2. Μία ηλιόλουστη μέρα κάτι μανιτάρια είχαν φυτρώσει στην πόλη. Ένας
φτωχός άνθρωπος τα είχε δει και είχε πάει να τα μαζέψει. Επειδή ήταν
πολύ φτωχός δανείστηκε ένα καλάθι ώστε να βάλει τα μανιτάρια μέσα.
Όταν έφτασε άρχισε να μαζεύει όσο πιο πολλά μπορεί. Καθώς έφευγε
τρέχοντας ένα μανιτάρι του έπεσε στο δρόμο. Μία πέρδικα που ήταν εκεί
κοντά δάγκωσε το μανιτάρι και αμέσως δηλητηριάστηκε. Τότε άρχισε να
βρέχει και η μικρή πέρδικα δηλητηριασμένη πέταξε όσο μακριά μπορούσε
ώστε να βρει μια καλή στέγη. Εκεί που είχε κάτσει έμενε μια καλόγρια
και όταν την είδε την πήρε την πέρδικα μέσα στο σπίτι της. Και έτσι την
φρόντισε με αγάπη.
Τζαμέτα Κέβιν
Εξαιρετική πλοκή! Η γραφή σου δημιουργεί ένταση και αγωνία. Εμπλέκεις
συναισθηματικά τον αναγνώστη , Κέβιν, με τη γοργή γραφή σου. Επίσης
αλλάζουν οι καιρικές συνθήκες, οι οποίες προδηλώνουν τη μετάβαση από
τη χαρά και την ξεγνοιασιά στη θλίψη και το κακό. Τελειώνει όμως
αισιόδοξα! Μπράβο!
3. Πριν από πολύ καιρό ένα παιδί από τη Σύμη μετακόμισε στην Αθήνα.
Λεγόταν Μαρκοβάλντο. Όλοι αντιπαθούσαν αυτό το παιδί. Το μόνο
πράγμα για το οποίο το θαύμαζαν ήταν η πέρδικά του από τη Σκύρο. Την
αγαπούσε πάρα πολύ και την φρόντιζε και με το παραπάνω. Συνέχεια την
έβγαζε βόλτες στη γειτονιά. Όμως, μια μέρα παρασύρθηκε και έφτασε
στο κοντινό δάσος. Το παιδί είχε χαθεί και δεν ήξερε το δρόμο του
γυρισμού. Ευτυχώς γι ‘ αυτόν τον βρήκε μία γριούλα που τη λέγανε
Ντομιτίλα. Εκείνη τον φιλοξένησε στο σπίτι της για το βράδυ. Από την
άλλη, η αστυνομία είχε ειδοποιηθεί για την εξαφάνισή του και άρχισε το
ψάξιμό του. Ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος Αμάντιτζι έπαιρνε τα
τηλέφωνα των κατοίκων μήπως ξέρουν πού βρίσκεται. Όταν πήρε την
Ντομιτίλα έμαθε πού βρίσκεται ο Μαρκοβάλντο και ειδοποίησε τους
γονείς του για το χαρμόσυνο νέο. Έτσι, το μικρό παιδί γύρισε στην
οικογένειά του. Αππό τότε ο Μαρκοβάλντο πρόσεχε τι έκανε όταν έβγαζε
βόλτα την πέρδικα.
Μαυράκης Δημήτρης
Συγχαρητήρια Δημήτρη! Άλλαξες την ιστορία, αναζωογόνησες τους ήρωες
και ανακατεύοντας άλλους ρόλους απέδειξες τη δημιουργική σου φαντασία
, προκαλώντας ακόμα και το γέλιο απροσδόκητα!
4. Η Αστραδενή φεύγει με την οικογένειά της από το όμορφο νησί της
και έρχεται στη μεγαλούπολη για να βρει δουλειά ο πατέρας της. Ένας
φτωχός αχθοφόρος, ο Μαρκοβάλντο μεταφέρει τα έπιπλα στο καινούριο
διαμέρισμα της Αστραδενής. Βλέπει το κορίτσι θλιμμένο και ρωτώντας την
το λόγο, η Αστραδενή εκφράζει τη στεναχώρια της, γιατί νοσταλγεί τη
ζωή στο χωριό και δεν της αρέσει η πόλη. Ο Μαρκοβάλντο βρίσκει
ευκαιρία να πει και το δικό του καημό, αφού και για κείνον η ζωή στην
πόλη είναι αδιάφορη. Τότε εμφανίζεται μία γριούλα που κρατάει στα χέρια
της μία πέρδικα και ζητά να τη βοηθήσουν. Τους λέει πώς βρήκε αυτό το
πουλί στην πόλη και εκείνοι προσφέρονται να πάνε την πέρδικα σε κάποιο
δάσος για να τη σώσουν. Μετά από αυτήν την πράξη οι ήρωες
αισθάνονται χαρά και ικανοποίηση, αφού πρόσφεραν την ελευθερία από τη
«φυλακή» της πόλης τουλάχιστον στο πτηνό, μια που εκείνοι δεν μπορούν
να απεγκλωβίσουν τους εαυτούς τους!
Σφήκας Κώστας
Συγχαρητήρια Κώστα, πολύ τρυφερά και ευαίσθητα όσα γράφεις.
«Ανακάτεψες» με τη σωστή αναλογία τα στοιχεία της πλοκής και το
συναίσθημα. Η λύτρωση όλων των ηρώων σου ήρθε μέσα από την πράξη
απελευθέρωσης του πτηνού ενώ ταυτόχρονα διαφαίνεται και το μήνυμα
για τη ζωή στην πόλη.
5. Ο Μαρκοβάλντο αφού βγήκε από το νοσοκομείο συνέχισε να ερευνά
στοιχεία της φύσης. Κατά την έρευνά του ανακαλύπτει ένα αρχαίο και
πολύτιμο αντικείμενο. Καθώς το επεξεργαζόταν χωρίς να το καταλάβει
πάτησε ένα μυστικό κουμπί και ξαφνικά βρέθηκε στο βάθος μιας σχολικής
αίθουσας.
Ζαλισμένος από το σύντομο ταξίδι άκουσε μια κοριτσίστικη φωνή να
λέει « Με λένε Αστραδενή». Έκατσε και περίμενε να τελειώσει το
μάθημα, ώσπου όλα τα παιδιά εκτός της Αστραδενής βγήκαν για
διάλειμμα. Πήρε το θάρρος και την πλησίασε λέγοντάς της πως βρέθηκε
στην τάξη εξαιτίας αυτού του μενταγιόν. Τότε ο Μαρκοβάλντο ζήτησε τη
βοήθειά της για να γυρίσει πίσω. Η Αστραδενή δέχτηκε και τον έπιασε
από το χέρι, πατώντας και οι δύο μαζί το μενταγιόν.
Βρέθηκαν και οι δύο μέσα σε μία δίνη, η οποία τους έριξε σε ένα
περίεργο δωμάτιο. Κοίταξαν γύρω τους με περιέργεια και τι αντίκρισαν!
Μια πέρδικα να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος, να πλένει τα πιάτα, να
βλέπει τηλεόραση, να μαγειρεύει και να κάνει κι άλλες ανθρώπινες
ασχολίες. Για το Μαρκοβάλντο και την Αστραδενή, όλα αυτά τους ήταν
παράξενα αλλά οι εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί.
Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι και μια γιαγιά ήρθε να επισκεφτεί την
πέρδικα. Όλοι άρχισαν σιγά σιγά να γνωρίζονται και να κάνουν καλή
παρέα μεταξύ τους.
Όμως μην ξεχνάτε είμαστε στον κόσμο των παραμυθιών που τα
πάντα μπορούν να συμβούν. Την εξέλιξη αυτού του παραμυθιού την
αφήνω σε σας… Τριανταφύλλου Ασπασία
Ευφυές το τέχνασμα του μενταγιόν για να μεταφερθούμε στον άλλο κόσμο
όπου όλα είναι πιθανά! Και το τέλος που απευθύνεται στον αναγνώστη
προσδίδει μία αμεσότητα. Βαγιάνου Κυριακή
6. Πριν από πολλά χρόνια ζούσαν σε μια γειτονιά της Σύμης τρεις πολύ
στενά δεμένοι γείτονες, ο Μαρκοβάλντο, η Αστραδενή και μία γυναίκα
από τη Σκύρο. Μαζί περνούσαν πολλές ώρες της ημέρας, διασκεδάζοντας
αλλά και κάνοντας συζητήσεις- κουτσομπολιά για τα υπόλοιπα άτομα της
γειτονιάς και όχι μόνο.
Οι τρεις αυτοί άνθρωποι συνέχισαν να ζουν με τον ίδιο τρόπο τη ζωή
τους για αρκετά ακόμη χρόνια. Ωστόσο το μέλλον τους επιφύλλαττε
κάποιες δυσάρεστες εκπλήξεις. Αναγκάστηκαν όλοι τους για κάποιους
λόγους να φύγουν , δυστυχώς, σε διαφορετικούς προορισμούς, με
αποτέλεσμα οι δρόμοι τους να χωρίσουν…
Όλα έδειχναν ότι δε θα βρίσκονταν πάλι μαζί, ο Θεός όμως είχε
διαφορετική άποψη. Το σύμπαν συνομώτησε υπέρ τους, υπέρ της αγάπης
τους, ώστε να ιδωθούν ξανά όλοι μαζί στο Τορίνο της Ιταλίας, όπου
έμενε πλέον ο Μαρκοβάλντο. Συναντήθηκαν σε μία στάση λεωφορείων. Η
Αστραδενή και η γυναίκα από τη Σκύρο με … μία πέρδικα, περιμένουν το
λεωφορείο. Την ίδια στιγμή ο Μαρκοβάλντο βρίσκονταν στην περιοχή και
μάζευε μανιτάρια. Όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, προκλήθηκε
ένας μεγάλος ενθουσιασμός αναμεσά τους. Το βράδυ βέβαια
ξαναβρέθηκαν στο νοσοκομείο, όπου οι δύο φίλες επισκέφτηκαν τον παλιό
τους φίλο, ο οποίος είχε πάθει τροφική δηλητηρίαση από τα μανιτάρια.
Τσιουκαντάνας Παναγιώτης
Παναγιώτη δημιούργησες ένα ιστορικό υπόβαθρο και κατά συνέπεια ένα
συναισθηματικό δέσιμο στην ιστορία σου και μετά μας μεταφέρεις στο
παρόν, προσθέτοντας και μία πινελιά χιούμορ. Έξυπνοι συνδυασμοί με
ευχάριστο αποτέλεσμα. Μπράβο!
Βαγιάνου Κυριακή
7. Κάπου στην Αθήνα η γριά ένοικος καθόταν στο ισόγειο διαμέρισμά της
περιμένοντας την καινούρια φιλενάδα της να τα πούνε. Πάνε μέρες που
γνώρισε την Αστραδενή και όλα τα κοινά που είχαν, τις ένωσαν.Η
νοσταλγία για το νησί, η μοναξιά και τώρα η τσιμεντούπολη. Κάθε φορά
έλεγαν τις αναμνήσεις τους αλλά κουβέντιαζαν και τα περίεργα αυτής της
πόλης και των ανθρώπων της, όπως εκείνος ο περίεργος κύριος που τον
έβλεπαν να ψάχνει στις πρασιές, στο πάρκο και μόλις έβλεπε μανιτάρια
τα έκοβε με μανία και τα έχωνε στην τσέπη του πριν καν μεγαλώσουν.
Τσακός Δημήτρης
Σύντομη ιστορία με γοργή εξέλιξη και στοιχεία της ζωής των ηρώων
δοσμένα επιλεκτικά αλλά εύστοχα. Μπράβο!
Βαγιάνου Κυριακή
8. ... Ήταν αρκετά δύσκολο για την Αστραδενή να το συνηθίσει. Δεν είναι
και λίγο από τη Σύμη να βρίσκεσαι ξαφνικά στο Τορίνο.
Η ζωή της ήταν βαρετή. Όλα κίναγαν εξωφρενικά γρήγορα για κείνη.
Τίποτα δεν τη χαροποιούσε. Η ζωή ήταν άσχημη. Μόνο κάτι ηλιαχτίδες
γέλιου φώτιζαν τον ανιαρό και σκοτεινό της ορίζοντα. Και ήταν αλήθεια
παράξενο το να κάθεσαι στη στάση του ηλεκτρικού και να βλέπεις έναν
κύριο με σκούπα να κοιτάζει έναν άλλο κύριο που έδενε τα κορδόνια του
κοιτώντας κάτι ζουρλομανιτάρια, όπως τα έλεγε, γιατί όταν τα έτρωγες
πονούσες και είχες παραισθήσεις ότι είσαι σε ένα κρεβάτι και βλέπεις
τον εχθρό σου. Ακόμα πιο αστείο ήταν ότι μία πέρδικα , σαν της Σύρου,
κουτσουλούσε το καπέλο του κυρίου με τη σκούπα.
Παρ’ όλα αυτά η Αστραδενή ήταν πάντα λυπημένη…
Τσαγρής Μιχάλης
Συγχαρητήρια Μιχάλη, μας εκπλήσσεις ευχάριστα με τις ανατρεπτικές
σου ιδέες. Χιούμορ και θλίψη ανακατεύονται γλυκόπικρα στο κείμενό σου.
Βαγιάνου Κυριακή
9. Η μικρή Αστραδενή γοητευόταν από κάθετι καινούριο που γνώριζε.
Όταν είδε πρώτη φορά χιόνι, μαγεύτηκε και αμέσως συνδύασε το άσπρο
του χρώμα με το λευκό φόρεμα που είχε. Τότε η μητέρα της με αυτήν
την αφορμή της διηγήθηκε την ιστορία ενός μικρού αγοριού, που ζούσε
στα βουνά και λεγόταν Μαρκοβάλντο. Ζούσε σε ένα περιβάλλον με τα
φυσικά φαινόμενα, με τους ζωντανούς οργανισμούς που ζούνε μέσα σε
αυτό. Κάποια μέρα το αγόρι συνάντησε τυχαία μία πέρδικα. Αυτή του
μίλησε για τα μέρη που ζούσε και του διηγήθηκε μια ιστορία που είχε
ακούσει από τους προγόνους της και του εξήγησε γιατί τα μάτια των
περδίκων είναι δακρυσμένα.
Όταν οι πέρδικες ήρθαν πρώτη φορά στη χώρα των ανθρώπων, τους
είδαν να βασανίζονται σκάβοντας τη γη. Πλησίασαν λοιπόν, τους
κοίταξαν καλά και έκπληκτα είδαν μέσα στα μάτια τους δάκρυα. Από τότε
όλες οι πέρδικες του κόσμου είναι δακρυσμένες για να τιμήσουν τους
ανθρώπους της γης που βασανίζονται.
Μαρκέλλα Φαφαλιού
Πολύ πρωτότυπο το σενάριό σου και ευαισθητοποιημένο. Τα βάσανα των
ανθρώπων αλλά και η ευεργετική επαφή τους με τη φύση κυριαρχούν.
Βαγιάνου Κυριακή
10. Κάποτε σε μια παράξενη πολυκατοικία ζούσε ο Μαρκοβάλντο, ένας
αχθοφόρος, η σύζυγός του και τα ζαβολιάρικα και άτακτα παιδιά του. Ο
Μαρκοβάλντο και η οικογένειά του ζούσαν στο δεύτερο όροφο της
πολυκατοικίας. Όμως δεν ζούσαν μόνοι στην πολυκατοικία. Στο κέντρο
του κτηρίου υπήρχε μια στενή λωρίδα, ο φωταγωγός που ξεκινούσε από
το ισόγειο. Εκεί ζούσε μια πέρδικα. Εγκλωβισμένη και συνάμα
τραυματισμένη ζούσε από τη φροντίδα μιας γριούλας χήρας καθώς ήταν
μόνη της ας είχε μια μικρή παρέα. Έτσι, η γριούλα και η πέρδικα ζούσαν
στο ισόγειο της πολυκατοικίας.
Τέλος στον πρώτο όροφο μια «ξενιτεμένη» ζούσε με την οικογένειά
της. Την έλεγαν Αστραδενή και ήταν μικρό κορίτσι από τη Σύμη, όμως
έπρεπε να έρθει στην Αθήνα και να αφήσει τον τόπο της.
Μια μέρα , Σάββατο πρέπει να ήταν, αργά το βράδυ μπήκε
φουριόζος ο Μαρκοβάλντο αλλά και χαρούμενος. Τον πήραν πρέφα όλοι
οι κάτοικοι και στήσαν καραούλι έξω από το σπίτι του, για να ακούσουν
τι έγινε. Τον άκουσαν να λέει ότι τα μανιτάρια θα μεγάλωναν έπειτα από
τη βροχή. Όλοι παραξενεύτηκαν και τον ακολούθησαν. Δεν θυμούνται
πολλά. Οι μόνες τους αναμνήσεις ήσαν ο γιατρός του νοσοκομείου να λέει
κάτι για μανιτάρια και κάτι για δηλητηρίαση.
Φώτης Φακούδης
Μπράβο Φώτη, πολύ όμορφα έδεσες τους ήρωες σου και τελειώνεις
ανατρεπτικά και με ηθικό δίδαγμα! Είδες τι κάνει η περιέργεια;
Ομολογουμένως και δεν περίμενα να παραλλάξεις τόσο εύστοχα την
ιστορία του Μαρκοβάλντο.
11. Σε μια παλιά πολυκατοικία της Αθήνας ζούσε η Αστραδενή που είχε
πρόσφατα μετακομίσει από τη Σύμη. Δεν της άρεσε η ζωή στην πόλη και
νοσταλγούσε συχνά το χωριό της. Ώσπου μια μέρα η θεία της της έφερε
από το νησί μια πέρδικα. Ενθουσιάστηκε το μικρό κορίτσι. Την έβαλε
στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας που είχε κάποιες γλάστρες με
παραμελημένα φυτά. Κάθε μέρα την τάϊζε ρίχνοντάς της σποράκια και
ψίχουλα.
Ο Μαρκοβάλντο ζούσε στην ίδια πολυκατοικία. Είχε κι αυτός έλθει
από την επαρχία στη μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά. Μια μέρα
παραξενεμένος άκουγε κακαρίσματα πέρδικας. Χάρηκε και προσπαθούσε
να καταλάβει από πού έρχονταν. Όταν ανακάλυψε ότι στο φωταγωγό
υπήρχε μια πέρδικα ενθουσιάστηκε αλλά και απόρησε.
Τότε είδε την Αστραδενή. Της μίλησε, γνωρίστηκαν και κατάλαβε
πόσο πολύ αγαπούσαν κι οι δυο τη φύση. Από τότε έγιναν φίλοι και
φρόντιζαν και οι δύο την πέρδικα.
Φώτης Παναγιώτης
Μπράβο Παναγιώτη μου αρέσει το αισιόδοξο και γεμάτο ανθρωπιά τέλος
της ιστορίας σου.