1. Στο λόφο ἤρκεσ ἀρχζσ Αὐγοφςτου με τθν μάνα ςου τθν Μαρία ἀπό τθν Θεςςαλονίκθ,. Ὅ ςε λοι
περιμζναμε, ὁ κακζνασ με τον τρόπο του. Κι’ ἐγϊ ςζ περίμενα. Ναρκεῖ το μαςτοράκι μου, να ςυνεχίςω
να τοῦ μακαίνω ὅτι κατάφερα κι’ ἐγϊ ςτθν ηωι μου να μαηζψω. ςὐ μᾶσ ἔφερεσ τθν χαρά ςτο ςπίτι .
Τίσ φωνζσ ςου, τθν ὄρεξθ ςου να δεῖ σ και να μάκεισ τα πάντα ὄςα ἔχει ἔτοῦτοσ ὁ χῶ ροσ. Τόν κφταηεσ
καί δεν τον χόρταινεσ. Μια ςτιγμι, δεν ξζρω γιατί, ςοῦ λζω. τοῦτο το ςπίτι εἶ ναι δικό ςου. Ὅταν
πεκάνω, ναρκεῖ σ να μζνεισ ἐδῶνα το φροντίηεισ. Θάχει και ἐργαλεῖ α και πολλά ἄλλα που κἆνε πιά
δικά ςου. χάρθκεσ που τ’ ἄκουςεσ , κι’ ἐγϊ χαιρόμονα που ς’ ἔβλεπα να το ἐπικυμεῖ σ.
Σε πῆγα ςτον καλαςςόκοςμο, περπατιςαμε τα τείχθ τοῦ Ἠ ρακλείου και φτάςαμε μἐχρι ςτο μουςεῖ ο
φυςικῆσ ἱ ςτορίασ. Ἦρκεσ ςτό πανθγφρθ τοῦ Ἅι Γιαννθ ςτα πλάγια ςτο Μοχό, και εἶ χεσ ςτισ ἐλιζσ
ἀποκάτω πολφ χαρά Ἤἤκελεσ να χορζψεισ με ζνα κοριτςάκι , μα ἐκεῖ νο δεν ςοῦ ἔκανε το χατιρι. Ἥ τανε
και ἡ λζνθ ἡ Θεία ςου και ἡ γιαγιά ςου ἡ Χρυςοφλα.
Μόλισ ἦρκεσ Στό Ἠ ράκλειο ἄρχιςα καί να ςοῦ λζω και το παραμφκι με τθν Περιηαντζ, το ἴ διο ποφ ζλεγα
και ςτα παιδιά μου. Το ἴ διο μου το ἔλεγε κι’ ἐμζνα ἡ μάνα μου. Κράτθςε ἡ ἀφιγθςθ ὅλο τον
Αὐγουςτο.Το τελειϊςαμε ςτθ Θεςςαλονίκθ ςτο κρεββάτι ςου, ὅταν ςε ἐπζςτρεψα ςτουσ γονεῖ σ ςου με
το ἀεροπλάνο πρίν ἀρχίςεισ το προνιπιο.
τοφτο τον μῆνα, τον Αὐγουςτο του 2012 καρρῶἔμακεσ πολλά, πιο πολλά ἀπό ὅτι φανταηόμουνα. Κι’
ἤςουνα χαριτωμζνοσ, τόςο πολφ, ποφ πολλζσ φορζσ ςε κφταηα και ἔκανα τον ςταυρό μου να ςε βλζπει
ὁ Χριςτόσ κι’ ἡ Παναγία. Δεν ἔχει ςθμαςία τι ςου εὶ πα, τι κα ἤκελα να μάκεισ, μα τι κα μείνει ςτθν ηωι
ςου. Σου γράφω ἐτοῦτα τα λόγια να τα διαβάςεισ ἀργότερα, τότεσ ποφ κα εἶ ςαι μεγάλοσ. Και ἐλπίηω
πωσ ἡ ςχζςθ μασ κα εἶ ναι ἡ ἴ δια. ςφ το μαςτοράκι κι’ ἐγϊ ὁ μάςτορασ παπποῦσ.
Σου εὐχομαι, ἀπό καρδιᾶσ, ἐςφ να νοιϊςεισ περιςςότερθ χαρά ἀπό ἐκείνθ που ἔδωςεσ ςε μζνα, ὅταν
κι’ ἐςφ κα εἶ ςαι παπποῦσ, Τότεσ ίςωσ κι’ εςφ κα λζσ και κα γράφεισ παραμφκια ςτα διςζγγονά μου
ὅπωσ και ἐγϊ κάνω γιά εςζνα…. Ε… τότεσ κα εἶ ςαι δικαιωματικά ἐςφ ὁ μάςτορασ , ἐςφ ὁ παπποφσ…
Να, ἔτςι ςαν θμερολόγιο τθσ ηωῆσ ςου ςου γράφω ὅλα ἐτοῦτα, που ἴ ςωσ κάποτε ςυνεχίςεισ ἐςφ.
Όπωσ και ςε ἀλλα παραμυκια, ἤτανε ἕνασ βαςιλιάσ και μια βαςίλιςςα. ὉΘεόσ τουσ ἔδωςε τα ἐλζθ του.
Πλουςιο βαςίλειο, καλοφσ ανκρϊπουσ να ἀφεντεφουν, και πολλά παιδιά. φτά παιδιά τουσ χάριςε.
Ὅμωσ, ὅπωσ κάνεισ ςυνικωσ, το πιο ἀκριβό γι’ αὐτοφσ δεν τὄδωςε ἀμζςωσ. Τουσ ἔςτειλε πρῶ γιό, που
τα
τα ον βαπτίςαν….. Τουσ ἔςτειλε και δεφτερο και τρίτο. Και περιμζνανε τθν κόρθ. Μα κόρθ δεν
ἐρχότανε. Τον δευτερο το βγάλανε…. Τον τρίτο…. Ητανε παλι ἀγαςτρωμζνθ ἠ βαςίλιςςα μα γιό ἐκαμε
και τοφτθ τθν φορά και του δωςα το ονομα του παππου του…. …. Το ὄνομα του. Περιμενανε με ἀγωνία
να ξαναμείνει ἔγγυοσ ἡ βαςίλιςςα. Και ξαναμεινα, μα και τοφτθ τθνφορά γιόσ ἤτανε. Ξανκόσ, και
καλωκαμωμζνοσ ὁ …… ἕτςι τον βαπτίςανε να τον λζνε. Και μεγαλϊνανε ὅλσ τα παιδια ςτουσ κιπουσ
του ἀνακτόρου τουσ, ἀμοναχά, δίχωσ ἀδερφι. Και κζλανε κι’ αὐτά τά ἔρμα μια να τθν ἔχουνε, να μθν
2. παίηουνε παιχνίδια μόνο για ἀγοράκια. Ταβλεπε ο βαςιλιᾶσ, μα ἡ βαςίλιςςα πιο πολφ λυπότανε, κι’
ἤτανε βαριά ἡ καρδιά τθσ γιατί κι’ αὐτθ ἤκελε μια κόρθ να βγάλει το ὄνομα ταῆσ μάνασ τθσ.
Παρακαλουςε τον κεό να ταῆσ φϊςει τθν κόρθ. Κάκε βράδυ γονατιςμζνθ ςτο είκονίςματα, ‘το ἴ διο
ταῆσ ηθτοῦςε Κόρθ να ταῆσ δϊςει τθν ἀλλθ φορά. Και περάςε καιρόσ, και ξανάμεινε ἔγγυοσ. Κι’ ὁλθ
περινμζνανε ἐτοφτθ τθν φορά τθν κόρθ, κι’ ἐτοιμάηανε γιορτζσ και πανθγφρια με τθν γζννθςθ. Ἄρχιςε
και κοιλοπονοῦςε ἡ βαςίλιςςα κι’ ὁλοι με ἀγωνία περιμζνανε. Να δοῦνε να φανερϊνετε ἡ ἀκριβι ἡ
κόρθ. Κι’ ἀργά το βράδυ γζνθςε, κι’ ἤτανε νφχτα και γζνθςε ἠ βαςίλιςςα κι’ ἔκανε πάλι γιο. Γιό
καλωκαμωμζνο που γελοῦςε μόλισ βγῆκε ςτο φῶ τοῦ κόςμου. Χαιρότανε το μωρό που ἐλευκερωθκε
σ
άπο τθν κοιλία ταῆσ μάνασ τουσ, μα ζκείνθ δενχαιρότανε το ἴ διο γιατί κόρθ περίμενε. Δεν πειράηει
ςκζφτθκε, κα προςπακιςω ξανά με τον βαςιλιά, κι’ἀσ γνϊριςε πωσ τα χρόνια είχανε περάςει κί ἤτανε
δφςκολο να ξαναμείνει ἔγγυοσ. Μεγαλϊνανε ὅλα τθσ τα ἀγόρια, κι’ ἤτανε προκωμζνα και ἀντράκια
καλά. Και μάκανε τζχνεσ, και ηωγραφϋηανε, και μάκανε να γράφουνε και να διαβάηουνε, και ὁ πιο
μεγάλοσ ἔδειχνε ςτον πιο μικρό τι τοῦ μάκενε πρῶ ἀπϋ’ ὁλουσ. Και περνοφςανε οἰ μζρεσ, και
τοσ
περνοφςανε οἱ μῆνεσ, και περνουςανε τα χρόνια, μα ἡ κοιλιά ταῆσ βαςίλιςςασ δεν φοφςκωνε. Και
μαράωνε ἡ καρδιά τθσ και παρακαλοῦςε τον κεό να μθ τθν αφιςει και να τῆσ ςτείλει τθν κόρθ. Και
μζρα το πρωί, καϋτι τθν γαργάαλιςε ςτθν κοιλία. Ξάνοιξε να δεῖ τι ἤτανε, μα δεν βρῆκε οὐτε μαμοῦνι,
οὐτε πράμα ἀλλο που να τθν γαργαλοῦςε, Και τότε σκατάλαβε πωσ ἤτανε πάλι γαςτρωμζνθ. Τι χαρά
Θεζ μου ἦρκε ςτο παλάτι δεν λζγετε. Ὅ γελοφςανε και περιμζνανε το καινοφργιο μωρό που κα
λοι
ρχότανε ςτον κόςμο. Μαγάλωςε ἡ κοιλιά ταῆσ Βαςίλιςςασ, κα ιμεγάλωνε ἡ χαρἀ ςτο παλατι. Τα
βαςιλὀπουλα ἀναρωτιότανε πϊσ να εἶ ναι ἡ ἀδερφι, γιατί ζκείνοι μόνο ἴ διουσ ἀδεφοφσ γνωρίηανε. Κι’
εἰ χανε τόςθ χαρά που ἀρχίςανε και ἐτοιμάηανε τα δϊρα που κα ἔδιναν ςτθν ἀδεφι τουσ μόλισ
γενιότανε. Στθν ἀρχι δεν ξζρανε πσ και με τι παίηανε τα κορίτςια, μα ρωτιςανε τθν μάνα τουσ τθν
βαςίλιςςα και κείνθ τουσ εῖ πε πωσ τα κοριτςάκια παίηουνε με κοφκλεσ. Κι ζκείνα ἀρχίςανε να καϋνουνε
κοῦκλεσ με πανιά, κι να τισ χρωματίηουνε με χρϊματα ἀςτραφτερά. Γιατί ἐτςι νόμιηαν και τθν άδερφι
τουσ. ἀςτραφτερι και ὁλόφωτθ να ςκορπᾶ χαρά ςε ὅλο το βαςίλειο. Ὴ ἡ ὦ να γενιςει ἡ
ρκε ρα
βαςίλιςςα. Και γζνθςε. Κι’ ἔφερε ςτο κόςμο ἕνα πανζμορφο κοριτςάκι, ποὔμοιαηε με ἄγγελο ἀλθκινό.
Δόξα ςοι ὁ κεόσ που μᾶσ χάρθςεσ βαςιλοποφλα, εἶ πε ἡ βαςίλιςςα και χαιρότανε, το ἴ διο εἶ πε και και
ὁ βαςιλιᾶσ και χαιρότανε κι’ ἐκεῖ νοσ. Μα πιο πολφ φαίνεται να χαιρότανε τα βαςιλόπουλα, γιατί πιά
κα εἴ χαμε μια ἀδερφι για να παίηουνε μαηί ςτθν αὐλι τοῦ ςπιτιοῦ τουσ. Βαπρίςανε και τθν
βαςιιλοποφλα και ταῆν βγάλανε Περιηαντζ. ἕνα ὄνομα που κα πεῖ ηωι ςτθν γλϊςςα τοῦ τόπου τουσ.
Κι ἠρκε λοιπόν ἡ ωὦ που ὅλα τα ἀδερφια παίηανε μαηί και χαιρότανε, και οἱ χαροφμενεσ φωνζσ τουσ
ρα
χαλοφςανε τον κόςμο. Κι’ἤτανε πολλζσ τα γζλια τουσ τόςο τρανταχτά που ξυπνοῦςε ό παπποῦσ και ἡ
γιαγια που μζνανε ἕνα ὄροφο παραπάνω. Στρϊςανε λοιπόν και τραπζηι ςτον κῆπο τοῦ ςπιτιοῦ και
γιορτάςανε τον ἔρχομό ταῆσ Περιηαντζ ςτον κόςμο και καλζςανε τουσ πλοφςιουσ και τουσ φτωχοφσ
ταῆσ χϊρασ να χαροῦνε μαηί τουσ. Και γλεντιςανε, και κράτθςε το γλζντι τρεῖ σ μζρεσ. Τόςο πολφ
χαρικανε ὅλοι που εἶ δανε τθν βαςιλοποφλα τουσ τθν Περιηαντζ να περπατάει ἀνάμεςα ςτα τραπζηια
που γλεντιςανε.
Ὅμωσ μια κακιά μαϋγιςα ταῆσ ὦ ταῆσ γιορτῆσ περνοῦςε ἀπό πάνω τουσ να πάει ςτο πφργο τθσ και
ρα
ηιλεψε. κείνθ δεν εἶ χε παιδιά, οφτε και ἄντρα και ποτζ δεν γινότανε γιορτι ςτο κάςτρο τθσ. Μόνο
κουκουβάγιεσ και νυχτερίδεσ εἶ χε ςυντροφιά κι’ εῖ χε για μουςικι τισ τςιριχτεσ φωνζσ τουσ.