειδούς. Επιβράδυνση του μεταβολισμού επιφέρει και η παρουσία διπλού
δεσμού μεταξύ των C-1 και C-2 . [17]
Συνήθης ονοματολογία αναβολικών στεροειδών. [18]
Η συνηθέστερα χρησιμοποιούμενη ονοματολογία των αναβολικών στεροειδών
ξεκινάει από δύο βασικές δομές (πυρήνες): το 5α-ανδροστάνιο (5α-androstane) και
το 5α-οιστράνιο (5α-estrane). Ο πυρήνας του ανδροστανίου αποτελείται από ένα
σύστημα τεσσάρων δακτυλίων (A-D) με δύο μεθύλια στις θέσεις C-18 και C-19. Το
οιστράνιο διαφέρει μόνο ως προς την απουσία του μεθυλίου της θέσης C-19. Η
αρίθμηση και των δύο δομών είναι η ίδια.
Επειδή τα μόρια είναι επίπεδα χρησιμοποιείται η ονοματολογία α/β για να δειχθεί η
θέση των υποκαταστατών ως προς το επίπεδο του μορίου. Η θέση που βρίσκεται
"πίσω" από το επίπεδο χαρακτηρίζεται ως "α", ενώ η θέση που βρίσκεται "εμπρός"
χαρακτηρίζεται ως "β". 'Έτσι, τα μεθύλια στις βασικές δομές βρίσκονται σε θέσεις
"β", ενώ τα υδρογόνα των θέσεων C-5 βρίσκονται σε θέσεις "α". Εικόνα 7.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 32
Εικόνα 7: Βασικές δομές στεροειδών.
Μηχανισμοί δράσης
Τα αναβολικά στεροειδή ασκούν τουλάχιστον διπλή δράση στη μυϊκή μάζα:
(α) αυξάνουν την παραγωγή πρωτεϊνών, (β) μειώνουν τον χρόνο αποκατάστασης
(recovery time), καλύπτοντας τη δράση στους μύες της στρεσογόνου
ορμόνης κορτιζόλης, μειώνοντας έτσι και τον καταβολισμό του μυός. Τα αναβολικά
στεροειδή μειώνουν τον αριθμό των κυττάρων που αποθηκεύουν λίπος,
υποβοηθώντας τη διαφοροποίησή τους προς μυϊκά κύτταρα.
Σε αντίθεση με τις πεπτιδικές ορμόνες που δρουν σε υποδοχείς που βρίσκονται
στην επιφάνεια των κυττάρων, τα αναβολικά στεροειδή δρουν στον πυρήνα των
κυττάρων. Τα μόρια των αναβολικών διαπερνούν την κυτταρική μεμβράνη του
κυττάρου-"στόχου" και σχηματίζουν συμπλέγματα με πρωτεΐνες γνωστές
ως υποδοχείς στεροειδών (steroid receptors) που βρίσκονται στο κυτταρόπλασμα.
Ειδικά, τα αναβολικά στεροειδή συνδέονται με τους υποδοχείς
ανδρογόνων (androgen receptors AR).
Μόλις πραγματοποιηθεί η σύνδεση στεροειδούς-υποδοχέα, το σύμπλοκο κινείται
προς τον πυρήνα του κυττάρου επιδρώντας πλέον στη γονιδιακή έκφραση,
τροποποιώντας τη γενετική πληροφορία του DNA. Το αποτέλεσμα είναι αύξηση της
παραγωγής πρωτεϊνών που συνδέονται με την ανάπτυξη των μυών.
Τα στεροειδή μπορούν επίσης να επάγουν τη μετάδοση δεύτερων μηνυμάτων
μέσω της σύνδεσης τους με υποδοχέα (membrane-bound sex hormone-binding
globulin receptor), και με τη διέγερση της tyrosine kinase c-SRC. [19, 20, 21]
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 33
Εικόνα 8: Σύνδεση των στεροειδών με τον ενδοκυτταρικό υποδοχέα. [22]
Ο υποδοχέας των ανδρογόνων ανήκει στην υπεροικογένεια των πυρηνικών
υποδοχέων που ρυθμίζουν τη μεταγραφή γονιδίων. Το τμήμα του υποδοχέα που
συνδέεται με το DNA αποτελείται από δύο υπομονάδες που ονομάζονται ‘zinc-
fingers' δάκτυλοι ψευδαργύρου (τέσσερις κυστείνες που συνδέονται με άτομο
ψευδαργύρου). [23]
Απουσία ορμόνης ο υποδοχέας συνδέεται με την πρωτεΐνη θερμικού σοκ Hsp90 και
την p23 (λειτουργούν ως μοριακές σαπερονίνες) και το TPR (co-chaperones utilizing
tetratricopeptide repeat). [24]
Τα στεροειδή είναι σχετικά μικρά μόρια, η τεστοστερόνη έχει Mr 288 και εύκολα
διαχέεται στο εσωτερικό του κυττάρου, συνδέεται με τον υποδοχέα και το
σύμπλοκο υποδοχέα – Hsp 90 αποδιατάσσεται. [25, 26]
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 34
Η συγγένεια των στεροειδών με τον υποδοχέα τους διαφέρει, βρέθηκε η σειρά
συγγένειας: nandrolone>methenolone>testosterone>mesterolone. [27]
Η συγγένεια των αναβολικών στεροειδών με τους υποδοχείς εξαρτάται από τη
χημική δομή τους.
Ορισμένα αναβολικά, όπως η μεθανδροστενολόνη (Dianabol) δεσμεύονται χαλαρά
και επηρεάζουν έτσι την πρωτεϊνοσύνθεση ή τη γλυκογονόλυση και άλλα, όπως η
οξανδρολόνη (Anavar), δεσμεύονται σταθερά και επηρεάζουν τη γονιδιακή
έκφραση. Εικόνα 9
Εικόνα 9: Δομή dianabol και anavar.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 35
Κλινικές εφαρμογές των αναβολικών.
Τα αναβολικά στεροειδή, όπως οι εστέρες της τεστοστερόνης, oxymetholone και
oxandrolone, παίζουν σημαντικό ρόλο στη θεραπεία της καχεξίας που συνδέεται με
το AIDS, μετά από εγκαύματα και στη νεφρική ανεπάρκεια. [28, 29, 30]
Η trestolone χρησιμοποιείται στη σαρκοπενία, και η χρήση oxandrolone σε
ηλικιωμένες γυναίκες διεγείρει τη σύνθεση πρωτεϊνών στους μύες. [31, 32]
Το 1996 σε μια μελέτη χορηγήθηκε τεστοστερόνη για 10 εβδομάδες 600 mg, και
παρατηρήθηκε αύξηση των μυών και της δύναμης, και με την άσκηση αυτά τα
αποτελέσματα μεγιστοποιήθηκαν. [33]
Διεγείρουν τον ερυθρό μυελό των οστών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε
περιπτώσεις υποπλαστικής και απλαστικής αναιμίας. [34]
Χρησιμοποιήθηκαν σαν δευτερογενή θεραπεία σε παιδιά που δεν παρουσίαζαν
φυσιολογική ανάπτυξη. [35]
Σε περιπτώσεις καρκίνου και σε χρόνιες περιπτώσεις απώλειας βάρους τα
στεροειδή χρησιμοποιήθηκαν για την αύξηση της μυϊκής μάζας και διέγερση της
όρεξης. [36]
Η τεστοστερόνη (enantanate) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντρικό
αντισυλληπτικό. [37]
Βελτίωση της libido σε ηλικιωμένους άντρες. [38]
Αυξάνουν τη μέγιστη εισπνεόμενη πίεση. [39]
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 36
Παρενέργειες από τα αναβολικά
Τα (AAS) ανδρογόνα στεροειδή αναβολικά χρησιμοποιούνται από αθλητές σε
δοσολογία που υπερβαίνει τα φυσιολογικά επίπεδα αναπλήρωσης από 10 εως 50
φορές ή και περισσότερο. Αυτό οδηγεί σε υπερανδρογόνες καταστάσεις στον
οργανισμό και έχει ως αποτέλεσμα την προκαλούμενη από τα αναβολικά διαταραχή
της ενδοκρινικής ισορροπίας και πολλές ανεπιθύμητες για την υγεία σωματικές και
ψυχικές επιδράσεις.
Στους άνδρες: Ακμή, αυξημένη επιθετικότητα και σεξουαλική διάθεση. Χρήση για
μεγάλο διάστημα μπορεί να προκαλέσει στειρότητα και ανικανότητα, αναστολή της
σπερματογένεσης, συρρίκνωση και σκλήρυνση των όρχεων, νεφρική βλάβη,
γυναικομαστία, αλωπεκία, υπερτροφία προστάτη, μειωμένη παραγωγή ενδογενούς
τεστοστερόνης και γοναδοτροπινών. Εικόνα 10
Στις γυναίκες: Ακμή, ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, μεταξύ αυτών τριχοφυΐα
στο πρόσωπο και στο σώμα, βάθυνση του τόνου της φωνής, διαταραχές έμμηνης
ρύσης (περιόδου), αυξημένη επιθετικότητα και σεξουαλική διάθεση, υπερτροφία
κλειτορίδας, συρρίκνωση του στήθους, αλωπεκία ανδρικού τύπου, πολύ αυξημένα
επίπεδα τεστοστερόνης, μειωμένα επίπεδα ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης.
Στους εφήβους: Σοβαρή ακμή στο πρόσωπο και στο σώμα, ανδρογενή
σωματοκατασκευή στις νέες γυναίκες, αναστολή της σωματικής ανάπτυξης εξαιτίας
της πρώιμης σύγκλισης των επιφύσεων των οστών (Οι παρενέργειες αυτές μπορεί
να είναι μόνιμες).
Καρδιαγγειακές βλάβες: Σχηματισμός θρόμβων, αυξημένη πίεση αίματος,
υπέρταση, ταχυκαρδία, καρδιακή προσβολή, υπερινσουλιναιμία, αιφνίδιος
καρδιακός θάνατος, θρόμβωση, αύξηση της αθηρωγόνου LDL-χοληστερόλης.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 37
Ενδοκρινικές βιοχημικές διαταραχές: Μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη, αλλαγές στο
λιποπρωτεϊνικό προφίλ (αλλαγές στο ισοζύγιο HDL/LDL), αυξημένα επίπεδα
τριγλυκεριδίων, εξασθένιση της θυρεοειδικής λειτουργίας, αντίσταση στην ινσουλίνη
και μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη, καταστολή των επιπέδων ACTH, LH και FSH,
μεταβολές στις συγκεντρώσεις τόσο των αρσενικών όσο και των θηλυκών ορμονών.
Ηπατικές βλάβες: Ηπατίτιδα, καρκίνος, ίκτερος, ηπατοκυτταρικό αδένωμα.
Εικόνα 11
'Αλλες βλάβες: Νανισμός (πολύ μικρό ύψος), πιθανή καρκινογένεση
Ψυχολογικές παρενέργειες: Κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, αδυναμία συγκέντρωσης,
επιθετικότητα, βιαιότητα, παράνοια, υπερδιέγερση.
Στις γυναίκες, η ατροφία του στήθους, η υπερτροφία της κλειτορίδας, οι αλλαγές
της φωνής, η υπερτρίχωση και η αλωπεκία είναι γενικά μη αναστρέψιμες. Αν και οι
περισσότερες από τις άλλες παρενέργειες των AAS θεωρούνται αναστρέψιμες μετά
από διακοπή της χρήσης τους, μερικές αναφορές περιστατικών υποδεικνύουν ότι τα
προβλήματα μπορεί να παραμείνουν για χρόνια και ότι δεν επέρχεται πάντοτε
ανάρρωση. Επιπρόσθετα, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία από την
κατάχρηση AAS είναι άγνωστες. Για παράδειγμα, το μεταβαλλόμενο ορμονικό
περιβάλλον που παρατηρείται ύστερα από συμπλήρωμα προορμονών
τεστοστερόνης είναι παρόμοιο με το ορμονικό προφίλ που παρατηρείται σε άντρες
με καρκίνο του προστάτη, καρκίνο των όρχεων και καρκίνο του παγκρέατος.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 38
Τα κυριότερα σωματικά προβλήματα που προκαλούν τα αναβολικά είναι:
1) Μείωση του όγκου των όρχεων (μπορεί να είναι μόνιμη εάν υπάρχει
παρατεταμένη χρήση των στεροειδών αναβολικών)
2) Μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων
3) Σεξουαλική ανικανότητα
4) Πρόωρη φαλάκρα
5) Μεγέθυνση του προστάτη
6) Γυναικομαστία
7) Δυσκολίες ή πόνος κατά την ούρηση
8) Επιδείνωση σπερματογέννεσης
9) Στειρότητα
10) Στυτικές διαταραχές
11) Μεταβολή της λίμπιντο
12) Αλωπεκία
13) Ακμή
14) Αυξημένη επιθετικότητα και σεξουαλική διάθεση
15) Αναστολή της ωορρηξίας
16) Διαταραχές εμμήνου ρύσεως
17) Δημιουργία κύστεων στις ωοθήκες
18) Μεγέθυνση της κλειτορίδας
19) Μειωμένο μέγεθος στήθους
20) Ατροφία της μήτρας
Στα παιδιά και στους νέους ενήλικες, τα αναβολικά μπορούν να βλάψουν τις
περιοχές στα άκρα των οστών που είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη τους, με
αποτέλεσμα να καταστέλλουν την ανάπτυξη σε ύψος.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 39
Οι επιδράσεις των αναβολικών στον ψυχικό κόσμο αυτών που τα παίρνουν είναι οι
ακόλουθες:
Ευερεθιστικότητα
Ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα οργής που μπορούν να οδηγήσουν σε βίαιες πράξεις
Σοβαρές αλλαγές στη διάθεση με αποτέλεσμα να προκαλείται κατάθλιψη όταν
διακοπεί η λήψη των αναβολικών, ή οποία μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία.
Ψευδαισθήσεις
Εξασθένηση της ικανότητας κρίσης που προέρχεται από το γεγονός ότι υπάρχει
υπερβολική αυτοπεποίθηση και το αίσθημα ότι κάποιος είναι αήττητος
Παρανοϊκή ζήλια [40-60]
Το αξίωμα, ιδιαίτερα μεταξύ των bodybuilders που μπορούν να χρησιμοποιήσουν
τις υπερβολικά μεγάλες ποσότητες των στεροειδών, «όσο παίρνετε, τόσο
περισσότερο μπορείτε να αυξηθείτε» πρέπει να συνοδεύεται με «περισσότερο
μπορεί να βλάψει την υγεία σας».
Ανίχνευση
Το πιο κοινό βιολογικό υλικό για την ανίχνευση των στεροειδών αναβολικών είναι
τα ούρα, αν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αίμα και τρίχες.
Μπορούν να ανιχνευθούν μεταβολίτες 30 ημέρες μετά από τη χρήση.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η αέρια χρωματογραφία και
φασματομετρία μαζών ή και υγρή χρωματογραφία. [61]
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 40
Εικόνα 10. Δεξιά ατροφία όρχεος σε 30 χρονών άντρα που χρησιμοποιούσε
αναβολικά. [62]
Εικόνα 11: Αδένωμα σε ήπαρ ατόμου που έκανε κατάχρηση στεροειδών
ανδρογόνων.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 41
Τρενβολόνη
Η τρενβολόνη είναι ένα συνθετικό στεροειδές που παρασκευάσθηκε από
τους Velluz, Nommne, Bucourt και Mathieu το 1963. Χρησιμοποιείται για την
ανάπτυξη της μυικής μάζας και της όρεξης των βοoειδών και η κτηνιατρική της
χρήση επιτρέπεται στις ΗΠΑ. Η χορήγησή της (συνήθως σε συνδυασμό με
οιστραδιόλη) αυξάνει τη διατροφική απόδοση, δηλαδή το ποσοστό
της καταναλισκόμενης τροφής που μετατρέπεται σε μυϊκή μάζα και επομένως
παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό όφελος. Εικόνα 12
Η τρενβολόνη δεν έχει εγκριθεί για χρήση σε ανθρώπους, λόγω έλλειψης κλινικών
εφαρμογών και πιθανών αρνητικών παρενεργειών. Ωστόσο, διακινείται παράνομα
στα γυμναστήρια (bodybuilding) με κύριο σκοπό (όπως και στην περίπτωση των
βοοειδών) την ταχεία ανάπτυξη μυϊκής μάζας. [63]
Εικόνα 12:Tρενβολόνη (17β-υδροξυ-οιστρα-4,9,11-τριεν-3-όνη)
Η Τρενβολόνη είναι συνθετικό στεροειδές που χρησιμοποιείται για την ορμονική
ανάπτυξη των βοοειδών. Ωστόσο, χρησιμοποιείται και ως αναβολικό σε
γυμναστήρια (bodybuilding) και για το ντόπινγκ αθλητών, ιδιαίτερα της άρσης
βαρών.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 42
Άλλοι αναβολικοί παράγοντες Η ομάδα των άλλων αναβολικών παραγόντων
περιλαμβάνει ουσίες με ποικίλους τρόπους δράσης. Η κλενβουτερόλη και η
ζιλπατερόλη είναι β2-αγωνιστές.
Ως βρογχοδιασταλτικός παράγοντας, η κλενβουτερόλη χρησιμοποιείται για τη
θεραπεία του άσθματος και άλλων ασθενειών σχετιζόμενων με βρογχόσπασμο στους
ανθρώπους. Η κλενβουτερόλη φέρει, επίσης, σημαντικές αναβολικές και λιπολυτικές
επιπτώσεις και η χρήση της από τους αθλητές επιχειρείται για την ικανότητά της να
αυξάνει την καθαρή μυϊκή μάζα και να μειώνει το σωματικό λίπος. Η ζιλπατερόλη
συγκεκριμένα παράγεται και χρησιμοποιείται ως ενισχυτικό της ανάπτυξης στα
βοειδή. Η ζερανόλη και η τιμπολόνη είναι οιστρογόνες ουσίες με αναβολική δράση.
Σε μερικές χώρες εκτός Ευρώπης, η ζερανόλη χρησιμοποιείται ως διεγερτικό της
ανάπτυξης στη ζωική παραγωγή και δεν επιτρέπεται η χρήση στον άνθρωπο ενώ η
τιμπολόνη χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της
εμμηνόπαυσης στις γυναίκες. Οι SARMs είναι μια νέα κατηγορία μη-στεροειδών
ερευνητικών φαρμάκων που δρουν ως πλήρεις αγωνιστές των AR σε κύτταρα
στόχους. [64, 65]
Η ερυθροποιητίνη (EPO) είναι μια γλυκοπρωτεϊνική ορμόνη που απελευθερώνεται
από τους νεφρούς (85%) και το ήπαρ (15%): η έκκριση EPO διεγείρεται από την
υποξία. Η Ερυθροποιητίνη είναι μια ουσία με μεγάλη αναγνώριση στην ιατρική
λόγω της σημαντικής βοήθειας που προσφέρει σε νεφροπαθείς και ανθρώπους με
αναιμίες. Παράλληλα, είναι το νούμερο ένα όπλο, συμβατικό στο ντόπινγκ. [66, 67]
Η ανθρώπινη αυξητική ορμόνη (hGH) είναι μια πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται
από τον αδένα του προσθίου λοβού της υπόφυσης και διεγείρει την αύξηση των
οστών, των μυών και των ιστών. Η GH πιθανώς να χρησιμοποιείται κακώς από τους
αθλητές σε μια προσπάθειά τους να προκαλέσουν μυϊκή και οστική ανάπτυξη. O IGF
-1 είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από το ήπαρ και άλλους ιστούς του σώματος, ως
απάντηση στην GH.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 43
Η πλειονότητα των δράσεων της GH, όσον αφορά την προαγωγή της ανάπτυξης, στην
πραγματικότητα οφείλεται στη δράση του IGF -1 στα κύτταρα στόχους. Η
κυκλοφορούσα ποσότητα IGF -1 πρέπει να θεωρείται περισσότερο σαν ένας
«δείκτης» της δράσης της GH στο ήπαρ, παρά ένας μηχανισμός με τον οποίο η GH
ασκεί τις επιδράσεις της. Η ανθρώπινη αυξητική ορμόνη είναι προϊόν του εγκεφάλου
και βοηθά το σώμα να ελέγχει την χρήση των πρωτεϊνών και υδατανθράκων στην
διαδικασία της ανάπτυξης. Διεγείρει την ανάπτυξη των ιστών του σώματος, είναι
ισχυρό λιποδιαλυτικό και αυξάνει την μυϊκή μάζα. Τα επίπεδα της φυσικής ορμόνης
είναι στο μέγιστο κατά την διάρκεια της φυσιολογικής ωριμότητας, αλλά συνεχίζει να
παράγεται σε μικρότερες ποσότητες καθόλη τη διάρκεια της ενηλικίωσης, ως επί το
πλείστον στην διάρκεια βαθύ ύπνου. Εικάζεται ότι όταν μειώνονται τα επίπεδα της
ορμόνης, με την γήρανση, είναι εν μέρη υπεύθυνη για την μείωση κάποιων
σωματικών λειτουργιών, όπως δύναμη, υγεία και ανοσοποιητική λειτουργία όπως
φυσιολογικά παρουσιάζεται κατά την γήρανση. Η κύρια δράση της αυξητικής
ορμόνης είναι η διέγερση της πρωτεϊνοσύνθεσης. Είναι τόσο ισχυρή τουλάχιστον όσο
και η τεστοστερόνη στον τομέα αυτό. Επιπρόσθετα προκειμένου να διεγείρει την
πρωτεϊνοσύνθεση, η GH ταυτόχρονα κινητοποιεί το λίπος μέσω μιας άμεσης
λιπολυτικής δράσης.Η GH έχει χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο κατάχρησης στον
αθλητισμό από τις αρχές του 1980. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Ben
Johnson, ο οποίος βρέθηκε θετικός στα αναβολικά στεροειδή και παραδέχθηκε εκ
των υστέρων έρευνα ότι έκανε χρήση GH για πολλά χρόνια. [68]
Οι γοναδοτροπίνες οι οποίες είναι απαγορευμένες μόνο στους άνδρες είναι η
ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH) και η ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG). Η LH είναι
μια γλυκοπρωτεΐνη που εκκρίνεται από τον αδένα του πρόσθιου λοβού της
υπόφυσης, η οποία ρυθμίζει τις εκκριτικές και γαμετογενετικές λειτουργίες των
όρχεων και των ωοθηκών. Η υποθαλαμική εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών
(GnRH) διεγείρει την έκκριση της LH. Η ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG)
είναι μια ορμόνη του πλακούντα και η παρουσία της στο πλάσμα και τα ούρα
αποτελεί μια από τις πιο πρώιμες ενδείξεις για εγκυμοσύνη και συνιστά τη βάση για
τα τεστ εγκυμοσύνης. Μικρές ποσότητες hCG εκκρίνονται επίσης από διάφορες
νεοπλασίες και στα δύο φύλα (καρκινικός δείκτης). [69]
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 44
Η ινσουλίνη εκκρίνεται από τα β-κύτταρα των νησιδίων του Langerhans στο
ενδοκρινές πάγκρεας. Κυρίως δρα στο μεταβολισμό των υδατανθράκων, των
λιπιδίων και των πρωτεϊνών. Επιτρέπεται μόνο για τη θεραπεία αθλητών με
βεβαιωμένο ινσουλινο-εξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη. [70]
Η κορτικοτροπίνη (φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη, ACTH) παράγεται στον πρόσθιο
λοβό της υπόφυσης και ρυθμίζει την έκκριση των στεροειδών ορμονών από το φλοιό
των επινεφριδίων. Κάτω από την επίδραση ποικίλων στρεσσογόνων παραγόντων, ο
υποθάλαμος εκκρίνει την εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης (CRH), η οποία
διεγείρει την απελευθέρωση της ACTH. [71]
Άλλες παρενέργειες αναβολικών παραγόντων: Οι παρενέργειες της
κλενβουτερόλης, όπως και των άλλων β2-αγωνιστών, είναι η αυξημένη καρδιακή
συχνότητα, αρρυθμίες, αιφνίδιος καρδιακός θάνατος, μυϊκός τρόμος και κράμπες,
πονοκέφαλος, νευρικότητα και αϋπνία. Καθώς η ζερανόλη χρησιμοποιείται μόνο
στα ζώα, δεν υπάρχουν πληροφορίες για τις παρενέργειές της στους ανθρώπους,
αλλά μελέτες στα ζώα καταδεικνύουν τοξικές επιδράσεις στο ήπαρ και αυξημένο
κίνδυνο ηπατικής καρκινογένεσης. Στις γυναίκες, η χρήση της τιμπολόνης μπορεί να
οδηγήσει σε ναυτία, εμέτους, μυαλγία, πονοκέφαλο και υπερτρίχωση. Οι
παρενέργειες των SARMs είναι άγνωστες καθώς κανένα φάρμακο αυτού του τύπου
δεν έχει εμφανιστεί στην αγορά μέχρι σήμερα
Τα διουρητικά: τα οποία χρησιμοποιούνται για την απώλεια βάρους αλλά και για
την αποβολή ή αραίωση διαφόρων ουσιών στο αίμα
Το γονιδιακό ντόπινγκ: το οποίο χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση νοσημάτων
όπως αναιμίες, μυϊκή δυστροφία, οι παθήσεις των περιφερειακών αγγείων
Το φυσικό ντόπινγκ: το οποίο χρησιμοποιείται για της αθλήτριες που μένουν έγκυες
και στην συνέχεια διακόπτουν την εγκυμοσύνη στον τρίτο μήνα 1 έως 2 μήνες πριν
τους αγώνες.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 45
Πίνακας: Δράσεις φαρμάκων που χρησιμοποιούνται και ως αναβολικά [72]
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 46
Βιβλιογραφία
1. Alberts B et al. Βασικές Αρχές Κυτταρικής Βιολογίας. 1999 Ιατρικές εκδόσεις
Πασχαλίδη.
2. Mooradian AD, Morley JE, Korenman SG. Biological actions of androgens.
Endocr Rev. 1987;8:1–28.
3. Zitzmann M, Nieschlag E. Androgens and bone metabolism Testosterone
2004. Cambridge University Press: UK; 233–254.254In: Nieschlag E, Behre HM
(eds).3rd edn.
4. Thigpen AE, Silver RI, Guileyardo JM, Casey ML, McConnell JD, Russell DW.
Tissue distribution and ontogeny of steroid 5-alpha-reductase isozyme
expression. J Clin Invest. 1993;92:903–910.
5. Laporte, Y. (2006). "Charles-Édouard Brown-Séquard. Une vie mouvementée
et une contribution importante à l'étude du système nerveux (Charles-
Édouard Brown-Séquard. An eventful life and a significant contribution to the
study of the nervous system)". Comptes Rendus Biologies 329: 363–368.
6. Hoppe Seylers Z Physiol Chem, 233: 281, 1935.
7. Ruzicka and Wettstein, Helvet. Chim. Acta, 18, 1264 (1935).
8. Wettstein,Schweiz. Med. Woch., 85, 912 (1935).
9. Freeman ER, Bloom DA, McGuire EJ: "A brief history of Testosterone", The
Journal of Urology, 165:371-373, 2001.
10. Hanukoglu I (Dec 1992). "Steroidogenic enzymes: structure, function, and
role in regulation of steroid hormone biosynthesis.". J Steroid Biochem Mol
Biol 43 (8): 779–804.
11. Korkia P, Stimson GV. Anabolic Steroid Use in Great Britain: An Exploratory
Investigation 1993. The Centre for Research on Drugs and Health Behaviour:
London.
12. Korkia P, Stimson GV. Indications of prevalence, practice and effects of
anabolic steroid use in Great Britain. Int J Sports Med. 1997;18:557–562.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 47
13. Lenehan P, Bellis M, McVeigh J. A study of anabolic steroid use in the North
West of England. J Perform Enhancing Drugs. 1996;1:57–71.
14. Kicman AT, Gower DB. Anabolic steroids in sport: biochemical, clinical and
analytical perspectives. Ann Clin Biochem. 2003b;40:321–356.
15. van der Vies J. Pharmacokinetics of anabolic steroids. Wien Med Wochenschr.
1993;143:366–368.
16. Roberts B: "Anabolic Steroid Esters" (Steroids-Pharmacy.com, December
1999)".
17. Shanzer W: "Metabolism of anabolic androgenic steroids", Clinical Chemistry,
42(7):1001-1020, 1996.
18. Alltech, Data sheet D01500: "Anabolic Steroids".
19. Cato AC, Nestl A, Mink S. Rapid actions of steroid receptors in cellular
signaling pathways. Sci STKE. 2002;
20. Heinlein CA, Chang C. The roles of androgen receptors and androgen-binding
proteins in nongenomic androgen actions. Mol Endocrinol. 2002a;16:2181–
2187.
21. Losel RM, Falkenstein E, Feuring M, Schultz A, Tillmann HC, Rossol-Haseroth
K, et al. Nongenomic steroid action: controversies, questions, and answers.
Physiol Rev. 2003;83:965–1016.
22. Weigel NL, Moore NL. Steroid receptor phosphorylation: a key modulator of
multiple receptor functions. Mol Endocrinol. 2007;21:2311–2319.
23. Mangelsdorf DJ, Thummel C, Beato M, Herrlich P, Schutz G, Umesono K, et al.
The nuclear receptor superfamily: the second decade. Cell. 1995;83:835–839
24. Picard D. Chaperoning steroid hormone action. Trends Endocrinol Metab.
2006;17:229–235.
25. Warnmark A, Treuter E, Wright APH, Gustafsson JA. Activation functions 1
and 2 of nuclear receptors: molecular strategies for transcriptional activation.
Mol Endocrinol. 2003;17:1901–1909.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 48
26. Klocker H, Gromoll J, Cato ACB. The androgen receptor: molecular biology
Testosterone 2004. Cambridge University Press: Cambridge, UK; In: Nieschlag
E, Behre HM (eds).3rd.
27. Saartok T, Dahlberg E, Gustafsson JA. Relative binding-affinity of anabolic–
androgenic steroids—comparison of the binding to the androgen receptors in
skeletal muscle and in prostate, as well as to sex hormone-binding globulin.
Endocrinology. 1984;114:2100–2106.
28. Basaria S, Wahlstrom JT, Dobs AS. Anabolic–androgenic steroid therapy in the
treatment of chronic diseases. J Clin Endocrinol Metab. 2001;86:5108–5117.
29. Shahidi NT. A review of the chemistry, biological action, and clinical
applications of anabolic–androgenic steroids. Clin Ther. 2001;23:1355–1390.
30. Berger JR, Pall L, Hall CD, Simpson DM, Berry PS, Dudley R (1996).
"Oxandrolone in AIDS-wasting myopathy". AIDS 10 (14): 1657–62.
31. Yohansen KL, Painter PL, Sakkas GK, Gordon P, Doyle J, Shubert T. Effects of
resistance exercise training and nandrolone decanoate on body composition
and muscle function among patients who receive hemodialysis: a
randomized, controlled trial. J Am Soc Nephrol. 2006;17:2307–2314.
32. Sheffield-Moore M, Paddon-Jones D, Casperson SL, Gilkison C, Volpi E, Wolf
SE, et al. Androgen therapy induces muscle protein anabolism in older
women. J Clin Endocrinol Metab. 2006;91:3844–3849.
33. Bhasin S, Storer TW, Berman N, Callegari C, Clevenger B, Phillips J, et al. The
effects of supraphysiologic doses of testosterone on muscle size and strength
in normal men. N Engl J Med. 1996;335:1–7.
34. Basaria S, Wahlstrom JT, Dobs AS (November 2001). "Clinical review 138:
Anabolic-androgenic steroid therapy in the treatment of chronic diseases". J.
Clin. Endocrinol. Metab. 86 (11): 5108–17.
35. Ranke MB, Bierich JR (1986). "Treatment of growth hormone deficiency".
Clinics in endocrinology and metabolism 15 (3): 495–510.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 49
36. Grunfeld C, Kotler DP, Dobs A, Glesby M, Bhasin S (2006). "Oxandrolone in
the treatment of HIV-associated weight loss in men: a randomized, double-
blind, placebo-controlled study". J. Acquir. Immune Defic. Syndr. 41 (3): 304–
14.
37. Matsumoto AM (1990). "Effects of chronic testosterone administration in
normal men: safety and efficacy of high dosage testosterone and parallel
dose-dependent suppression of luteinizing hormone, follicle-stimulating
hormone, and sperm production". J. Clin. Endocrinol. Metab. 70 (1): 282–7
38. Nieschlag E, Büchter D, Von Eckardstein S, Abshagen K, Simoni M, Behre HM
(December 1999). "Repeated intramuscular injections of testosterone
undecanoate for substitution therapy in hypogonadal men". Clin. Endocrinol.
(Oxf) 51 (6): 757–63
39. Gething AD, Grace FM, Davies B, Baker JS (Oct–Dec 2011). "Effects of Long-
Term Anabolic Androgenic Steroid Administration on Respiratory Function".
Research in Sports Medicine 19 (4): 231–244.
40. Lukas SE. CNS effects and abuse liability of anabolic–androgenic steroids.
Annu Rev Pharmacol Toxicol. 1996;36:333–357.
41. Christiansen K. Behavioural effects of androgen in men and women. J
Endocrinol. 2001;170:39–48.
42. Christiansen K. Behaviour correlates of testosterone 2004. Cambridge
University Press: UK; 233–254.254In: Nieschlag E, Behre HM.
43. Kuhn CM. Anabolic steroids. Recent Prog Horm Res. 2002;57:411–434.
44. Yesalis CE, Kennedy NJ, Kopstein AN, Bahrke MS. Anabolic–androgenic steroid
use in the United States. JAMA. 1993;270:1217–1221.
45. Svare BB. Anabolic steroids and behavior: a preclinical research prospectus.
NIDA Res Monogr. 1990;102:224–241.
46. Clark AS, Henderson LP. Behavioral and physiological responses to anabolic–
androgenic steroids. Neurosci Biobehav Rev. 2003;27:413–436.
47. James VHT, Kicman AT. Medical aspects of drug use in the gym. Drug Ther
Bull. 2004;42:1–5.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 50
48. Hoffman JR, Ratamess NA. Medical issues associated with anabolic steroid
use: Are they exaggerated. J Sports Sci Med. 2006;5:182–193.
49. Barrett-Connor EL (1995). "Testosterone and risk factors for cardiovascular
disease in men". Diabete Metab 21 (3): 156–61.
50. Eisenberg ER, Galloway GP. "Anabolic androgenic steroids". In Lowinson JH,
Ruiz P, Millman RB. Substance Abuse: A Comprehensive Textbook. Lippincott
Williams & Wilkins.
51. Anabolic Steroids and Suicide – A Brief Review of the Evidence".
Thinksteroids.com. 2005-07-12.
52. Melnik B, Jansen T, Grabbe S (2007). "Abuse of anabolic-androgenic steroids
and bodybuilding acne: an underestimated health problem". Journal der
Deutschen Dermatologischen Gesellschaft = Journal of the German Society of
Dermatology : JDDG 5 (2): 110–7.
53. Mewis C, Spyridopoulos I, Kühlkamp V, Seipel L (1996). "Manifestation of
severe coronary heart disease after anabolic drug abuse". Clinical Cardiology
19 (2): 153–5.
54. "Known and Probable Human Carcinogens". American Cancer Society. 2011-
06-29.
55. Sullivan ML, Martinez CM, Gallagher EJ (1999). "Atrial fibrillation and anabolic
steroids". The Journal of emergency medicine 17 (5): 851–7.
56. Marcus R, Korenman SG (1976). "Estrogens and the human male". Annu Rev
Med 27: 357–70.
57. Manikkam M, Crespi EJ, Doop DD, Herkimer C, Lee JS, Yu S, Brown MB, Foster
DL, Padmanabhan V (February 2004). "Fetal programming: prenatal
testosterone excess leads to fetal growth retardation and postnatal catch-up
growth in sheep". Endocrinology 145 (2): 790–8.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 51
58. Herlitz, Leal C.; Markowitz, Glen S.; Farris, Alton B.; Schwimmer, Joshua A.;
Stokes, Michael B.; Kunis, Cheryl; Colvin, Robert B.; D'Agati, Vivette D.
(October 29, 2009). Bodybuilding With Steroids Damages Kidneys. 42nd
Annual Meeting and Scientific Exposition of the American Society of
Nephrology.
59. Milgrom E. Steroid hormones. In: Baulieu E‐E, Kelly PA, eds. Hormones: From
Molecules to Disease. Paris: Hermann, 1990. 385–442.442
60. Handelsman D J. Androgen action and pharmacologic uses. In: DeGroot LJ,
Jameson JL, eds. Endocrinology. WB Saunders, Philadelphia 2000. 2232–
2242.2242
61. Baselt, Randall Clint (2008). Disposition of Toxic Drugs and Chemicals in Man
(8th ed.). Foster City, CA: Biomedical Publications.
62. Andreas Bu¨ttner and Detlef Thieme. Side Effects of Anabolic Androgenic
Steroids: Pathological Findings and Structure–Activity Relationships Doping in
Sports, Handbook of Experimental Pharmacology 195, Springer‐Verlag
Berlin Heidelberg 2010.
63. Yarrow, Joshua F.; McCoy, Sean C.; Borst, Stephen E. (2010). "Tissue
selectivity and potential clinical applications of trenbolone (17β-
hydroxyestra-4,9,11-trien-3-one): A potent anabolic steroid with reduced
androgenic and estrogenic activity". Steroids 75 (6): 377–89.
64. Wolf SS, Obendorf M. Selective androgen receptor modulators Testosterone
2004. Cambridge University Press: UK; 623–640.640In: Nieschlag E, Behre HM
(eds).3rd edn.
65. Bilkoo P, Thomas J, Riddle CD, Kagaoan G. Clenbuterol toxicity: an emerging
epidemic. A case report and review. Conn Med. 2007 Feb;71(2):89-91.
66. Joyner, MJ (Jun 2003). "VO2MAX, blood doping, and erythropoietin.". British
journal of sports medicine 37 (3): 190–1.
67. Gledhill N. Blood doping and related issues: A brief review. Med Sci Sports
Exerc 1982; 14: 183– 189.
Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 52
68. M Saugy, N Robinson, C Saudan, N Baume, L Avois, and P Mangin. Human
growth hormone doping in sport. Br J Sports Med. 2006 Jul; 40(Suppl 1): i35–
i39.
69. Stenman UH1, Hotakainen K, Alfthan H. Gonadotropins in doping:
pharmacological basis and detection of illicit use. Br J Pharmacol. 2008
Jun;154(3):569-83. Epub 2008 Apr 14.
70. Thevis M1, Thomas A, Delahaut P, Bosseloir A, Schänzer W. Doping control
analysis of intact rapid-acting insulin analogues in human urine by liquid
chromatography-tandem mass spectrometry. Anal Chem. 2006 Mar
15;78(6):1897-903.
71. Soetens E1, De Meirleir K, Hueting JE. No influence of ACTH on maximal
performance. Psychopharmacology (Berl). 1995 Apr;118(3):260-6.
72. P. C. A. Kam1 and M. Yarrow2 Anabolic steroid abuse: physiological and
anaesthetic considerations. Anaesthesia, 2005, 60, pages 685–692
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες
λυρατζοπουλος   προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες

More Related Content

Similar to λυρατζοπουλος προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες

ενδοκρινείς αδένες (ι)
ενδοκρινείς αδένες (ι)ενδοκρινείς αδένες (ι)
ενδοκρινείς αδένες (ι)dkelefiotis
 
Β4 Πρωτεΐνες
Β4 ΠρωτεΐνεςΒ4 Πρωτεΐνες
Β4 Πρωτεΐνεςgymzosim
 
Λυρατζοπουλος δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη
Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνηΛυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη
Λυρατζοπουλος δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη3ο Λύκειο Ξάνθης
 
Eπιθυμητές και ανεπιθύμητες δράσεις φαρμάκων στις εξετάσεις της Π.Ι.
Eπιθυμητές και ανεπιθύμητες δράσεις φαρμάκων στις εξετάσεις της Π.Ι.Eπιθυμητές και ανεπιθύμητες δράσεις φαρμάκων στις εξετάσεις της Π.Ι.
Eπιθυμητές και ανεπιθύμητες δράσεις φαρμάκων στις εξετάσεις της Π.Ι.John Koutsikos
 
Exercise and gene expression
Exercise and gene expressionExercise and gene expression
Exercise and gene expressionAnna Vangelakoudi
 
6o kef. bio-kat_g_lukeiou_colori
6o kef. bio-kat_g_lukeiou_colori6o kef. bio-kat_g_lukeiou_colori
6o kef. bio-kat_g_lukeiou_colorietsiakos
 
πρωτεϊνες αμινοξέα
πρωτεϊνες αμινοξέαπρωτεϊνες αμινοξέα
πρωτεϊνες αμινοξέαIordanis Garipidis
 
06_ΜυελόςΕπινεφριδίων2017 (1).pdf
06_ΜυελόςΕπινεφριδίων2017 (1).pdf06_ΜυελόςΕπινεφριδίων2017 (1).pdf
06_ΜυελόςΕπινεφριδίων2017 (1).pdfssuser909ce3
 

Similar to λυρατζοπουλος προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες (9)

ενδοκρινείς αδένες (ι)
ενδοκρινείς αδένες (ι)ενδοκρινείς αδένες (ι)
ενδοκρινείς αδένες (ι)
 
Β4 Πρωτεΐνες
Β4 ΠρωτεΐνεςΒ4 Πρωτεΐνες
Β4 Πρωτεΐνες
 
Λυρατζοπουλος δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη
Λυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνηΛυρατζοπουλος  δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη
Λυρατζοπουλος δομές πρωτεινών-διαβήτης-ουβικουιτίνη
 
Eπιθυμητές και ανεπιθύμητες δράσεις φαρμάκων στις εξετάσεις της Π.Ι.
Eπιθυμητές και ανεπιθύμητες δράσεις φαρμάκων στις εξετάσεις της Π.Ι.Eπιθυμητές και ανεπιθύμητες δράσεις φαρμάκων στις εξετάσεις της Π.Ι.
Eπιθυμητές και ανεπιθύμητες δράσεις φαρμάκων στις εξετάσεις της Π.Ι.
 
Exercise and gene expression
Exercise and gene expressionExercise and gene expression
Exercise and gene expression
 
6o kef. bio-kat_g_lukeiou_colori
6o kef. bio-kat_g_lukeiou_colori6o kef. bio-kat_g_lukeiou_colori
6o kef. bio-kat_g_lukeiou_colori
 
Hormones
Hormones Hormones
Hormones
 
πρωτεϊνες αμινοξέα
πρωτεϊνες αμινοξέαπρωτεϊνες αμινοξέα
πρωτεϊνες αμινοξέα
 
06_ΜυελόςΕπινεφριδίων2017 (1).pdf
06_ΜυελόςΕπινεφριδίων2017 (1).pdf06_ΜυελόςΕπινεφριδίων2017 (1).pdf
06_ΜυελόςΕπινεφριδίων2017 (1).pdf
 

λυρατζοπουλος προλακτίνη - μεμβρανική μεταφορά - αναβολικές ουσίες - εξαρτησιογόνες ουσίες - καρδιακές δυσλειτουργίες

  • 1. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 1 ΕΡΓΑΣΙΑ 4η Θέμα 1 Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις είναι σωστές; Οι λάθος να αναδιατυπωθούν στο σωστό. Να αναλυθούν συνοπτικά οι έννοιες των προτάσεων. Α. Η προλακτίνη παράγεται στο φλοιό των επινεφριδίων και ρυθμίζεται από την προλακτινοτρόπο ορμόνη της αδενοϋπόφυσης. ΛΑΘΟΣ Η προλακτίνη είναι ορμόνη (πρωτεΐνη) που παράγεται στα λακτοτρόφα κύτταρα της πρόσθιας υπόφυσης (αδενοϋπόφυση). Η έκκριση της βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του υποθαλάμου. Ο υποθάλαμος και η υπόφυση είναι τμήματα του εγκεφάλου, σε αντίθεση με τα επινεφρίδια που βρίσκονται στο οπισθοπεριτοναϊκό χώρο, στον άνω πόλο του σύστοιχου νεφρού. Εικόνα1. Η προλακτίνη (PRL) είναι μία ορμόνη (πρωτεΐνη) που στον άνθρωπο κωδικοποιείται από το γονίδιο PRL που βρίσκεται στο χρωμόσωμα 6. Παρουσιάζει παρόμοια χημική δομή με την αυξητική ορμόνη (GH) και την πλακουντική γαλακτογόνο ορμόνη (hPL). Ανακαλύφθηκε από τον Oscar Riddle και στη συνέχεια συνέβαλε στη μελέτη της και ο Henry Friesen. Αν και σήμερα είναι κυρίως γνωστή για τον ρόλο της στην γαλουχία, η προλακτίνη υπάρχει και σε άλλα σπονδυλωτά, όπως τα ψάρια, όπου από τις πιο σημαντικές της λειτουργίες είναι ο έλεγχος του νερού και η ισορροπία των αλάτων στον οργανισμό. Η προλακτίνη δρα με τρόπο παρόμοιο με μία κυτταροκίνη και ως ένας σημαντικός ρυθμιστής του ανοσοποιητικού συστήματος.
  • 2. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 2 Έχει σημαντικές κυτταρικές λειτουργίες όπως την αύξηση του κυττάρου, τη διαφοροποίησή του ενώ δρα ως αντιαποπτωτικός παράγοντας (απόπτωση είναι ο προγραμματισμένος θάνατος του κυττάρου). Έχει επίσης σημαντική επίδραση στην αιμοποίηση, στην αγγειογένεση και εμπλέκεται στη ρύθμιση της πήξης του αίματος μέσω διαφόρων οδών. Πάνω από 300 ξεχωριστές δράσεις της PRL έχουν αναφερθεί σε διάφορα σπονδυλωτά, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στο νερό και στην ισορροπία του άλατος, στην αύξηση και στην ανάπτυξη, στην ενδοκρινολογία και στον μεταβολισμό, στον εγκέφαλο και στη συμπεριφορά, στην αναπαραγωγή, στην ανοσορύθμιση και την προστασία. Η προλακτίνη δρα με ενδοκρινή, αυτοκρινή και παρακρινή τρόπο μέσω του υποδοχέα προλακτίνης και ενός μεγάλου αριθμού υποδοχέων κυτοκίνης. Η υποφυσιακή έκκριση της προλακτίνης ρυθμίζεται από ενδοκρινείς νευρώνες στον υποθάλαμο. Στη ρύθμιση της έκκρισης της προλακτίνης στον άνθρωπο συμβάλλουν το αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο και το πεπτίδιο ιστιδίνης – ισολευκίνης. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι σε αντίθεση με τις άλλες ορμόνες, η έκκρισή της βρίσκεται σε καταστολή. Η υποθαλαμική ορμόνη θυρεοεκλυτίνη (TRH) διεγείρει την έκκριση προλακτίνης. Αντίθετα, η έκκριση προλακτίνης αναστέλλεται από μια υποθαλαμική ορμόνη με άγνωστη χημική σύσταση, που ονομάζεται PIF (Prolactin Inhibiting Factor). Στη δράση του παράγοντα αυτού πρέπει να μεσολαβεί η ντοπαμίνη, διότι βρέθηκε πως η ντοπαμίνη ασκεί ανασταλτικό ρόλο στην έκκριση προλακτίνης. Φάρμακα που διαθέτουν αντιντοπαμινεργική δράση μπορούν να προκαλέσουν υπερπρολακτιναιμία. Και αντίστροφα, φάρμακα με ντοπαμινεργική δράση καταστέλλουν την έκκριση προλακτίνης. Η έκκριση προλακτίνης αυξάνει επίσης κατά τη διάρκεια του ύπνου και σε καταστάσεις stress. Εικόνα 3. Η προλακτίνη αυξάνει κατά τη διάρκεια της κύησης, οπότε πολλαπλασιάζονται και τα αντίστοιχα λακτοτρόπα κύτταρα της υπόφυσης. Η προλακτίνη επάγει την ανάπτυξη του αδένα του μαστού και την παραγωγή γάλακτος. Εικόνα 2.
  • 3. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 3 Η διαδικασία του θηλασμού συντηρεί την έκκριση προλακτίνης, η οποία με τη σειρά της συντηρεί τη γαλακτοφορία. Αν χρησιμοποιηθούν ντοπαμινεργικά φάρμακα (π.χ. λισουρίδη), καταστέλλεται η έκκριση προλακτίνης και διακόπτεται η γαλακτοφορία, μέσα σε μερικές ημέρες. Αντίστροφα, φάρμακα με αντιντοπαμινεργική δράση (π.χ. αντιψυχωσικά) μπορεί να έχουν ως παρενέργεια την εμφάνιση γαλακτόρροιας, ακόμα και όταν δεν υπάρχει κύηση. Η υπερπρολακτιναιμία δρα ανασταλτικά και στην έκκριση γοναδοτροφινών (FSH και LH) από την υπόφυση, επηρεάζει τη λειτουργία των όρχεων και των ωοθηκών και προκαλεί ανωμαλίες του έμμηνου κύκλου στις γυναίκες. Για το λόγο αυτό η υπερπρολακτιναιμία συγκαταλέγεται στα κυριότερα αίτια στειρότητας και η προλακτίνη πρέπει πάντοτε να μετράται κατά την εργαστηριακή διερεύνηση της στειρότητας. Εκτός από τη χρήση αντιντοπαμινεργικών φαρμάκων, υπερπρολακτιναιμία προκαλείται και από αδενώματα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης, που εκκρίνουν προλακτίνη (προλακτινώματα). Σε αντίθεση με τις άλλες ορμόνες της πρόσθιας υπόφυσης, για την προλακτίνη η επίδραση του υποθαλάμου είναι ως επί το πλείστον ανασταλτική, δηλαδή ο υποθάλαμος κυρίως αναστέλλει την έκκριση προλακτίνης (γι’ αυτό και σε περιπτώσεις διατομής του μίσχου της υπόφυσης, όπως μετά από τραυματισμό, όπου διακόπτεται η επαφή του υποθαλάμου με την υπόφυση, η προλακτίνη αυξάνεται). Εικόνα 1: Απελευθέρωση ντοπαμίνης από την αδενουπόφυση.
  • 4. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 4 Εικόνα 2: Έκκριση προλακτίνης κατά το θηλασμό.
  • 5. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 5 Εικόνα 3: Παράγοντες που διεγείρουν και αναστέλλουν την έκκριση προλακτίνης από την αδενουπόφυση.
  • 6. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 6 Β. Η αντλία και η πρωτεΐνη φορέας είναι ταυτόσημες έννοιες. ΛΑΘΟΣ Μια αντλία είναι μια εξειδικευμένη πρωτεΐνη-φορέας που χρησιμοποιεί ενέργεια για να μεταφέρει ένα διαλυτό μόριο «ανηφορικά», αντίθετα από την ηλεκτροχημική βαθμίδωση. Ένα σύστημα μεταφοράς μέσω πρωτεΐνης φορέα αναμένετε: Γ. Να παρουσιάζει συνεχή αύξηση της αρχικής ταχύτητας μεταφοράς καθώς αυξάνεται η συγκέντρωση του υποστρώματος. ΛΑΘΟΣ Ο ρυθμός μεταφοράς μαρτυρεί κινητική κορεσμού: όσο αυξάνεται η συγκέντρωση της μεταφερόμενης ένωσης, ο ρυθμός μεταφοράς αρχικά αυξάνεται, τελικά όμως φθάνει σε μια συγκέντρωση πέρα από την οποία δεν αυξάνεται πλέον ο ρυθμός μεταφοράς. Στο σημείο αυτό λέμε ότι το σύστημα μεταφοράς έχει κορεσθεί από τη μεταφερόμενη ένωση.
  • 7. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 7 Δ. Να αναπτύσσει ομοιοπολικούς δεσμούς με την ουσία που μεταφέρεται. ΛΑΘΟΣ Η διαδικασία με την οποία μια πρωτεΐνη μεταφορέας μεταφέρει μια διαλυτή ουσία μέσα από τη λιπιδική διπλοστοιβάδα προσομοιάζει με μια αντίδραση ενζύμου υποστρώματος, και με πολλές φορές οι μεταφορείς συμπεριφέρονται σαν ένζυμα. Σε αντίθεση με τις συνήθεις ενζύμου-υποστρώματος αντιδράσεις, οι μεταφερόμενες ουσίες δεν τροποποιούνται ομοιοπολικά από την πρωτεΐνη μεταφορέα, αλλά αντίθετα παραδίδονται αμετάβλητες στην άλλη πλευρά της μεμβράνης. Η πρωτεΐνη μεταφορέας μεταφέρει τη διαλυτή ουσία μέσα από τη διπλοστοιβάδα των φωσφολιπιδίων μέσω της πραγματοποίησης αναστρέψιμων διαμορφωτικών αλλαγών που εκθέτουν εναλλάξ την περιοχή σύνδεσης της μεταφερόμενης ουσίας πρώτα στη μια πλευρά της μεμβράνης και, στη συνέχεια, στην άλλη. Ε. Να παρουσιάζει πιο αργή ταχύτητα μεταφοράς σε σχέση με την απλή διάχυση. ΛΑΘΟΣ Μια ουσία που μεταφέρεται με διαμεσολαβούμενη μεταφορά μεταφέρεται με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι τα μόρια που έχουν το ίδιο περίπου μοριακό βάρος και την ίδια λιποδιαλυτότητα, αλλά διαπερνούν τη μεμβράνη με απλή διάχυση. ΣΤ. Να δημιουργεί γραμμικά μεταβαλλόμενη κλίση κατά μήκος της μεμβράνης με δαπάνη ενέργειας. ΣΩΣΤΟ
  • 8. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 8 ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ Η λιπιδική διπλοστιβάδα των βιολογικών μεμβρανών είναι εγγενώς αδιαπέραστη από πολικά μόρια και ιόντα (Α). Ειδικές πρωτεΐνες (μεταφορείς, αντλίες, δίαυλοι) επιτρέπουν την μεταφορά μορίων δια μέσου μεμβρανών (Β). Εικόνες 4, 5, 6. Εικόνα 4: Διαπερατότητα μεμβράνης σε διάφορα μόρια και ιόντα.
  • 9. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 9 Εικόνα 5: Εκλεκτική διαπερατότητα της μεμβράνης σε μικρά υδρόφοβα μόρια και μικρά πολικά μόρια χωρίς φορτίο. Εικόνα 6: Μη διαπερατότητα της μεμβράνης σε μεγάλα πολικά μόρια και ιόντα.
  • 10. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 10 Η μεταφορά ουσιών δια μέσου μεμβρανών μπορεί να πραγματοποιηθεί παθητικά και ενεργητικά (κατανάλωση ενέργειας). Η παθητική μεταφορά διακρίνεται σε απλή διάχυση και διευκολυνόμενη διάχυση. Εικόνα 7. Εικόνα 7: Τρόποι μεταφοράς ουσιών δια μέσου των μεμβρανών. Παθητική μεταφορά 1. Απλή διάχυση μορίων δια μέσου μεμβρανών. Μόνο λιπόφιλα μόρια (πχ στεροειδείς ορμόνες, λιποδιαλυτές βιταμίνες) και αέρια μπορούν να κινούνται παθητικά δια μέσου μεμβρανών. Η παθητική μεταφορά έχει καθοδική κατεύθυνση, δηλ. από τη μεγαλύτερη προς τη μικρότερη συγκέντρωση και αρνητική μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας 2. Διευκολυνόμενη διάχυση μορίων δια μέσου μεμβρανών. Ιόντα και πολικά μόρια κινούνται καθοδικά (προς τη μικρότερη συγκέντρωση), χωρίς επιπλέον κατανάλωση ενέργειας μέσω α) διαύλων, β) μεταφορέων. 2α) ιόντα μπορούν να κινηθούν μέσω εξειδικευμένων ιονικών διαύλων Η πρωτεΐνη- δίαυλος επιλέγει ιόντα με βάση το μέγεθος και το φορτίο τους και επιτρέπει την καθοδική τους διάχυσή μόνο για ορισμένο βραχύτατο χρόνο. Η κινητήρια δύναμη είναι το ηλεκτροχημικό δυναμικό, που είναι συνάρτηση της διαφοράς συγκέντρωσης και της διαφοράς δυναμικού.
  • 11. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 11 2β) Πολικά μόρια μπορούν να κινηθούν μέσω εξειδικευμένων μεταφορέων (μονομεταφορέων) με καθοδική κατεύθυνση (χωρίς την δαπάνη ενέργειας) Οι μεταφορείς έχουν κινητική συμπεριφορά ανάλογη με αυτήν των ενζύμων. Πχ γλυκόζη και GLUT2. Εικόνες 8, 9, 10. Ορισμένες ουσίες εισέρχονται σε κύτταρα ή απομακρύνονται από αυτά μέσω ειδικών φορέων ή διαύλων, που είναι πρωτεΐνες ενσωματωμένες στην κυτταρική μεμβράνη. H μεταφορά μέσω των πρωτεϊνικών αυτών φορέων ή διαύλων καλείται μεταφορά με μεσολάβηση πρωτεΐνης ή, απλώς, διαμεσολαβούμενη μεταφορά. Συγκεκριμένα ιόντα ή μόρια μπορούν να διαπερνούν τις μεμβράνες των μιτοχονδρίων, του ενδοπλασματικού δικτύου και άλλων οργανιδίων με διαμεσολαβούμενη μεταφορά. Στα συστήματα διαμεσολαβούμενης μεταφοράς περιλαμβάνονται οι διεργασίες ενεργού μεταφοράς και διευκολυνόμενης μεταφοράς, οι οποίες παρουσιάζουν αρκετές κοινές ιδιότητες. H κύρια διάκριση μεταξύ των δύο είναι ότι η ενεργός μεταφορά μπορεί να «αντλήσει» μια ουσία ενάντια σε μια κλίση συγκέντρωσης (ή ηλεκτροχημικού δυναμικού), ενώ η διευκολυνόμενη μεταφορά τείνει να ισοκατανείμει την ουσία εκατέρωθεν της μεμβράνης. 1. Μια ουσία που μεταφέρεται με διαμεσολαβούμενη μεταφορά μεταφέρεται με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι τα μόρια που έχουν το ίδιο περίπου μοριακό βάρος και την ίδια λιποδιαλυτότητα, αλλά διαπερνούν τη μεμβράνη με απλή διάχυση. 2. Ο ρυθμός μεταφοράς μαρτυρεί κινητική κορεσμού: όσο αυξάνεται η συγκέντρωση της μεταφερόμενης ένωσης, ο ρυθμός μεταφοράς αρχικά αυξάνεται, τελικά όμως φθάνει σε μια συγκέντρωση πέρα από την οποία δεν αυξάνεται πλέον ο ρυθμός μεταφοράς. Στο σημείο αυτό λέμε ότι το σύστημα μεταφοράς έχει κορεσθεί από τη μεταφερόμενη ένωση. 3. Η διαμεσολαβητική πρωτεΐνη παρουσιάζει χημική εξειδίκευση: μεταφέρονται μόνο μόρια με την απαιτούμενη χημική δομή. Η εξειδίκευση των περισσότερων μεταφορικών συστημάτων δεν είναι απόλυτη και, σε γενικές γραμμές, είναι ευρύτερη από την εξειδίκευση των περισσότερων ενζύμων. Η σχέση κλειδαριάς- κλειδιού ανάμεσα σε ένα ένζυμο και στο υπόστρωμά του ισχύει και στις πρωτεΐνες μεταφοράς.
  • 12. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 12 4. Mόρια με συγγενική δομή μπορεί να ανταγωνίζονται για τη μεταφορά. Κατά κανόνα, ένα υπόστρωμα μεταφοράς μειώνει τον ρυθμό μεταφοράς ενός δεύτερου υποστρώματος, ανταγωνιζόμενο για την μεταφορική πρωτεΐνη. Ο ανταγωνισμός παρουσιάζει αναλογίες με την ανταγωνιστική αναστολή ενός ενζύμου. 5. Η μεταφορά μπορεί να ανασταλεί από ενώσεις που δεν είναι δομικά συγγενείς με τα υποστρώματα. Ένας αναστολέας μπορεί να δεσμεύεται στη μεταφορική πρωτεΐνη με τρόπο που να μειώνει τη συγγένειά της προς το κανονικό υπόστρωμα μεταφοράς. Η ένωση φλωρετίνη δεν μοιάζει με μόριο σακχάρου, και όμως αναστέλλει σημαντικά τη μεταφορά σακχάρων στο ερυθροκύτταρο. Ενεργά συστήματα μεταφοράς, που απαιτούν κάποια σύνδεση με τον μεταβολισμό, μπορεί να ανασταλούν από αναστολείς του μεταβολισμού. H διευκολυνόμενη μεταφορά, η οποία μερικές φορές λέγεται και διευκολυνόμενη διάχυση, γίνεται με μια μεταφορική πρωτεΐνη που δεν συνδέεται με τη μεταβολική ενέργεια. Η διευκολυνόμενη μεταφορά εμφανίζει τις ιδιότητες που αναφέρθηκαν προηγουμένως, εκτός από το ότι, γενικά, δεν μειώνεται από τους μεταβολικούς αναστολείς. Η μεταφορά μέσω μεταφορικής πρωτεΐνης παρουσιάζει κινητική κορεσμού. Καθώς η συγκέντρωση της μεταφερόμενης ουσίας αυξάνεται, ο ρυθμός της μεταφοράς πλησιάζει προς μια μέγιστη τιμή, Vmax για το μεταφορέα. Η συγκέντρωση της μεταφερόμενης ουσίας που απαιτείται για να είναι η τιμή του ρυθμού μισή της μέγιστης καλείται Km του μεταφορέα. Εικόνες 11, 12. Οι μονοσακχαρίτες εισέρχονται στα μυϊκά κύτταρα με διευκολυνόμενη μεταφορά.
  • 13. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 13 Εικόνα 8: Μηχανισμός μεταφοράς μορίων δια μέσου μιας μεμβρανικής πρωτεΐνης. Η πρωτεΐνη αλλάζει διαμόρφωση κατά την μετακίνηση της ουσίας. Εικόνα 9: Μεταφορά μορίων με τη βοήθεια μεμβρανικών πρωτεϊνών.
  • 14. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 14 Εικόνα 10: Η γλυκόζη δεσμεύεται στο μεταφορέα GLUT, ο οποίος αλλάζει διαμόρφωση και επιτρέπει τη διέλευση της στο εσωτερικό του κυττάρου. Η γλυκόζη κινείται δια μέσου της μεμβράνης. Η εξοκινάση την παγιδεύει με τη μορφή 6-φωσφορικής γλυκόζης στο εσωτερικό του κυττάρου. Εικόνα 11: Η μεταφορά μέσω μεταφορικής πρωτεΐνης παρουσιάζει κινητική κορεσμού.
  • 15. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 15 Εικόνα 12: Σύγκριση της ταχύτητας μεταφοράς μιας ουσίας με απλή διάχυση και υποβοηθούμενη διάχυση. Ενεργός μεταφορά Οι διεργασίες ενεργού μεταφοράς παρουσιάζουν τις περισσότερες από τις ιδιότητες της διευκολυνόμενης μεταφοράς. Επί πλέον, τα συστήματα ενεργού μεταφοράς μπορούν να συγκεντρώσουν τα υποστρώματά τους αντίθετα προς τις κλίσεις συγκέντρωσης ή ηλεκτροχημικού δυναμικού. Αυτό απαιτεί ενέργεια κατά συνέπεια, οι διεργασίες ενεργού μεταφοράς πρέπει να συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με τον ενεργειακό μεταβολισμό. Τα συστήματα ενεργού μεταφοράς μπορεί να χρησιμοποιούν άμεσα ΑΤΡ ή μπορεί να συνδέονται με τον μεταβολισμό με πιο έμμεσο τρόπο. Λόγω της εξάρτησής τους από τον μεταβολισμό, οι διεργασίες ενεργού μεταφοράς μπορεί να ανασταλούν από όποια ουσία παρεμβαίνει στον ενεργειακό μεταβολισμό. Εικόνα 14. Πρωτογενής ενεργός μεταφορά. Μια διεργασία ενεργού μεταφοράς που συνδέεται μάλλον άμεσα με τον κυτταρικό μεταβολισμό – για παράδειγμα χρησιμοποιώντας ΑΤΡ ως ενέργεια για τη μεταφορά– καλείται πρωτογενής ενεργός μεταφορά. Η αντλία Na+-K+ (που ονομάζεται και Na+-K+ ΑΤΡάση) είναι ένας πρωτογενής ενεργός μεταφορέας, καθώς χρησιμοποιεί άμεσα ΑΤΡ για να δώσει ενέργεια στη μεταφορά Na+ και K+.
  • 16. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 16 Στο κυτταρόπλασμα των περισσότερων ζωικών κυττάρων, η συγκέντρωση των Νa+ είναι πολύ χαμηλότερη και η συγκέντρωση των Κ+ πολύ υψηλότερη από τις αντίστοιχες εξωκυττάριες συγκεντρώσεις. Η συγκέντρωση K+ είναι 10 – 20 φορές υψηλότερη στο εσωτερικό των κυττάρων από ότι στο εξωτερικό, ενώ το αντίθετο ισχύει για το Na+. Αυτές οι διαφορές συγκέντρωσης δημιουργούνται από τη δράση μιας αντλίας Νa+- Κ+ στην κυτταρική μεμβράνη: Να+ αντλούνται έξω από το κύτταρο και Κ+ αντλούνται μέσα στο κύτταρο. Η δραστηριότητα της αντλίας Νa+-Κ+ οφείλεται σε μια ενσωματωμένη μεμβρανική πρωτεΐνη που ονομάζεται Νa+-Κ+-ΑΤΡάση. Η Νa+- Κ+-ΑΤΡάση μεταφέρει τρία ιόντα νατρίου έξω από το κύτταρο και δύο ιόντα καλίου μέσα στο κύτταρο για κάθε μόριο ΑΤΡ που υδρολύεται. Η κυκλική φωσφορυλίωση και αποφοσφωρυλίωση της πρωτεΐνης την κάνει να εναλλάσσεται μεταξύ δύο δια- μορφώσεων, Ε1 και Ε2. Στη διαμόρφωση Ε1, οι περιοχές πρόσδεσης ιόντων της πρωτεΐνης εμφανίζουν υψηλή συγγένεια για τα Νa+ και χαμηλή για τα Κ+ και βλέπουν προς το κυτταρόπλασμα. Στη διαμόρφωση Ε2, οι περιοχές πρόσδεσης ιόντων βλέπουν προς το εξωκυττάριο υγρό και οι συγγένειές τους ευνοούν την δέσμευση Κ+ και την αποδέσμευση Νa+. Έτσι, η Νa+-Κ+-ΑΤΡάση εναλλάσσεται μεταξύ των διαμορφώσεων Ε1 και Ε2 και μεταφέρει Κ+ μέσα στο κύτταρο και Νa+ έξω από το κύτταρο, με μια διεργασία που θυμίζει «μοριακή περισταλτική κίνηση». Kαθώς η Νa+-Κ+-ΑΤΡάση χρησιμοποιεί την ενέργεια του τελικού φωσφορικού δεσμού του ΑΤΡ για να κινήσει τον μεταφορικό της κύκλο, λέμε ότι είναι ένα σύστημα πρωτογενούς ενεργού μεταφοράς. H διεργασία μεταφοράς που χρησιμοποιεί κάποιο μεταβολικό διάμεσο υψηλής ενέργειας ή συνδέεται άμεσα με μια πρωτογενή μεταβολική αντίδραση χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής ενεργός μεταφορά. Εικόνα 15, 16. Δευτερογενής ενεργός μεταφορά. Εικόνα 13. Απαιτείται ενέργεια για να δημιουργηθεί κλίση συγκέντρωσης για μια μεταφερόμενη ουσία. Από τη στιγμή που δημιουργείται, η κλίση συγκέντρωσης αντιπροσωπεύει ένα απόθεμα ενέργειας χημικού δυναμικού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή έργου.
  • 17. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 17 Σε πολλά είδη κυττάρων, η κλίση συγκέντρωσης Νa+ που δημιουργείται από την Νa+-Κ+-ΑΤΡάση χρησιμοποιείται για την ενεργό μεταφορά ορισμένων άλλων διαλυμένων ουσιών στο κύτταρο. Πολλά κύτταρα προσλαμβάνουν ουδέτερα υδρόφιλα αμινοξέα μέσω μεμβρανικών μεταφορικών πρωτεϊνών που συνδέουν την μεταφορά Νa+ μέσα στο κύτταρο σύμφωνα με την κλίση συγκέντρωσής τους με τη μεταφορά των αμινοξέων αντίθετα προς την κλίση συγκέντρωσής τους. Η ενέργεια για τη μεταφορά του αμινοξέος δεν παρέχεται άμεσα από το ΑΤΡ ή από κάποιον άλλο μεταβολίτη υψηλής ενέργειας, αλλά έμμεσα, με τη διαφορά συγκέντρωσης των Νa+, τα οποία μεταφέρονται ενεργά. Έτσι, λέμε ότι το αμινοξύ μεταφέρεται με δευτερογενή ενεργό μεταφορά. Κατά τη δευτερογενή ενεργό μεταφορά αμινοξέων, τόσο ο ρυθμός μεταφοράς όσο και ο βαθμός συσσώρευσης του αμινοξέος εξαρτώνται από τη διαφορά ηλεκτροχημικού δυναμικού των Νa+. Εικόνα 13: Διεργασίες επιθηλιακής μεταφοράς της γλυκόζης και ουδέτερων αμινοξέων. Εισέρχονται με δευτερογενή ενεργό μεταφορά από την ενέργεια του Na+, εξέρχονται όμως με υποβοηθούμενη μεταφορά.
  • 18. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 18 Εικόνα 14: Τρόποι ενεργητικής μεταφοράς. Η ουσία που μεταφέρεται απεικονίζεται κίτρινη και κόκκινη είναι η πηγή ενέργειας. Εικόνα 15: Η αντλία Na+-K+
  • 19. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 19 Εικόνα 16: Η αντλία Na+ - K+. Molecular Biology of the Cell. 4th edition. Alberts B, Johnson A, Lewis J, et al. New York: Garland Science; 2002. Εικόνα 17: Κατηγορίες πρωτεινών μεταφορέων.
  • 20. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 20 Κατηγορίες πρωτεϊνών μεταφορέων 1. Μονομεταφορείς. Οι πρωτεΐνες μεταφέρουν μια συγκεκριμένη ουσία (με υποβοηθούμενη διάχυση). Ένα παράδειγμα αποτελεί ο μεταφορέας γλυκόζης GLUT1. Το ιονοφόρο valinomycin αποτελεί επίσης μια τέτοια πρωτεΐνη. 2. Συμμεταφορείς. Οι πρωτεΐνες μεταφέρουν ταυτόχρονα δύο διαφορετικές ουσίες (υποστρώματα). Η ηλεκτροχημική βαθμίδωση του ενός υποστρώματος (συνήθως ιόν) οδηγεί στη μετακίνηση του άλλου υποστρώματος έναντι του ηλεκτροχημικού δυναμικού του. Η μεταφορά αναφέρεται ως δευτερογενή ενεργός μεταφορά. Παραδείγματα αποτελούν η συμμεταφορά γλυκόζης - Na+ στις πλασματικές μεμβράνες κάποιων επιθηλιακών κυττάρων και η βακτηριακή μεταφορά λακτόζης (περμεάση) και H+. 3. Αντιμεταφορείς. Οι πρωτεΐνες αυτές παρουσιάζουν συνήθως κινητική "ping pong" και μεταφέρονται οι δύο ουσίες αντίθετα η μια από την άλλη. Ένα παράδειγμα αποτελεί η adenine nucleotide translocase ή οποία μεταφέρει 1:1 ADP και ATP στην εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων. Αντιμεταφορείς είναι και οι εξαρτώμενες από το ATP αντλίες, όπως η (Na+, K+)- ATPase, στην πλασματική μεμβράνη πολλών ζωικών κυττάρων. Η (H+, K+)-ATPase, στα κύτταρα του στομάχου όπου εξέρχεται H+ και εισέρχεται K+. Η Ca++-ATPase, στις μεμβράνες του ενδοπλασματικού δικτύου αλλά και στην πλασματική μεμβράνη που αντιμεταφέρει Ca++ και πρωτόνια Η+.
  • 21. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 21 Στην ενεργητική μεταφορά ουσιών συμμετέχουν οι 1. Συζευγμένοι μεταφορείς. 2. ATP-εξαρτώμενες αντλίες, χρησιμοποιούν την υδρόλυση του ATP. 3. Φωτοεπαγώμενες αντλίες, στα βακτήρια, χρησιμοποιούν την ενέργεια του φωτός. Έχει παρατηρηθεί ότι η αλληλουχία των αμινοξέων των διάφορων πρωτεϊνών μεταφορέων και στην ενεργό μεταφορά και στην υποβοηθούμενη διάχυση παρουσιάζει πολλές ομοιότητες. Προκύπτει ότι οι πρωτεΐνες μεταφορείς είναι σημαντικές και παρουσιάζουν σημαντική εξελικτική σχέση. Η μεταφορά της νορεπινεφρίνης στα νευρικά κύτταρα γίνεται με μια μεμβρανική πρωτεΐνη (ΝΕΤ) που έχει 12 διαμεμβρανικές έλικες. Το μοντέλο σύνδεσης της νορεπινεφρίνης με την πρωτεΐνη μεταφορέα περιλαμβάνει ιοντική αλληλεπίδραση της ουσίας με το ασπαρτικό οξύ στη θέση 75 (Asp75). Η φαινυλαλανίνη Phe72 επίσης αλληλοεπιδρά ιοντικά αλλά και με δεσμούς υδρογόνου. Πολλά αμινοξέα με υδρόφοβες ομάδες αντιδρούν με (Ala145 και Val148) van der Waals αλληλεπιδράσεις και υδρόφοβους δεσμούς.
  • 22. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 22 Θέμα 2 Είδη, βιοσύνθεση και μοριακοί μηχανισμοί δράσης των αναβολικών ουσιών. Φυσιολογικές δράσεις και κατάχρηση. Μεταβολισμός - Αναβολισμός – Καταβολισμός Μεταβολισμός (metabolism): Το σύνολο των αντιδράσεων κατά τις οποίες θρεπτικά συστατικά διασπώνται παρέχοντας ενέργεια και απλούστερα μόρια, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη σύνθεση μεγαλύτερων μορίων. Εικόνα 1 Μεταβολισμός = Αναβολισμός + Καταβολισμός Αναβολισμός (anabolism): Η διεργασία μεταβολισμού που οδηγεί σε σύνθεση συστατικών των κυττάρων από πρόδρομες ενώσεις μικρού μοριακού βάρους. Καταβολισμός (catabolism): Οι αντιδράσεις διάσπασης οργανικών υποστρωμάτων, τυπικά μέσω αντιδράσεων οξείδωσης, παρέχοντας χημική ενέργεια (που μπορεί να αποθηκευτεί στη μορφή μορίων ATP) και/ή μεταβολικά ενδιάμεσες χημικές ενώσεις οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αναβολικές αντιδράσεις. Στο σύνολό τους, οι μεταβολικές διεργασίες πραγματοποιούνται στα κύτταρα και περιλαμβάνουν βιοχημικές αντιδράσεις που καταλύονται από ένζυμα. Δεν θεωρούνται ως μεταβολικές αντιδράσεις οι διασπάσεις των τροφών και οι λοιπές φυσιολογικές διεργασίες κατά μήκος του πεπτικού σωλήνα.
  • 23. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 23 Εικόνα 1: Διεργασίες μεταβολισμού. [1] Κατηγορίες αναβολικών & τρόποι doping 1. Ανδρογόνα στεροειδή (AAS = androgen anabolic steroids) 2. Συνθετικά στεροειδή για την ανάπτυξη ζώων 3. Βρογχοδιασταλτικοί παράγοντες 4. Ερυθροποιητίνη (EPO) 5. Αυξητική ορμόνη (GH) 6. Γοναδοτροπίνες 7. Ινσουλίνη 8. ACTH, φλοιοεπινεφριδιοτρόπος 9. Διουρητικά 10. Γονιδιακό ντόπινγκ 11. Διακοπή κύησης 12. Ρυθμιστές του υποδοχέα ανδρογόνων, Selective androgen receptor modulators (SARMs)
  • 24. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 24 Ανδρογόνα Στεροειδή Τα ανδρογόνα επιδρούν σε διάφορους ιστούς στο ανθρώπινο σώμα, όπως στους αναπαραγωγικούς ιστούς, στους μύες, στα οστά, στα τριχοθυλάκια, στο ήπαρ, στα νεφρά, στο ανοσοποιητικό και στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι ορμόνες αυτές οδηγούν στην αρρενοποίηση και στην ανάπτυξη των μυών και των οστών (σύνθεση πρωτεϊνών). [2] Το πιο σημαντικό ανδρογόνο είναι η τεστοστερόνη η οποία παράγεται κυρίως (∼95% ) στα κύτταρα Leydig των σπερματικών σωληναρίων των όρχεων. Οι ωοθήκες και τα επινεφρίδια και στα δύο φύλα εκκρίνουν πολύ λίγη τεστοστερόνη, αλλά παράγουν πιο ήπια ανδρογόνα, την δευδροεπιανδροστερόνη (DHEA) και την ανδροστενεδιόνη (DHT). Εικόνα 2: Μετατροπή τεστοστερόνης με το ένζυμο 5α- ρεδουκτάση σε 5α- διυδροτεστοστερόνη DHT, η οποία συνδέεται με μεγαλύτερη συγγένεια στον ενδοκυτταρικό υποδοχέα των ανδρογόνων AR ή μετατρέπεται με την αρωματάση σε οιστραδιόλη η οποία συνδέεται σε υποδοχέα οιστρογόνων. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2439524/
  • 25. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 25 Στους αναπαραγωγικούς ιστούς η τεστοστερόνη θεωρείται προορμόνη και μετατρέπεται με το ένζυμο 5α-ρεδουκτάση σε πιο ισχυρό ανδρογόνο την 5αδιυδροτεστοστερόνη. Σε άλλους ιστούς όπως στον εγκέφαλο μετατρέπεται με την αρωματάση σε οιστρογόνο την οιστραδιόλη. Εικόνα 2. [3] Στους σκελετικούς μύες δεν ανιχνεύεται η 5α-ρεδουκτάση, συνεπώς η τεστοστερόνη ασκεί η ίδια τη δράση της και συνδέεται στον υποδοχέα ανδρογόνων. [4] Και στα δύο φύλα η τεστοστερόνη συμβάλλει στην υγεία και ομαλή σεξουαλική λειτουργία. Συμβάλλει στην αύξηση της σεξουαλικής επιθυμίας, στην ενεργητικότητα του ατόμου, αυξάνει την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων και παρέχει προστασία κατά της οστεοπόρωσης. Κατά μέσο όρο τα αρσενικά άτομα παράγουν 3 έως 10 mg τεστοστερόνης ημερησίως, 60 φορές περισσότερη σε σχέση με τα θηλυκά. Ιστορικά, η δράση της τεστοστερόνης άρχισε να εξετάζεται από το 1889, όταν ο Καθηγητής του Χάρβαρντ Charles-Édouard Brown-Séquard (εικόνα 3) χορήγησε στον εαυτό του μια υποδόρια ένεση εκχυλίσματος όρχεων σκύλων και ινδικών χοιριδίων και από τα φυσιολογικά αποτελέσματα που του προκάλεσε, το χαρακτήρισε ως "ελιξίριο ανανέωσης" (rejuvenating elixir), αν και τα αποτελέσματα ήταν παροδικά. (1817-1894) [5]Εικόνα 3: Charles-Édouard Brown-Séquard
  • 26. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 26 Το 1927, ο Καθηγητής Φυσιολογικής Χημείας του Πανεπιστημίου του Σικάγο Fred Koch και ο φοιτητής του Lemuel McGee απομόνωσαν 20 mg μιας ουσίας από 20 κιλά όρχεων βοοειδών. Η ουσία αυτή είχε την ιδιότητα να επαναφέρει τα άρρενα χαρακτηριστικά σε ευνουχισμένα ζώα. Ωστόσο, η απομόνωση της ουσίας σε ποσότητες αρκετές για μια σοβαρή μελέτη πραγματοποιήθηκε από την ομάδα της φαρμακευτικής εταιρίας Organon αποτελούμενη από τους Gyula David, Dingemanse, Freud και Laqueur. Η σχετική εργασία δημοσιεύτηκε το 1935, [6] με τίτλο "Κρυσταλλική Αρσενική Ορμόνη από 'Oρχεις (Τεστοστερόνη)", όπου για πρώτη φορά ονόμασαν την ορμόνη από τον συνδυασμό των λέξεων "testicle" (όρχις), "στερόλη" και "κετόνη". Η σύνθεση της τεστοστερόνης, ξεκινώντας από τη χοληστερόλη, πραγματοποιήθηκε από τους Ruzicka και Wettstein το 1935. [7, 8, 9] Η φυσιολογική δράση της τεστοστερόνης είναι διπλή: Παρουσιάζει (α) ανδρογόνο δράση δημιουργώντας τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου (π.χ. αύξηση της τριχοφυΐας, βάθυνση της φωνής, επιθετικότητα) και (β)αναβολική δράση εξασφαλίζοντας το σωστό ισοζύγιο του αζώτου, δηλαδή βοηθά στη δημιουργία πρωτεϊνών, αποκαθιστά βλάβες των μυών, αυξάνει τη μυική μάζα και μειώνει τη συσσώρευση λίπους. Η τεστοστερόνη, όπως και άλλα φυσιολογικά στεροειδή στους οργανισμούς παράγεται μέσω σειράς βιοχημικών αντιδράσεων, γνωστή ως στεροειδογένεση, με πρόδρομη ένωση τη χοληστερόλη. Η στεροειδογένεση στον άνθρωπο συνοψίζεται στην εικόνα 4 .
  • 27. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 27 Εικόνα 4: Η στεροειδογένεση στον άνθρωπο. [10] Συνθετικά αναβολικά στεροειδή Τα συνθετικά αναβολικά στεροειδή (ΣΑΣ) είναι μια ομάδα συνθετικών ορμονών που επιταχύνουν και επαυξάνουν τη σύνθεση και αποθήκευση πρωτεϊνών και βοηθούν στην ανάπτυξη των ιστών. Συχνά χρησιμοποιούνται από αθλητές για την ανάπτυξη και ενδυνάμωση των μυών. Τα ΣΑΣ λαμβάνονται ως δισκία, σε μορφή σκόνης ή με ενδομυική ένεση με σκοπό τη βελτίωση της ανάπτυξης των μυών, της δύναμης και της αντοχής. Τα ΣΑΣ λαμβάνονται με ιατρική συνταγή για τη θεραπεία ασθενειών όπως αναιμίας, καρκίνου του μαστού και για αναπλήρωση μυικού ιστού μετά από χειρουργικές επεμβάσεις. Ωστόσο, πολλοί λαμβάνουν ΣΑΣ για βελτίωση της εμφάνισής τους και της αντοχής τους. Αποτελεσματικότερη, πιθανώς λόγω συνεργιστικής δράσης, θεωρείται η ταυτόχρονη λήψη δύο ή περισσότερων ΣΑΣ, κάποια από αυτά με ενέσεις και στη συνέχεια από το στόμα. Η μέθοδος αυτή στη γλώσσα των χρηστών ΣΑΣ ονομάζεται "stacking" (ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως "επιστοίβαση") και θα πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη για την υγεία τους.
  • 28. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 28 Τα ΣΑΣ αυξάνουν την ικανότητα σκληρής εξάσκησης, βελτιώνουν την αποκατάσταση (relaxation) των μυών και την αντοχή στην κόπωση. Η χρήση τους δεν περιορίζεται στους αθλητές ή στα γυμναστήρια (για bodybuilding), αλλά έχει αρχίσει να διαδίδεται και σε νέους ανθρώπους. Πολλοί νέοι (ακόμα και έφηβοι) λαμβάνουν ΣΑΣ προσπαθώντας να βελτιώσουν την εμφάνισή τους, να δείχνουν περισσότερο μυώδεις και εντυπωσιακοί στις παρέες τους, ενώ τα κορίτσια θεωρούν τα ΣΑΣ ως "εύκολο δρόμο" ταχείας απόκτησης όμορφου σώματος και με λιγότερο λίπος. Μελέτες έδειξαν ότι οι μαθητές γυμνασίου που κάνουν χρήση είναι περίπου το 5%, ενώ οι αθλητές του bodybuilding φτάνουν το 50%. [11, 12, 13] Πέραν των προηγουμένων οι χρήστες ΣΑΣ αισθάνονται ισχυρότεροι, καθίστανται επιθετικότεροι και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Τις αστυνομικές αρχές απασχολεί το γεγονός ότι η χρήση ΣΑΣ οδηγεί συχνά νέους ανθρώπους στη διάπραξη εγκλημάτων βίας. Είναι χαρακτηριστικό το ότι η ευρύτερη χρήση ΣΑΣ έγινε κατά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Χορηγούνταν τόσο στους Γερμανούς στρατιώτες για να πετύχουν μέγιστη επιθετικότητα και αντοχή, όσο και προς τους αιχμαλώτους πολέμου ως αντίδοτο προς την καχεξία και για αύξηση της απόδοσης και αντοχής τους στις εργασίες που τους υποχρέωναν να εκτελούν κάτω από σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες. Τα πιο κοινά στεροειδή που χρησιμοποιούνται εκτός από τη τεστοστερόνη, είναι η nandrolone, stanozolol και methandienone. Η τεστοστερόνη αποτελεί το πιο επιθυμητό στεροειδές αλλά είναι δύσκολο να αποδείξεις τη χορήγηση του γιατί παράγεται και ενδογενώς.
  • 29. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 29 Εικόνα 5: Οι τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στην τεστοστερόνη για την παρασκευή διάφορων τύπων συνθετικών αναβολικών στεροειδών. Εικόνα 6: Τροποποιήσεις στην τεστοστερόνη. [14]
  • 30. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 30 Για τη μεγιστοποίηση των αναβολικών ιδιοτήτων των στεροειδών γίνονται τροποποιήσεις στη τεστοστερόνη. Πολλά στεροειδή που έχουν προκύψει έχουν απαγορευθεί όπως η methandienone, methyltestosterone, oxandrolone and stanozolol. Τα μόνα που παρασκευάζονται νόμιμα είναι το nandrolone, mesterolone και oxymetholone. Οι τροποποιήσεις όπως η αντικατάσταση του 17α ΟΗ με μεθυλομάδα ή αιθυλομάδα είναι απαραίτητη για την πρόσληψη των στεροειδών από τη στοματική κοιλότητα. Άλλες τροποποιήσεις έχουν στόχο να ξεπεράσει η ουσία τον πρώτο μεταβολισμό. [15] Τα ΣΑΣ διατηρούν τη βασική δομή της τεστοστερόνης και η σύνθεσή τους αποβλέπει στην τροποποίηση της έντασης ενός ή περισσότερων από τα χαρακτηριστικά της. 'Έτσι, σε πολύ γενικές γραμμές, μπορεί να παρουσιάζουν: (α) ενισχυμένη αναβολική δράση σε σχέση με την ανδρογόνο ή αντίστροφα, (β) διαφορετική συγγένεια προς τους υποδοχείς της τεστοστερόνης, (γ) διαφορετική μεταβολική διαδρομή, (δ) δυνατότητα χορήγησης από το στόμα, (ε) διαφορετική διάρκεια δράσης, (στ) ταχύτερο ή βραδύτερο μεταβολισμό και ρυθμό απομάκρυνσης από τον οργανισμό. Από το 1950 και μετά έχουν συντεθεί και μελετηθεί περισσότερα από χίλια διαφορετικά παράγωγα της τεστοστερόνης. Οι βιοχημικοί σύντομα διαπίστωσαν ότι προσθήκες ή αποσπάσεις χαρακτηριστικών ομάδων από ορισμένα σημεία του μορίου, προσέδιδαν σε κάποιο βαθμό προβλέψιμες ιδιότητες. Γενικά, οι τροποποιήσεις αυτές αποβλέπουν στην αύξηση της αναβολικής δράσης και τη μείωση της ανδρογόνου δράσης, έτσι ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε ΣΑΣ αποτελεί ο λόγος αναβολικής προς την ανδρογόνο δράση (anabolic/androgenic ratio). Πρέπει να σημειωθεί ότι πλήρης αποσύνδεση των δύο δράσεων δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα.
  • 31. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 31 Η πλέον συνηθισμένη και απλούστερη χημική τροποποίηση των στεροειδών είναι η εστεροποίηση του υδροξυλίου της θέσης C-17 στον πενταμελή δακτύλιο. Η εστεροποίηση αυξάνει τη λιποφιλικότητα του μορίου, το στεροειδές διατηρείται επί μακρότερο στους λιπαρούς ιστούς (όπου δεν υπόκειται σε ενζυμικό μεταβολισμό), αποδεσμεύεται με βραδύτερο ρυθμό και έτσι αποκτά πλέον παρατεταμένη δράση. Επίσης, φαίνεται ότι αυξάνει τον λόγο αναβολικής προς την ανδρογόνο δράση. [16] 'Άλλες χαρακτηριστικές χημικές τροποποιήσεις είναι η αντικατάσταση του μεθυλίου της θέσης C-19 με υδρογόνο και η αύξηση του αριθμού των διπλών δεσμών και η προσθήκη χαρακτηριστικών ομάδων στον δακτυλίους (π.χ. υδροξύλια, αλογόνα). Επίσης, η προσθήκη μεθυλίου στον C-17 αποτρέπει τον μεταβολισμό του στεροειδούς στο ήπαρ οπότε αυτό μπορεί να ληφθεί και από το στόμα, ωστόσο για τον ίδιο λόγο αυξάνεται η ηπατοτοξικότητα του στεροειδούς. Επιβράδυνση του μεταβολισμού επιφέρει και η παρουσία διπλού δεσμού μεταξύ των C-1 και C-2 . [17] Συνήθης ονοματολογία αναβολικών στεροειδών. [18] Η συνηθέστερα χρησιμοποιούμενη ονοματολογία των αναβολικών στεροειδών ξεκινάει από δύο βασικές δομές (πυρήνες): το 5α-ανδροστάνιο (5α-androstane) και το 5α-οιστράνιο (5α-estrane). Ο πυρήνας του ανδροστανίου αποτελείται από ένα σύστημα τεσσάρων δακτυλίων (A-D) με δύο μεθύλια στις θέσεις C-18 και C-19. Το οιστράνιο διαφέρει μόνο ως προς την απουσία του μεθυλίου της θέσης C-19. Η αρίθμηση και των δύο δομών είναι η ίδια. Επειδή τα μόρια είναι επίπεδα χρησιμοποιείται η ονοματολογία α/β για να δειχθεί η θέση των υποκαταστατών ως προς το επίπεδο του μορίου. Η θέση που βρίσκεται "πίσω" από το επίπεδο χαρακτηρίζεται ως "α", ενώ η θέση που βρίσκεται "εμπρός" χαρακτηρίζεται ως "β". 'Έτσι, τα μεθύλια στις βασικές δομές βρίσκονται σε θέσεις "β", ενώ τα υδρογόνα των θέσεων C-5 βρίσκονται σε θέσεις "α". Εικόνα 7.
  • 32. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 32 Εικόνα 7: Βασικές δομές στεροειδών. Μηχανισμοί δράσης Τα αναβολικά στεροειδή ασκούν τουλάχιστον διπλή δράση στη μυϊκή μάζα: (α) αυξάνουν την παραγωγή πρωτεϊνών, (β) μειώνουν τον χρόνο αποκατάστασης (recovery time), καλύπτοντας τη δράση στους μύες της στρεσογόνου ορμόνης κορτιζόλης, μειώνοντας έτσι και τον καταβολισμό του μυός. Τα αναβολικά στεροειδή μειώνουν τον αριθμό των κυττάρων που αποθηκεύουν λίπος, υποβοηθώντας τη διαφοροποίησή τους προς μυϊκά κύτταρα. Σε αντίθεση με τις πεπτιδικές ορμόνες που δρουν σε υποδοχείς που βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων, τα αναβολικά στεροειδή δρουν στον πυρήνα των κυττάρων. Τα μόρια των αναβολικών διαπερνούν την κυτταρική μεμβράνη του κυττάρου-"στόχου" και σχηματίζουν συμπλέγματα με πρωτεΐνες γνωστές ως υποδοχείς στεροειδών (steroid receptors) που βρίσκονται στο κυτταρόπλασμα. Ειδικά, τα αναβολικά στεροειδή συνδέονται με τους υποδοχείς ανδρογόνων (androgen receptors AR). Μόλις πραγματοποιηθεί η σύνδεση στεροειδούς-υποδοχέα, το σύμπλοκο κινείται προς τον πυρήνα του κυττάρου επιδρώντας πλέον στη γονιδιακή έκφραση, τροποποιώντας τη γενετική πληροφορία του DNA. Το αποτέλεσμα είναι αύξηση της παραγωγής πρωτεϊνών που συνδέονται με την ανάπτυξη των μυών. Τα στεροειδή μπορούν επίσης να επάγουν τη μετάδοση δεύτερων μηνυμάτων μέσω της σύνδεσης τους με υποδοχέα (membrane-bound sex hormone-binding globulin receptor), και με τη διέγερση της tyrosine kinase c-SRC. [19, 20, 21]
  • 33. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 33 Εικόνα 8: Σύνδεση των στεροειδών με τον ενδοκυτταρικό υποδοχέα. [22] Ο υποδοχέας των ανδρογόνων ανήκει στην υπεροικογένεια των πυρηνικών υποδοχέων που ρυθμίζουν τη μεταγραφή γονιδίων. Το τμήμα του υποδοχέα που συνδέεται με το DNA αποτελείται από δύο υπομονάδες που ονομάζονται ‘zinc- fingers' δάκτυλοι ψευδαργύρου (τέσσερις κυστείνες που συνδέονται με άτομο ψευδαργύρου). [23] Απουσία ορμόνης ο υποδοχέας συνδέεται με την πρωτεΐνη θερμικού σοκ Hsp90 και την p23 (λειτουργούν ως μοριακές σαπερονίνες) και το TPR (co-chaperones utilizing tetratricopeptide repeat). [24] Τα στεροειδή είναι σχετικά μικρά μόρια, η τεστοστερόνη έχει Mr 288 και εύκολα διαχέεται στο εσωτερικό του κυττάρου, συνδέεται με τον υποδοχέα και το σύμπλοκο υποδοχέα – Hsp 90 αποδιατάσσεται. [25, 26]
  • 34. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 34 Η συγγένεια των στεροειδών με τον υποδοχέα τους διαφέρει, βρέθηκε η σειρά συγγένειας: nandrolone>methenolone>testosterone>mesterolone. [27] Η συγγένεια των αναβολικών στεροειδών με τους υποδοχείς εξαρτάται από τη χημική δομή τους. Ορισμένα αναβολικά, όπως η μεθανδροστενολόνη (Dianabol) δεσμεύονται χαλαρά και επηρεάζουν έτσι την πρωτεϊνοσύνθεση ή τη γλυκογονόλυση και άλλα, όπως η οξανδρολόνη (Anavar), δεσμεύονται σταθερά και επηρεάζουν τη γονιδιακή έκφραση. Εικόνα 9 Εικόνα 9: Δομή dianabol και anavar.
  • 35. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 35 Κλινικές εφαρμογές των αναβολικών. Τα αναβολικά στεροειδή, όπως οι εστέρες της τεστοστερόνης, oxymetholone και oxandrolone, παίζουν σημαντικό ρόλο στη θεραπεία της καχεξίας που συνδέεται με το AIDS, μετά από εγκαύματα και στη νεφρική ανεπάρκεια. [28, 29, 30] Η trestolone χρησιμοποιείται στη σαρκοπενία, και η χρήση oxandrolone σε ηλικιωμένες γυναίκες διεγείρει τη σύνθεση πρωτεϊνών στους μύες. [31, 32] Το 1996 σε μια μελέτη χορηγήθηκε τεστοστερόνη για 10 εβδομάδες 600 mg, και παρατηρήθηκε αύξηση των μυών και της δύναμης, και με την άσκηση αυτά τα αποτελέσματα μεγιστοποιήθηκαν. [33] Διεγείρουν τον ερυθρό μυελό των οστών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις υποπλαστικής και απλαστικής αναιμίας. [34] Χρησιμοποιήθηκαν σαν δευτερογενή θεραπεία σε παιδιά που δεν παρουσίαζαν φυσιολογική ανάπτυξη. [35] Σε περιπτώσεις καρκίνου και σε χρόνιες περιπτώσεις απώλειας βάρους τα στεροειδή χρησιμοποιήθηκαν για την αύξηση της μυϊκής μάζας και διέγερση της όρεξης. [36] Η τεστοστερόνη (enantanate) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντρικό αντισυλληπτικό. [37] Βελτίωση της libido σε ηλικιωμένους άντρες. [38] Αυξάνουν τη μέγιστη εισπνεόμενη πίεση. [39]
  • 36. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 36 Παρενέργειες από τα αναβολικά Τα (AAS) ανδρογόνα στεροειδή αναβολικά χρησιμοποιούνται από αθλητές σε δοσολογία που υπερβαίνει τα φυσιολογικά επίπεδα αναπλήρωσης από 10 εως 50 φορές ή και περισσότερο. Αυτό οδηγεί σε υπερανδρογόνες καταστάσεις στον οργανισμό και έχει ως αποτέλεσμα την προκαλούμενη από τα αναβολικά διαταραχή της ενδοκρινικής ισορροπίας και πολλές ανεπιθύμητες για την υγεία σωματικές και ψυχικές επιδράσεις. Στους άνδρες: Ακμή, αυξημένη επιθετικότητα και σεξουαλική διάθεση. Χρήση για μεγάλο διάστημα μπορεί να προκαλέσει στειρότητα και ανικανότητα, αναστολή της σπερματογένεσης, συρρίκνωση και σκλήρυνση των όρχεων, νεφρική βλάβη, γυναικομαστία, αλωπεκία, υπερτροφία προστάτη, μειωμένη παραγωγή ενδογενούς τεστοστερόνης και γοναδοτροπινών. Εικόνα 10 Στις γυναίκες: Ακμή, ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, μεταξύ αυτών τριχοφυΐα στο πρόσωπο και στο σώμα, βάθυνση του τόνου της φωνής, διαταραχές έμμηνης ρύσης (περιόδου), αυξημένη επιθετικότητα και σεξουαλική διάθεση, υπερτροφία κλειτορίδας, συρρίκνωση του στήθους, αλωπεκία ανδρικού τύπου, πολύ αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης, μειωμένα επίπεδα ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης. Στους εφήβους: Σοβαρή ακμή στο πρόσωπο και στο σώμα, ανδρογενή σωματοκατασκευή στις νέες γυναίκες, αναστολή της σωματικής ανάπτυξης εξαιτίας της πρώιμης σύγκλισης των επιφύσεων των οστών (Οι παρενέργειες αυτές μπορεί να είναι μόνιμες). Καρδιαγγειακές βλάβες: Σχηματισμός θρόμβων, αυξημένη πίεση αίματος, υπέρταση, ταχυκαρδία, καρδιακή προσβολή, υπερινσουλιναιμία, αιφνίδιος καρδιακός θάνατος, θρόμβωση, αύξηση της αθηρωγόνου LDL-χοληστερόλης.
  • 37. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 37 Ενδοκρινικές βιοχημικές διαταραχές: Μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη, αλλαγές στο λιποπρωτεϊνικό προφίλ (αλλαγές στο ισοζύγιο HDL/LDL), αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, εξασθένιση της θυρεοειδικής λειτουργίας, αντίσταση στην ινσουλίνη και μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη, καταστολή των επιπέδων ACTH, LH και FSH, μεταβολές στις συγκεντρώσεις τόσο των αρσενικών όσο και των θηλυκών ορμονών. Ηπατικές βλάβες: Ηπατίτιδα, καρκίνος, ίκτερος, ηπατοκυτταρικό αδένωμα. Εικόνα 11 'Αλλες βλάβες: Νανισμός (πολύ μικρό ύψος), πιθανή καρκινογένεση Ψυχολογικές παρενέργειες: Κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, αδυναμία συγκέντρωσης, επιθετικότητα, βιαιότητα, παράνοια, υπερδιέγερση. Στις γυναίκες, η ατροφία του στήθους, η υπερτροφία της κλειτορίδας, οι αλλαγές της φωνής, η υπερτρίχωση και η αλωπεκία είναι γενικά μη αναστρέψιμες. Αν και οι περισσότερες από τις άλλες παρενέργειες των AAS θεωρούνται αναστρέψιμες μετά από διακοπή της χρήσης τους, μερικές αναφορές περιστατικών υποδεικνύουν ότι τα προβλήματα μπορεί να παραμείνουν για χρόνια και ότι δεν επέρχεται πάντοτε ανάρρωση. Επιπρόσθετα, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία από την κατάχρηση AAS είναι άγνωστες. Για παράδειγμα, το μεταβαλλόμενο ορμονικό περιβάλλον που παρατηρείται ύστερα από συμπλήρωμα προορμονών τεστοστερόνης είναι παρόμοιο με το ορμονικό προφίλ που παρατηρείται σε άντρες με καρκίνο του προστάτη, καρκίνο των όρχεων και καρκίνο του παγκρέατος.
  • 38. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 38 Τα κυριότερα σωματικά προβλήματα που προκαλούν τα αναβολικά είναι: 1) Μείωση του όγκου των όρχεων (μπορεί να είναι μόνιμη εάν υπάρχει παρατεταμένη χρήση των στεροειδών αναβολικών) 2) Μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων 3) Σεξουαλική ανικανότητα 4) Πρόωρη φαλάκρα 5) Μεγέθυνση του προστάτη 6) Γυναικομαστία 7) Δυσκολίες ή πόνος κατά την ούρηση 8) Επιδείνωση σπερματογέννεσης 9) Στειρότητα 10) Στυτικές διαταραχές 11) Μεταβολή της λίμπιντο 12) Αλωπεκία 13) Ακμή 14) Αυξημένη επιθετικότητα και σεξουαλική διάθεση 15) Αναστολή της ωορρηξίας 16) Διαταραχές εμμήνου ρύσεως 17) Δημιουργία κύστεων στις ωοθήκες 18) Μεγέθυνση της κλειτορίδας 19) Μειωμένο μέγεθος στήθους 20) Ατροφία της μήτρας Στα παιδιά και στους νέους ενήλικες, τα αναβολικά μπορούν να βλάψουν τις περιοχές στα άκρα των οστών που είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη τους, με αποτέλεσμα να καταστέλλουν την ανάπτυξη σε ύψος.
  • 39. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 39 Οι επιδράσεις των αναβολικών στον ψυχικό κόσμο αυτών που τα παίρνουν είναι οι ακόλουθες: Ευερεθιστικότητα Ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα οργής που μπορούν να οδηγήσουν σε βίαιες πράξεις Σοβαρές αλλαγές στη διάθεση με αποτέλεσμα να προκαλείται κατάθλιψη όταν διακοπεί η λήψη των αναβολικών, ή οποία μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Ψευδαισθήσεις Εξασθένηση της ικανότητας κρίσης που προέρχεται από το γεγονός ότι υπάρχει υπερβολική αυτοπεποίθηση και το αίσθημα ότι κάποιος είναι αήττητος Παρανοϊκή ζήλια [40-60] Το αξίωμα, ιδιαίτερα μεταξύ των bodybuilders που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις υπερβολικά μεγάλες ποσότητες των στεροειδών, «όσο παίρνετε, τόσο περισσότερο μπορείτε να αυξηθείτε» πρέπει να συνοδεύεται με «περισσότερο μπορεί να βλάψει την υγεία σας». Ανίχνευση Το πιο κοινό βιολογικό υλικό για την ανίχνευση των στεροειδών αναβολικών είναι τα ούρα, αν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αίμα και τρίχες. Μπορούν να ανιχνευθούν μεταβολίτες 30 ημέρες μετά από τη χρήση. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η αέρια χρωματογραφία και φασματομετρία μαζών ή και υγρή χρωματογραφία. [61]
  • 40. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 40 Εικόνα 10. Δεξιά ατροφία όρχεος σε 30 χρονών άντρα που χρησιμοποιούσε αναβολικά. [62] Εικόνα 11: Αδένωμα σε ήπαρ ατόμου που έκανε κατάχρηση στεροειδών ανδρογόνων.
  • 41. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 41 Τρενβολόνη Η τρενβολόνη είναι ένα συνθετικό στεροειδές που παρασκευάσθηκε από τους Velluz, Nommne, Bucourt και Mathieu το 1963. Χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη της μυικής μάζας και της όρεξης των βοoειδών και η κτηνιατρική της χρήση επιτρέπεται στις ΗΠΑ. Η χορήγησή της (συνήθως σε συνδυασμό με οιστραδιόλη) αυξάνει τη διατροφική απόδοση, δηλαδή το ποσοστό της καταναλισκόμενης τροφής που μετατρέπεται σε μυϊκή μάζα και επομένως παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό όφελος. Εικόνα 12 Η τρενβολόνη δεν έχει εγκριθεί για χρήση σε ανθρώπους, λόγω έλλειψης κλινικών εφαρμογών και πιθανών αρνητικών παρενεργειών. Ωστόσο, διακινείται παράνομα στα γυμναστήρια (bodybuilding) με κύριο σκοπό (όπως και στην περίπτωση των βοοειδών) την ταχεία ανάπτυξη μυϊκής μάζας. [63] Εικόνα 12:Tρενβολόνη (17β-υδροξυ-οιστρα-4,9,11-τριεν-3-όνη) Η Τρενβολόνη είναι συνθετικό στεροειδές που χρησιμοποιείται για την ορμονική ανάπτυξη των βοοειδών. Ωστόσο, χρησιμοποιείται και ως αναβολικό σε γυμναστήρια (bodybuilding) και για το ντόπινγκ αθλητών, ιδιαίτερα της άρσης βαρών.
  • 42. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 42 Άλλοι αναβολικοί παράγοντες Η ομάδα των άλλων αναβολικών παραγόντων περιλαμβάνει ουσίες με ποικίλους τρόπους δράσης. Η κλενβουτερόλη και η ζιλπατερόλη είναι β2-αγωνιστές. Ως βρογχοδιασταλτικός παράγοντας, η κλενβουτερόλη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του άσθματος και άλλων ασθενειών σχετιζόμενων με βρογχόσπασμο στους ανθρώπους. Η κλενβουτερόλη φέρει, επίσης, σημαντικές αναβολικές και λιπολυτικές επιπτώσεις και η χρήση της από τους αθλητές επιχειρείται για την ικανότητά της να αυξάνει την καθαρή μυϊκή μάζα και να μειώνει το σωματικό λίπος. Η ζιλπατερόλη συγκεκριμένα παράγεται και χρησιμοποιείται ως ενισχυτικό της ανάπτυξης στα βοειδή. Η ζερανόλη και η τιμπολόνη είναι οιστρογόνες ουσίες με αναβολική δράση. Σε μερικές χώρες εκτός Ευρώπης, η ζερανόλη χρησιμοποιείται ως διεγερτικό της ανάπτυξης στη ζωική παραγωγή και δεν επιτρέπεται η χρήση στον άνθρωπο ενώ η τιμπολόνη χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες. Οι SARMs είναι μια νέα κατηγορία μη-στεροειδών ερευνητικών φαρμάκων που δρουν ως πλήρεις αγωνιστές των AR σε κύτταρα στόχους. [64, 65] Η ερυθροποιητίνη (EPO) είναι μια γλυκοπρωτεϊνική ορμόνη που απελευθερώνεται από τους νεφρούς (85%) και το ήπαρ (15%): η έκκριση EPO διεγείρεται από την υποξία. Η Ερυθροποιητίνη είναι μια ουσία με μεγάλη αναγνώριση στην ιατρική λόγω της σημαντικής βοήθειας που προσφέρει σε νεφροπαθείς και ανθρώπους με αναιμίες. Παράλληλα, είναι το νούμερο ένα όπλο, συμβατικό στο ντόπινγκ. [66, 67] Η ανθρώπινη αυξητική ορμόνη (hGH) είναι μια πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από τον αδένα του προσθίου λοβού της υπόφυσης και διεγείρει την αύξηση των οστών, των μυών και των ιστών. Η GH πιθανώς να χρησιμοποιείται κακώς από τους αθλητές σε μια προσπάθειά τους να προκαλέσουν μυϊκή και οστική ανάπτυξη. O IGF -1 είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από το ήπαρ και άλλους ιστούς του σώματος, ως απάντηση στην GH.
  • 43. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 43 Η πλειονότητα των δράσεων της GH, όσον αφορά την προαγωγή της ανάπτυξης, στην πραγματικότητα οφείλεται στη δράση του IGF -1 στα κύτταρα στόχους. Η κυκλοφορούσα ποσότητα IGF -1 πρέπει να θεωρείται περισσότερο σαν ένας «δείκτης» της δράσης της GH στο ήπαρ, παρά ένας μηχανισμός με τον οποίο η GH ασκεί τις επιδράσεις της. Η ανθρώπινη αυξητική ορμόνη είναι προϊόν του εγκεφάλου και βοηθά το σώμα να ελέγχει την χρήση των πρωτεϊνών και υδατανθράκων στην διαδικασία της ανάπτυξης. Διεγείρει την ανάπτυξη των ιστών του σώματος, είναι ισχυρό λιποδιαλυτικό και αυξάνει την μυϊκή μάζα. Τα επίπεδα της φυσικής ορμόνης είναι στο μέγιστο κατά την διάρκεια της φυσιολογικής ωριμότητας, αλλά συνεχίζει να παράγεται σε μικρότερες ποσότητες καθόλη τη διάρκεια της ενηλικίωσης, ως επί το πλείστον στην διάρκεια βαθύ ύπνου. Εικάζεται ότι όταν μειώνονται τα επίπεδα της ορμόνης, με την γήρανση, είναι εν μέρη υπεύθυνη για την μείωση κάποιων σωματικών λειτουργιών, όπως δύναμη, υγεία και ανοσοποιητική λειτουργία όπως φυσιολογικά παρουσιάζεται κατά την γήρανση. Η κύρια δράση της αυξητικής ορμόνης είναι η διέγερση της πρωτεϊνοσύνθεσης. Είναι τόσο ισχυρή τουλάχιστον όσο και η τεστοστερόνη στον τομέα αυτό. Επιπρόσθετα προκειμένου να διεγείρει την πρωτεϊνοσύνθεση, η GH ταυτόχρονα κινητοποιεί το λίπος μέσω μιας άμεσης λιπολυτικής δράσης.Η GH έχει χρησιμοποιηθεί ως φάρμακο κατάχρησης στον αθλητισμό από τις αρχές του 1980. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Ben Johnson, ο οποίος βρέθηκε θετικός στα αναβολικά στεροειδή και παραδέχθηκε εκ των υστέρων έρευνα ότι έκανε χρήση GH για πολλά χρόνια. [68] Οι γοναδοτροπίνες οι οποίες είναι απαγορευμένες μόνο στους άνδρες είναι η ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH) και η ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG). Η LH είναι μια γλυκοπρωτεΐνη που εκκρίνεται από τον αδένα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης, η οποία ρυθμίζει τις εκκριτικές και γαμετογενετικές λειτουργίες των όρχεων και των ωοθηκών. Η υποθαλαμική εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών (GnRH) διεγείρει την έκκριση της LH. Η ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG) είναι μια ορμόνη του πλακούντα και η παρουσία της στο πλάσμα και τα ούρα αποτελεί μια από τις πιο πρώιμες ενδείξεις για εγκυμοσύνη και συνιστά τη βάση για τα τεστ εγκυμοσύνης. Μικρές ποσότητες hCG εκκρίνονται επίσης από διάφορες νεοπλασίες και στα δύο φύλα (καρκινικός δείκτης). [69]
  • 44. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 44 Η ινσουλίνη εκκρίνεται από τα β-κύτταρα των νησιδίων του Langerhans στο ενδοκρινές πάγκρεας. Κυρίως δρα στο μεταβολισμό των υδατανθράκων, των λιπιδίων και των πρωτεϊνών. Επιτρέπεται μόνο για τη θεραπεία αθλητών με βεβαιωμένο ινσουλινο-εξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη. [70] Η κορτικοτροπίνη (φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη, ACTH) παράγεται στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και ρυθμίζει την έκκριση των στεροειδών ορμονών από το φλοιό των επινεφριδίων. Κάτω από την επίδραση ποικίλων στρεσσογόνων παραγόντων, ο υποθάλαμος εκκρίνει την εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης (CRH), η οποία διεγείρει την απελευθέρωση της ACTH. [71] Άλλες παρενέργειες αναβολικών παραγόντων: Οι παρενέργειες της κλενβουτερόλης, όπως και των άλλων β2-αγωνιστών, είναι η αυξημένη καρδιακή συχνότητα, αρρυθμίες, αιφνίδιος καρδιακός θάνατος, μυϊκός τρόμος και κράμπες, πονοκέφαλος, νευρικότητα και αϋπνία. Καθώς η ζερανόλη χρησιμοποιείται μόνο στα ζώα, δεν υπάρχουν πληροφορίες για τις παρενέργειές της στους ανθρώπους, αλλά μελέτες στα ζώα καταδεικνύουν τοξικές επιδράσεις στο ήπαρ και αυξημένο κίνδυνο ηπατικής καρκινογένεσης. Στις γυναίκες, η χρήση της τιμπολόνης μπορεί να οδηγήσει σε ναυτία, εμέτους, μυαλγία, πονοκέφαλο και υπερτρίχωση. Οι παρενέργειες των SARMs είναι άγνωστες καθώς κανένα φάρμακο αυτού του τύπου δεν έχει εμφανιστεί στην αγορά μέχρι σήμερα Τα διουρητικά: τα οποία χρησιμοποιούνται για την απώλεια βάρους αλλά και για την αποβολή ή αραίωση διαφόρων ουσιών στο αίμα Το γονιδιακό ντόπινγκ: το οποίο χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση νοσημάτων όπως αναιμίες, μυϊκή δυστροφία, οι παθήσεις των περιφερειακών αγγείων Το φυσικό ντόπινγκ: το οποίο χρησιμοποιείται για της αθλήτριες που μένουν έγκυες και στην συνέχεια διακόπτουν την εγκυμοσύνη στον τρίτο μήνα 1 έως 2 μήνες πριν τους αγώνες.
  • 45. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 45 Πίνακας: Δράσεις φαρμάκων που χρησιμοποιούνται και ως αναβολικά [72]
  • 46. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 46 Βιβλιογραφία 1. Alberts B et al. Βασικές Αρχές Κυτταρικής Βιολογίας. 1999 Ιατρικές εκδόσεις Πασχαλίδη. 2. Mooradian AD, Morley JE, Korenman SG. Biological actions of androgens. Endocr Rev. 1987;8:1–28. 3. Zitzmann M, Nieschlag E. Androgens and bone metabolism Testosterone 2004. Cambridge University Press: UK; 233–254.254In: Nieschlag E, Behre HM (eds).3rd edn. 4. Thigpen AE, Silver RI, Guileyardo JM, Casey ML, McConnell JD, Russell DW. Tissue distribution and ontogeny of steroid 5-alpha-reductase isozyme expression. J Clin Invest. 1993;92:903–910. 5. Laporte, Y. (2006). "Charles-Édouard Brown-Séquard. Une vie mouvementée et une contribution importante à l'étude du système nerveux (Charles- Édouard Brown-Séquard. An eventful life and a significant contribution to the study of the nervous system)". Comptes Rendus Biologies 329: 363–368. 6. Hoppe Seylers Z Physiol Chem, 233: 281, 1935. 7. Ruzicka and Wettstein, Helvet. Chim. Acta, 18, 1264 (1935). 8. Wettstein,Schweiz. Med. Woch., 85, 912 (1935). 9. Freeman ER, Bloom DA, McGuire EJ: "A brief history of Testosterone", The Journal of Urology, 165:371-373, 2001. 10. Hanukoglu I (Dec 1992). "Steroidogenic enzymes: structure, function, and role in regulation of steroid hormone biosynthesis.". J Steroid Biochem Mol Biol 43 (8): 779–804. 11. Korkia P, Stimson GV. Anabolic Steroid Use in Great Britain: An Exploratory Investigation 1993. The Centre for Research on Drugs and Health Behaviour: London. 12. Korkia P, Stimson GV. Indications of prevalence, practice and effects of anabolic steroid use in Great Britain. Int J Sports Med. 1997;18:557–562.
  • 47. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 47 13. Lenehan P, Bellis M, McVeigh J. A study of anabolic steroid use in the North West of England. J Perform Enhancing Drugs. 1996;1:57–71. 14. Kicman AT, Gower DB. Anabolic steroids in sport: biochemical, clinical and analytical perspectives. Ann Clin Biochem. 2003b;40:321–356. 15. van der Vies J. Pharmacokinetics of anabolic steroids. Wien Med Wochenschr. 1993;143:366–368. 16. Roberts B: "Anabolic Steroid Esters" (Steroids-Pharmacy.com, December 1999)". 17. Shanzer W: "Metabolism of anabolic androgenic steroids", Clinical Chemistry, 42(7):1001-1020, 1996. 18. Alltech, Data sheet D01500: "Anabolic Steroids". 19. Cato AC, Nestl A, Mink S. Rapid actions of steroid receptors in cellular signaling pathways. Sci STKE. 2002; 20. Heinlein CA, Chang C. The roles of androgen receptors and androgen-binding proteins in nongenomic androgen actions. Mol Endocrinol. 2002a;16:2181– 2187. 21. Losel RM, Falkenstein E, Feuring M, Schultz A, Tillmann HC, Rossol-Haseroth K, et al. Nongenomic steroid action: controversies, questions, and answers. Physiol Rev. 2003;83:965–1016. 22. Weigel NL, Moore NL. Steroid receptor phosphorylation: a key modulator of multiple receptor functions. Mol Endocrinol. 2007;21:2311–2319. 23. Mangelsdorf DJ, Thummel C, Beato M, Herrlich P, Schutz G, Umesono K, et al. The nuclear receptor superfamily: the second decade. Cell. 1995;83:835–839 24. Picard D. Chaperoning steroid hormone action. Trends Endocrinol Metab. 2006;17:229–235. 25. Warnmark A, Treuter E, Wright APH, Gustafsson JA. Activation functions 1 and 2 of nuclear receptors: molecular strategies for transcriptional activation. Mol Endocrinol. 2003;17:1901–1909.
  • 48. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 48 26. Klocker H, Gromoll J, Cato ACB. The androgen receptor: molecular biology Testosterone 2004. Cambridge University Press: Cambridge, UK; In: Nieschlag E, Behre HM (eds).3rd. 27. Saartok T, Dahlberg E, Gustafsson JA. Relative binding-affinity of anabolic– androgenic steroids—comparison of the binding to the androgen receptors in skeletal muscle and in prostate, as well as to sex hormone-binding globulin. Endocrinology. 1984;114:2100–2106. 28. Basaria S, Wahlstrom JT, Dobs AS. Anabolic–androgenic steroid therapy in the treatment of chronic diseases. J Clin Endocrinol Metab. 2001;86:5108–5117. 29. Shahidi NT. A review of the chemistry, biological action, and clinical applications of anabolic–androgenic steroids. Clin Ther. 2001;23:1355–1390. 30. Berger JR, Pall L, Hall CD, Simpson DM, Berry PS, Dudley R (1996). "Oxandrolone in AIDS-wasting myopathy". AIDS 10 (14): 1657–62. 31. Yohansen KL, Painter PL, Sakkas GK, Gordon P, Doyle J, Shubert T. Effects of resistance exercise training and nandrolone decanoate on body composition and muscle function among patients who receive hemodialysis: a randomized, controlled trial. J Am Soc Nephrol. 2006;17:2307–2314. 32. Sheffield-Moore M, Paddon-Jones D, Casperson SL, Gilkison C, Volpi E, Wolf SE, et al. Androgen therapy induces muscle protein anabolism in older women. J Clin Endocrinol Metab. 2006;91:3844–3849. 33. Bhasin S, Storer TW, Berman N, Callegari C, Clevenger B, Phillips J, et al. The effects of supraphysiologic doses of testosterone on muscle size and strength in normal men. N Engl J Med. 1996;335:1–7. 34. Basaria S, Wahlstrom JT, Dobs AS (November 2001). "Clinical review 138: Anabolic-androgenic steroid therapy in the treatment of chronic diseases". J. Clin. Endocrinol. Metab. 86 (11): 5108–17. 35. Ranke MB, Bierich JR (1986). "Treatment of growth hormone deficiency". Clinics in endocrinology and metabolism 15 (3): 495–510.
  • 49. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 49 36. Grunfeld C, Kotler DP, Dobs A, Glesby M, Bhasin S (2006). "Oxandrolone in the treatment of HIV-associated weight loss in men: a randomized, double- blind, placebo-controlled study". J. Acquir. Immune Defic. Syndr. 41 (3): 304– 14. 37. Matsumoto AM (1990). "Effects of chronic testosterone administration in normal men: safety and efficacy of high dosage testosterone and parallel dose-dependent suppression of luteinizing hormone, follicle-stimulating hormone, and sperm production". J. Clin. Endocrinol. Metab. 70 (1): 282–7 38. Nieschlag E, Büchter D, Von Eckardstein S, Abshagen K, Simoni M, Behre HM (December 1999). "Repeated intramuscular injections of testosterone undecanoate for substitution therapy in hypogonadal men". Clin. Endocrinol. (Oxf) 51 (6): 757–63 39. Gething AD, Grace FM, Davies B, Baker JS (Oct–Dec 2011). "Effects of Long- Term Anabolic Androgenic Steroid Administration on Respiratory Function". Research in Sports Medicine 19 (4): 231–244. 40. Lukas SE. CNS effects and abuse liability of anabolic–androgenic steroids. Annu Rev Pharmacol Toxicol. 1996;36:333–357. 41. Christiansen K. Behavioural effects of androgen in men and women. J Endocrinol. 2001;170:39–48. 42. Christiansen K. Behaviour correlates of testosterone 2004. Cambridge University Press: UK; 233–254.254In: Nieschlag E, Behre HM. 43. Kuhn CM. Anabolic steroids. Recent Prog Horm Res. 2002;57:411–434. 44. Yesalis CE, Kennedy NJ, Kopstein AN, Bahrke MS. Anabolic–androgenic steroid use in the United States. JAMA. 1993;270:1217–1221. 45. Svare BB. Anabolic steroids and behavior: a preclinical research prospectus. NIDA Res Monogr. 1990;102:224–241. 46. Clark AS, Henderson LP. Behavioral and physiological responses to anabolic– androgenic steroids. Neurosci Biobehav Rev. 2003;27:413–436. 47. James VHT, Kicman AT. Medical aspects of drug use in the gym. Drug Ther Bull. 2004;42:1–5.
  • 50. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 50 48. Hoffman JR, Ratamess NA. Medical issues associated with anabolic steroid use: Are they exaggerated. J Sports Sci Med. 2006;5:182–193. 49. Barrett-Connor EL (1995). "Testosterone and risk factors for cardiovascular disease in men". Diabete Metab 21 (3): 156–61. 50. Eisenberg ER, Galloway GP. "Anabolic androgenic steroids". In Lowinson JH, Ruiz P, Millman RB. Substance Abuse: A Comprehensive Textbook. Lippincott Williams & Wilkins. 51. Anabolic Steroids and Suicide – A Brief Review of the Evidence". Thinksteroids.com. 2005-07-12. 52. Melnik B, Jansen T, Grabbe S (2007). "Abuse of anabolic-androgenic steroids and bodybuilding acne: an underestimated health problem". Journal der Deutschen Dermatologischen Gesellschaft = Journal of the German Society of Dermatology : JDDG 5 (2): 110–7. 53. Mewis C, Spyridopoulos I, Kühlkamp V, Seipel L (1996). "Manifestation of severe coronary heart disease after anabolic drug abuse". Clinical Cardiology 19 (2): 153–5. 54. "Known and Probable Human Carcinogens". American Cancer Society. 2011- 06-29. 55. Sullivan ML, Martinez CM, Gallagher EJ (1999). "Atrial fibrillation and anabolic steroids". The Journal of emergency medicine 17 (5): 851–7. 56. Marcus R, Korenman SG (1976). "Estrogens and the human male". Annu Rev Med 27: 357–70. 57. Manikkam M, Crespi EJ, Doop DD, Herkimer C, Lee JS, Yu S, Brown MB, Foster DL, Padmanabhan V (February 2004). "Fetal programming: prenatal testosterone excess leads to fetal growth retardation and postnatal catch-up growth in sheep". Endocrinology 145 (2): 790–8.
  • 51. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 51 58. Herlitz, Leal C.; Markowitz, Glen S.; Farris, Alton B.; Schwimmer, Joshua A.; Stokes, Michael B.; Kunis, Cheryl; Colvin, Robert B.; D'Agati, Vivette D. (October 29, 2009). Bodybuilding With Steroids Damages Kidneys. 42nd Annual Meeting and Scientific Exposition of the American Society of Nephrology. 59. Milgrom E. Steroid hormones. In: Baulieu E‐E, Kelly PA, eds. Hormones: From Molecules to Disease. Paris: Hermann, 1990. 385–442.442 60. Handelsman D J. Androgen action and pharmacologic uses. In: DeGroot LJ, Jameson JL, eds. Endocrinology. WB Saunders, Philadelphia 2000. 2232– 2242.2242 61. Baselt, Randall Clint (2008). Disposition of Toxic Drugs and Chemicals in Man (8th ed.). Foster City, CA: Biomedical Publications. 62. Andreas Bu¨ttner and Detlef Thieme. Side Effects of Anabolic Androgenic Steroids: Pathological Findings and Structure–Activity Relationships Doping in Sports, Handbook of Experimental Pharmacology 195, Springer‐Verlag Berlin Heidelberg 2010. 63. Yarrow, Joshua F.; McCoy, Sean C.; Borst, Stephen E. (2010). "Tissue selectivity and potential clinical applications of trenbolone (17β- hydroxyestra-4,9,11-trien-3-one): A potent anabolic steroid with reduced androgenic and estrogenic activity". Steroids 75 (6): 377–89. 64. Wolf SS, Obendorf M. Selective androgen receptor modulators Testosterone 2004. Cambridge University Press: UK; 623–640.640In: Nieschlag E, Behre HM (eds).3rd edn. 65. Bilkoo P, Thomas J, Riddle CD, Kagaoan G. Clenbuterol toxicity: an emerging epidemic. A case report and review. Conn Med. 2007 Feb;71(2):89-91. 66. Joyner, MJ (Jun 2003). "VO2MAX, blood doping, and erythropoietin.". British journal of sports medicine 37 (3): 190–1. 67. Gledhill N. Blood doping and related issues: A brief review. Med Sci Sports Exerc 1982; 14: 183– 189.
  • 52. Λυρατζόπουλος Εμμανουήλ Βιολόγος 52 68. M Saugy, N Robinson, C Saudan, N Baume, L Avois, and P Mangin. Human growth hormone doping in sport. Br J Sports Med. 2006 Jul; 40(Suppl 1): i35– i39. 69. Stenman UH1, Hotakainen K, Alfthan H. Gonadotropins in doping: pharmacological basis and detection of illicit use. Br J Pharmacol. 2008 Jun;154(3):569-83. Epub 2008 Apr 14. 70. Thevis M1, Thomas A, Delahaut P, Bosseloir A, Schänzer W. Doping control analysis of intact rapid-acting insulin analogues in human urine by liquid chromatography-tandem mass spectrometry. Anal Chem. 2006 Mar 15;78(6):1897-903. 71. Soetens E1, De Meirleir K, Hueting JE. No influence of ACTH on maximal performance. Psychopharmacology (Berl). 1995 Apr;118(3):260-6. 72. P. C. A. Kam1 and M. Yarrow2 Anabolic steroid abuse: physiological and anaesthetic considerations. Anaesthesia, 2005, 60, pages 685–692