2. Κωστής Παλαμάς
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 και
πέθανε στις
27 Υεβρουαρίου το 1943 ήταν ποιητής,
πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της
λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους
Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και
ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Επίσης, είχε σπουδάσει
και ως θεατρικός παραγωγός της ελληνικής λογοτεχνίας
3. Στοιχεία ποίησης του Παλαμά
Εκφράζει με το έργο του στοιχειά για την εποχή του
Σο έργο του επηρεάζεται από την αστικοποίηση της ελληνικής
κοινωνίας
το έργο του υπάρχει το «λυρικό» στοιχειό
Επηρεάζεται από το «λογοτεχνικό ρεύμα» (Παρνασσισμός)
λυρισμός. Η εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου
του ποιητή (των σκέψεων και των απόψεών του,
των βιωμάτων και των συναισθημάτων του), με τη
χρήση μάλιστα πλούσιων και εντυπωσιακών
εκφραστικών μέσων (εικόνων κ.ά.).
4. Η ποιητική συλλογή του
Η συλλογή εκδόθηκε το 1904 και περιλαμβάνει
τα ποιήματα της δεκαετίας 1892-1904.
Είναι χωρισμένη σε κύκλους ποιημάτων όπως
«πατρίδες», « γυρισμός ».
Η συλλογή «Ασάλευτη ζωή» είναι μία από τις 4
μεγαλύτερες ποιητικές συλλογές του Παλαμά.
Σα θέματα της ποιητικής του συλλογής είναι
πολλά, όπως οι πόλεις που αγάπησε , οι χώρες
που ταξίδεψε.
5. Στάση ζωής
Μέσα από την ποιητική αυτή συλλογή ο
Παλαμάς φαίνεται να είναι πατριώτης,
διεθνιστής, θρήσκος αλλά και άθεος,
απογοητευμένος από το παρόν αλλά και
αισιόδοξος για ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
6. Σαν των Φαιάκων το καράβι
αν των Υαιάκων το καράβ' η Υαντασία
χωρίς να τη βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει· και είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία,
πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγ' η απελπισία,
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία,
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι.
Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα, και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα, και χίλια μύρια
Σαξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμον όλο.
Και τι 'μαι; Φόρτο ριζωμένο σ' ένα σβώλο
απάνω, που ξεφεύγει κι απ' τα κλαδευτήρια
7. Θέμα
Σο ποίημα αναφέρεται σε διαφορές περιοχές
του κόσμου στις όποιες ταξιδέψε ο ποιητής
με την φαντασία του και νιώθει ότι τον
συνδέουν πολλά κοινά με αυτές. το τέλος
όμως διαπιστώνει ότι μπροστά στον
τεράστιο κόσμο όπου ζει
είναι
ένας
ασήμαντος, μικρός άνθρωπος .
8. Στάση Ζωής
Ο ποιητής ταξίδευε σε όλες τις ηπείρους έχοντας κάτι ξεχωριστό
να πάρει. Ακόμα στην αρχή του κείμενου ο ποιητής νόμιζε ότι
στην ζωή υπάρχουν μόνο καλά πράγματα αλλά τελικά κατάλαβε
πως υπάρχουν και τα αρνητικά σε αυτόν τον κόσμο. Άρα η
στάση είναι ότι ο άνθρωπος νιώθει ασήμαντος και μικρός
μπροστά στον απέραντο αυτό κόσμο.
9. Η Αγορά
Πάντα διψάς – όπως διψάει το πρωτοβρόχι
στεγνή καλοκαιριά – το βλογημένο σπίτι
και μια κρυφή ζωή σα δέηση ερημίτη,
αγάπης και αρνησιάς ζωούλα σε μια κόχη.
Διψάς και το καράβι που το πέλαο το ‘χει,
κι όλο τραβάει με τα πουλιά και με τα κήτη,
κι είναι μεστή η ζωή του μ’ όλο τον πλανήτη
και το καράβι και το σπίτι σου είπαν «Όχι!»
Μήτε η παράμερη ευτυχία που δε σαλεύει,
μήτε η ζωή π’ όλο και νέα ψυχή της βάνει
κάθε καινούρια γη και κάθε νιο λιμάνι.
Μόνο τ’ αλάφιασμα του σκλάβου που δουλεύει
σέρνε στην αγορά τη γύμνια του κορμιού σου,
ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς σου.
10. Άγνωστες Λέξεις
Δέηση : η παρακλητική προσευχή που
απευθύνεται στον Θεό
κόχη : η εξωτερική ή η εσωτερική ακμή
μιας δίεδρης γωνίας σε έναν τοίχο, σε
ένα έπιπλο
βιοπορισμός : η εξασφάλιση των
υλικών μέσων επιβίωσης, ιδιαίτερα
μέσο της προσωπικής εργασίας
11. Θέμα
Ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημα Αγορά μας
μιλάει για την
προσωπική του εμπειρία
απέναντι στη σκληρή όψη της ζωής. Ο
ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος πρέπει να
εργαστεί
με
εξαντλητικούς
ρυθμούς
προκειμένου να επιβιώσει, χάνοντας έτσι την
επαφή, όχι μόνο με τον εαυτό του αλλά και με
τους ανθρώπους γύρω του.
12. Στάση Ζωής
Ο ποιητής σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία της
ζωής του με αντίξοους βιοποριστικούς όρους νιώθει
εγκλωβισμένος στον αντίκτυπο της οικονομικής
παρακμής. Με τον ποιητικό του λόγο διατυπώνει την
επιθυμία του για μια ζωή ήρεμη και γαλήνια. Ωστόσο,
με άρνηση διαπιστώνει πως οι επιθυμίες του δεν
εκπληρώθηκαν, αφού το μόνο που βίωσε ήταν η
ενασχόλησή του με σκληρές, αδιάφορες εργασίες
που δε μπορούσαν να του προσφέρουν ψυχική
ικανοποίηση.
13. Σο πανηγύρι στα σπάρτα
Για κοίτα πέρα και μακριά τι πανηγύρι
που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα στο λιβάδι!
το πανηγύρι το πανεύοσμο απ’ τα σπάρτα
με τη γλυκιάν ανατολή γλυκοξυπνώντας
να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι,
θησαυριστής να κλείσω μες στην αγκαλιά μου
σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα δροσάνθια,
κι όλο το θησαυρό να τόνε σπαταλέψω
στα πόδια της αγάπης μου και της κυράς μου.
Όμως βαθιά είναι το ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι χρόνων
κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
έτσι τον άκοπο γοργό μου κόβει δρόμο
ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος
ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και στα βούρλα.
14. Σ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα νύχια
και σαν τα ξόβεργα το χώμα παγιδεύει
του κάμπου του κακού στα βούρλα και στα βάλτα,
εκεί που στο φλογοβόλο το αψύ του ήλιου
(που δρόσος μιας πνοής; που σκέπασμα ενός δέντρου;)
σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα μάτια η άρμη.
Λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι αποκάνω και πέφτω, κι αποκαρωμένος
νιώθω στο μέτωπο τ’ αγκάθια, και στα χείλια
νιώθω την πίκρα της αρμύρας, και στα χέρια
νιώθω τη γλίνα της νοτιάς, και στα ποδάρια
νιώθω το φίλημα του βάλτου, και στα στήθη
νιώθω το χάιδεμα του βούρλου, νιώθω εντός μου
τη μοίρα του γυμνού και τ’ ανήμπορου κόσμου.
(Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά μου;) Και σε βάθη
δειλινών πορφυρών, πλούσια ζωγραφισμένων,
το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα πλέκουν,
το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα,
με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα.
15. Άγνωστες Λέξεις
βούρλα: αγκαθωτά χόρτα του βάλτου
τα ξόβεργα: παγίδες
αποκαρώνω (ομαι): πέφτω σε λήθαργο
γλίνα: λάσπη
16. Ανάλυση
Για κοίτα πέρα και μακριά τι πανηγύρι
που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα στο λιβάδι!
το πανηγύρι το πανεύοσμο απ’ τα σπάρτα
με τη γλυκιάν ανατολή γλυκοξυπνώντας
να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι,
θησαυριστής να κλείσω μες στην αγκαλιά μου
σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα
δροσάνθια,
κι όλο το θησαυρό να τόνε σπαταλέψω
στα πόδια της αγάπης μου και της κυράς μου.
τους πρώτους εννέα
στίχους ο ποιητής
παρουσιάζει με ιδιαίτερα
ελκυστικό τρόπο το λιβάδι
με τα σπάρτα. Σα κίτρινα
λουλούδια, που στο φως
του ήλιου μοιάζουν χρυσά,
δημιουργούν ένα εξαίσιο
πανηγύρι χρωμάτων κι
ευωδιάς. Ένα πανηγύρι που
ξυπνά στον ποιητή την
επιθυμία να βρεθεί κι
εκείνος κοντά στα σπάρτα
και να μαζέψει στην
αγκαλιά του πολλά απ’ τα
όμορφα αυτά λουλούδια
17. Όμως βαθιά είναι το ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι χρόνων
κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
έτσι τον άκοπο γοργό μου κόβει δρόμο
ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος
ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και στα βούρλα.
Πολύ συχνά οι άνθρωποι
διαπιστώνουν πως η
επιθυμία τους να χαρούν
ανεμπόδιστα την ευτυχία
της ζωής, δεν είναι εύκολο
να πραγματοποιηθεί.
Παρόλο που τα σπάρτα
αποτελούν ένα γοητευτικό
κάλεσμα της φύσης κι ο
ποιητής θεωρούσε πως
εύκολα θα μπορούσε να
φτάσει εκεί, συνειδητοποιεί
τελικά πως ο δρόμος που
πρέπει να διανύσει είναι
μεγάλος και δύσκολος.
18. Σ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα νύχια
και σαν τα ξόβεργα το χώμα παγιδεύει
του κάμπου του κακού στα βούρλα και στα
βάλτα,
εκεί που στο φλογοβόλο το αψύ του ήλιου
(που δρόσος μιας πνοής; που σκέπασμα
ενός δέντρου;)
σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα μάτια η
άρμη.
Σα αγκάθια των φυτών
ξεσκίζουν το σώμα του σα νύχια
και το χώμα τον παγιδεύει σαν
ξόβεργα. Ο δρόμος που
προσπαθεί να περάσει ο
ποιητής είναι βαλτώδης, με
βούρλα ολόγυρα Παράλληλα, ο
ήλιος, που δεν εμποδίζεται από
κάποιο ψηλό δέντρο, φλέγει τον
τόπο και βασανίζει τον ποιητή
καθώς περπατά κάτω απ’ το
αδιάκοπο και καυτό χτύπημα
του ήλιου, σκέφτεται πως δεν
υπάρχει ούτε ένα ελάχιστο
αεράκι, για να τον δροσίσει,
αλλά ούτε κι η σκιά ενός
δέντρου, για να γλιτώσει απ’ τις
ακτίνες του ήλιου.
19. Λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι αποκάνω και πέφτω, κι αποκαρωμένος
νιώθω στο μέτωπο τ’ αγκάθια, και στα χείλια
νιώθω την πίκρα της αρμύρας, και στα χέρια
νιώθω τη γλίνα της νοτιάς, και στα ποδάρια
νιώθω το φίλημα του βάλτου, και στα στήθη
νιώθω το χάιδεμα του βούρλου, νιώθω εντός μου
τη μοίρα του γυμνού και τ’ ανήμπορου κόσμου.
Σο περπάτημα στον
βαλτώδη δρόμο κάτω
απ’ τον ανελέητο ήλιο
εξουθενώνει τον ποιητή,
ο οποίος νιώθει τις
δυνάμεις του να τον
εγκαταλείπουν, χάνει τον
προσανατολισμό του και
τελικά πέφτει κάτω
εξαντλημένος.
Aποδίδοντας με
παραστατικό τρόπο την
ραγδαία απώλεια της
δύναμής του και την
πτώση του.
20. (Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά μου;) Και σε
βάθη
δειλινών πορφυρών, πλούσια
ζωγραφισμένων,
το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα
πλέκουν,
το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα,
με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα
Ο ποιητής κάνει μια νέα
προσπάθεια να φτάσει
στα χρυσά με την
επίγνωση πως παρά τη
δική του αποτυχία η ζωή
συνεχίζει να προσφέρει
απλόχερα ευτυχία σ’
εκείνους που έχουν τη
δυνατότητα και τη
δύναμη να τη ζήσουν
21. Στάση Ζωής
Μέσα από το ποιήμα καταλαβαίνουμε ότι οι πολλαπλές
δυσκολίες που προκύπτουν στους ανθρώπους , τους στερούν
τελικά τη δυνατότητα να χαρούν τις απολαύσεις της και ότι η
ζωή είναι ένας δύσβατος δρόμος που επιχειρεί να διαβεί ό κάθε
άνθρωπος
Dorothy
Maier