More Related Content
Similar to ΕΡω τεύχος 20 (20)
More from Βατάτζης . (19)
ΕΡω τεύχος 20
- 1. οκτωβριοσ -δεκεμβριοσ 2014 / ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗς-ΠΡΟΒΟΛΗς ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ / ΤΕΥΧΟΣ 20 / TIMH 4
Ἀφιέρωμα
Ὅσιος Παΐσιος
- 2. 2
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ
«ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ»
ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ
-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ KATA TON ΝΟΜΟ
Θεόφιλος Παπαδόπουλος, Πρόεδρος
Τηλ.: 6972559553
ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Θεόφιλος Παπαδόπουλος
Γεώργιος Βιλλιώτης
Δῆμος Θανάσουλας
Χαράλαμπος Στεργιούλης
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΕΥΧΟΥΣ
Δήμητρα Τζίκα
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ-στοιχειοθεσια
Γ. Ἀνανιάδης
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΣΥΝΔΡΟΜΩΝ
Μαρία Ἰωαννίδου, Τηλ.: 2310 552 207
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ἀναστάσιος 'Ιορδανίδης, Τηλ. 6976889447
Τηλεομοιότυπο: 2310 552209
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΗΝΑΣ
Ἀγγελική Καπετάνιου,
Τηλ. 210 5227967 210 6930355
Τηλεομοιότυπο 210 6930355
EΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ
Ἐσωτερικοῦ: 20 Εὐρώ, Ἐξωτερικοῦ: 40 Εὐρώ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ
EUROBANK, BIC: EFGBGRAA
IBAN: GR4002603220000140200352972
ΠΕΙΡΑΙΩΣ: SWIFT-BIC: PIRBGRAA
5253-059675-650
IBAN: GR67 0172 2530 0052 5305 9675 650
«ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ»
Γραφεῖα Θεσσαλονίκης:
Μοναστηρίου 225, Μενεμένη, 54628
Τηλ: 2310 552207, Τηλεομοιότυπο: 2310 552209
Γραφεῖα Ἀθηνῶν:
Πανεπιστημίου 39, Στοὰ Πεσματζόγλου
10679, 5ος ὄροφος, Τηλ.210 6930355
-Τηλ.210 5227967
Ἱστοσελίδα: www.enromiosini.gr
Ἠλεκτρ.ταχυδρομεῖο:contact@enromiosini.gr
ISSN: 1792-2828
Οἱ συγγραφεῖς τῶν ἄρθρων φέρουν
τὴν εὐθύνη γιὰ τὶς ἀπόψεις τους.
ΤΕΥΧΟΣ ΑΡ.20/ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ TOY ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ
ΜΕΛΕΤΗΣ-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Πολλές φορές στό περιοδικό Ἐρῶ δημοσιεύθηκαν
κείμενα γιά τόν ὅσιο Γέροντα Παΐσιο. Τώρα μετά τήν
ἁγιοκατάταξή του ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου τό παρόν
τεῦχος στόν ὅσιο Παΐσιο, μέ ἀγάπη, σεβασμό καί εὐγνω
μοσύνη γιά ὅσα προσέφερε καί βοήθησε ἀναρίθμητες
ψυχές μέ ἕνα ἰδιαίτερο προσωπικό τρόπο, ἀλλά καί τήν
Ἐκκλησία καί τό Γένος μας. Ἡ χάρη του εἶναι ἀδαπάνη
τη καί ἀνεξάντλητη καί τά μετά τήν κοίμησή του θαύ
ματα ἀμέτρητα. Ὁ Θεός τόν ἀνέδειξε γιά νά βοηθήση τήν
πνευματικά φτωχή καί δύσκολη ἐποχή μας μέ λόγια, μέ
ἔργα, μέ τό παράδειγμά του, τήν προσευχή του, «ἐν ση
μείοις καὶ τέρασι». Τά λόγια του ἔχουν χαρισματική ἐπί
δραση καί ἡ ἀσκητικο–μαρτυρική ζωή του συγκινεῖ τούς
πάντες. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκόμη καί οἱ ἀδιάφοροι
αἰσθάνονται μεγάλη εὐλάβεια καί ἀγάπη γιά τό ἅγιο πρό
σωπό του! Αὐτό εἶναι ἡ ἀνταμοιβή, ἡ δικαία ἀνταπόδοση
τοῦ κόσμου γιά τούς κόπους καί τίς θυσίες του πού ἀπό
ἀγάπη ἔπασχε γιά τόν πονεμένο σύγχρονο ἄνθρωπο. Σή
μερα κανένα ἄλλο πρόσωπο δέν ἔχει τόση ἐπικαιρότητα,
δέν συγκινεῖ τόσο τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, δέν συγκεν
τρώνει τόν πόνο καί τά αἰτήματα τῶν πονεμένων, ὅπως
ὁ ὅσιος Παΐσιος.
Τά ὅσα δημοσιεύονται εἶναι λίγα ἄγνωστα στοιχεῖα
καί ἀδημοσίευτες φωτογραφίες καί νεότευκτες ἁγιογρα
φίες πού παρέχουν μιά συμπληρωματική εἰκόνα τοῦ Γέ
ροντα. Τό πνευματικό του ὗψος, ἡ ἐπανθοῦσα χάρις πού
τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός θά παραμείνη ἄγνωστη καί ἀσύλλη
πτη, καλυμμένη ἀπό τήν βαθειά του ταπείνωση. Ὑπῆρ
ξε μεγάλος γιά τήν ἐποχή μας, ἄν κρίνωμε ἀπό τήν προ
σφορά του καί τά σημεῖα πού γίνονται μετά τήν κοίμησή
του. Μποροῦμε νά τόν παρομοιάσωμε μέ πολυχεύμονα
χρυσορρόα ποταμό πού ἀρδεύει ἅπαν τό πρόσωπο τῆς
Ἑλλάδος, ἀλλά καί τήν παγκόσμια Ὀρθοδοξία. Ἡ φήμη
του ἐξῆλθε εἰς πᾶσαν τήν γῆν καί εἰς τά πέρατα τῆς Οἰ
κουμένης ἔφθασαν τά λόγια του.
Τί τό ἰδιαίτερο εἶχε ὁ ὅσιος Παΐσιος καί ἔλαβε ἀπό τόν
Θεό τόση χάρη καί δόξα; Ὅπως ἡ σκιά ἀκολουθεῖ τό σῶμα
ἔτσι καί στόν Ὅσιο ἀκολουθοῦσε πάντα, ἦταν στήν φύση
του, ἡ φιλότιμη ἄσκηση γιά τόν Θεό, ἡ θυσιαστική ἀγά
πη του γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἡ προτίμηση τοῦ συμφέ
ροντος τοῦ πλησίον, ἡ δίψα γιά νά βοηθήση τόν καθένα
στήν σωτηρία του. Ὅλη του ἡ ζωή ἦταν μιά θυσία, μιά
προσφορά γιά τόν κόσμο, τήν Ἐκκλησία, τό Γένος, τήν
ἀνθρωπότητα, σάν τήν λαμπάδα πού καίγεται καί λυώ
νει γιά νά φωτίζη καί νά παρηγορῆ μέ τό φῶς της τούς
ἄλλους. Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό ὅλων τῶν Ἁγίων,
πού ἐξαιρέτως κατεῖχε καί ὁ ὅσιος Παΐσιος. «Ἁγίων ἴδιον
μὴ δόξαν, μὴ τιμήν, μηδὲ ἄλλο προτιμᾶν τῆς τοῦ πλησίον
σωτηρίας». (Ἁγ. Χρυσοστόμου, P.G. 57, 53).
Οἱ πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου Παϊσίου, ὅλων τῶν Ἁγίων καί
τῆς Θεοτόκου νά βοηθοῦν τόν κάθε ἄνθρωπο, τήν δοκι
μαζομένη πατρίδα μας καί ὅλο τόν κόσμο. Ἀμήν.
- 3. 3
σ. 32
σ. 35
σ. 39
σ. 40
σ. 41
σ. 43
σ. 43
σ. 43
σ. 44
σ. 44
σ. 45
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
σ. 4
σ. 16
σ. 22
σ. 22
σ. 23
σ. 24
σ. 26
σ. 29
σ. 31
σ. 32
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ : ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο
Διήγηση Μυροφόρας μοναχῆς
Ὁ ὅσιος Παΐσιος καί οἱ μαθητές
τῆς Ἀθωνιάδος
Διήγηση Ἀρχιμ. Νικοδήμου
Κανσίζογλου
Ἐκπλήρωσε τήν ἐπιθυμία μου
Διήγηση Θεοδώρου Χατζηπατέρα
«Ἐγώ παπᾶδες δέν ἐξομολογῶ»
Διήγηση π. Θεοδοσίου Ἁγιοπαυλίτου
Προσευχή μέ δάκρυα καί πληροφορία
Διηγήσεις π. Μεθοδίου
Διάγνωση ἀποθεραπείας
Διήγηση Ἰωάννου Διακογεωργίου
«Πόσο μέ βοήθησε ὁ ὅσιος Παΐσιος»
Διήγηση Χρυσάνθου Μπρουκάκη
«Ἕξι χρόνια μέ φωνάζεις»
Διήγηση Δήμητρας Χριστοδούλου
Ὁ ὅσιος Παΐσιος,
ὁ μεγάλος μου εὐργέτης
Διήγηση Τσιαβέ Βασιλείου
«Σοῦ γεμίζω τό μάτι τώρα;»
Εὐλαβής ἱερέας διηγεῖται
Στήριξη σέ μαθητή
Διήγηση Γεωργίου Βερνέζου
Θαυμαστή ἀλλοίωση
Διήγηση Εὐσταθίου Ἀδαμοπούλου
Συμφέρει νά ἔχη τό πρόβλημα
Διήγηση Γρηγορίου Α..
Ἀποκαλύψεις καί δαιμονικό φῶς
Εὐλαβής προσκυνητής διηγεῖται
Ἔξοδοι στόν κόσμο
Μαρτυρία Ἁγνῆς Τρικούκη
Μαρτυρία
Μαρτυρία Ζήνωνα Τρικούκη
Μαρτυρία
Μαρτυρία κυρίας Μελιτινῆς Ἀμπάδου
Μαρτυρία
Διήγηση παπα-Δαυΐδ, Καρεώτου
«Ἔβλεπε τίς σκέψεις μου»
Μαρτυρία π. Ραφαήλ Σ.
Ἐξαφάνισε τήν ἐκδίκηση
Μαρτυρία κ. Γ.
Ἡ οὐράνια μορφή του
Μαρτυρία Παύλου
- 4. 4
σ. 48
σ. 48
σ. 49
σ. 49
σ. 49
σ. 49
σ. 50
σ. 50
σ. 51
σ. 53
σ. 53
σ. 53
ΣΥΝΤΟΜΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΔΙΔΑΧΕΣ
σ. 54
ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
σ. 106
σ. 68
σ. 70
σ. 71
σ. 71
σ. 72
σ. 75
σ. 78
σ. 79
σ. 79
Συμμαθητής του διηγεῖται
Διηγεῖτο εὐλαβής προσκυνητής
ἐκ Κονίτσης
Διηγεῖτο ἡ ἀδελφή τοῦ Γέροντα Χριστίνα
Διηγεῖτο ὁ Βασίλειος Κίτσιος,
γαμπρός ἀπό ἀνεψιά τοῦ Γέροντα
Διηγεῖτο ὁ Κονιτσιώτης
Παῦλος Σέρρας
Διηγεῖτο ὁ Ἀλέξης Σέρρας
ἐκ Κονίτσης
Διηγεῖτο ὁ ἀδελφός τοῦ Γέροντα Ραφαήλ
Διηγεῖτο
ἡ Εἰρήνη Καραμουράτη-Μουρελάτου,
ἀνεψιᾶ τοῦ ὁσίου Παϊσίου,
κόρη τῆς ἀδελφῆς του Ζωῆς
Βασίλη Μουρεχίδη, Κόνιτσα
Ἀνώνυμος διηγήθηκε
Ἀνώνυμος διηγήθηκε
Διήγηση Γέροντος Γαβριήλ
Διδαχὲς τοῦ ὁσίου Παϊσίου
Θεραπεία καρκινοπαθοῦς
Καταγραφή
Μαρίας Βαβουλιώτου-Καραΐσκου
Ἐπικοινωνεῖ μέ αὐτιστικά παιδιά
Διήγηση Ἠλία Βουτσινᾶ, Πάτρα
Εὐωδία ἀπό βιβλία
Μαρτυρία Χριστίνας Γαλανοπούλου
Προσκυνητής ἀπό Σέρρες
Ὁ τάφος ἔχει ζωή καί θεραπεύει
Μαρτυρία Δ. Σ.
Ἔκανε τήν ἐγχείρηση
Διήγηση Νικολάου Κουλούρη, Καθηγητοῦ
Συγκλονίστηκε ἀπό βιβλίο τοῦ Γέροντα
Νέος, ἀπό τήν Κεντρική Ἑλλάδα
«Νά μήν βλέπης τηλεόραση»
κ. Χ.
«Ἦταν ἐδῶ»
Ἀσθενής 20 ἐτῶν ὀνόματι Μ., ἀθλητής
- 5. 5
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Οἱ ἀναμνήσεις μου
ἀπό
τόν ὅσιο Παΐσιο
«Ἤμουν 14 χρονῶν, ὅταν γιά πρώτη
φορά μίλησα μέ τόν παππούλη, ἔτσι τόν
φώναζα. Δέν ἤξερα πολλά ἀπό πνευματι
κή ζωή. Τότε εἶχα γνωρίσει τόν Γέροντά
μας, ἄρχισα νά ἐξομολογοῦμαι. Ἤμουν
πάνω στόν ἐνθουσιασμό τῆς πνευματι
κῆς ζωῆς. Εἶχα κάτι βλάσφημους λογι
σμούς, ἔτσι τούς ἔλεγε ὁ παππούλης.
»Οἱ λογισμοί ἦταν γιά τόν Γέροντά
μας καί μέ στενοχωροῦσαν πάρα πολύ.
Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας, μήν τά δίνης ση
μασία εἶναι τοῦ διαβόλου, ἐγώ δέν μπο
ροῦσα νά τό ξεπεράσω. Εἶχε βγῆ ὁ παπ
πούλης στόν κόσμο. Ἑτοίμαζε τότε τό
βιβλίο μέ τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου. Ὁ
Γέροντας τό ἤξερε, μοῦ ἔδωσε ἕνα γράμ
μα καί μέ ἔστειλε νά δῶ τόν παππούλη
καί νά τοῦ πῶ τούς λογισμούς πού μέ
στενοχωροῦσαν πάρα πολύ. Ζήτησα νά
δῶ τόν παππούλη ἀπό τίς ἀδελφές, μοῦ
εἶπαν, «δέν θά μπορέση νά σέ δῆ οὔτε
ἐμᾶς εἶδε ἀκόμα, οὔτε κανέναν». Ἔδω
σα στίς ἀδελφές τό γράμμα πού μοῦ εἶ
χε δώσει ὁ Γέροντας γιά τόν παππούλη
καί τό ἀπόγευμα μέ φώναξε. Ἦταν στό
κελλάκι πού ἦταν πάνω ἀπό τήν δεξαμε
νή. Ἦταν νέος ἀκόμη ὁ παππούλης, τά
Διήγηση
Μυροφόρας μοναχῆς
- 6. 6
γένια του ἦταν πολύ μαῦρα. Κάθησε σέ
ἕνα σκαμνάκι καί ἐγώ γονάτισα ἐκεῖ καί
ἄρχισα νά τοῦ λέω ὅ,τι εἶχα.
»»Ὅλους αὐτούς
τούς λογισμούς»,
μοῦ λέει, «τούς
παίρνω ἐγώ. Θά δώ
σω ἐγώ λόγο στόν
Θεό». Μοῦ εἶπε ἕνα
παράδειγμα: «Ἐκεῖ
στό Ἅγιον Ὄρος
ἦρθε ἕνα καλογέρι,
εἶχε πολύ εὐλάβεια
σέ κάποιον Ἅγιο.
Δέν τόν ἀσπαζόταν,
γιατί τοῦ ἔρχονταν
βλάσφημοι λογισμοί
γιά τόν Ἅγιο. Ὅταν
μοῦ τό εἶπε, τόν πῆ
ρα ἀπό τό χέρι καί
τόν πῆγα στήν εἰκό
να τοῦ Ἁγίου. Τόν
ἔβαλα νά τόν ἀσπα
σθῆ παντοῦ, στό
πρόσωπο, στά χέρια,
σέ ὅλο τὸ σῶμα, ἔτσι
καί ἐσύ νά ἀσπασθῆς
πολλές φορές τά χέ
ρια τοῦ Γέροντα. Τό
ταγκαλάκι θέλει νά
σέ ἀπομακρύνη ἀπό
τόν Γέροντα, νά
μήν μπορῆ νά σέ βο
ηθήση. Ἐγώ τώρα
θά σέ βοηθήσω νά
φύγουν ὅλα αὐτά,
ἀλλά καί μετά δέν
θά σέ ἀφήσω. Θά σέ
σπρώχνω πνευματι
κά σέ ὅλη σου τήν
ζωή». Αὐτό ἦταν, ὅλα ἔφυγαν, εἶχα γε
μίσει χαρά, πῆρα τήν εὐχή του καί ἔφυ
γα πετώντας.
»Τήν ἄλλη μέρα, μέ πῆραν οἱ ἀδελφές
νά τσαπίσουμε κάτι χόρτα. Ἐκεῖ πού
δουλεύαμε ἦρθε καί ὁ παππούλης. Κα
θήσαμε ὅλες γύρω του καί μᾶς ἔλεγε γιά
τό ὄρος Σινᾶ, πῶς περνοῦσε ἐκεῖ μέ τούς
Βεδουΐνους, μᾶς ἔλεγε πολλά ἀστεῖα, οἱ
ἀδελφές ξεκαρδίζονταν στά γέλια. Ἐμέ
να μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση, πῶς ἕνας
ἅγιος ἔλεγε τόσα ἀστεῖα. Ὅμως δέν τό
- 7. 7
Ὁ ὅσιος Παΐσιος στὸ Σινᾶ
παρεξήγησα, εἶχαν μιά χάρη τά ἀστεῖα
του. Θυμᾶμαι, ἔλεγε στίς ἀδελφές, ὅ,τι
ὅταν ἀνοίγη ἕνα Μοναστήρι εἶναι κα
λό οἱ πρῶτες ἀδελφές νά γνωρίζωνται
ἀπό τόν κόσμο, γιατί ἀλλοιῶς γίνεται
μία κουρελού μέ διαφορετικά κουρέλια.
Ὅταν ἦρθε ἐκεῖ ποὺ τσαπίζαμε καί πῆγα
νά πάρω τήν εὐ
χή του, μέ ρώ
τησε: «Ἐντάξει;
ἔφυγαν οἱ λογι
σμοί; τούς ξερ
ριζώσαμε;».
»Οἱ πρῶτες
ἀδελφές ποὺ
ἤρθαμε στό Μο
ναστήρι, γνω
ριζόμασταν ἀπό
τόν κόσμο. Εἴ
χαμε Πνευματι
κό τὸν Γέροντα,
εἴχαμε δεθεῖ με
ταξύ μας πολύ
καί μέ τόν Γέ
ροντα. Τά χαρά
ματα ἀνεβαίνα
με μέ τά πόδια,
β ο η θ ο ύ σ α μ ε
τόν Γέροντα νά
λειτουργήση,
μετά τοῦ λέγα
με λογισμούς,
μερικές φορές
μᾶς κρατοῦσε
ὅλη τήν ἡμέρα,
τήν περνούσα
με πνευματικά.
Ἔτσι εἴχαμε δε
θεῖ μεταξύ μας.
Ἦταν δύσκολο
νά χωρίσουμε καί νά πᾶμε σέ διαφορετι
κά Μοναστήρια καί χωρίς τόν Γέροντα.
Εἴχαμε ἀρχίσει νά λέμε στόν Γέροντα νά
κάνουμε ἕνα Μοναστηράκι. Ὁ Γέροντας
ἔμενε μόνος του, εἶχε ἕνα μικρό κελλά
κι καί ἄλλα τρία–τέσσερα κελλάκια. Ὁ
Γέροντας μᾶς ἔλεγε, ὅτι ἦταν δύσκολο
νά γίνη Μοναστήρι καί ὅτι ὁ ἴδιος δέν
μποροῦσε νά ἀναλάβη.
»Τότε εἶχε ἔρθει ὁ παππούλης νά δῆ
τόν Γέροντα, δέν θυμᾶμαι ἂν ἦταν ἡ
πρώτη φορά, για
τί ἐρχόταν ἐδῶ καί
πρίν γίνει τό Μονα
στήρι. Ἐμεῖς ὅλες
μαζί τοῦ εἴπαμε:
― Παππούλη, ἂς
κάνομε ἐδῶ ἕνα Μο
ναστηράκι δυσκο
λευόμαστε νά πᾶμε
ἀλλοῦ.
― Μή στενοχω
ριέστε, μᾶς εἶπε, ἐγώ
θά πείσω τόν Γέρον
τα νά κάνη ἐδῶ Μο
ναστήρι. Μετά εἶπε
στόνΓέροντα,ὅτιθά
ἀναλάμβανε νά μᾶς
βοηθήση πνευματι
κά καί ἔτσι ἄρχισε
νά γίνεται σιγά–σι
γά. Δέν εἴχαμε ἔρθει
ἀκόμη γιά πάντα,
ὅμως τίς πιό πολλές
μέρες καί νύχτες τίς
περνούσαμε ἐδῶ.
»Τότε ἐγώ ἤμουν
16 χρονῶν. Οἱ ὑπό
λοιπες ἀδελφές μοῦ
ἔλεγαν, ἐσένα δέν θά
σέ πάρη ὁ Γέροντας
τώρα, εἶσαι μικρή.
Ἐγώ στενοχωριό
μουν πολύ, ἀλλά δέν
τολμοῦσα νά ρωτήσω
τόν Γέροντα, μή μοῦ πῆ ὅτι πράγματι
δέν θά μέ ἔπαιρνε. Ὅταν ἦρθε ὁ παπ
πούλης πῆγα νά τόν δῶ. Τόν ρώτησα:
― Παππούλη, ὅταν ἀνοίξη τό Μο
ναστήρι, θά μέ πάρη ὁ Γέροντας; γιατί
- 8. 8
εἶμαι μικρή.
― Πόσο χρονῶν εἶσαι; Τοῦ εἶπα:
― Δεκαέξι. Μέ χτύπησε στήν πλάτη
καί μοῦ λέει:
― Ταμὰμ γιά νύφη Χριστοῦ εἶσαι.
Καί ἡ ἁγία Μαρίνα δεκαέξι χρονῶν
ἦταν, ἔπιασε τόν διάβολο ἀπό τά κέρατα
καί τόν πάτησε, ἔτσι νά κάνης καί ἐσύ.
Πρώτη ἐσένα θά πάρη ὁ Γέροντας.
»Ἔφυγα ὅλο χαρά. Ἀπό παιδί εἶχα
ἕνα παράπονο, ὅλα τά παιδάκια στήν
ἡλικία μου εἶχαν κάποιον παπποῦ ἤ για
γιά, ἐγώ δέν εἶχα γιατί εἶχαν κοιμηθεῖ
πρίν γεννηθῶ. Ὁ παππούλης μέ ρωτοῦ
σε πολλές φορές, «ἔχεις παπποῦ;» Τοῦ
ἔλεγα, «ὄχι». «Ἐγώ παππούς σου δὲν εἶ
μαι;» μοῦ ἀπαντοῦσε.
»Διάβαζα στά βιβλία, ὅτι οἱ Ἅγιοι
πολλές φορές γνωρίζουν τίς σκέψεις
μας, ὅμως δέν τό εἶχα ζήσει. Ἦταν ἀπό
τίς πρῶτες φορές πού μιλοῦσα μέ τόν
παππούλη.
Ἐκεῖ πού ἔλεγα λογισμούς καί μοῦ
ἔδινε συμβουλές, κρατοῦσε στό χέρι του
ἕνα κομποσχοίνι ἑκατοστάρι. Στήν τσέ
πη μου εἶχα καί ἐγώ ἕνα ἀκριβῶς τό ἴδιο.
Ἔκανα τόν λογισμό, ὅταν τελειώσουμε
τήν συζήτηση νά τοῦ πῶ νά μοῦ δώση
τό δικό του κομποσχοίνι γιά εὐλογία καί
νά τοῦ δώσω τό δικό μου, νά μήν μείνη
χωρίς κομποσχοίνι. Δέν πρόλαβα νά πῶ
τίποτα καί μοῦ λέει:
― Ἀλλάζουμε κομποσχοίνια;
Τοῦ λέω:
― Αὐτό θά σᾶς ἔλεγα τώρα, παππού
λη.
― Τό κατάλαβα, μοῦ λέει.
»Ἤμουν μικρή, εἶχα πολλά χρόνια
διαφορά ἀπό τίς ἄλλες ἀδελφές. Μοῦ
ἔδειχνε πολλή ἀγάπη. Ἔλεγε, «νά τό ξέ
ρετε, ἡ μοναχή Μυροφόρα εἶναι τό δικό
μου καλογέρι». Ὅταν πήγαινα νά πάρω
τήν εὐχή του, μοῦ ἔλεγε, «ἔλα καλογέ
ρι». Ὅταν μαζεύονταν ὅλες οἱ ἀδελφές,
ἔκανε πώς δέν μέ ἔβλεπε καί ἔλεγε, «τό
δικό μου καλογέρι ποῦ εἶναι;». «Ἐδῶ,
παππούλη», τοῦ ἔλεγαν οἱ ἀδελφές. Μέ
ἔβλεπε μετά καί γελοῦσε. Μᾶς ἔδινε
πάντα ὅταν ἔρχονταν μία εὐλογία ἤ ἕνα
κομποσχοινάκι ἤ ἕνα εἰκονάκι ἀπό ἐκεῖ
να πού ἔφτειαχνε ὁ ἴδιος. Οἱ ἀδελφές
ἦταν ὄρθιες καί περιμέναμε νά ἀρχίση
ἡ σύναξη πού θά μᾶς ἔκανε, περνοῦσε
καί μέσα ἀπό ἕνα σακκουλάκι ἔβγαζε τίς
εὐλογίες καί ἔδινε στίς ἀδελφές. Ἐμένα
γύριζε μέ ἔβλεπε, γελοῦσε, μέ προσπερ
νοῦσε, δέν μοῦ ἔδινε εὐλογία. Ὅταν ἔδι
νε σέ ὅλες, γυρνοῦσε σέ μένα γελοῦσε
πάλι καί μοῦ ἔδινε ὅσα εἶχαν περισσέ
ψει.
»Ὅταν τοῦ ἔλεγα, ὅτι ἔκανα κάποιο
σφάλμα, π.χ. στενοχώρησα τούς Γε
ροντᾶδες ἤ δέν μίλησα μέ σεβασμό στίς
ἀδελφές, μοῦ ἔλεγε, «ρεζίλι μέ ἔκανες,
βρέ Μυροφόρα, ἐσύ εἶσαι τό δικό μου
καλογέρι, ἐμένα κάνεις ρεζίλι». Φρόν
τιζα τότε νά μήν κάνω ρεζίλι τόν παπ
πούλη. Εὔκολα στενοχωριόμουν. Μοῦ
ἔλεγε: «Λίγο νά ψάλλης, λίγο νά λές τήν
εὐχή ὅλη τήν ἡμέρα, στόν παράδεισο θά
εἶσαι». Ὅταν πήγαινα νά τόν δῶ, μοῦ
ἔλεγε, «ἔλα τώρα νά ψάλλουμε». Ψάλα
με πολλά. Τό «Ἄξιόν ἐστι», τό «Ἅγιος ὁ
Θεός», τό «Πάντων προστατεύεις ἀγα
θή», τό ἀργό «Ἐκ νεότητός μου» καί
πολλά ἄλλα τροπάρια.
»Τήν χρονιά πού εἶχε πρωτοβγεῖ τό
βιβλίο μέ τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου,
στό Μοναστήρι μας δέν εἴχαμε πολλά
χρήματα, ἔπρεπε νά γίνουν λίγα κελλά
κια γιατί μέναμε δύο ἀδελφές στό ἴδιο
κελλί. Εἴχαμε πάρει ἕνα μάστορα καί
ἐμεῖς βοηθούσαμε, φτειάχναμε χαρμάνι,
τό κουβαλούσαμε καί τά τοῦβλα. Ἐγώ
ἤμουν μικρότερη, εἶχα δυνάμεις καί βο
ηθοῦσα περισσότερο.
Πολλές φορές δουλεύαμε μέχρι ἀρ
γά. Κοιμόμουν λίγο, ξυπνοῦσα, ἔκανα
τόν κανόνα μου, μετά καθόμουν στό
- 9. 9
πάτωμα διάβαζα λίγο ἀπό τό βιβλίο τοῦ
ὁσίου Ἀρσενίου. Μοῦ ἔδινε δύναμη, μέ
βοηθοῦσε πολύ, ἔνοιωθα μιά χαρά καί
συγκίνηση. Μετά συνέχιζα τά πνευμα
τικά μου, ἀφοῦ τήν ἡμέρα δέν ὑπῆρχε
χρόνος, ἔπρεπε νά βοηθῶ τόν μάστορα.
Δέν διάβαζα ὅμως κανένα ἄλλο βιβλίο,
δέν προλάβαινα.
»Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης, μέ ρώτη
σε:
― Τί βιβλίο διαβάζεις, Μυροφόρα;
Τοῦ εἶπα:
― Αὐτόν τόν καιρό δέν διαβάζω παπ
πούλη κανένα βιβλίο, δέν προλαβαίνω.
Αὐτός γέλασε καί μοῦ λέει:
― Ἐμένα δέν μέ ξεγελᾶς. Διαβάζεις
κάποιο βιβλίο. Δέν διαβάζεις τόν ὅσιο
Ἀρσένιο; Ἀφοῦ ἐγώ σέ βλέπω ἀπό τό
Ἅγιον Ὄρος.
»Ἄλλη φορά, ὅταν πῆγα νά τόν δῶ,
στό τέλος ἔβγαλε ἀπό τόν τρουβά του
ἕνα κομποσχοίνι τριακοσάρι, μοῦ τό
ἔδωσε, «πάρτο, μοῦ λέει, μέ αὐτό κάνω
δύο χρόνια τόν κανόνα μου».
Ἦταν πράγματι δουλεμένο. Μετά
μοῦ λέει, «αὐτά τά λεπτὰ τριακοσάρια
εἶναι ἡ ψυχή μου. Δέν βλέπω ὅμως νά τό
πλέξω. Περπατῶ στό δάσος μία ὥρα καί
κάνω...», δέν θυμᾶμαι πόσα κομποσχοί
νια μοῦ εἶπε ὅτι ἔκανε. Εἶχα λογισμούς
πού πῆρα τό τριακοσάρι τοῦ παππούλη,
μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι δέν ἔβλεπε νά πλέξη ἄλ
λο τόσο λεπτό.
Ἱερὰ Μονὴ Στομίου
- 10. 10
»Τήν ἄλλη φορά πού εἶχε ἔρθει, σκέ
φθηκα καί τοῦ ἔπλεξα πέντε τριακο
σάρια λεπτά, δέν τοῦ τό εἶχα πεῖ. Ἐκεῖ
πού τοῦ ἔλεγα λογισμούς καί μοῦ ἔδινε
συμβουλές –εἶχα τά κομποσχοίνια μέσα
στήν τσέπη μου σέ ἕνα νάϋλον σακκου
λάκι– μοῦ λέει: «Ἄντε βρέ, Μυροφόρα,
δέν θά μοῦ δώσης αὐτά πού μοῦ ἔφτεια
ξες;». Καί ἄρχισε νά ψάχνη τίς τσέπες
τῆς ζακέτας, γέλασε καί λέει: «Ἄ, δέν εἶ
ναι ἐδῶ». Σήκωσε τό κοντό μου καί ἀπό
τήν τσέπη τοῦ φορέματός μου ἔβγαλε
τό σακκουλάκι μέ τά κομποσχοίνια καί
μοῦ λέει:
― Γιά μένα δέν εἶναι αὐτά;
― Γιά σᾶς εἶναι, τοῦ λέω.
»Ἄνοιξε τό σακκουλάκι, πῆρε τά τρία
καί τά ἄλλα δύο τά ἔβαλε ξανά στήν τσέ
πη μου. «Αὐτά θά πάρω», μοῦ λέει. Τό
βράδυ λέει στήν Γερόντισσα:
― Ἡ ἀδελφή Μυροφόρα, μοῦ ἔπλε
ξε μερικά τριακοσάρια δέν τά πῆρα ὅλα,
λές νά τήν στενοχώρεσα;
― Δέν νομίζω, παππούλη, νά στενο
χωρήθηκε.
»Δέν ἡσύχασε ὅμως. Τήν ἄλλη μέρα
εἴχαμε κάνει ρασοφορία κάποια ἀδελφή,
μετά τήν ἀκολουθία ἤμασταν στήν κου
ζίνα καί τρώγαμε λουκουμάδες. Πῆρε
τηλέφωνο καί ρωτοῦσε ἂν ἤμουν ἐκεῖ.
Τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφές, «ἐδῶ εἶναι παπ
πούλη». Ὅταν πῆγα στό τηλέφωνο, μοῦ
λέει: «Φέρε, βρέ, Μυροφόρα, ἐκεῖνα τά
κομποσχοίνια πού δέν πῆρα, γιατί αὐτά
πού μοῦ ἔδωσες μοῦ τά πῆραν ὅλα». Μοῦ
ἔκανε ἐντύπωση αὐτή ἡ εὐαισθησία, νά
μήν στενοχωρήση τούς ἄλλους, πάντα
ἤθελε νά δίνη χαρά.
»Πονοῦσε πολύ ὅταν ἔβλεπε ἄρρω
στο. Ἀπό τά βάρη πού σήκωνα εἶχε πά
θει ἡ μέση μου, πονοῦσα πολύ, ἤμουν
στό κρεββάτι δέν μποροῦσα νά σταθῶ
καί στό κρεββάτι δέν μποροῦσα νά γυ
ρίσω ἀπό τήν ἄλλη πλευρά. Ἤμουν ἕξι
μῆνες στό κρεββάτι χωρίς νά μπορῶ νά
κουνηθῶ. Εἶχε ἔρθει ὁ παππούλης. Μό
λις ἦρθε, τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφές:
― Παππούλη, ἡ ἀδελφή Μυροφόρα
εἶναι στό κρεββάτι, πονάει ἡ μέση της.
― Γι᾿ αὐτό ἦρθα, λέει.
»Ἦρθε στό κελλί μου. Δέν εἶχαν πιά
σει ἀκόμη τά κρύα, ἦταν Ὀκτώβριος.
Μόλις ἦρθε, λέει στίς ἀδελφές πού ἦταν
ἐκεῖ: «Τί εἶναι αὐτά, μωρέ, θέλει ζέστη
ἐδῶ! Βάλτε στόν τοῖχο πού εἶναι τό
κρεββάτι ἕνα νοβοπάν, καλύψτε το μέ
μία κουβέρτα, βάλτε ζεστά στρωσίδια,
φέρτε καί μιά ἠλεκτρική σόμπα. Μέ αὐ
τό τό κρύο ὅλο τό χειμῶνα στό κρεββά
τι θά εἶναι, ἡ ζέστη χαλαρώνει τά νεῦρα
καί πονάει λιγότερο».
»Ὅταν οἱ ἀδελφές ἔκαναν ὅ,τι τίς εἶ
πε, ἦρθε πάλι στό κελλί, εἶχε ἀλλάξει τό
πρόσωπό του. «Ἔτσι μπράβο, τώρα ὅλα
καλά». Ἡ σόμπα ἦταν μακρόστενη, μέ
πείραζε: «Ἄντε τώρα, ἔχεις καί τηλεόρα
ση», μοῦ ἔλεγε. Ὅσο ἤμουν στό κρεββά
τι προσπαθοῦσα νά πλέξω κανένα κομ
ποσχοινάκι. Δίπλα μου εἶχα ἕνα κομο
δίνο, ἐκεῖ ἐπάνω ἄφηνα τά νήματα πού
περίσσευαν ἀπό τά κομποσχοινάκια.
Εἶχαν μαζευτεῖ καί σκόνες ἐκεῖ στό κο
μοδίνο. Μόλις τό εἶδε ὁ παππούλης, εἶπε
μέ ἕνα παράπονο: «Δέν ὑπάρχει κανείς
ἐδῶ νά τό καθαρίση αὐτό τό κομοδίνο;».
Οἱ ἀδελφές μέ περιποιόταν πολύ, δέν τό
εἶχαν προσέξει, οὔτε κι ἐγώ τό εἶχα προ
σέξει. Ὅμως ὁ παππούλης τά ἤθελε ὅλα
τέλεια στόν ἄρρωστο.
»Ἐκεῖνο τό βράδυ κάθησε μέχρι ἀρ
γά στό κελλί μου, μοῦ ἔδινε συμβουλές,
ἔκανε ἀστεῖα. Πῆρε μιά κασσέτα πού
ὑπῆρχε στό κελλί μου. «Τώρα θά βάλου
με τό μαγνητόφωνο νά παίξη». Ἔβαλε
τήν κασσέτα στό τσεπάκι, ἐκεῖ κοντά
στό στῆθος ὅπως βάζουμε τήν κασσέτα
- 11. 11
στό μαγνητόφωνο, πάτησε μέ τό δάκτυ
λό του τήν μύτη του καί ἄρχισε νά ψάλ
λη. Ἔψαλε πολλά τροπάρια, ἔμεινε μαζί
μου μέχρι ἀργά.
»Τήν ἄλλη μέρα στίς 4.00´ μόλις χτύ
πησε γιά τήν ἀκολουθία, ἦρθε πάλι στό
κελλί μου. Πῆρε ἕνα σκαμνάκι, κάθισε
δίπλα στό κρεββάτι μου, ἔμεινε κατά
τήν διάρκεια ὅλης τῆς ἀκολουθίας. Μοῦ
ἔδινε συμβουλές, μέ ρωτοῦσε διάφορα.
Ὅταν χτύπησαν τά καμπανάκια γιά
τήν «Τιμιωτέρα», σηκώθηκε. Στήν ἐκ
κλησία, Μυροφόρα, ψάλλουν τήν «Τι
μιωτέρα», νά τήν ψάλλουμε καί ἐμεῖς.
Ἔκανε στρωτές μετάνοιες καί ἔψαλε
τήν «Τιμιωτέρα». Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση
πόσες ὧρες εἶχε μείνει κοντά μου. Πῆ
ρα ἕνα καλό μάθημα μέ ὅλα αὐτά, γιά τό
πόσο πρέπει νά προσέχουμε τούς ἀρρώ
στους.
»Δέν τοῦ εἶχε πεῖ κανείς τί ἀκριβῶς
εἶχα. Μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε, «ἔχουν
σπάσει δύο δίσκοι, τά κομμάτια πιέζουν
νεῦρα, ἐσένα πιέζουν ἀπό τήν ἀριστερή
μεριά καί σέ πονάει τό ἀριστερό πόδι,
ἐμένα μέ πονάει τό δεξί», γιατί κι ἐκεῖ
νος ὑπέφερε ἀπό τήν μέση του. Ὅταν
συνῆλθε κάπως ἡ μέση μου, μοῦ ἔκανε
μαθήματα πῶς νά σηκώνω κάποιο βά
ρος. «Νά μήν σκύβης, μοῦ ἔλεγε, νά κά
θεσαι μέ λυγισμένα γόνατα καί σιγά–σι
γά νά σηκώνεσαι».
»Μᾶς ἔλεγε, «ὅταν βγαίνη τό τσίπου
ρο, νά πάρετε τό πρῶτο τσίπουρο πού
εἶναι δυνατό σάν τό οἰνόπνευμα, νά τό
βάλετε σέ ἕνα βάζο καί νά βάλετε μέσα
πιπεριές καυτερές, νά τό βάλετε στόν
ἥλιο καί μέ αὐτό νά σοῦ κάνουν ἐντρι
βές οἱ ἀδελφές στή μέση καί στό πόδι.
Νά ξαπλώνης ἀπό τήν δεξιά πλευρά ἀπό
τό πόδι πού δέν πονάει, νά μαζεύης τό
ἀριστερό πόδι ἐπάνω στό δεξί, θά νοιώ
θης ἀνακούφιση».
Προσπαθοῦσα νά κάνω τίς μετάνοι
ες, ὅταν ἔγινα κάπως καλά. Μοῦ ἔλεγε,
«ὄχι πολλές μαζί, δέκα–δέκα, φασούλι–
φασούλι γεμίζει τό σακκούλι». Ἡ μέση
μου δέν ἦταν καλά.
Ἐκεῖ πού σηκωνόμουν ἀπό τό κρεβ
βάτι, δέν μποροῦσα νά κουνηθῶ καί πά
λι ἔπεφτα στό κρεββάτι.
Οἱ γιατροί ἔλεγαν, ὅτι πρέπει νά κά
νω ἐγχείρηση. Τότε ὅμως αὐτή τήν ἐγ
χείρηση τήν ἔκαναν ὀρθοπεδικοί για
τροί, ὄχι ὅπως τώρα πού τήν κάνουν
νευροχειροῦργοι, καί πολλοί ἀσθενεῖς
ἔμεναν παράλυτοι. Φοβόμασταν αὐτήν
τήν ἐγχείρηση. Ὅταν τό εἴπαμε στόν
παππούλη, μοῦ εἶπε, «μή στενοχωριέ
σαι, τώρα θά τήν καρφώσουμε τήν μέ
ση, θά βάλουμε ἕνα μεγάλο καρφί» καί
μοῦ ἔδειξε μέ τό χέρι του ὅτι τό καρφί
θά εἶναι 30 πόντους. Πράγματι ἀπό τό
τε δέν ξανάπεσα στό κρεββάτι, πονάω,
πιάνεται ἡ μέση μου, δέν μπορῶ νά κα
θήσω πολλή ὥρα, ἀλλά ὄχι ἐκεῖνο πού
δέν μποροῦσα νά κουνηθῶ καί νά στα
θῶ ὄρθια.
»Κάποια φορά πάλι, ἐκεῖ πού συζη
τούσαμε ἔβγαλε ἀπό τόν τρουβά του
ἕνα λεπτό κομποσχοίνι ἑκατοστάρι μέ
κόκκινες χάντρες καί μοῦ τό ἔδωσε. Τό
πῆρα καί ἔκανα τόν λογισμό ὅτι, αὐτό
τό κομποσχοίνι δέν τό ἔπλεξε ὁ παππού
λης, ἀφοῦ δέν βλέπει νά πλέκη λεπτά
κομποσχοίνια, ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ, οὔτε
συνήθιζε νά βάζη κόκκινες χάντρες.
Ἐκεῖ πού ἔκανα αὐτούς τούς λογισμούς,
βγάζει ἀπό τόν τρουβά του ἕνα τριαντα
τριάρι κομποσχοίνι μέ μαῦρες χάντρες,
ὅπως αὐτά πού ἔπλεκε ἐκεῖνος. Μοῦ τό
δίνει καί μοῦ λέει, «πάρτο, αὐτό ἐγώ τό
ἔπλεξα».
»Ὅταν ἤθελε νά μοῦ δείξη νά φτειά
χνω αὐτό τό σταυρό πού κάνω τώρα
στά κομποσχοινάκια, μοῦ εἶπε: «Φέρε
μία ὀργυιά μαλλί νά σοῦ μάθω νά φτειά
χνης ἕνα σταυρό ἐννοώντας ὅτι αὐτό
- 12. 12
εἶναι κανόνι», ἔλεγε, αὐτός ὁ σταυρός
εἶναι δυνατό ὅπλο.
»Γιά νά μοῦ δώση χαρά, πολλές φορές
μοῦ ζητοῦσε νά τοῦ δώσω κάτι, π.χ. εἶχα
ἕνα ψαλιδάκι, ἦταν καί λίγο σπασμένο,
μοῦ εἶπε: «Ἀδελφή Μυροφόρα, μοῦ δί
νης αὐτό τό ψαλιδάκι; μοῦ χρειάζετε νά
κόβω τά μαλλιά ἀπό τά κομποσχοίνια».
Ὁ λογισμός, μοῦ λέει, ὅτι δέν τό ζητοῦ
σε γιατί τό εἶχε ἀνάγκη, θά μποροῦσε
νά βρῆ καλύτερο καί ὄχι τό δικό μου τό
σπασμένο. Τό ἔκανε γιά νά χαρῶ.
»Ἄλλη φορά, τοῦ εἶχα πλέξει κάτι
μάλλινα παπουτσάκια–τιρλίκια, τά πῆ
ρε καί μοῦ λέει γιά νά χαρῶ: «Τώρα πού
μοῦ τά ἔπλεξες ἐσύ καί τό καλοκαίρι θά
τά φοράω».
»Κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι ἔκρινα μέ τόν
λογισμό μία ἀδελφή. Μοῦ εἶπε: «Οἱ πνευ
ματικοί ἄνθρωποι κρύβουν τίς ἀρετές
καί κάνουν μερικά πράγματα πού φαί
νονται ὅτι δέν εἶναι πνευματικά νά μᾶς
μπερδέψουν καί νά κρύψουν τίς ἀρετές
τους, γι᾿ αὐτό νά μήν κρίνης».
»Ἄλλη φορά, εἶχε γίνει κάτι τήν ὥρα
πού ψάλλαμε στό ἀναλόγιο, εἶχα στενο
χωρήσει τόν Γέροντα.
Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης καί πῆγα νά
τόν δῶ, μέ ρώτησε γιατί ἤμουν στενο
χωρημένη.
― Στενοχώρεσα τόν Γέροντα, τοῦ εἶ
πα.
― Οἱ στρατιῶται, μοῦ λέει, ὅταν
τραυματίζωνται στόν πόλεμο δέν κάθον
ται νά κλαῖνε. Δένουν τό τραῦμα τους
καί προχωροῦν.
― Πᾶμε νά βάλουμε μετάνοια. Μέ πῆ
ρε ἀπό τό χέρι καί πήγαμε στόν Γέροντα
καί τοῦ εἶπε:
― Ἤρθαμε νά βάλουμε μετάνοια μέ
τό καλογέρι καί ἔκανε στρωτή μετάνοια
Κελί Τιμίου Σταυροῦ σήμερα
- 13. 13
μαζί μου. Μετά ὁ Γέροντας, τοῦ ἔλεγε τί
εἶχε γίνει. Ἐκεῖνος τόν κοιτοῦσε μέ ἠρε
μία.
»Ἄλλη φορά, εἶχα κάνει ἕνα σφάλμα
καί μοῦ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας «δέν θά σέ
ξαναεξομολογήσω». Ὅταν ἦρθε ὁ παπ
πούλης, τοῦ τό εἶπα. Ἄνοιξε τήν πόρτα
ἀπό τό κελλάκι πού μιλούσαμε, στόν δι
άδρομο ἦταν ὁ Γέροντας. Τοῦ εἶπε, «ἔλα
μέσα Γέροντα». Ἔβγαλε ἕνα πενηντά
ρικο, τά παλιά χρήματα, τοῦ τό ἔδωσε.
«Πάρε αὐτό γιά πληρωμή, τοῦ εἶπε,
καί ὅποτε ἔχει ἀνάγκη τό καλογέρι θά
τό ἐξομολογῆς, ἀλλοιῶς θά τό πάρω στό
Ἅγιον Ὄρος».
»Μιά φορά, ἦταν οἱ Γεροντᾶδες καί
ἀδελφές, ἐγώ εἶχα ἀκουμπήσει στόν τοῖ
χο καί εἶχα τά χέρια μου πίσω στή μέση,
πονοῦσα λίγο. Γιά μιά στιγμή, ἄρχισε
νά μέ μαλώνη. «Τί σεβασμός εἶναι αὐ
τός, μοῦ ἔλεγε, νά ἔχης τά χέρια πίσω!».
Μέ κατσάδιασε γιά τά γερά, εἶδε ὅτι δέν
τό εἶχα σηκώσει, μέ πῆρε μέσα στό κελ
λάκι πού ἔμενα καί μοῦ λέει: «Νά μέ
συγχωρέσης πού σέ μάλωσα, ἄν ἔπρεπε
νά σοῦ πῶ κάτι θά σοῦ τό ἔλεγα τώρα
πού εἴμαστε μόνοι. Ἀλλά ἐπειδή μερικές
ἀδελφές ἔχουν λογισμούς ὅτι σέ ἀγαπῶ
περισσότερο, γι᾿ αὐτό σέ μάλωσα μπρο
στά τους». Μοῦ ἔκανε πολλές φορές πα
ρατηρήσεις, ἀλλά δέν στενοχωριόμουν,
ἦταν ὅλο ἀγάπη.
Ὅταν εἶχα περάση τά τριάντα, μοῦ
ἔλεγε, «τώρα εἶσαι ἀμμᾶς. Τώρα, Μυρο
φόρα, Ἐν σοὶ μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ
κατ᾿ εἰκόνα»...
»Μερικές φορές, τοῦ ἔλεγα:
― Παππούλη, μιλάω πολύ, λέω πολ
λά.
Ἡ Ἱερά Μονή Στομίου καί ὁ νῦν Ἡγούμενός της
- 14. 14
― Δέν εἶναι καλύτερα Μυροφόρα,
νά μιλᾶμε μέ τό Χριστό, τήν Παναγία,
παρά μέ τούς ἀνθρώπους; Ἕνας ἄνθρω
πος γιά νά μιλήση μέ ἕνα ἐπίγειο βασιλιά
πρέπει νά πάρη ἄδεια πότε θά τοῦ μιλή
ση, ποιά ὥρα, πόσο θά τοῦ μιλήση. Ἐμᾶς
τά γυφτέλια (τούς μικρούς γύφτους), ὁ
Χριστός μᾶς ἀφήνει ὅποτε θέλουμε, ὅση
ὥρα θέλουμε νά τοῦ μιλᾶμε καί χαίρεται
ὅταν τοῦ μιλᾶμε. Δέν κουράζετε νά μᾶς
ἀκούη.
»Πρίν ἀρχίσει τίς συνάξεις πού μᾶς
ἔκανε, κάθε φορά καθόταν λίγη ὥρα χω
ρίς νά λέη τίποτα. Μᾶς κοιτοῦσε ὅλες
σάν νά μᾶς περνοῦσε ἀκτινογραφία, με
τά ἄρχιζε νά μᾶς λέη γιά πράγματα πού
μᾶς ἀπασχολοῦσαν μέ παραδείγματα.
Τακτοποιοῦσε ὅλα τά θέματα τοῦ Μονα
στηριοῦ. Θυμᾶμαι, ὅταν πήγαινα νά μέ
δῆ, ὅ,τι καί ἄν εἶχα ἔφευγαν ὅλα, ἔπαιρ
να μιά δύναμη πού κρατοῦσε μέχρι νά
ξανάρθη. Μέ ρωτοῦσε:
― Ἀδελφή Μυροφόρα, ξέρεις μουσι
κά;
― Λίγα, παππούλη, τοῦ ἔλεγα. Μοῦ
χτυποῦσε τήν πλάτη.
― Ἐσύ νά ψάλλης μέ τήν καρδιά
σου, μοῦ ἔλεγε, ὅταν ψάλλης, ὁ νοῦς σου
νά εἶναι στά θεῖα νοήματα πού ἔχουν τά
τροπάρια, τότε θά ψάλλης γλυκά.
»Ὅταν προηγούμενο βράδυ εἶχα
ἀγρυπνίση, καί μέ ἔβλεπε τό πρωΐ, με
ρικές φορές μέ ρωτοῦσε, «σοῦ ἔδωσε ὁ
Χριστός, ἡ Παναγία ἤ Ἅγιος πού γιόρ
ταζε ἐκείνη τήν ἡμέρα καμμία σοκολά
τα;». Μέ ρωτοῦσε:
― Μέ ἀκοῦς πού σέ φωνάζω ἀπό τό
Ἅγιον Ὄρος, «ἀδελφή Μυροφόρααα! «.
»Ὅταν εἶχε πρωτογίνη τό Μοναστή
ρι, δέν ξέραμε νά ψάλλουμε. Ἐρχόταν
στό ἀναλόγιο μᾶς βοηθοῦσε ἤ καί ἔψαλε
μόνος του. Μία φορά, τῆς Ἁγίας Σκέπης,
ἔψαλε ὅλη τήν ἀκολουθία, ἦταν τόσο
ὡραῖα!
Καί τήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας μπο
ροῦσε νά σοῦ πῆ ἕνα ἀστεῖο, νά σοῦ δώ
ση χαρά.
»Κάποτε ἤμουν στενοχωρημένη.
Ὁ παππούλης τό κατάλαβε. Μοῦ ἔκα
νε νόημα νά πάω κοντά του, μέ ἔβαλε
νά καθήσω στό διπλανό στασίδι καί μέ
σα στήν ἀκολουθία μοῦ ἔλεγε διάφορα,
ἔσκυβε στό αὐτί μου καί μοῦ μιλοῦσε.
Ἦταν ἡ ὥρα πού λέγαμε τό Συναξάρι.
Ἐνῶ μᾶς εἶχε πῆ, τήν ὥρα πού λέμε τό
Συναξάρι νά κατεβαίνουμε ἀπό τά στα
σίδια, νά στεκώμαστε μέ εὐλάβεια, ὅπως
οἱ στρατιῶτες στέκονται προσοχή ὅταν
θέλουν νά τιμήσουν κάποιον ἐθνικό ἥρ-
ωα, ὅμως ὁ ἅγιος Γέροντας ἀπό τήν πολ
λή του ἀγάπη τό ἔκανε αὐτό γιά νά μέ
παρηγορήση.
»Χαίρονταν ὅταν καταλάβαινε ὅτι
ἀγωνιζόμουν, ὅτι ἔκανα μετάνοιες καί
ἀγρυπνίες καί μοῦ ἔλεγε, χωρίς νά τοῦ
λέω κάτι: «Τί σῶμα εἶναι αὐτό πού ἔχεις,
ἀδελφή Μυροφόρα; σάν λάστιχο εἶναι».
Πράγματι ἔκανα πολύ εὔκολα μετάνοι
ες. Τά χέρια μου ἔβγαιναν εὔκολα ἀπό
τόν καρπό, ὅταν ἤμουν μικρή δέν μπο
ροῦσα νά κάνω μετάνοιες ἀκουμπώντας
τίς παλάμες στό πάτωμα. Ἔκανα τώρα
μετάνοιες ἀκουμπώντας τίς γροθιές καί
εἶχαν κάνει κάποια σημάδια.
Ὅταν μοῦ κρατοῦσε τό χέρι γελοῦσε,
κοιτοῦσε τά σημάδια ἀπό τίς μετάνοιες
καί ἔλεγε, «τό πρῶτο σημάδι εἶναι τοῦ
Χριστοῦ, τό δεύτερο τοῦ ἁγίου Προδρό
μου, τό τρίτο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου καί τό
τέταρτο πού ἦταν κάπως μεγάλο, ἔλεγε,
αὐτό εἶναι τῆς Παναγίας πού κρατᾶ καί
τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά της».
»Ἦταν ὅμως αὐστηρός, ὅταν ἤθελα
νά κάνω τό θέλημά μου. Ὅταν ἤρθαμε
στό Μοναστήρι, κάναμε μία ἀγρυπνία
τήν ἑβδομάδα. Ἐγώ πήγαινα στήν Γε
ρόντισσα κάθε βράδυ καί τῆς ἔλεγα, νά
μοῦ δώση εὐλογία νά κάνω ἀγρυπνία.
Στήν ἀρχή, μοῦ ἔλεγε, «ὄχι, ἔκανες χθές
- 15. 15
εἶσαι κουρασμένη». Ἐγώ τήν παρακα
λοῦσα καί στό τέλος μοῦ ἔδινε εὐλογία.
Μέσα μου ὅμως ἔνοιωθα, ὅτι αὐτό δέν
ἦταν καλό.
Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης, τοῦ τό εἶ
πε. Μοῦ λέει, «θά κάνης μία ἀγρυπνία
τήν ἑβδομάδα. Ἄν ζητήσης ἀπό τήν Γε
ρόντισσα νά κάνης δεύτερη, θά σοῦ κό
ψω καί τήν μία. Ἄν τό ξανακάνης, δέν
θά σέ ἀφήσω οὔτε στήν ἐκκλησία νά πη
γαίνης». Σάν νά μοῦ ἔκοψε τό θέλημα
μέ τό μαχαίρι, ἔτσι ἔνοιωσα.
»Πάντα ὅταν πήγαινα νά τόν δῶ, κά
θε φορά μοῦ ἔλεγε: «Ἄντε βρέ Μυροφό
ρα, νά ψάλλουμε. Ψάλαμε μαζί. Ἔψαλε
πολύ ὡραῖα, ὅλα ἔφευγαν, ἔνοιωθα πολύ
γλυκά κοντά του.
»Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πάντα, ὅτι καί
νά ἔλεγε ἦταν ὡραῖο καί ἔξυπνο. Πρίν
νά γίνω μοναχή ἤμασταν, ὁ παππούλης,
ἐγώ καί μία ἄλλη ἀδελφή. Εἶχε μία πα
ραμάνα βαμμένη μαύρη καί κούμπωνε
τό ράσο του. Τοῦ λέει ἡ ἄλλη ἀδελφή:
― Παππούλη, θά μοῦ δώσετε αὐτή
τήν παραμάνα;
― Ἔχεις μάννα, τῆς λέει, θές καί πα
ραμάνα; Θά τήν δώσω σ᾿ αὐτήν. Ἤμουν
λαϊκή τότε καί τήν ἔδωσε σέ μένα.
»Εἴχαμε μάθει γιά τήν τελευταία
ἀρρώστεια τοῦ παππούλη καί στενο
χωρεθήκαμε πολύ. Μετά πού βγῆκε καί
ἔκανε ἐξετάσεις, μάθαμε ὅτι σύντομα θά
ἔφευγε ἀπό κοντά μας.
»Εἶχε ἔρθει γιά τελευταία φορά στό
Μοναστήρι μας, πονοῦσε πολύ. Ἐκεῖνο
τόν καιρό ἤμουν πολύ χάλια. Εἶχα ἀπό
μικρή κάποια πάθηση, ἀπό αὐτό εἶχα
ἀρρωστήσει καί ἀργότερα νευρίαζα εὔ
κολα, μετά στενοχωριόμουν πολύ καί
μέ ἔπιανε ἀπελπισία. Ἔκανα λογισμούς
ὅτι δέν θά σωθῶ, δέν θά πάω στόν πα
ράδεισο, δέν εἶχα διάθεση νά ψάλλω καί
ἔλεγα στούς Γεροντᾶδες νά μήν ψάλλω
στό ἀναλόγιο. Τότε ὅμως ὑπῆρχε ἀνάγ
κη, γιατί δέν ὑπῆρχαν πολλές ἀδελφές
πού μποροῦσαν νά βοηθήσουν στό ἀνα
λόγιο.
»Εἶχα στενοχωρηθεῖ πολύ πού ὁ παπ
πούλης θά ἔφευγε. Ὅταν ἦρθε ὁ παπ
πούλης, μᾶς εἶπαν οἱ Γεροντᾶδες, ὅτι δέν
θά μᾶς ἔβλεπε κατά μόνας γιατί πονοῦσε
πολύ, θά μᾶς ἔκανε μόνο σύναξη. Εἴχα
με κάνει, νομίζω, τέσσερις κουρές, για
τί ὁ παππούλης δέν θά ξαναερχόταν σέ
μᾶς. Καί συνηθίζαμε τίς κουρές νά τίς
κάνουμε ὅταν ἐρχόταν ὁ παππούλης.
»Ἐγώ βοηθοῦσα στούς λουκουμά
δες, εἴχαμε πολύ κόσμο, ἔρχονταν νά
πάρουν τήν εὐχή του, ξέρανε ὅτι θά φύ
γη ἀπό κοντά μας. Εἶχα κουραστεῖ, για
τί ὅλη τήν νύχτα κάναμε λουκουμάδες.
Ἤμουν καί πολύ στενοχωρεμένη, πῆγα
στό κελλί μου καί ξάπλωσα λίγο νά ξε
κουραστῶ. Ἦρθε μιά ἀδελφή καί μοῦ
εἶπε:
― Πήγαινε, σέ θέλει ὁ παππούλης.
― Μήπως κάνεις λάθος; τῆς λέω.
― Ὄχι, μοῦ λέει, σέ ζητοῦσε καί χθές
τό βράδυ καί ἡ Γερόντισσα τοῦ εἶπε ὅτι
φτειάχνεις λουκουμάδες.
»Πονοῦσε πολύ καί δέν ἤθελα νά τόν
κουράζω. Πῆγα στό κελλάκι πού ἔμενε⋅
ἦταν γονατιστός πάνω στό κρεββάτι, μέ
τά δύο χέρια του ἔπιανε τήν κοιλιά του.
Ὅπως ἦταν γονατιστός καί ἔπιανε τήν
κοιλιά του, πολλές φορές ἔγερνε τό σῶ
μα του μπροστά καί ἔλεγε:
«Ἄχ! Μυροφόρα, ἄχ! μωρέ, Μυροφό
ρα!».
Πονοῦσε πάρα πολύ.
Στενοχωριόμουν πολύ ἔτσι πού τόν
ἔβλεπα, δέν μποροῦσα νά τοῦ πῶ τίπο
τα, καθόμουν καί δέν μιλοῦσα τίποτα.
«Γιατί εἶσαι ἔτσι, μωρέ;» μοῦ λέει. Καί
ἄρχισε νά μοῦ λέη ὅ,τι εἶχα μέσα μου.
Μέ ρωτάει:
- 16. 16
― Ἀδελφή Μυροφόρα, ψάλλεις;
― Δέν μπορῶ παππούλη, τοῦ λέω.
Δέν μπορῶ νά ψάλλω στήν ἐκκλησία.
― Νά ψάλλης, μοῦ λέει.
»Στενοχωριόμουν πού νευρίαζα εὔ
κολα. Χωρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέει:
― Βρέ, Μυροφόρα, ἐσύ εἶσαι ἀρνάκι,
γιατί μερικές φορές γίνεσαι κατσικάκι;
Μήπως πρέπει νά πᾶς σέ κανένα γιατρό;
Μήπως κάτι ἔχεις μέ τήν ὑγεία σου;
»Μετά πού πῆγα στούς γιατρούς,
πράγματι κάτι εἶχα μέ τίς ὁρμόνες.
»Ἔκανα λογισμούς, ὅτι δέν θά σωθῶ
καί χωρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέει: «Τί
στενοχωριέσαι, μωρέ; ἐκεῖ πού θά πάω
ἐγώ, ὅταν φύγω ἀπό αὐτή τή ζωή, θά
σέ πάρω καί ἐσένα. Ἐσύ μόνο τήν φω
τογραφία ἀπό τό διαβατήριο νά βγάλης.
Γιατί εἶσαι ἔτσι μέσα σου; τί νά σοῦ κά
νω ἐγώ; τί θά σοῦ δώση χαρά; ὅτι μοῦ
ζητήσης θά τό κάνω».
»Συνεχῶς ἔπιανε τήν κοιλιά του καί
ἔλεγε:
«Ἄχ! Μυροφόρα, ἄχ! μωρέ, Μυροφό
ρα!».
Γιά νά κάνη ἔτσι ὁ παππούλης μπρο
στά μου, φανταστεῖτε πόσο πονοῦσε.
― Τί θά σοῦ δώση χαρά; πές μου,
μοῦ ἔλεγε.
― Νά μείνετε ἐδῶ, τοῦ λέω, αὐτό θέ
λω.
― Καλά, μοῦ λέει. Θά πάω νά πάρω
καί τά ὑπόλοιπα πράγματά μου καί θά
ἔρθω, θά μέ γηροκομήσης ἐσύ;
― Ναί, τοῦ λέω.
― Θά μοῦ κάνης καί τόν κανόνα
μου;
― Ναί, τοῦ λέω.
― Καλά, μοῦ λέει, θά ἔρθω.
»Ἔξω περίμενε μία κυρία. Ὅταν ση
κώθηκα νά φύγω: «Φέρε μιά καί μισή
ἀσπιρίνη, Μυροφόρα, νά πάρω, νά δῶ
αὐτήν τήν κυρία πού περιμένει». Τοῦ
πῆγα δύο ἀσπιρίνες, πῆρε μιάμισυ καί
τήν ἄλλη μισή μοῦ τήν ἔδωσε. «Πάρτην
ἐσύ», μοῦ λέει. Τόσο πόνο καί προσπα
θοῦσε μέ τίς ἀσπιρίνες νά ἀνακουφιστῆ.
»Μετά ἀπό λίγες μέρες, πῆγε ἡ Γε
ρόντισσα νά τόν δῆ, πῆρε καί ἐμένα μαζί
της. Ὁ παππούλης ἦταν στό κρεββάτι,
δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ, τό πρόσωπό
του ἦταν κατακίτρινο. Μπῆκε ἡ Γερόν
τισσα. Ἐγώ δέν ἤθελα νά τόν κουράζω.
Μόλις μπῆκα, τοῦ εἶπα:
― Τήν εὐχή σας νά πάρω παππούλη,
πονᾶτε πολύ.
― Κάθησε, μοῦ λέει.
― Μόνο τήν εὐχή σας θέλω, τοῦ λέω,
καί νά φύγω.
»Μοῦ ἔδειξε ἕνα σκαμνάκι πού ἦταν
δίπλα στό κρεββάτι καί μοῦ λέει, κάθη
σε. Κάθησα, δέν μιλοῦσα καθόλου, προ
σπαθοῦσα νά μήν κλάψω. Μέ ρώτησε:
― Τί εἰκόνα κάνεις τώρα, Μυροφό
ρα;
― Τόν ἅγιο Κωνσταντίνο καί τήν
ἁγία Ἑλένη, τοῦ λέω.
»Ὅσο ἔφτειαχνα τήν ἁγία Ἑλένη εἶ
χα λογισμούς, ὅτι τήν ἔκανα πολύ νέα,
προσπαθοῦσα νά βάλω κάτι παριές πού
βάζουμε στά γέρικα πρόσωπα τῶν Ἁγί
ων δέν ἔδειχνε γέρικο τό πρόσωπό της.
― Νά, Μυροφόρα, μοῦ λέει, μερικοί
ἁγιογράφοι τήν ἁγία Ἑλένη τήν κάνουν
νέα καί φαίνεται σάν ἀδελφή τοῦ ἁγίου
Κωνσταντίνου καί ὄχι σάν μητέρα του.
Μοῦ εἶπε καί μερικά ἄλλα, μετά ἐγώ ση
κώθηκα δέν κρατήθηκα ἄλλο, ἄρχισα
νά κλαίω.
Πῆρα τήν εὐχή του, μοῦ ἔδωσε ἕνα
ἑκατοστάρι κομποσχοίνι πού κρατοῦσε
καί ἔφυγα. Τόν εὐχαριστῶ γιά ὅλα καί
ζητῶ τίς πρεσβεῖες Του».
- 17. 17
Ὁ ὅσιος Παΐσιος
καί οἱ μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος
ΔιήγησηἈρχιμ. Νικοδήμου Κανσίζογλου
α΄.
«Ἔγραψα τίς παρακάτω σειρές κά
νοντας ὑπακοή σέ σεβαστούς πνευματι
κούς πατέρες, ἀλλά κυρίως ὡς ὀφειλόμε
νη εὐχαριστία πρός τό πρόσωπο τοῦ ὁσί
ου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, πού κατά τά
χρόνια τῆς φοιτήσεώς μας στήν ἐν Ἁγίῳ
Ὄρει ἱστορική Ἀθωνιάδα Ἐκκλησιαστι
κή Ἀκαδημία στάθηκε μέ τόν τρόπο του
ἕνας ἀπό τούς βασικούς παράγοντες πού
στήριζαν τήν πνευματική πορεία τῶν
μαθητῶν τῆς Σχολῆς μας.
Δέν καταγράφω εἰδικά δικές μου
προσωπικές μνῆμες καί ἐμπειρίες. Καί
τοῦτο, διότι οἱ εἰδικά προσωπικές ἀνα
μνήσεις δέν εἶναι πάντοτε δημοσιεύσι
μες καί ἐπιπλέον, διότι αἰσθάνομαι καί
κάποια ἐνοχή πού ὁ ἴδιος δέν ἀξιοποίη
σα ὅπως θά ἤθελε ὁ καλός Θεός μας, τήν
εὐλογία νά βρισκώμαστε ὡς μαθητές τῆς
Σχολῆς κοντά σέ αὐτόν τόν μεγάλο Ἅγιο
τῆς ἐποχῆς μας. Ὡστόσο, θά προσπαθήσω
νά ἀποτυπώσω μερικές πτυχές τῆς πνευ
ματικῆς βοήθειας πού εἶχαν οἱ μαθητές
τῆς Σχολῆς μας σχεδόν μέχρι καί τήν κοί
μηση τοῦ Ὁσίου, τό 1994. Εἶμαι σχεδόν
σίγουρος ὅτι ὅσα θά ἀκολουθήσουν, θά
συμφωνοῦσαν νά τά ὑπογράψουν πλεῖ
στοι ὅσοι ἄλλοι συμμαθητές μου πού
φοίτησαν στή Σχολή γιά περισσότερα
χρόνια, δηλαδή Γυμνάσιο καί Λύκειο
(ἐνῶ ἐγώ φοίτησα πρός τό τέλος τοῦ Λυ
κείου) καί ὅλοι οἱ ἀνά τίς τελευταῖες δε
καετίες ὁμογάλακτοι συσπουδαστές μου,
στήν ἀγαπημένη πνευματική μας τροφό
τήν Ἀθωνιάδα Σχολή.
β΄.
»Γράφτηκα στήν Ἀθωνιάδα Σχολή τή
σχολική χρονιά 1987–1988. Ὅταν βρέ
θηκα γιά πρώτη φορά στό περιβάλλον
τῆς Σχολῆς, πίστεψα πραγματικά πώς ἡ
Ἀθωνιάδα εἶναι τό καλύτερο σχολεῖο σέ
ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Πεποίθηση πού διατηρῶ μέχρι σή
μερα, γιά τά χρόνια βέβαια ἐκείνου τοῦ
καιροῦ. Τήν ἄποψη, πεποίθηση αὐ
τή συνύφαναν πολλοί παράγοντες. Ἐν
πρώτοις τό χιλιοευλογημένο ἁγιορεί
τικο περιβάλλον (δέν χορταίνω νά λέω
αὐτές τίς λέξεις τίς γλυκύτερες «ὑπὲρ
μέλι καὶ κηρίον»), τό Περιβόλι τῆς Πα
ναγίας, στήν καρδιά τοῦ ὁποίου ὡσάν μι
κρή ζεστή φωλίτσα νεοσσῶν ἐπήγνυτο
ἡ πολυαγαπημένη μας Σχολή. Κατόπιν
ὁ σοφότατος, διακριτικός καί καλογερι
κότατος Σχολάρχης μας, ὁ Ἐπίσκοπος
Ροδοστόλου Χρυσόστομος, οἱ καλοί μας
καθηγητές, οἱ ἱερομόναχοι Νικηφόρος,
Ἀβραάμ, Μελέτιος, Νεκτάριος, Παΐσιος
(ὁ ἐγγύτερος μαθητής τοῦ ὁσίου Παϊσί
ου), ὁ μοναχός Νικόδημος, ὁ χαρισμα
τοῦχος μουσικός καί ἁγιογράφος γέρων
Μελέτιος Συκεώτης καί οἱ εὐλαβεῖς λα
- 18. 18
ϊκοί καθηγητές φιλόλογοι Β. Βενετάκης
καί Θ. Τσιρώνης. Σοβαρότατη παρουσία
πνευματικῆς ἐγγύησης τῆς πορείας μας,
ὁ Πνευματικός μας ἱερομόναχος Ἰσαάκ,
πού διορίστηκε ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα
ὡς Πνευματικός τῆς Σχολῆς μας.
γ΄.
»Θυμᾶμαι, λοιπόν, πώς ὅταν πρωτο
πῆγα στή Σχολή (ἕως τότε δέν εἶχα ἀκού
σει κἄν τό ὄνομα τοῦ Γέροντος καί νῦν
ὁσίου Παϊσίου), ὅλοι οἱ συμμαθητές μου
πολύ συχνά ἀναφέρονταν στό πρόσωπο
τοῦ γέροντος Παϊσίου: «Τό Σαββατοκύ
ριακο θά πᾶμε στόν γέροντα Παΐσιο τόν
ἀσκητή», «Θέλω νά ζητήσω εὐλογία ἀπό
τόν ἅγιο Σχολάρχη νά πάω στόν γέρον
τα Παΐσιο», «Ὁ γέροντας Παΐσιος εἶπε
αὐτό, ἐκεῖνο, τό
ἄλλο...». Τά παι
διά στά σχολεῖα
στόν κόσμο, περί
μεναν τό Σαββα
τοκύριακο γιά νά
«τό ρίξουν ἔξω»,
νά διασκεδάσουν
στά μαγαζιά μέ τά
ἠλεκτρονικά παι
χνίδια, στίς κα
φετέριες καί στίς
ντισκοτέκ ἐκεί
νου τοῦ καιροῦ,
ἐνῶ οἱ συμμαθη
τέςμουπερίμεναν
τήν Παρασκευή
μετά τά μαθή
ματα νά τρέξουν
στόν Γέροντα καί
νά μή σταματοῦν
νά ἀνεβοκατεβαί
νουν γιά ὅλο τό
τριήμερο (ΠΣΚ
ὅπως λένε σήμε
ρα)στόνἐλεύθερό
τους χρόνο στήν
«Παναγούδα».
Ἡ «Παναγού
δα» τοῦ γέρον
τος Παϊσίου εἶχε
γίνει γιά χρόνια
πολλά ἡ δεύτερη
ζεστή, ζεστότερη
φωλίτσα γιά τούς
συμμαθητές μου,
ἀπό τούς μικρούς
τῆς Α΄ Γυμνασίου μέχρι καί τούς μεγα
λύτερους τῆς Γ΄ Λυκείου.
Πάρα πολλοί ἀπό τούς μαθητές τῆς
Σχολῆς μας προερχόμασταν ἀπό φτωχές,
πολύτεκνες, ὑπερπολύτεκνες, ὀρφανές ἤ
- 19. 19
καί μέ ἄλλα ποικίλα προβλήματα οἰκογέ
νειες. Ἴσως δέν θά ἀστοχοῦσα, ἄν ἔλεγα
«φτωχά κυνηγημένα πουλάκια» ἀπό τό
πολύβουο, σκληρό, ἄδικο καί δίχως ὑγιῆ
πνευματικό προσανατολισμό κόσμο.
«Εὐλογητὸς Κύριος, ὅς οὐκ ἔδωκεν
ἡμᾶς εἰς θήραν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν».
Ὁ γέροντας Παΐσιος γιά αὐτά τά φο
βισμένα πουλάκια πῆρε τό ρόλο πατέρα,
μητέρας, ὁδηγοῦ, συμπαραστάτη. Στά
θηκε τό στιβαρό στήριγμα γιά πάρα πολ
λούς ἀπό ἐμᾶς πού τό θέλαμε. Τά παρα
πάνω τά καταλαβαίνουν μέ συναίσθηση
ὅσοι ἔμειναν γιά λιγότερο ἤ περισσότερο
δίχως πατρική ἀσφάλεια, δίχως μητρι
κή στοργή, δίχως πνευματικό στήριγμα.
Τότε βλέπαμε τούς γονεῖς μας Χριστού
γεννα, Πάσχα καί καλοκαίρι. Μερικοί
οὔτε καί τότε, διότι ἦταν ἑλληνόπουλα
ἀπό τήν Αὐστραλία, τή Γερμανία καί ἀπό
μικρά καί φτωχά ἀπομακρυσμένα ἑλλη
νικά νησιά. Πολλοί στά σπίτια τους δέν
εἶχαν καί τηλέφωνο. Τά καραβάκια τοῦ
Ἁγίου Ὄρους ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν μό
νο μία φορά τή μέρα καί ἡ θάλασσα συ
χνά ἄγρια.
Οἱ μαθητές τῆς Ἀθωνιάδος ὁσάκις τά
σκέπτονται, τά ὑπογράφουν μέ δάκρυα
συγκίνησης καί εὐγνωμοσύνης. Σέ φτω
χούς συμμαθητές μας, ὁ Γέροντας ἔδινε
ὅ,τι εἶχε: χρήματα, παπούτσια, ροῦχα,
γλυκά.
Τότε μᾶς λείπανε καί τά ἐκτιμούσα
με. Ἐκτιμούσαμε μία φανέλλα ἄς ἦταν
καί μεγαλύτερη στό νούμερο, ἕνα ζευ
γάρι παπούτσια ἄς ἦταν καλογερικά, μιά
ζακέτα ἄς ἦταν μαύρη, ἕνα σοκολατάκι
κι ἄς ἦταν λυωμένο ἀπό τόν ἥλιο. Στήν
πραγματικότητα μᾶς χρειαζόταν ἀγάπη,
στοργή, ἀσφάλεια, προσανατολισμός καί
Μέ προσκυνητές στήν Παναγούδα.
- 20. 20
ἐνῶ βέβαια χρειαζόμασταν καί παπού
τσια καί ροῦχα καί κάνα γλυκό πού μᾶς
ἐφοδίαζε ὁ ἅγιος Γέροντας, μέσα ἀπό αὐ
τά θηλάζαμε τήν πνευματική του ἀγάπη
καί τή βαθύτατη δίψα νά ἔχουμε ἄνθρω
πο νά μᾶς δείχνη τό δρόμο στό λαβύρινθο
τῆς ζωῆς πού ἀδυσώπητα πρόβαλε μπρο
στά μας.
δ’.
»Κάποια φορά, πού τόν ἐπισκέφθηκα,
μοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο κουτί πέντε κιλῶν
σταφίδες γιά νά τίς μοιράσω στούς συμ
μαθητές μου στή Σχολή. Αὐτός, γιά νά
ἔτρωγε αὐτές τίς σταφίδες θά ἤθελε δέκα
χρόνια.
Στά σημερινά παιδιά αὐτό δέν εἶναι
κάτι σπουδαῖο. Εἴμαστε ἀκόμη (...) σέ
περίοδο πλησμονῆς καί πληθωρισμοῦ σέ
ὅλα καί δέν μποροῦμε νά ἐκτιμήσουμε τά
μικρά καί ταπεινά, πού ὅμως κρύβουν
μέσα τους ὑγεία ψυχῆς καί σώματος.
Φυσικά, δέν ἦταν τότε οἱ σταφίδες πού
μᾶς ἔκαναν εὐτυχισμένους, ἀλλά ἡ σκέ
ψη πώς ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ
μᾶς σκέπτεται, μᾶς ἀγαπάει, τόν ἔχουμε
δίπλα μας νά μᾶς εὔχεται καί νά μᾶς χαι
ρετάη στέλνοντας τό μήνυμά του ἀκόμη
καί μέ λίγες σταφίδες. Ἄλλη φορά, ἦρ
θε ἕνας προσκυνητής στή Σχολή καί μέ
ἔψαξε. Ἔφευγε ἀπό τήν «Παναγούδα»
καί τόν ἔστειλε ὁ Γέροντας.
Ὅταν πῆγα, μοῦ ἔδωσε μία τεράστια
σακκούλα, λέγοντάς μου πώς τήν στέλ
νει ὁ γέρων Παΐσιος γιά μένα. Τήν ἄνοιξα
καί εἶχε μέσα ἕνα σημείωμα πιασμένο μέ
μία χοντρή παραμάνα πού ἔγραφε: «Μέ
αὐτά νά οἰκονομήσης τά παιδιά» καί ἀπό
κάτω τήν ὑπογραφή του: «Μοναχός Πα
ΐσιος».
Ἡ σακκούλα εἶχε σοκολάτες, παστέ
λια, λουκούμια, καραμέλλες, διάφορα
ἄλλα γλυκίσματα. Τά μοίρασα στούς
συμμαθητές μου, ὅπως μοῦ ἔγραψε, κι
ἐγώ κράτησα τό καλύτερο ἀπό ὅλα πού
τό διατηρῶ ἕως σήμερα, τό χαρτάκι μέ τό
σημείωμα καί τήν ὑπογραφή του! Ὅποι
ος διαβάζει αὐτά, σίγουρα καταλαβαίνει
πώς ἡ γλύκα δέν προέρχονταν ἀπό τίς
σοκολάτες καί τά λουκούμια, ἀλλά ἀπό
τή γλυκιά ἀγάπη τοῦ ἁγίου Γέροντος,
πού τόσο πολύ εἴχαμε ἀνάγκη ἐκεῖνο
τόν καιρό καί συνεχίζουμε, ἄν καί μεγα
λώσαμε πιά, νά ἔχουμε καί τώρα... Μιά
φορά, πού τόν ἐπισκέφθηκα, μιλοῦσε μέ
ἕναν κύριο γύρω στά 50 χρονῶν. Ἐκείνη
τήν στιγμή τόν ἀποχαιρετοῦσε. Ἐκεῖνος
ὁ κύριος φεύγοντας, τοῦ ἔδωσε ἕνα ὀγ
κῶδες κουτί. Ὅταν ἔφυγε, μοῦ λέει:
«Τόν ξέρεις αὐτόν;», λέω: «Ὄχι, Γέ
ροντα». «Εἶναι ὁ τραγουδιστής Γ. Κοι
νούσης». Ἐγώ τόν εἶχα λίγο ἀκουστά,
σάν ὄνομα μονάχα. Λέει ὁ Γέροντας, δεί
χνοντας τό κουτί καί γελώντας παιδικά,
ξεκαρδιστικά καί πανέμορφα:
«Μοῦ ἔφερε δῶρο αὐτό τό ραδιοκασ
σετόφωνο· νά τό πάρετε στή Σχολή γιά
νά ἀκοῦτε μόνο Βυζαντινή μουσική».
Θυμᾶμαι, τόνισε: «Μόνο Βυζαντινή
μουσική».
Ἐνδιαφερόταν γιά τά πάντα πού ἀφο
ροῦσαν στήν διαπαιδαγώγησή μας καί
στήν προφύλαξή μας ἀπό ὕπουλους κιν
δύνους.
ε΄.
»»Ἅγιε Σχολάρχα, ἔχω εὐλογία νά
πάω στόν γέροντα Παΐσιο τόν ἀσκητή;».
Ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, ἀπό Παρα
σκευή ἀπόγευμα μέχρι Κυριακή τό με
σημέρι, αὐτή ἡ αἴτηση ἀκουγόταν στούς
διαδρόμους τῆς Σχολῆς, ὅπου μποροῦσε
κανείς νά συναντήση τόν καλό μας Σχο
λάρχη. Τότε γιά θέρμανση στή Σχολή
καίγαμε κάτι τεράστιους κορμούς καυ
σόξυλα πού ἦταν στιβαγμένοι 50 μέτρα
ἔξω ἀπό τή Σχολή καί ἀπό ἐκεῖ ἔπρεπε
νά μεταφερθοῦν στούς λέβητες στό ὑπό
γειο.
Ὁ Σχολάρχης γιά νά μᾶς ἐκπαιδεύση
σωματικά καί πνευματικά, ἔλεγε: «Ἔχει
εὐλογία, ἀλλά ἀφοῦ κουβαλήσης τρία
καρότσια ξύλα στούς λέβητες».
Θυμᾶμαι, μέ πόση προθυμία ἔσπευ
δαν,σχεδόνπετοῦσαντάπαιδιάνάκουβα
- 21. 21
λήσουν τά ξύλα γιά νά «πετάξουν» στήν
«Παναγούδα», στό Κελλί τοῦ Γέροντος,
νά πάρουν τήν εὐχή καί νά ἀκούσουν τά
γλυκύτατα λόγια του, τά ἁγνότατα καί
διδακτικά ἀστεῖα του καί νά μεταλάβουν
τήν πολύτιμη ἀγάπη του.
ς΄.
»Πόσες φορές, ἄλ
λοτε μέ χιόνια καί
μέ βροχές, ἄλλοτε
μέ γλυκό καιρό ἤ μέ
ἥλιο καυτερό, τά συ
χνά τρύπια παπού
τσια τῶν μαθητῶν
τῆς Σχολῆς δέν ὄργω
ναν καί ἴσιαζαν ἐκεῖ
νο τό μονοπάτι πού
ὁδηγοῦσε στήν «Πα
ναγούδα» τοῦ γέρον
τος Παϊσίου, γιά νά
φθάσουν ἐκεῖ καί νά
σπείρη στίς νεανικές
τους ψυχές ὁ ὅσιος
ἀσκητής τό πνευμα
τικό σιτάρι πού θά
γινόταν κατόπιν γιά
μᾶς ὁ πνευματικός
ἄρτος τῆς ζωῆς μας.
Εἶδα συμμαθητές
μου χαρούμενους νά
τρέχουν νά τοῦ ποῦν
κάτι χαρούμενο πού
τούς συνέβη.
Σέποιόννάτόἔλε
γαν καλύτερα; Τό ἴδ-
ιο ἔκανα κι ἐγώ ὅταν
πέρασα στή Θεολο
γική Σχολή. Ἔτρεξα
–ἄν καί σουρούπωνε
ἤδη– νά τό πῶ στόν Γέροντα. Ἤθελα νά
εἶναι ὁ πρῶτος πού θά τό μάθαινε. Θυ
μᾶμαι, πώς μέ φίλησε πολλές φορές καί
μοῦ εἶπε: «Εἶναι τό πρῶτο εὐχάριστο
πράγμα πού ἄκουσα σήμερα». Εἶδα ὅμως
καί συμμαθητές μου μέ δάκρυα στά μά
τια νά τρέχουν νά τοῦ ποῦν γιά κάποια
στενοχώρια τους, κάποιο πειρασμό τους,
κάποιο φόβο τους, κάποια δοκιμασία τῆς
οἰκογένειάς τους. Ὅλοι φεύγαν ἀναπτε
ρωμένοι, γεμάτοι ἐλπίδα καί σιγουριά.
Κάποτε, ἤμουν στενοχωρημένος μέ τόν
ἑαυτό μου, ἔνοιωθα πώς δέν προοδεύω
στά πνευματικά, πώς εἶμαι ἕνας ἄχρη
στος πού δέν μπορῶ νά καταφέρω κάτι
καλό. Πῆγα καί τοῦ τά εἶπα.
Ἔτυχε νά μήν ἔχη κανέναν ἐπισκέ
πτη. Μέ πῆρε πολύ κοντά του καί μοῦ εἶ
πε: «Μή στενοχωριέσαι, τώρα πρέπει νά
ἀρχίζης νά βγάζης φτερά».
- 22. 22
Οὔτε πολλά κηρύγματα, οὔτε παρα
χαϊδεύματα, οὔτε ψυχανάλυση, ὅπως
δηλαδή κάνουμε σήμερα οἱ περισσότεροι
Πνευματικοί, ἀλλά πέντε λέξεις πού γέ
μισαν τήν ψυχή μου.
Ἔτυχε στ᾿ ἀλήθεια νά δοῦμε καί θαύ
ματα κοντά του. Ὅμως, ἐπειδή σκοπός
τῶν ὅσων γράφουμε ἐδῶ δέν εἶναι νά δεί
ξουμε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν θαυματουρ
γός –αὐτό ἔχει φανῆ ἀπό ἀναρίθμητο
πλῆθος μαρτυριῶν πού δημοσιεύτηκαν
σέ πολλά βιβλία– δέν θά ἀναφερθοῦμε
σέ θαύματα πού εἴδαμε στήν αὐλή τῆς
Καλύβης του, σέ θαύματα πού ἔκανε σέ
συμμαθητές μας πού διέτρεξαν θανά
σιμες περιστάσεις, σέ θαύματα πού δέν
ἔπαυσαν νά διηγοῦνται ὅσοι πονεμένοι
ζήτησαν τή βοήθειά του.
Ἄλλωστε, τό μεγάλο θαῦμα γιά μᾶς
ἦταν τότε καί πιστεύουμε πώς καί σήμε
ρα εἶναι γιά τόν κόσμο μας, ἰδιαίτερα γιά
τίς εὐαίσθητες νεανικές ψυχές, ὁ στηριγ
μός τῶν ψυχῶν μας στήν πίστη, ἡ ἐλπίδα
γιά τή ζωή, ἡ ἔμπνευση γιά ἀγάπη πρός
τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία μας. Τό
μεγάλο θαῦμα πού ζοῦσαν οἱ μαθητές τῆς
Ἀθωνιάδος Σχολῆς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Γέρον
τας πού τούς ἔδειξε καί δίδαξε τόν καλό
μοναχό, τόν εὐλαβή κληρικό, τόν θεο
φοβούμενο λαϊκό, τόν ἐν παντί ἄνθρω
πο τοῦ Θεοῦ. Τό μεγάλο θαῦμα γιά ἐμᾶς
τούς φτωχούς μαθητές τῆς ἱστορικῆς μας
Σχολῆς, ὑπῆρξε ἡ ἀγαθή ἐπίδραση τοῦ
ὁσίου Παϊσίου στή ζωή μας μέχρι καί
σήμερα. Ἕνα θαῦμα διαρκείας, πού ἀπό
μόνο του θά ἄξιζε νά ἀποτελέση καί τόν
λόγο τῆς ἀναγνώρισής του ὡς μεγάλου
Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά μεγάλα
θαύματα τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ πνευματική
γέννηση εὐλαβῶν κληρικῶν, ἁγιασμέ
νων μοναχῶν, εὐσεβῶν οἰκογενειαρχῶν.
Μετά ἔρχονται οἱ προφητεῖες, οἱ θεραπεῖ
ες καί τά λοιπά σημεῖα.
ζ΄.
»Δέν μπορῶ νά ἀντισταθῶ σέ μία
ἐσωτερική παρόρμηση πού ἔχω τώρα, νά
ἀναφερθῶ γιά λίγο στά χρόνια πού ἀκο
λούθησαν γιά τή Σχολή καί πιό συγκε
κριμένα 15 χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ
γέροντος Παϊσίου, ὅταν γιά ἕνα χρόνο δι
ετέλεσα Σχολαρχεύων στήν Ἀθωνιάδα.
Κανένας ἀπό τούς καθηγητές καί τούς
μαθητές τῆς Σχολῆς δέν τόν εἶχε γνωρί
σει. Πείσθηκα ἀκόμη περισσότερο, πόσο
σημαντική γιά τή Σχολή μας ἦταν ἡ πα
ρουσία του καί οἱ πνευματικές εὐλογίες
πού ἔστελνε μέ τήν προσευχή του καί
τίς γεμάτες ἀγάπη μικρές ὑλικές εὐλο
γίες στά παιδιά. Ὁ γέρων Παΐσιος κοιμή
θηκε. Οἱ καθηγητές σχεδόν ὅλοι λαϊκοί,
οἱ μαθητές μέ mobile phone, mp3, laptop,
tablet, οἱ καθημερινές ἀνέσεις περισ
σότερες, τό φαγητό καλύτερο, οἱ ἔξοδοι
συχνότερες, οἱ στοχοθεσίες νεφελώδεις,
τό ἐπίπεδο ἀπελπιστικό. Βεβαίως, ὅλοι
οἱ ὑπεύθυνοι, κυρίως ἀπό τήν Ἱερά Κοι
νότητα, βοηθοῦσαν ὅπως μποροῦσαν γιά
νά προσανατολισθοῦμε.
Ὡστόσο ἐγώ, αἰσθάνθηκα πώς ἄν λεί
ψουν πολικοί ἀστέρες, ὅπως ὁ ὅσιος Παΐ
σιος, εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ περιπλάνησή
μας σέ πελάγη σκοτεινά καί ἡ πρόσκρου
σή μας σέ ἐπικίνδυνους ὑφάλους. Καί ὡς
ἄλλος νοσταλγός Παπαδιαμάντης, ἐπι
γράφω: Γλυκιά Ἀθωνιάδα, ἡ ἐνσάρκωσις
τότε τῆς χαρᾶς.
Γλυκύτατε γέροντα Παΐσιε τῆς χαρᾶς
μας τότε ἡ ἐνσάρκωσις. Εἶθε νά φτάση ἡ
ὥρα ὁ Κύριος, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου
Παϊσίου, πού τόσο ἀγάπησε καί στήριξε
τούς μικρούς μαθητές, νά ἐπιβλέψη καί
πάλι στή γλυκύτατη τροφό μας, ὥστε νά
μποροῦν οἱ ὑμνωδοί καί πάλι νά ψάλ
λουν:
Ἀθωνιάδα ξακουστή τοῦ Ἄθωνος τό
κλέος, σέ σένα μαθητεύουμε μ᾿ εὐλάβεια
καί δέος».